Στο τραπέζι κάθισαν δυο σκιές —
η μία με ρούχα φθαρμένα,
μαχαίρια σκουριασμένα, πιρούνια σπασμένα,
η άλλη έλαμπε με σιωπή χρυσή,
με ποτήρια που δεν είχαν αγγίξει χείλη.
Το Παρελθόν είχε βλέμμα βαρύ,
κουβαλούσε πληγές σαν μετάλλια,
έκοβε αδέξια τη σάρκα του Παρόντος,
με κινήσεις γνώριμες, σχεδόν τελετουργικές.
«Το ’χω ξανακάνει αυτό», ψιθύρισε.
Το Μέλλον, αμίλητο, κοίταζε ευγενικά,
κρατώντας το χρυσό του μαχαίρι
σαν να ’ταν κάτι ιερό και απαγορευμένο.
Έκοβε μικρές, προσεκτικές μπουκιές
και τις έτρωγε δίχως γεύση, μόνο ιδέα.
Το Παρόν ούρλιαξε, μα κανείς δεν άκουσε.
Ήταν δεμένο στο κέντρο του τραπεζιού,
σερβιρισμένο με σάλτσα από επιθυμία
και με μυρωδικά ανεκπλήρωτων στιγμών.
Οι δύο σκιές το έτρωγαν αργά,
σαν να διαπραγματεύονταν την ίδια του την ύπαρξη.
«Δικό μου είναι», είπε το Παρελθόν.
«Δικό μου θα γίνει», είπε το Μέλλον.
Και το Παρόν, κατασπαραγμένο,
έμεινε μόνο με την ανάμνηση του εαυτού
που δεν πρόλαβε να ζήσει
να στάζει από τα χείλη των δύο αιώνιων εραστών του.