Η 5η Νοεμβρίου 1957 είναι μια ημερομηνία με ξεχωριστή σημασία για την ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας. Στο Ηράκλειο, πλήθος κόσμου συνόδευε στην τελευταία του κατοικία τον Νίκο Καζαντζάκη, έναν από τους σημαντικότερους Έλληνες συγγραφείς. Πίσω όμως από τη συγκινητική τελετή, κρυβόταν ένα έντονο παρασκήνιο: η Εκκλησία είχε απαγορεύσει την ταφή του σε εκκλησιαστικό κοιμητήριο.
Τότε, ένας και μοναδικός ιερέας, ο παπα-Σταύρος Καρπαθιωτάκης, αψήφησε την εντολή και τέλεσε τη νεκρώσιμη ακολουθία, πληρώνοντας ακριβά την πράξη του.
Γιατί η Εκκλησία αντιπολιτευόταν τον Καζαντζάκη;
Η Εκκλησία είχε στραφεί εναντίον του Καζαντζάκη για τολμηρά, για την εποχή, έργα του, όπως ο «Τελευταίος Πειρασμός» και ο «Χριστός Ξανασταυρώνεται». Στα βιβλία αυτά, ο συγγραφέας παρουσίαζε τον Χριστό με ανθρώπινες αδυναμίες, κάτι που θεωρήθηκε βλάσφημο. Επιπλέον, κατηγορήθηκε για τις φιλοκομμουνιστικές του ιδέες και για τον «αντιχριστιανικό» και «αντεθνικό» χαρακτήρα του «Καπετάν Μιχάλη».
Η Ιερά Σύνοδος έφτασε στο σημείο να ζητήσει τον αφορισμό του, αλλά ο Πατριάρχης Αθηναγόρας αρνήθηκε, φοβούμενος τις αντιδράσεις, ιδιαίτερα στην ιδιαίτερη πατρίδα του συγγραφέα, την Κρήτη. Έτσι, περιορίστηκε σε μια σιωπηρή αποτροπή των πιστών από την ανάγνωση των έργων του.
Ο Παπα-Σταύρος: Ο μοναδικός που αψήφησε το σύστημα
Την ημέρα της κηδείας, οι τοπικές αρχές είχαν δώσει εντολή να παραμείνουν όλοι οι στρατιωτικοί μέσα στο στρατόπεδο, φοβούμενοι επεισόδια. Ο Σταύρος Καρπαθιωτάκης, τότε στρατιωτικός ιερέας, θεώρησε αυτή την απαγόρευση ως μεγάλη αδικία.
Σε μια συνέντευξή του, εξομολογήθηκε: "Ήμουν παπάς. Δεν άντεχα να πάρω στον λαιμό μου τέτοιο άδικο. Δεν μπορούσα να αρνηθώ τα ιερά μυστήρια σ’ ένα βαφτισμένο Χριστιανό που δεν έκανε ποτέ κάτι ανήθικο η εγκληματικό."
Παραβίασε την εντολή, πήρε κρυφά τα ράσα του και έτρεξε στον προμαχώνα Μαρτινέγκο. Τέλεσε τη νεκρώσιμη ακολουθία, δίνοντας στον Καζαντζάκη την τελευταία τιμή που του άξιζε. Για την πράξη του, πέρασε από στρατιωτικό δικαστήριο και φυλακίστηκε για έξι μήνες.
Ο Νίκος Καζαντζάκης αναπαύεται σήμερα στον προμαχώνα Μαρτινέγκο, με τη διάσημη επιγραφή στον τάφο του: "Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, είμαι λέφτερος." Μια φράση που συνοψίζει όχι μόνο τη φιλοσοφία της ζωής του, αλλά και την πράξη του γενναίου ιερέα που τον τίμησε.
