Το 1957, στο απομακρυσμένο χωριό Φελίτσιανη της Ηπείρου, το οποίο σήμερα ονομάζεται Πολύδροσον και ανήκει στον νομό Ιωαννίνων, διαδραματίστηκε ένα ειδεχθές έγκλημα που συγκλόνισε την ελληνική κοινή γνώμη. Η τραγική αυτή ιστορία ενός φόνου σε ένα ακριτικό χωριό, που τότε ερημωνόταν από τη μαζική μετανάστευση, αποτέλεσε την κύρια έμπνευση για την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου, την κλασική πλέον «Αναπαράσταση» του 1970. Ο σκηνοθέτης χρησιμοποίησε το πραγματικό αυτό γεγονός ως εφαλτήριο για να εκφράσει τις δικές του εικόνες για την ελληνική ύπαιθρο και την ερήμωσή της από ανθρώπους.
Το Πολύδροσον, που βρίσκεται 35 χιλιόμετρα μακριά από τα Ιωάννινα, βίωνε τις συνέπειες του πολέμου και της μετανάστευσης. Μεταξύ εκείνων που αναζήτησαν καλύτερη τύχη στη Γερμανία για να συντηρήσουν την οικογένειά τους ήταν και ο 38χρονος αγρότης Κώστας Χαρίσης. Πίσω του άφησε τη σύζυγό του, την 23χρονη Ελένη, και τα δύο τους παιδιά. Η Ελένη, με καταγωγή από την Κόνιτσα, ήταν νέα, όμορφη και, όπως έλεγαν, σέξι. Περίπου ενάμιση χρόνο μετά τη φυγή του Κώστα, η Ελένη σύναψε παράνομο δεσμό με τον 25χρονο βοσκό του χωριού, Γιάννη Μπιτσαρούνη. Οι κρυφές τους συναντήσεις δεν άργησαν να γίνουν γνωστές σε όλη τη Φελίτσιανη, με αποτέλεσμα οι κάτοικοι να ενημερώσουν τον μετανάστη σύζυγο στη Γερμανία.
Πικραμένος και προβληματισμένος από την απιστία, ο Κώστας Χαρίσης αποφάσισε να επιστρέψει κρυφά στην πατρίδα του. Μετά την επιστροφή, ζήτησε από την Ελένη να πετάξουν τα παιδιά τους και να φύγουν μαζί για την Αθήνα, ελπίζοντας ότι θα ξαναέφτιαχναν τη ζωή τους. Αγνοούσε, όμως, τον όρκο αιώνιας αγάπης και το μεγάλο πάθος που είχε αναπτυχθεί ανάμεσα στην Ελένη και τον Γιάννη. Ο γυρισμός του συζύγου προβλημάτισε τους παράνομους εραστές, με την Ελένη να αποφασίζει πως ο μόνος τρόπος για να απαλλαγεί από τον Κώστα ήταν να τον δολοφονήσει.
Την ημέρα του εγκλήματος, η Ελένη έβαλε ζάχαρη στο κρασί του Κώστα, και μόλις εκείνος το ήπιε, έδωσε το σύνθημα στον Γιάννη να τον χτυπήσει στο κεφάλι με ένα ξύλο, δολοφονώντας τον. Στη συνέχεια, το ζευγάρι μετέφερε το πτώμα του Κώστα Χαρίση σε έναν κοντινό στάβλο. Η δολοφονία αποκαλύφθηκε λίγο αργότερα από τον αδελφό του θύματος, τον Γιάννη. Οι κάτοικοι υποψιάστηκαν αμέσως την Ελένη, η οποία αρχικά αρνήθηκε την ενοχή της. Όμως, μετά από πιέσεις του αδελφού του θύματος και των δικών της συγγενών, η Ελένη ομολόγησε την πράξη της. Η αστυνομία διαπίστωσε ότι ο Γιάννης Μπιτσαρούνης είχε μεταφέρει το πτώμα με ένα μουλάρι στον στάβλο.
Η δίκη της Ελένης Χαρίση και του Γιάννη Μπιτσαρούνη στα Ιωάννινα ήταν συγκλονιστική για την εποχή. Ο εισαγγελέας, στην αγόρευσή του, τους χαρακτήρισε «διαβολικούς εραστές». Τελικά, το δικαστήριο έκρινε ένοχους και τους δύο και τους καταδίκασε σε θάνατο. Ωστόσο, το 1959, ο βασιλιάς Παύλος απένειμε χάρη στους δύο εραστές, με αποτέλεσμα η θανατική ποινή τους να μετατραπεί σε ισόβια κάθειρξη. Το έγκλημα της Φελίτσιανης, πέρα από την τραγωδία, άφησε πίσω του μια ιστορία που ενέπνευσε την τέχνη και έγινε ένα αριστούργημα του ελληνικού κινηματογράφου, η «Αναπαράσταση».