Ο Άμον Γκετ παραμένει στην ιστορία ως ένας από τους πιο αποτρόπαιους εγκληματίες πολέμου του ναζιστικού καθεστώτος, ένας άνθρωπος που η σκληρότητά του ξεπερνούσε ακόμα και τα δεδομένα των SS. Γεννημένος στη Βιέννη το 1908, ο Γκετ ριζοσπαστικοποιήθηκε από νεαρή ηλικία, εντασσόμενος στο αυστριακό ναζιστικό κόμμα πολύ πριν αυτό γίνει νόμιμο. Η πορεία του σημαδεύτηκε από βία και παρανομία, καθώς πριν ακόμα τον πόλεμο συμμετείχε σε βομβιστικές επιθέσεις και λαθρεμπόριο όπλων. Η άνοδός του στις τάξεις των SS ήταν ραγδαία, όχι λόγω κάποιας εξαιρετικής στρατιωτικής ευφυΐας, αλλά λόγω της απόλυτης πίστης του στην ιδεολογία του μίσους και της προθυμίας του να διαπράξει κάθε είδους αγριότητα.
Η δράση του κορυφώθηκε στην Πολωνία, όπου διορίστηκε διοικητής του στρατοπέδου συγκέντρωσης Πλάσοφ, στα περίχωρα της Κρακοβίας. Εκεί, ο Γκετ μετέτρεψε το στρατόπεδο σε ένα προσωπικό βασίλειο τρόμου. Οι επιζώντες τον περιέγραψαν ως ένα «τέρας» που απολάμβανε να σκοτώνει προσωπικά. Η πρωινή του ρουτίνα περιλάμβανε συχνά την έξοδο στο μπαλκόνι της βίλας του με ένα τουφέκι, από όπου πυροβολούσε τυχαία κρατούμενους που εργάζονταν στο στρατόπεδο, χωρίς κανέναν απολύτως λόγο. Η βία του ήταν αδιάκριτη και καθημερινή, περιλαμβάνοντας δημόσιες εκτελέσεις, βασανιστήρια και εξευτελιστικές τελετουργίες επιλογής κρατουμένων για τα στρατόπεδα θανάτου.
Παράλληλα με τον σαδισμό του, ο Γκετ ήταν και ένας κοινός κλέφτης. Κατά τη διάρκεια της εκκαθάρισης των εβραϊκών γκέτο στην Πολωνία, ιδιοποιήθηκε τεράστιες ποσότητες περιουσιακών στοιχείων των θυμάτων του, από έπιπλα και γούνες μέχρι κοσμήματα και μετρητά. Η διαφθορά του ήταν τόσο προκλητική που τελικά συνελήφθη από την ίδια τη στρατιωτική αστυνομία των SS το 1944 για απάτη μεγάλης κλίμακας. Είναι ειρωνικό το γεγονός ότι ένας από τους πιο αιμοδιψείς αξιωματικούς των Ναζί βρέθηκε υπό κατηγορία από το ίδιο του το καθεστώς, όχι για τους φόνους χιλιάδων αθώων, αλλά επειδή έκλεβε από το κράτος.
Η ιστορία του Γκετ συνδέεται άρρηκτα με εκείνη του Όσκαρ Σίντλερ, του Γερμανού επιχειρηματία που κατάφερε να σώσει πάνω από 1.200 Εβραίους. Ο Σίντλερ εκμεταλλεύτηκε την απληστία και την αγάπη του Γκετ για την πολυτελή ζωή, δωροδοκώντας τον συστηματικά για να μεταφέρει κρατούμενους στο εργοστάσιό του, προστατεύοντάς τους από τις θανατηφόρες διαθέσεις του διοικητή. Μετά το τέλος του πολέμου, ο Γκετ συνελήφθη από τους Αμερικανούς και εκδόθηκε στην Πολωνία, όπου δικάστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο. Η εκτέλεσή του δι' απαγχονισμού το 1946 ήταν εξίσου ταραγμένη με τη ζωή του, καθώς χρειάστηκαν τρεις προσπάθειες μέχρι να ολοκληρωθεί η διαδικασία, βάζοντας ένα τέλος στη ζωή ενός ανθρώπου που έγινε το σύμβολο της απόλυτης ηθικής κατάπτωσης.