Τα ξημερώματα της 25ης Ιουνίου 1987, η Αθήνα συγκλονίστηκε από ένα έγκλημα πρωτοφανούς σκληρότητας. Ένας συλλέκτης, ψάχνοντας στους κάδους σκουπιδιών στα Κάτω Πατήσια, ανακάλυψε σε μία σακούλα ανθρώπινα μέλη. Η ειδοποίηση στην αστυνομία ξεκίνησε την εξιχνίαση μιας από τις σκληρότερες δολοφονίες στα ελληνικά χρονικά. Δράστης ήταν ο 27χρονος φοιτητής και πλασιέ Παναγιώτης Φραντζής, και θύμα η 18χρονη σύζυγός του, Ζωή Γαρμανή, το πτώμα της οποίας βρέθηκε διαμελισμένο σε 11 κομμάτια.
Η θυελλώδης σχέση και ο μοιραίος γάμος
Ο Παναγιώτης, γιος μιας αστικής οικογένειας, γνώρισε τη γοητευτική μαθήτρια Λυκείου Ζωή τον Οκτώβριο του 1985 σε μια καφετέρια στην Πλατεία Κολιάτσου. Ο ίδιος παραδέχτηκε αργότερα: «Είναι πανέμορφη, την ερωτεύτηκα και έτσι άρχισε ο δεσμός μας». Ωστόσο, η σχέση τους ήταν από την αρχή θυελλώδης και γεμάτη καβγάδες, με αποτέλεσμα να χωρίσουν για ένα διάστημα. Η Ζωή, όμως, τον ζήλεψε, τον προέτρεψε να χωρίσει τον αρραβώνα του και τελικά παντρεύτηκαν τον Δεκέμβριο του 1986.
Οι εντάσεις δεν σταμάτησαν. Ο πατέρας της Ζωής ανέφερε ότι ο Φραντζής τη ζήλευε υπερβολικά, μη την αφήνοντας να κάνει παρέα ακόμα και με φίλες της. Ο δράστης, από την πλευρά του, ισχυριζόταν ότι η σύζυγός του τον προκαλούσε με την έντονη φιλαρέσκειά της. «Η σχέση μας ήταν τρομερά δύσκολη», παραδέχτηκε αργότερα.
Ο τελευταίος καβγάς και ο στραγγαλισμός
Το μοιραίο βράδυ της 24ης Ιουνίου 1987, το ζευγάρι επέστρεψε στο σπίτι τσακωμένο. Μετά από μια νέα λογομαχία, ο Φραντζής έδωσε τη δική του εκδοχή: «Βγήκα εκτός εαυτού. Τα ‘χασα και δεν ήξερα τι έκανα. Την άρπαξα και την έσπρωξα με δύναμη στην άκρη του κρεβατιού, χτυπώντας το κεφάλι της».
Ωστόσο, η ιατροδικαστική εξέταση του πτώματος υπήρξε αμείλικτη: ο θάνατος της 18χρονης Ζωής δεν προήλθε από ατύχημα ή χτύπημα στο κεφάλι, αλλά από ασφυξία. Ο Φραντζής την είχε στραγγαλίσει με τα χέρια του, ενώ σημάδια πάλης στο σώμα του ίδιου μαρτυρούσαν την προσπάθεια της κοπέλας να αμυνθεί.
Η μακάβρια κατάληξη και η ομολογία
Αφού διαπίστωσε τον θάνατο της γυναίκας του, ο Φραντζής αποφάσισε να εξαφανίσει το πτώμα για να ισχυριστεί ότι η Ζωή τον εγκατέλειψε. Μετέφερε το άψυχο σώμα στη μπανιέρα και ξεκίνησε μια απάνθρωπη διαδικασία τεμαχισμού με ένα κρητικό μαχαίρι και ένα σφυρί, η οποία κράτησε πάνω από τρεις ώρες.
Ο δράστης, σε μια περιγραφή που σόκαρε ακόμα και τους έμπειρους αξιωματικούς, δήλωσε: «Ήμουν σε κακή κατάσταση. Έκανα εμετό όταν την τεμάχιζα και σταματούσα. Ξανάρχιζα... Όμως την αγαπώ. Την αγαπώ πολύ». Για να διασφαλίσει την μη αναγνώριση του θύματος, ο ιατροδικαστής Λευκίδης κατέθεσε ότι ο Φραντζής της είχε βγάλει τα μάτια, της είχε κόψει τη μύτη, τα αυτιά και τα μαλλιά.
Η δίκη και η αποφυλάκιση
Ο Φραντζής τοποθέτησε τα 11 κομμάτια του πτώματος σε σακούλες και τα πέταξε σε κάδους, θεωρώντας ότι τα ίχνη θα εξαφανίζονταν. Το σχέδιό του απέτυχε όταν ο συλλέκτης Κ. Βουζίκας βρήκε μία από τις σακούλες. Η αστυνομία, βρίσκοντας μία απόδειξη κρεοπωλείου στις σακούλες, έφτασε στην περιοχή και τελικά στα ίχνη του ζεύγους. Όταν πληροφορήθηκε την αποκάλυψη, ο Φραντζής παραδόθηκε.
Στη δίκη του, τον Σεπτέμβριο του 1988, ο Φραντζής επέμενε ότι επρόκειτο για ατύχημα και ότι διέπραξε μόνο «προσβολή νεκρού». Ωστόσο, η ιατροδικαστική έκθεση ήταν αδιαμφισβήτητη. Ο Φραντζής κρίθηκε ένοχος και του επιβλήθηκε ποινή ισόβιας κάθειρξης.
Τελικά, ο Παναγιώτης Φραντζής έμεινε στη φυλακή για 18 χρόνια. Κατά τη διάρκεια της κράτησής του, αξιοποίησε τις εκπαιδευτικές άδειες και πήρε το πτυχίο του από την ΑΣΟΕΕ. Αποφυλακίστηκε τον Οκτώβριο του 2005, κάνοντας χρήση ευεργετικού υπολογισμού ημερών εργασίας. Σήμερα, θεωρείται ότι έχει επανενταχθεί στο κοινωνικό σύνολο.