Η άνοδος του Καλιγούλα στην εξουσία το 37 μ.Χ. ξεκίνησε με μεγάλες προσδοκίες και λαϊκή υποστήριξη, καθώς ο νεαρός αυτοκράτορας θεωρούνταν συνεχιστής της ένδοξης κληρονομιάς του Γερμανικού. Ωστόσο, μετά από μια σοβαρή ασθένεια που πολλοί ιστορικοί αποδίδουν σε εγκεφαλίτιδα, ο ευεργετικός ηγεμόνας μεταμορφώθηκε σε έναν τύραννο με ακόρεστη δίψα για βία. Η τετραετής βασιλεία του μετέτρεψε τη Ρώμη σε ένα θέατρο τρόμου, όπου η απόλυτη εξουσία οδήγησε στην απόλυτη διαφθορά. Ο Καλιγούλα δεν αρκούνταν απλώς στην αφαίρεση της ζωής των εχθρών του, αλλά επινόησε μεθόδους που μεγιστοποιούσαν τον σωματικό και ψυχολογικό πόνο, καθιστώντας τον εαυτό του πρωταγωνιστή σε μια σειρά από αποτρόπαιες πράξεις.
Μια από τις πιο ανατριχιαστικές πτυχές της σκληρότητάς του ήταν η προσωπική του εμπλοκή στις εκτελέσεις και τα βασανιστήρια, τα οποία συχνά ενέτασσε στην καθημερινή του ρουτίνα, ακόμη και κατά τη διάρκεια επίσημων δείπνων. Ο Καλιγούλα ανάγκαζε τους καλεσμένους του, μέλη της ρωμαϊκής ελίτ, να παρακολουθούν φρικιαστικά βασανιστήρια ανάμεσα στα γεύματα, ενώ ο ίδιος διασκέδαζε με τις κραυγές των θυμάτων. Ακόμη πιο ειδεχθής ήταν η πρακτική του να καλεί σε δείπνο γονείς των οποίων τα παιδιά είχε μόλις εκτελέσει, αναγκάζοντάς τους να συμπεριφέρονται σαν να μην είχε συμβεί τίποτα, υπό την απειλή της δικής τους άμεσης θανάτωσης. Αυτή η συστηματική ψυχολογική εξόντωση είχε ως στόχο την πλήρη υποταγή και τον εξευτελισμό της Συγκλήτου και των ευγενών της Ρώμης.
Οι μέθοδοι εκτέλεσης που χρησιμοποιούσε ο Καλιγούλα ξεπερνούσαν τα όρια της εποχής του σε βαρβαρότητα. Αναφέρεται ότι διέταζε τους δημίους να χτυπούν τα θύματα αργά ώστε να «αισθάνονται ότι πεθαίνουν», ενώ μια από τις αγαπημένες του μεθόδους ήταν ο πριονισμός ανθρώπων στη μέση κατά μήκος, μια διαδικασία που κρατούσε το θύμα με τις αισθήσεις του για μεγάλο χρονικό διάστημα λόγω της ανάστροφης τοποθέτησής του. Επιπλέον, στις αρένες, διέταζε να κόβονται οι γλώσσες των καταδίκων πριν ριχτούν στα θηρία, ώστε ο πόνος τους να είναι βουβός, κάτι που ο ίδιος έβρισκε πιο διασκεδαστικό. Αυτή η έλλειψη ενσυναίσθησης επεκτεινόταν σε όλους τους πολίτες, καθώς μπορούσε να διατάξει τον θάνατο οποιουδήποτε τυχαίου περαστικού απλώς και μόνο λόγω μιας αυθαίρετης επιθυμίας ή ενός φανταστικού παραπτώματος.
Η βασιλεία του Καλιγούλα κατέρρευσε τελικά από εκείνους που είχαν ορκιστεί να τον προστατεύουν, την Πραιτωριανή Φρουρά, η οποία δεν άντεξε άλλο την παραφροσύνη και την προσωπική ταπείνωση που υφίσταντο τα μέλη της. Η δολοφονία του στις 24 Ιανουαρίου 41 μ.Χ. έθεσε τέλος σε έναν εφιάλτη τεσσάρων ετών, αλλά άφησε πίσω της μια βαθιά τραυματισμένη κοινωνία και ένα ιστορικό παράδειγμα προς αποφυγή για τη διαχείριση της εξουσίας. Παρά τις προσπάθειες της Συγκλήτου να διαγράψει τη μνήμη του από την ιστορία, η μορφή του Καλιγούλα παραμένει μέχρι σήμερα το απόλυτο σύμβολο της τυραννικής υπέρβασης και της ανθρώπινης κτηνωδίας όταν αυτή δεν γνωρίζει κανέναν περιορισμό.