Η ιστορική αφήγηση για τη Μικρασιατική Εκστρατεία και την Καταστροφή συχνά έχει παγιδευτεί σε μια διχαστική απλούστευση, εστιάζοντας αποκλειστικά στην καταλογογράφηση ευθυνών σε συγκεκριμένα πρόσωπα, όπως ο Βενιζέλος ή ο Κωνσταντίνος. Στο μυαλό πολλών, η ήττα αποδίδεται είτε στην απώλεια των εκλογών από τον Βενιζέλο, είτε στην «άσκοπη» προέλαση προς την Άγκυρα από τον Κωνσταντίνο. Αυτή η προσέγγιση, όμως, μεταφράζει ένα βαθύ εθνικό δράμα σε πολιτική διαμάχη, αγνοώντας πλήρως την ουσία: τα πραγματικά γεωπολιτικά δεδομένα, τις στρατιωτικές ισορροπίες και τα όρια των δυνάμεων της Ελλάδας. Η συζήτηση πρέπει να ξεφύγει από την εύκολη κατηγορία για προδοσία και να εστιάσει στο γιατί οδηγηθήκαμε πραγματικά σε αυτή την εθνική τραγωδία.
Η σκληρή αλήθεια είναι ότι ο Μικρασιατικός Πόλεμος ήταν ουσιαστικά η συνέχεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, λειτουργώντας ως ένας πόλεμος αντιπροσώπων (proxy war) με τη Βρετανία να παίζει καθοριστικό ρόλο. Για να κατανοήσουμε την καταστροφή, ήταν απαραίτητο να αναλυθεί η γεωπολιτική σκακιέρα, να συγκριθούν οι στρατιωτικές, οικονομικές και κρατικές δυνατότητες Ελλάδας και Τουρκίας, και να κριθεί αν ήταν ποτέ δυνατό να κερδίσουμε. Η αποτυχία της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας να αντιληφθεί πλήρως τα γεωπολιτικά όρια και τη μετατόπιση των διεθνών ισορροπιών υπήρξε καθοριστική.
Το πρώτο και σημαντικότερο όριο που δεν αντιλήφθηκε η ελληνική ηγεσία ήταν η πεπερασμένη ισχύς της βρετανικής υποστήριξης και η ραγδαία αλλαγή των συμμαχιών μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Η πολιτική της επέκτασης βασίστηκε στην πεποίθηση ότι η Βρετανία θα διαμόρφωνε τον μεταπολεμικό χάρτη της Μέσης Ανατολής σύμφωνα με τις ελληνικές επιδιώξεις. Ωστόσο, η απόκλιση των συμφερόντων Βρετανίας και Γαλλίας, η οποία έγινε σαφής από τον Ιανουάριο του 1920, οδήγησε τη Γαλλία και την Ιταλία σε μυστικές συμφωνίες με την κυβέρνηση του Μουσταφά Κεμάλ στην Άγκυρα, αποδυναμώνοντας δραματικά το ελληνικό μέτωπο και αφήνοντας την Ελλάδα ουσιαστικά μόνη της.
Το δεύτερο όριο αφορούσε την υποτίμηση της τουρκικής εθνικιστικής αντίδρασης και την ανεπάρκεια των ίδιων των ελληνικών δυνάμεων για ένα εγχείρημα τέτοιας κλίμακας. Η αρχική παραδοχή ότι η στρατιωτική αδυναμία του τουρκικού παράγοντα θα ήταν μόνιμη αποδείχθηκε λανθασμένη, καθώς ο Μουσταφά Κεμάλ οργάνωσε συστηματικά την αντίσταση από την Ανατολή, ενισχυόμενος μάλιστα με συμφωνίες και από τη Σοβιετική Ένωση. Η ελληνική στρατιά βρέθηκε διασκορπισμένη σε ένα τεράστιο και αφιλόξενο μέτωπο εντός της Ανατολίας, με οξυμένα προβλήματα εφοδιασμού και αντιμετωπίζοντας συνεχείς επιθέσεις από άτακτα τουρκικά τμήματα, γεγονός που μείωνε την πραγματική μαχητική της ικανότητα. Η αδυναμία του ελληνικού κράτους να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις αυτού του στρατιωτικού εγχειρήματος και, κυρίως, ο Εθνικός Διχασμός με την εναλλαγή εξουσίας και την επαναφορά του Κωνσταντίνου, υπονόμευσε την πολιτική συνοχή και τη στρατηγική αποτελεσματικότητα ακριβώς την κρίσιμη στιγμή που ο διεθνής παράγοντας άλλαζε στάση.
Η Μικρασιατική Καταστροφή υπήρξε η μεγαλύτερη εθνική τραγωδία μετά την Άλωση της Πόλης, σηματοδοτώντας το οριστικό τέλος του μεγάλου οράματος της Μεγάλης Ιδέας. Ωστόσο, μακροσκοπικά, η Ελλάδα προσαρμόστηκε και άλλαξε ιστορική πορεία, ολοκληρώνοντας την απελευθέρωση όσων Ελλήνων ήταν εφικτό. Η εμπειρία αυτή δίδαξε την ελληνική πολιτεία για τα όρια της παντοδυναμίας της Δύσης, η οποία άρχισε να υποχωρεί, οδηγώντας στον σημερινό πολυπολικό κόσμο.
Το μεγαλύτερο μάθημα της Καταστροφής είναι ότι η Ελλάδα πρέπει να συνεχίσει να μαθαίνει σε κάθε επίπεδο, διατηρώντας ήρεμα την εσωστρέφεια και την αυτονομία της και μη τρέφοντας μεγάλες προσδοκίες για τις συμμαχίες της (ΝΑΤΟ, ΕΕ), όπως έκανε στο παρελθόν. Η χώρα οφείλει να ολοκληρώσει τον εκσυγχρονισμό της, καλύπτοντας το κενό που άφησε ο Οθωμανικός Μεσαίωνας, διατηρώντας παράλληλα έναν σύγχρονο και μεγάλο στρατό για κάθε ενδεχόμενο. Η Καταστροφή πρέπει να λειτουργήσει στο ιστορικό μας μέλλον ως μία ιστορία που από καταστροφή γέννησε κάτι νέο και λαμπρό, ένα κεφάλαιο που είναι στο χέρι μας να ολοκληρώσουμε με επιτυχία πριν ξεκινήσουν άλλα χαοτικά κεφάλαια στο αιώνιο βιβλίο της ελληνικής ιστορίας.