ΣΥΖΥΓΙΕΣ ΡΗΜΑΤΩΝ
Στην πρώτη συζυγία ανήκουν τα ρήματα που έχουν κατάληξη -ω στο πρώτο πρόσωπο της οριστικής του ενεστώτα της ενεργητικής φωνής και -ομαι στο πρώτο πρόσωπο της οριστικής του ενεστώτα της παθητικής φωνής, π.χ. λύν-ω –λύν-ομαι, βάφ-ω – βάφ-ομαι. Τα ρήματα αυτής της συζυγίας τονίζονται στο πρώτο πρόσωπο της οριστικής του ενεργητικού ενεστώτα στην παραλήγουσα και στο πρώτο πρόσωπο της οριστικής του παθητικού ενεστώτα στην πρoπαραλήγουσα, π.χ. λύνω – λύνομαι, βάφω– βάφομαι.
Στη δεύτερη συζυγία ανήκουν τα ρήματα που έχουν κατάληξη -ώ (-άω) στο πρώτο πρόσωπο της οριστικής του ενεστώτα της ενεργητικής φωνής και -ιέμαι ή -ούμαι στο πρώτο πρόσωπο της οριστικής του ενεστώτα της παθητικής φωνής, π.χ. αγαπ-ώ (-άω) – αγαπ-ιέμαι, θεωρ-ώ – θεωρ-ούμαι. Τα ρήματα αυτής της συζυγίας τονίζονται στο πρώτο πρόσωπο της οριστικής του ενεργητικού ενεστώτα στη λήγουσα (ή στην παραλήγουσα, όταν λήγουν σε -άω) και στο πρώτο πρόσωπο της οριστικής του παθητικού ενεστώτα στην παραλήγουσα, π.χ. αδικώ – αδικούμαι, πουλώ – πουλιέμαι.
Στη δεύτερη συζυγία έχουμε δύο τάξεις. Στην α' τάξη θα ανήκουν εκείνα τα ρήματα της β' συζυγίας που σχηματίζονται σε -άω/-ώ (π.χ. γελάω - γελώ) και που κλίνονται στην ενεργητική σε -ω, -ας, -α και στην παθητική σε -ιέμαι, -ιέσαι, -ιέται.Στη β' τάξη θα ανήκουν εκείνα τα ρήματα της β' συζυγίας που σχηματίζονται μόνο σε -ώ (πχ. μπορώ, θεωρώ) και που κλίνονται στην ενεργητική σε -ω, -εις, -ει και στην παθητική σε -ούμαι, -είσαι, είται ή ούμαι/άμαι, -άσαι, -άται
Οι συζυγίες
| ||||
α' συζυγία
|
β' συζυγία
| |||
-ω
γράφω
-ομαι
γράφομαι
|
-άω/ώ
γελάω/γελώ
-ιέμαι
γελιέμαι
-ώ
θεωρώ
-ούμαι
θεωρούμαι
-άμαι
θυμάμαι
| |||
α' τάξη
|
β' τάξη
| |||
ώ ή άω
άς ά ή άει |
-ιέμαι
-ιέσαι
-ιέται
|
-ώ
-είς -εί |
-ούμαι ή -άμαι
-είσαι ή -άσαι -είται ή -άται |
Παραδείγματα κλίσης
Ρήματα της πρώτης συζυγίας
Ενεργητική φωνή
λύνω
Χρόνοι
|
Εγκλίσεις
| ||
Οριστική
|
Υποτακτική
(να, ότανκτλ.)
|
Προστακτική
| |
Ενεστώτας
|
λύνω
λύνεις
λύνει
λύνουμε
λύνετε
λύνουν(ε)
|
να λύνω
να λύνεις
να λύνει
να λύνουμε
να λύνετε
να λύνουν(ε)
|
λύνε
λύνετε
|
Παρατατικός
|
έλυνα
έλυνες
έλυνε
λύναμε
λύνατε
έλυναν/λύναν(ε)
| ||
Αόριστος
|
έλυσα
έλυσες
έλυσε
λύσαμε
λύσατε
έλυσαν/λύσαν(ε)
|
να λύσω
να λύσεις
να λύσει
να λύσουμε
να λύσετε
να λύσουν(ε)
|
λύσε
λύστε
|
απαρέμφατο αορίστου: λύσει
μετοχή ενεστώτα: λύνοντας
Χρόνοι
|
Εγκλίσεις
| |
Οριστική
|
Υποτακτική
(να, όταν κτλ.)
| |
Eξακολουθητικός
Μέλλοντας
|
θα λύνω
θα λύνεις
θα λύνει
θα λύνουμε
θα λύνετε
θα λύνουν(ε)
| |
Συνοπτικός Μέλλοντας
|
θα λύσω
θα λύσεις
θα λύσει
θα λύσουμε
θα λύσετε
θα λύσουν(ε)
| |
Συντελεσμένος
Μέλλοντας
|
θα έχω λύσει
θα έχεις λύσει
θα έχει λύσει
θα έχουμε λύσει
θα έχετε λύσει
θα έχουν(ε) λύσει
(ή: θα έχω λυμένο, -η, -ο κτλ.)
| |
Παρακείμενος
|
έχω λύσει
έχεις λύσει
έχει λύσει
έχουμε λύσει
έχετε λύσει
έχουν(ε) λύσει
(ή: έχω λυμένο, -η, -ο κτλ.)
|
να έχω λύσει
να έχεις λύσει
να έχει λύσει
να έχουμε λύσει
να έχετε λύσει
να έχουν(ε) λύσει
(ή: να έχω λυμένο, -η, -ο κτλ)
|
Υπερσυντέλικος
|
είχα λύσει
είχες λύσει
είχε λύσει
είχαμε λύσει
είχατε λύσει
είχαν(ε) λύσει
(ή: είχα λυμένο, -η, -ο κτλ.)
|
Στην υποτακτική συναντώνται επίσης οι τύποι να έλυνα, να έλυσα, να είχα λύσει, που κλίνονται όπως οι τύποι της οριστικής έλυνα, έλυσα, είχα λύσει.
Παθητική φωνή
λύνομαι
λύνομαι
Χρόνοι
|
Εγκλίσεις
| ||
Οριστική
|
Υποτακτική(να, ότανκτλ.)
|
Προστακτική
| |
Ενεστώτας
|
λύνομαι
λύνεσαι
λύνεται
λυνόμαστε
λύνεστε/-όσαστε
λύνονται
|
να λύνομαι
να λύνεσαι
να λύνεται
να λυνόμαστε
να λύνεστε/-όσαστε
να λύνονται
|
(λύνου)
(λύνεστε)
|
Παρατατικός
|
λυνόμουν(α)
λυνόσουν(α)
λυνόταν(ε)
λυνόμασταν/-τε
λυνόσασταν/-τε
λύνονταν/λυνόντουσαν
| ||
Αόριστος
|
λύθηκα
λύθηκες
λύθηκε
λυθήκαμε
λυθήκατε
λύθηκαν/λυθήκαν(ε)
|
να λυθώ
να λυθείς
να λυθεί
να λυθούμε
να λυθείτε
να λυθούν(ε)
|
λύσου
λυθείτε
|
Εξακολουθητικός
Μέλλοντας |
θα λύνομαι
θα λύνεσαι
θα λύνεται
θα λυνόμαστε
θα λύνεστε/-όσαστε
θα λύνονται
| ||
Συνοπτικός Μέλλοντας
|
θα λυθώ
θα λυθείς
θα λυθεί
θα λυθούμε
θα λυθείτε
θα λυθούν(ε)
|
απαρέμφατο αορίστου: λυθεί
Χρόνοι
|
Εγκλίσεις
| |
Οριστική
|
Υποτακτική
(να, όταν κτλ.) | |
Συντελεσμένος
Μέλλοντας |
θα έχω λυθεί
θα έχεις λυθεί
θα έχει λυθεί
θα έχουμε λυθεί
θα έχετε λυθεί
θα έχουν(ε) λυθεί
(ή: θα είμαι λυμένος, -η, -ο κτλ.)
| |
Παρακείμενος
|
έχω λυθεί
έχεις λυθεί κτλ.
(ή: είμαι λυμένος, -η, -ο κτλ.)
|
να έχω λυθεί κτλ.
(ή: να είμαι λυμένος, -η, -ο κτλ.)
|
Υπερσυντέλικος
|
είχα λυθεί,
είχες λυθεί κτλ.
(ή: ήμουν λυμένος, -η, -ο κτλ.)
|
μετοχή παρακειμένου: λυμένος, -η, -ο
Στην υποτακτική συναντώνται επίσης οι τύποι να λυνόμουν(α), να λύθηκα, να είχα λυθεί, που κλίνονται όπως οι τύποι της οριστικής λυνόμουν(α), λύθηκα, είχα λυθεί.
Σύμφωνα με το λύνω – λύνομαι κλίνονται τα ρήματα: απλώνω, δένω, διορθώνω, ενώνω, θαμπώνω, ιδρύω, λιώνω, ντύνω, οργώνω, παίζω, πληρώνω, φορτώνω, σηκώνω, χάνω, ψήνω κ.ά.
Μορφολογική ποικιλία
Ενεργητική φωνή
Στο α΄ πληθυντικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής και της υποτακτικής, καθώς και του εξακολουθητικού και συνοπτικού μέλλοντα της οριστικής και της υποτακτικής αορίστου, παρουσιάζονται πολύ σπάνια στον λόγο και συνήθως από ομιλητές προερχόμενους από τη νότια Ελλάδα τύποι σε -ομε, π.χ. λύνομε, θα λύσομε κτλ.
Στο γ΄ πληθυντικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής και της υποτακτικής, καθώς και του εξακολουθητικού και του συνοπτικού μέλλοντα και του αορίστου της υποτακτικής, παρουσιάζονται οι τύποι σε -ουν και -ουνε, π.χ. λύνουν / λύνουνε, να λύσουν / να λύσουνε. Ο πρώτος συνηθίζεται στον γραπτό λόγο, κυρίως σε τυπικό και ουδέτερο ύφος, ενώ ο δεύτερος είναι πολύ συνηθισμένος στον προφορικό λόγο και στα κείμενα της παιδικής λογοτεχνίας.
Στο γ΄ πληθυντικό πρόσωπο του παρατατικού και του αορίστου της οριστικής παρουσιάζονται δεύτεροι τύποι χωρίς αύξηση σε -αν και σε -ανε, π.χ. έλυναν / λύναν(ε), έλυσαν / λύσαν(ε). Οι τύποι χωρίς αύξηση λύναν(ε), λύσαν(ε)είναι συνηθισμένοι στον προφορικό λόγο και στα κείμενα της παιδικής λογοτεχνίας, ενώ οι τύποι έλυναν, έλυσαν εμφανίζονται στον γραπτό λόγο κυρίως, σε τυπικό και σε ουδέτερο ύφος.
Στους συντελικούς χρόνους παρουσιάζεται σπανιότερα ένας τύπος σχηματισμού των χρόνων με τη χρήση του ρήματος έχω και τη μετοχή του παθητικού παρακειμένου, π.χ. έχω λυμένο, -η, -ο.
Στο β΄ πρόσωπο πληθυντικού της προστακτικής του αορίστου ορισμένα ρήματα, των οποίων το αοριστικό θέμα λήγει σε λ, ρ, σ, ξ, ψ, παρουσιάζουν διπλούς τύπους σε -ετε και -τε, ενώ άλλα μόνο σε-τε, π.χ. λύσετε / λύστε, γράψετε /γράψτε, αλλά καθίστε. Οι τύποι σε -ετε χρησιμοποιούνται σε πολύ τυπικό ύφος.
Στο β΄ πρόσωπο πληθυντικού της προστακτικής του αορίστου τα ρήματα των οποίων το θέμα λήγει σε ξ ή ψορισμένες φορές παρουσιάζουν σε οικείο ύφος και τύπους με αλλαγμένα τα σύμφωνα ξ και ψ σε χ και φ αντίστοιχα, π.χ. ρίχτε και ρίξτε, αλείψτε και αλείφτε.
Οι τύποι της προστακτικής του ενεστώτα χρησιμοποιούνται πολύ σπάνια.
Παθητική φωνή
Στο γ΄ πληθυντικό πρόσωπο του συνοπτικού μέλλοντα της οριστικής και του αορίστου της υποτακτικής παρουσιάζονται οι τύποι σε -ούν / -ούνε, π.χ. να λυθούν / να λυθούνε. Ο πρώτος συνηθίζεται στον γραπτό λόγο, σε τυπικό και ουδέτερο ύφος, ενώ ο δεύτερος είναι πολύ συνηθισμένος στον προφορικό λόγο και στα κείμενα της παιδικής λογοτεχνίας.
Στο β΄ πληθυντικό πρόσωπο της οριστικής του ενεστώτα παρουσιάζεται, εκτός από τον τύπο σε -εστε, που χρησιμοποιείται σε τυπικό και σε ουδέτερο ύφος, και ο τύπος σε -όσαστε, που εμφανίζεται σε οικείο ύφος. Eπίσης, χρησιμοποιείται μερικές φορές και ο τύπος σε -εσθε (λύνεσθε), μόνο σε τυπικό ύφος.
Ο παρατατικός παρουσιάζει σε όλα τα πρόσωπα του ενικού και στο γ΄ πρόσωπο του πληθυντικού δύο τύπους. Οι πρώτοι τύποι χρησιμοποιούνται σε τυπικό και ουδέτερο ύφος, οι υπόλοιποι σε οικείο ύφος. Επίσης, εμφανίζονται σπάνια και οι τύποι σε -στε για το α΄ και το β΄ πρόσωπο πληθυντικού του παρατατικού, π.χ. λυνόμασταν / λυνόμαστε.
Στο γ΄ πληθυντικό πρόσωπο της οριστικής αορίστου παρουσιάζεται δεύτερος τύπος σε -αν(ε) με μετακίνηση του τόνου, π.χ. λύθηκαν / λυθήκαν(ε). Ο πρώτος τύπος χρησιμοποιείται σε τυπικό και ουδέτερο ύφος, ενώ τολυθήκαν(ε) σε οικείο, καθημερινό ύφος.
Στους συντελικούς χρόνους (συντελεσμένος μέλλοντας, παρακείμενος, υπερσυντέλικος) παρουσιάζεται σπανιότερα ένας τύπος σχηματισμού των χρόνων με τη χρήση του ρήματος είμαι και τη μετοχή του παθητικού παρακειμένου, π.χ. ήμουν λυμένος, -η, -ο.
Για τους τύπους του αορίστου της οριστικής και της μετοχής ορισμένων ρημάτων μερικές φορές χρησιμοποιούνται σε τυπικό ύφος τύποι που προέρχονται από την αρχαία ελληνική, π.χ. αντί για τον τύπο λύθηκε χρησιμοποιείται ο τύπος ελύθη, για το ανακοινώθηκε ο τύπος ανεκοινώθη, αντί του εγκαταλειμμένος ο τύπος εγκαταλελειμμένος, αντί του πεισμένος το πεπεισμένος κτλ.
Ρήματα της δεύτερης συζυγίας
Τα ρήματα της δεύτερης συζυγίας διακρίνονται σε δύο ομάδες, που συνηθίζεται να ονομάζονται τάξεις. Στην πρώτη τάξηανήκουν τα ρήματα που οι καταλήξεις των τριών πρώτων προσώπων ενεστώτα της ενεργητικής φωνής τους είναι -ώ / -άω, -άς, -ά / -άει και της παθητικής -ιέμαι, -ιέσαι, -ιέται, π.χ. χτυπώ / -άω, χτυπάς, χτυπά / -άει και χτυπιέμαι, χτυπιέσαι, χτυπιέται. Στη δεύτερη τάξη ανήκουν τα ρήματα που οι καταλήξεις ενεστώτα των τριών πρώτων προσώπων της ενεργητικής φωνής τους είναι -ώ, -είς, -εί και της παθητικής -ούμαι, -είσαι, -είται, π.χ. θεωρώ, θεωρείς, θεωρεί και θεωρούμαι, θεωρείσαι, θεωρείται. Ορισμένα ρήματα της δεύτερης συζυγίας σχηματίζουν την παθητική φωνή με τύπους και των δύο τάξεων, π.χ. βοηθώ / -άω → βοηθούμαι και βοηθιέμαι, αδικώ → αδικούμαι και αδικιέμαι. Στην ίδια συζυγία ανήκουν και τα αποθετικά ρήματα σε -άμαι / -ούμαι, π.χ. θυμάμαι / -ούμαι.
Α´ τάξη. Ενεργητική φωνή
χτυπώ
χτυπώ
Χρόνοι
|
Εγκλίσεις
| ||
Οριστική
|
Υποτακτική
(να, όταν κτλ.)
|
Προστακτική
| |
Ενεστώτας
|
χτυπώ/-άω
χτυπάς
χτυπά/-άει
χτυπάμε/-ούμε
χτυπάτε
χτυπούν(ε)/χτυπάν(ε)
|
να χτυπώ/-άω
να χτυπάς
να χτυπά/-άει
να χτυπάμε/-ούμε
να χτυπάτε
να χτυπούν(ε)/χτυπάν(ε)
|
χτύπα
χτυπάτε
|
Παρατατικός
|
χτυπούσα/χτύπαγα
χτυπούσες/χτύπαγες
χτυπούσε/χτύπαγε
χτυπούσαμε/-πάγαμε
χτυπούσατε/-πάγατε
χτυπούσαν(ε)/χτύπαγαν
| ||
Αόριστος
|
χτύπησα
χτύπησες
χτύπησε
χτυπήσαμε
χτυπήσατε
χτύπησαν/χτυπήσαν(ε)
|
να χτυπήσω
να χτυπήσεις
να χτυπήσει
να χτυπήσουμε
να χτυπήσετε
να χτυπήσουν (ε)
|
χτύπησε
χτυπήστε
|
απαρέμφατο αορίστου: χτυπήσει
μετοχή ενεστώτα: χτυπώντας
Χρόνοι
|
Εγκλίσεις
| |
Οριστική
|
Υποτακτική
(να, όταν κτλ.) | |
Εξακολουθητικός
Μέλλοντας |
θα χτυπώ/-άω
θα χτυπάς
θα χτυπά/-άει
θα χτυπάμε/-ούμε
θα χτυπάτε
θα χτυπούν(ε)/ θα χτυπάν(ε)
| |
Συνοπτικός Μέλλοντας
|
θα χτυπήσω
θα χτυπήσεις
θα χτυπήσει
θα χτυπήσουμε
θα χτυπήσετε
θα χτυπήσουν(ε)
| |
Συντελεσμένος
Μελλοντας |
θα έχω χτυπήσει
θα έχεις χτυπήσει
θα έχει χτυπήσει
θα έχουμε χτυπήσει
θα έχετε χτυπήσει
θα έχουν(ε) χτυπήσει
(ή: θα έχω χτυπημένο, -η, -ο κτλ.)
| |
Παρακείμενος
|
έχω χτυπήσει
έχεις χτυπήσει
έχει χτυπήσει
έχουμε χτυπήσει
έχετε χτυπήσει
έχουν(ε) χτυπήσει
(ή: έχω χτυπημένο, -η, -ο κτλ.)
|
να έχω χτυπήσει
να έχεις χτυπήσει
να έχει χτυπήσει
να έχουμε χτυπήσει
να έχετε χτυπήσει
να έχουν(ε) χτυπήσει
(ή: να έχω χτυπημένο, -η, -ο κτλ.)
|
Υπερσυντέλικος
|
είχα χτυπήσει
είχες χτυπήσει
είχε χτυπήσει
είχαμε χτυπήσει
είχατε χτυπήσει
είχαν(ε) χτυπήσει
(ή: είχα χτυπημένο, -η, -ο κτλ.)
|
Στην υποτακτική συναντώνται επίσης οι τύποι να χτυπούσα/χτύπαγα, να χτύπησα, να είχα χτυπήσει, που κλίνονται όπως οι αντίστοιχοι τύποι της οριστικής.
Μερικά ρήματα αυτής της τάξης έχουν συνήθως τύπους μόνο σε -άω, π.χ. σπάω, σχολάω, σκάω. Τα ρήματα αυτά χρησιμοποιούνται σε ουδέτερο και, συχνότερα, σε οικείο ύφος.
Α´ τάξη. Παθητική φωνή
χτυπιέμαι
χτυπιέμαι
Χρόνοι
|
Εγκλίσεις
| ||
Οριστική
|
Υποτακτική
(να, όταν κτλ.) |
Προστακτική
| |
Ενεστώτας
|
χτυπιέμαι
χτυπιέσαι
χτυπιέται
χτυπιόμαστε
χτυπιέστε/-ιόσαστε
χτυπιούνται/-ιόνται
|
να χτυπιέμαι
να χτυπιέσαι
να χτυπιέται
να χτυπιόμαστε
να χτυπιέστε/-ιόσαστε
να χτυπιούνται/-ιόνται
| |
Παρατατικός
|
χτυπιόμουν(α)
χτυπιόσουν(α)
χτυπιόταν(ε)
χτυπιόμασταν/-τε
χτυπιόσασταν/-τε
χτυπιόνταν(ε)/
-ιόντουσαν/χτυπιούνταν(ε)
| ||
Αόριστος
|
χτυπήθηκα
χτυπήθηκες
χτυπήθηκε
χτυπηθήκαμε
χτυπήθηκατε
χτυπήθηκαν/χτυπηθήκαν(ε)
|
να χτυπηθώ
να χτυπηθείς
να χτυπηθεί
να χτυπηθούμε
να χτυπηθείτε
να χτυπηθούν(ε)
|
χτυπήσου
χτυπηθείτε
|
Εξακολουθητικός
Μέλλοντας |
θα χτυπιέμαι
θα χτυπιέσαι
θα χτυπιέται
θα χτυπιόμαστε
θα χτυπιέστε/-ιόσαστε
θα χτυπιούνται/-ιόνται
|
απαρέμφατο αορίστου: χτυπηθεί
Χρόνοι
|
Εγκλίσεις
| |
Οριστική
|
Υποτακτική
(να, όταν κτλ.)
| |
Εξακολουθητικός
Μέλλοντας |
θα χτυπηθώ
θα χτυπηθείς
θα χτυπηθεί
θα χτυπηθούμε
θα χτυπηθείτε
θα χτυπηθούν(ε)
| |
Συνοπτικός Μέλοντας
|
θα έχω χτυπηθεί
θα έχεις χτυπηθεί
θα έχει χτυπηθεί
θα έχουμε χτυπηθεί
θα έχετε χτυπηθεί
θα έχουν(ε) χτυπηθεί
(ή: θα είμαι χτυπημένος, -η, -ο κτλ.)
| |
Παρακείμενος
|
έχω χτυπηθεί
έχεις χτυπηθεί κτλ.
(ή: είμαι χτυπημένος, -η, -ο κτλ.)
|
να έχω χτυπηθεί
να έχεις χτυπηθεί κτλ.
(ή: να είμαι χτυπημένος, -η, -ο κτλ.)
|
Υπερσυντέλικος
|
είχα χτυπηθεί,
είχες χτυπηθεί κτλ.
(ή: ήμουν χτυπημένος, -η, -ο κτλ.)
|
μετοχή παρακειμένου: χτυπημένος, -η, -ο
Στην υποτακτική συναντώνται επίσης οι τύποι να χτυπιόμουν(α), να χτυπήθηκα, να είχα χτυπηθεί, που κλίνονται όπως οι τύποι της οριστικής χτυπιόμουν(α), χτυπήθηκα, είχα χτυπηθεί.
Σύμφωνα με το χτυπώ – χτυπιέμαι κλίνονται και τα ρήματα: αγαπώ, ρωτώ, γελώ, κρατώ κ.ά.
Η κλίση της α΄ συζυγίας διαφέρει από εκείνη της β΄ συζυγίας μόνο στον ενεστώτα και παρατατικό της ενεργητικής και της παθητικής φωνής.
Μορφολογική ποικιλία
Ενεργητική φωνή
Στο α΄ ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής και της υποτακτικής και του εξακολουθητικού μέλλοντα της οριστικής παρουσιάζονται οι τύποι σε -ώ και -άω, π.χ. χτυπώ / χτυπάω. Οι δύο τύποι δεν παρουσιάζουν σημαντική υφολογική διαφορά.
Στο γ΄ ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής και υποτακτικής και του εξακολουθητικού μέλλοντα της οριστικής παρουσιάζονται οι τύποι σε -ά και -άει, π.χ. χτυπά / χτυπάει. Και σ' αυτήν την περίπτωση δεν είναι σημαντική η υφολογική διαφορά μεταξύ των δύο τύπων.
Στο α΄ πληθυντικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής και της υποτακτικής και του εξακολουθητικού μέλλοντα της οριστικής παρουσιάζονται οι τύποι σε -άμε και -ούμε, π.χ. χτυπάμε / χτυπούμε. Ο δεύτερος τύπος συνήθως χρησιμοποιείται σε τυπικό ύφος.
Στο γ΄ πληθυντικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής και της υποτακτικής και του εξακολουθητικού μέλλοντα της οριστικής παρουσιάζονται οι τύποι σε -ούν(ε) και -άν(ε), π.χ. χτυπούν(ε) / χτυπάν(ε). Ο τύπος σε -ούν (χτυπούν) συνήθως χρησιμοποιείται σε τυπικό και ουδέτερο ύφος, οι άλλοι σε λιγότερο τυπικό ή σε οικείο ύφος.
Ο παρατατικός παρουσιάζει σε όλα τα πρόσωπα τουλάχιστον δύο τύπους (βλ. κλίση). Οι τύποι σε -ούσα κτλ. και ο τύπος σε -ούσαν χρησιμοποιούνται σε τυπικό και ουδέτερο ύφος, ενώ οι τύποι σε -αγα, -αγες κτλ. χρησιμοποιούνται σε οικείο και λαϊκό ύφος.
Στο γ΄ πληθ. του συνοπτικού μέλλοντα της οριστικής και της υποτακτικής αορίστου παρουσιάζονται οι τύποι σε -ουνκαι -ουνε, π.χ. θα χτυπήσουν / θα χτυπήσουνε. Ο πρώτος τύπος χρησιμοποιείται σε τυπικό ύφος, ενώ ο δεύτερος σε οικείο και ουδέτερο ύφος.
Στο γ΄ πληθυντικό του αορίστου οριστικής παρουσιάζονται δεύτεροι τύποι σε -αν και -ανε με παράλληλη μετακίνηση του τόνου, π.χ. χτύπησαν / χτυπήσαν / χτυπήσανε. Ο πρώτος τύπος χρησιμοποιείται σε τυπικό και σε ουδέτερο ύφος, ενώ οι άλλοι δύο σε πιο οικείο ή και λαϊκό ύφος, κυρίως στον προφορικό λόγο.
Στο α΄ πληθυντικό του συνοπτικού μέλλοντα και της υποτακτικής του αορίστου παρουσιάζονται οι τύποι σε -ουμεκαι -ομε, π.χ. να χτυπήσουμε / να χτυπήσομε. Ο πρώτος τύπος είναι πιο συνηθισμένος, ενώ ο δεύτερος εμφανίζεται σπάνια και ακούγεται συνήθως από ομιλητές που προέρχονται από τη νότια Ελλάδα.
Στους συντελικούς χρόνους παρουσιάζεται σπανιότερα ένας τύπος σχηματισμού των χρόνων με τη χρήση του ρήματος έχω και της μετοχής του παθητικού παρακειμένου, π.χ. έχω χτυπημένο, -η, -ο.
Παθητική φωνή
Ο παρατατικός παρουσιάζει σε όλα τα πρόσωπα τουλάχιστον δύο τύπους (βλ. κλίση). Οι τύποι του ενικού και πληθυντικού σε -όμουν, -όσουν κτλ. είναι πιο συνηθισμένοι στον λόγο και χρησιμοποιούνται σε τυπικό, ουδέτερο αλλά και σε οικείο ύφος. Οι τύποι του ενικού σε -όμουνα, -όσουνα, -ότανε και του γ΄ πληθυντικού σε -όντανε και -όντουσαν χρησιμοποιούνται σε οικείο και λαϊκό ύφος.
Στο β΄ πληθυντικό του ενεστώτα οριστικής παρουσιάζονται οι τύποι σε -έστε και -όσαστε, π.χ. χτυπιέστε / χτυπιόσαστε. Οι δύο τύποι δεν παρουσιάζουν υφολογικά σημαντική διαφορά.
Το γ΄ πληθυντικό του συνοπτικού μέλλοντα της οριστικής και της υποτακτικής του αορίστου παρουσιάζει τους τύπους σε -ούν και -ούνε, π.χ. θα χτυπηθούν / θα χτυπηθούνε. Ο τύπος σε -ούν χρησιμοποιείται σε τυπικό ύφος, ενώ ο τύπος σε -ούνε σε οικείο ύφος και σε κείμενα παιδικής λογοτεχνίας.
Στο γ΄ πληθυντικό πρόσωπο οριστικής του αορίστου παρουσιάζεται β΄ τύπος σε -θήκαν(ε) με μετακίνηση του τόνου, π.χ. χτυπήθηκαν / χτυπηθήκαν(ε). Ο πρώτος τύπος είναι αυτός που χρησιμοποιείται σε τυπικό και ουδέτερο ύφος, ενώ ο δεύτερος σε οικείο, καθημερινό ύφος.
Στους συντελικούς χρόνους παρουσιάζεται σπανιότερα ένας τύπος σχηματισμού των χρόνων με τη χρήση του ρήματος είμαι και τη μετοχή του παθητικού παρακειμένου, π.χ. είμαι χτυπημένος, -η, -ο.
Ορισμένα ρήματα που ανήκουν σε αυτήν την ομάδα σχηματίζουν πολύ συχνά την οριστική και υποτακτική του ενεστώτα με τύπους των ρημάτων της αρχαίας ελληνικής. Τέτοια ρήματα είναι τα: απατώμαι, αποπειρώμαι, διασπώμαι, διερωτώμαι, εγγυώμαι, εξαρτώμαι (αλλά και εξαρτιέμαι), ηττώμαι, καταχρώμαι, περιπλανώμαι (αλλά καιπεριπλανιέμαι), τιμώμαι. Παράδειγμα: εγγυώμαι, εγγυάσαι, εγγυάται, εγγυώμεθα / εγγυόμαστε, εγγυάσθε / -άστε, εγγυώνται.
Β´ τάξη. Ενεργητική φωνή
θεωρώ
θεωρώ
Χρόνοι
|
Εγκλίσεις
| ||||
Οριστική
|
Υποτακτική
(να, ότανκτλ.) |
Προστακτική
| |||
Ενεστώτας
|
θεωρώ
θεωρείς
θεωρεί
θεωρούμε
θεωρείτε
θεωρούν(ε)
|
να θεωρώ
να θεωρείς
να θεωρεί
να θεωρούμε
να θεωρείτε
να θεωρούν(ε)
|
—
θεωρείτε
| ||
Παρατατικός
|
θεωρούσα
θεωρούσες
θεωρούσε
θεωρούσαμε
θεωρούσατε
θεωρούσαν(ε)
| ||||
Αόριστος
|
θεώρησα
θεώρησες
θεώρησε
θεωρήσαμε
θεωρήσατε
θεώρησαν/θεωρήσαν(ε)
|
να θεωρήσω
να θεωρήσεις
να θεωρήσει
να θεωρήσουμε
να θεωρήσετε
να θεωρήσουν(ε)
|
θεώρησε
θεωρήστε |
απαρέμφατο αορίστου: θεωρήσει
μετοχή ενεστώτα: θεωρώντας
Χρόνοι
|
Εγκλίσεις
| |
Οριστική
|
Υποτακτική
(να, όταν κτλ.) | |
EξακολουθητικόςΜέλλοντας
|
θα θεωρώ
θα θεωρείς
θα θεωρεί
θα θεωρούμε
θα θεωρείτε
θα θεωρούν(ε)
| |
Συνοπτικός
Μέλλοντας |
θα θεωρήσω
θα θεωρήσεις
θα θεωρήσει
θα θεωρήσουμε
θα θεωρήσετε
θα θεωρήσουν(ε)
| |
Συντελεσμένος
Μέλλοντας |
θα έχω θεωρήσει
θα έχεις θεωρήσει
θα έχει θεωρήσει
θα έχουμε θεωρήσει
θα έχετε θεωρήσει
θα έχουν(ε) θεωρήσει
(ή: θα έχω θεωρημένο, -η, -ο κτλ.)
| |
Παρακείμενος
|
έχω θεωρήσει
έχεις θεωρήσει
έχει θεωρήσει
έχουμε θεωρήσει
έχετε θεωρήσει
έχουν(ε) θεωρήσει
(ή: έχω θεωρημένο, -η, -ο κτλ.)
|
να έχω θεωρήσει
να έχεις θεωρήσει
να έχει θεωρήσει
να έχουμε θεωρήσει
να έχετε θεωρήσει
να έχουν(ε) θεωρήσει
(ή: να έχω θεωρημένο, -η, -ο κτλ.)
|
Υπερσυντέλικος
|
είχα θεωρήσει
είχες θεωρήσει
είχε θεωρήσει
είχαμε θεωρήσει
είχατε θεωρήσει
είχαν(ε) θεωρήσει
(ή: είχα θεωρημένο, -η, -ο κτλ.)
|
Στην υποτακτική συναντώνται επίσης οι τύποι να θεωρούσα, να θεώρησα, να είχα θεωρήσει, που κλίνονται όπως οι τύποι της οριστικής θεωρούσα, θεώρησα, είχα θεωρήσει.
Β´ τάξη. Παθητική φωνή
θεωρούμαι
θεωρούμαι
Χρόνοι
|
Εγκλίσεις
| ||
Οριστική
|
Υποτακτική
(να, ότανκτλ.) |
Προστακτική
| |
Ενεστώτας
|
θεωρούμαι
θεωρείσαι
θεωρείται
θεωρούμαστε
θεωρείστε
θεωρούνται
|
να θεωρούμαι
να θεωρείσαι
να θεωρείται
να θεωρούμαστε
να θεωρείστε
να θεωρούνται
| |
Παρατατικός
|
θεωρούμουν
θεωρούσουν
θεωρούνταν(ε)
θεωρούμασταν/-τε
θεωρούσασταν/-τε
θεωρούνταν(ε)
| ||
Αόριστος
|
θεωρήθηκα
θεωρήθηκες
θεωρήθηκε
θεωρηθήκαμε
θεωρηθήκατε
θεωρήθηκαν/
θεωρηθήκαν(ε)
|
να θεωρηθώ
να θεωρηθείς
να θεωρηθεί
να θεωρηθούμε
να θεωρηθείτε
να θεωρηθούν(ε)
|
θεωρήσου
θεωρηθείτε
|
Εξακολουθητικός
Μέλλοντας |
θα θεωρούμαι
θα θεωρείσαι
θα θεωρείται
θα θεωρούμαστε
θα θεωρείστε
θα θεωρούνται
| ||
Συνοπτικός
Μέλλοντας |
θα θεωρηθώ
θα θεωρηθείς
θα θεωρηθεί
θα θεωρηθούμε
θα θεωρηθείτε
θα θεωρηθούν(ε)
|
απαρέμφατο αορίστου: θεωρηθεί
μετοχή ενεστώτα: θεωρούμενος, -η, -ο
Χρόνοι
|
Εγκλίσεις
| |
Οριστική
|
Υποτακτική
(να, όταν κτλ.) | |
ΣυντελεσμένοςΜέλλοντας
|
θα έχω θεωρηθεί
θα έχεις θεωρηθεί
θα έχει θεωρηθεί
θα έχουμε θεωρηθεί
θα έχετε θεωρηθεί
θα έχουν(ε) θεωρηθεί
(ή: θα είμαι θεωρημένος, -η, -ο κτλ.)
| |
Παρακείμενος
|
έχω θεωρηθεί
έχεις θεωρηθεί
έχει θεωρηθεί κτλ.
(ή: είμαι θεωρημένος, -η, -ο κτλ.)
|
να έχω θεωρηθεί κτλ.
(ή: να είμαι θεωρημένος, -η, -ο κτλ.)
|
Υπερσυντέλικος
|
είχα θεωρηθεί,
είχες θεωρηθεί
είχε θεωρηθεί κτλ.
(ή: ήμουν θεωρημένος, -η, -ο κτλ.)
|
μετοχή παρακειμένου: θεωρημένος, -η, -ο
Στην υποτακτική συναντώνται επίσης οι τύποι να θεωρούμουν, να θεωρήθηκα, να είχα θεωρηθεί, που κλίνονται όπως οι τύποι της οριστικής θεωρούμουν, θεωρήθηκα, είχα θεωρηθεί.
Σύμφωνα με το θεωρώ – θεωρούμαι κλίνονται τα ρήματα: αδικώ, επαινώ, κινώ, μισώ, πληροφορώ, στερώ κ.ά.
Μορφολογική ποικιλία
Ενεργητική φωνή
Στο γ΄ πληθυντικό του ενεστώτα της οριστικής και της υποτακτικής, της υποτακτικής αορίστου και του εξακολουθητικού και συνοπτικού μέλλοντα παρουσιάζονται οι τύποι σε -ούν / -ούνε και -ουν /-ουνε, π.χ. θεωρούν / θεωρούνε. Ο τύπος σε -ούν ή -ουν χρησιμοποιείται σε τυπικό και ουδέτερο ύφος, ενώ ο τύπος σε -ούνε ή -ουνε σε οικείο ύφος και είναι πολύ συνηθισμένος σε κείμενα παιδικής λογοτεχνίας.
Στο γ΄ πληθυντικό του παρατατικού παρουσιάζονται οι τύποι σε -αν και -ανε, π.χ. θεωρούσαν / θεωρούσανε. Ο τύπος σε -αν χρησιμοποιείται σε τυπικό και ουδέτερο ύφος, ενώ ο τύπος σε -ανε σε οικείο ύφος και είναι πολύ συνηθισμένος σε κείμενα παιδικής λογοτεχνίας.
Στο γ΄ πληθυντικό του αορίστου οριστικής παρουσιάζεται δεύτερος τύπος σε -αν(ε) με μετακίνηση του τόνου, π.χ.θεώρησαν / θεωρήσαν(ε). Ο τύπος σε -αν χωρίς μετακίνηση του τόνου χρησιμοποιείται συνήθως σε τυπικό ύφος, ενώ οι υπόλοιποι σε ουδέτερο και οικείο ύφος.
Στους συντελικούς χρόνους παρουσιάζεται σπανιότερα ένας τύπος σχηματισμού των χρόνων με τη χρήση του ρήματος έχω και τη μετοχή του παθητικού παρακειμένου, π.χ. έχω θεωρημένο, -η, -ο.
Παθητική φωνή
Ο παρατατικός δεν είναι πολύ συνηθισμένος στον λόγο. Παρουσιάζει σπάνια και δεύτερους τύπους. Οι τύποι του γ΄ ενικού και πληθυντικού σε -ούντανε χρησιμοποιούνται σε οικείο ύφος. Οι τύποι του α΄ και β΄ πλ. σε -ούμαστε και -ούσαστε είναι σπάνιοι και χρησιμοποιούνται κυρίως από ομιλητές προερχόμενους από τη νότια Ελλάδα. Τέλος, οι τύποι του α΄ και β΄ ενικού σε -ούμουνα, -ούσουνα αντίστοιχα χρησιμοποιούνται σε οικείο και λαϊκό ύφος. Σε πολύ τυπικό ύφος χρησιμοποιούνται και ο τύπος εθεωρείτο για το γ΄ ενικό και εθεωρούντο για το γ΄ πληθυντικό πρόσωπο.
Στο α΄ πληθυντικό του ενεστώτα της οριστικής και υποτακτικής και του εξακολουθητικού μέλλοντα της οριστικής παρουσιάζονται οι τύποι σε -ούμαστε και -ούμεθα, π.χ. θεωρούμαστε / θεωρούμεθα. Οι τύποι σε -ούμαστε είναι οι πλέον κοινοί στον λόγο, ενώ οι τύποι σε -ούμεθα παρουσιάζονται σπάνια, συνήθως σε πολύ τυπικό ή σε περιπαικτικό ύφος.
Στο β΄ πληθυντικό του ενεστώτα της οριστικής και υποτακτικής και του εξακολουθητικού μέλλοντα της οριστικής παρουσιάζονται τύποι σε -είστε και -είσθε, π.χ. θεωρείστε / θεωρείσθε. Οι τύποι σε -είστε είναι οι πλέον κοινοί στον λόγο, ενώ οι τύποι σε -είσθε παρουσιάζονται σπάνια, συνήθως σε πολύ τυπικό ή σε περιπαικτικό ύφος.
Στο γ΄ πληθυντικό του αορίστου της οριστικής παρουσιάζεται δεύτερος τύπος σε -αν(ε) με μετακίνηση του τόνου, π.χ. θεωρήθηκαν / θεωρηθήκαν(ε). Ο τύπος σε -αν χωρίς μετακίνηση του τόνου χρησιμοποιείται συνήθως σε τυπικό ύφος, ενώ οι άλλοι, με παράλληλη μετακίνηση του τόνου, σε λιγότερο τυπικό ή σε πιο οικείο ύφος.
Στο γ΄ πληθυντικό του αορίστου της υποτακτικής παρουσιάζονται οι τύποι σε -ούν και -ούνε, π.χ. να θεωρηθούν / να θεωρηθούνε. Οι τύποι σε -ούν εμφανίζονται σε τυπικό και ουδέτερο ύφος, ενώ οι τύποι σε -ούνε σε οικείο ύφος.
Στους συντελικούς χρόνους παρουσιάζεται σπανιότερα ένας τύπος σχηματισμού των χρόνων με τη χρήση του ρήματος είμαι και τη μετοχή του παθητικού παρακειμένου, π.χ. είμαι θεωρημένος, -η, -ο.
Δεύτερη συζυγία – Αποθετικά ρήματα
θυμάμαι / θυμούμαι
Χρόνοι
|
Εγκλίσεις
| ||
Οριστική
|
Υποτακτική(να, ότανκτλ.)
|
Προστακτική
| |
Ενεστώτας
|
θυμάμαι/-ούμαι
θυμάσαι
θυμάται
θυμόμαστε/-ούμαστε
θυμόσαστε/-άστε
θυμούνται
|
να θυμάμαι/-ούμαι
να θυμάσαι
να θυμάται
να θυμόμαστε/-ούμαστε
να θυμόσαστε/-άστε
να θυμούνται
| |
Παρατατικός
|
θυμόμουν(α)
θυμόσουν(α)
θυμόταν(ε)
θυμόμασταν/-τε
θυμόσασταν/-τε
θυμούνταν(ε)
| ||
Αόριστος
|
θυμήθηκα
θυμήθηκες
θυμήθηκε
θυμηθήκαμε
θυμηθήκατε
θυμήθηκαν/θυμηθήκαν(ε)
| ||
ΕξακολουθητικόςΜέλλοντας
|
θα θυμάμαι/-ούμαι
θα θυμάσαι
θα θυμάται
θα θυμόμαστε/-ούμαστε
θα θυμόσαστε/-άστε
θα θυμούνται
|
να θυμηθώ
να θυμηθείς
να θυμηθεί
να θυμηθούμε
να θυμηθείτε
να θυμηθούν(ε)
|
θυμήσου
θυμηθείτε |
Συνοπτικός Μέλλοντας
|
θα θυμηθώ
θα θυμηθείς
θα θυμηθεί
θα θυμηθούμε
θα θυμηθείτε
θα θυμηθούν(ε)
|
απαρέμφατο αορίστου: θυμηθεί
μετοχή ενεστώτα: θυμούμενος, -η, -ο
Χρόνοι
|
Εγκλίσεις
| |
Οριστική
|
Υποτακτική
(να, όταν κτλ.) | |
Συντελεσμένος
Μέλλοντας |
θα έχω θυμηθεί
θα έχεις θυμηθεί
θα έχει θυμηθεί
θα έχουμε θυμηθεί
θα έχετε θυμηθεί
θα έχουν(ε) θυμηθεί
| |
Παρακείμενος
|
έχω θυμηθεί
έχεις θυμηθεί
έχει θυμηθεί
έχουμε θυμηθεί
έχετε θυμηθεί
έχουν(ε) θυμηθεί
|
να έχω θυμηθεί
να έχεις θυμηθεί
να έχει θυμηθεί
να έχουμε θυμηθεί
να έχετε θυμηθεί
να έχουν(ε) θυμηθεί)
|
Υπερσυντέλικος
|
είχα θυμηθεί
είχες θυμηθεί
είχε θυμηθεί
είχαμε θυμηθεί
είχατε θυμηθεί
είχαν(ε) θυμηθεί
|
Στην υποτακτική συναντώνται επίσης οι τύποι να θυμόμουν(α), να θυμήθηκα, να είχα θυμηθεί, που κλίνονται όπως οι τύποι της οριστικής θυμόμουν(α), θυμήθηκα, είχα θυμηθεί.
Η προστακτική ενεστώτα αναπληρώνεται από τύπους της υποτακτικής: να θυμάσαι, να θυμάται, να θυμόσαστε / θυμάστε, να θυμούνται.
Το ρήμα θυμάμαι / θυμούμαι δεν έχει τύπο για τη μετοχή του παρακειμένου. Άλλα όμως αποθετικά ρήματα διαθέτουν τύπους μετοχής παρακειμένου, π.χ. φοβάμαι → φοβισμένος, κοιμάμαι → κοιμισμένος.
Σύμφωνα με το θυμάμαι / θυμούμαι κλίνονται τα ρήματα φοβάμαι / -ούμαι, κοιμάμαι / -ούμαι, λυπάμαι / -ούμαι.
Μορφολογική ποικιλία
Στο α΄ ενικό του ενεστώτα της οριστικής και της υποτακτικής και του εξακολουθητικού μέλλοντα της οριστικής παρουσιάζονται οι τύποι σε -άμαι / -ούμαι, π.χ. θυμάμαι / θυμούμαι. Ο τύπος σε –άμαι είναι ο πλέον συνηθισμένος, ενώ ο τύπος σε -ούμαι χρησιμοποιείται σε πολύ τυπικό ύφος.
Στο β΄ πληθυντικό του ενεστώτα της οριστικής και της υποτακτικής και του εξακολουθητικού μέλλοντα παρουσιάζονται οι τύποι σε -άστε / -όσαστε, π.χ. θυμάστε / θυμόσαστε.
Ο παρατατικός παρουσιάζει σε όλα τα πρόσωπα τουλάχιστον δύο τύπους (βλ. κλίση). Οι τύποι σε -όμουν, -όσουνκτλ. χρησιμοποιούνται σε τυπικό, ουδέτερο αλλά και οικείο ύφος. Οι τύποι του ενικού σε -όμουνα, -όσουνα, -ότανε, του α΄ πληθυντικού σε -ούμασταν και του γ΄ πληθυντικού σε -όντανε, -ούντανε και –όντουσαν χρησιμοποιούνται σε οικείο και λαϊκό ύφος, καθώς και σε κείμενα παιδικής λογοτεχνίας. Τέλος, πολύ σπάνια και κυρίως από ομιλητές προερχόμενους από τη νότια Ελλάδα, χρησιμοποιούνται στο α΄ και β΄ πληθυντικό πρόσωπο οι τύποι σε -όμαστε και-όσαστε.
Το γ΄ πληθυντικό του συνοπτικού μέλλοντα της οριστικής και της υποτακτικής του αορίστου παρουσιάζει τους τύπους σε -ούν και -ούνε, π.χ. θα θυμηθούν / θα θυμηθούνε. Ο τύπος σε -ούν χρησιμοποιείται περισσότερο σε τυπικό και ουδέτερο ύφος, ενώ ο τύπος σε -ούνε σε οικείο ύφος και σε κείμενα παιδικής λογοτεχνίας.
Στο γ΄ πληθυντικό του αορίστου της οριστικής παρουσιάζεται δεύτερος τύπος σε -θήκαν(ε) με μετακίνηση του τόνου, π.χ. θυμήθηκαν / θυμηθήκαν(ε). Ο τύπος σε -αν χωρίς μετακίνηση του τόνου χρησιμοποιείται συνήθως σε τυπικό ύφος, ενώ ο τύπος σε -θήκαν(ε) σε ουδέτερο και οικείο ύφος.
Ασκήσεις για συζυγίες ρημάτων