Η απελευθέρωση της Σαμοθράκης
Ιεροδιδασκάλου π. Εμμανουήλ Καμπούρη
Σαν σήμερα, στις 19 Οκτωβρίου του 1912, πριν από 99 ολόκληρα χρόνια, η Σαμοθράκη, το στολίδι του θρακικού πελάγους, το νησί με τους αμέτρητους θρύλους και τα ασύγκριτα διδάγματα αυτοθυσίας και πατριωτισμού, απέκτησε την πολυπόθητη λευτεριά της.
Η Σαμοθράκη, ο ακριτικός αυτός φάρος δόξας και μεγαλείου, έγραψε τη συμμετοχή του στον ιερό αγώνα της λευτεριάς του 1821 με το αίμα εκατοντάδων ηρωικών της παιδιών, που έπεσαν από το σπαθί των βαρβάρων δημίων της Ανατολής, κι έγιναν ολοκαύτωμα στο βωμό των ιδανικών της φυλής μας.
Η μαρτυρική Σαμοθράκη έμεινε υπόδουλη στους Τούρκους από το 1454 μέχρι το 1912. Όμως η ψυχή της έμεινε αδούλωτη κι ο ηρωικός λαός της περίμενα την κατάλληλη στιγμή για να αποτινάξει το ζυγό που του επέβαλλαν επί αιώνας οι βάρβαροι γείτονές της. Το σάλπισμα της Επανάστασης του 1821, που ξεκίνησε απ’ τα παλικάρια της Αγίας Λαύρας στις 25 Μαρτίου, βρήκε τις καρδιές των αγνών νησιωτών έτοιμες για το μεγάλο ξεσηκωμό.
Μερικοί πρόκριτοι της Σαμοθράκης που είχαν μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία, μόλις πληροφορήθηκαν τα γεγονότα στην Πελοπόννησο, έπεισαν τους κατοίκους του νησιού να κηρύξουν τον Απρίλιο του 1821 τους εαυτούς τους ελεύθερους και να αρνηθούν να πληρώσουν τους οφειλόμενους στους Τούρκους φόρους. Συγχρόνως ένας Σαμιώτης, που βρισκόταν στο νησί, άρχισε να γυμνάζει μερικούς Σαμοθρακίτες και να τους μαθαίνει σκοποβολή.
Παρά την μυστικότητα όμως της προετοιμασίας, η είδηση έφθασε πολύ γρήγορα στ’ αυτιά του Σουλτάνου. Δίνει αμέσως την εντολή στον υποναύαρχο καπετάν Μπέη Καρά Αλή να πάει στη Σαμοθράκη και να καταστείλει την ανταρσία.
Μετά από ταξίδι αρκετών ημερών και αφού διέσχισε το Αιγαίο, έφτασε στο μαρτυρικό νησί. Η είδηση μεταδόθηκε σαν αστραπή: Ο υποναύαρχος του τουρκικού στόλου έξω από τη Σαμοθράκη. Κάτι κακό θα επακολουθούσε. Όμως οι γενναίοι νησιώτες δεν έσκυψαν το κεφάλι. Ενωμένοι και αδελφωμένοι αποφάσισαν να προβάλουν αντίσταση. Ο Τούρκος υποναύαρχος αποβιβάζει στη νοτιοδυτική πλευρά του νησιού στη θέση «Μακριλιές» 1.000 (κατ’ άλλες πληροφορίες 2.000) στρατιώτες ειδικευμένους στις σφαγές και τις καταστροφές. Στόχος τους ήταν η κατάληψη της Χώρας, πρωτεύουσας του νησιού. Μία ώρα μετά την αποβίβαση, φάνηκαν έξω από την Χώρα, απέναντι από τη θέση «Βρυχός» τα πρώτα ασκέρια του Καρά Αλή. Οι Σαμοθρακίτες πρόβαλαν λυσσαλέα αντίσταση, ταμπουρωμένοι πρόχειρα πίσω από τα υψώματα Κούκου και Βρυχού. Σκότωσαν πολλούς άπιστους και μεταξύ τους τον Τούρκο σημαιοφόρο. Τα λιγοστά τους πολεμοφόδια τέλειωσαν και άρχισαν να κυλούν βράχους και να πετούν πέτρες. Όταν οι Τούρκοι άρχισαν να μπαίνουν στη Χώρα, οι τολμηροί νησιώτες ακολουθώντας κρυφά μονοπάτια, διέφυγαν σε ορεινές, δασώδεις περιοχές του νησιού για να τους δοθεί ο χρόνος να αποφασίσουν.
Εκεί είχαν καταφύγει προηγουμένως τα γυναικόπαιδα για να αποφύγουν την αιχμαλωσία και την ατίμωση. Οι Τούρκοι μπήκαν στην έρημη Χώρα. Από την πρώτη στιγμή επιδόθηκαν σε άγριους βανδαλισμούς. Λεηλάτησαν και έκαψαν τα περισσότερα σπίτια. Κατάστρεψαν τις εκκλησίες και ποδοπάτησαν τα ιερά σκεύη και τις άγιες εικόνες. Τους βανδαλισμούς των Τούρκων θυμίζει και σήμερα ένα σχισμένο και τρυπημένο Ευαγγέλιο που βρίσκεται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο Αθηνών με την επιγραφή «Ιερόν Ευαγγέλιον της νήσου Σαμοθράκης, σχισθέν δια τουρκικού ξίφους κατά την Επανάστασιν του ‘21».
Αυτή όμως ήταν μόνο η αρχή. Ο διψασμένος για αίμα Καπετάν Πασάς ήθελε να ολοκληρώσει το έργο του. Όλοι εκείνοι οι ραγιάδες που τόλμησαν να σηκώσουν κεφάλι, έπρεπε να πληρώσουν. Και η πληρωμή ήταν μία. Η σφαγή. Οι Τούρκοι με δόλο και με την βοήθεια ενός προδότη Κυριάκου, που οι Τούρκοι επονόμασαν Τσαούση, τους έφεραν πίσω. Ξεχώρισαν 700 παληκάρια που τα έσφαξαν στη θέση Εφκά, όπου είναι σήμερα το Ηρώο. Η μεγάλη σφαγή της Σαμοθράκης έγινε την 1η Σεπτεμβρίου 1821, ημέρα Τρίτη και ονομάζεται από τους Σαμοθρακίτες «ημέρα χαλασμού».
Σύμφωνα με τα στοιχεία που μας άφησε ο αείμνηστος ιατροφιλόσοφος Νικόλαος Φαρδύς, από τις 15.000 κατοίκους της Σαμοθράκης γλύτωσαν μόνο 33 οικογένειες απ’ τις οποίες δημιουργήθηκε ο μετέπειτα πληθυσμός της Σαμοθράκης.
Έφτασε ο 20ος αιώνας και το πανέμορφο Αιγαιοπελαγίτικο νησί της θυσίας και του ολοκαυτώματος παρέμενε ακόμα στην κυριαρχία των Τούρκων.
Όμως, το ποτήρι της σκλαβιάς είχε ξεχειλίσει και όλοι πίστευαν πως η ώρα του λυτρωμού έφθανε. Η ελεύθερη Ελλάδα σχεδίαζε την απελευθέρωση των υπόδουλων αδελφών και αυτό γέμιζε με χαρά και αισιοδοξία τους Σαμοθρακίτες. Έτσι ήρθε το φθινόπωρο του 1912. Ο ελληνικός στόλος όργωνε το καταγάλανο Αιγαίο, σκορπίζοντας το φόβο στις τουρκικές αρμάδες και φέρνοντας το μήνυμα της νίκης και της λευτεριάς στους σκλαβωμένους. Στις 19 Οκτωβρίου 1912, τρία θωρηκτά του ελληνικού στόλου αγκυροβόλησαν ανοιχτά του όρμου της Καμαριώτισσας. Αμέσως μετά ένα άγημα πεζοναυτών αποβιβάστηκε στο νησί. Με παραλήρημα χαράς και ψέλνοντας αναστάσιμους ύμνους υποδέχθηκαν οι Σαμοθρακίτες τους Έλληνες στρατιώτες.
Η συγκίνηση κι ο ενθουσιασμός έφθασε στο αποκορύφωμα, όταν μετά από λίγες ώρες κυμάτιζε η Ελληνική σημαία στον ιστό του Καμπαναριού της εκκλησίας της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στη Χώρα. Πρώτο μέλημα των πεζοναυτών, μόλις αποβιβάστηκαν στη Σαμοθράκη, ήταν η σύλληψη των τουρκικών αρχών κατοχής. Όπως ανέφεραν σε αφηγήσεις τους μερικοί γέροντες, που έζησαν την ιστορική αυτή ημέρα της απελευθέρωσης της Σαμοθράκης, οι ολιγάριθμοι Τούρκοι που βρίσκονταν στο νησί, πριν παραδοθούν, παρακάλεσαν τον τότε Αρχιερατικό Επίτροπο, αείμνηστο ιερέα Ανδρέα Παπανδρέου να μεσολαβήσει στον επικεφαλής του αγήματος για την ασφάλεια της ζωής τους. Έτσι κι έγινε. Ο ίδιος ο Παπανδρέας τους οδήγησε και τους παρέδωσε στον Έλληνα αξιωματικό Κωνσταντίνο Παναγιώτου. Αρχηγός του ελληνικού στόλου ήταν τότε ο θρυλικός και ένδοξος Ναύαρχος Κουντουριώτης. Σ’ αυτόν απέστειλε έκθεση ο σημαιοφόρος Κωνσταντίνος Παναγιώτου. Σ’ αυτόν εκτέθηκαν όλες οι λεπτομέρειες της κατάληψης της Σαμοθράκης.
Αποσπάσματα από την έκθεση αυτή έχουν ως εξής: «Εις εκτέλεσιν της υπ’ αριθμ. 34 και από 17 τρέχοντος εγγράφου διαταγής υμών, λαμβάνω την τιμήν να σας αναφέρω ότι άμα τη αποβιβάσει μου εν τη Νήσω Σαμοθράκη προέβην αμέσως εις την κατάσχεσιν του εν τη παραλία Λιμεναρχείου, υψώσας επ’ αυτού με τας κεκανονισμένας τιμάς την ελληνικήν Σημαίαν. Αφού δε εγκατέστησα φρουράν εξ ενός διόπου και 8 ναυτών, προέβην εις την κατάσχεσιν παρακείμενης αποθήκης εν η υπήρχε ποσότης κριθής, σίτου και άλλων καρπών». Σε άλλο σημείο της έκθεσής του, προς τον Ναύαρχον Κουντουριώτην, ο Κωνσταντίνος Παναγιώτου αναφέρει:
«Είτα δε παραλαβών το υπόλοιπον του αγήματος, μετέβην και κατέλαβον την κυρίως πόλιν της Σαμοθράκης, κατοικουμένην εκ τεσσάρων χιλιάδων περίπου κατοίκων, απάντων Ελλήνων, πλην δύο οικογενειών οθωμανών. Εν ταύτη εύρον στρατιωτικήν δύναμιν εξ ενός δεκανέως και εξ στρατιωτών του τουρκικού στρατού, οίτινες επί τη προσκλήσει μου παρεδόθησαν μετά των όπλων, των φυσιγγίων και λοιπών εξαρτημάτων των. Μετέβην είτα εις την εκκλησίαν όπου ετελέσθη δοξολογία παρά των κατοίκων και εκοινοποίησα την υμετέραν προκήρυξιν συστήσας αυτοίς τάξιν και ησυχίαν». Και ο γενναίος Έλληνας αξιωματικός καταλήγει: «Εν τέλει δε παρακαλώ, όπως ευαρεστούμενοί μοι αποστείλητε εν σχέδιον δημοψηφίσματος, ίνα κυρωθεί παρά των κατοίκων επιθυμούντων τούτο, προς δε και οδηγίας προς ποίους να υποβληθεί».
Εν Σαμοθράκη τη 19η-10-1912
Κων/νος Παναγιώτου-Σημαιοφόρος
Ακριβές αντίγραφον
Εν όρμω Μούδρου 25-10-1912
Ο γραμματεύς του Αρχηγού
Μετά την απελευθέρωσή της η Σαμοθράκη μπόρεσε πολύ γρήγορα να βρει τον καινούριο ρυθμό της ζωής της. Σ’ αυτό συνετέλεσε ότι τόσο κατά τους 4 αιώνες της σκλαβιάς όσο και μετά την Επανάσταση του ’21 στη Σαμοθράκη δεν παρέμενε μεγάλος αριθμός Τούρκων. Συνήθως έμενε μια ομάδα υπαλλήλων με ελάχιστους στρατιώτες, έτσι που το νησί κατάφερε να διατηρήσει ανέπαφο το χρώμα του, τα πατροπαράδοτα έθιμά του, και τις πανάρχαιες ελληνικές του παραδόσεις, χωρίς να αφομοιωθεί ούτε στο ελάχιστο με το τουρκικό στοιχείο.
Η Σαμοθράκη, ελληνικό νησί από τους αρχαιοτάτους χρόνους κατόρθωσε να διατηρήσει επί δεκάδες αιώνες την ελληνικότητά του και να αποτελεί σήμερα ένα γνήσιο φυλάκιο της μεγάλης και αθάνατης ελληνικής πατρίδας.
Το χρυσό μετάλλιο με το οποίο η Ακαδημία Αθηνών τίμησε την Σαμοθράκη στις 23 Μαρτίου 1980 είναι μια τιμητική αναγνώριση της μικρής, ίσως σε μέγεθος, απέναντι στο μεγάλο Αγώνα του ’21, αλλά υψίστης σε σημασία θυσίας του νησιού. Αμήν.