Γράφει ο Φώτης Μ. Σαραντόπουλος
Για να αποκτηθεί ο έλεγχος στη θάλασσα, επιβαλλόταν να καταληφθούν από τον Στόλο μας τέσσερα νησιά: Λήμνος, Ίμβρος, Τένεδος και Σαμοθράκη. Η Λήμνος, όπως είδαμε ήδη καταλήφθηκε από τις πρώτες ημέρες και μετατράπηκε σε αγκυροβόλιο και ορμητήριο του Στόλου. Ακολούθησαν 2-3 μέρες με έντονη κακοκαιρία, που ταλαιπώρησε ιδίως τα μικρά Αντιτορπιλικά που περιπολούσαν στην έξοδο των Στενών.
Στις 12 Οκτωβρίου τα περιπολικά σταμάτησαν μπροστά στα Δαρδανέλια το φορτηγό «PELURIAN», που ήταν φορτωμένο με κάρβουνο. Το πολύτιμο φορτίο κατασχέθηκε για τις ανάγκες του Στόλου μας. Κάναμε κι εμείς «ανθράκευση», για να συμπληρώσουμε το απόθεμα του πλοίου σε κάρβουνο [1], και την κάναμε και μετά μουσικής! Για να εμψυχωνόμαστε στη σκληρή δουλειά, όπου συμμετείχε όλο το πλήρωμα πλην των Μηχανικών, ο Ναύαρχος διέταξε την μπάντα του πλοίου να παιανίζει στο κατάστρωμα …
Στις 14 Οκτωβρίου έφτασε το επίτακτο «ΣΠΕΤΣΑΙ» μεταφέροντας πυρομαχικά. Το απόγευμα αποπλεύσαμε μαζί με τη «ΣΦΕΝΔΟΝΗ» και τη «ΝΑΥΚΡΑΤΟΥΣΑ» για περιπολία. Γυρίσαμε στο Μούδρο την επομένη, φέρνοντας μαζί μας και το Επιβατηγό «ΙΣΜΑΗΛΙΑ».
Στις 17 Οκτωβρίου, ο Στόλος χωρίστηκε σε τρεις Μοίρες:
Πρώτη Μοίρα, ο «ΑΒΕΡΩΦ», τα «ΨΑΡΑ», η «ΝΑΥΚΡΑΤΟΥΣΑ» και ο «ΛΕΩΝ», με στόχο την κατάληψη της Ίμβρου και της Σαμοθράκης.
Δεύτερη Μοίρα, το «ΣΠΕΤΣΑΙ», η «ΥΔΡΑ», η «ΘΥΕΛΛΑ» και η «ΛΟΓΧΗ», με στόχο την Θάσο.
Και Τρίτη Μοίρα ο «ΚΑΝΑΡΗΣ» μαζί με το «Τορπιλοβόλο 14» για τον Άη Στράτη.
Θα σας τα πω όλα με λεπτομέρειες, αλλά δείτε πρώτα τι έγραψαν οι εφημερίδες της εποχής που τις έχω φυλάξει.
Το φύλο της 20ής Οκτωβρίου του «ΕΜΠΡΟΣ», με τίτλο «Η ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΩΝ ΝΗΣΩΝ ΘΑΣΟΥ ΙΜΒΡΟΥ ΣΤΡΑΤΗΣ ΣΑΜΟΘΡΑΚΗΣ - ΕΠΙΣΗΜΟΝ ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ» έγραφε:
Το φύλο της 20ής Οκτωβρίου του «ΕΜΠΡΟΣ», με τίτλο «Η ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΩΝ ΝΗΣΩΝ ΘΑΣΟΥ ΙΜΒΡΟΥ ΣΤΡΑΤΗΣ ΣΑΜΟΘΡΑΚΗΣ - ΕΠΙΣΗΜΟΝ ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ» έγραφε:
Παρά του Υποναυάρχου Αρχηγού ελήφθησαν αι ακόλουθοι λεπτομέρειαι της καταλήψεως των νήσων Θάσου, Στράτη, Ίμβρου και Σαμοθράκης:
«ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΝ ΝΑΥΤΙΚΩΝ - Αθήνας
Την εσπέραν της 17ης διέταξα τον απόπλουν εκ Μούδρου των θωρηκτών “Ύδρας” και “Σπετσών” και των αντιτορπιλικών “Θυέλλης” και “Λόγχη” υπό τον Μοίραρχον Πλοίαρχον Π. Γκίνην. Η μοίρα συνοδευόμενη υπό του οπλιταγωγού “Πέλοπος” φέροντος λόχον πεζικού υπό τον Λοχαγόν Δ. Κονταράτον κατέλαβε την 8ην πρωϊνήν ώραν της 18ης την νήσον Θάσσον και αιχμαλώτισε τας αρχάς. Συγχρόνως το ναρκοβόλον “Κανάρης” μετά του τορπιλοβόλου 14 κυβερνωμένου παρά του Υποπλοιάρχου Π. Αργυροπούλου και ναυτικού αγήματος υπό τον ανθυποπλοίαρχον Τσατέρην κατέλαβον την νήσον Άγιον Ευστράτιον Στράτην. Την μεσημβρίαν της 18ης η ναυαρχίς “Γ. Αβέρωφ” συνοδευομένη υπό του θωρηκτού “Ψαρρά” και του αντιτορπιλικού “Ναυκρατούσης” κατέπλευσεν εις Ίμβρον και κατέλαβεν την νήσον δι’ αγήματος υπό τον Υποπλοίαρχον Π. Χορν. Σήμερον την πρωΐαν άπας ο Στόλος κατέπλευσεν εις Σαμοθράκην και αποβιβάσας άγημα υπό του Σημαιοφόρου Παναγιώτου κατέλαβον ταύτην. Ο στόλος περιπολεί διαρκώς περί τα Δαρδανέλλια αναμένων ματαίως την έξοδον του εχθρού.
Ο αρχηγός του Στόλου - Υποναύαρχος Π. ΚΟΥΝΤΟΥΡΙΩΤΗΣ»
Αλλά ακούστε και αναλυτικά πώς έγιναν τα πράγματα. Το βράδυ της 17ης απέπλευσε η 2η Μοίρα με τα Θωρηκτά «ΥΔΡΑ» και «ΣΠΕΤΣΑΙ» και τα Αντιτορπιλικά «ΘΥΕΛΛΑ» και «ΛΟΓΧΗ», με Μοίραρχο τον Πλοίαρχο Γκίνη. Μαζί ήταν και το οπλιταγωγό «ΠΕΛΩΨ» που μετέφερε ένα Λόχο Πεζικού υπό τον Λοχαγό Κονταράτο. Το επόμενο πρωί στις 8, ο Στόλος αγκυροβόλησε στον Λιμένα Παναγίας, που παρουσίαζε ένα υπέροχο θέαμα. Οι κάτοικοι είχαν βγει έξω με σημαίες και λουλούδια για να υποδεχθούν το άγημα. Σπίτια και μαγαζιά όλα σημαιοστολισμένα. Ο Λοχαγός Κονταράτος με το άγημα προχώρησε και μέχρι τις 20 του μήνα κατέλαβε την Παναγία, την Ποταμιά και τον Θεολόγο, συλλαμβάνοντας τις Τουρκικές Αρχές και εγκαθιστώντας προσωρινό Διοικητή του νησιού τον Κωνσταντίνο Μελά, αδελφό του ήρωα Μακεδονομάχου[2].
Την εσπέραν της 17ης διέταξα τον απόπλουν εκ Μούδρου των θωρηκτών “Ύδρας” και “Σπετσών” και των αντιτορπιλικών “Θυέλλης” και “Λόγχη” υπό τον Μοίραρχον Πλοίαρχον Π. Γκίνην. Η μοίρα συνοδευόμενη υπό του οπλιταγωγού “Πέλοπος” φέροντος λόχον πεζικού υπό τον Λοχαγόν Δ. Κονταράτον κατέλαβε την 8ην πρωϊνήν ώραν της 18ης την νήσον Θάσσον και αιχμαλώτισε τας αρχάς. Συγχρόνως το ναρκοβόλον “Κανάρης” μετά του τορπιλοβόλου 14 κυβερνωμένου παρά του Υποπλοιάρχου Π. Αργυροπούλου και ναυτικού αγήματος υπό τον ανθυποπλοίαρχον Τσατέρην κατέλαβον την νήσον Άγιον Ευστράτιον Στράτην. Την μεσημβρίαν της 18ης η ναυαρχίς “Γ. Αβέρωφ” συνοδευομένη υπό του θωρηκτού “Ψαρρά” και του αντιτορπιλικού “Ναυκρατούσης” κατέπλευσεν εις Ίμβρον και κατέλαβεν την νήσον δι’ αγήματος υπό τον Υποπλοίαρχον Π. Χορν. Σήμερον την πρωΐαν άπας ο Στόλος κατέπλευσεν εις Σαμοθράκην και αποβιβάσας άγημα υπό του Σημαιοφόρου Παναγιώτου κατέλαβον ταύτην. Ο στόλος περιπολεί διαρκώς περί τα Δαρδανέλλια αναμένων ματαίως την έξοδον του εχθρού.
Ο αρχηγός του Στόλου - Υποναύαρχος Π. ΚΟΥΝΤΟΥΡΙΩΤΗΣ»
Αλλά ακούστε και αναλυτικά πώς έγιναν τα πράγματα. Το βράδυ της 17ης απέπλευσε η 2η Μοίρα με τα Θωρηκτά «ΥΔΡΑ» και «ΣΠΕΤΣΑΙ» και τα Αντιτορπιλικά «ΘΥΕΛΛΑ» και «ΛΟΓΧΗ», με Μοίραρχο τον Πλοίαρχο Γκίνη. Μαζί ήταν και το οπλιταγωγό «ΠΕΛΩΨ» που μετέφερε ένα Λόχο Πεζικού υπό τον Λοχαγό Κονταράτο. Το επόμενο πρωί στις 8, ο Στόλος αγκυροβόλησε στον Λιμένα Παναγίας, που παρουσίαζε ένα υπέροχο θέαμα. Οι κάτοικοι είχαν βγει έξω με σημαίες και λουλούδια για να υποδεχθούν το άγημα. Σπίτια και μαγαζιά όλα σημαιοστολισμένα. Ο Λοχαγός Κονταράτος με το άγημα προχώρησε και μέχρι τις 20 του μήνα κατέλαβε την Παναγία, την Ποταμιά και τον Θεολόγο, συλλαμβάνοντας τις Τουρκικές Αρχές και εγκαθιστώντας προσωρινό Διοικητή του νησιού τον Κωνσταντίνο Μελά, αδελφό του ήρωα Μακεδονομάχου[2].
Ο Άη Στράτης απέχει μόνο 18 μίλια από τη Λήμνο. Εκεί στάλθηκε στις 18 του Οκτώβρη ο «Κανάρης» με το Τορπιλοβόλο «14». Αποβίβασαν ναυτικό άγημα με επί κεφαλής τον Ανθυποπλοίαρχο Τσατέρη και κατέλαβαν το νησί χωρίς αντίσταση.
Εμείς αποπλεύσαμε το πρωί της 18ης από το Μούδρο, με την 1η Μοίρα. Και το μεσημέρι της μέρας αυτής πιάσαμε στην Ίμβρο, όπου αποβιβαστήκαμε 150 άνδρες, με επί κεφαλής τον Υποπλοίαρχο Παντελή Χορν [3] . Οι κάτοικοι του νησιού μας περίμεναν με γαλανόλευκες και χαρές και πανηγύρια. Αυτό ήταν λογικό, αφού το νησί είχε μόνο Ελληνικό πληθυσμό [4]. Ο Υποπλοίαρχος Χορν διορίστηκε από τον Ναύαρχο πρώτος Έλληνας στρατιωτικός Διοικητής του νησιού.
Την άλλη μέρα, Τετάρτη 19 Οκτωβρίου, ρίξαμε άγκυρα στα ανοιχτά του όρμου της Καμαριώτισσας, στη Σαμοθράκη, και οχτώ Ναύτες, ανάμεσά τους κι η αφεντιά μου, με επί κεφαλής τον Σημαιοφόρο Παναγιώτου και ένα Δίοπο, αποβιβαστήκαμε στη Σαμοθράκη και με όλες τις τιμές και τους τύπους υψώσαμε στο Λιμεναρχείο την Ελληνική Σημαία. Κατασχέσαμε και μία αποθήκη με δημητριακά, σιτάρι, κριθάρι και λοιπά που φύλαγαν εκεί οι Τούρκοι. Μετά, αποβιβάστηκε και το υπόλοιπο άγημα, και όλοι μαζί πήγαμε στη Χώρα και υψώσαμε τη σημαία στο καμπαναριό της Κοίμησης της Θεοτόκου. Στη χώρα υπήρχε και μια μικρή φρουρά, έξι φαντάροι με ένα Δεκανέα, που παραδόθηκαν χωρίς αντίσταση, ζητώντας τη μεσολάβηση του Ιερέα Ανδρέα Παπανδρέου για να σωθεί η ζωή τους. Και ο παπα-Αντρέας τους έφερε «συστημένους» σε εμάς, με τα όπλα και τις παλάσκες τους. Υψώσαμε τη γαλανόλευκη στο στρατώνα τους και κάναμε κατάσχεση και 3.400 φράγκων που βρέθηκαν σε διάφορα Ταμεία. Οι κάτοικοι [5] μας υποδέχθηκαν με ενθουσιασμό και Αναστάσιμους ύμνους και μας ζήτησαν να φτιάξουμε ένα σχέδιο δημοψηφίσματος «υπέρ της ενώσεως» για να το στείλουν στην Κυβέρνηση.
Κατέχοντας όλα τα νησιά που ήταν κοντά στην έξοδο των Στενών και έχοντας πλήρη κυριαρχία στις θάλασσες, σταματούσαμε κάθε πλοίο που πήγαινε προς τα Στενά ή ερχόταν από αυτά. Ανάμεσά τους ήταν τα ξένα ατμόπλοια «Γιούλιτς», «Αστούριαν» και «Μάιν» που τα στείλαμε στις 21 στον Πειραιά, συνοδεία με το «ΕΣΠΕΡΙΑ». Και ο Στόλος μας ενισχύθηκε και με 4 νέα Ανιχνευτικά, που τα λέγαμε «θηρία» [6], καθώς είχαν τα ονόματα «ΛΕΩΝ», «ΠΑΝΘΗΡ», «ΑΕΤΟΣ» και «ΙΕΡΑΞ».
ΦΩΤΟ: Οικονομόπουλος Ηλίας,
«Ιστορία του Βαλκανοτουρκικού Πολέμου»
Εκδόσεις Αναγνωστοπούλου & Πετράκου,
Αθήνα 1929
Στις 21 Οκτωβρίου, άγημα ναυτών του «ΙΕΡΑΞ», με επί κεφαλής τον ίδιο τον Κυβερνήτη Αντιπλοίαρχο Αντώνη Βρατσάνο απελευθέρωσε τα ηρωικά Ψαρά. Υπάρχει και μια ιστορία γύρω από αυτό το γεγονός, που έχει ως εξής: Το Υπουργείο Ναυτικών είχε ζητήσει από τον Κουντουριώτη να καταλάβει και τα Ψαρά, παρ’ όλο που δεν ήταν κοντά στα Στενά και δεν είχαν επιχειρησιακή σημασία, είχαν όμως τεράστια σημασία ψυχολογική για τους κατοίκους και τα πληρώματα. Και είχε μάλιστα ζητηθεί να αναλάβει την αποστολή ή το «ΒΕΛΟΣ» που είχε κυβερνήτη τον Ιωάννη Βρατσάνο, ή το «ΙΕΡΑΞ» που το κυβερνούσε ο αδελφός του, Αντώνης Βρατσάνος.
Για τον λόγο ότι και οι δύο ήταν απόγονοι του Ψαριανού ήρωα Δημήτρη Βρατσάνου, που ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρίας και κατά τη σφαγή των Ψαρών το 1824 ήταν δημογέροντας του νησιού και σκοτώθηκε μαζί με άλλους Ψαριανούς στο φρούριο Παλαιόκαστρο. Ο αδερφός του Γεώργιος Βρατσάνος είχε πυρπολήσει μαζί με τον Κανάρη την τουρκική ναυαρχίδα στην Τένεδο τον Οκτώβριο του 1822. Τον Ιούνιο του 1824, όταν τελικά οι Τούρκοι κατάφεραν να αποβιβαστούν στα Ψαρά, στο φρούριο Παλαιόκαστρο είχαν κλειστεί 120 πολεμιστές και πολλοί άμαχοι, ανάμεσά τους ο Δημογέροντας Δημήτρης Βρατσάνος και ο γιος του Αντώνης. Όταν έγινε φανερό ότι το φρούριο θα έπεφτε, ο Αντώνης, κατ’ εντολή του πατέρα του, ανατίναξε την μπαρουταποθήκη, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν οι έγκλειστοι και μεγάλος αριθμός Τούρκων στρατιωτών.
Στις 24 Οκτωβρίου η Μοίρα μας αγκυροβόλησε στον όρμο της Τενέδου [7]. Καλέσαμε στον «ΑΒΕΡΩΦ» τον Διοικητή του νησιού, να έρθει να παραδοθεί. Αυτός ήρθε μαζί με τον Αρχιερατικό Επίτροπο, ένα σεβάσμιο γέροντα Ιερέα, που σαν ανέβηκε στο πλοίο, γονάτισε και, φιλώντας το κατάστρωμα ευχήθηκε «Καλώς ορίσατε». Στην Τένεδο ήταν και τρία Θωρηκτά. Ένα Γερμανικό, ένα Γαλλικό κι ένα Ρωσικό. Χαιρετίσαμε τις σημαίες τους με κανονιοβολισμούς. Ως τότε χαιρετούσαμε με μουσικές. Αλλά τώρα τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Έπρεπε όλοι να πάρουν το μήνυμα ότι τώρα λευτερώναμε! Στον όρμο της Τενέδου, εκεί που το 1821 ο Κανάρης πυρπόλησε την Τουρκική αρμάδα, τώρα είχε έρθει ένας σύγχρονος μπουρλοτιέρης, ο Ναύαρχός μας. Ήταν τόσο χαρούμε-νος που, κατέβηκε από το πλοίο στο νησί, πήγε στο τηλεγραφείο, και από εκεί έστειλε τηλεγράφημα προς τον Ναύσταθμο Κωνσταντινούπολης, με τα παρακάτω λόγια:
«Κατελάβομεν Τένεδον. Αναμένομεν αντίπαλον στόλον. Εάν στόλος σας στερείται γαιάνθρακας, είμαι προθυμώτατος παραχωρήσω.
ΚΟΥΝΤΟΥΡΙΩΤΗΣ»
Δεν φοβόταν τους Τούρκους ο Ναύαρχός μας. Κανείς μας δεν τους φοβότανε …
«Κατελάβομεν Τένεδον. Αναμένομεν αντίπαλον στόλον. Εάν στόλος σας στερείται γαιάνθρακας, είμαι προθυμώτατος παραχωρήσω.
ΚΟΥΝΤΟΥΡΙΩΤΗΣ»
Δεν φοβόταν τους Τούρκους ο Ναύαρχός μας. Κανείς μας δεν τους φοβότανε …
ΦΩΤΟ: Οικονομόπουλος Ηλίας, «Ιστορία του
Βαλκανοτουρκικού Πολέμου» Εκδόσεις
Αναγνωστοπούλου & Πετράκου, Αθήνα 1929
Βαλκανοτουρκικού Πολέμου» Εκδόσεις
Αναγνωστοπούλου & Πετράκου, Αθήνα 1929
Κατά την κατάληψη της Τενέδου έγινε και ένα κωμικό. Πολλοί Τούρκοι θέλησαν να κρυφτούν και πήρανε τα χωράφια. Αλλά πού να κρυφτούν οι ταλαίπωροι … Η Τένεδος είναι χαμηλή, σαν ταψί φαινόταν ολόκληρη από τα καταστρώματα των πλοίων μας. Δυστυχώς, η πατρίδα δεν μπόρεσε να κρατήσει στους κόλπους της την Ίμβρο και την Τένεδο [8]. Αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία …
http://perialos.blogspot.gr/2014/02/1912.html
http://perialos.blogspot.gr/2014/02/1912.html
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Οι αποθήκες του Αβέρωφ χωρούσαν 1.500 τόνους κάρβουνο, και η ανθράκευση ήταν η πιο σκληρή εργασία για το πλήρωμα. Ο Αβέρωφ κατανάλωνε περίπου 600 κιλά κάρβουνο για κάθε μίλι που διένυε … 100-120 κιλά το λεπτό !
[2] Ο Μελάς κατάρτισε αμέσως Χωροφυλακή που αντικατέστησε τις Τουρκικές Αρχές και στην πρώτη του διαταγή έκανε γνωστό στους παρέδρους και στους μουχτάρηδες της Θάσου ότι στο εξής θα πρέπει να αποφεύγουν τη χρήση Τούρκικων λέξεων, είτε γιε τίτλους προσώπων είτε για ονομασίες πόλεων και χωριών, υπενθυμίζοντας ότι το νησί κατέχεται από τον Ελληνικό Στρατό και ισχύουν πλέον οι Ελληνικοί Νόμοι. Ο Μελάς είχε γοητευθεί από την Θάσο και σε γράμμα του προς την Πην. Δέλτα έγραφε: «Το ωραιότερο νησί, και από την Κέρκυρα πιο ωραίο ακόμη. Τι παράδεισος αυτό το νησί. Και οι άνθρωποι, γνήσιοι Έλληνες, αταλάντευτοι πατριώτες και ευαίσθητοι άνθρωποι!»
[3] (1881-1941, γόνος Αυστριακού τραπεζίτη και της Ματίνας Κουντουριώτη, εγγονής του Υδραίου αγωνιστή της Επανάστασης Λάζαρου Κουντουριώτη)
[4] Η Ίμβρος είχε αμιγή Ελληνικό πληθυσμό 8.506 κατοίκων, κυρίως γεωργών και κτηνοτρόφων (κατ’ άλλη πηγή 9.207). Πρωτεύουσα του νησιού ήταν η Παναγία, με 2.556 κατοίκους, μαζί με την κοινότητα Ευλάμπιο, ενώ υπήρχαν και τα χωριά Σχοινούδι (2.689 κάτοικοι), Αγρίδια (1.143), Άγιοι Θεόδωροι (1.036), Γλυκύ (787) και Κάστρο (255). Στο νησί υπήρχαν 10 Ελληνικά σχολεία, με 19 δασκάλους και σχεδόν 1.000 μαθητές. Και σύμφωνα με στατιστικές υπήρχαν 11.555 ακίνητα, όλα Ελληνικής ιδιοκτησίας. Οι Ίμβριοι έκαναν έρανο και συγκέντρωσαν 12.000 δραχμές, που τις έδωσαν στον Κουντουριώτη για να διατεθούν «όπου δη». Αλλά και οι Ίμβριοι της Αιγύπτου, συγκέντρωσαν άλλα τόσα και τα έστειλαν στην πόλη των Αθηνών «δια τας εθνικάς ανάγκας» …
[5] Την εποχή εκείνη η Σαμοθράκη είχε περίπου 4.000 Έλληνες κατοίκους, και μόνο δύο Τουρκικές οικογένειες.
[6] Τα Θηρία αγοράστηκαν έτοιμα για επιχειρήσεις στην τιμή των 148.000 λιρών έκαστο, από τα Ναυπηγεία Camell Laird του Liverpool, όταν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι φαίνονταν σχεδόν σίγουροι. Τα πλοία είχαν αρχικά παραγγελθεί από το ναυτικό της Αργεντινής, και ονομάζονταν (με την σειρά που είναι παραπάνω στο κείμενο) Tucuman, Santiago, San Luis και Santa Fe. Τα τέσσερα πλοία ήλθαν ως τη Σικελία με ξένα πληρώματα, προκειμένου να συναντήσουν εκεί το μεταγωγικό πλοίο «Ιωνία» που μετέφερε τα Ελληνικά πληρώματά τους. Μάλιστα ο «Αετός», όταν εισήλθε στη Μεσόγειο έμεινε ακυβέρνητος λόγω σοβαρής μηχανικής βλάβης και ρυμουλκήθηκε από άλλο αντιτορπιλικό στο Αλγέρι. Τα θηρία είχαν εκτόπισμα 880/1.033 τόνων, μήκος 89,4 μέτρα, πλάτος 8,3 και βύθισμα 3 μέτρα. Για την πρόωσή τους είχαν 4 ανθρακολέβητες και 1 πετρελαιολέβητα και ήταν πολύ χαρακτηριστικά με τις 5 καπνοδόχους τους. Είχαν ταχύτητα 31 κόμβων και οπλισμό 4 πυροβόλα Bethlehem των 10.2 εκ., 1 πυροβόλο των 75 χιλ. και 6 Τορπιλοσωλήνες των 21 ιντσών, καθώς και 3 ηλεκτρικούς προβολείς. Επειδή αγοράστηκαν μόνο τα βασικά πυρομαχικά (3.000 βλήματα), χωρίς τορπίλες, αρχικά ονομάστηκαν Ανιχνευτικά αντί για Αντιτορπιλικά.
[7] Η Τένεδος, σε αντίθεση με την Ίμβρο, είχε μικτό πληθυσμό: 3.752 Έλληνες, 1403 Τούρκους, 10 Αρμένιους, 7 Εβραίους. Στο νησί λειτουργούσε οκτατάξιο δημοτικό σχολείο αρρένων, με 5 δασκάλους και 250 μαθητές και εξατάξιο θηλέων, με 3 δασκάλες και 200 μαθήτριες.
[8] Από τον Οκτώβριο1912 μέχρι και τις αρχές του Α' ΠΠ, το 1914, οπότε η Ίμβρος και η Τένεδος πέρασαν «υπό προσωρινή ελληνική κατοχή και διοίκηση», οι νησιώτες, που γνώριζαν τις διώξεις των «Νεοτούρκων» σε βάρος των χριστιανών κατοίκων των ΒΔ μικρασιατικών παραλίων, ζούσαν στην αγωνία. Τα διπλωματικά παιχνίδια των μεγάλων δυνάμεων που επεδίωκαν να μη δυσαρεστήσουν την Τουρκία, αλλά και να μην «ευνοήσουν» την Ελλάδα έναντι της Βουλγαρίας, δημιουργούσαν άσχημη εντύπωση στους νησιώτες, που με συνεχή ψηφίσματα ζητούσαν την προσάρτηση στην Ελλάδα. Η ένταξη της Τουρκίας και της Βουλγαρίας στο πλευρό της Γερμανίας άφησαν τη λύση του θέματος για το τέλος του πολέμου. Το 1915, στην Ίμβρο και την Τένεδο αποβιβάστηκαν Αγγλογάλλοι, με αφορμή τις επιχειρήσεις των Δαρδανελίων και της Καλλίπολης. Οι ξένοι στρατιώτες φέρθηκαν ως κατακτητές, αγνοώντας τις Ελληνικές Αρχές και απειλώντας με απέλαση όποιον αντιδρούσε. Με τη Συνθήκη των Σεβρών (10-8-1920), τα νησιά πέρασαν στην Ελληνική κυριαρχία, με τον όρο να μη χρησιμοποιηθούν ως ναυτικές Βάσεις κατά της Τουρκίας. Η Τουρκία απέρριψε τη συνθήκη ειρήνης. Πιο πριν (Μάιος 1919), έγινε η αποβίβαση Ελληνικών στρατευμάτων στην Ιωνία, με τη συμμαχική συγκατάθεση. Ίμβριοι και Τενέδιοι συμμετείχαν στην εκστρατεία, με τη Μεραρχία Αρχιπελάγους. Η καταστροφή του 1922, σήμανε την αντίστροφη μέτρηση για τα νησιά. Στη Διάσκεψη της Λωζάννης η Ελλάδα πήγε ηττημένη στρατιωτικά και απομονωμένη διπλωματικά. Η Βρετανία, έχοντας πετύχει το άνοιγμα των Στενών στη διεθνή ναυσιπλοΐα και ασκώντας πίεση για ανταλλάγματα στα πετρέλαια της Μοσούλης, δεν ήθελε να δυσαρεστήσει την Τουρκία σε ένα δευτερεύον θέμα, όπως αυτό της Ίμβρου και της Τενέδου. Έτσι, με την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης (24-7-1923), τα δυο νησιά δόθηκαν στην Τουρκία. Ας σημειωθεί ότι πολλοί διεθνολόγοι υποστηρίζουν ότι η Ελλάδα, κακώς δέχτηκε την παράδοση της Διοίκησης στον Καδρή μπέη (και όχι στους αντιπροσώπους του αυτόχθονα μη μουσουλμανικού πληθυσμού), καθώς και της Δικαιοσύνης, της Αστυνομίας, των Τελωνείων και των λιμενικών εγκαταστάσεων στους Τούρκους, κατά παράβαση του άρθρου 14 της Συνθήκης. Και ότι στη συνέχεια, η ενδοτικότητα της Ελλάδας επέτρεψε την πλήρη καταπάτηση των άρθρων 14 και 37-44, τα οποία δεν μπορούσε να καταργήσει μονομερώς η Τουρκία.
(Απόσπασμα από το βιβλίο του Φώτη Μ. Σαραντόπουλου «Εμπρός δια της λόγχης – Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος – Μέρος Α’»)