Κείμενα για την 28η Οκτωβρίου

Αποστόλης Ζυμβραγάκης
0


1. Απ' το «Άξιον Εστί» του Οδυσσέα Ελύτη

Πορεία προς το μέτωπο
(28η Οκτωβρίου 1940)

Ξημερώνοντας τ' Αγιαννιού, με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες. Έπρεπε, λέει, να πιάσουμε τις γραμμές που κρατούσανε ως τότε οι Αρτινοί, από Χειμάρρα ως Τεπελένι. Λόγω που εκείνοι πολεμούσανε απ' την πρώτη μέρα, συνέχεια, κι είχαν μείνει σχεδόν
οι μισοί και δεν αντέχανε άλλο.

Δώδεκα μέρες κιόλας είχαμε μεις πιο πίσω, στα χωριά. Κι απάνω που συνήθιζε τ' αυτί μας πάλι στα γλυκά τριξίματα της γης, και δειλά συλλαβίζαμε το γάβγισμα του σκύλου ή τον αχό της μακρινής καμπάνας, να που ήταν ανάγκη, λέει, να γυρίσουμε στο
μόνο αχολόι που ξέραμε: στο αργό και στο βαρύ των κανονιών, στο ξερό και
στο γρήγορο των πολυβόλων.

Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ' τον άλλο, ίδια τυφλοί.
Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας.
Και τις λίγες φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι, φέγγοντας μ' ένα μικρό δαδί, μία - μία εμοιραζόμασταν
τη σταφίδα.

Ή φορές πάλι, αν ήταν βολετό, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό, κι ήταν αυτό πιο κι απ' την κούραση ανυπόφερτο. Τέλος, κάποτε ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι κινούσανε, και πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού ξημερώσει και μας βάλουνε στόχο τ' αερόπλανα.
Επειδή ο Θεός δεν κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως το ΄χε συνήθειο του,
στην ίδια πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως.

Τότες, χωμένοι μες στις ρεματιές, γέρναμε το κεφάλι, από το μέρος το βαρύ, όπου δεν βγαίνουνε όνειρα. Και τα πουλιά μας θύμωναν, που δεν δίναμε τάχα σημασία στα λόγια τους - ίσως και που ασκημίζαμε χωρίς αιτία την πλάση. Άλλης λογής εμείς χωριάτες,
μ' άλλω λογιώ ξινάρια και σιδερικά στα χέρια μας, που ξορκισμένα να ΄ναι.


Δώδεκα μέρες κιόλας, είχαμε μεις πιο πίσω στα χωριά κοιτάξει σε κατρέφτη, ώρες πολλές, το γύρο του προσώπου μας. Κι απάνω που συνήθιζε ξανά το μάτι μας
τα γνώριμα παλιά σημάδια, και δειλά συλλαβίζαμε το χείλο το γυμνό ή το χορτάτο από
τον ύπνο μάγουλο, να που τη δεύτερη τη νύχτα σάμπως πάλι αλλάζαμε, την τρίτη ακόμη πιο πολύ, την ύστερη, την τέταρτη, πια φανερό, δεν ήμασταν οι ίδιοι.
Μόνε σα να πηγαίναμε μπουλούκι ανάκατο, θαρρούσες, απ' όλες τις γενιές και τις χρονιές, άλλοι των τωρινών καιρών κι άλλοι πολλά παλιών, που ΄χαν λευκάνει
απ' τα περίσσια γένια. Καπεταναίοι αγέλαστοι με το κεφαλοπάνι, και παπάδες θερία, λοχίες του 97 ή του 12, μπαλτζήδες βλοσυροί πάνου απ' τον ώμο σειώντας το πελέκι, απελάτες και σκουταροφόροι με το αίμα επάνω τους ακόμη Βουλγάρων και Τούρκων.

Όλοι μαζί, δίχως μιλιά, χρόνους αμέτρητους αγκομαχώντας πλάι - πλάι, διαβαίναμε
τις ράχες, τα φαράγγια, δίχως να λογαριάζουμε άλλο τίποτε. Γιατί καθώς όταν βαρούν απανωτές αναποδιές τους ίδιους τους ανθρώπους πάντα, συνηθάν εκείνοι στο Κακό, τέλος του αλλάζουν όνομα, το λεν Γραμμένο ή Μοίρα - έτσι κι εμείς επροχωρούσαμε
ίσια πάνου σ' αυτό που λέγαμε Κατάρα, όπως θα λέγαμε Αντάρα ή Σύγνεφο.
Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι απ' τη λάσπη όπου φορές εκαταβούλιαζε ίσαμε
το γόνατο.
Επειδή το πιο συχνά, ψιχάλιζε στους δρόμους έξω καθώς μες στην ψυχή μας.

Κι ότι ήμασταν σιμά πολύ στα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες, μήτε αρρώστους και γερούς, μήτε φτωχούς και πλούσιους, το καταλαβαίναμε. Γιατί κι ο βρόντος πέρα, κάτι σαν καταιγίδα πίσω απ' τα βουνά, δυνάμωνε ολοένα, τόσο που
καθαρά στο τέλος να διαβάζουμε το αργό και το βαρύ των κανονιών, το ξερό και
το γρήγορο των πολυβόλων.

Ύστερα και γιατί, ολοένα πιο συχνά, τύχαινε τώρα ν' απαντούμε, απ' τ' άλλο μέρος να ΄ρχονται, οι αργές οι συνοδείες με τους λαβωμένους. Όπου απιθώνανε χάμου τα φορεία οι νοσοκόμοι, με τον κόκκινο σταυρό στο περιβραχιόνιο, φτύνοντας μέσα στις παλάμες, και το μάτι τους άγριο για τσιγάρο. Κι όπου κατόπι σαν ακούγανε για που τραβούσαμε, κουνούσαν το κεφάλι, αρχινώντας ιστορίες για σημεία και τέρατα.
Όμως εμείς το μόνο που προσέχαμε ήταν εκείνες οι φωνές μέσα στα σκοτεινά,
που ανέβαιναν, καυτές ακόμη από την πίσσα του βυθού ή το θειάφι.
«Όι, όι, μάνα μου», «όι, όι, μάνα μου», και κάποτε, πιο σπάνια, ένα πνιχτό μουσούνισμα, ίδιο ροχαλητό, που ΄λεγαν, όσοι ξέρανε, είναι αυτός ο ρόγχος του θανάτου.
Ήταν φορές που εσέρνανε μαζί τους κι αιχμαλώτους, μόλις πιασμένους λίγες ώρες πριν, στα ξαφνικά γιουρούσια που κάναν τα περίπολα. Βρωμούσανε κρασί τα χνώτα τους,
κι οι τσέπες τους γιομάτες κονσέρβα ή σοκολάτες. Όμως εμείς δεν είχαμε, ότι κομμένα τα γιοφύρια πίσω μας, και τα λίγα μουλάρια μας κι εκείνα ανήμπορα μέσα στο χιόνι και
στη γλιστράδα της λασπουριάς.
Τέλος, κάποια φορά, φανήκανε μακριά οι καπνοί που ανέβαιναν μεριές-μεριές, κι οι πρώτες στον ορίζοντα κόκκινες, λαμπερές φωτοβολίδες.

Απ' το «Άξιον Εστί» του Οδυσσέα Ελύτη


2. Η Ιταλική Εισβολή στην Ελλάδα
28 Οκτωβρίου 1940

Το 1940 ο κόσμος ζούσε την τραγωδία ενός μεγάλου πολέμου. Η Γερμανία, με ηγέτη το Χίτλερ, μαζί με τη σύμμαχό της Ιταλία, με ηγέτη τον  Μπενίτο Μουσολίνι, κατάφερε να κατακτήσει τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης. Ο Ιταλός δικτάτορας αποφάσισε να κατακτήσει τη μικρή και όπως φαινόταν αδύνατη να αντισταθεί Ελλάδα. Έτσι άρχισε τις προκλήσεις. Στις 15 Αυγούστου 1940 ένα ιταλικό υποβρύχιο βύθισε το ελληνικό πολεμικό πλοίο “Έλλη”.

Τα χαράματα της 28ης Οκτωβρίου 1940 ο Ιταλός πρεσβευτής στην Αθήνα ξυπνά τον πρωθυπουργό της Ελλάδας Ιωάννη Μεταξά. Η ιταλική κυβέρνηση απαιτεί να παραχωρηθούν στο στρατό της λιμάνια, δρόμοι, σιδηρόδρομοι και χώροι για στρατόπεδα. Απαιτεί με λίγα λόγια την παράδοση της Ελλάδας. Η απάντηση δε θα μπορούσε να ήταν διαφορετική: ΟΧΙ.

Το πρωί οι Ιταλοί άρχισαν να βομβαρδίζουν τα ελληνικά φυλάκια που βρίσκονταν στις κορυφές της οροσειράς της Πίνδου. Μετά το βομβαρδισμό οι Ιταλοί στρατιώτες άρχισαν να περνούν τα σύνορα. Η εισβολή άρχισε. Στην Αθήνα και στις άλλες πόλεις ο κόσμος ξυπνούσε με τον ήχο των σειρήνων. Κηρύχτηκε επιστράτευση. Τα πανηγύρια στους δρόμους θύμιζαν μάλλον στιγμές ευτυχίας και όχι πολέμου. Όλος ο κόσμος έτρεχε να καταταγεί και να πολεμήσει.

 Μέχρι τις αρχές Νοεμβρίου οι Ιταλοί έκαναν συνεχώς επιθέσεις. Όμως δεν τα κατάφεραν να σπάσουν τις ελληνικές γραμμές. Ο ελληνικός στρατός ξεκίνησε αντεπίθεση που τον έφερε ελευθερωτή στις πόλεις της Αλβανίας όπου ζούσαν Έλληνες: Στην Κορυτσά, στους Αγίους Σαράντα, στην Πρεμετή, στο Αργυρόκαστρο. Ο μικρός στρατός που ο Μουσολίνι λογάριαζε για εύκολο αντίπαλο όχι μόνο άντεξε αλλά κυνηγούσε τους Ιταλούς μέσα στην Αλβανία.

Ο βαρύς χειμώνας, η παγωνιά και το χιόνι που σκέπαζε τα βουνά της Πίνδου, ταλαιπωρούσε αφάνταστα τους στρατιώτες των δύο αντιπάλων. Τα κρυοπαγήματα και οι θάνατοι από το κρύο ήταν πολύ συχνά. Παρ’ όλες τις κακουχίες, οι Έλληνες στρατιώτες πολέμησαν ηρωϊκά και κατάφεραν το θαύμα.

Την άνοιξη του 1941 οι Ιταλοί προσπάθησαν πάλι να επιτεθούν. Το αποτέλεσμα ήταν πάλι το ίδιο: Αποτυχία. Τη λύση έδωσαν οι σύμμαχοι της Ιταλίας, Γερμανοί. Στις 6 Απριλίου 1941 επιτέθηκαν στα βόρεια σύνορα της Ελλάδας. Η αποτελεσματικότερη πολεμική μηχανή της εποχής έπεσε πάνω στον εξαντλημένο από τον πόλεμο ελληνικό στρατό.

Μέχρι το τέλος Απριλίου οι Γερμανοί μπήκαν στην Αθήνα. Άρχιζε τώρα για την Ελλάδα η μαύρη περίοδος της κατοχής. Οι Έλληνες σε όλη τη διάρκεια της σκλαβιάς, δε σταμάτησαν να αγωνίζονται. Οργανώθηκε γρήγορα ένοπλη αντίσταση. Ο λαός υπέφερε από την πείνα και χιλιάδες πέθαναν αβοήθητοι στους δρόμους. Τα συσσίτια που οργανώθηκαν από τον Ερυθρό Σταυρό έκαναν κάπως πιο υποφερτή την κατάσταση. Η ευλογημένη ώρα της απελευθέρωσης έφτασε στις 12 Οκτωβρίου του 1944.

Ο επικός αγώνας των Ελλήνων στα βουνά της Πίνδου παραμένει στην ιστορία ως σημείο αναφοράς και τιμής. Είναι χαρακτηριστικό το δημοσίευμα μιας αγγλικής εφημερίδας στις 4.4.1941:

“Από τώρα και στο εξής δε θα λέμε ότι οι Έλληνες πολεμούν σαν ήρωες αλλά ότι οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες.”




3. Ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος
-----------------------------------------------------------

Το 1936 ο δικτάτορας της Γερμανίας Χίτλερ και της Ιταλίας Μουσολίνι συμμάχησαν με σκοπό να καταχτήσουν τις χώρες της Ευρώπης. Γι’ αυτό κατασκεύαζαν συνέχεια όπλα και εκπαίδευαν τους στρατιώτες τους. Τότε η Αγγλία, η Γαλλία και η Ρωσία συμμάχησαν εναντίον τους.

Τον Σεπτέμβρη του 1939, η Γερμανία εισβάλλει στην Πολωνία. Δυο μέρες αργότερα η Αγγλία και η Γαλλία κηρύττουν τον πόλεμο εναντίον της Γερμανίας. Ο γερμανικός στρατός κατάφερε πολύ εύκολα να υποτάξει τις πιο πολλές χώρες της Ευρώπης, ακόμη και τη Γαλλία. Η Αγγλία αντιστάθηκε με την ισχυρή της αεροπορία και με τον στόλο της.

Στις 28 Οκτωβρίου 1940 η Ιταλία επιτέθηκε εναντίον της Ελλάδας. Ο ελληνικός στρατός νίκησε τον ιταλικό πάνω στα βουνά της Βορείου Ηπείρου και τον έριξε στη θάλασσα. Λίγους μήνες αργότερα επιτέθηκε εναντίον της Ελλάδας και η Γερμανία. Έπειτα η Γερμανία επιτέθηκε εναντίον της Ρωσίας , αλλά νικήθηκε.

Ο στρατός της Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας με τη βοήθεια της Αμερικής κατάφερε να ελευθερώσει τις πιο πολλές χώρες της Ευρώπης και να φτάσει μέχρι τη Γερμανία. Η Γερμανία παραδόθηκε και ο Χίτλερ αυτοκτόνησε. Η Ιαπωνία που ήταν σύμμαχος της Γερμανίας και της Ιταλίας συνέχιζε τον πόλεμο. Τότε οι Αμερικανοί βομβάρδισαν τις πόλεις της Χιροσίμα και Ναγκασάκι με ένα νέο φοβερό όπλο την ατομική βόμβα. Η Ιαπωνία παραδόθηκε αμέσως.

Ο β΄ παγκόσμιος πόλεμος ήταν ο πιο καταστρεπτικός πόλεμος που γνώρισε ο κόσμος. Σκοτώθηκαν εκατομμύρια στρατιώτες, αλλά και άμαχοι. Οι πόλεις γίνονταν ερείπια μπροστά στο πέρασμα του στρατού.

Μετά τον πόλεμο αυτό οι άνθρωποι κατάλαβαν την αξία της ειρήνης. Γι’ αυτό συνεργάστηκαν και ίδρυσαν τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών ( Ο.Η.Ε.) που έχει σκοπό να εμποδίζει τον πόλεμο μεταξύ των χωρών και να λύνει τα προβλήματά τους με ειρηνικό τρόπο.
 
Η Ελλάδα στον πόλεμο
-------------------------------------------
Από τον μεγάλο αυτό πόλεμο δεν έμεινε έξω η Ελλάδα. Στις 28 Οκτωβρίου 1940 ο Ιταλός πρεσβευτής Γκράτσι έστειλε στον τότε πρωθυπουργό της Ελλάδας Ιωάννη Μεταξά τελεσίγραφο και απαιτούσε την παράδοση της Ελλάδας στην Ιταλία. Ο ελληνικός λαός δε φοβήθηκε τις απειλές. Η απάντηση στο τελεσίγραφο ήταν το θρυλικό «ΟΧΙ». Ο ελληνικός στρατός νίκησε τον ιταλικό στα βουνά της Πίνδου και τον καταδίωξε ίσαμε τη Βόρεια Ήπειρο. Όλο τον χειμώνα ο ελληνικός στρατός πολεμούσε στο κρύο και στα χιόνια. Τους στρατιώτες τους βοηθούσαν και οι γυναίκες. Ανέβαιναν στα χιονισμένα βουνά κουβαλώντας πολεμοφόδια στους ώμους, καθάριζαν τους δρόμους απ’ τα χιόνια για να περνά ο στρατός, έπλεκαν κάλτσες και τρικά για τους στρατιώτες.

Ο Χίτλερ βλέποντας ότι η Ιταλία δεν μπορούσε να κατακτήσει την Ελλάδα έστειλε τον στρατό του. Η Γερμανία υπέταξε την Ελλάδα. Κατέβασαν την ελληνική σημαία και ύψωσαν την γερμανική. Ο λαός της Ελλάδας υπέφερε για τέσσερα χρόνια από την πείνα και την εξαθλίωση. Όμως δεν έσκυψε το κεφάλι. Δημιούργησε την «Εθνική Αντίσταση» και άρχισε τον ανταρτοπόλεμο εναντίον των κατακτητών. Οι Γερμανοί έγιναν πιο σκληροί. Βασάνιζαν, φυλάκιζαν, εκτελούσαν τους Έλληνες, έκαιγαν πόλεις και χωριά. Όμως η Εθνική Αντίσταση τους προκάλεσε πολλές ζημιές. Ανατίνασσε τα στρατιωτικά αυτοκίνητα των Γερμανών και τις γέφυρες απ’ όπου περνούσαν. Αυτή η αντίσταση του ελληνικού λαού οδήγησε στην απελευθέρωση της Ελλάδας.

Τη μέρα που έφυγαν οι Γερμανοί από την Ελλάδα, ο ελληνικός λαός βγήκε στους δρόμους και πανηγύριζε κρατώντας ελληνικές σημαίες ψάλλοντας τον Εθνικό Ύμνο και το «Χριστός Ανέστη». Πραγματικά ήταν μέρα ανάστασης για την Ελλάδα.   
  





4. Το ΟΧΙ της 28ης Οκτωβρίου και το έπος του ‘40

Εξαιρετική είναι η συγκίνηση που αισθάνονται όλοι οι Έλληνες, όταν καλούν στην μνήμη τους αναμνήσεις από τα ένδοξα γεγονότα του 1940. Πράγματι τα μεγάλα και φωτεινά αυτά γεγονότα, επισφράγισαν με ανεξίτηλη δόξα την ιστορική πορεία του έθνους μας.

Το ελληνικό Έθνος αισθάνεται ιδιαίτερη υπερηφάνεια, για το μεγάλο ΟΧΙ της 28ης Οκτωβρίου του 1940, το οποίο αντέταξε ο Ελληνικός λαός κατά τον βαθύ όρθρο της ιστορικής εκείνης ημέρας.

Ήταν η αρχή μιας εκστρατείας που ονομάστηκε «Έπος» που κάλυψε ένα ένδοξο μέρος της μακραίωνης ελληνικής ιστορίας μας.

Η γενιά του '40 απέδειξε για μια ακόμη φορά, ότι το ιερό πάθος για την ελευθερία της Πατρίδας είναι υπέρτατο καθήκον όλων των Ελλήνων, που επανειλημμένα το έχουν αποδείξει κατά τη διάρκεια της μακραίωνης ύπαρξής τους και δεν θα σταματήσουν να το αποδεικνύουν, όσο υπάρχουν, σε αυτή την όμορφη χώρα.

Πως όμως φτάσαμε στην ιστορική ημερομηνία της 28ης Οκτωβρίου 1940; Η απάντηση βρίσκεται στη μελέτη των αιτίων που οδήγησαν ολόκληρη την ανθρωπότητα στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.


Η εποχή που μεσολαβεί ανάμεσα στους δυο Παγκοσμίους Πολέμους (1918-1939) αποτελεί για την Ευρώπη και για την Ελλάδα μια περίοδο συνεχών ανακατατάξεων. Η Αγγλία, η Γαλλία, η Ρωσία, η Ιταλία σύμμαχος των οποίων ήταν και η Ελλάδα αναδείχθηκαν νικητές στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ η Γερμανία και η Αυστροουγγαρία αποτελούσαν τους ηττημένους.

Οι συνθήκες ειρήνης που υπογράφηκαν ήταν εξοντωτικές για τους νικημένους. Δυσβάσταχτες πολεμικές αποζημιώσεις, διανομή των αποικιών των ηττημένων μεταξύ των νικητών και αφαίρεση εδαφών ήταν μερικές μόνο από τις ρυθμίσεις που επιβλήθηκαν το 1919.

Με τέτοιες μεθόδους οι νικητές κατέστρεφαν ουσιαστικά τη δυνατότητα οικονομικής ανόρθωσης όλης της Ευρώπης και δημιουργούσαν τις προϋποθέσεις για νέο πόλεμο. Οι προσδοκίες για ένα κόσμο ειρηνικό αποδεικνύονταν στην πράξη ανίσχυρες μπροστά στη βουλιμία των εθνικισμών και των οικονομικών υπολογισμών. Η Κοινωνία των Εθνών δημιούργημα των συνθηκών ειρήνης έγινε καταφύγιο των αδυνάτων και πεδίο ανταγωνισμού των ισχυρών.

Η Γερμανία και η Ιταλία ήταν δυο χώρες στις οποίες το παλαιό πολιτικό σύστημα δεν μπόρεσε να επιβιώσει. Η Ιταλία μαστίζονταν από υπερπληθυσμό, από έλλειψη επενδύσεων στην οικονομία, ενώ η διαφθορά απλωνόταν σε όλα τα επίπεδα της πολιτικής ζωής. Η Γερμανία καταδικασμένη να πληρώνει κάθε χρόνο πολεμικές αποζημιώσεις στους νικητές, μεγαλύτερες από το εθνικό ακαθάριστο προϊόν, μαστιζόταν μέχρι το 1933 από ανεργία, αποβιομηχάνιση, ενώ ο εκτός ελέγχου πληθωρισμός έκανε απαγορευτική ακόμη και τη σκέψη για επενδύσεις.
Το αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν να γεννηθούν και να αποκτήσουν απήχηση στα κράτη αυτά ακραία κινήματα που δεν αναγνώριζαν τις αρχές του δημοκρατικού πολιτεύματος. Στην Ιταλία ο Μουσολίνι δημιούργησε το φασιστικό κόμμα και στη Γερμανία ο Χίτλερ το Εθνικοσοσιαλιστικό / ναζιστικό κόμμα. Η ρητορεία των δυο ανδρών στρεφόταν κατά των κεφαλαιούχων και κατά των ξένων. Ταυτόχρονα υπόσχονται στις εξαθλιωμένες μάζες ότι η άνοδός τους στην εξουσία θα σημάνει τη λήξη των προβλημάτων τους, αφού το κράτος θα υπερασπίζεται τα συμφέροντά και τα δικαιώματά τους στις διαμάχες με τους κεφαλαιούχους.

Οι φασίστες του Μουσολίνι στην Ιταλία θα καταλάβουν πραξικοπηματικά την εξουσία το 1923, ενώ στη Γερμανία ο Χίτλερ θα νικήσει στις εκλογές του 1933 βασιζόμενος στις ψήφους των ανέργων και των εξαθλιωμένων εργατών και αγροτών. Και στα δυο κράτη η κοινωνική πρόνοια τέθηκε στο περιθώριο. Οι δυο άνδρες αρχίζουν να εξοπλίζουν τους στρατούς τους με νέα οπλικά συστήματα, ενώ εκπονούν σχέδια για την ανάδειξη της Γερμανίας και της Ιταλίας σε υπερδυνάμεις σε βάρος των υπολοίπων.

Από το 1935 πυκνώνουν τα σύννεφα στα Βαλκάνια. Η Ιταλία αυξάνει την επιθετικότητά της. Ο Μουσολίνι ονειρεύεται την εξάπλωση της ιταλικής κυριαρχίας σε όλη τη Μεσόγειο. Ονειρεύεται το Mare nostrum, τη Μεσόγειο ως μια ιταλική λίμνη. Επιτίθεται καταλαμβάνει διαδοχικά την Αβησσυνία, τη Λιβύη και την Αλβανία.

Τα βαλκανικά κράτη ανησυχούν και η Αγγλία, ευαίσθητη σε αυτή την περιοχή της Ευρώπης βγαίνει από την επιφυλακτικότητά της. Η Αγγλία και η Γαλλία προσφέρουν την εγγύησή τους στη Ρουμανία και στην Ελλάδα εναντίον ενδεχόμενης ιταλικής επίθεσης. Η Βουλγαρία προτιμά να συνταχθεί με τη Γερμανία και την Ιταλία που έχουν συστήσει τις δυνάμεις του Άξονα.


Την 1η Σεπτεμβρίου του 1939 και αφού ο Χίτλερ έχει προσαρτήσει την Αυστρία και την Τσεχοσλοβακία, ο γερμανικός στρατός εισβάλλει στην Πολωνία. Η Αγγλία και η Γαλλία κηρύσσουν τον πόλεμο στη Γερμανία. Η Σοβιετική Ένωση, που έχει υπογράψει τον Αύγουστο του 1939 το Σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότοφ (με το οποίο τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να μην εμπλακούν σε πόλεμο μεταξύ τους και συμφωνούν στην προσάρτηση των κρατών της Ανατολικής Ευρώπης) εισβάλλει και αυτή αρχικά στην Πολωνία και αργότερα στη Λετονία, Λιθουανία, Εσθονία και Φιλανδία.

Ακολούθως ο γερμανικός στρατός καταλαμβάνει τη Δανία, τη Νορβηγία, το Βέλγιο, την Ολλανδία, εισβάλλει στη Γαλλία, ενώ ο Χίτλερ σκέπτεται να πραγματοποιήσει απόβαση στη Μεγάλη Βρετανία. Όμως η αγγλική αντίσταση καθ' όλη τη διάρκεια του θέρους του 1940, αναγκάζει τον Χίτλερ να εγκαταλείψει προσωρινά τα σχέδια για απόβαση και να στρέψει το ενδιαφέρον του στα Βαλκάνια.

Ο πόλεμος στην Ελλάδα

Τα βαλκανικά κράτη φοβούμενα μη βρεθούν στο δρόμο της θύελλας, άλλα κηρύσσουν ουδετερότητα και άλλα κάνουν επίδειξη καλής διαγωγής, η Ελλάδα όμως διαπιστώνει ότι όλο μεγαλώνει η δραματική της απομόνωση, άρα και το βάρος της ευθύνης της, απέναντι στις παραδόσεις της και την ιστορία της. 

Στο επακολουθήσαν χρονικό διάστημα, εντάθηκαν οι προσπάθειες αποκοιμίσεως της Ελλάδας και από τους δύο εταίρους του Άξονα. Η Ιταλία συνέχιζε να προετοιμάζεται για την παραβίαση της ελληνικής ανεξαρτησίας, όμως η αιφνιδιαστική έναρξη του πολέμου από τον Χίτλερ και οι κεραυνοβόλες επιτυχίες του στα πεδία των μαχών την έκαναν να χάσει τη ψυχραιμία της και να επιχειρήσει και αυτή κάτι εντυπωσιακό, ώστε να προλάβει να επωφεληθεί, αισθανόμενη το τέλος του πολέμου. 

Ακολούθησε μια προσπάθεια από τον Μουσολίνι εξερεθισμού της Ελλάδας και αναζήτησης αφορμών, ρυθμισμένη με μαθηματική ακρίβεια ώστε να ακολουθεί την ανιούσα και δεν έλειπαν και οι προκλήσεις:

  • Βομβαρδισμός ελληνικών πολεμικών πλοίων, συμπεριλαμβανομένου του αντιτορπιλικού Ύδρα. 

  • Συνεχής παραβίαση του ελληνικού εναέριου χώρου. 

  • Ο ιταλικός τύπος δημοσιεύει με εντυπωσιακούς τίτλους, ότι "ο μέγας Αλβανός πατριώτης Νταούτ Χότζα δολοφονήθηκε στην ελληνοαλβανική μεθόριο από Έλληνες πράκτορες". (Ο Νταούτ Χότζα ήταν ληστής επικηρυγμένος προ εικοσαετίας, σκοτώθηκε σε καυγά από δύο Αλβανούς, τους οποίους μάλιστα προ διμήνου είχαν συλλάβει οι ελληνικές Αρχές). 

  • Ο γνωστός δημοσιογράφος Γκάιντα, φερέφωνο του φασιστικού κόμματος, την 14 Αυγούστου, με άρθρο του στον κατευθυνόμενο ιταλικό τύπο έδινε το γενικό σύνθημα: Γενική επίθεση κατά της Ελλάδος. Η Ιταλία πλέον είχε αποβάλει το προσωπείο. 

Την επομένη, 15 Αυγούστου, ακολούθησε ο άνανδρος τορπιλισμός του καταδρομικού ΕΛΛΗ στο λιμάνι της Τήνου.

Ποίημα για την «ΕΛΛΗ»

Αυτή η τελευταία πρόκληση, ιερόσυλη πράξη, εγκαινίασε συμβολικά την επίθεση εναντίον της Ελλάδος και χρωμάτισε με ιερότητα τον αγώνα που ακολούθησε. 
Από της 22 Οκτωβρίου, στο Υπουργείο Εξωτερικών της Ρώμης, ο Τσιάνο, αρχίζει να συντάσσει το περιλάλητο τελεσίγραφο, που προορίζετο για την ελληνική Κυβέρνηση, το οποίο δεν άφηνε περιθώρια για διέξοδο, παρά μόνο "ή αποδοχή της κατοχής ή εκτέλεση επίθεσης". 

Το ελληνικό Γενικό Επιτελείο δεν μπορούσε να ολοκληρώσει την άμυνα της χώρας, όπως ακριβώς θα επιθυμούσε, κυρίως για δύο λόγους: 

Κάθε σημαντική κινητοποίηση, θα σήμαινε πρόκληση στον Μουσολίνι. 
Η πρωτοβουλία ενάρξεως των επιχειρήσεων ανήκε στην Ιταλία, που όμως ήταν άγνωστο πότε θα εκδηλωθεί και μια επιστράτευση, με πιθανή μακροχρόνια αναμονή, θα έφθειρε το ηθικό των στρατευμένων αλλά και την οικονομία της χώρας. 

Το Ιταλικό τελεσίγραφο

Στις 3 τα μεσάνυχτα της 28ης Οκτωβρίου ο πρεσβευτής της Ιταλίας στην Ελλάδα κόμης Γκράτσι επιδίδει στον πρωθυπουργό της Ελλάδας Ιωάννη Μεταξά το παρακάτω τελεσίγραφο:

(απόσπασμα)
... Η ουδετερότης της Ελλάδος απέβη ολονέν και περισσότερον απλώς και καθαρώς φαινομενική. Η ευθύνη δια την κατάστασιν ταύτην πίπτει πρωτίστως επί της Αγγλίας και επί της προθέσεώς της όπως περιπλέκη πάντοτε άλλας χώρας εις τον πόλεμον. Η Ιταλική Κυβέρνησις θεωρεί έκδηλον ότι η πολιτική της Ελληνικής Κυβερνήσεως έτεινε και τείνει να μεταβάλη το ελληνικόν έδαφος, ή τουλάχιστον να επιτρέψη όπως το ελληνικόν έδαφος μεταβληθή εις βάσιν πολεμικής δράσεως εναντίον της Ιταλίας. Τούτο δεν θα ηδύνατο να οδηγήση ή εις μίαν ένοπλον ρήξιν μεταξύ της Ιταλίας και της Ελλάδος, ρήξιν την οποίαν η Ιταλική Κυβέρνησις έχει πάσαν πρόθεσιν να αποφύγη.

Όθεν, η Ιταλική Κυβέρνησις κατέληξεν εις την απόφασιν να ζητήση από την Ελληνικήν Κυβέρνησιν -ως εγγύησιν δια την ουδετερότητα της Ελλάδος και ως εγγύησιν δια την ασφάλειαν της Ιταλίας- το δικαίωμα να καταλάβη δια των ενόπλων αυτής δυνάμεων, δια την διάρκειαν της σημερινής προς την Αγγλίαν ρήξεως, ωρισμένα στρατηγικά σημεία του ελληνικού εδάφους. Η Ιταλική Κυβέρνησις ζητεί από την Ελληνικήν Κυβέρνησιν όπως μη εναντιωθή εις την κατάληψιν ταύτην και όπως μη παρεμποδίση την ελευθέραν διέλευσιν των στρατευμάτων των προοριζομένων να την πραγματοποιήσωσι. Τα στρατεύματα ταύτα δεν παρουσιάζονται ως εχθροί του ελληνικού λαού και η Ιταλική Κυβέρνησις δεν προτίθεται ποσώς, δια της προσωρινής κατοχής στρατηγικών τινών σημείων, επιβαλλομένης υπό της ανάγκης των περιστάσεων και εχούσης καθαρώς αμυντικόν χαρακτήρα, να θίξη οπωσδήποτε την κυριαρχίαν και την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος.
Η Ιταλική Κυβέρνησις ζητεί από την Ελληνικήν Κυβέρνησιν όπως δώση αυθωρεί εις τας στρατιωτικάς αρχάς τας αναγκαίας διαταγάς ίνα η κατοχή αυτή δυνηθή να πραγματοποιηθή κατά ειρηνικόν τρόπον. Εάν τα ιταλικά στρατεύματα ήθελον συναντήση αντίστασιν, η αντίστασις αυτή θα καμφθή δια των όπλων και η Ελληνική Κυβέρνησις θα έφερε τας ευθύνας, αι οποίαι ήθελον προκύψη εκ τούτου.


Το ιταλικό τελεσίγραφο με το οποίο ο Μουσολίνι ζητούσε την ελεύθερη δίοδο των ιταλικών στρατευμάτων απορρίπτεται εκ στόματος Ιωάννη Μεταξά χωρίς συζήτηση.

Η στιγμή επέστη που θα αγωνισθώμεν δια την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος, την ακεραιότητα και την τιμήν της. Μολονότι ετηρήσαμεν την πλέον αυστηράν ουδετερότητα και ίσην προς όλους, η Ιταλία, μη αναγνωρίζουσα εις ημάς το δικαίωμα να ζώμεν ως ελεύθεροι 'Ελληνες, μου εζήτησε σήμερον την 3ην πρωινήν την παράδοσιν τμημάτων του εθνικού εδάφους, κατά την ιδίαν αυτής βούλησιν, και μου ανεκοίνωσεν ότι, προς κατάληψιν αυτών, η κίνησις των στρατευμάτων της θα ήρχιζε την 6ην πρωινήν. Απήντησα εις τον ιταλόν Πρέσβυν ότι θεωρώ και το αίτημα αυτό καθ' εαυτό και τον τρόπον με τον οποίον γίνεται τούτο ως κήρυξιν πολέμου της Ιταλίας κατά της Ελλάδος. Τώρα θα αποδείξωμεν εάν πράγματι είμεθα άξιοι των προγόνων μας και της ελευθερίας, την οποίαν μας εξησφάλισαν οι προπάτορές μας. 'Όλον το 'Έθνος ας εγερθή σύσσωμον. Αγωνισθήτε δια την Πατρίδα. τας γυναίκας, τα παιδιά σας και τας ιεράς μας παραδόσεις.
Νυν υπέρ πάντων ο αγών.
Ι. ΜΕΤΑΞΑΣ

Το πρώτο πολεμικό ανακοινωθέν που εκδόθηκε από τον αρχιστράτηγο Παπάγο, έδωσε το έναυσμα για το ξεκίνημα μιας από τις λαμπρότερες και ενδοξότερες σελίδες της ελληνικής ιστορίας:


Ο ελληνικός λαός δεν γνώριζε τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου τι είχε προηγηθεί από τις 3 το πρωί στην οικία του πρωθυπουργού, ούτε τις αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου και όμως, όταν την 6η πρωινή ώρα οι σειρήνες της αντιαεροπορικής άμυνας ξύπνησαν την Αθήνα, ο κόσμος ξεχύθηκε στους δρόμους σαν να περίμενε ακριβώς την στιγμή να βροντοφωνάξει το ιστορικό "ΟΧΙ", καθολική επιλογή που δεν υπήρχε περίπτωση να ήταν διαφορετική.

Πανηγυρισμοί και ζητωκραυγές δεν θα περίμενε κανείς ανήμερα της ανακήρυξης ενός πολέμου. Κι όμως, μια διάθεση πανηγυρισμού και ευφορίας ξεχύθηκε στον αττικό ουρανό από ένα κόσμο που είχε κατακλύσει τους δρόμους και που αισθανόταν να τον καλούν με το όνομά του, για να προστατεύσει τα τρεις και πλέον χιλιάδες χρόνια της ιστορίας του. Η είδηση έτρεχε από στόμα σε στόμα σαν την αναγγελία κάποιου χαρμόσυνου γεγονότος "Πόλεμος! Οι Ιταλοί εισβάλλουν!". Τα συναισθήματα διαδέχονταν το ένα το άλλο, υπερηφάνεια, φιλότιμο, λεβεντιά, αγανάκτηση, περιφρόνηση, και μάλιστα όχι μόνο από αυτούς που έτρεχαν να καταταγούν, αλλά και από τον άμαχο πληθυσμό, που και αυτός αργότερα προσέφερε πολύτιμες υπηρεσίες στον αγώνα. 

Κάτι μεγάλο ορθωνόταν στην Ελλάδα τις πρωινές ώρες της 28ης Οκτωβρίου που εάν το έβλεπε ο υπερόπτης Ιταλός δικτάτορας, θα προτιμούσε να αποσύρει τις δυνάμεις του από το Αλβανικό έδαφος και να αναθεωρήσει όλα τα επιχειρησιακά του σχέδια. 
Πανηγυρική ήταν η ατμόσφαιρα στους δρόμους και στους σταθμούς των τραίνων όπου η μια μετά την άλλη αναχωρούσαν γεμάτες χαμογελαστούς στρατιώτες οι αμαξοστοιχίες προς το Μέτωπο.

Παρά τον γενικό ενθουσιασμό και εθνική υπερηφάνεια που ένιωθαν οι Έλληνες φαντάροι δεν πρέπει να πιστέψει κανείς πως η πορεία του ελληνικού στρατού προς το μέτωπο ήταν εύκολη υπόθεση.  Ο νομπελίστας Οδυσσέας Ελύτης καταγράφει τη δική του μαρτυρία για τις κακουχίες και τα βάσανα που αντιμετώπισε ο ηρωικός Έλληνας στρατιώτης:

Ανάγνωσμα Πρώτο: Η πορεία προς το μέτωπο


Η πορεία των ελληνικών στρατιωτικών μονάδων προς το Μέτωπο ήταν γεμάτη κακουχίες. 'Όμως ο βαρύς χειμώνας, ο ενθουσιασμός του ελληνικού στρατού και τα βουνά της Αλβανίας επιτρέπουν στους 'Ελληνες όχι μόνον να αντιμετωπίσουν την επίθεση με ιταλική επιτυχία, αλλά και να περάσουν αμέσως στην αντεπίθεση. 

H επίλεκτη μεραρχία των Ιταλών Τζούλια άρχισε στις απόκρημνες βουνοκορφές της βόρειας Πίνδου την επίθεσή της εναντίον της χώρας μας, για να προελάσει γρήγορα προς τα Γιάννενα, όπως πίστευε το Ιταλικό Επιτελείο, και να διευκολύνει τον "άνετο περίπατο" των υπολοίπων ιταλικών μεραρχιών προς την Αθήνα. Η έκπληξη όμως των "γενναίων" του Μουσολίνι γρήγορα μετατράπηκε σε απογοήτευση, όταν οι ταμπουρωμένοι 'Ελληνες φαντάροι των φυλακίων, δεν τους προσέφεραν την υποδοχή που ήθελαν, αλλά πυκνά πυρά. Αλήθεια τι υποδοχή περίμεναν; 

Ως γνωστό, το βάρος της άμυνας το έφερε η μεραρχία Ηπείρου, που είχε τη τύχη μόνη από τις μεγάλες δυνάμεις να υπερασπίζεται τη τιμή και την εδαφική ακεραιότητα της χώρας, με κύρια αποστολή "την κάλυψη της κεντρικής Ελλάδος από την κατεύθυνση Ιωάννινα - Ζυγός Μετσόβου" και δευτερεύουσα "την προάσπιση εθνικού εδάφους", και η οποία με απόφαση του διοικητή της υποστράτηγου Χαράλαμπου Κατσιμήτρου, δεν εγκατέλειψε την προωθημένη αμυντική γραμμή και αγωνίσθηκε χωρίς να παραχωρήσει εθνικό έδαφος. 

Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθεί η ουσιαστική συμβολή στον αγώνα του ηρωικού αποσπάσματος του συνταγματάρχη Δαβάκη, που αμυνόμενος σθεναρά με λίγους στρατιώτες, με πενιχρά μέσα αλλά με μεγάλη αυτοθυσία, απέκρουσε τις αλλεπάλληλες επιθέσεις του εχθρού και έδωσε πολύτιμο χρόνο στον Ελληνικό στρατό να ανασυνταχθεί και να αντεπιτεθεί καταδιώκοντας τους εισβολείς πέρα από τα Αλβανικά σύνορα, στα ιστορικά χώματα της Βορείου Ηπείρου. 

Κατά την αντεπίθεση της 1ης Νοεμβρίου, από το ηρωικό απόσπασμα Πίνδου επετεύχθη η ανακατάληψη της Γραμμής "Γύφτισσα - Οξυά" συνελήφθησαν τρεις Ιταλοί αξιωματικοί και διακόσιοι είκοσι δύο οπλίτες, και περιήλθαν στα ελληνικά τμήματα 140 άλογα και αρκετά εφόδια.

Στη δυτική Μακεδονία ο ελληνικός στρατός καταλαμβάνει στις 21 Νοεμβρίου την Κορυτσά, ενώ στον κεντρικό τομέα της βόρειας Πίνδου εξουδετερώνει μια ιταλική μεραρχία Αλπινιστών και στον παραλιακό τομέα, όπου οι Ιταλοί είχαν στην αρχή κατορθώσει να εισχωρήσουν σε μεγάλο βάθος, τους υποχρεώνει να εκκενώσουν την κοιλάδα του ποταμού Καλαμά. Στο τέλος του χρόνου οι Ιταλοί βρίσκονται απωθημένοι 60 χιλιόμετρα πέρα από τα ελληνικά σύνορα.

Η ιταλική αντεπίθεση που ξεκινά με την έναρξη του νέου έτους δεν έχει αποτέλεσμα. Ο ελληνικός στρατός θα μπει στο Πόγραδετς, στη Πρεμετή στο Αργυρόκαστρο, στη Χιμάρα, στους Αγίους Σαράντα. Σε διάστημα έξι μηνών οι Ιταλοί υφίστανται βαριές ήττες. Δεκαέξι ελληνικές μεραρχίες ακινητοποιούν στην Αλβανία εικοσιεπτά ιταλικές με εξοπλισμό πολύ ανώτερο των ελληνικών.

Ζωγράφοι όπως τον Αλέξανδρο Αλεξαντράκη αποτύπωσαν στον καμβά την εποποιία του ’40.  Ο ηρωικός Έλληνας στρατιώτης, ο ηρωικός μαχητής της Αλβανίας αποτυπώνεται πολύ εύστοχα στους πίνακες που βλέπουμε και το μεγαλείο της ψυχής του προβάλλει αγέρωχο και δυναμικό.

Το ’40 ανέδειξε τον Έλληνα ήρωα, τον ανδρείο Έλληνα που, στην ανάπαυλα της μάχης δεν διστάζει να χορέψει γύρω από ένα πυροβόλο.  Ο Έλληνας στρατιώτης χορεύει ακόμα και με το θάνατο και τον κατατροπώνει!

Στα μετόπισθεν, ρίγη ενθουσιασμού κατακλύζουν το λαό από τις επιτυχίες του ελληνικού στρατού.  Ο κόσμος ξεχύνεται στους δρόμους και πανηγυρίζει τις περίλαμπρες νίκες του στρατεύματος.

Οι γυναίκες πλέκουν ασταμάτητα κάλτσες για τους στρατιώτες, ο ηρωικός Εύζωνας της Αλβανίας πολεμά αντάμα με τον Λεωνίδα και τον Καραϊσκάκη και η Σοφία Βέμπο, η τραγουδίστρια της λευτεριάς, εξυμνεί τα ηρωικά παιδιά της Ελλάδας.     

Ακόμα και η πένα του γελοιογράφου σατιρίζει εύστοχα την αντιπαράθεση Ελλήνων και Ιταλών.  Το μεγαλείο, εντός εισαγωγικών, των στρατιών του Μουσολίνι παρουσιάζεται στα πρωτοσέλιδα των ξένων εφημερίδων.  Ο Έλληνας Εύζωνας κατατροπώνει τους Ιταλούς φασίστες στην Πίνδο.

Συμβολή του ελληνικού ναυτικού και αεροπορίας στον αγώνα του ‘40

Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθεί και η συμμετοχή στον αγώνα του ελληνικού πολεμικού ναυτικού, παρά την μεγάλη διαφορά που υπήρχε σε σχέση με το ιταλικό, σε αριθμό, θωράκιση, ταχύτητα, δύναμη πυρός και χρόνο πλεύσεως για τα υποβρύχια. Παρ' όλα αυτά τα ελληνικά σκάφη εξετέλεσαν τη δύσκολη αποστολή τους χωρίς σοβαρές απώλειες. Βύθισαν εχθρικά μεταφορικά χωρητικότητας αρκετών δεκάδων χιλιάδων τόνων και συνόδευσαν με επιτυχία τις στρατιωτικές αποστολές στο μέτωπο. Τα Χριστούγεννα, το υποβρύχιο "Παπανικολής" με κυβερνήτη τον πλωτάρχη Ιατρίδη, προσέβαλε ιταλική νηοπομπή στα ανοιχτά της Αυλώνας, βυθίζοντας δύο μεταγωγικά 20.000 και 15.000 τόνων και διέφυγε παρά τον απηνή διωγμό από ιταλικά αντιτορπιλικά.

Ποίημα για το υποβρύχιο «Παπανικολής»

Λίγες ημέρες αργότερα το υποβρύχιο "Πρωτεύς" με κυβερνήτη τον υποπλοίαρχο Χατζηκωνσταντή, βύθισε ιταλικό μεταγωγικό που μετέφερε στρατιωτικές δυνάμεις στην Αλβανία, για να βυθισθεί στη συνέχεια και το ίδιο αύτανδρο, έπειτα από εμβολισμό που δέχτηκε από ιταλικό αντιτορπιλικό. Την πρωτοχρονιά το υποβρύχιο "Λάμπρος Κατσώνης", με κυβερνήτη τον πλωτάρχη Σπανίδη, πυρπόλησε ιταλικό πετρελαιοφόρο, ενώ το "Παπανικολής" βύθισε στα ανοιχτά του Μπρίντεζι ιταλικό μεταγωγικό. Ανάλογες επιτυχίες σημείωσαν το υποβρύχιο "Νηρεύς", το τορπιλοβόλο "Σφενδόνη", το αντιτορπιλικό "Ψαρά" και το υποβρύχιο "Τρίτων".

Για την αεροπορία, που όπως προαναφέρθηκε, είχε τα περισσότερα αεροσκάφη της παλαιά έως άχρηστα, με λιγοστά αεροδρόμια και ακατάλληλα για χρήση τον περισσότερο καιρό, με στοιχειώδη αντιαεροπορική άμυνα, δεν θα ήταν υπερβολή να γραφεί ότι στο βαθμό που λειτούργησε, αυτό οφειλόταν στην εξαιρετική ευψυχία των Ελλήνων αεροπόρων και μάλιστα με αξιοσημείωτες επιτυχίες. Έμειναν παροιμιώδεις οι πτήσεις των Ελλήνων αεροπόρων σε χαμηλό ύψος στις χαράδρες των βουνών, "στα μονοπάτια του ουρανού", και τα κατορθώματά τους, όπως του Υποσμηναγού Μικραλέξη ο οποίος αφού εξήντλησε τα πυρομαχικά του, κάρφωσε εκουσίως με τον έλικα του αεροσκάφους του το πηδάλιο ιταλικού βομβαρδιστικού το οποίο και κατέρριψε για να προσγειωθεί δίπλα στο πενταμελές ιταλικό πλήρωμα που είχε πέσει με αλεξίπτωτα, να το συλλάβει και να το οδηγήσει αιχμάλωτο στη στρατιωτική διοίκηση Θεσσαλονίκης.


Ο Χίτλερ βλέποντας τις διαδοχικές ήττες του ιταλικού στρατού αποφασίζει να επέμβει. Στέλνονται γερμανικές μηχανοκίνητες μεραρχίες στη Βουλγαρία, ενώ παράλληλα απευθύνεται τελεσίγραφο στη Γιουγκοσλαβία να παραχωρήσει το έδαφός της για να περάσει ο γερμανικός στρατός στην Ελλάδα. Η γιουγκοσλαβική άρνηση όμως δεν συνοδεύεται και από αντίστοιχη αντίδραση. Οι Γερμανοί τσακίζουν μέσα σε έξι μόνον ημέρες την αντίσταση των Γιουγκοσλάβων και στις 6 Απριλίου του 1941 οι γερμανικές μηχανοκίνητες μεραρχίες εισβάλλουν στο έδαφος της Ελλάδας ταυτόχρονα από τη Γιουγκοσλαβία και τη Βουλγαρία.

Το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού στρατού βρίσκεται βαθιά μέσα στην Αλβανία και δεν μπορεί να βοηθήσει στην αντιμετώπιση του νέου εισβολέα. Παρά την αντίσταση των ηρωικών μαχητών της Μακεδονίας στα οχυρά Ρούπελ κατά μήκος της γραμμής Μεταξά, οι λίγες ελληνικές μονάδες που βρίσκονταν εκεί μαζί με βρετανικές δυνάμεις δεν μπορούν να ανακόψουν την προέλαση των χιτλερικών στρατευμάτων. Η κυβέρνηση και ο βασιλιάς εγκαταλείπουν τη χώρα, ενώ η στρατιωτική ηγεσία συνθηκολογεί στις 24 Απριλίου.

Καθώς τα γερμανικά στρατεύματα εισέρχονται στην Αθήνα στις 27 Απριλίου 1941 ο ραδιοφωνικός σταθμός Αθηνών εκπέμπει για τελευταία φορά ελεύθερος:

Τελευταία εκπομπή του ραδιοφωνικού σταθμού Αθηνών

Ταυτόχρονα με την άφιξη του κατακτητή στην Αθήνα η συγγραφέας Πηνελόπη Δέλτα αυτοκτονεί.


Η αντίσταση κατά των Γερμανών μεταφέρεται στην Κρήτη. Οι Γερμανοί για να καταλάβουν την Κρήτη μεταφέρουν από τα άλλα μέτωπα τις επίλεκτες δυνάμεις των αλεξιπτωτιστών. Το κέντρο βάρος της επίθεσης στρέφεται στα δυτικά της Κρήτης, με σκοπό να καταληφθεί το αεροδρόμιο του Μάλεμε, για να μπορούν μετά να προσγειωθούν τα γερμανικά μεταγωγικά αεροπλάνα. Οι αρχικές απώλειες των Γερμανών αλεξιπτωτιστών είναι τρομακτικές, κατορθώνουν όμως να καταλάβουν το Μάλεμε. Η πτώση της Κρήτης είναι πια γεγονός. 'Όμως οι Γερμανοί για να υποτάξουν την Κρήτη έχασαν έναν ολόκληρο μήνα με αποτέλεσμα να αργήσει να ξεκινήσει η επιχείρηση Μπαρμπαρόσα για την κατάληψη της Σοβιετικής 'Ένωσης, και να τους προλάβει ο βαρύς ρωσικός χειμώνας πριν κατορθώσουν να κάμψουν την αντίσταση του Σοβιετικού στρατού.

Ξεκίνημα της Εθνικής Αντίστασης

Το κατέβασμα της γερμανικής σημαίας από το βράχο της Ακρόπολης

Ο αγκυλωτός σταυρός, το σύμβολο του φασισμού και της θηριωδίας, κυμάτιζε στην Ακρόπολη των Αθηνών. Δύο παλικάρια, ο ένας Λευκαδίτης και ο άλλος Ναξιώτης, γείτονες και φίλοι, που έμεναν στην Πλάκα, αντίκριζαν καθημερινά το κόσμημα της ανθρωπότητας, το σύμβολο της δημοκρατίας να βιάζεται από τη γερμανική σημαία. Και στο νου των δύο παλικαριών καρφώθηκε μια τρελή, μια παράτολμη ιδέα. Έτσι κι αλλιώς ο φόβος και η δειλία δεν ήταν ποτέ χαρακτηριστικά της νιότης.

Ο Απόστολος Σάντας και ο Μανώλης Γλέζος, 17χρονα παλικάρια τότε, αποφάσισαν στις 30 Μαΐου 1941, να κατεβάσουν από την Ακρόπολη τη γερμανική σημαία, το σύμβολο του Γ' Ράιχ. Και το κατάφεραν. Κατόρθωσαν να εξευτελίσουν τη γερμανική φρουρά και να χαμογελάσουν τα χείλη εκατομμυρίων ανθρώπων, που υπό το βάρος της ναζιστικής θηριωδίας, κόντευαν να χάσουν την ελπίδα.

Αυτή η πράξη των δυο γενναίων παλικαριών έδωσε το έναυσμα για την οργάνωση της εθνικής αντίστασης.  Πήρε το πνεύμα της αντίστασης μορφή, οργάνωση, απόχτησε αμέτρητες στρατιές πολεμιστών που έδωκαν το αίμα, την ζωή και την ψυχή τους σε τούτον τον υπέρτατον αγώνα για απελευθέρωση από το ναζιστικό ζυγό.
Η εθνική αντίσταση έλαβε σάρκα και οστά παντού σ’ όλες τις πόλεις και χωριά της σκλαβωμένης Ελλάδας.  Οι Έλληνες βγήκαν εκ νέου αντάρτες στα βουνά και πολέμησαν με νύχια και με δόντια τον κατακτητή.

Στη προσπάθεια τους να αντιμετωπίσουν ολοένα αυξανόμενη εθνική αντίσταση, οι Γερμανοί εκτέλεσαν ουκ ολίγους αγωνιστές, έκαψαν χωριά και προέβησαν σε αναρίθμητες θηριωδίες.  Το φρόνημα του Έλληνα όμως δεν κάμφθηκε.  Το αντάρτικο ενισχύθηκε με την ίδρυση των ομάδων του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ και έχει να επιδείξει ως κορυφαία στιγμή του την ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου το Σεπτέμβριο του 1942

Η ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου

Το Σεπτέμβριο του 1942 Αγγλικό κλιμάκιο με αρχηγό το συνταγματάρχη Μάγερς αποβιβάζεται κρυφά στην Ελλάδα, έρχεται σε επαφή με τις διάφορες ανταρτικές ομάδες και κατορθώνει να συντονίσει τις ενέργειες τους.  Αποτέλεσμα του συντονισμού αυτού ήταν η ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου.

Στην ανατίναξη έλαβαν μέρος 120 άντρες του Ε.Α.Μ., 65 του Ε.Δ.Ε.Σ. και 12 Άγγλοι κάτω από την προσωπική καθοδήγηση του Άρη Βελουχιώτη και Ναπολέοντα Ζέρβα.

Η ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου καθυστέρησε για αρκετές εβδομάδες τον ανεφοδιασμό των Γερμανών που μάχονταν στην Αφρική για ένα τουλάχιστον πολύτιμο μήνα, έδωσε το έναυσμα να φουντώσει το αντάρτικο στα βουνά της Ρούμελης, ανύψωσε το ηθικό των Ελλήνων και καταξίωσε τον ένοπλο αγώνα στη συνείδηση των συμμάχων.

Η απελευθέρωση

Μετά τις ήττες της στα κύρια μέτωπα με τις συμμαχικές δυνάμεις, η Γερμανία αναγκάζεται να συνθηκολογήσει. Μετά από τέσσερα χρόνια σκληρής κατοχής η Ελλάδα πανηγύρισε την ελευθερία της. Στις 18 Οκτωβρίου του 1944 επέστρεψε στην Αθήνα και η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση με πρωθυπουργό το Γεώργιο Παπανδρέου που ύψωσε στον ιερό βράχο της Ακρόπολης την ελληνική σημαία..  Επιτέλους η Ελλάδα ήταν και πάλι ελεύθερη!





5. Κώστας Βάρναλης: Η βουβή επέτειος
(Χρονογράφημα του Κ.Βάρναλη στο “Ρίζο της Δευτέρας” στις 28/10/1947 για την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου, πιο επίκαιρο από ποτέ.)
Γιορτή και λαός
H 28 του Οχτώβρη είναι μια μεγάλη μέρα για τον ελληνικό λαό – και μέρα ντροπής για τους προδότες του. Κι όμως ετούτοι γιορτάζουνε το “αλβανικό έπος”. Και πάλι χωρίς το λαό. Και πάλι με φράχτη γύρω τους τα όπλα -για να τους φυλάνε όταν πηγαίνουν στην τελετή – να φυλάνε από το λαό τους εχθρούς του λαού.
Το τι νόημα δίνουνε στον όρο “αλβανικό έπος” οι φυγάδες του “έπους” φαίνεται από το νόημα που δίνουνε σε κάτι ανάλογες και παράλληλες ορολογικές απάτες όπως π.χ “απελευθέρωση”, “ανεξαρτησία”,”δημοκρατία”, “αμερικάνικη βοήθεια”, “πνευματική ελευθερία” κλπ. Το ουσιαστικό περιεχόμενο των λέξεων είναι διαμετρικά αντίθετο με την ετυμολογική τους σημασία.
Αλλά το νόημα, που έδινε η 4η Αυγούστου στο “αλβανικό έπος”, μας το εξήγησε τότες με τρόπον επίσημον ο τότε διευθυντής της Ασφαλείας κ. Παξινός. Ενώ δηλαδή ο ελληνικός λαός γυμνός και άοπλος, εγκαταλειμμένος από τους “αρχηγούς” του χτύπαε στο μέτωπο και μπροστά και πίσω του τους εχθρούς της ελευθερίας του, τους φασίστες, οι αρχηγοί του ελληνικού φασισμού ετοιμάζανε στην πρωτεύουσα την παράδοση του λαού – γιατί η συνθηκολόγηση του μετώπου δεν ήταν παράδοση του στρατού μονάχα (των 200 χιλιάδων ανδρών), αλλά ολάκερου του ελληνικού λαού (των 7 εκατομμυρίων).
Ο μοναρχοφασισμός που είπε το μαύρο του “όχι”, μονάχα για τον τύπο, κοίταε από την πρώτη στιγμή πώς θα έσωζε όχι την “πατρίδα”, παρά το καθεστώς του. Πώς θα περνούσε τον ελληνικό λαό από τα δικά του χέρια στα ξένα χέρια,χωρίς ο μεσίτης να χάσει ούτε την ηγεσία του λαού, ούτε τα κέρδη του απ΄αυτόν.
Η συνθηκολόγηση του μετώπου δεν ήτανε πράξη ανωτέρας βίας παρά θεληματική συμμαχία με τον εχθρό εναντίον του λαού. Και κανένας από τους μεταδεκεμβιανούς κυβερνήτες δεν αμφιβάλλει πως στην σημερινή επέτειο δεν γιορτάζεται το “αλβανικό έπος”, παρά η “συνθηκολόγηση” και η συνεργασία με τον εχθρό. Αν τότε ο ελληνικός λαός νικούσε ως το τέλος τους εχθρούς κι έσωζε την ελευθερία του, οι σημερινοί συνεχιστές της 4ης Αυγούστου, τη σημερινή επέτειο θα την είχανε ημέρα “εθνικού πένθους”.
Λοιπόν. Τότες κ’ εμείς οι αριστεροί δημοσιογράφοι και διανοούμενοι πήραμε στα σοβαρά (όπως κι ο λαός) τον πόλεμο κατά των “βαρβάρων επιδρομέων”. Και γράφαμε πύρινα άρθρα εναντίον τους- εναντίον του “φασισμού”. Μα το είπαμε: ο δικός μας ο φασισμός, τέκνο και ομοίωμα του ιταλικού και του γερμανικού, δεν του καλάρεσε να βρίζουμε το “σύστημα”. Κι ένα βράδυ (χειμώνας ήτανε) μας μαζέψανε στη Γενική Ασφάλεια τους ξεροκέφαλους αριστερούς που χαλούσαμε τη “δουλειά”. Ήτανε (όσο θυμάμαι) ο Καρβούνης, ο Κορδάτος, ο Κορνάρος, ο Πανσέληνος, ο Μέξης, ο Σπ. Θεοδωρόπουλος. Και ξαφνικά για λίγες ώρες μονάχα μας φέρανε ωραίον, κομψόν και γόητα, με ύφος “υπεράνω όλων” μας, τον κ. Καραγάτση. Μα ως το βράδυ τον αφήσανε.
Το άλλο βράδυ μας ξαναπήγανε στη Διεύθυνση της Γεν. Ασφαλείας, όπου μας παρουσιάσανε στον κ. Παξινό. Εκεί πήραμε το “πρώτο βάπτισμά” μας στο νόημα του “αλβανικού έπους”. Ο κ. Διευθυντής, κοφτά και μελετημένα μας είπε να μην κάνουμε τον έξυπνο στα άρθρα μας βρίζοντας το φασισμό (έτσι βρίζαμε έμμεσα και την 4η Αυγούστου. Και σ’ αυτή την άποψη δεν είχε άδικο ο κ. Διευθυντής) και πως δεν φταίει καθόλου ο φασισμός για τον πόλεμο.
Με άλλα λόγια, εννοούσε πως έφταιγε ο ιταλικός λαός που μας μισούσε ή που είχε καταχτητικές βλέψεις, λες κ’ οι λαοί αισθάνονται ή ενεργούνε μοναχοί τους κ’ είναι υπεύθυνοι αυτοί για ό,τι αγαπούνε ή μισούνε και για ό,τι κάνουνε -όπως τα ομαδικά εγκλήματα εναντίον των αμάχων.
Κι αφού μας ενουθέτησε και μας έκανε προσεχτικούς για το μέλλον μάς άφησε “λέυτερους”, δηλ. μας “εδέσμευσε” τη σκέψη και τη γλώσσα. Έπρεπε δηλ. κ’ εμείς να βοηθήσουμε τον ξένο φασισμό να κατεβεί και να θρονιαστεί άνετα στην Ελλάδα δίπλα στο ντόπιο.
Κάτι ανάλογο μου είπε μια μέρα κι ο διευθυντής της εφημερίδας, που εργαζόμουνα τότες. Έγραφα μια ιστορία (επί διόμισυ μήνες) της διαφθοράς και απανθρωπίας των πολιτικών ηθών της Ρώμης από το Σύλλα και πέρα. Η περίσταση και η πεποίθησή μου με κάνανε να χρωματίζω κάπως ζωηρότερα τα πρόσωπα και τα πράγματα και να τα χαρακτηρίζω με τον ίδιο τρόπο – κυρίως την αρπαχτικότητα και τη φιλοχρηματία των ισχυρών της “αιώνιας πόλεως”: Σύλλα, Κράσσου, Οκταβίου, Κικέρωνα, Σενέκα κλπ.
Ο διευθυντής μου λοιπόν με κάλεσε και μου λέγει:
-Είπαμε να βρίζεις τους Ρωμαίους, αλλ’ όχι και τους πλουτοκράτες! Δυστυχώς οι περισσότεροι αναγνώστες μας (της Κηφησιάς) είναι πλουτοκράτες.
-Μα εγώ βρίζω, του απάντησα γελώντας, τους τότε Ρωμαίους πλουτοκράτορες, όχι τους τώρα Έλληνες πλουτοκράτες. Εκείνοι ήταν τέρατα. Οι δικοί μας είναι εντάξει : πατριώτες και καλοί χριστιανοί…
Μ’ άλλα λόγια οι δυο διευθυντές της Ασφαλείας και της αστικής εφημερίδας, θέλανε ο πρώτος να μη βρίζουμε τους εξωτερικούς εχθρούς κι ο δεύτερος τους εσωτερικούς. Ας χάνεται η πατρίδα, αλλ’ όχι το σύστημα. Θέλετε τώρα άλλην εξήγηση του τι σημαίνει γι’ αυτούς ο όρος “αλβανικόν έπος”;
Όταν λοιπόν οι εχθροί του λαού ξηγιούνται με τόση ειλικρίνεια, τότε γιατί ο λαός να μην έχει το δικαίωμα να τους τα λέει κι αυτός από την καλή; Θα πείτε δεν τον αφήνουν. Θα τον αφήσουν! Κι αν τώρα ο λαός τιμά ανεπίσημα αυτήν την επέτειο, θα έρθει η μέρα σύντομα, που θα την γιορτάζει επίσημα κι όπως της αξίζει.
———————————————————————————————
Το παραπάνω χρονογράφημα του Κώστα Βάρναλη δημοσιεύτηκε στο “Ρίζο της Δευτέρας”, το δευτεριάτικο φύλλο του Ριζοσπάστη στις 27 Οκτωβρίου 1947. Θυμίζουμε ότι οι αρχές απαγόρευσαν την έκδοση Ριζοσπάστη στις 18 Οκτώβρη του 1947 , το δευτεριάτικο όμως φύλλο συνέχισε την έκδοσή του ως “εβδομαδιαία δημοκρατική εφημερίδα του λαού- Πολιτική, Οικονομική, Φιλολογική και Σατιρική”, με διευθυντή και υπεύθυνο έκδοσης τον Μανώλη Γλέζο, μέχρι τις 22 Δεκέμβρη του 1947.
 Η συνέχιση της έκδοσης του Ριζοσπάστη έστω και μ’ αυτόν το τρόπο, αλλά και η ίδια η προσωπικότητα και ο ηρωισμός του Γλέζου, είχε ενοχλήσει τις εθνικόφρονες φυλλάδες της εποχής, που προσπαθούσαν να συκοφαντήσουν το ΚΚΕ και να υποβαθμίσουν ακόμα και την αποκαθήλωση της σβάστικας από την ακρόπολη από τους Μ. Γλέζο και Λ. Σάντα. Ο ίδιος ο Γλέζος με “επιστολή” του στον Ρίζο, περιγράφει την λυσσαλέα επίθεση της “Εστίας” της εφημερίδας των αδερφών Κύρου:
Απάντηση σε σχόλιο της “Εστίας”
Αγαπητέ “Ρίζο της Δευτέρας”
 Η κυράτσα του φασισμού σε ένα τελευταίο της σημείωμα για τις σχέσεις μου με τον “Ριζοσπάστη”, διεστραβλώνοντας γκαιμπελικώτατα τα γεγονότα, νομίζει ότι βρήκε το “σημείο” για να χύσει το αντικομμουνιστικό της δηλητήριο.
 Δυστυχώς όμως για τους αδερφούς Κύρου και τα δύο γράμματα του σ. Ν Ζαχαριάδη από τα μπουντρούμια της Ασφάλειας είναι τόσο πεντακάθαρα για την πολιτική του ΚΚΕ και βρήκαν τέτοια απήχηση στο λαό, ώστε το “δηλητήριο” που έρριξαν μέσα στις ψυχές των νέων- και στα παιδιά τους και σε μένα- να μετουσιωθεί σε ένα άφθαστο αντιφασιστικό και εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. Γελιέται λοιπόν αν νομίζει πως “πιάνει” το κόλπο της για “συνεργασία”.
 Όσο για το αν ήταν “αφρούρητος τότε” ή όχι η Ακρόπολη, νομίζω ότι κάνουν λάθος. Μάλλον δεν υπήρχαν καν Γερμανοί στην Αθήνα, κι αν υπήρχαν αυτό θα ήταν ασφαλώς…παραίσθηση. Αλλά γιατί να υπενθυμίζω στην “Εστία” εκείνες τις ευτυχισμένες ημέρες;
 Τέλος ας γνωρίζουν οι Κύρου πως η δίχρονη αγνή και έντιμη δουλειά μου σαν δημοσιογράφου στην υπηρεσία του λαού, ούτε θέλει ούτε έχει ανάγκη από τα ανέντιμα, κίτρινα και φασιστικά τους πιστοποιητικά που τόσο ανεξέλεγκτα τα πλασάρουν. Ας κάνουν αυτή την δουλειά για τον εαυτό τους. Τους χρειάζονται εξ άλλου για τους νέους αφέντες.
 Μ. Γλέζος
 Υ.Γ Ξέχασα και κάτι. Μια από τις έντιμες δημοσιογραφικές τους δουλειές ήταν να περιμένουν το κλείσιμο του “Ριζοσπάστη” για να κάνουν την επίθεσή τους. Το σημείωμα τους γράφτηκε στις 21 τρ.
   O ίδιος.



6. Η Ελλάδα και οι Έλληνες του ‘40
Του Γιώργου Μαργαρίτη
Καθηγητή Σύγχρονης Ιστορίας

Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης


Ένα νεαρό κράτος

Στα 1940, η Ελλάδα ήταν ακόμη ένα νεαρό κράτος. Οι Έλληνες φυσικά θεωρούσαν ότι η ιστορία τους ήταν μακραίωνη και ότι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους διαμορφώθηκαν πολλούς αιώνες πριν, κυριολεκτικά χάνονταν στα βάθη του χρόνου. Παρ’ όλα αυτά , η Ελλάδα και οι Έλληνες συγκροτήθηκαν ως κρατική οντότητα μόλις στην τρίτη δεκαετία του 19ου αιώνα. Συγκροτήθηκαν δε με ιδιαίτερο τρόπο. Το κράτος τους ήταν μικρό, καταθλιπτικά μικρό, σε σχέση με τη δόξα των επικαλούμενων ως προγόνων αλλά και με την υπαρκτή οντότητα του Ελληνισμού. Το Ελληνικό κράτος τελείωνε στη Λαμία, άντε στον Τίρναβο μετά το 1881, οι Έλληνες όμως βρίσκονταν παντού ολόγυρα. Στην Κωνσταντινούπολη, στη Σμύρνη, στην Οδησσό, στην Αλεξάνδρεια, στις πόλεις των Βαλκανίων, στα νησιά, στις απέναντι ακτές. Εκείνο τον καιρό το ερώτημα για το ποια ήταν η πρωτεύουσα των Ελλήνων δεν είχε ξεκάθαρη και τελεσίδικη απάντηση. Περισσότερο θα απέδιδαν στην Κωνσταντινούπολη αυτή την ιδιότητα, παρά στη μικρή «αναξιοπρεπή» Αθήνα. Και ας ήταν κυρίαρχοι στην πρώτη οι κραταιοί σουλτάνοι της ακόμη απέραντης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Ανάμεσα στα 1912 και στα 1922 οι πόλεμοι και οι ανατροπές, στον κόσμο, στην Ευρώπη, στα Βαλκάνια και στην Ανατολική Μεσόγειο, άλλαξαν τελείως την εικόνα της Ελλάδας και τα χαρακτηριστικά των Ελλήνων. Η χώρα, χωρίς να γίνει μεγάλη, δεν ήταν πλέον μικρή στα νέα της σύνορα. Και, ακόμη σπουδαιότερο, Έλληνες ήσαν πλέον όσοι κατοικούσαν μέσα στα σύνορα της Ελλάδας. Χώρα, κράτος, έθνος, Ελληνισμός και Έλληνες ταυτίστηκαν ίσως για πρώτη φορά στην ιστορία τους. Στην ουσία επρόκειτο κυριολεκτικά για μια νέα αφετηρία.
Η αφετηρία αυτή, όπως κάθε νέα αρχή, δεν ήταν εύκολη. Πρώτ’ απ’ όλα θεμελιώθηκε μέσα σε μια ασύλληπτη καταστροφή και στην εκπορευόμενη από αυτή κοσμογονία. Η συμφορά στη Μικρά Ασία ολοκληρώθηκε με τη μαζική ανταλλαγή πληθυσμών, έτσι ώστε να ταυτιστούν σύνορα και εθνικότητες. Περίπου ενάμισι εκατομμύριο Χριστιανοί ήρθαν στη νέα Ελλάδα για να πάρουν τη θέση εφτακοσίων χιλιάδων Μουσουλμάνων ή Βουλγάρων που έφυγαν από αυτήν. Αυτή η μαζική μετακίνηση ανθρώπων θα μπορούσε να καταλήξει σε ανθρωπιστική συμφορά, σε μια εποχή μάλιστα που τα αναγκαία δεν περίσσευαν και όπου καραδοκούσαν η ελονοσία και η φυματίωση. Το ότι δεν έγινε κάτι τέτοιο οφειλόταν σε πολλούς παράγοντες, στην εξωτερική συνδρομή, μεταξύ άλλων που έδρασε μέσα από την Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων (ΕΑΠ), ουσιαστικά ως μια δεύτερη κυβέρνηση του τόπου.
Οφειλόταν όμως και σε κάτι πιο βαθύ, πιο κοινωνικό. Στην αφάνταστα επίμονη εργασία των ανθρώπων, στο μόχθο τους, αλλά και στη διάθεσή τους να παλέψουν συλλογικά και οργανωμένα για να δαμάσουν τις αντίξοες συνθήκες και να οργανώσουν τη νέα ζωή τους. Δύσκολα συνειδητοποιούμε σήμερα τα όσα έγιναν τότε. Συνοικίες ολόκληρες – παραγκουπόλεις, πολυκατοικίες, χαμόσπιτα – πλαισίωναν τις μεγάλες πόλεις διπλασιάζοντας – όπως στην Αθήνα – το μέγεθός τους. Εκατοντάδες χωριά και κωμοπόλεις, με ονόματα όπου κυριαρχούσε το «νέα», δημιουργήθηκαν σε κάθε γωνιά της Ελλάδας: Νέα Ιωνία, Νέα Σμύρνη, Νέα Αλικαρνασσός, Νέα Πέργαμος, Νέα Μάκρη, Νέα Χαλκηδόνα…Τεράστιες εκτάσεις αξιοποιήθηκαν μέσα σε ελάχιστο χρόνο, η πεδιάδα της Κεντρικής Μακεδονίας από λίμνη έγινε πλούσιος σιτοβολώνας, έργα
άρδευσης, ύδρευσης, κτίρια, δρόμοι, έκαναν δυνατή τη ζωή των Ελλήνων μέσα στη χώρα που επιτέλους είχαν δημιουργήσει.
Στον καθ’ εαυτό κοινωνικό και πολιτικό χώρο δύο ήταν οι κύριες επιπτώσεις αυτών των κοσμογονικών αλλαγών. Η πρώτη, η κοινωνική, ήταν η δημιουργία μιας χώρας μικροϊδιοκτητών, μικροπαραγωγών, μικροαστών, μικροεπαγγελματιών. Για να ζήσουν όλοι, παλαιοί και νέοι Έλληνες, η γη μοιράστηκε σε μικρούς αλλά ίσους κλήρους – στην πιο απόλυτη αγροτική μεταρρύθμιση που γνώρισε ο ευρωπαϊκός χώρος – έτσι ώστε όλοι να έχουν από κάτι για να στηριχθούν. Στις πόλεις, κλήροι, οικόπεδα και σπίτια μοιράστηκαν το ίδιο στις ζώνες της προσφυγιάς. Υπήρξε μια εξίσωση πολλών, πάρα πολλών ανθρώπων προς τα κάτω φυσικά – η χώρα δεν είχε τις δυνατότητες της αμερικανικής Δύσης ώστε να αντιμετωπίσει αλλιώς τα τρομερά γεγονότα. Εξίσωση που ήταν πλούσια σε παρενέργειες. Οι παραγωγοί, λόγου χάρη, στην ύπαιθρο δεν ήταν σε θέση με το μικρό τους κλήρο και την αντίστοιχα μικρή παραγωγή τους να σταθούν αυτοδύναμα απέναντι στο χονδρέμπορο. Η σχέση ανάμεσα στους δύο θα μπορούσε να γίνει εκρηκτική αν το κράτος δεν παρενέβαινε ώστε να αμβλύνει τις αντιθέσεις.. Η παρουσία του κράτους και η συλλογικότητα έγιναν κανόνας στην αγροτική παραγωγή, τη βασική οικονομική δραστηριότητα της χώρας. Το πρώτο εκφράστηκε μέσα από την Αγροτική Τράπεζα και τους ποικιλώνυμους οργανισμούς που αναλάμβαναν τη συγκέντρωση και την εμπορευματοποίηση των  προϊόντων – του σταριού, του καπνού, του ελαιολάδου – σε τιμές κεντρικά καθορισμένες και με διαδικασίες που το ίδιο καθόριζε. Μέσω της μεθόδου των συμψηφισμών (του κλήρινγκ)1 το κράτος ανέλαβε ουσιαστικά και το εξωτερικό εμπόριο των ίδιων προϊόντων. Το δεύτερο εκφράστηκε με την ενθάρρυνση της αυτοοργάνωσης των παραγωγών με την άνθηση των συνεταιρισμών και της συλλογικότητας, σε κοινοτικό ή και περιφερειακό επίπεδο, στην ύπαιθρο. Οι καταναλωτικοί συνεταιρισμοί των υπαλλήλων και εργατών στις πόλεις ήταν κάτι ανάλογο.
Η δεύτερη, η πολιτική επίπτωση, ήταν η δημιουργία μιας ιδιόμορφης ελίτ, ορατής δια γυμνού οφθαλμού στη ύπαιθρο, παρούσα όμως και στις πόλεις. Η κρατική, δια των οργανισμών, παρουσία, οι συλλογικές δραστηριότητες προαπαιτούσαν φυσικά γραφειοκρατικούς μηχανισμούς από τα ανώτατα κεντρικά και κρατικά κλιμάκια - το μηχανισμό της Αγροτικής ή της Κτηματικής Τράπεζας λόγου χάρη – ως την τελευταία κοινότητα της χώρας. Οι μηχανισμοί αυτοί με τη σειρά τους κατασκεύασαν στελέχη άξια να διαχειριστούν και να οργανώσουν αποτελεσματικά συστήματα. Στην κάτω πλευρά της κλίμακας, στα μικρά χωριά και τα κεφαλοχώρια, ένας στενός κύκλος ανθρώπων, όσοι «γνώριζαν γράμματα» και ασκούσαν κάποια «κοινωνική» λειτουργία, αναλάμβαναν την ένταξη της μικρής τοπικής κοινότητας στο ευρύτερο πλαίσιο των γενικών μηχανισμών. Οι δάσκαλοι, οι καθηγητές των Γυμνασίων, οι γιατροί, οι δικηγόροι, οι γεωπόνοι, οι μηχανικοί, οι υπάλληλοι των συνεταιρισμών, των οργανισμών, των τραπεζών οι εγγράμματοι ιερείς μερικές φορές αναλάμβαναν αυτό το δύσκολο έργο. Αυτοί μπορούσαν να μεταφέρουν τις οδηγίες και τους κανονισμούς , να επικοινωνήσουν με τα παραπάνω κλιμάκια, να οργανώσουν τη συλλογική εργασία – για το άνοιγμα δρόμων, για τα αποστραγγιστικά και αρδευτικά έργα, για το μέτρημα του καρπού ή του σπόρου, για την εφαρμογή νέων μεθόδων κλπ κλπ. Όλοι αυτοί αποτέλεσαν ένα κοινωνικό στρώμα άξιων ανθρώπων, στενά προσανατολισμένων προς την έννοια της προόδου.  Έννοια που τότε είχε ολότελα διαφορετική σημασία από αυτή που έχει σήμερα. Τότε δεν ετίθετο θέμα πλουτισμού του ενός ή του άλλου: το πρόβλημα που απασχολούσε τους ανθρώπους ήταν η αξιοπρεπής επιβίωσή τους σε αυτό το περιβάλλον της φτώχειας μέσα στο οποίο έκτιζαν την κοινωνία τους και την πατρίδα τους.
Μαζί με όλα αυτά, ρίζωσε βαθιά στη σκέψη του πολύ κόσμου μια πεποίθηση. Τη χώρα αυτή, μέσα στην οποία συγκεντρώθηκαν παλαιοί και νέοι Έλληνες, την κέρδισαν με τον κόπο τους, την έστησαν στα πόδια της με τον ιδρώτα και το μόχθο τους, με την πειθαρχία και την οργάνωσή τους. Η παραγωγή αυξήθηκε εντυπωσιακά στα λίγα αυτά χρόνια – από το 1924 ουσιαστικά ως το 1940, μόλις δεκαέξι χρόνια δηλαδή – η ελονοσία περιορίστηκε η φυματίωση επίσης. Τα παιδιά μάθαιναν γράμματα και η μοίρα των γερόντων, των αρρώστων και των ανήμπορων δεν εξαρτιόταν πλέον από τη φιλανθρωπία των γύρω. Αυτοί οι Έλληνες νέου τύπου δεν ήταν πλούσιοι, πολύ απείχαν όμως από του να είναι εξαθλιωμένοι. Είχαν αξιοπρέπεια, την αξιοπρέπεια που η εργασία δίνει, δεν έκλεψαν όσα τους ανήκαν, τα έφτιαξαν με τον κόπο τους, ήταν δικά τους. Και επειδή μάλιστα έβλεπαν χειροπιαστά τα αποτελέσματα του κόπου τους, απέκτησαν και αυτοπεποίθηση, πίστεψαν ότι με σωστή κοινωνική οργάνωση και με σκληρή δουλειά όλα μπορούν να γίνουν, ακόμη και τα θαύματα.
  Ως πολιτική αντίληψη, η αυτοπεποίθηση των πολλών, η εμπιστοσύνη στις δυνάμεις τους,    ήταν κάτι το εξαιρετικά σημαντικό. Πέρα από τη φλύαρη και ανούσια «πολιτική» των κομμάτων, του Παλατιού, των αξιωματικών που είχαν το μυαλό τους μόνο στο επόμενο πραξικόπημα, κάτω, βαθιά στον κοινωνικό χώρο στήνονταν μεθοδικά οι προϋποθέσεις για ριζοσπαστικές αλλαγές. Αυτές δηλαδή που εκδηλώθηκαν με ορμή μέσα στην επόμενη δεκαετία.
Ο Μεταξάς
Η δικτατορία του Γεωργίου Β’ και του Ιωάννη Μεταξά έκλεισε αυτή τη δύσκολη περίοδο. Ήταν μία ιδιόμορφη δικτατορία, όπου οι εξουσίες μοιράζονταν ανάμεσα στο βασιλιά και το δικτάτορα, χωρίς μερικές φορές ο ένας – ιδιαίτερα ο Μεταξάς, ως θεσμικά κατώτερος – να μπορεί να παρέμβει στις αρμοδιότητες του άλλου. Καθώς και οι δύο ήσαν ισχυρές προσωπικότητες, αυτή η συγκατοίκηση σε καιρούς περίπλοκους, στις παραμονές ενός νέου μεγάλου πολέμου, δεν ήταν πάντοτε άνετη, γινόταν μάλιστα κάποτε και ενοχλητική. Επιφορτισμένος περισσότερο με τα εσωτερικά ζητήματα της χώρας, ο Μεταξάς εφάρμοσε τον κρατικό παρεμβατισμό και την κεντρική διαχείριση της οικονομίας με τρόπους πιεστικούς, ολοκληρώνοντας όσα η προηγούμενη περίοδος των δυσκολιών είχε κληροδοτήσει. Δεν ήταν μόνο τα Τάγματα Εργασίας και οι κορπορατιστικού τύπου εργατικές ενώσεις ή το ΙΚΑ που εξέφρασαν αυτή την πολιτική. Τεχνικές ανάγκης, η μεγάλη εκστρατεία για επίτευξη της αυτάρκειας της χώρας σε τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης πριν από την έναρξη του πολέμου, έδωσαν νέα ώθηση στη συλλογικότητα των πολιτών όπως και στις δεξιότητές τους. Οι αγρότες έμαθαν να μεγιστοποιούν την παραγωγή τους μέσα από τη σκληρή συλλογική εργασία, την περίφημη «γραμμική σπορά» ή τις «σκαλιστικές» καλλιέργειες. Η καταδίωξη των κατσικιών, πέρα από τις ευεργετικές για τα δάση επιπτώσεις της, αύξησε τη διαθέσιμη γη και ως εκ τούτου, μαζί με τις νέες τεχνικές, μεγάλωσε τις παραγωγικές δυνατότητες της υπαίθρου.
Σε άλλους τομείς, οι τομές ήταν εξίσου σημαντικές. Για να αντιστρατευθεί την υπεροχή του Παλατιού ο Μεταξάς προσπάθησε να φτιάξει το δικό του πολιτικό μηχανισμό. Εκ των πραγμάτων, δεν μπορούσε να κτίσει ένα κόμμα όπως η ιδεολογία του το ήθελε, μία παραλλαγή του φασισμού δηλαδή, καθώς μια τέτοια κίνηση θα τον έφερνε αντιμέτωπο με το Παλάτι και με τους εποπτεύοντες καχύποπτους Βρετανούς. Έφτιαξε λοιπόν μόνο μια πολιτική νεολαία, την Εθνική Οργάνωση Νεολαίας, την ΕΟΝ. Εξωτερικά το σχήμα αυτό ήταν ρητορικά φλύαρο και ασήμαντο, με τις αψίδες, τις χλαμύδες του και τη θεατρικοδουλική επιδειξιομανία του. Εσωτερικά ήταν κάτι το επαναστατικό. Οι νέοι, υποχρεωτικά, έβγαιναν από το σπίτι τους, μάθαιναν να ζουν σε παρέες, αγόρια και κορίτσια μαζί, να πηγαίνουν εκδρομές, να εργάζονται, να στήνουν θέατρο, να διασκεδάζουν σε χορούς ή σε «πάρτι». Φοβίες αιώνων, παραδόσεις και «ηθικές αξίες» κατέρρευσαν μπροστά στις ανάγκες της πολιτικής. Επιπλέον τα παιδιά δεν γίνονταν φασίστες. Αυτή τη συνεύρεση των νέων την κανοναρχούσαν από τη μία οι  κατηχητές του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου με τον κούφιο λόγο τους, από την άλλη ο μεγάλος δάσκαλος των καιρών, ο κινηματογράφος. Στη διαπαιδαγώγηση, ο δεύτερος, παρά την αισιοδοξία του Μεταξά, κέρδιζε κατά κράτος.
Στον Οκτώβριο του 1940 οι Έλληνες έφθασαν εξαιρετικά έτοιμοι και εφοδιασμένοι. Γνώριζαν άριστα τις τεχνογνωσίες της επιβίωσης και της προόδου, πίστευαν στον εαυτό τους, ήταν κοινωνικά ενταγμένοι με ένα ισχυρό πλέγμα που οι συλλογικότητες της ανάγκης είχαν δημιουργήσει. Ένιωθαν ένα βαθύ πατριωτισμό, μία απεριόριστη αγάπη για μία πατρίδα που οι ίδιοι είχαν, από το τίποτα, από την καταστροφή, δημιουργήσει. Είχαν ξεπεράσει παλαιά «ταμπού», ακόμη και στις σχέσεις των δύο φύλων. Έμενε να μάθουν και να πολεμούν. Γι’ αυτό φρόντισε ο Μουσολίνι και η φασιστική Ιταλία.
Ο πόλεμος στην Αλβανία
Στις παραμονές του πολέμου, τον Οκτώβριο του 1940, ίσως όλοι οι Έλληνες, πολιτική ηγεσία και απλοί άνθρωποι, επιθυμούσαν να μείνει η χώρα όσο το δυνατόν πιο μακριά από αυτόν τον τρομερό πόλεμο που είχε ξεκινήσει. Οι εικόνες από τις πόλεις που καίγονταν – η τότε μητρόπολη του κόσμου, το Λονδίνο, σωριάζονταν σε ερείπια το Σεπτέμβριο του 1940 – από τα πλοία που βυθίζονταν – οι πίσσες από τα τορπιλισμένα ιταλικά πλοία που χάνονταν στην προσπάθειά τους να φθάσουν στα Δωδεκάνησα είχαν γεμίσει το καλοκαίρι του 1940 τις ελληνικές ακτές – τρόμαζαν όπως ήταν αναμενόμενο τους μικρούς σε μια σύγκρουση που τόσο μάτωνε τους μεγάλους.
Πέρα από αυτή την κοινή εκτίμηση, υπήρχε και ένα άλλο πεδίο απόλυτης συμφωνίας: το ότι δηλαδή η χώρα θα αντιστεκόταν στην όποια εισβολή. Η τελευταία, θα έλεγε κανείς, αποτελούσε ένα είδος εξετάσεων. Στην υπεράσπιση της πατρίδας, αυτής που όλοι μαζί έκτισαν μέσα από τα ερείπια, θα κρινόταν ποιοι ήταν άξιοι γι’ αυτή και ποιοι όχι. Ήταν ένα είδος συμβολαίου που επικύρωνε όσα είχαν προηγηθεί, την ταύτιση των Ελλήνων με το χώρο που τους έδωσε η προγενέστερη ιστορία. Έχοντας δουλέψει, με τον τρόπο που είχαν δουλέψει στο Μεσοπόλεμο για την Ελλάδα, Οι κάτοικοί της τη θεωρούσαν δικό τους έργο, στενή ιδιοκτησία τους. Κανείς μα κανείς δεν έπρεπε να τους την πάρει. Επρόκειτο για ένα βαθύ αίσθημα πατριωτισμού απέναντι στο οποίο δεν έμεναν περιθώρια για υστερόβουλες σκέψεις ομάδων ή ηγετών. Απλά έτσι ήταν. Το «όχι» που είπε εκ των πραγμάτων ο Μεταξάς, απαντώντας στο τελεσίγραφο του Ιταλού πρέσβη, ήταν μια ώριμη και καλά δουλεμένη απόφαση.
Επιπλέον η τύχη βοήθησε τους τολμηρούς. Η φασιστική Ιταλία ήταν ένα κράτος φανφαρόνων, οι πραγματικές δυνατότητες του οποίου ήταν αντιστρόφως ανάλογες της μεγαλοστομίας των ηγετών του. Στις 28 Οκτωβρίου η επίθεση στην Ελλάδα έγινε με εντυπωσιακά μικρές δυνάμεις, μόλις 100.000 στρατιώτες, και βασίστηκε σε φαντασιώσεις – περί απροθυμίας των Ελλήνων, περί εξέγερσης μειονοτήτων κλπ – παρά σε πραγματικά δεδομένα. Η ταχύτητα επιστράτευσης και συγκρότησης των μεγάλων στρατιωτικών μονάδων στην ελληνική πλευρά ήταν, βοηθούσης της γενικής προθυμίας, υποδειγματική σε τρόπο ώστε, στα μέσα Νοεμβρίου, ο ελληνικός στρατός απέκτησε σημαντική αριθμητική υπεροχή στο μέτωπο, την οποία και κράτησε σχεδόν μέχρι τα τέλη του Ιανουαρίου. Η ιταλική επίθεση εκφυλίστηκε σε υποχώρηση και μετά σε απελπισμένη άμυνα στις διαβάσεις που οδηγούσαν προς την κεντρική Αλβανία.
Για τους πολεμιστές της πρώτης γραμμής ο πολεμικός θρίαμβος υπήρξε φορέας πολλών μηνυμάτων. Το ότι κέρδιζαν μία από τις μεγάλες δυνάμεις του τότε κόσμου – άσχετα από τις πραγματικές της δυνατότητες στο συγκεκριμένο πεδίο μάχης – ενίσχυε την πίστη στον εαυτό τους. Την πίστη αυτή τη βίωναν μάλιστα συλλογικά. Εξαιτίας του συστήματος της επιστράτευσης οι στρατιωτικές μονάδες ήσαν συγκροτημένες σε τοπική βάση: κάθε σύνταγμα προερχόταν από μία πρωτεύουσα νομού, γεγονός που σήμαινε ότι σε κάθε τάγμα, σε κάθε λόχο, σε κάθε διμοιρία τις περισσότερες φορές οι φαντάροι ήσαν συντοπίτες, γνωρίζονταν μεταξύ τους, αποτελούσαν ένα είδος αποσπάσματος της κοινωνίας από την οποία προέρχονταν. Ακόμη περισσότερο, οι αξιωματικοί που τους οδηγούσαν στις μάχες τούς ήταν οικείοι. Μεγάλο ποσοστό των διμοιριτών, ανθυπολοχαγών ή και υπολοχαγών ήσαν έφεδροι, οι «εγγράμματοι» που είχαμε δει να οργανώνουν και να συντονίζουν τις προσπάθειες ανασύνταξης του Μεσοπολέμου.
Αυτοί οι δάσκαλοι, οι δικηγόροι, οι υπάλληλοι μάθαιναν τον πόλεμο μαζί με τους στρατιώτες τους. Ήταν δε ένας πόλεμος στα μέτρα τους. Το ορεινό τοπίο της Ηπείρου και της Αλβανίας, κατακερματισμένο και δυσπρόσιτο, δημιουργούσε πολυάριθμα μικρά πεδία σύγκρουσης, σχεδόν ανεξάρτητα και απομονωμένα το ένα από το άλλο. Οι κορυφές, οι χαράδρες, τα περάσματα ήσαν τα αντικείμενα διεκδίκησης ανάμεσα σε διμοιρίες, λόχους, διλοχίες, σπανιότερα τάγματα. Μερικές δεκάδες Ελλήνων μάχονταν το δικό τους πόλεμο σε κάθε ιδιαίτερη πτυχή των ατελείωτων βουνών, αντιμετώπιζαν το δικό τους εχθρό με τους δικούς τους τρόπους. Κανένα επιτελείο συντάγματος, μεραρχίας ή στρατιάς δεν μπορούσε να τους πει πώς να καταλάβουν την απέναντι κορυφή, πώς να νικήσουν το εχθρικό φυλάκιο. Οι τακτικές, σ’ ένα βαθμό, σχεδιάστηκαν επί τόπου από τους ίδιους τους ενδιαφερόμενους. Η ιταλική διάταξη, στον καιρό της αριθμητικής ανεπάρκειας των δυνάμεών της, άφηνε κενά ανάμεσα στα «σημεία στήριξης», τις κορυφές και τα περάσματα. Από αυτά τα κενά προχωρούσαν μικρές ομάδες, «πραγματοποιούσαν  διείσδυση στα μετόπισθεν της εχθρικής θέσης» που έλεγαν τα εγχειρίδια και οδηγούσαν τον εχθρό σε αναγκαστική υποχώρηση προς το επόμενο διάσελο και την επόμενη κορυφή. Εκατοντάδες μικρές νίκες αυτού του είδους έσπρωξαν των ιταλική διάταξη πίσω, βαθιά μέσα στα εδάφη της Αλβανίας.
Αυτό το είδος πολέμου έφθασε στα όριά του τον Ιανουάριο του 1941, όταν οι ιταλικές ενισχύσεις, που προοδευτικά έφθαναν στο αλβανικό μέτωπο, πύκνωσαν την εχθρική διάταξη και περιόρισαν τα κενά, τη στιγμή ακριβώς που οι καιρικές συνθήκες καθιστούσαν βασανιστική τη διαβίωση των στρατιωτών στα μεγάλα υψόμετρα και δύσκολο τον εφοδιασμό των προωθημένων μονάδων. Η προέλαση σταμάτησε, το μέτωπο καθηλώθηκε και το επιτελείο της Αθήνας, για να βγει από το αδιέξοδο, ξεκίνησε μία ατελείωτη σειρά αιματηρών όσο και άκαρπων επιθέσεων στην Κλεισούρα και το Τεπελένι. Τα κρυοπαγήματα, η κακή διατροφή, οι άσκοπες βαριές απώλειες προκάλεσαν καχυποψία αρχικά, δυσφορία στη συνέχεια στις ελληνικές δυνάμεις. Για τα κατώτερα κλιμάκια του στρατού, τους έφεδρους (αλλά και πολλούς μόνιμους), το γεγονός ότι οι απειράριθμες μικρές νίκες δεν οδήγησαν παρά στο βασανιστικό αδιέξοδο, γεννούσε ερωτηματικά και δυσάρεστες σκέψεις για τις προθέσεις της ηγεσίας. Ανάμεσα στην Αθήνα και το μέτωπο δημιουργήθηκε σιγά σιγά ένα αδιόρατο στην αρχή ρήγμα, το οποίο θα έπαιρνε διαστάσεις στα χρόνια που θα ακολουθούσαν. Τον ίδιο καιρό, στις 29 Ιανουαρίου, ο Μεταξάς πέθανε, ο Γεώργιος Β’ έμεινε μόνος ισχυρός ηγέτης της χώρας και οι Άγγλοι ανέλαβαν ουσιαστικά την υψηλή εποπτεία της πολεμικής προσπάθειας της χώρας.
Οι τελευταίες εβδομάδες του πολέμου στην Αλβανία ήταν εξαιρετικά πλούσιες σε πολιτικές διεργασίες στο επίπεδο των πολεμιστών του μετώπου και της κοινωνίας, της οποίας αυτοί αποτελούσαν το πλέον δραστήριο τμήμα. Από το Φεβρουάριο πολλαπλασιάζονταν οι ενδείξεις κρίσης στον ελληνικό στρατό. Σε μερικές μονάδες η έκφραση δυσαρέσκειας βγήκε φανερά στην επιφάνεια. Η απόκρουση της μεγάλης «Εαρινής επίθεσης» των Ιταλών δεν άλλαξε το γενικό κλίμα της δυσπραγίας. Όλοι γνώριζαν ότι η γερμανική επέμβαση πλησίαζε και ότι η τύχη της χώρας θα κρινόταν αλλού. Η μη ολοκλήρωση της νίκης στον καιρό της ελληνικής υπεροχής και των αλλεπάλληλων θριάμβων χρεώθηκε εξ ολοκλήρου στην πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της χώρας. Η ιδέα για «τρομαγμένους» και «άβουλους» ηγέτες και για «πεμπτοφαλαγγίτες», πράκτορες των Γερμανών, αξιωματικούς γεννήθηκε και εξαπλώθηκε μέσα στη γενική δυσαρέσκεια. Η ρήξη ανάμεσα στην ελληνική κοινωνία και την ηγεσία της έγραψε τις μέρες αυτές το πρώτο της κεφάλαιο.
Εισαγωγή στην ιστορία της Κατοχής
Τα γεγονότα της αμέσως προγενέστερης ιστορίας προετοίμασαν το έδαφος για τα όσα θα επακολουθούσαν. Ας σταθούμε στα κεντρικά σημεία αυτού του ιστορικού πλαισίου που είχε διαμορφωθεί στα 1941. Η χώρα, με τη μορφή και τα χαρακτηριστικά που είχε στα 1940, ήταν ένα νεαρό μόρφωμα, με προϊστορία μόλις δεκαέξι χρόνων περίπου. Οι θεσμοί, οι κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις ήταν ακόμη ρευστές και υπό διαμόρφωση. Αυτό σήμαινε ότι οι πολίτες ή οι πολιτικές δυνάμεις ήταν δυνατό να παρέμβουν σ’ αυτές, να τις αλλάξουν. Με άλλα λόγια, το μέλλον της χώρας ήταν ακόμη, σε μεγάλο βαθμό, ένα λευκό χαρτί, όπου τα πάντα θα ήταν δυνατό να γραφτούν από την αρχή. Οι μεγαλύτερες ανατροπές ήταν εφικτές σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο.
Η κοινωνική διαστρωμάτωση ήταν επιπλέον ασταθής. Δεν υπήρχαν εδώ ισχυρές, οικονομικά και πολιτικά, άρχουσες τάξεις των οποίων οι δυνατότητες να μπορούν να υποκαταστήσουν τις αδυναμίες της πολιτικής, να καλύψουν τις ρωγμές και τα κενά που οι εξελίξεις δημιουργούσαν. Σε μια χώρα μικρών – όπου οι μεσαίοι φάνταζαν «νοικοκυραίοι» -  με παρονομαστή μάλιστα τον κοινό αγώνα για αξιοπρεπή επιβίωση, οι σχέσεις με το κράτος ήταν ιδιαίτερα κρίσιμες όσο και σύνθετες, ζωτικές θα τις ονομάζαμε καλύτερα. Κανένας λοιπόν δεν μπορούσε να παραμείνει αδιάφορος στις τυχόν περιπέτειες του τελευταίου.
Ακόμη, οι πολίτες είχαν κοινωνικές και πολιτικές αρετές, δυσεύρετες σε πιο ήπιους καιρούς. Αν και δεν είχαν ζήσει ως τότε σε μία πραγματική δημοκρατία, τα περιθώρια της αυτονομίας τους, της αυτενέργειάς τους στο δύσκολο περιβάλλον δεν ήσαν ασήμαντα. Ήταν πολίτες που με κόπο, με γνώση και με συλλογικό πνεύμα είχαν πετύχει πολλά με τις δικές τους και μόνο δυνάμεις. Οι δεξιότητές τους, στην πολιτική, στην οικονομία, στην κοινωνική και επαγγελματική ζωή, ήταν αξιόλογες και επιπλέον, στην Αλβανία, οι στρατιωτικές δεξιότητες προστέθηκαν στις προηγούμενες. Συνηθισμένοι περισσότερο στις δύσκολες συνθήκες και στα δυσεπίλυτα προβλήματα, ελάχιστα τρόμαζαν μπροστά στις αντιξοότητες που θα παρουσιάζονταν μπροστά τους. Σε όλη την ως τότε ζωή τους είχαν μάθει να αντιμετωπίζουν αντιξοότητες.
Από την άποψη αυτή οι Έλληνες ήταν έτοιμοι – έτοιμοι με τον πλέον ριζοσπαστικό και απόλυτο τρόπο – να υποδεχθούν την Κατοχή. Και ακριβώς επειδή η άμεσα προηγούμενη ιστορία τούς είχε με τέτοιο τρόπο προετοιμάσει, μπόρεσαν να λειτουργήσουν, σε χρόνια δύσκολα και σκοτεινά, με έναν τρόπο που κανένας δεν περίμενε και που κανένας δεν είχε προμαντεύσει.

ΣΗΜΕΊΩΣΗ
1.Η μέθοδος των συμψηφισμών, κλήρινγκ, αφορά τη μεταξύ δύο κρατών ανταλλαγή προϊόντων  
   με βάση προσυμφωνημένες διοικητικά τιμές. Στην ουσία η μέθοδος υποκαθιστά την ελεύθερη
  αγορά και εφαρμόζεται σε περιόδους κλειστής οικονομίας, όταν μάλιστα η   μετατρεψιμότητα  του συναλλάγματος συμβαίνει να είναι, για πολλούς λόγους προβληματική.
   Η Ελλάδα χρησιμοποιούσε εντατικά αυτή τη μέθοδο ως την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Κοινή Αγορά, στις εμπορικές σχέσεις της με τις ανατολικές χώρες. Στη δεκαετία του ’30, μετά τη μεγάλη κρίση, αυτή η μέθοδος ήταν κανόνας στην ευρωπαϊκή ενδοχώρα.

Το κείμενο είναι από το ένθετο «Ιστορικά» της Ελευθεροτυπίας (16-10-2003)

 

7. Για την 28η Οκτωβρίου
του Νίκου Ποταμιάνου
Περίληψη:
Η Ιταλία ήταν φασιστική και γι’ αυτό επιτέθηκε στην Ελλάδα στις 28 Οκτωβρίου: ο επιθετικός εθνικισμός/ιμπεριαλισμός είναι βασικό χαρακτηριστικό του φασισμού. Ο πόλεμος του ’40 αποτέλεσε κομμάτι ενός ευρύτερου πολέμου, του Β΄ παγκόσμιου, ο οποίος σταδιακά απέκτησε έναν ρητό αντιφασιστικό χαρακτήρα και οδήγησε στην καταστροφή του φασισμού ως πολιτικού ρεύματος. Πώς θα ήταν ο κόσμος αν είχε νικήσει ο φασισμός στον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο; Απαντήσεις με βάση τα πεπραγμένα των φασιστικών καθεστώτων: Πιο βάρβαρος-σκληρός-απάνθρωπος, λιγότερο δίκαιος, λιγότερο ελεύθερος και δημοκρατικός, πιο υποταγμένος, λιγότερο ορθολογικός/διαφωτισμένος. Έχουν οι Έλληνες ανοσία στον φασισμό;
Την 28η Οκτωβρίου 1940 η Ελλάδα είπε όχι στις απαιτήσεις της Ιταλίας[1] και ο ιταλικός στρατός εισέβαλε από τα βουνά της (περίπου κατεχόμενης από τους Ιταλούς) Αλβανίας. Η Ιταλία ήταν φασιστική, η πρώτη χώρα στην οποία επικράτησε ο φασισμός, αλλά και στην Ελλάδα υπήρχε δικτατορία υπό τον Μεταξά, η οποία μάλιστα είχε εμφανίσει κάποιες τάσεις μίμησης των φασιστικών καθεστώτων. Ο Μεταξάς λειτούργησε με βάση όχι την ιδεολογική του συγγένεια με τον φασισμό αλλά με βάση τους διεθνείς προσανατολισμούς της χώρας στο πλευρό της Αγγλίας.[2] Σε κάθε περίπτωση, ήταν η πρώτη ίσως φορά που σε ενέργειά του ο Μεταξάς είχε τη σαφή συναίνεση του ελληνικού λαού, ο οποίος κινητοποιήθηκε με ενθουσιασμό για να πολεμήσει τους εισβολείς.
Αν όμως ο πόλεμος του ’40 έγινε ανάμεσα σε δύο αντιδημοκρατικά καθεστώτα, τότε με ποια έννοια είχε κι ένα αντιφασιστικό περιεχόμενο, και πώς μας δίνει την ευκαιρία να μιλήσουμε για τον φασισμό; Για δύο λόγους.
Πρώτον, ας αναρωτηθούμε, γιατί η Ιταλία είχε «απαιτήσεις» από την Ελλάδα; Ο φασισμός ήταν εγγενώς επιθετικός και ιμπεριαλιστικός, φυσικά συνεχίζοντας τάσεις που είχαν αναπτυχθεί στη φιλελεύθερη Ευρώπη ήδη από τον 19ο αιώνα. Στην Ιταλία οι πρώτοι που έσπευσαν να προσχωρήσουν στο φασιστικό κόμμα όταν πήρε την εξουσία ήταν οι βουλευτές της Εθνικιστικής Ένωσης που επιδίωκε τη δημιουργία μιας ιταλικής μεσογειακής αυτοκρατορίας. Ο Μουσολίνι αναφερόταν στη Μεσόγειο ως Mare nostrum, «η θάλασσά μας», και επί των ημερών του η Ιταλία πρόσθεσε στα Δωδεκάνησα (που κατείχε από το 1911) τη Λιβύη, την Αιθιοπία ως αποικίες και την Αλβανία ως προτεκτοράτο.
Στη Γερμανία, αντίστοιχα, βασική στη σκέψη των εθνικοσοσιαλιστών ήταν η έννοια του ζωτικού χώρου που είχε ανάγκη η φυλή/έθνος και τον οποίο θα κέρδιζε εις βάρος άλλων φυλών/εθνών. Θυμίζουμε ότι ο Β΄ παγκόσμιος πόλεμος είχε ξεκάθαρα ως αιτία του την επιθετικότητα της ναζιστικής Γερμανίας, η οποία ξεκίνησε να εκδηλώνεται ενάντια στους αδύναμους γείτονές της και έφτασε μέχρι την επίθεση στη Σοβιετική Ένωση με στόχο να γίνει η σλαβική Ανατολική Ευρώπη μια αποικία που θα προμήθευε τους Γερμανούς με δουλική εργασία και της οποίας εδάφη θα αποικίζονταν από μέλη της «γερμανικής φυλής».
Δεύτερον, ο ελληνοϊταλικός πόλεμος αποτελεί ένα επεισόδιο του Β΄ παγκοσμίου πολέμου: σε μια στιγμή που οι Γερμανοί έχουν καταλάβει τη Γαλλία και μοιάζουν ανίκητοι, οι Ιταλοί θέλουν κι αυτοί να επωφεληθούν και να πάρουν το μερίδιό τους από τις ευρύτερες ανακατατάξεις. Ο Β΄ παγκόσμιος πόλεμος, βέβαια, ήταν ένας πόλεμος μεταξύ εθνών/κρατών, ήταν όμως κι ένας πόλεμος με πολύ έντονη την ιδεολογική/πολιτική διάσταση. Για τους ναζί ήταν βασικά πόλεμος ενάντια στους υπάνθρωπους των κατώτερων φυλών με στόχο την κατάκτηση ζωτικού χώρου για το γερμανικό έθνος και την καταστροφή του κομμουνισμού. Για την ΕΣΣΔ, τις ΗΠΑ, την Αγγλία κλπ ήταν (ή έγινε) πόλεμος αντιφασιστικός: η συμμαχία τους απέκτησε ρητά αυτόν τον χαρακτήρα.
Το σημαντικότερο αποτέλεσμα του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου ήταν η καταστροφή του φασισμού ως πολιτικής δύναμης.[3] Μετά τον Β΄ παγκόσμιο υπήρξε μια εμβάθυνση των κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων στις περισσότερες χώρες, στη βάση ακριβώς των ιδεών στις οποίες αναφερόταν η αντιφασιστική συμμαχία, ενώ ο φασισμός έπαψε να υπάρχει ως αξιόλογο πολιτικό ρεύμα μέχρι πρόσφατα. (Φυσικά εμφανίστηκαν διάφορες εκδοχές της ακροδεξιάς, αν και παρέμειναν εκτός κυβερνήσεων και γενικά χωρίς σπουδαίες εκλογικές επιδόσεις).

Πώς θα πρέπει να αξιολογήσουμε, θετικά ή αρνητικά, αυτή την καταστροφή του φασισμού που επιτεύχθηκε με ασύλληπτα βαρύ τίμημα (55 εκατομμύρια νεκροί και τεράστιες καταστροφές); Ας προσπαθήσουμε να σκεφτούμε πώς θα ήταν ο κόσμος σήμερα αν στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο είχαν νικήσει η ναζιστική Γερμανία και η φασιστική Ιταλία. Ας πάρουμε, γι’ αυτό, τον φασισμό στην πιο καθαρή μορφή του, εκεί όπου υπήρξε με τους λιγότερους συμβιβασμούς με τις παραδοσιακές συντηρητικές ελίτ, τη ναζιστική Γερμανία.[4]

Πρώτα πρώτα, θα ήταν ένας κόσμος πιο βάρβαρος και βίαιος, ακόμα πιο βάρβαρος απ’ αυτόν που υπάρχει σήμερα. Ας σκεφτούμε πώς φέρονταν οι ναζί στις χώρες που βρίσκονταν υπό την κατοχή τους. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ούτε από το Δίστομο ούτε από τη Βιάννο για να έχει ακούσει ιστορίες φρίκης από την Κατοχή. Δείτε έναν χάρτη με τα καμένα από τους ναζί ελληνικά χωριά. Από εδώ, με τη μάχη της Κρήτης, ξεκίνησαν οι ναζί να προβαίνουν σε βαρβαρότητες κατά αμάχων: στα χωριά που τους αντιστάθηκαν, σε αντίποινα, εκτελούσαν όλους τους άντρες. Τέτοιες θηριωδίες γενικεύτηκαν στη συνέχεια στο Ανατολικό μέτωπο. Από τα 5 εκατομμύρια αιχμαλώτους Ρώσους που συνέλαβαν οι Γερμανοί, επέζησαν μόνο τα 2 εκατομμύρια.
Ίσως να πει κανείς ότι πόλεμος ήταν, θα γίνονταν και βαρβαρότητες και εγκλήματα. Οι φασίστες, όμως, λάτρευαν τον πόλεμο, βρίσκονταν στο στοιχείο τους, αποθέωναν τη βία, και επιπλέον τα εγκλήματά τους δεν ήταν κοινά. Πέρα από το ότι υπήρξαν πάμπολλοι Γερμανοί εγκληματίες πολέμου, ειδικά για τους ναζί δημιουργήθηκε μια νέα νομική κατηγορία, το «έγκλημα κατά της ανθρωπότητας» που αφορούσε τη δολοφονία και την υποδούλωση άμαχων πληθυσμών και μάλιστα για πολιτικούς και «φυλετικούς»/θρησκευτικούς λόγους. Για πρώτη φορά στην ιστορία επιχειρήθηκε συνειδητά η εξόντωση ενός ολόκληρου λαού, εκατομμυρίων ανθρώπων απλώς και μόνο επειδή ήταν Εβραίοι. Ακόμα πιο ανατριχιαστικό είναι ότι οι μαζικές αυτές δολοφονίες δεν έγιναν σε μια έκρηξη μίσους, δεν ήταν ένα πογκρόμ που ξεκίνησε με κάποια (έστω ψεύτικη) αφορμή: εν πλήρη ηρεμία, με κανονικές γραφειοκρατικές διαδικασίες και με βιομηχανική οργάνωση, εκατομμύρια άνθρωποι σκοτώνονταν επειδή οι ναζί είχαν αποφασίσει ότι δεν είχαν δικαίωμα να ζουν. Καταλαβαίνετε, λοιπόν, γιατί η ναζιστική ιδεολογία έχει αποκληθεί εγκληματική.
Αν είχε νικήσει ο φασισμός, ο κόσμος θα ήταν πιο σκληρός, ακόμα πιο σκληρός απ’ ό,τι σήμερα, θα επικρατούσε ο νόμος της ζούγκλας, το δίκαιο του ισχυρότερου, χωρίς τους μετριασμούς του που έχουν εφεύρει οι ανθρώπινες κοινωνίες. Οι φασίστες λάτρευαν τη δύναμη, αυτό που ήθελαν ήταν να τους φοβούνται. Οι αδύναμοι προορίζονταν για τον Καιάδα: στη ναζιστική Γερμανία δεν υπήρχε θέση για τα άτομα με ειδικές ανάγκες, στειρώνονταν ή εξοντώνονταν (το 1939-41 ευθανασία εφαρμόστηκε σε 70.000 Γερμανούς με ανίατες ασθένειες ή φρενοβλαβείς). Αυτή η απουσία ελέους έφερνε τους ναζί κάποτε σε ψυχρότητα ή και σε σύγκρουση με την Εκκλησία: στα στρατόπεδα συγκέντρωσης το 1937 στάλθηκαν και 700 ιερείς. Ο γραμματέας του ναζιστικού κόμματος Μ. Μπόρμαν δήλωνε ότι «ο εθνικοσοσιαλισμός και ο χριστιανισμός είναι δύο ασύμβατες έννοιες».

Θα ήταν ένας κόσμος πιο απάνθρωπος, αν είχαν νικήσει οι ναζί . άλλωστε γι’ αυτούς δεν υπήρχε η έννοια της ανθρωπότητας: υπήρχαν μόνο φυλές, ανώτερες και κατώτερες, σε αιώνια πάλη μεταξύ τους, και είναι απολύτως θεμιτό οι ανώτερες να υποδουλώσουν ή να εξοντώσουν τις κατώτερες φυλές. Θα ήταν λοιπόν ένας κόσμος λιγότερο ηθικός: οι στοιχειώδεις ηθικοί φραγμοί απέναντι στον συνάνθρωπο δεν ισχύουν για όσους δεν ανήκουν στη σωστή φυλή.
Θεωρητικά οι ναζί είχαν τους Έλληνες ψηλά στην ιεραρχία των εθνών, ως απογόνους των αρχαίων Σπαρτιατών κλπ. Κατά την κατοχή όμως τους άφησαν να πεθαίνουν κατά χιλιάδες από την πείνα, μεριμνώντας μόνο για τον εφοδιασμό των δικών τους στρατευμάτων κατοχής. Σημειωτέον ότι οι Γερμανοί δεν πείνασαν κατά τη διάρκεια του Β΄ παγκοσμίου (παρά μόνο από το 1945 κ.ε., οπότε και κατάλαβαν από πρώτο χέρι τι είχαν κάνει στους άλλους τόσα χρόνια). Αν το έκαναν αυτό σ’ ένα έθνος που υποτίθεται ότι σέβονταν, φανταστείτε τι μπορούσαν να κάνουν στα άλλα.
Αν είχε νικήσει ο φασισμός, ο κόσμος μας θα ήταν πιο δίκαιος; Όχι. Εξ ορισμού οι άνθρωποι δεν θα θεωρούνταν ίσοι μεταξύ τους, η ισότητα κατηγορούνταν από τους φασίστες ως αξία της δημοκρατίας (όπως και είναι), δεν θα υπήρχε κράτος δικαίου και ίση μεταχείριση των πολιτών. Τα μέλη των εθνικών μειονοτήτων δεν θα είχαν τα ίδια δικαιώματα με τους υπόλοιπους πολίτες. Η ανισότητα στις σχέσεις των δύο φύλων προωθήθηκε από τους ναζί: θα ζούσαμε σ’ έναν κόσμο πιο πατριαρχικό, η αντρική εξουσία θα ενισχυόταν, οι γυναίκες θα όφειλαν να περιορίσουν την κοινωνική τους ζωή και να αποσυρθούν στο σπίτι.
Σ’ έναν φασιστικό κόσμο η δουλεία θα επανερχόταν, επίσημα ή ανεπίσημα. Κατά τη διάρκεια του Β΄ παγκοσμίου πολέμου για την εντατική λειτουργία της πολεμικής της βιομηχανίας η ναζιστική Γερμανία χρησιμοποίησε κυριολεκτικά δουλική εργασία, αιχμαλώτων ή αμάχων από κατεχόμενες χώρες που δούλευαν επί τόπου ή αναγκάζονταν να μεταφερθούν στη Γερμανία για να εργαστούν.
Τουλάχιστον στο εσωτερικό της εθνικής κοινότητας θα υπήρχε μεγαλύτερη κοινωνική δικαιοσύνη, θα ήταν μικρότερες οι διαφορές μεταξύ φτωχών και πλουσίων; Στο κάτω κάτω ναζί σημαίνει «εθνικοσοσιαλιστής» (Nazional Sozialistische) και οι σοσιαλιστές είναι ευαίσθητοι σε τέτοια ζητήματα. Η απάντηση είναι όχι: στη ναζιστική Γερμανία τα κέρδη των επιχειρηματιών αυξήθηκαν και οι μισθοί των εργαζομένων μειώθηκαν. Παρ’ όλες τις αντιπλουτοκρατικές τους φανφάρες οι φασίστες λειτούργησαν σαφώς υπέρ του μεγάλου κεφαλαίου, όπως τους κατηγορούσαν από την αρχή οι αντίπαλοί τους που έβλεπαν Γερμανούς επιχειρηματίες να πληρώνουν το αεροπλάνο με το οποίο ο Χίτλερ έκανε τις προεκλογικές του περιοδείες και να καταβάλουν τα έξοδα συντήρησης των ναζιστικών ταγμάτων εφόδου.
Στην Ιταλία οι φασίστες ξεκίνησαν την άνοδό τους ως μπράβοι στην υπηρεσία των γαιοκτημόνων, που έβλεπαν τους χωρικούς να ζητάνε την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών τους και να τα καταλαμβάνουν, και των βιομηχάνων που αντιμετώπιζαν μετά τον πόλεμο τη ριζοσπαστικοποίηση των εργατών τους. Ο Μουσολίνι όταν πήρε την εξουσία ακολούθησε μια ορθόδοξη φιλελεύθερη οικονομική πολιτική, για να υιοθετήσει τη δεκαετία του ’30 μεγαλύτερες δόσεις κρατικού παρεμβατισμού, ανταποκρινόμενος στις τάσεις και τις ανάγκες της εποχής, πάντα σε αγαστή συνεργασία με τον ιταλικό Σύνδεσμο Βιομηχάνων.
Στη Γερμανία η αντικαπιταλιστική ρητορεία ήταν ισχυρότερη, άλλωστε η εξουσία παραδόθηκε στους φασίστες σε εποχής μαζικής ανεργίας μετά την οικονομική κρίση του 1929. Γρήγορα όμως εξοντώθηκαν τα μέλη των ναζί που έπαιρναν στα σοβαρά τον όρο (εθνικο)«σοσιαλιστής», όπως φυσικά καταδιώχθηκαν αμέσως οι κομμουνιστές και οι σοσιαλδημοκράτες: η μεγαλύτερη υπηρεσία του φασισμού προς το μεγάλο κεφάλαιο ήταν το χτύπημα όσων αμφισβητούσαν την κυριαρχία του, καθώς και η διάλυση των ανεξάρτητων συνδικάτων.
Βεβαίως αυτό που διαφημίζεται ως το μεγάλο επίτευγμα των ναζί είναι η αντιμετώπιση της ανεργίας, η οποία το 1932 είχε πάρει τεράστιες διαστάσεις. Αυτό επιτεύχθηκε με την απασχόληση εκατομμυρίων ανέργων σε δημόσια έργα και άλλες δουλειές ανά τη Γερμανία με μοναδική αμοιβή ένα πιάτο φαΐ και ένα κοτέτσι για να κοιμηθούν. Η αμοιβή ήταν ελάχιστη και οι πρώην άνεργοι δεν είχαν ούτε δικαιώματα ούτε δυνατότητες διαπραγμάτευσης, παρ’ όλ’ αυτά ήταν μια δουλειά.
Η ανάληψη οικονομικής δραστηριότητας από το κράτος σε μεγάλη έκταση ήταν μια συνταγή που δοκιμάστηκε και σ’ άλλες καπιταλιστικές χώρες μετά την κρίση του 1929 (πχ ΗΠΑ), στη Γερμανία όμως υπήρξε πιο αποτελεσματική για την εξάλειψη της ανεργίας. Σ’ αυτό έπαιξε ίσως ρόλο το ότι το ναζιστικό κράτος έδινε πιο λίγα, καταργώντας στοιχειώδη εργατικά δικαιώματα (για παράδειγμα δεν είχες απόλυτο δικαίωμα να διαλέξεις ούτε τον τόπο όπου θα δούλευες ούτε τον εργοδότη σου). Αλλά το κυριότερο είναι ότι οι ναζί προώθησαν την εμπλοκή του κράτους στην οικονομία περισσότερο απ’ ό,τι σε άλλες χώρες επειδή ήθελαν να προετοιμαστούν για πόλεμο.
Η οικονομική ανάπτυξη που προέκυπτε έτσι, με αυτές τις προτεραιότητες, δεν μπορεί να αποτελέσει μοντέλο που μπορεί να εφαρμοστεί παντού: εκτός κι αν μας ικανοποιεί το να ζούμε σ’ έναν κόσμο όπου κάθε λίγο θα πρέπει να γίνεται ένας μεγάλος πόλεμος στον οποίο (μαζί με όλες τις άλλες καταστροφές) θα καταστρέφονται όσα έχει φτιάξει η πολεμική βιομηχανία κάθε χώρας και μετά θ’ αρχίζει ένας νέος κύκλος παραγωγής και καταστροφής. Η σχεδόν πλήρης απασχόληση που πέτυχε η ναζιστική Γερμανία είναι αδιαχώριστη από την επιθετικότητά της και τον πόλεμο που ακολούθησε: όταν όλα υποτάσσονται στην προετοιμασία για πόλεμο, κάποια στιγμή ο πόλεμος θα πρέπει να γίνει (και να ξαναγίνει, σ’ έναν κύκλο που μπορεί να τελειώσει μόνο με την ήττα του φασισμού).

Ένας κόσμος στον οποίο θα είχαν νικήσει οι φασίστες θα ήταν λιγότερο ελεύθερος, λιγότερο ανεκτικός, πιο μισαλλόδοξος. Πόσο ελεύθερος είσαι όταν φοβάσαι ανά πάσα στιγμή για τη σωματική σου ακεραιότητα; Πόσο ελεύθερα μπορείς να σκέφτεσαι σε καθεστώς «υποχρεωτικής εθνικής ενότητας»; Πόσο ελεύθερος είσαι όταν δεν μπορείς να μιλήσεις γιατί ό,τι πεις θα φτάσει στα αυτιά της μυστικής αστυνομίας, της Γκεστάπο, και θα σε κλείσουν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης; Πόσο ελεύθερος είναι ένας κόσμος στον οποίο έχει επιστρέψει η δουλεία ως θεσμός, η σκλαβιά; Στον οποίο θα κυριαρχούσαν η ρουφιανιά, η καχυποψία, ο φόβος; Στον οποίο θα διώκονταν οι ιδέες και όχι μόνο οι πράξεις; Στον οποίο με συνοπτικές διαδικασίες θα κλείνονταν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης κομμουνιστές και σοσιαλιστές, Εβραίοι και Τσιγγάνοι, ομοφυλόφιλοι και απεργοί; Στον οποίο η προσωπική και η συλλογική αυτονομία δεν θα υφίστατο μπροστά στις επιθυμίες ενός κράτους που θα αυτοαποκαλούνταν «ολοκληρωτικό»; Σύμφωνα με τον υπεύθυνο του Γραφείου εργασίας των ναζί, ο μόνος ιδιωτικός χρόνος του ατόμου θα έπρεπε να είναι η ώρα που κοιμάται.

Θα ήταν τουλάχιστον ένας κόσμος πιο πειθαρχημένος; Σίγουρα όχι με τον τρόπο που εννοούσε ο Περικλής/Θουκυδίδης στον «Επιτάφιο», όχι με μια εσωτερική πειθαρχία που πηγάζει μεταξύ άλλων από τη συμμετοχή των ανθρώπων στη θέσπιση των κανόνων. Θα ήταν ένας κόσμος πιο υποταγμένος, όπου οι απλοί άνθρωποι θα έπρεπε να υπακούουν σε κανόνες που θα είχαν οριστεί χωρίς τη συμμετοχή τους. Τυφλή υπακοή σημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι αποποιείσαι την ευθύνη για τις πράξεις σου: μετά τον πόλεμο όλοι οι ναζί ισχυρίζονταν ότι εκτελούσαν εντολές, οπότε δεν ευθύνονταν για τα εγκλήματα που είχαν κάνει. Και δείτε ταινίες όπως «Το Πείραμα»: όταν οι κανόνες είναι σκληροί και παράλογοι και οι άνθρωποι υποχρεώνονται να υποτάσσονται σ’ αυτούς, η πειθαρχία οδηγεί σε μια κόλαση.

Θα ήταν, λοιπόν, ένας κόσμος λιγότερο δημοκρατικός, όπου οι άνθρωποι θα έλεγχαν λιγότερο τη ζωή τους και δεν θα προβλέπονταν διαδικασίες μέσω των οποίων θα μπορούσαν να επηρεάζουν την πολιτική του κράτους. Ο φασισμός προήλθε από τάσεις που αναπτύχθηκαν μετά το 1789 κατά των αρχών της Γαλλικής Επανάστασης, κατά του δημοκρατικού κινήματος που διεκδικούσε το δικαίωμα ψήφου για όλους, και αργότερα κατά του μαρξισμού και του σοσιαλιστικού κινήματος που ζητούσαν τη δημιουργία μιας κοινωνίας ίσων ανθρώπων.

Ένας φασιστικός κόσμος, τέλος, θα ήταν ένας κόσμος λιγότερο ορθολογικός, λιγότερο διαφωτισμένος. Θα έχετε ακούσει για το κάψιμο από τους ναζί των βιβλίων που δεν τους άρεσαν. Γι’ αυτούς η εθνικότητα του επιστήμονα ήταν πιο σημαντική από το αν είχε δίκιο: φιλοδοξούσαν να δημιουργήσουν μια «γερμανική φυσική» που θα αντικαθιστούσε την «εβραϊκή φυσική» του Αϊνστάιν. Οι άνθρωποι θα μάθαιναν όχι να αναζητούν τα αίτια των προβλημάτων τους και λύσεις γι’ αυτά, αλλά αποδιοπομπαίους τράγους, κάποιον να του φορτώσουν τη δυστυχία τους και να ξεσπάσουν πάνω του, όπως έκανε ο Χίτλερ με τους Εβραίους. Αντί να κρίνουν τους ηγέτες τους, θα καλούνταν να τους λατρεύουν (Fuhrerprinzip). Αντί να διερωτούνται για την ορθότητα των εντολών, θα έπρεπε να τις υπακούν.
Θα έχετε ακούσει ότι εμείς οι Έλληνες δεν μπορούμε να είμαστε φασίστες, ότι έχουμε ανοσία στο μικρόβιο του φασισμού, αφού έχουμε ζήσει Κατοχή και έχουμε υποφέρει τόσο από τη φασιστική βία. Να μην ξεχνάμε, όμως, ότι στην Κατοχή ήταν χιλιάδες και οι Έλληνες που συνεργάστηκαν με τον κατακτητή. Ας θυμηθούμε τον όρκο των διαβόητων Ταγμάτων Ασφαλείας, που πολεμούσαν πλάι στους Γερμανούς ενάντια στους αντάρτες της Αντίστασης φορώντας γερμανικές στολές και που χαρακτηρίστηκαν προδότες απ’ όλες τις πολιτικές δυνάμεις και από τους Άγγλους μετά την απελευθέρωση:
"Ορκίζομαι εις τον Θεόν, τον άγιον τούτον όρκον, ότι θα υπακούω απολύτως εις τας διαταγάς του ανωτάτου αρχηγού του γερμανικού στρατού Αδόλφου Χίτλερ. Θα εκτελώ πιστώς απάσας τας ανατεθεισόμενας μου υπηρεσίας και θα υπακούω άνευ όρων εις τας διαταγάς των ανωτέρων μου. Γνωρίζω καλώς ότι δια μίαν αντίρρησιν εναντίον των υποχρεώσεων μου, τας οποίας δια του παρόντος αναλαμβάνω, θέλω τιμωρηθεί παρά των γερμανικών στρατιωτικών νόμων"
[[Σε αντιδιαστολή, ας θυμηθούμε τον όρκο του αντάρτη του ΕΛΑΣ, της σημαντικότερης δύναμης της Αντίστασης: «Ορκίζομαι ότι θα αγωνιστώ έως την τελευταία σταγόνα του αίματός μου για την πλήρη απελευθέρωση, ακεραιότητα και ανεξαρτησία της πατρίδας. Για την περιφρούρηση των συμφερόντων του ελληνικού λαού και την αποκατάσταση και κατοχύρωση των κυριαρχικών δικαιωμάτων του. Για τον σκοπό αυτό θα υπακούω στις πράξεις και αποφάσεις της ΠΕΕΑ και θα εκτελώ ευσυνείδητα και πειθαρχικά τις εντολές και οδηγίες των ανωτέρων μου και θα αποφεύγω κάθε πράξη που θα με ατιμάζει σαν άτομο και σαν αγωνιστή του ελληνικού λαού» ]]
Οι Έλληνες, λοιπόν, δεν έχουμε ανοσία στον φασισμό. Κανείς δεν έχει. Γι’ αυτό έχει σημασία να λέγονται όλα αυτά τα πράγματα, γι’ αυτό έχει σημασία να γιορτάζουμε μ’ αυτό το πνεύμα την 28η Οκτωβρίου.

Βιβλιογραφία στα ελληνικά:
Γιώργος Μαργαρίτης, «Ο πόλεμος της Αλβανίας 1940-41: ο χώρος και οι άνθρωποι», στο Επιστημονικό συμπόσιο Η Ελλάδα του ’40, Εταιρεία Σπουδών 1993, σ.25-52
Σπύρος Μαρκέτος, Πώς φίλησα τον Μουσολίνι! Τα πρώτα βήματα του ελληνικού φασισμού, Βιβλιόραμα 2006
Στάνλεϊ Πέιν, Μια ιστορία του φασισμού 1914-1945, Φιλίστωρ 2000
Χρήστος Χατζηιωσήφ, «Το “Όχι” του Μεταξά: βραχυπρόθεσμοι και μακροπρόθεσμοι παράγοντες μιας απόφασης», στο Επιστημονικό συμπόσιο Η Ελλάδα του ’40, Εταιρεία Σπουδών 1993, σ.233-248
Χρήστος Χατζηιωσήφ, «Η πορεία της Ευρώπης προς τον πόλεμο», στο Χρήστος Χατζηιωσήφ και Προκόπης Παπαστράτης (επιμ.), Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα, τ.Γ1, Βιβλιόραμα 2007, σ.9-47
Ian Kershaw, Χίτλερ, 2 τόμοι, Scripta 2000
Mark Mazower, Στην Ελλάδα του Χίτλερ, Αλεξάνδρεια 1994
Mark Mazower, Η αυτοκρατορία του Χίτλερ. Ναζιστική εξουσία στην κατοχική Ευρώπη, Αλεξάνδρεια 2009
Robert Paxton, Η ανατομία του φασισμού, Κέδρος 2006
Davide Rodogno, «Το “Spazio vitale” του φασισμού και η είσοδος της Ιταλίας στον πόλεμο», στο Χρήστος Χατζηιωσήφ και Προκόπης Παπαστράτης (επιμ.), Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα, τ.Γ1, Βιβλιόραμα 2007, σ.49-67
Συλλογικό: Άουσβιτς. Το Γεγονός και η Μνήμη του, Καστανιώτης 2007

[1] Να καταλάβει λιμάνια και αεροδρόμια της Ελλάδας ώστε να τα χρησιμοποιήσει για τον ανεφοδιασμό του Ιταλικού στρατού στη Βόρεια Αφρική. Πρακτικά, δηλαδή, να μετατρέψει την Ελλάδα σε προτεκτοράτο της Ιταλίας.
[2] τους οποίους εγγυούνταν ο βασιλιάς Γεώργιος ενώ συμμερίζονταν πλήρως και ο Μεταξάς, έχοντας μεταστραφεί από τον παλιότερο φιλογερμανισμό του.
[3] Συγκρίνετε τις αλλαγές των συνόρων μετά τον Α΄ και μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο: μετά τον Α΄ ΠΠ αυτοκρατορίες κατέρρευσαν, νέα κράτη σχηματίστηκαν και εκτεταμένα εδάφη πέρασαν σε άλλες χώρες, ενώ μετά τον Β΄ ΠΠ οι σχετικές αλλαγές ήταν αναλογικά ασήμαντες.
[4] Έχει παρατηρηθεί από τον Πάξτον ότι όλα τα φασιστικά και φασίζοντα καθεστώτα του μεσοπολέμου (τα οποία δεν περιορίζονταν στη Γερμανία και την Ιταλία) βασίζονταν σε μια συνεργασία μεταξύ φασιστών και συντηρητικών . σε κάθε χώρα υπήρχε διαφορετικός συσχετισμός ανάμεσά τους, και ανάλογα με αυτόν τον συσχετισμό διαμορφωνόταν το στίγμα κάθε καθεστώτος. Το ότι δεν ταυτίζονταν οι παραδοσιακές συντηρητικές ελίτ και τα φασιστικά κόμματα που ασκούσαν την εξουσία γινόταν σε όλους φανερό όταν οι χώρες του Άξονα φαίνονταν να χάνουν τον πόλεμο: χαρακτηριστική η περίπτωση της Ιταλίας, όπου ο βασιλιάς απέπεμψε τον Μουσολίνι όταν οι Σύμμαχοι αποβιβάστηκαν στη Σικελία το 1943, και ο τελευταίος ίδρυσε υπό γερμανική προστασία τη λεγόμενη Δημοκρατία του Σαλό αποστασιοποιούμενος από τον «συμβιβασμένο φασισμό» της προηγούμενης εικοσαετίας. Στη ναζιστική Γερμανία ο φασισμός απέκτησε την πιο ριζοσπαστική μορφή του, ερχόμενος στους λιγότερους (συγκριτικά με τις άλλες χώρες) συμβιβασμούς με τις συντηρητικές ελίτ και αντιμετωπίζοντάς τις νικηφόρα όταν προσπάθησαν να αντιδράσουν (με τη συνωμοσία των στρατηγών της Βέρμαχτ το 1944) στην καταστροφή που τους οδηγούσε ο Χίτλερ αρνούμενος να διαπραγματευτεί ειρήνη όταν φάνηκε ότι θα έχανε τον πόλεμο.






8. Λαϊκή και αντιλαϊκή αυτοδιοίκηση στην Κατοχή και τον Εμφύλιο
Του Γιάννη Σκαλιδάκη*
Η αυτοδιοίκηση στη δεκαετία του 1940-1950
Η πρώτη περίοδος δημιουργίας των νέων θεσμών στην Ελεύθερη Ελλάδα
Η δημιουργία μέσω του αντάρτικου αγώνα μεγάλων χώρων αυτονομημένων από την κατοχική εξουσία έφερε το ζήτημα του διοικητικού κενού και την ανάγκη κάλυψής του. Την πρώτη περίοδο λειτουργίας του χώρου της Ελεύθερης Ελλάδας, θα δοθούν διαφορετικές απαντήσεις, σε σύγκρουση μεταξύ τους, πάνω στο βαθμό ριζοσπαστικότητας της νέας εξουσίας, σύγκρουση που θα απασχολήσει αναγκαστικά και την ηγεσία του ΚΚΕ.
Οι χώροι για τους οποίους μιλάμε, δεν ήταν ξένοι προς την ιδέα της αυτοδιοίκησης ούτε οι δεσμοί τους με την κεντρική κρατική διοίκηση της χώρας ήταν ποτέ ιδιαίτερα στενοί. Στην Ευρυτανία, στην απομονωμένη Λάκα του Φουρνά δημιουργήθηκε το φθινόπωρο κιόλας του 1942 ο πρώτος γραπτός κώδικας λαϊκής αυτοδιοίκησης, ο γνωστός «Κώδικας Ποσειδώνα» από την τοπική υπαχτιδική επιτροπή του ΚΚΕ. Μέσω του κώδικα αυτού, οι ευρυτάνες κομμουνιστές, ουσιαστικά απαντούσαν στο πιεστικό ζήτημα της οργάνωσης ενός χώρου εντελώς αυτονομημένου από κάθε κεντρική εξουσία, οργάνωσης που έπρεπε να συμβαδίζει με τις ανάγκες του ένοπλου αγώνα και μιας κλειστής αυτάρκους οικονομίας. Όταν επιπλήχτηκαν από την ανώτερη οργάνωση του ΚΚΕ στην Ευρυτανία, ότι κινούνται εκτός της εθνικοαπελευθερωτικής γραμμής του ΕΑΜ, η απάντηση του Γεωργούλα Μπέικου ήταν ενδεικτική: «Εμείς, θα πεις, δεν τα ξέραμε αυτά; Και τα παραξέραμε; Μα ξέραμε κι επιπλέον την συγκεκριμένη κατάσταση που αντιμετωπίζαμε στο χώρο της ευθύνης μας, χώρο που απελευθερώθηκε και δεν μπορούσε να περιμένει την ολική απελευθέρωση της χώρας για να λυθεί το πρόβλημα εξουσιών - αυτό δεν το είχαμε προβλέψει στην Αθήνα. Και πιστεύαμε: μια κι είμαστε ελεύθεροι, μα κι υποχρεωμένοι να συγκροτήσουμε εξουσίες, τότε γνώμονας πρέπει να είναι το βασικό ντοκουμέντο του κόμματος, η 6η του 1934 - κάνουμε επανάσταση».
Οι διατάξεις του Κώδικα Ποσειδώνα εγκαθίδρυαν τους θεσμούς της λαϊκής αυτοδιοίκησης και της λαϊκής δικαιοσύνης. Σύμφωνα με αυτούς εκλέγονταν σε κάθε χωριό πενταμελείς επιτροπές Λαϊκής Αυτοδιοίκησης από Γενική Συνέλευση. Οι συνελεύσεις αυτές ήταν όργανα της λαϊκής εξουσίας και επιλαμβάνονταν όλων των προβλημάτων του χωριού. Η δικαιοσύνη γινόταν λαϊκή και απονέμονταν από λαϊκά δικαστήρια. Συγκροτούνταν για τα διάφορα ζητήματα υποεπιτροπές, επισιτιστική, λαϊκής ασφαλείας, σχολική, εκκλησιαστική. Οριζόταν ως ανώτερο σώμα η Γενική Συνέλευση του χωριού, που θα συνερχόταν τακτικά ανά μήνα.
Ξεκινώντας από την ανάγκη οργάνωσης και διοίκησης του χώρου, οι δημιουργοί των πρώτων αυτών θεσμών εφαρμόζουν και μια συγκεκριμένη, ριζοσπαστική σύλληψη των πραγμάτων. Οι ίδιοι οι θεσμοί δεν αποτελούν μια ουδέτερη μορφή για την αυτοδιοίκηση των ελευθερωμένων περιοχών αλλά εισάγουν πολλά ριζοσπαστικά μέτρα, τα οποία, αλλού λιγότερο αλλού περισσότερο, θα επηρεάσουν τις συλλογικές πρακτικές και νοοτροπίες. Μερικά από τα μέτρα αυτά ήταν και η ανάδειξη της γενικής συνέλευσης ως κυρίαρχου οργάνου, της δημοκρατικής εκλογής, ελέγχου και ανακλητότητας των αντιπροσώπων, που ήταν άμισθοι, η πολιτική ισοτιμία γυναικών και ανδρών αλλά και η επιδίωξη επίτευξης συμβιβασμού στα λαϊκά δικαστήρια, με διαδικασίες δωρεάν για τους διαδίκους και η επιβολή ποινών με σκοπό τη βελτίωση του υπαίτιου.
Λίγο πιο βόρεια, στη Θεσσαλία, στα χωριά που απελευθερώνονται, διατηρούνται τα μεταξικά κοινοτικά συμβούλια. Αντικαθίστανται μόνο όσοι από τους τοπικούς άρχοντες έχουν επιβαρυνθεί με συνεργασία με τον κατακτητή. Σύμφωνα με τον ιστορικό Λ. Αρσενίου, η κατάργηση των παλιών κοινοτικών συμβουλίων θα αποτελούσε αντίφαση με την πολιτική της εθνικής ενότητας. Όμως, όπως χαρακτηριστικά περιέγραφε ο αξιωματικός του ΕΛΑΣ Μπουκουβάλας, «το σύστημα [των παλιών κοινοτικών συμβουλίων] είχε σαπίσει, έλυωνε κάτω από το κλίμα που δημιουργούσε ο απελευθερωτικός αγώνας». Πολλοί παλιοί πρόεδροι πέρασαν με το ΕΑΜ και άλλοι είχαν αποσυρθεί για να μην αναγκάζονται να υπηρετούν τους κατακτητές.
Ανάπτυξη και δράση της λαϊκής αυτοδιοίκησης
Η ανάπτυξη της ένοπλης Αντίστασης οδηγεί εκ των πραγμάτων στην ανάγκη διοίκησης των περιοχών στις οποίες βασίζεται για τη συντήρηση και τη στελέχωσή της. Σε αυτές τις περιοχές δεν συντρέχει πλέον λόγος διατήρησης τοπικών εξουσιών της τεταρτοαυγουστιανής περιόδου και ο δρόμος είναι ανοιχτός για την εδραίωση της λαϊκής αυτοδιοίκησης και δικαιοσύνης.
Είχε ήδη τεθεί σε εφαρμογή από το Κοινό Γενικό Στρατηγείο Ανταρτών, (ΚΓΣΑ) από τις 10 Αυγούστου 1943 η Απόφαση 6 για τα ζητήματα αυτοδιοίκησης. Η Απόφαση 6 του ΚΓΣΑ ρύθμιζε με γενικό τρόπο, τη λειτουργία της αυτοδιοίκησης και της δικαιοσύνης στις ελεύθερες περιοχές. Όρισε τιμές για τα βασικά είδη διατροφής, επέβαλε εισφορά για την ενίσχυση των αντάρτικων δυνάμεων, των πολεμοπαθών και του ορεινού πληθυσμού και παρακράτημα στη διακίνηση εμπορευμάτων και κυρίως τροφίμων. Συγκρότησε κοινά φρουραρχεία σε περιοχές οπού δρούσαν πάνω από μια οργανώσεις και επόπτευσε τις διαδικασίες σχετικά με τις εκλογές των επιτροπών και υποεπιτροπών.
Με την de facto κατάργηση του ΚΓΣΑ, η διοίκηση της Ελεύθερης Ελλάδας, έπρεπε να οργανωθεί θεσμικά ενιαία εξαρχής. Αυτήν την ανάγκη κάλυψε η διαταγή 2929 του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ την 1η Δεκεμβρίου 1943, που έθετε σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 1944 τις «Διατάξεις για την Αυτοδιοίκηση και Λαϊκή Δικαιοσύνη». Η εισαγωγή θεσμών, όπως το Ακυρωτικό δικαστήριο και το Επαρχιακό και Νομαρχιακό Συμβούλιο, έδειχναν ότι πλέον ετίθετο με επίταση το ζήτημα της διοίκησης μεγάλων ενιαίων περιοχών και δεν ήταν πλέον ζήτημα αυτοοργάνωσης αποκλεισμένων ορεινών κοινοτήτων ή κάλυψης βασικών αναγκών του ένοπλου αγώνα. Η πολιτική διοίκηση της Ελεύθερης Ελλάδας, που οδήγησε και στο σχηματισμό της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ), δεν ήταν πλέον απλά ένα στοιχείο πολιτικής τακτικής, ήταν μια αναγκαιότητα.
Από τις 13 Μαρτίου, με την Πράξη 4 η ΠΕΕΑ επικύρωνε την ισχύ των «Διατάξεων για την αυτοδιοίκηση και τη λαϊκή δικαιοσύνη», του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ, οι οποίες ίσχυαν για τις περιοχές δικαιοδοσίας του από την 1η Ιανουαρίου 1944. Οι Διατάξεις αποτελούσαν συστηματοποίηση του πρότερου Κώδικα Στερεάς Ελλάδας και αποτελούνταν από 146 άρθρα. Κάθε κοινότητα, δήμος, επαρχία και νομός διοικούνταν από συμβούλια και κάθε κοινότητα και δήμος είχε λαϊκές επιτροπές (λαϊκής ασφάλειας, σχολική, εκκλησιαστική, κοινωνικής πρόνοιας, επισιτισμού καθώς και εξελεγκτική). Σε κάθε κοινότητα και δήμο λειτουργούσε και λαϊκό δικαστήριο και σε κάθε έδρα παλιού ειρηνοδικείου αναθεωρητικό δικαστήριο. Η ΠΕΕΑ επιπρόσθετα διόριζε έναν διοικητικό αντιπρόσωπο σε κάθε επαρχία, με αρμοδιότητα την «καθοδήγηση και παρακολούθηση των οργάνων της αυτοδιοίκησης».
Μια ημέρα μετά την θέσπιση της Πράξης 4 για την αυτοδιοίκηση, η Γραμματεία Εσωτερικών της ΠΕΕΑ με την Εγκύκλιο 1 «προς όλα τα όργανα Τοπικής Αυτοδιοίκησης» ανακοίνωνε τους σκοπούς της για το θεσμό. Περιέγραφε την αυτοδιοίκηση ως «θεμέλιο της αυριανής μεταπολεμικής αναδημιουργίας», που έπρεπε από τώρα να φροντίσει τις ανάγκες του λαού της Ελεύθερης Ελλάδας που τόσο επιβαρυνόταν από τις ανάγκες του πολέμου. Σύμφωνα με την Εγκύκλιο, η τοπική αυτοδιοίκηση για να αποδώσει, έπρεπε να ολοκληρωθεί με τη συγκρότηση των Επαρχιακών και Νομαρχιακών Συμβουλίων. Ζητούσε δε από τα όργανα όλων των βαθμίδων να στείλουν στη Γραμματεία Εσωτερικών τους προϋπολογισμούς τους και να υποδειχτούν μέτρα για τη βελτίωση των οικονομικών των δήμων, επαρχιών και κοινοτήτων.
Η αυτοδιοίκηση ασχολήθηκε με την ίδρυση ή την εξασφάλιση λειτουργίας σχολείων και μονάδων περίθαλψης, μικρά νοσοκομεία και φαρμακεία. Αυτή η προσπάθεια περιλάμβανε και την πληρωμή των δασκάλων και των γιατρών από την αυτοδιοίκηση. Επενέβη και στο ζήτημα της αγοράς εργασίας, καθορίζοντας σε ορισμένες περιπτώσεις ημερομίσθια και ορίζοντας εκ περιτροπής εργασία σε κοινοτικά έργα.  Έγιναν έτσι μια σειρά μικρά και μεγαλύτερα δημόσια έργα, επισκευές γεφυρών και δημόσιων δρόμων αλλά και νέα έργα όπως ο ηλεκτροφωτισμός των κοινοτήτων. Σε ορισμένες περιοχές, εφαρμόστηκε και ο θεσμός του λαϊκού πρατηρίου το οποίο διέθετε σε φτηνές τιμές εμπορεύματα όπως αλάτι, σταφιδίνη και τσιγαρόχαρτα. Με πόρους από το δημοτικό ταμείο και από τους συνεταιρισμούς αγόραζε προϊόντα σε μεγάλες ποσότητες και τα πουλούσε με μικρό κέρδος.
Ένα από τα πιο σημαντικά έργα της αυτοδιοίκησης, μέσα στα πλαίσια της πολιτικής και των αποφάσεων του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ, ήταν και η ενίσχυση των πιο αδύναμων περιοχών της Ελεύθερης Ελλάδας, είτε αυτές ήταν παραδοσιακά άγονες περιοχές όπως στην Ήπειρο ή θύματα των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων των Γερμανών, οι οποίοι από το φθινόπωρο του 1943 μεθοδικά κατέστρεφαν εξολοκλήρου χωριά με αλλεπάλληλες επιχειρήσεις. Αυτή η κατάσταση, εκτός από την άμεση τρομοκρατία αποτελούσε και μια μορφή οικονομικού πολέμου καθώς, καταστρέφοντας όλες τις παραγωγικές υποδομές (ζώα, σοδειές, αποθηκευτικούς χώρους, δέντρα), οι Γερμανοί διέλυαν την παραγωγική βάση της Ελεύθερης Ελλάδας και υπονόμευαν πολλαπλά τις δυνατότητες δράσης του ΕΛΑΣ. Το ότι σε αυτήν την κατάσταση, δεν είχαμε μια κατάρρευση του αντιστασιακού πλέγματος ούτε μια σοβαρή επισιτιστική κρίση, πρέπει να οφείλεται σε ένα σημαντικό δίκτυο αλληλοστήριξης των περιοχών της Ελεύθερης Ελλάδας. Εκτός από τη φορολογία και τα αποθέματα που διαχειριζόταν κεντρικά η Επιμελητεία του Αντάρτη (ΕΤΑ) και που μπορούσε να διανείμει στη μια ή την άλλη περίπτωση, εκτεταμένες ήταν οι πρωτοβουλίες εράνων υπέρ των «πυροπαθών», που συγκέντρωνε κυρίως η Εθνική Αλληλεγγύη και προωθούσε στη συνέχεια η ΕΤΑ προς τους έχοντες ανάγκη. Η αυτοδιοίκηση διοργάνωσε κινητοποιήσεις και συλλαλητήρια από τις αποκλεισμένες περιοχές για την απόσπαση βοήθειας από τις επιτροπές του Ερυθρού Σταυρού.
Η κατεχόμενη χώρα
Ποιος θα μπορούσε να είναι ο ρόλος της αυτοδιοίκησης σε μια χώρα κατεχόμενη, με μια δωσίλογη κεντρική εξουσία και τρεις διαφορετικούς κατακτητές; Οι ιδιαίτερες συνθήκες της Ελλάδας επεφύλαξαν ένα σημαντικό ρόλο για τις τοπικές εξουσίες, που ολοένα και μεγάλωνε μέχρι την απελευθέρωση. Η Κατοχή της χώρας την είχε βρει με το καθεστώς Μεταξά, ένα ολοκληρωτικό καθεστώς που είχε καταργήσει και τις αιρετές τοπικές διοικήσεις. Στη θέση τους τοποθέτησε ανθρώπους διορισμένους από το καθεστώς και υπόλογους σε αυτό. Η στάση τόσο των ίδιων όσο και του περίγυρού τους ποίκιλε κατά τη διάρκεια της κατοχικής περιόδου. Πολλοί διατήρησαν τις θέσεις τους και ανάμεσά τους άλλοι συντάχθηκαν στην υπηρεσία του νέου αφέντη, ενώ άλλοι συνεργάστηκαν με τις αντιστασιακές δυνάμεις προσφέροντας ένα προκάλυμμα νομιμότητας.
Στην πρώτη κατοχική περίοδο, χάος και αποδιοργάνωση προκλήθηκε από την τριχοτόμηση της χώρας, την επίταξη βασικών αγαθών και υπηρεσιών από τους κατακτητές και ουσιαστικά την αφαίρεση κάθε εξουσίας και κύρους από τον εγχώριο δωσιλογισμό. Το κράτος φάνταζε μακρινό, άδικο και υπόλογο για την ήττα της χώρας και τα πάθη της κατοχής. Αναβίωναν τα φαινόμενα ληστείας και η απειλή του λιμού σκιάζει τη χώρα. Σε αυτό το σκηνικό, η τοπική αυτοδιοίκηση ήταν ένας πόλος συνοχής της τοπικής κοινωνίας, εξαιρετικά εύθραυστος όμως. Χωρίς κανένα ουσιαστικό μέσο καλούνταν να υλοποιήσει τις διαταγές των κατοχικών φρουραρχείων και τις δωσίλογες πολιτικές της «Ελληνικής Πολιτείας». Καλούνταν να μαζέψει τα όπλα που είχαν φυλάξει οι πολίτες από τον πρόσφατο πόλεμο, να εφαρμόσει ανεδαφικές αποφάσεις για διατίμηση αγαθών, να καταγράψει τους δημότες, να κάνει κοινωνική πολιτική μέσω εράνων και διορισμών, και το κυριότερο ίσως, να συμβάλλει στην υποχρεωτική πλέον συγκέντρωση της αγροτικής παραγωγής. Μετατρεπόταν δηλαδή σε εκτελεστή της κατοχικής πολιτικής. Είδαμε πως με βάση αυτήν την κατάσταση ένα μεγάλο μέρος της χώρας απελευθερώθηκε από την ένοπλη Αντίσταση, όπου και άλλαξε εντελώς ο ρόλος της αυτοδιοίκησης.
Το μεγαλύτερο όμως μέρος της χώρας και ιδιαίτερα τα αστικά κέντρα, παρέμειναν υπό κατοχή και η τοπική αυτοδιοίκηση στην υπηρεσία των κατακτητών και της δωσίλογης κυβέρνησης των Αθηνών. Ο ρόλος όμως της αυτοδιοίκησης θα αναβαθμιζόταν γρήγορα με την τακτική από ένα σημείο και έπειτα άφιξη της ξένης βοήθειας του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού (ΔΕΣ). Αυτή η βοήθεια, περίπου 15.000 τόνοι τροφίμων μηνιαίως, έφτανε με πλοία στο λιμάνι του Πειραιά και διανεμόταν σε όλη τη χώρα μέσω της Επιτροπής Διαχείρισης Βοηθημάτων του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού. Το φθινόπωρο του 1942 η Επιτροπή ήταν σε θέση να καταρτίσει ένα Γενικό Πρόγραμμα, βάσει του οποίου θα γίνονταν οι διανομές πανελλαδικά. Ουδέτεροι αντιπρόσωποι του ΔΕΣ με απεριόριστη εξουσία πάνω στις τοπικές επιτροπές τοποθετούνται στη Θεσσαλονίκη για την περιοχή της Μακεδονίας, στη Μυτιλήνη και τη Χίο, στην Τρίπολη για το μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου, στο Ηράκλειο για την Κρήτη και στον Βόλο για τη Θεσσαλία. Συγκροτούνται 45 Κεντρικές Επιτροπές Διανομών στις πρωτεύουσες των νομών και των επαρχιών, με επικεφαλής στις περισσότερες περιπτώσεις τους κατά τόπους μητροπολίτες. Οι Κοινοτικές Επιτροπές γίνονται πλέον περίπου 3.000. Οι 3.000 επιτροπές διανομής, ένας ισχυρός μηχανισμός που τελούσε υπό την έγκριση όχι μόνο του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού αλλά και των Αρχών Κατοχής, ήταν εν πολλοίς μια ανασύσταση του προπολεμικού κράτους με ανανεωμένο κύρος, που το καρπωνόταν εν μέρει η κατοχική κυβέρνηση. Σύμφωνα με τον τότε πρόεδρο της Επιτροπής, σουηδό Πωλ Μον:  «Τα κύρια στηρίγματά μας ήταν οι επιτροπές που σχηματίσαμε σε κάθε τόπο όπου γίνονταν διανομές. Κεντρικές επιτροπές, εξαρτημένες από την επιτροπή μας, έδρευαν στις μεγαλύτερες πόλεις και αυτές είχαν την εποπτεία εκατοντάδων τοπικών επιτροπών. Στα μεγαλύτερα κέντρα ως πρόεδρο ορίζαμε συνήθως τον μητροπολίτη και ως μέλη τον νομάρχη της περιοχής ή τον δήμαρχο, διευθυντές τραπεζών, γιατρούς, βιομηχάνους και εκπροσώπους εργατών.
Στα λιγότερο σημαντικά κέντρα, μέλη των επιτροπών ήταν κυρίως αγρότες και εργάτες, που ήταν πιο πολυάριθμοι, με τη συμπαράσταση του σταθμάρχη χωροφυλακής, του παπά και του δασκάλου. Τα μέλη των τοπικών επιτροπών έπρεπε να τα εγκρίνουμε εμείς και μέχρι ένα βαθμό οι Αρχές Κατοχής». Με αυτόν τον τρόπο, οι δήμαρχοι και οι κοινοτάρχες αποκτούν μια υλική βάση γύρω από την οποία μπορούν να κτίσουν την επιρροή τους. Αρκετοί θα χρησιμοποιήσουν αυτήν την εξουσία για να ενισχύσουν ή και να δημιουργήσουν τοπικές δωσιλογικές μονάδες και κοινωνικές συμμαχίες ενάντια στο εαμικό στρατόπεδο. Η επικράτηση του ΕΑΜ σε όλη σχεδόν την ύπαιθρο την περίοδο της απελευθέρωσης θα οδηγήσει αυτές τις δυνάμεις στο παρασκήνιο για να ξεπροβάλουν και πάλι μετά την παράδοση των όπλων και τη συμφωνία της Βάρκιζας, το Φεβρουάριο 1945 και να ξεκινήσουν κατά τόπους την τρομοκράτηση των αριστερών και ευρύτερα δημοκρατικών δυνάμεων.
Η αυτοδιοίκηση στον εμφύλιο πόλεμο
Η Συμφωνία της Βάρκιζας ουσιαστικά σήμαινε το τέλος της «εαμικής αυτοδιοίκησης» ξηλώνοντας τις αρχές που είχαν εγκατασταθεί από τις πολιτικές οργανώσεις ή και εκλεγεί από το λαό και εγκαθιστώντας νέες, πιστές στη νέα κυβέρνηση. Η παράδοση της εξουσίας από το ΕΑΜ γινόταν στις μονάδες της Εθνοφυλακής που προωθούνταν με τη συνοδεία βρετανικών στρατευμάτων και στις νέες αρχές που ακολουθούσαν τις στρατιωτικές δυνάμεις, σύμφωνα με τη Συμφωνία της Βάρκιζας και τα πρωτόκολλα που τη συνόδευαν. Οι νέες αρχές διέλυαν τους εαμικούς θεσμούς και σύντομα περνούσαν στο στάδιο καταδίωξης των μελών και οπαδών του ΕΑΜ και στη συντριβή της υποδομής των οργανώσεων. Ο νέος νομάρχης Λαμίας, για παράδειγμα, έπαυσε τα επαρχιακά συμβούλια του ΕΑΜ και στο δήμο Λαμιέων επανέφερε το τελευταίο διοικητικό συμβούλιο που είχε διοριστεί από την κατοχική κυβέρνηση του Ιωάννη Ράλλη. Δεν άργησαν οι διώξεις όσων είχαν συνδεθεί με το εαμικό κίνημα και η εκκαθάριση των υπηρεσιών από αυτούς ενώ από την άλλη απελευθερώθηκαν όσοι κρατούνταν από την Εθνική Πολιτοφυλακή κατηγορούμενοι για δωσιλογισμό, όπως ο κατοχικός νομάρχης Τρικάλων Πιπιλιάγκας.
Οι θεσμοί της λαϊκής αυτοδιοίκησης και δικαιοσύνης καταργήθηκαν, οι φορείς τους κυνηγήθηκαν ενώ ακόμα και τα υλικά τους ίχνη καταστράφηκαν. Η αυτοδιοίκηση σε όλη τη χώρα πλέον υπαγόταν στην κεντρική εξουσία, και οι τοπικές εξουσίες γίνονταν κύτταρα του αγώνα ενάντια στον «συμμοριτισμό». Η βοήθεια του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού είχε αντικατασταθεί από αυτήν της βρετανικής οργάνωσης  Εμ-Ελ και αυτή με τη σειρά της με εκείνη της ΟΥΝΡΑ των Ηνωμένων Εθνών και ουσιαστικά των ΗΠΑ. Σε συνθήκες ακραίας φτώχειας, η πολιτική καταπίεση θα περνούσε μέσα από τα όργανα της αυτοδιοίκησης που θα αποφάσιζαν ποιοι ήταν αρκετά εθνικόφρονες ώστε να λάβουν την αναγκαία βοήθεια.
Ο πρόεδρος της κοινότητας, που συνήθως ήταν το ίδιο πρόσωπο με τον επικεφαλής της τοπικής Οργάνωσης Εθνικοφρόνων, ήταν ένας «μικρός άρχοντας» που είχε πολλές φορές εξουσία ζωής και θανάτου πάνω στους συγχωριανούς του. Αυτός καθόριζε όχι μόνο ποιοι θα δουλέψουν και σε ποιους θα κατευθυνθούν τα αγαθά της ξένης βοήθειας, αλλά και ποιος  θα εκτοπιστεί στην εξορία και ποιος θα εκτελεστεί ακόμα. Στην κοινότητα απευθύνονταν και τα γράμματα των μακρονησιωτών με τις δηλώσεις μετανοίας και ανάνηψης από τον κομμουνισμό.
Η ήττα της Αριστεράς στον εμφύλιο καθόρισε σε τοπικό επίπεδο τη μορφή και το περιεχόμενο της αυτοδιοίκησης. Θα έπρεπε να τελειώσει ο εμφύλιος για να ξαναπιαστεί το νήμα της λαϊκής συμμετοχής μέσα σε νέες οπωσδήποτε συνθήκες.

* Ο Γιάννης Σκαλιδάκης είναι υποψήφιος διδάκτορας στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών ΑΠΘ

Βασική Βιβλιογραφία
Δημήτριος Ι. Ζέπος, Λαϊκή δικαιοσύνη εις τας ελευθέρας περιοχάς της υπό κατοχήν Ελλάδος, Αθήνα, ΜΙΕΤ, 1986.
Χρήστος Κωνσταντινόπουλος, Η εφαρμογή των θεσμών της Αυτοδιοίκησης και της Λαϊκής Δικαιοσύνης στη Γορτυνία (1943-44). Ανέκδοτα έγγραφα, Αθήνα, Οδυσσέας.
Γεωργούλας Μπέικος, ΕΑΜ και Λαϊκή Αυτοδιοίκηση, Θεσσαλονίκη, 1976.
Γεωργούλας Μπέικος, Η λαϊκή εξουσία στην Ελεύθερη Ελλάδα, τόμος 2ος, Θεμέλιο, Αθήνα, 2005.
Θανάσης Τσουπαρόπουλος, Οι λαοκρατικοί θεσμοί της Εθνικής Αντίστασης, Ιστορική και Νομική Προσέγγιση, Αθήνα, εκδόσεις Γλάρος, 1989.
Χρήστος Τυροβούζης, Αυτοδιοίκηση και «Λαϊκή» Δικαιοσύνη 1942-1945, Αθήνα, Προσκήνιο, 1991.







9. ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΑΝΤΙΦΑΣΙΣΤΑ

Από το Αντιφασιστικό Μέτωπο Μαθητών Ηλιούπολης

Προχτές το βράδυ ένας μετανάστης λήστεψε μια γιαγιά, πέντε γειτονιές παρακάτω. Την άλλη μέρα στο σχολείο, ο συμμαθητής μου ο φασίστας χτύπησε έναν άλλο συμμαθητή μου, που οι γονείς του είναι μετανάστες. Ο ίδιος γεννήθηκε εδώ, μιλά ελληνικά και δεν ξέρει καμιά άλλη πατρίδα πέρα από την Ελλάδα.

Στην Ελλάδα υπάρχουν πολλές κατηγορίες ανθρώπων: πλούσιοι, μεσαίοι, φτωχοί. Πολλοί πλούσιοι κλέβουν, εξαπατούν, φοροδιαφεύγουν, βάζουν τους φτωχότερους να δουλεύουν για λογαριασμό τους για λίγα ευρώ. Πολλοί φτωχοί,  Έλληνες και ξένοι, δουλεύουν απ’  το πρωί μέχρι το βράδυ για ένα κομμάτι ψωμί.

Κάποιοι απ’  αυτούς κλέβουν, σκοτώνουν για να ληστέψουν, και πουλούν ναρκωτικά. Εγώ δεν γουστάρω τους εγκληματίες, όπως δεν γουστάρω και τους πλούσιους που βγάζουν τα λεφτά τους στην Ελβετία, για να μην φορολογηθούν. Οι φασίστες τα βάζουν μόνο με τους μετανάστες γιατί, λέει, είναι ξένοι και φταίνε αυτοί. Εγώ λέω ότι τα βάζουν μαζί τους γιατί είναι ο εύκολος στόχος και δεν μπορούν να τα βάλουν με τους ισχυρούς. Άλλωστε ξέρω καλά ότι το να χτυπάς τον συμμαθητή σου δεν δείχνει δύναμη, αλλά αδυναμία. Η καημένη η γιαγιά δεν κέρδισε καμιά παρηγοριά από αυτή την πράξη εκδίκησης και ο συμμαθητής μου μας κοιτάει πια όλους με καχυποψία.

Κι έτσι, έχασα έναν Έλληνα φίλο και κέρδισα έναν φασίστα.

Οι φασίστες όλο μιλάνε για την ένδοξη ελληνική φυλή και τον ελληνικό πολιτισμό. Οι ίδιοι όμως δεν ξέρουν καλά την ιστορία μας και δεν γνωρίζουν τίποτα απ’  τα έργα των αρχαίων Ελλήνων. Η καλύτερη απόδειξη ότι αγαπάς την χώρα σου είναι να την υπερασπίζεσαι, όχι με μεγάλα λόγια, αλλά με πράξεις. Έχω διαβάσει πως στον τελευταίο πόλεμο που έζησε η χώρα μας κάποιοι χωρίς χρήματα, οπλισμό και βοήθεια από κανέναν στήσανε αντάρτικο στρατό εναντίον των κατακτητών Γερμανών.

Κάποιοι άλλοι, οι λεγόμενοι ταγματασφαλίτες, μπήκανε στην υπηρεσία των Χιτλερικών, πήρανε όπλα και λεφτά, φόρεσαν κουκούλες, ρουφιανέψαν και πολέμησαν τους Έλληνες.
Οι φασίστες σήμερα θεωρούν τους ταγματασφαλίτες πατριώτες και κάνουν εκδηλώσεις στη μνήμη τους.

Τις προάλλες στο σχολείο συνέβη κάτι άλλο. Η Ελένη η συμμαθήτρια μου, είναι φωνακλού και τα "χώνει", η μάνα της είναι αριστερή.

Ο φασίστας συμμαθητής μου την χτύπησε, εγώ όμως δεν αντέδρασα. Είναι που η Ελένη καμιά φορά γίνεται εκνευριστική και μέσα μου σκέφτηκα (καλά της έκανε). Μετά το ξανασκέφτηκα, αλλά ήταν αργά πια· αργά και αισθάνομαι ότι έχω πέσει στα μάτια της.

Κι έτσι, έχασα μια φίλη και κέρδισα έναν φασίστα.

Στο γήπεδο οι φασίστες φωνάζανε πίθηκο τον καλύτερο παίκτη της ίδιας μας της ομάδας, γιατί είναι από την Αφρική. Ο καλύτερος μας παίκτης πικράθηκε και ζήτησε μεταγραφή.

Κι έτσι, έχασα τον παικταρά μας και κέρδισα έναν φασίστα.

Οι φασίστες προωθούν το μίσος και την απανθρωπιά. Μισούν και χτυπούν τους ξένους, τις γυναίκες, τους ομοφυλόφιλους, τους μορφωμένους, τους δημοκράτες, τους ελεύθερους ανθρώπους. Μισούν ό,τι τους ξεπερνά και ό,τι δεν καταλαβαίνουν. Όποτε όμως βρεθούν απέναντι σε αντιφασίστες, το βάζουν στα πόδια. Τον τελευταίο καιρό με τόσους φασίστες που μ’  έχουν κερδίσει, έχω αρχίσει να προσέχω τι λέω και να διστάζω να πάρω θέση.

Κι έτσι, πριν χάσω το θάρρος μου για πάντα με αντάλλαγμα το φόβο του φασίστα, ΣΟΥ ΦΩΝΑΖΩ :

ΕΞΩ ΟΙ ΦΑΣΙΣΤΕΣ ΑΠ’ ΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ!
ΕΞΩ ΟΙ ΦΑΣΙΣΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ ΜΑΣ!

Κι έτσι, ξανακέρδισα τον εαυτό μου, χάνοντας μόνο έναν φασίστα.


 




10. Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΕΛΕΥΘΕΡΗ

Έκανε λίγη ψύχρα. Ήταν ακόμα νωρίς, δε θα 'χαν ανοίξει ούτε τα μαγαζιά, μα ήθελε τουλάχιστον μισή ώρα με τα πόδια για να φτάσει στο κέντρο.
Πήρε το μικρό δρόμο που κατηφόριζε. Από ένα ορισμένο σημείο, στη γωνία που ήταν το μανάβικο «Η ΑΦΘΟΝΙΑ» - με μοναδικό εμπόρευμα χόρτα του βουνού και σταφίδα - φάνηκε ξαφνικά όλη η Ακρόπολη, η Πνύκα. Μέσα από το μανάβικο - είναι ακόμα κλειστό ­ακούγεται δυνατά το ραδιόφωνο. Όλη την ώρα που περπατάει ακούει συνέχεια τα ραδιόφωνα να ουρλιάζουν. Τι πάθανε και τα βάλανε έτσι δυνατά πρωί-πρωί; Προσπαθεί να ξεχωρίσει τι λένε, δεν ακούγεται καθαρά, κάποιος μιλάει, μα αμέσως μετά ακούγεται το εμβατήριο, «Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει ... » Πόσον καιρό είχε να το ακούσει! Της θυμίζει ξαφνικά τις μέρες του πολέμου με τους Ιταλούς, τις νίκες, τα τρελά τους όνειρα. Να ρωτήσει, πρέπει κάποιον να βρει να ρωτήσει. Ο δρόμος έρημος, όμως έχει την αίσθηση πως είναι γεμάτος. Από μέσα της λέει και κείνη το τραγούδι. Το μάτι της πέφτει στο βράχο της Ακρόπολης, σταματάει στο γυμνό κοντάρι ­πού είναι το έμβλημα που πάντα αρνιέται να κοιτάξει - ερευνάει, κοιτάζει μ' όλη την ένταση της ψυχής της· το κοντάρι είναι εκεί μα γυμνό, θέλει να φωνάξει, να ουρλιάξει: Δεν είναι εκεί! δεν είναι εκεί, το κατέβασαν!
Ένα παράθυρο ανοίγει ξαφνικά, δυο κορίτσια σκαρφαλώνουν απάνω στο πρεβάζι, βαστούν μια σημαία, θέλουν να την κρεμάσουν, χαρούμενα την κυματίζουν από πάνω της. «Ελευθερία! Ελευθερία!» φωνάζουν. Άλλο παράθυρο. ανοίγει, κι αμέσως άλλο, κι άλλο. Ώστε είναι αλήθεια, είναι αλήθεια! Σε μια στιγμή, σ' ένα δευτερόλεπτο, όπως στα παραμύθια - τα πιο παράξενα παραμύθια - ο ήσυχος δρόμος, ο έρημος δρόμος γιομίζει φωνές και σημαίες - πού τόσες σημαίες; - που κρεμιούνται παντού. Στα μπαλκόνια, στα παράθυρα, στις στέγες, κυματίζουν, κατεβαίνουν οι άνθρωποι και τις κρατούν, τις τραγουδούν, κατεβαίνουν προς την πόλη μεθυσμένοι, την παρασύρουν.
Λαχανιασμένη βρίσκεται μπροστά στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο. Στη στέγη του νοσοκομείου, δίπλα στην άσπρη σημαία με τον κόκκινο σταυρό, και μια γαλάζια σημαία. Μπροστά στην ορθάνοιχτη θύρα του ένα μπουλούκι ανάπηροι με καροτσάκια, γιατροί και νοσοκόμες με άσπρες μπλούζες, συνάζονται, συντάσσονται όπως τις μέρες των διαδηλώσεων.
Ακούει τι όνομα της, βλέπει το μπράτσο του Χατζάκη - κομμένα απ' τον αγκώνα και τα δυο του χέρια - να κουνιέται έξαλλο σε χαιρετισμό. Τρέχει κοντά του, εκείνος την αγκαλιάζει όπως μπορεί, τη σφίγγει απάνω του. Ελεύθεροι, αδελφούλα! Έτσι την έλεγε κι όταν την είχαν στο νοσοκομείο - το κρεβάτι του ήταν το πιο κοντινό στο δικό της.
«Εμπρός, πάντα εμπρός ... »
Το τραγούδι βγαίνει από τα σπλάγχνα του κτιρίου, απ' τους κατάκοιτους. Οι άλλοι το παίρνουνε, το αντιλαλούνε, ξεκινάνε µε τα καρότσια, µε πατερίτσες, µε μπαστούνια τα μπράτσα των κοριτσιών.
Ίσαμε που να φτάσουν στο πρώτο σταυροδρόμι πληθαίνουν τόσο, που όλο το πλάτος της λεωφόρου δεν τους χωράει πια. Πάνε κατά εικοσάδες, πάνε κατά εκατοντάδες, γίνονται μια μάζα σφιχτή, που αλαλάζει, χορεύει, τραγουδάει. Η Πλατεία Συντάγματος είναι μια τρελή, πολύχρωμη, πολύβουη πυρκαγιά. Κάθε τόσο μια στάση, όπως στον Επιτάφιο, ένα γονάτισμα, ένας Ακάθιστος Ύμνος, γονατιστός, δάκρυα χαράς κι έπειτα πάλι τραγούδια λεβεντιάς, κραυγές χαράς κι αγκαλιάσματα Ανάστασης.
Μπλέχτηκε, μπερδεύτηκε, έχασε τους φίλους της.
Τι σημασία έχει; Όπου δώσει το χέρι της το πιάνουν και πορεύονται, το πιάνουν και χορεύουνε, την αγκαλιάζουν, την ασπάζονται. «Όμορφος που 'ναι ο κόσμος!»
Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ

Οι πιο κάτω επεξηγήσεις θα σας βοηθήσουν στην κατανόηση.
Ακρόπολη: Ο ιερός βράχος των Αθηνών πάνω στον οποίο είναι κτισμένος ο Παρθενώνας και άλλα αρχαία μνημεία.
Πνύκα: Λόφος κοντά στην Ακρόπολη όπου γίνονταν οι συνελεύσεις του αθηναϊκού δήμου κατά την αρχαιότητα.
Εμβατήριο: Ρυθμικό μουσικό κομμάτι. Εμβατήρια ακούγονται στις παρελάσεις και χρησιμεύουν για το συγχρονισμό του βηματισμού.
Έμβλημα: Συμβολική   παράσταση   που   αποτελεί   το   διακριτικό   γνώρισμα εκείνου   που   το   χρησιμοποιεί.   Εδώ   εννοεί   τη   γερμανική   σημαία   με   τον αγκυλωτό σταυρό, σύμβολο του ναζισμού.
Πρεβάζι: Το πλαίσιο πόρτας ή παραθύρου.
Συντάσσονται: Μπαίνουν σε σειρές.
Κατάκοιτοι: Άρρωστοι που δεν μπορούν να σηκωθούν από το κρεβάτι.




11. Ο ΜΙΚΡΟΣ ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ

« Άκου...»
Άκουσα το σφύριγμα, γύρισα κι είδα το μαύρο καπνό της μηχανής να  τινάζεται με βία πάνω από τα σπιτάκια και τα γυμνά δέντρα.
«Το τρένο».
Ο φρουρός του σταθμού χαμήλωσε τη σημαία κι έσπρω­ξε ·το πλήθος πίσω απ' τις γραμμές.
«Γιατί πηγαίνει τόσο αργά;»
«Έχει κλούβα».
Βασίλευε ο ήλιος, χρώμα πορτοκαλί, που κάπως ζέ­σταινε την ερημιά του τοπίου. Ένα γεράκι έφερε κύκλο και ζύγιασε τα φτερά του. Έπειτα τέντωσε το λαιμό του προς τα κάτω, μένοντας ακίνητο στον αέρα, ανιχνεύο­ντας* το έδαφος, και το έδαφος ψήλωνε σταθερά ώσπου το γεράκι πάτησε κάτω. Όταν φάνηκε το τρένο, τα βουνά απομακρύνθηκαν σε μια μενεξεδένια πάχνη.
«Η κλούβα, η κλούβα».
Από τότε που οι αντάρτες πιάσανε ν' ανατινάζουνε εχθρικούς συρμούς* ανεφοδιασμών, ο εχθρός επινόησε την προσθήκη ενός βαγονιού μ' αιχμαλώτους. Το βαγόνι αυτό ήταν κλουβί με σιδερένια κάγκελα, σαν κι εκείνα που έχουνε στα τσίρκα για τ' άγρια θηρία. Μα οι αιχμάλωτοι δεν είχανε προορισμό στο ταξίδι τους. Η κλούβα προπο­ρευόταν σαν τμήμα του τρένου, δοκιμάζοντας τις γραμμές κι ανοίγοντας το δρόμο για το υπόλοιπο τρένο. Κι οι αιχ­μάλωτοι το ξέρανε καλά πως η μόνη ευκαιρία ν' αποσπα­στούν από το τρένο θα τους δινότανε μόνο αν η κλούβα πέρναγε· πάνω στις νάρκες που είχαν θάψει κάτω απ' τις γραμμές οι αντάρτες.
«Η κλούβα».
Το τρένο μπήκε στο μικρό σταθμό κι οι στρατιώτες άρ­χισαν να ξεφορτώνουν πυρομαχικά κι άλλα εφόδια. Μα­ζευτήκαμε γύρω απ' την κλούβα κοιτάζοντας τους κρα­τούμενους, μήπως και βρίσκαμε κανένα συγγενή ή και γνωστό ανάμεσα τους. Οι κρατούμενοι, κάπου πενήντα ή εξήντα τον αριθμό — οι πιο πολλοί τους γέροι και μικρά παιδιά — ψάχνανε με τα μάτια ανάμεσα σ' εμάς που είμα­στε απ' έξω. Ήταν χλωμοί, εξαντλημένοι από τ' ατέ­λειωτο ταξίδι. Ποιος ξέρει πόσες μέρες τους χτύπαγε ο ήλιος, η βροχή, ο άνεμος κι έπειτα ο ήλιος ξανά. Τα μαλλιά, το δέρμα και τα ρούχα τους ήταν αγνώριστα απ' τη σκόνη και την καπνιά. Πήρε λιγότερα από δυο λεπτά να κοιταχτούμε όλοι ο ένας με τον άλλο, μα ακόμα ελπί­ζαμε. Ακόμα μια φορά. Μήπως και ξέχασα κανέναν; Μή­πως κάποιος δεν πρόλαβε να με δει; Όμως, έτσι που κοι­ταζόμαστε, όλο και πιο γνώριμοι φαινόμαστε ο ένας στον άλλο. Μερικοί αρχίσανε να κλείνουνε τα μάτια, άλλοι γυρίζανε το πρόσωπο από την άλλη μεριά κι άλλοι δίναν τα χέρια, πιέζοντας τα πρόσωπα ανάμεσα στα κάγκελα για ένα φιλί, και μετά κλείνανε τα μάτια και γυρίζανε το πρόσωπο απ' την άλλη μεριά.
Το τρένο σφύριξε, έτοιμο να ξεκινήσει. Ένα παιδάκι μέσα από την κλούβα μου 'δειξε το μπράτσο και την ται­νία του μ' ένα μεγάλο κίτρινο αστέρι. Φαντάστηκα ότι θα 'τανε στρατηγός στη γειτονιά του, όταν έπαιζε «πόλεμο» με τ' άλλα παιδιά — ένας γενναίος στρατηγός... Να για­τί τόνε πιάσανε. Στάθηκα προσοχή, αναγνωρίζοντας το βαθμό και τον χαιρέτισα στρατιωτικά. Έπειτα τον χαι­ρέτισαν ο Φίλιππος κι ο Φλοίσβος. Κι όπως το τρένο γλί­στρησε στις γραμμές του, ξεφυσώντας αργές, βίαιες του­λίπες ατμού και καπνού, το παιδί με το κίτρινο άστρο στην κλούβα χαμογέλασε κι ανταπόδωσε το χαιρετισμό.

Στρατής Χαβιαράς
ανιχνεύω = ψάχνω, παρακολουθώντας τα ίχνη, ερευνώ
συρμός = αμαξοστοιχία, τρένο
  





12. Αποσπάσματα

ΠΑΡΑΤΗΡΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ
Είναι φορές που η Ιστορία δεν γράφεται στις μεγάλες και πολυτελείς αίθουσες των Συνεδρίων και των Διασκέψεων , αλλά στο πεδίο της μάχης. Οι απρόσιτες βουνοκορφές , οι απροσπέλαστες βαθιές χαράδρες έγιναν το 1940 το εφαλτήριο προς τη δόξα , το πέρασμα προς την ΑΘΑΝΑΣΙΑ !

ΑΕΡΑ !
Αυτή η πολεμική ιαχή , αυτός ο ανεπανάληπτος ελληνικός παιάνας ήταν το πιο τρομακτικό όπλο που αντίκρισαν οι εισβολείς. Ήταν η κραυγή που στην αντήχησή της προκαλούσε «σοκ και δέος» στους επίδοξους κατακτητές.

ΣΤΙΣ ΠΙΝΔΟΥ ΤΙΣ ΚΟΡΦΕΣ

Ατέλειωτες ώρες χωμένοι μες στο χιόνι οι φαντάροι μας περίμεναν τη διαταγή της επίθεσης αψηφώντας τις δυσκολίες,  για να κερδίσουν μια βουνοκορφή, για να κατακτήσουν μια ακόμη θέση, να κάνουν ένα ακόμη βήμα προς τη νίκη.

ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΣΣΕΣ

Αυτές οι γυναίκες , οι γυναίκες της Πίνδου , έσπευσαν στην πρώτη γραμμή για να μεταφέρουν πολεμοφόδια , να φτυαρίσουν το χιόνι , να παραδώσουν τρόφιμα και ρούχα στους άντρες που πολεμούσαν. Ο ρόλος τους στην έκβαση του πολέμου υπήρξε καθοριστικός. Τη δόξα την κατέκτησαν, την τιμή τους την οφείλουμε.

Βροντοφωνάζοντας «ΟΧΙ»

Χωρίς προκάλυψη και μόνο όπλο ένα τουφέκι οι στρατιώτες μας προελαύνουν στην ανοιχτή πεδιάδα , αδιαφορώντας για τις ενέδρες του εχθρού.

ΛΑΦΥΡΑ ΠΟΛΕΜΟΥ

Κι όμως , με αντιαεροπορική άμυνα κατ’ ουσίαν ανύπαρκτη κατορθώσαμε κι αυτό : να τρομάζουμε ακόμη και τα υπερσύγχρονα , για τα δεδομένα της εποχής , ιταλικά πολεμικά αεροσκάφη. Τα σιδερένια κάστρα της Ρώμης υποκλίνονταν στις σφαίρες ενός απλού τουφεκιού.

ΣΤΟ ΠΟΓΡΑΔΕΤΣ

Το πυροβολικό με τα ελάχιστα μέσα που διέθετε στην κυριολεξία θαυματούργησε. Αυτό καθήλωσε τους Ιταλούς και έδωσε την ευκαιρίς στο πεζικό να κινείται με άνεση , να προελάσει.
Εδώ έξω από το Πόγραδετς  αρχίζει να «κελαηδεί».

ΓΡΑΜΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΤΩΠΟ

Μετά από τη μάχη η πρώτη έγνοια του φαντάρου ήταν να «μιλήσει» στους δικούς του , να τους ησυχάσει , να τους διαβεβαιώσει πως όλα πάνε καλά. Ήταν από τις ελάχιστες προσωπικές στιγμές που είχε ο πολεμιστής του ’40 κι αυτές τις αφιέρωνε σ’ αυτό που είχε αφήσει πίσω του.

ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΙ ΕΙΣΒΟΛΕΙΣ

Στα πρόσωπά τους διακρίνονται ανάμεικτα συναισθήματα. Κατήφεια , μίσος , θυμός , αλλά, κυρίως, απορία : Πώς έγινε αυτό ; Μας είπαν για περίπατο , για ταξίδι αναψυχής. Και αντί αυτών η ήττα, η ντροπή, η ταπείνωση.

ΤΑ ΚΑΝΟΝΙΑ ΕΠ’ ΩΜΟΥ

Αδιάψευστος μάρτυρας του πενιχρού εξοπλισμού ήταν ο τρόπος που οι Έλληνες στρατιώτες μετέφεραν τον όποιο υπάρχοντα βαρύ οπλισμό τους. Κουβαλούν στους ώμους τους τα βαριά κανόνια . Δεν δυσανασχετούν , δεν βαρυγκωμούν , μονάχα πιστεύουν στη νίκη.

ΛΕΥΚΗ ΣΙΩΠΗ

Μέρα και νύχτα πορεύονται στα παγωμένα βουνά της Ηπείρου, σε σειρά ο ένας πίσω από τον άλλο. Τα κεφάλια κατεβασμένα από την κούραση, κουβέντες δεν ανταλλάσσονται. Οι στρατιώτες βυθίζονται σε σκέψεις. Τους βοηθάει η λευκή μονοτονία.

ΤΙΜΗ ΣΤΟΝ ΗΡΩΑ

Μια γονυκλισία και ένα κεράκι στον τάφο του σκοτωμένου συναδέλφου είναι χρέος και τιμή. Άγνωστε ήρωα , σ’ ευχαριστούμε…

Η ΩΡΑ ΤΗΣ ΚΑΡΑΒΑΝΑΣ

Λίγη ζεστή σούπα , ένα κομμάτι ψωμί και πολλή ελπίδα για ένα καλύτερο , ειρηνικό και ελεύθερο αύριο αρκούν για να τονώσουν τον οργανισμό και να τον προετοιμάσουν για την επόμενη μάχη, την επόμενη πορεία.

ΜΕ ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΣΤΑ ΧΕΙΛΗ

Η ευθυμία του Έλληνα φαντάρου δεν οφείλεται σε κάποια κίνηση του φανφαρόνου Μουσολίνι. Οφείλεται στη βαθιά πεποίθησή του ότι θα πολεμήσει και θα θυσιαστεί, αν απαιτηθεί, για να δει τους Ιταλούς στη θάλασσα και να πάρει εκδίκηση ένας ολόκληρος λαός , που επί πολύ καιρό έκανε ότι δεν καταλάβαινε τις μύριες προκλήσεις του φασισμού εις βάρος της Ελλάδας.

ΠΑΣΧΑ ΣΤΟ ΜΕΤΩΠΟ

Σίγησαν για λίγο τα κανόνια. Η παράδοση τηρείται ευλαβικά ακόμη και στο μέτωπο. Ανάσταση του Χριστού. Ανάσταση της Ελλάδας. «Φιληθείτε γλυκά χείλη με χείλη, πέστε «Χριστός ανέστη» εχθροί και φίλοι».

ΝΑ Ο ΣΤΟΧΟΣ

Με μέθοδο και υπολογισμούς , κάτω από τις οδηγίες του έμπειρου αξιωματικού, ο Έλληνας έφεδρος του ’40 θα βάλλει κατά των εχθρών. Τα βλέμματα ακολουθούν τις οβίδες μέχρι την τελική τους πτώση. Το χαμόγελο διαγράφεται στα χείλη τους , όταν βρίσκουν το στόχο τους. Αποστολή εξετελέσθη.

ΕΠΙ ΣΚΟΠΟΝ…

Με το δάχτυλο στην σκανδάλη , έχοντας για στρώμα χόρτα και λιθάρια, ο πεζικάριος καραδοκεί. Περιμένει την εμφάνιση των «μακαρονάδων», που απειλούσαν με στρατιωτικό περίπατο και κατέληξαν σε δρόμο ταχύτητας προς τα πίσω …

ΕΓΡΑΨΑΝ…
« Αυτό κρατάει ανάλαφρο μες στην ανεμοζάλη
το από του κόσμου τη βοή πρεσβυτικό κεφάλι,
αυτό το λόγο θα σας πω,
δεν έχω άλλο κανένα :
Μεθύστε με τ’ αθάνατο κρασί του Εικοσιένα».
                                      Κωστής Παλαμάς







13. H περίοδος της Κατοχής

Στις 23 Aπριλίου 1941, ο βασιλιάς και η κυβέρνηση αναχώρησαν από την Αθήνα για την Κρήτη, ενώ οι Γερμανοί προέλαυναν προς την πρωτεύουσα. Χάος και παράλυση είναι τα χαρακτηριστικά του σύντομου διαστήματος από την αναχώρηση των κυβερνώντων ως την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα.
Πολλοί είναι αυτοί που αναχώρησαν επίσης για την Κρήτη και τη Μέση Ανατολή ή απλώς κατέφυγαν στην Πελοπόννησο και τα νησιά. Οι συνεχείς βομβαρδισμοί δρόμων και λιμανιών από εχθρικά αεροπλάνα ολοκλήρωσαν την εικόνα της αποδιοργάνωσης και του φόβου. Στις 27 Απριλίου οι Γερμανοί εισήλθαν σε μια σχεδόν άδεια Αθήνα, αφού οι κάτοικοι έμειναν πεισματικά κλεισμένοι στα σπίτια τους. Η ύψωση της ναζιστικής σβάστικας στην Ακρόπολη σηματοδότησε την αρχή της γερμανικής κατοχής.
Με το ξεκίνημα της κατοχής, η οικονομία της Ελλάδας παρέλυσε εντελώς, αφού οι Γερμανοί έστελλαν όλα τα  αγαθά της χώρας στη Γερμανία. Σταμάτησαν δε κάθε βιομηχανική παραγωγή, εκτός από αυτή που μπορούσε να εξυπηρετήσει την προμήθεια στρατιωτικού υλικού. Όλος ο πλούτος της χώρας χρησιμοποιούνταν για την συντήρηση των δυνάμεων κατοχής.
Το εισόδημα των Ελλήνων περιορίστηκε στο ελάχιστο και τα τρόφιμα άρχισαν να εξαφανίζονται σιγά-σιγά. Η κυκλοφορία αγαθών στη μαύρη αγορά, τα οποία μπορούσε κανείς να αποκτήσει πληρώνοντας σε χρυσές λίρες ή ανταλλάσσοντας τα υπάρχοντά του, συμπλήρωσαν την αδιέξοδη κατάσταση. H εξεύρεση τροφής, ειδικά στα αστικά κέντρα, αποτέλεσε μια οδυνηρή περιπέτεια και η πείνα κόστισε τη ζωή πολλών χιλιάδων ανθρώπων. Για την αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης οργανώθηκαν συσσίτια τόσο από την Εθνική Αλληλεγγύη όσο και από τον Εκκλησιαστικό Οργανισμό Χριστιανικής Αλληλεγγύης (Ε.Ο.Χ.Α.).


_____________________________________

Οι Γερμανοί στην Αθήνα
Οι Γερμανοί μπήκαν σήμερα το πρωί εις Αθήνας. Η ελληνική πρωτεύουσα έδωσε την πρώτη της απάντηση στον κατακτητή: Τα πάντα κλειστά! Κανείς στους δρόμους! Τα παράθυρα κατάκλειστα! Μόνο ο Ραδιοφωνικός Σταθμός λειτουργεί και εκπέμπει τα τελευταία ελεύθερα ελληνικά συνθήματα. Όλοι οι Έλληνες συγκεντρωμένοι γύρω στα ραδιόφωνα, ακούν, ενώ οι Γερμανοί κινούνται στις οδούς των Αθηνών, μαζί με τις στροφές του Ελληνικού Εθνικού Ύμνου και τα συνθήματα της Νίκης και της επιμονής στον αγώνα:

«Έλληνες! Προσοχή! Ο Ραδιοφωνικός μας Σταθμός ύστερα από λίγα λεπτά της ώρας δεν θα είναι ελληνικός. Πίστη και εμπιστοσύνη στην Ελληνική νίκη! Αδέρφια ψηλά τις καρδιές!»

Kαι η στροφή του Eλληνικού Ύμνου έκλεινε το σύνθημα. Και στη συνέχεια:
«Έλληνες, απάνω απ' όλα η Ελλάδα! Συνεχίζομε τον πόλεμο από την Κρήτη. Η νίκη είναι δική μας. Μην ακούσετε σε λίγο το Σταθμό που θα σας εκπέμψει, πιθανόν, το τέλος του πολέμου. Δεν θα είναι ελληνικός αυτός ο σταθμός. Θα είναι γερμανικός. Ο Βασιλεύς και η Κυβέρνησις προ ολίγου ετηλεγράφησαν: Ο πόλεμος συνεχίζεται. Συνεχίζεται και θα συνεχισθεί. Ζήτω ο στρατός μας!  
Χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!»
(Δ.Κ. Σβολόπουλος, ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΤΟΥ 1940-41, στο: Χατζηπατέρα-Φαφαλιού, Μαρτυρίες 1940-1941, Αθήνα, Κέδρος, 1982, σ. 388)

_________________________________________


Πείνα
13.12.41


Πείνα και αθλιότητα στους δρόμους και στα σπίτια. Οι άνθρωποι πρήζονται. Πεθαίνουν στους δρόμους. Οι Γερμανοί εξαφανίζουν τα πάντα από την αγορά. Οι τιμές των τροφίμων έχουν φτάσει σε δυσθεώρητα ύψη. Το θέαμα ανθρώπων αναίσθητων από την πείνα στα πεζοδρόμια της Λεωφόρου Πανεπιστημίου είναι κάθε μέρα συχνότερο. [...] Στο σταθμό μια γυναίκα πέφτει μπροστά μου σαν κεραυνόπληκτη. Την σηκώνουν, μαζεύεται κόσμος και της δίνει λεφτά. Τι να τα κάνει; Κάποιος βγάζει από την τσέπη του ένα χαρούπι και της το δίνει. Το τρώει σαν πεινασμένο σκυλί…
Αν προχωρούσες από την Ομόνοια στο Σύνταγμα θα συναντούσες κόσμο γύρω από σωριασμένους στο δρόμο. Τα παιδιά ζητιάνευαν κι άρπαζαν ό,τι έβρισκαν που μασιέται. Στην οδό Κλαυθμώνος είδα ένα τσούρμο από παιδάκια μισόγυμνα που λεηλατούσαν τους σκουπιδοτενεκέδες από τα γύρω εστιατόρια που τρώγαν οι Γερμανοί. Έπαιρναν ό,τι φανταστείς: πατατόφλουδες, κρεμμυδόφυλλα, ρίζες από μαρούλια και λάχανα, σάπια μήλα κόκαλα κι αποφάγια, κομμένα ψωμιά βουτηγμένα στις σάλτσες…
(Ασημ. Πανσέληνος, Φύλλα Ημερολογίου (1941-1943), Αθήνα, Κέδρος, 1993, σ. 118-119)

Πείνα και κρύο
Χειμώνας του 41 προς 42. Πεινώ και φοβάμια. Η Αθήνα ρημάζει μέρα με τη μέρα. Οι δρόμοι γεμάτοι σκουπίδια. Οι άνθρωποι ζαρώνουν και τρέχουν να ζεσταθούν. Πολλοί φορούν τις ρόμπες τους για πανωφόρια. Κάποιοι είναι τυλιγμένοι τσουβάλια και εφημερίδες. Κόπηκε και το ηλεκτρικό ρεύμα…
(Μαρτυρίες 1941-1943)


Μεγάλες θλιβερές ουρές


"Οι ουρές είναι μεγάλες, είναι θλιβερές, με λυπημένους ανθρώπους που ακολουθούν μια δική τους αυστηρή πειθαρχία κοπαδιού. [...] Η μητέρα προσφέρθηκε να πάει στην ουρά του φούρνου. Έφυγα από το σπίτι στις εννιά το πρωί. Εκείνη είχε ξυπνήσει από τις εξήμισι. Πίστευε πως θα ήταν με τους πρώτους. Βρήκε να περιμένουν διακόσιοι άνθρωποι. Γύρισα στις εννιά το βράδυ κι ήταν ακόμα εκεί, στην ίδια θέση περιμένοντας να φέρουν αλεύρι, να το ζυμώσουν, να το ψήσουν και ν' αρχίσουν τη διανομή που είναι τριάντα δράμια στο άτομο. Τη σήκωσα και τη βάσταξα για να γυρίσουμε σπίτι. Γι' αυτό αγόρασα το ψωμί απ' τον οδηγό. Τ' αγοράζεις με μια χρυσή λίρα."
(Γιώργος Καράγιωργας, Οι τραγουδιστάδες της Λευτεριάς, αναφορά στο: Χατζηπατέρα-Φαφαλιού, Μαρτυρίες 40-44, β' έκδοση, Αθήνα, Κέδρος, 1993, σ. 328)

Πεινώ
Κατοχή. Στις γωνιές των δρόμων οι ντενεκέδες με τα σκουπίδια περιμένουν όχι το αυτοκίνητο ή μάλλον το κάρο να τους αδειάσει. Περιμένουν τους πεινασμένους ανθρώπους να ψάξουν μέσα να βρουν κάτι φαγώσιμο: λεμονόκουπα, φύλλα κρεμμυδιού...
[...]
Τα μπακάλικα άδεια. Το μόνο που βρίσκαμε ήταν μουστάρδα. Ο κυρ Βαγγέλης -ο παντοπώλης μας- διερωτάται πώς αγοράζουμε όλο μουστάρδα... Μια μέρα του έλυσα την απορία αυτή: "Σπουδαίο φαγητό" του λέω...
Η λέξη "πεινώ" αντηχούσε συνεχώς στ' αυτιά μας. Παιδιά γύριζαν σκελετωμένα, ωχρά, σύρριζα στο πεζοδρόμιο και φώναζαν "πεινώ" για να τ' ακούσουν οι ένοικοι των ισογείων σπιτιών να συγκινηθούν και να τους δώσουν κάτι, αν είχαν.
[...]
Κάποτε μας έδιναν με δελτίο λίγο ψωμί οι φούρνοι. Αν το κρατούσες στα χέρια να πας στο σπίτι, κάποιος σου τ' άρπαζε χωρίς ντροπή...
(Έρη Mελέκου, στο: Χατζηπατέρα-Φαφαλιού, Μαρτυρίες 40-44, β' έκδοση, Αθήνα, Κέδρος, 1993, σ. 305)
 




14. ΤΙ ΩΡΑΙΑ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ

Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγοσμίου πολέμου (1939 - 1945) διαπράχθηκαν πολλές ομότητες και βαρβαρότητες. Αυτός ο σκληρός και πολυαίματος πόλεμος συντάραξε συνθέμελα ολόκληρη την ανθρωπότητα.
Μια από τις μεγαλύτερες θηριωδίες αυτού του πολέμου ήταν η επινόηση (από τους Γερμανούς) των στρατοπέδων συγκεντρώσεως. Μεταφέρονταν εκεί γυναίκες, παιδιά, γέροι (κυρίως Εβραίοι), και αιχμάλωτοι στρατιώτες. Αυτά τα θύματα οδηγούνταν στους θαλάμους αερίων ή πέθαιναν από την πείνα. ΄Οσοι κατάφερναν να ζήσουν χρησιμοποιούνταν σε καταναγκαστικά έργα μέσα στα όρια του στρατοπέδου.


Τι ωραία που είναι η αγάπη μου
με το καθημερινό της φόρεμα
κι ένα χτενάκι στα μαλλιά.

Κανείς δεν ήξερε πως είναι τόσο ωραία
κανείς δεν ήξερε.
Κανείς δεν ήξερε πως είναι τόσο ωραία.

Κοπέλες του ΄Αουσβιτς
του Νταχάου κοπέλες
μην είδατε την αγάπη μου
μην την είδατε,
μην είδατε την αγάπη μου;

Την είδαμε σε μακρινό ταξίδι
δεν είχε πια το φόρεμά της
ούτε χτενάκι στα μαλλιά.

Τι ωραία που είν΄ η αγάπη μου
η χαϊδεμένη από τη μάνα της
και τ΄αδελφού της τα φιλιά.

Κανείς δεν ήξερε πως είναι τόσο ωραία.
Κανείς δεν ήξερε.
Κανείς δεν ήξερε πως είναι τόσο ωραία.

Κοπέλες του Ματχάουζεν
κοπέλες του Μπέλσεν
μην είδατε την αγάπη μου
μην την είδατε
μην είδατε την αγάπη μου;

Την είδαμε στην παγερή πλατεία
μ΄ έναν αριθμό στο άσπρο της το χέρι
με κίτρινο άστρο στην καρδιά.

Τι ωραία που είναι η αγάπη μου
η χαϊδεμένη από τη μάνα της
και τ΄αδελφού της τα φιλιά.


Κανείς δεν ήξερε πως είναι τόσο ωραία
κανείς δεν ήξερε
κανείς δεν ήξερε πως είναι τόσο ωραία. 


Στο στρατόπεδο του  ΄Αουσβιτς χάθηκαν συνολικά 3 εκατομμύρια άνθρωποι. Ο φρικτός θάνατος,η θυσία και ο ηρωισμός αυτών των ανθρώπων έχει τη δική του σφραγίδα στην ιστορία του ανθρώπινου γένους. ΄Ολοι αυτοί οι νεκροί φωνάζουν μέσα από τους τάφους τους σε μάς τους νεότερους να αγωνιστούμε για έναν κόσμο καλύτερο, έναν κόσμο χωρίς πολέμους και σκοτωμούς, έναν κόσμο που να σέβεται τον ίδιο τον άνθρωπο και την αξιοπρέπειά του. Φτάνουν πια οι πόλεμοι...  Ας βασιλέψει η αγάπη και ειρήνη στον πλανήτη  μας.




 15. Ο πρώτος αγγελιαφόρος


Κραπ, κρουπ, ακούγεται μέσα στη σιγαλιά της νύχτας το ρυθμικό βάδισμα του στρατιώτη. Κραπ, κρουπ, αντήχησε και στην απέναντι βουνοπλαγιά. Στάθηκε για λίγο το παλικάρι να αφουγκραστεί και βύθισε με το βλέμμα του αντίπερα, προσπαθώντας να διασχίσει το σκοτάδι και να φτάσει στη Βόρεια ΄Ηπειρο, στην ελληνική γη, που την κρατούν σκλάβα οι Αλβανοί και οι Ιταλοί.
-          Παράξενο, σκέφτεται, κοντεύει να ξημερώσει και καμιά κίνηση δεν ακούγεται στο αλβανικό φυλάκιο, ησυχία παντού. Τι να σημαίνει άραγε αυτό;
Κοίταξε το ρολόι του ο φαντάρος. Μια ώρα του απομένει ακόμα και θα παραδώσει τη σκοπιά. Πάει κοντά ένας μήνας, που το παλικάρι έφτασε εδώ ψηλά στα βορειοηπειρωτικά σύνορα να υπηρετήσει την πατρίδα. Κάθε φορά που είναι φρουρός στο φυλάκιο αισθάνεται ότι εκτελεί ένα μεγάλο χρέος.
Σήμερα όμως, καθώς θα παραδώσει σε λίγο τη σκοπιά, νιώθει και τη χαρά να πλημμυρίζει την καρδιά του. Στη μέσα τσέπη απ’ το αμπέχονό του, φυλάει καλά τη δεκαήμερη άδεια με την υπογραφή του διοικητή του. Είναι έτοιμος, μόλις παραλάβει άλλος τη σκοπιά να φύγει όσο πιο γρήγορα και να βρεθεί κοντά στην οικογένειά του. Με τη σκέψη βρίσκεται κιόλας κοντά στη γυναίκα και τους γονείς του, ενώ τα παιδιά του τον κοιτάζουν με απορία, γιατί έχει τόσο αλλάξει με τη στολή του στρατιώτη!
Ντριν…ντριν… ακούστηκε, ώρα πέντε πρωινή το τηλέφωνο στο φυλάκιο. Τινάχτηκε ο στρατιώτης και στη στιγμή χάθηκαν από μπροστά του τα αγαπημένα του πρόσωπα.
΄Αρπαξε το ακουστικό ο τηλεφωνητής και από την άλλη άκρη του σύρματος έφτασε στα αυτιά του η φωνή του διοικητή:
-          Οι Ιταλοί, ύπουλα, μας κήρυξαν τον πόλεμο. Αμυνθείτε!
Στη στιγμή έγινε συναγερμός στο φυλάκιο και ο αξιωματικός κάλεσε τους στρατιώτες και τους είπε:   
-          Πολεμήστε σαν παλικάρια! Κρατήστε απαραβίαστο και αμόλυντο το ιερό χώμα της γης των πατέρων μας. Η Παναγία είναι μαζί μας. Θα νικήσουμε.
Ο φρουρός είναι από τους πρώτους έτοιμος στη θέση του. Μηχανικά φέρνει το χέρι στην άδειά του. Είναι καλά φυλαγμένη μέσα στην αριστερή τσέπη.
-  Αντίο άδεια, ψιθυρίζει. Τώρα σε κάποιο άλλο μεγαλύτερο προσκλητήριο πρέπει να              δώσω το παρών μου.
Το ρολόι χτύπησε 5:20 π.μ. Οι ιταλικοί όλμοι άρχισαν να χτυπούν. ΄Επεφταν όλοι μακριά από το ελληνικό φυλάκιο, ξερίζωναν δέντρα  και έσκαβαν τη γη. ΄Ενας όμως ξέφυγε … και έπεσε στο στόχο του. ΄Εγειρε το παλικάρι και πότισε με το ζεστό αίμα του την ηπειρωτική γη. Ο πρώτος στρατιώτης έπεφτε νεκρός! ΄Εφευγε βιαστικά για τον ουρανό, για να γίνει ο πρώτος αγγελιαφόρος, που έφερνε το μήνυμα σ΄όλους εκείνους τους ήρωες, που είχαν ποτίσει με το αίμα τους τούτο τον πολυαγαπημένο τόπο. ΄Εφτασε πρώτος να τους πει, ότι οι Έλληνες ξέρουν να υπερασπίζουν τα ιδανικά της φυλής τους.
Οι στρατιώτες εκεί ψηλά στο ελληνικό φυλάκιο, που από αντίπερα ύπουλα τους χτυπούν, αμύνονται. Και σε λίγες μέρες ασυγκράτητα τα ηρωικά παλικάρια, χύνονται αλαλάζοντας «ΑΕΡΑ»! Και προχωρούν … κι όλο προχωρούν… Τους βλέπει ο πρώτος ήρωας από τον ουρανό και αγάλλεται η ψυχή του.
Το μήνυμα δεν άργησε να φτάσει και στη γυναίκα του νεκρού στρατιώτη. ΄Εσφιξε την καρδιά της. Σήκωσε το κεφάλι ψηλά. Μάζεψε γύρω τα παιδιά της και τα έβαλε να γονατίσουν μπροστά στο εικόνισμα, για να προσευχηθούν για τον πατέρα τους, που βρισκόταν τώρα κοντά στο Θεό.
Όταν πέρασε λίγος καιρός και άρχισε να συνέρχεται από το χτύπημα που δέχτηκε, άνοιξε ένα λεκιασμένο χαρτί και το διάβασε. ΄Ηταν η δεκαήμερη άδεια, με την υπογραφή του διοικητή, που την φύλαξε το παλικάρι. Ένα δάκρυ κύλησε πάνω στο ματωμένο χαρτί και ενώθηκε με το αίμα του ήρωα και ξανάγινε κόκκινο, λες και εκείνη την ώρα άχνιζε από την καρδιά του αντρός της! Κι εκείνη η γενναία σύζυγος και μάνα σήκωσε τα μάτια της ψηλά στον ουρανό, ενώ τα χείλη της ψιθύρισαν:
-          Αφού ήταν για την πατρίδα, χαλάλι της…








Δημοσίευση σχολίου

0Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου (0)