Πεζά κείμενα για το Πολυτεχνείο

Αποστόλης Ζυμβραγάκης
0

Κείμενα για την εξέγερση του Πολυτεχνείου, 17 Νοεμβρίου 1973


Πρώτη Μέρα:

Τετάρτη, 14 Νοέμβρη 1973

του Φώντα Κονδύλη (1939-2002)


            Χαράματα

            Ξύπνησα από ΄ναν εφιάλτη. Δεν ήταν τόσο το φίδι που με τρόμαξε, όσο η αίσθηση πως αν τολμούσα ν΄ ανοίξω τα μάτια μου, θάκανε μια «χραπ» και θα με καταβρόχθιζε, γιατί το φίδι, βόας τεράστιος, πύθωνας των τροπικών, βρισκόταν κουλουριασμένο στο κέντρο της μικρής μου κάμαρας, χοντρό, με το κεφάλι του στητό κοιτάζοντάς με καθώς κοιμόμουν, έτοιμο να με καταπιεί μόλις άνοιγα τα μάτια μου. Δεν μπορούσα να φανταστώ τις διαστάσεις του. Μπορούσα όμως με κλειστά τα μάτια να ζωγραφίσω τα χρώματά του, ιθαγενής εγώ στον τοίχο των σπηλαίων, με μόνο ξόρκι τις βαφές – οι φίλοι μου τ΄ αγριοβότανα. Κλειστά τα μάτια και τα χρώματα να ορμούν απ΄ όλες τις γωνιές στο κοίλον του πανικού μου. Αν καταφέρω να σε ζωγραφίσω, αν σ΄ αποδώσω πιστά, μ΄ όλη σου τη φριχτή μεγαλοπρέπεια, τότε θ΄ ανοίξω τα μάτια μου, φίδαρε, γιατί τότε θα μπορώ να σε σκοτώσω άκοπα, ακινητοποιημένος καθώς θάσαι στον τοίχο, έργο του τρόμου μου, μ΄ ένα όργανο αιχμηρό, στο κεφάλι, θα σου λιώσω το κεφάλι με την πέτρα, πρώτα αυτό, κι εσύ δε θα κουλουριαστείς στο κορμί μου, δε θα μπορέσεις, θα σούχω λιώσει κιόλας το κεφάλι, θα σε γδάρω μετά, με υπομονή, θα βρω τα εργαλεία, σιγά σιγά, το δέρμα σου, απ΄ το κεφάλι ως την ουρά, κι έπειτα θα φορέσω το δέρμα σου, και θάχω ψεύτικο κεφάλι. Τότε θ΄ ανοίξω τα μάτια μου, φίδι, πύθωνα, δράκε.

            Αργεί πολύ να ξημερώσει. Είδα κι έπαθα ώσπου ν΄ ανοίξω τα μάτια μου. Τώρα τι γίνεται; Αν τα ξανακλείσω, είναι βέβαιο πως αυτή τη φορά θα πέσω κυριολεκτικά μέσα στο λάκκο των λεόντων. Και νυστάζω. Ο ύπνος τουλάχιστον... Η αποχαύνωση. Να σηκωθώ καλύτερα. Σκέφτομαι πως τις μέρες αυτές τις σπαταλάω σε άσκοπες χρονοτριβές. Τι κοιμισμένος, τι ορθός, η ίδια αίσθηση αχρηστίας. Και μου κοστίζει ακριβά κάθε φορά η επιστροφή στις άγραφες σελίδες. Χαζεύω ενσυνείδητα. Κοιμάμαι πολύ. Παρηγοριέμαι έτσι. Άλλες φορές παρασύρομαι και πιστεύω πως πρέπει να κοιμάμαι λιγότερο, γιατί, λέει, έχω πολλά να κάνω, κι ακόμα περισσότερα να προσφέρω στους άλλους. Συγγραφέας λέει! Σκατά στα μούτρα μου έτσι που έχω καταντήσει.

            Τούτο το καλοκαίρι, είν΄ αλήθεια, δεν είχε καμιά δόξα για κανένα. Ο Παναγούλης φυλακή. Το ξημέρωμα φρίκη. Η Δικτατορία δαγκώνει λυσσασμένη όσο ποτέ. Η στέρηση κι η στέγνια έχουν πάψει πια νάναι άσκηση. Γίνηκαν κάτι αχαμνό και στείρο. Πενία. Είπα πως φταίει ο ήλιος και το ξεδιάντροπο φως, η χυδαιότητα της ασφάλτου, η προστυχιά των αυτοκινήτων κι αυτοκινούμενων νευρόσπαστων της χειρότερης πόλης του κόσμου. Στον «Αρίωνα» τίποτα δεν πάει καλά. Οι σχέσεις μας διαλυμένες. Το βιβλιοπωλείο που ανοίξαμε φαγάνα. Τα οικονομικά μας σπαραγμός. Αξιοπρέπεια μηδέν. Δεν έχουμε να πληρώσουμε ούτε το ούζο που πίνουμε κάθε βράδυ στην πλατεία – το πιο φτηνό που μπορείς να πιεις χωρίς να σε κάψει. Και καυγάδες. Ατέλειωτοι. Καυγάδες που ΄χουν την τραγικότητα του γελοίου. Κουβεντολόι γύρω απ΄ την κατάστασή μας και την πολιτική. Ισχυριζόμαστε πως έχουμε διαφορές αγεφύρωτες. Με κατηγορούν για εστετισμό και ιδεοφροσύνη. Αδιαφορώ λένε για την πραγματικότητα που σπαράζει γύρω μου κι είμαι τυλιγμένος σ΄ ένα σύννεφο υποκειμενισμού που μετατρέπει τα πάντα σε ατομιστική χαύνωση.

            Έτσι είν΄ όμως; Κι αυτός ο διχασμός που με κόβει στα δυο; Σχιζοφρένεια. Από τη μια τ΄ ανατριχιαστικά γεγονότα της εποχής – δικτατορία, συλλήψεις, όργιο και φασισμός – κι από την άλλη οι επιπτώσεις του απροκάλυπτου κακού στο χαρακτήρα μας – στο δικό μου κυρίως – η φοβία, οι νευρώσεις, η ηττοπάθεια κι ο μηδενισμός. Το ένα μου ζητάει να παρατήσω τα χαρτιά και τα μολύβια και ν΄ αρπάξω ό,τι βρεθεί στο χέρι μου, τ΄ άλλο με παρασέρνει σε αβύσσους αυτοεγκατάλειψης, σάμπως να πρέπει να τιμωρηθώ για το δισταγμό μου να πάρω μιαν απόφαση. Το ένα με ξεπερνάει σαν δυναμική ζωής, τ΄ άλλο μου θυμίζει την ακατάπαυτη μεταμόρφωση σχημάτων και εννοιών. Το ένα με σπρώχνει ν΄ αρπάξω το φραγγέλιο, τ΄ άλλο μου αναστέλλει την κίνηση, μια αέναη μετατόπιση απ΄ το ένα στο άλλο, απ΄ τη λαχτάρα για δράση, στην περίσκεψη, απ΄ τον πυρετικό οραματισμό, στην αίσθηση του μάταιου, από το θάρρος να κάνω ακόμα και σφάλματα, στο σκυθρωπό ζύγιασμα των πιθανοτήτων κι απ΄ την ψυχρή κριτική στην αλόγιστη συναισθηματική σπατάλη. Με ποιον να τα μοιραστώ όλ΄ αυτά; Το ζήτημα είναι να ξέρεις ν΄ αρχίζεις τη ζωή σου απ΄ την αρχή, κάθε λεπτό, μαζί με τους άλλους, να μοιράζεσαι μαζί τους την ανάσα σου και την ελιά που θα κρύβεις στο ντορβά σου για την ώρα της έσχατης ανυπακοής. Δεν ξέρω πια τι είν΄ εκείνο που ζητάμε. Η δημοκρατία τάχα, ή, το λιγότερο, η αποκατάστασή της; Υποψιάζομαι ότι κανείς δεν πιστεύει πια σε μια δημοκρατία που μηχανεύεται τυράννους. Η Κίνα μπλέκεται συχνά στη γλώσσα μας. Είναι σίγουρο πως εκεί πέρα κάτι συνταρακτικό γίνεται, μα πάντα εγώ τρομάζω κάθε φορά που βλέπω φωτογραφίες απ΄ τη μακρινή χώρα: πολλούς ανθρώπους μαζί, εκατοντάδες, χιλιάδες, ντυμένους όλους με το ίδιο ρούχο, μ΄ όλων στα μάτια την ίδια έκφραση, την ίδια στάση, το ίδιο χαμόγελο. Όλοι σαν άνθρωπος ένας! Είναι ασύλληπτο.


Η ώρα περνάει (το ρολόι μου έχει σταματήσει)

Και πώς να μην είναι; Πώς εμείς, οι δυτικοθρεμένοι, να μη νιώθουμε δέος στη σκέψη ότι μπορεί ν΄ αφομοιωθεί ο θλιβερός εγωισμός μας απ΄ την πλατύτερη αγκαλιά που γνώρισε ποτέ ο κόσμος; Ποτάμι μοναχικό που κυλά και χάνει το σχήμα του μόλις ρουφηχτεί απ΄ τη θάλασσα. Είναι καιρός να δούμε προς το μέλλον. Θ΄ αρέσει το μέλλον αυτό στους πολλούς. Οι λίγοι θα παραμεριστούν. Η ιστορία δεν έχει μνήμη, δεν έχει ηθική. Ζούμε σ’ εποχές συλλογικής μοίρας. Σε πείσμα της θηλειάς, του πολυβόλου και του φόβου, βρίσκει μια οπή το πνεύμα της μοίρας αυτής κι απλώνεται άξαφνα σαν κηλίδα λαδιού πάνω στο νερό. Κάποτε, σ΄ άλλες εποχές, η σφαγή της Χιλής δε θάφτανε ως εμάς. Κι αν έφτανε, θα είχε ξεθυμάνει σαν ήρεμο κυματάκι κι ας είχε ξεκινήσει από πολύ μακριά σα βιβλική θεομηνίθα. Τα μέσα επικοινωνίας... Το τηλέτυπο. Οι άνθρωποι του σκοταδιού τα χρησιμοποιούν όσο μπορούνε πιο πλατιά. Σωστά. Μεγάλωσε πια, και μεγαλώνει καθημερνά ο αριθμός των λαών που έχουν μια ελευθερία να θρηνούνε. Καθημερνά και πιο πολύ, η ανάγκη να εξουδετερωθούν, ν΄ αποβλακωθούν εκατομμύρια μάζες πάνω στον πλανήτη μας είναι η κύρια μέριμνα των μαζικών μέρσων ενημέρωσης της νεοαποικιοκρατίας. Όμως αυτά ακριβώς τα μέσα γίνονται κι ο λάκκος της. Αρκεί μια είδηση να φτάσει ως τις εσχατιές του πλανήτη μας, έστω και σακατεμένη, μια είδηση σφαγής συνήθως κι αγριότητας, για να φουσκώσει το κύμα εκατομμυρίων ανθρώπων πάνω στη γη που δεν πιστεύουνε πια στους ήρωες κανενός πολέμου, γιατί ο πόλεμος δεν είναι πια υπόθεση τιμής, δεν προασπίζεις πια κανένα πάτριο έδαφος, το έδαφός σου έχει από καιρό κατακτηθεί. Στην εποχή μας, ούτε η δικιολογία πια του εξωτερικού εχθρού αρκεί για να βγούνε στους δρόμους τα τανκς. Ο εχθρός είν’ εσωτερικός, υπήρχε μέσα μας από πάντα. Καραδοκούσε σε στρατώνες, χτυπώντας ανυπόμονα την άδεια καραβάνα του. Είμαστε σαν το νερό οι σκλαβωμένοι λαοί. Το σταματάς από δω, το φράζεις από κει, το κάνεις τέλμα, μα κείνο βρίσκει μυστικές οπές, τρυπώνει κι ανοίγει υπόγεια χάσματα και κυλάει. Αναιρεί το βούρκο. «Αισιόδοξη σκέψη» λέω μέσα μου. Αισιόδοξη σε μια εποχή που τελειοποιήσαμε τα όργανα της εξόντωσής μας. Παλεύουν, λένε, δυο θεριά. Ποιο θα νικήσει; Πού πάει ο πλανήτης μας;


Η ώρα περνάει (βάζω το ρολόι κουτουρού)

Δεν τα κατάφερα, λέω μέσα μου. Δεν τα κατάφερα να ξεκαθαρίσω κι αυτή τη φορά τις σχέσεις μου με το θέατρο. Οι πρόβες που έκανα στο καινούργιο έργο, όχι απλώς δε με γέμισαν, αλλά κι ανάγλυφα μου παρουσίασαν κι αυτή τη φορά τη ντροπή που λέγεται αστικό θέατρο. Τίποτε όσο ένας αστικός θίασος, τίποτε όσο αυτός – σκέφτομαι – δεν εκφράζει με τόση ενάργεια τις δομές του ίδιου του συστήματος και την επίδρασή τους πάνω στις σχέσεις των ανθρώπων: πόζα, ψευτιά, στόμφος και κουφότητα απ΄ τη μια, κι από την άλλη ψυχρός υπολογισμός, αδυσώπητη δημιουργία στεγανών, ιεράρχηση! Θεέ μου τι πρόστυχη λέξη! Τι αποτρόπαιη έννοια. Το μισώ αυτό το είδος θεάτρου. Δεν αδιαφορώ μισώντας το. Μακάρι να μπορούσα να συμβάλω στην καταστροφή του. Θυμάμαι την πρεμιέρα πριν από λίγο καιρό. Δε θυμόμουνα τίποτα απ΄ τα λόγια μου. Κόσμος πολύς στην πλατεία. Γέροι οι περισσότεροι. Νέοι καθόλου. Ανάμεσα στο πλήθος, γνωστές προσωπικότητες των γραμμάτων. Ο θίασος Χ. παρουσίαζε κάποιο έργο του Ζ. Το έργο άρχισε μέσα σε μια παγερή αναμονή. Το θυμάμαι σαν τώρα. Φτάνει το δεύτερο μέρος, κι η αναμονή εντείνεται. Το θέμα του έργου, δε γίνεται, θάρθει στιγμή που θα σαρκωθεί σε γνήσιο θέατρο. Δε βαριέσαι. Το έργο τελειώνει, η αναμονή μένει μετέωρη, το κοινό διαψεύδεται. Όχι ότι ο συγγραφέας δημιούργησε ελπίδες. Ο συμπαθής αυτός άνθρωπος, όταν ανάβουν τα φώτα της ράμπας για να φωτίσουν τα σκαριφήματα που ονομάζει θεατρικά έργα, γίνεται ένας αφελής κομπογιαννίτης, που πασχίζει να θεραπεύσει με ξόρκια και μαγιοβότανα έναν απλό πονοκέφαλο. Το κοινό καγχάζει. Αλλά στο τέλος του έργου χειροκροτεί. Θα έλεγα με θερμότητα. Το ίδιο αυτό κοινό που κάγχαζε και ειρωνευόταν ανοιχτά, ανεβαίνει στα παρασκήνια συγκινημένο και συγχαίρει από βάθους καρδιάς την πρωταγωνίστρια, το συγγραφέα και τους άλλους ηθοποιούς. Όταν φύγει από τα παρασκήνια, το ίδιο αυτό κοινό θ΄ αρχίσει με λύσσα αγριότερη από πριν τον καγχασμό και τη χλεύη. Αξιολάτρευτο, γοητευτικό κοινό της μπουρζουαζίας.


Μεσημέρι

Κατάθλιψη, κι ένα βούρκωμα ανεξήγητο μέσα μου. Ναι, ζω μια κοινή ζωή με τα παιδιά του Αρίωνα, όμως αυτή την εγκατάλειψη, αυτή την παγωνιά που διαπερνάει το στέρνο μου, πώς να την κάνω κοινό κτήμα μαζί τους; Τι είναι συλλογικότητα; Πού τελειώνουν τα όρια του ατόμου;

Το υπόγειο του Αρίωνα, στην Κυψέλη, είναι σα να βουβάθηκε. Μονάχα ένα ασπρόμαυρο γατί, κι εγώ. Ξαναδουλεύω τη «Δίκη του Μεσημεριού». Είναι η τρίτη μορφή της. Ελπίζω κι η τελευταία. Με κουράζει. Δεν προχωράει. Φαίνεται ότι με ξεπερνάει το υλικό. Τα χρώματα είναι σκληρά. Θέλουν απάλυνση. Το ρυθμό προπαντός. Άμα βρω το ρυθμό, θα κυλήσει. Δε γίνεται. Με παιδεύει πολύ το πρόσωπο της κοπέλας που την εκτελούν την ώρα που γράφει το σύνθημα στον τοίχο. Πώς θ΄ απολογηθεί στο στρατοδικείο αφού είναι πεθαμένη; Πρέπει να λύσω το πρόβλημα αισθητικά, όχι πραγματιστικά. Κι ο Έκτορας; Ο πρωταγωνιστής; Βρίσκω πως είναι φορτωμένος με πολλά υποκειμενικά δικά μου. Θα του αφαιρέσω βάρος. Πρέπει να γίνει διάφανος. Πρέπει να βρω τρόπο να του περάσω στοιχεία δικά μου, απ΄ τη δική μου ατομικότητα, αλλά να γίνουν βιώματα δικά του. Πώς όμως; Πώς;

Από τότε που ανοίξαμε το βιβλιοπωλείο, ένα μεγάλο μέρος παρηγοριάς μετατοπίστηκε. Ο Αρίωνας έγινε τώρα κάτι επίσημο και υπεύθυνο, κάπως μακρινό πια. Τις λίγες ώρες που μαζεύονται τα παιδιά, όταν κλείνει το βιβλιοπωλείο, εγώ απουσιάζω. Είμαι στο θέατρο και θρηνώ προκαταβολικά τις ώρες που χάνω. Το θέατρο δεν έχει κόσμο. Είκοσι ως εικοσπέντε άτομα σε κάθε παράσταση. Κι οι πιο πολλοί με προσκλήσεις. Τώρα μάλιστα που έχω αναλάβει να κάνω μια μετάφραση με κείμενα απ΄ τη Χιλή, η αίσθηση της σπατάλης του χρόνου με καταθλίβει. Όχι επειδή δεν έχω αρκετό χρόνο να μεταφράσω αυτά τα συγκλονιστικά κείμενα, μα επειδή η άμεση μετάφρασή τους είν΄ ό,τι ουσιαστικότερο θα μπορούσα να προσφέρω αυτή τη στιγμή.


Πεντέμισι το απόγευμα

Φεύγω. Το γατί νιαουρίζει. Όλοι λείπουν. Μπαίνω στο τρόλλεϋ. Σήμεα έχουμε δυο παραστάσεις. Είπα δυο-τρεις κουβέντες με τον κυρ Θανάση τον περιπτερά, ένα χρυσόν άνθρωπο, πάναγνο σαν νεροπηγή. Τα μάτια του και σήμερα μιλούσαν. Η διαδρομή ως το Σύνταγμα μου φαίνεται ατέλειωτη. Νιώθω αποχαυνωμένος. Η νέκρα θριαμβεύει πάνω μου.

Το πρώτο ρίγος στη ραχοκοκαλιάτο νιώθω όταν ακούω τις φωνές. Έρχονται από μπροστά οι φωνές, αξεδιάλυτες στην αρχή, οπωσδήποτε ρυθμικές, σα συνθήματα. «Πολυτεχνείο», φωνάζει ο εισπράχτορας, κι ανοίγει τις πόρτες.

Ο κόσμος ξεμπουκάρει, και μέσα στο τρόλλεϋ μπουκάρουν οι φωνές, ρυθμικές, αναρίθμητες φωνές παιδιών που φωνάζουν σα να τραγουδάνε. Και τότε δέχομαι ζεματιστό κατάστηθα το μήνυμα. Με εικόνες τούτη τη φορά. Τεράστια πανώ στα κάγκελα του Πολυτεχνείου, κι από μέσα, παιδιά σκαρφαλωμένα, κι ως έξω απ΄ την είσοδο παιδιά, νέα παιδιά, εκεί, γύρω στα είκοσι, κορίτσια αγόρια, να φωνάζουνε ρυθμικά. Μα τι φωνάζουνε; ακούω πλάι μου μια φωνή. Σε λίγο μ΄ άφησε το σύγκρυο. Το τρόλλεϋ έχει ξεκινήσει. Η νέκρα με ξανακυριεύει. Τίποτε δε γίνεται, λέω. Ο δικτάτορας δε θα τους πειράξει. Θα τους αφήσει να φωνάξουνε, να ξελαρυγγιαστούνε, να εκτονωθούνε, κι ύστερα μόνα τους θα φύγουνε. Τα παιδιά. Των 18 και 20 χρόνων. Έτσι έγινε και πέρυσι στη Νομική. Ακριβώς τέτοιο καιρό. Κλειστήκαν τα παιδιά στη Νομική δυο μέρες. Τη δεύτερη πείνασαν, κουράστηκαν, γύρισαν στα σπίτια τους. Προηγουμένως, βέβαια, πράκτορες μυστικοί είχαν ανοίξει από μέσα τις πόρτες και χύμηξαν οι αστυνομικοί με τα γκλομπς στο χέρι. Δείρανε με την ψυχή τους. Χόρτασαν. Τραυμάτισαν κιόλας. Τα παιδιά ξαναγύρισαν στα θρανία. Πέρυσι, τέτοιο καιρό, τα πράγματα στο Πολυτεχνείο πήραν άλλη τροπή. Κλειστήκαν κι εκεί τα παιδιά, κάποιος από μέσα άνοιξε τις πόρτες, χυμήξαν οι αστυνομικοί, τραυμάτισαν πολλά. Ταυτόχρονα, ο δικτάτορας ψήφιζε αναγκαστικό νόμο: αίρεται η αναβολή κατατάξεως στο στρατό. Τότε, πολλά παιδιά πήραν το δρόμο του στρατιωτικού, μέσα σε μιαν ατμόσφαιρα έντασης και τρομοκρατίας. Σείστηκε το πανελλήνιο. Αλλά σε λίγο τα πνεύμτα καταλάγιασαν. Νέα συγκλονιστικά γεγονότα μας έκαναν να ξεχάσουμε όλα τ΄ άλλα συγκλονιστικά που είχαν προηγηθεί: παραίτηση των στρατιωτικών της κυβέρνησης, συγκέντρωση όλων σχεδόν των εξουσιών στα χέρια του αυτοανακήρυχτου Προέδρου της Δημοκρατίας, ορκωμοσία Μαρκεζίνη και λοιπά. Είναι τρομαχτικό αυτό που συμβαίνει εδώ κι έξι χρόνια. Το κάθε τι που συμβαίνει είν΄ από μόνο του συγκλονιστικό. Φτάσαμε στο σημείο, οτιδήποτε καινούργιο να είναι συγκλονιστικότερο απ΄ όλα τα προηγούμενα, και αυτομάτως να σε κάνει να τα ξεχνάς. Κι ο χρόνος για την αφομοίωση του κάθε τι να είναι απελπιστικά λίγος. Πώς να τ΄ αφομοιώσεις όλα, να τ΄ αξιολογήσεις και να τα ταξινομήσεις; Ούτε καν να τα πληροφορηθείς δεν προφταίνεις. Έτσι ήταν που ξεχάστηκαν γρήγορα τα γεγονότα της Νομικής μπροστά στο σκάνδαλο Γουώτεργκεητ, που ανακήρυξε το Νίξον ως το μεγαλύτερο παλιάτσο όλων των εποχών, έτσι ξεχάστηκε η στράτευση των φοιτητών μπροστά στη σφαγή της Χιλής, για να ξεχαστούν σιγά-σιγά κι οι σφαγές της Χιλής μπροστά στην ανακήρυξη του γελωτοποιού Μαρκεζίνη σε πρωθυπουργό της χώρας μας, μιας χώρας που άρχισε κιόλας να πεινάει, να κρυώνει και να διαστέλει τα μάτια πιο πολύ. Έτσι είπα μέσα μου, έπειτα απ΄ τον πρώτο συγκλονισμό – «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία» – είπα μέσα μου ότι κι αυτό το συγκλονιστικό από μόνο του γεγονός να κλειστούνε και πάλι τα παιδιά μες στο Πολυτεχνείο, θα οδηγηθεί στο ίδιο φινάλε, για ν΄ αρχίσει αμέσως κάτι άλλο, μέσα στα πλαίσια πάντα της αμφίβολης ανοχής των αρχών, και της ανοργανωσιάς που δέρνει την αγανάκτηση του λαού. «Θα εκφυλιστεί» λέω μέσα μου, και μπαίνω στο θέατρο.


Αργά το βράδι

Μετά τις δύο παραστάσεις. Η Ιωάννα κι εγώ. Πήραμε να κατεβαίνουμε την Πανεπιστημίου. Με την Ιωάννα παίζουμε μαζί στο ίδιο έργο. Οι κριτικοί μάς γράψανε καλά. Για μας τους δυο. Καλά. Είχαμε διαβάσει ολόκληρη την κριτική νωρίς το βράδι πριν την παράσταση, και τότε καταλάβαμε γιατί ο θίασος μάς έκανε μούτρα. Είχαμε γελάσει. Η Ιωάννα θα πήγαινε στα Βριλήσσια, στο σπίτι της. Θα τηνε πήγαινα ως την αφετηρία, κι έπειτα θάφευγα κι εγώ. Η αφετηρία για το σπίτι της είν΄ ακριβώς πάνω απ΄ το Πολυτεχνείο.

— Λες να γίνουνε τίποτα επεισόδια; με ρωτάει η Ιωάννα.

            Έχω το χέρι μου περασμένο στον ώμο της.

            — Δε φαντάζομαι. Δε βλέπεις γύρω σου την ησυχία; της απαντάω.

            Άδεια σχεδόν η Πανεπιστημίου. Μόνο ταξί που κατεβαίνουν προς την Ομόνοια.

            — Τι ωραία που είναι η Αθήνα δίχως κόσμο... λέω αφηρημένα. Και το πιστεύω αυτό που λέω.

            — Δεν έχει λεωφορεία; Τι ώρα είναι; με ρωτάει.

            Τότε κι εγώ αντιλαμβάνομαι πως δεν υπάρχουν λεωφορεία. Τα λεωφορεία Αμπελόκηποι – Πατήσια που περνούν ακριβώς μπροστά απ΄ το Πολυτεχνείο...

            Με πιάνει σύγκρυο για δεύτερη φορά.

            — Πώς δεν έχει! της απαντάω. Απλούστατα είναι περασμένη η ώρα κι έρχονται κάθε τέταρτο.

            Στα χέρια μου κρατάω τη μπροσούρα για τη Χιλή. Στο εξώφυλλο, ένα τεράστιο κόκκινο αστέρι αριστερά, και στο κέντρο, γαλάζιος ένας χάρτης όλης της Νότιας Αμερικής, μόνο της Νότιας Αμερικής. Εκεί, προς τα πάνω, που πλαταίνει η Νότια Αμερική, και γίνεται σαν παλάμη, ένα τουφέκι οριζόντιο που το κρατάει σφιχτά αυτή η ίδια παλάμη, αυτή η ίδια κι ολάκερη Νότια Αμερική. Ταυτόχρονα βλέπουμε και τους μπάτσους. Έρχονται από δεξιά. Μπρος στο Πανεπιστήμιο, κλούβες γεμάτες μπάτσους που περιμένουν.

            — Κρύψε το βιβλίο στο ταγάρι σου, της λέω.

            Το ταγάρι της κρέμεται στον αριστερό ώμο της, απ΄ τη δική μου μεριά. Βάζω τη μπροσούρα στο ταγάρι. Η Ιωάννα, ως συνήθως, κουβαλάει μες στο ταγάρι της ό,τι μπορεί να βάλει ανθρώπου νους. Η μπροσούρα δε χωράει. Φαίνεται. Δε σταματάμε να περπατάμε. Οι μπάτσοι μας φτάνουν. Σφιγγόμαστε πιο πολύ ο ένας πάνω στον άλλο. Περνάμε ανάμεσά τους. Άγρια πρόσωπα, κιτρινωπά, καφετιά.

            — Λες να επιτεθούν; ξανά η Ιωάννα.

            — Γιατί να επιτεθούν; Άλλωστε, δε γίνεται τίποτα σπουδαίο. Μια απλή συγκεντρωσούλα. Φοβάσαι;

            — Ναι. Φοβάμαι τη βία.

            — Αυτοί κάνουνε τη δουλειά τους, λέω πιο πολύ για να την καθησυχάσω. Κι είναι πολύ φυσικό να υπάρχουν αστυνομικοί όπου υπάρχουν συγκεντρώσεις...

            Και νιώθω σε μια στιγμή να την τραβάω για να περπατήσουμε πιο γρήγορα καθώς πλησιάζουμε στα Χαυτεία.

            — Δεν ακούω φωνές. Θα έφυγαν φαίνεται. Τι λες; μιλάει πάλι η Ιωάννα.

            — Α! Σίγουρα! της απαντάω και νιώθω να την τραβάω ακόμα πιο πολύ.

            — Τι με τραβάς; Ας περπατάμε πιο σιγά. Είναι ωραία η βραδιά.

            Στρίβουμε στα Χαυτεία. Παίρνουμε δεξιά την Πατησίων. Όσο προχωράμε προς το Πολυτεχνείο, διασταυρωνόμαστε με αραιούς διαβάτες στην αρχή, έπειτα πέφτουμε πάνω σε μικρές ομάδες που πυκνώνουν ολοένα. Οι φωνές, από μακριά ακόμα, φτάνουν στ΄ αυτιά μας σαν απροσδιόριστο κάλεσμα. Εκεί είν΄ ακόμα! λέω μέσα μου, και κάποια ταραχή, μισή χαρά, μισή φόβος, με κάνει ν΄ ανοίξω ακόμα πιο πολύ το βήμα μου. Η Ιωάννα, γατζωμένη απάνω μου, με ακολουθεί με δυσκολία όσο ο κόσμος πληθαίνει γύρω μας, κι οι φωνές γίνονται όλο και πιο ξεκάθαρες. Αστυνομία πουθενά.

            Περνάμε τη Χαλκοκονδύλη και πέφτουμε πάνω στο μεγάλο πλήθος, κι ανοίγουμε τ΄ αυτιά μας στις φωνές, κι αναγαλλιάζει κάτι στο στήθος μου.

            — Πότε μαζεύτηκε τόσος κόσμος; λέω. Τ΄ απόγευμα που πέρασα, ήταν πολύ λίγος. Πώς μαζεύτηκαν τόσοι πολλοί;

            — Άρα, η κυκλοφορία έχει σταματήσει, κι όχι πως είναι αργά και πως τα λεωφορεία περνάνε κάθε τέταρτο, λέει η Ιωάννα.

            — Όχι βέβαια, όχι βέβαια, κι ανοίγω το βήμα μου. Τη σέρνω κυριολεκτικά. Την ώρα αυτή, μια τεράστια κραυγή, σάμπως βγαλμένη από μυριάδες στόματα, κάνει τις βιτρίνες να τρίζουν.

            «Απόψε, Πεθαίνει, ο φα-σι-σμός»

            Κοκκαλώνουμε κι οι δυο. Έχουμε φτάσει στη Στουρνάρα. Δέκα μονάχα βήματα μάς χωρίζουν απ΄ το πεζοδρόμιο του Πολυτεχνείου.

            «Έξι χρόνια είν΄ αρκετά, δε θα γίνουνε εφτά»

            «Κάτω η Χούντα»

            — Ξενοφώντα, εγώ θα στρίψω δεξιά, λέει η Ιωάννα αποφασιστικά. Δε μπορώ να σ΄ ακολουθήσω. Έλα και συ. Μην πας. Πάμε από δω.

            — Όχι Ιωάννα. Ας χωρίσουμε εδώ καλύτερα. Καληνύχτα.

            — Πρόσεχε! Πρόσεχε σε παρακαλώ.

            Τη χαιρετάω κι ετοιμάζομαι να περάσω απέναντι. Κάνω δυο – τρία βήματα. Τότε θυμάμαι το βιβλίο. Στρέφω, ψάχνω να τη βρω εκεί που χωρίσαμε πριν από λίγο. Πήχτρα ο κόσμος. Ξαναγυρίζω. Ανοίγω δρόμο με τους αγκώνες μου, φωνάζω Ιωάννα, δεν ξέρω γιατί, δε θέλω απόψε ν΄ αποχωριστώ τη Χιλή. Σε αρκετή απόσταση, κάποιο γυναικείο ξανθό κεφάλι γυρίζει προς τα πίσω.

            — Το βιβλίο! της φωνάζω. Ξέχασα να πάρω το βιβλίο.

            Τηνε καληνυχτίζω ακόμα μια φορά και ξαναγυρίζω. Χώνουμαι μέσα στο πλήθος, σα να ζητάω να προφυλαχτώ. Στέκομαι για λίγο στο απέναντι πεζοδρόμιο, και σε λίγο πραγματοποιώ τα δέκα μεγάλα βήματα της ζωής μου, ως εκεί που αρχίζει το πεζοδρόμιο του Πολυτεχνείου, οι τοίχοι του, τα τείχη του κι η ζωή του.

            Περπατάω αργά, σα να ξύπνησα άξαφνα στο κέντρο κάποιου εξαίσιου παραμυθιού. Ποτέ δεν είδα τόσα πρόσωπα φωτεινά, ποτέ τη νιότη δεν την αντίκρυσα με τόσες τύψεις για μιαν άλλην νιότη χαμένη άδοξα. Ηλεκτρίζομαι. Βαδίζω σαν υπνωτισμένος, μ΄ ένα μούδιασμα ακόμη στα μέλη μου, με δυσκολία στη φωνή μου. Πόσο καιρό τηνε περίμενα μια στιγμή τέτοια! Κλείνω τα μάτια σε μια στιγμή κι αφήνομαι να με παρασύρουν οι φωνές, να χορτάσω ύμνους, να πλημμυρίσουνε τα κύτταρά μου ηχοφωτιές, να γίνω ολάκερος ένας ηχοβασίλειο. Πόση δίψα για φωνές! Θεέ μου, πόσο την είχα συνηθίσει τέτοια δίψα, και δεν τόξερα.

            Κι αρχίζω αργά την περιπλάνηση ανάμεσα στα πρόσωπα και τα μάτια. Απόψε, όλος ο κόσμος μοιάζει σα να κατοικήθηκε από μάτια και χείλη. Παιδιά, όλα παιδιά, κανένα κάτω απ΄ τα δεκάξι, κανένα πάνω απ΄ τα εικοσιδυό. Κάποιος ρωτάει την ώρα. Κάποιος άλλος του λέει πως είναι δωδεκάμισι τη νύχτα. Πώς τόσο γρήγορα απ΄ το Ψωμί, την Παιδεία, πώς τόσο γρήγορα απ΄ την Ελευθερία του απογεύματος να φτάσουμε ως εδώ, ως αυτή τη στιγμή της ύστατης άρνησης;

            Κοιτάζω προς τα πάνω άθελά μου. Στις ταράτσες των κτιρίων. Κι η σκέψη με παραλύει. Κάνω να το βάλω στα πόδια. Κάποιος μέσα μου με γραπώνει απ΄ το λαιμό. «Εδώ θα κάτσεις. Πρώτα θ΄ αποφασίσεις  για το φόβο σου, κι έπειτα θα φύγεις. Γι΄ απόψε τουλάχιστο». Το βλέμμα μου απογειώνεται και πάλι στις ταράτσες και τα μπαλκόνια των τελευταίων ορόφων. Από κει, λέει, από κει άξαφνα να ξεπροβάλουν. Οι κάννες. Οι κάννες των πολυβόλων στραμμένες όλες καταπάνω μας. Και χωρίς καμιά προειδοποίηση ν΄ αρχίσουν να φτύνουν...

            Αυτή τη φορά δε μούρχεται να το βάλω στα πόδια. ‘Εχω κιόλας δει τις κοπέλες με την ποδιά του σχολείου, τ΄ αγόρια με τα μπλου τζηνς και τα μακριά μαλλιά και τα γένεια, να σταματάνε τ΄ αυτοκίνητα και να γράφουνε πάνω τους συνθήματα, λεωφορεία, γιώτα χι, ημιφορτηγά που έρχονται προς το κέντρο, πολλά αυτοκίνητα, αφύσικα πολλά για τέτοιαν ώρα προχωρημένη, να γράφουνε πάνω τους συνθήματα, και να ζητάνε από τους οδηγούς να βαράνε συνέχεια τα κλάξον, και να φωνάζουν μαζί τους κι αυτοί για το φασισμό που απόψε πεθαίνει, τα έχω δει όλ΄ αυτά. Πώς να το βάλω στα πόδια; Κάποιο παιδί μ΄ αναγνωρίζει μες στο πλήθος.

            — Φώντα!

            Στρέφω να δω.

            — Σώτο!

            Με πλησιάζει. Είναι μαζί του και κάποιο άλλο παλικάρι.

            — Εσύ; Πώς βρέθηκες εδώ; λέω σα να ψελλίζω.

            — Εδώ είν΄ η θέση μου, απαντάει χωρίς χαμόγελο.

            — Πόσο χαίρομαι... Τι να πω. Θες τσιγάρο;

            — Ναι, ξέμεινα τελείως. Τα μοίρασα όλα.

            — Πάρε, δώσε και στο φίλο σου.
           
            Του απλώνω όλο το κουτί. Τότε το βλέπω.

            — Τι έπαθε το χέρι σου; Τόσπασες;

            Το χέρι του τ΄ αριστερό, είναι βαλμένο στο γύψο. Μέχρι τον αγκώνα.

            Γελάει ο Σώτος...

            — Όχι, δεν τόσπασα... και μου κλείνει το μάτι.

            Τα χάνω. Το δικό μου μάτι πέφτει τώρα και στο χέρι του φίλου του, τ΄ αριστερό. Κι αυτουνού το χέρι σπασμένο. Κι άξαφνα, παραβιάζεται η μακάρια αθωότητά μου.

            — Κρατάς απάνω σου καμιά κιμωλία; ρωτάει ο Σώτος.

            — Κιμωλία; Πώς; Όχι... τραυλίζω. Δεν το σκέφτηκα.

            — Καλά, δεν πειράζει, μου χαμογελάει ο Σώτος. Θα ζητήσω από κάποιον άλλο.

            Κι απομακρύνεται ο Σώτος, και περνάει ανάμεσα απ΄ τ΄ αυτοκίνητα, που σταματούν για λίγο, φορτώνονται συνθήματα, κι έπειτα ξεκινούν κορνάροντας ρυθμικά για να τα μεταδώσουν στα πέρατα της ελπίδας, και ξανάρχεται ο Σώτος, λίγο πιο κάτω από κει που ΄μαι εγώ, κι αρχίζει πάλι να γράφει με κόκκινη κιμωλία, ο Σώτος, να γράφει σε τζάμια, σε παρ-μπριζ, σε πόρτες και θόλους αυτοκινήτων, συνεχίζει να γράφει, παιδί δεκαοχτάχρονο ο Σώτος, κλεμμένο ανάστημα κυπαρισσιού, συνεχίζει να γράφει την καινούργια ιστορία που άρχισε σήμερα το πρωί.

            Τα μάτια μου τρέχουνε. Περίεργο! Κλαίω. Κλαίω επί τέλους.

            Παίρνω το δρόμο για το σπίτι μου. Πάω να ξεσηκώσω ό,τι βρω. Χαρτιά, μολύβια, κιμωλίες, μαρκαδόρους, κραγιόνια και νερομπογιές. Θα ξανάρθω. Ξεκαθάρισα πια θαρρώ τους λογαριασμούς μου με το φόβο. Περπατάω βιαστικά. Βγαίνω απ΄ το πλήθος. Πίσω μου οι φωνές και τα συνθήματα, μοιάζουν δοξαστικό για κάποιο άγνωστο ξημέρωμα που πλησιάζει.



Τάκης Χατζηαναγνώστου
Ένας πολίτης ελεεινής μορφής
....................................................................................
Ωστόσο οι μηχανές μήτε από ιστορία ξέρουν, μήτε από καρδιά. Οι ερπύστριες γύρισαν. Το αγριο τέρας, αναποδογύρισε τη γυναίκα, μάτσισε την άσφαλτο, σκαρφάλωσε στο πεζοδρόμιο. Τα παιδιά, αλύγιστα, τραγουδούσαν ασταμάτητα μπροστά του, σκαρφαλωμένα σαν άγγελοι θεού πάνω στα κάγκελα της πύλης. Μαζί τους πάντα κι εκείνος κι δυό του γιοί. Το τέρας μούγκρισε, πήρε φόρα, ώρμησε. Η πύλη γκρεμίστηκε στο λεφτό, έγινε  άμορφος σωρός, χώματα, σίδερα. Ο όλεθρος κι θάνατος πέρασαν από πάνω αδάκρυτοι, αλέθοντας πέτρες, τραγούδια και σάρκες.
                                                ***
Με την αύριο, όταν οι δυνάμεις της «εξουσίας» καθάριζαν τον τόπο της σφαγής απ’ τα αίματα κα τις άλλες ακαθαρσίες, βρήκαν μες στο σωρό ένα κομμάτι ξεσκισμένο σακκακιού, με μιαν ανοιχτή τσέπη να χάσκη μπροστά στα βαριεστημένα τους μάτια. Μεσ’ απ’ αυτήν την τσέπη ξεμύτιζε ένα βρώμικο χαρτί. Το τράβηξαν, το εξέτασαν. Διάβασαν τούτα τα γράμματα με μολύβι.
                Κ α τ α γ γ έ λ λ ω
Κ α τ α γ γ έ λ λ ω  τ ο ν  ε α υ τ ό  μ ο υ ,  π ο υ  δ ε ν  ξ ύ π ν η σ α  π ι ο  μ π ρ ο σ τ ά ,  π ο υ  δ ε ν  ξ ε σ η κ ώ θ η κ α  π ι ο  μ π ρ ο σ τ ά ,  ν’ α ν τ ι σ τ α  θ ώ  σ τ η  β ί α 
κ α ι  σ τ ο ν  τ ρ ό μ ο .
Κ α τ α γ γ έ λ λ ω  τ ο ν  ε α υ τ ό  μ ο υ ,  π ο υ  υ π ή ρ ξ α  έ ν α ς  π ο λ ί τ η ς  ε λε  ε ι ν ή ς  μ ο ρ φ ή ς .   



Το Νοέμβρη, λοιπόν - Νίκος Σαραντάκος


Από τότε που το τανκς εκείνο το Νοέμβρη γκρέμισε την κεντρική πύλη τού Πολυτεχνείου, της οδού Πατησίων, η είσοδος αυτή δεν χρησιμοποιείται· εκείνη η συγκεκριμένη καγκελόπορτα, βέβαια, ρημαγμένη απ’ τις ερπύστριες, ωστόσο όχι ολότελα ξεχαρβαλωμένη, φυλάγεται κάπου σαν κειμήλιο του αγώνα και μοναχά στους γιορτασμούς εκτίθεται στο κοινό προσκύνημα. Αλλά και η τωρινή η πόρτα σπανιότατα ανοίγει, κι αυτό σ’ ανάλογες περιστάσεις, κατά τις επετείους δηλαδή. Μόνο τα παραπόρτια της άνοιγαν συχνά-πυκνά, αλλά κι αυτά τώρα κλειστά τα κρατούν, θαρρώ· έτσι όλος ο κόσμος, καθημερνώς, από τις πύλες των οδών Στουρνάρα και Τοσίτσα μπαινοβγαίνει, αλλά καθώς αυτή η τελευταία τα απογέματα κλείνει νωρίς, οι πιο πολλοί απ’ τη Στουρνάρα εξυπηρετούνται. Μπροστά στην πόρτα αυτή κόσμος μαζεύεται όχι μόνο τα πρωινά, αλλά ολημέρα, γιατί έχει καθιερωθεί από τους φοιτητές σαν μέρος για να δίνουν ραντεβού· κι έτσι, σε ώρες καίριες, σημαδιακές εξόδου, οχτώ-οχτώμιση ας πούμε, ή κι αργότερα, πλήθος θα βρεις εκεί να περιμένει, είτε πολλούς μαζί να κουβεντιάζουν μεγαλόφωνα, είτε μοναχικούς στημένους να μέμφονται το έτερον ήμισυ κοιτώντας κάθε λίγο το ρολόι τους, και δεν είναι σπάνιο δυο ή τρεις ξεχωριστές παρέες που ’χουνε δώσει εκεί τα ραντεβού τους να ενωθούν, κι όλοι μαζί να πάνε στο σινεμά ή στην ταβέρνα ή όπου αλλού. Συνήθως κάποιος αργοπορεί περισσότερον του δέοντος, οπότε οι σύντροφοί του φεύγουν αφήνοντας του μήνυμα, «Γιάννη θα ’μαστε εκεί κι εκεί», γραμμένο πάνω σε μια απ’ τις αφίσες — κατά προτίμηση να έχει άσπρο φόντο — που θα σκεπάζουν τις κολώνες εκατέρωθεν της πόρτας· γιατί οι αφίσες διακοσμούν ολοχρονίς τους εξωτερικούς τοίχους τού «ιδρύματος», ιδίως δε τις δυο πλευρές τού τετρα­γώνου, από την Πατησίων και τη Στουρνάρα, που και πιο πολυσύχναστες είναι, και άφθονο ωφέλιμο χώρο προσφέρουν στον αφισοκολλητή· βλέπεις, απ’ τη μεριά τής Μπουμπουλίνας το κτίριο έχει κάγκελα όπου ως γνωστόν είναι αδύνατο να κολληθεί επιτυχώς χαρτί, ενώ η Τοσίτσα είναι δρόμος ιδιόμορ­φος, στα εκεί παγκάκια και παρτέρια την αράζουν τουρίστες, υπερήλικες και ζευγαράκια ερωτευμένα που η πείρα απέδειξε πως σπάνια προσέχουν τη φωνή των τοίχων· έχει κι αυτή όμως το μερίδιό της. Στους τοίχους άλλωστε, εκτός από αφίσες, βρίσκεις και συνθήματα· άλλα είναι γραμμένα σε χαρτί και κολλημένα, οπότε λέγονται χαρτοπανώ, και άλλα έχουν κατευθείαν φιλοτε­χνηθεί — με σπρέι και σπανιότερα μπογιά — απάνω στο γυμνό τοίχο· γράφουνε και με μαρκαδόρο, συνήθως ευφυολογήματα, αλλά αυτά δεν είναι ορατά παρά μονάχα εκ του πλησίον και δεν μπαίνουν στο λογαριασμό. Παλιότερα, όλη αυτή η δραστηριό­τητα δεν άρεσε καθόλου στη Σύγκλητο του ιδρύματος και σε τακτά χρονικά διαστήματα πλάκωνε συρφετός ολόκληρος κλη­τήρες, επιστάτες, θυρωροί, που αρματωμένοι με μάνικες και βούρτσες, με σπάτουλες και άλλα αιχμηρά αντικείμενα απογύ­μνωναν τους τοίχους μ’ αξιοπρόσεχτη επιμονή και υπομονή και έσβηναν, σκεπάζοντάς τα με μπεζ μπογιά, όσα συνθήματα ήσαν γραμμένα· παράλληλα, σε περίοπτα κι απρόσιτα σημεία, ψηλά-ψηλά, χέρι ανθρώπου να μη μπορεί να τα ζυγώσει, κάρφωσαν πινακίδες όμορφες μεταλλικές, που μας προέτρεπαν να σεβα­στούμε το μνημείο· του κάκου βέβαια, γιατί εμείς οι ασεβείς διαρκώς κολλάγαμε, παρόλο που μας λέγαν ακαλαίσθητους. Και για να πούμε του στραβού το δίκιο, ακόμα και από αισθητικής πλευράς, συνήθως ήταν όμορφο το κτίριο ντυμένο ολόγυρα λογιώ-λογιώ πολύχρωμες αφίσες να σχηματίζουν διάφορα περίεργα κολλάζ όπως τυχαία βρίσκονταν η μια δίπλα και πάνω από την άλλη –και οπωσδήποτε, πολύ πιο όμορφο ήτανε τότε, παρά μετά από κάθε «επιχείρηση αρετής» του αφισοκτόνου αποσπάσματος, άθλιο θέαμα πεδίου μάχης οι τοίχοι, γεμάτοι ξέφτια θλιβερά χαρτιού, με τόπους-τόπους γκρίζα ή μπεζ μπαλώματα και από κάτω να αχνοφαίνονται τα ρωμαλέα κόκκινα γράμματα των συνθημάτων αλλά είπαμε –σύστημα λερναίας ύδρας, Παρασκευή απόγεμα τα καθαρίζανε, Δευτέρα βράδι είχαν πάλι ξεφυτρώσει και η διελκυστίνδα συνεχίστηκε μέχρι που πάψαν ν’ ασχολούνται με την αισθητική και την καθαριότητα οι συγκλητικοί μας.
Σε εποχές αναβρασμού, περιόδους προεκλογικές λογουχάρη ή παραμονές επετείων, του Νοέμβρη ή της Πρωτομαγιάς, η μάχη τής αφίσας είναι έντονη και ο καθείς μη βρίσκοντας χώρο ελεύθερο σκεπάζει αυτά που ο προηγούμενος είχε κολλήσει καλύπτοντας με τη σειρά του κάποιον τρίτο. Αν και υπάρχει κάποιος εξαιρετικά λεπτομερής και πλατιά γνωστός κώδικας καλής συμπεριφοράς που διέπει τα της αφισοκόλλησης, πότε και πώς επιτρέπεται δηλαδή τον άλλο να σκεπάσεις και πότε όχι, αυτός τηρείται μόνο τον καλό τον καιρό, γιατί όταν έρχεται η φούρια, ας πούμε την παραμονή τής σημαδιακής μέρας, κανείς δεν υπολογίζει ιδιαίτερα τα σαβουάρ βιβρ και φυσικά αντεγκλή­σεις κι επεισόδια δεν λείπουν· καθώς μάλιστα οι αφισοκολλητές κουβαλούν εργαλεία αν όχι φονικά πάντως επίφοβα, τη βούρτσα και το μπουγέλο με την κόλλα σα να λέμε, η κάθε τέτια μικροαψιμαχία μπορεί ν' αφήσει ανεξίτηλα τα ίχνη της — για να εισπράττουν οι στεγνοκαθαριστές και να σιχτιρίζουν οι μανάδες. Πάντως, το Νοέμβρη τουλάχιστο, τις τελευταίες-τελευταίες μέρες η ΕΦΕΕ συστήνει — κι όλοι υπακούουν — να μην κολλιούνται αφίσες οργανώσεων και κομμάτων, παρά μονάχα ενωτικές· έτσι, πέφτει λιγάκι ο πυρετός, και ύστερα, όταν τελειώσει η ιστορία, ο κλητήρας με μια του κίνηση έρχεται και ξεκολλά μια παχύτατη φλούδα χαρτί που περικλείνει όλο το φάσμα των πολιτικών δυνάμεων, από τη δεξιά ως την άκρα αριστερά σε στρώματα επάλληλα, σαν σε κρεμμύδι, η επανά­σταση κι η αντεπανάσταση μαζί. Ωστόσο, τις υπόλοιπες τις μέρες, όταν οι επέτειες είναι μακριά, η προσφορά είναι πιο πολλή από τη ζήτηση και δεν υπάρχει κώλυμα στο κόλλημα· τότε εμφανίζονται και ωραία μεγάλα χαρτοπανώ φτιαγμένα με μεράκι,  που  αφορούν τα εκάστοτε προβλήματα του χώρου, χειρόγραφες εφημερίδες τοίχου των σπουδαστών των γύρω τεχνικών σχολών, καμιά αναρχική στη χάση και στη φέξη, αλλά και καλλιτεχνικές που διαφημίζουν κάποια παράσταση ή συναυλία· εμπορικές αφίσες όμως δεν ευδοκίμησαν ποτέ εδώ και καλά να πάθουν γιατί παλιότερα, που αφισοκόλληση εκτός πανεπιστημιακού ασύλου σήκωνε αυτόφωρο χωρίς εξαγορά, κίνδυνος μεγαλύτερος κι απ’ την αστυνομία ήσαν τα διάφορα γραφεία ταξιδιών, τα οποία εν ριπή οφθαλμού γέμιζαν την Ακαδημίας με διαφημίσεις για εκδρομές στην Πόλη ή στο Λονδίνο και σκέπαζαν κάθε πολιτική αφίσα χωρίς να λογαριά­ζουν τον κόπο μας τον αφιλοκερδή.
Από την πόρτα τής οδού Στουρνάρα μπαίνεις στο προαύλιο· δεξιά τω εισερχομένω βρίσκεται το πιο διάσημο κτίριο του συγκροτήματος, το κτίριο Γκίνη, που λέγεται έτσι σε ανάμνηση κάποιου πρύτανη, κι έτσι ο χώρος ο μετά την είσοδο έχει επικρατήσει να λέγεται «στου Γκίνη», το ίδιο κι η πόρτα· πάντα υπάρχει κόσμος στο προαύλιο πλήθος, το μέρος όμως βρίσκεται στις δόξες του το τριήμερο του γιορτασμού, το Νοέμβρη. Πρώτα-πρώτα, με κάποιο τρόπο κλείνεται συμφωνία μυστική με τα στοιχεία τής φύσης και τόσα χρόνια, κάθε που γιορτάζει το Πολυτεχνείο ο καιρός τρεις μέρες μένει χαρωπός, σχεδόν αίθριος έως νεφελώδης, κι αν συννεφιάσει δε θα βρέξει, κι αν βρέξει θα ’ναι σύντομο ψιχαλητό. Κείνες τις μέρες λοιπόν, ανοίγουν λες πιο διάπλατα οι πύλες του ιδρύματος για να δεχτούνε τους προσκυνητές, κι είναι τόσοι πολλοί αυτοί που χάνεις το λογαριασμό· γεμίζει φίσκα η αυλή, μία πολύχρωμη πολύβουη βαβέλ ο κόσμος, αλλά οι πιο ζωντανές παρουσίες είναι τα γυμνάσια και τα λύκεια, συντεταγμένα τμήματα καθώς βαδίζουν με το στεφανηφόρο επικεφαλής φωνάζοντας συνθή­ματα με τις φωνές τους τις εφηβικές τις λίγο τσιριχτές, κάπως παράταιρα να βγαίνουν, να χτυπούν παλαμάκια και να τραγου­δούν, χαμογελαστά να προχωρούν προς τα μέσα, να τους χειρο­κροτούν οι γύρω, έρχονται λοιπόν, καταθέτουν το στεφάνι τους εκεί μπροστά, πλάι στα άλλα, ύστερα σκορπούν και την αράζουν μπουλούκια-μπουλούκια στα παρτέρια τής αυλής, τα κορίτσια που ’χουν γίνει δεκατέσσερα χρονώ με το χαρακτηριστικό χαχανητό τής ηλικίας, χωρίς όμως πια την ομοιομορφία τής ποδιάς, με τα επετειακά αυτοκόλλητα των οργανώσεων πλάκα στο στήθος σαν παράσημα θαυμαστών κατορθωμάτων και με τα μάτια λαμπερά, ζουζουνίζουν για κάμποσο στο προαύλιο, μία ώρα, δυο, έπειτα φεύγουν, αλλά διαρκώς άλλα γυμνάσια έρχο­νται κι ολημερίς θα χρωματίζουν τα παιδιά τη γιορτή· όλη αυτή την ώρα τα μεγάφωνα που για το γιορτασμό έχουν τοποθετηθεί παίζουν τραγούδια αγωνιστικά, την ηχογραφημένη εκπομπή απ το σταθμό των φοιτητών κείνης της νύχτας, ή μνημονεύουν τα σωματεία και τους φορείς που παρευρίσκονται και συμμετέχουν και τότε πια μπορείς να διαπιστώσεις πόσοι, μα πόσοι αναρίθ­μητοι είν’ αυτοί, σύλλογοι με απίθανα ονόματα κι απροσδιόριστη για τους απέξω αποστολή, σωματεία εργαζομένων στους πιο απίθανους τομείς, ωστόσο όλοι αυτοί και όλ’ αυτά υπάρχουν και δρουν και ζουν κι ήρθαν εδώ· η εκπομπή είναι στερεότυπη, μες το τριήμερο επαναλαμβάνεται διαρκώς, τα τραγούδια είναι γνωστά και τα ’χει ψιθυρίσει ο καθένας αμέτρητες φορές, και όμως είναι παρατηρημένο πως το κοινό δεν την έχει βαρεθεί, σαν φτάσει μάλιστα η κασέτα στο «εδώ πολυτεχνείο» ή στο «είμαστε άοπλοι» βλέπεις ανθρώπους ν’ αφαιρούνται, να πέ­φτουνε σε συλλογή, ν’ απογειώνονται, βλέπεις γριές μαυροντυ­μένες να κλαιν βουβά, αλλά κι ώριμους άντρες με μουστάκια, φάτσες οδηγών λεωφορείου θα ’λεγες, να ’ναι συνοφρυωμένοι, σα να προσεύχονται, η αναγγελία τού ερχομού κάποιου πολιτικού ηγέτη γίνεται φυσικά δεκτή με χειροκροτήματα, αλλά και κείνη που μιλά για το στεφάνι κάποιου λυκείου ή ενός ολιγάριθμου σωματείου δεν περνά απαρατήρητη, κι αν βγεις και ξεμακρύνεις από το Πολυτεχνείο και πας ως την πλατεία Κάνιγγος ή την πλατεία Βάθης, στη Μπενάκη αλλά και στο πεδίο τού Άρεως, πάντα σε συνοδεύει ο αχός απ τα μεγάφωνα, βέβαια δεν ξεχωρίζεις τι ακριβώς λέγεται, αλλά γνωρίζεις τι είναι και από πού προέρχεται, αδύνατο να τον αγνοήσεις, τακ-τακ χτυπά καρδιά μεγάλη, τα βράδια θα πρέπει ν’ ακούγεται σ’ όλη την πόλη, εδώ είναι το Πολυτεχνείο, τότε και τώρα.
Οι φοιτητές βεβαίως και δη οι πολυτεχνίτες, αυτοί που καθημερνώς εδωμέσα τυραννιούνται, είναι παρόντες μόνιμα σχεδόν όσοι δεν έχουν αναλάβει κάποια αρμοδιότητα, κάποια ευθύνη, κάποιο περιβραχιόνιο, μένουν να περιφέρονται στο χώρο τον οικείο τους που αλλιώτεψε, λίγο υπερόπτες, λίγο σαν οικοδεσπότες, κοιτάζοντας για πολλοστή φορά τα εκθέματα, τους επισκέπτες και τα αναθήματα, μπαίνουν στα κτίρια, περιδιαβάζουν τους άδειους τώρα διαδρόμους που οδηγούν στις αίθουσες διδασκαλίας με την αυτοπεποίθηση του γνώστη, δίνοντας κιόλας συμβουλές στον περαστικό που κάτι ψάχνοντας
έχει μπλέξει στο λαβύρινθο, σπίτι τους βρίσκονται κι ωστόσο και γι’ αυτούς κάτι πρωτόγνωρο υπάρχει, αλλόκοτο σάμπως να γίνεται το μέρος μέρες σαν κι αυτές. Έτσι είναι· και με το που σουρουπώνει, αναδίδει μια ζέστα, μια θερμότητα ιδιαίτερη ο χώρος· είναι μια θαλπωρή που στο προαύλιο ενδημεί γι’ αυτές τις τρεις ημέρες ακριβώς, κι αυτή η ζέστη δε μετριέται με θερμόμε­τρα, δεν τηνε νιώθουν όλοι κι ούτε είναι γνωστό πούθε έρχεται· διότι, μάλλον δεν οφείλεται στην παρουσία και την κίνηση τόσων σωμάτων που η θερμότητά τους, λέει, πότισε τις πέτρες κι αυτές με τη σειρά τους μόλις βραδιάσει την αποδίδουν τάχα προς το περιβάλλον· αυτά είναι εξηγήσεις τεχνοκρατικές· τη θαλπωρή αυτή ή την αισθάνεσαι ή όχι, δεν ωφελεί να προσπα­θείς με λόγια να πείσεις τον άλλο πως υπάρχει· οφείλει μόνος του να την αντιληφθεί· κι αν τηνε νιώσεις τη ζεστασιά που λέγαμε, τότε όλα είν’ ωραία γύρω σου, σχεδόν γοητευτικά, ως πήρε να βραδιάζει, αλλιώς θα σ’ ενοχλεί η πολυκοσμία, η φασαρία απ’ τα μεγάφωνα θα σου φαίνεται ανυπόφορη κι η εκπομπή τους μονότονη και χιλιοακουσμένη· θα σου τη σπάνε τα ζευγαράκια που φιλιούνται στο μισόφωτο πίσω απ’ τις κολώνες, τάχα θα μιαίνουν την ιερότητα του χώρου τής θυσίας, θα σ’ εκνευρίζουν οι δεκάδες μικροπωλητές κι η τσίκνα απ τις πρόχειρες φουφούδες που ψήνουν σουβλάκια και λουκάνικα μπροστά στην πόρτα τής οδού Τοσίτσα, θα μεμψιμοιρείς, δεν υποφέρονται, τι τους αφήνουν, πώς καταντήσαμε έτσι θα λες, το έχουν κάνει εμποροπανήγυρη, ή γήπεδο, ή γιορτούλα, κάτι το έχουν κάνει τέλος πάντων άλλο απ’ αυτό που πρέπει να ’ναι, έτσι θα λες. Κι οι άλλοι, που τη ζεστασιά θα αισθάνονται, δεν θα σ’ εννοούν, σε τέτοιες λεπτομέρειες δε θα στέκουν και θα γελούν μαζί σου· δίκιο θα ’χουν και θα ’χουν, όπως έχει πια νυχτώσει, ένα μυστήριο κέφι λίγο πριν αναχωρήσουν, αποχαιρετώντας τον τελευταίο γνωστό κοντά στην έξοδο, σα μεθυσμένοι· κι όμως οινοπνευματώδες μέσα απ’ τα κάγκελα και γύρω απ αυτά, δε βρίσκεται σταγόνα, σίγουρο αυτό.
Ο κόσμος αργά το βράδι αραιώνει πια, άλλωστε κατά τις δώδεκα οι πόρτες κλείνουν, παρ’ όλ’ αυτά ακόμα και μεσάνυχτα περασμένα υπάρχει πάρα πολύ σούσουρο ένα γύρο· είναι οι φύλακες του κτιρίου που παραμένουν, που σήμερα δεν είναι υπάλληλοι, κλητήρες, αλλά φοιτητές επιφορτισμένοι για την περιφρούρηση απ τους φοιτητικούς συλλόγους· παρέες παρέες κάθονται στ’ απάγγια, όλοι εξ όψεως γνωστοί συνήθως, κερνούν τσιγάρο κι αρχινάν υπέροχες χωρίς αρχή και τέλος συζητήσεις γι’ αυτά που πέρασαν και για τις μέρες που θα ’ρθούν, όλη τη νύχτα· πού και πού από το βάθος ένα μπουζουκάκι μιλάει την παραπονιάρικη φωνή του· όμως δεν είναι μόνο αυτοί που παραμένουν έξω απ το κτίριο, σ’ όλο το μήκος τής οδού Στουρνάρα απ τα Εξάρχεια ως την Τρίτης Σεπτεμβρίου, στην Πατησίων αλλά και σε πιο μακρινά μέρη, ακόμα και στα Προπύλαια, διακρίνεις τόπους-τόπους συναθροίσεις κόσμου, πηγαδάκια πολυπρόσωπα και πολυθόρυβα, που διατηρούνται ως αργά τη νύχτα. Βέβαια, αυτά δεν είναι όπως τα γνωστά τής Ομονοίας που κουβεντιάζουν για ποδόσφαιρο, εδώ μονάχα για πολιτική γίνεται λόγος. Συνήθως δυο είν’ αυτοί που μιλούν ενώ από γύρω συνωστίζονται οι άλλοι, τεντώνονται καλύτερα ν’ ακούσουν και κάπου κάπου πετούν κουβέντες τις οποίες οι δύο μονομάχοι αγνοούν επιδεικτικά, όπως οφείλουν. Κι αν οι συζη­τητές είναι εξίσου καταρτισμένοι ή επίμονοι ή χαλκέντεροι, τότε η κόντρα τους βαστά ώρα πολλή, και αφού εξαντλήσουν κάποιο θέμα, όταν γίνει δηλαδή φανερό πως κανείς δεν ομολογεί την ήττα του, τότε περνούν σε άλλο κι ύστερα σ’ άλλο πάλι. Αν όμως ο ένας απ’ τους δυο μειονεκτεί σαφώς ή απλώς έχει βαρεθεί, τότε, δηλώνοντας πως «φάνηκε ποιος έχει δίκιο», αποχωρεί και κάποιος άλλος ομοϊδεάτης του από τους γύρω παίρνει τη σκυτάλη κι ούτω καθεξής. Συχνά, όταν το θέμα είναι φλέγον, ακροατές που λαχταρούν να πουν κι αυτοί τη γνώμη τους και τόση ώρα το προσπαθούν επί ματαίω, πάνε παραπέρα, στήνουν δικές τους ξέχωρες συζητήσεις, που γρήγορα μετατρέπονται κι αυτές σε πόλο έλξης των περαστικών· έτσι πολλαπλασιάζο­νται τα πηγαδάκια, με εκβλαστήσεις δηλαδή.
Στα πηγαδάκια αυτά δε γίνεται συζήτηση αξιώσεων οι τύποι επικρατούν, όχι η ουσία· η ρητορική είναι που μετράει, οι χειρονομίες, ο στόμφος· η ειρωνεία είναι όπλο ακατανίκητο· πολύ βοηθάει η ικανότητα ν’ αλλάζεις τεχνηέντως θέμα όταν σ’ έχουνε στριμώξει ή να εντυπωσιάζεις παραθέτοντας νούμερα κι άλλα ανεξέλεγκτα στοιχεία· συχνά τη νίκη δίνουν, τέλος, οι σοφιστείες και τα λογοπαίγνια· αυτοί είναι του παιχνιδιού οι κανόνες, και βέβαια δε μειώνουν τη γλύκα που έχει· άλλωστε κι ο κόσμος γύρω είναι ενήμερος και το γλεντάει με την ψυχή του το θέμα, δεν ήρθε εδώ για ν’ ακούσει διάλεξη. Στα τωρινά τα πηγαδάκια, κανόνας σχεδόν απαραβίαστος υπάρχει πως ένας απ’ τους δυο «πηγαδιαστές» είναι οπαδός τού κομμουνιστικού κόμματος, όπως και τμήμα του κοινού εξάλλου. Παλιότερα όμως, ήσαν πολύ συχνοί οι αριστεριστές, απ’ τα διάφορα μ-λ γκρουπούσκουλα που τότε ευδοκιμούσαν· αυτοί επίμονα επιζη­τούσαν να χώνονται σε συναθροίσεις τέτοιες, ήταν γι’ αυτούς πολιτική δουλειά μείζονος σημασίας και προγραμματισμένη, ενώ για τους κομμουνιστές είναι κάτι αυθόρμητο. Οι μαοϊκοί ήσαν επαγγελματίες πηγαδάδες, κουβάλαγαν απαραιτήτως αποκόμ­ματα εφημερίδων κι άλλα ντοκουμέντα που υποτίθενται στρί­μωχναν τον αντίπαλο, και μοναχά επ’ αυτών συζητούσαν· τέρατα αντοχής και μνήμης, ήσαν ικανοί να σού απαγγείλουν απνευστί αναρίθμητα τσιτάτα από τους κλασσικούς τού μαρξισμού γνωρίζοντας απέξω μέχρι και τον αριθμό της σελίδας τού βιβλίου που επικαλούνταν· βέβαια ύστερα ήρθαν δύσκολοι καιροί, τα περισσότερα μ-λ διαλύθηκαν εις τα συστατικά τους μέρη, κι οι όμορφοι ξανθοί συνήθως νέοι με τα στρογγυλά γυαλιά και το επιμελημένο ύφος βαρέθηκαν τη φοβερή ερημιά τού πλήθους των μη ακουόντων και γύρισαν σπίτι, ή τριγυρνούν σε διαδρόμους υφυπουργείων, από τα πηγαδάκια πάντως χάθηκαν και από τότε ακούγεται μονάχα το τυχόν ρητό, χωρίς να μνημονεύεται παράλληλα ο εκδότης και η χρονολογία έκδοσης του σχετικού βιβλίου.
Τις μέρες τού γιορτασμού συνηθάνε οι οργανώσεις οι πολιτικές να βγάζουν τραπεζάκια έξω απ το κτίριο, όπου εκθέτουν τα όσα έχουν να πουν, πουλάν τα έντυπα τους, μοιράζουν προκηρύξεις και εκφωνούν συνθήματα· πιάνουν το πεζοδρόμιο της οδού Στουρνάρα, από την πόρτα ίσαμε τη γωνία τής Πατησίων και λίγο επί της Πατησίων, μέχρι το σημείο που ορίζει ο αιώνιος εκεί καστανάς. Συχνά, πάντα σχεδόν, πίσω απ’ τα τραπεζάκια έχουνε πίνακες όπου αναρτούν αφίσες ή χειρό­γραφες εφημερίδες και αναμίξ με τις πολιτικές οργανώσεις βρίσκονται φρικιά και κάπηλοι που απλώς πουλάν βιβλία· το ίδιο γίνεται και απ την άλλη την πλευρά τού τετραγώνου, από την Τοσίτσα, μόνο που εκεί κυρίως σουβλάκια και κακόγουστα δήθεν ενθύμια βρίσκεις. Τα τραπεζάκια λοιπόν, είναι μια σπάνια ευκαιρία να προλάβει κανείς να καταγράψει τις ακόμα επιζώσες μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας ομαδούλες, γιατί με τα χρόνια που περνούν όλο και γίνονται λιγότερες και την κενή θέση που αφήνουν την καλύπτουν οι πλανόδιοι βιβλιοπώλες — συχνά μάλιστα πρόκειται για τα ίδια πρόσωπα, αυτόν που πέρσι μίλαγε για δυο υπερδυνάμεις φέτος τον βρίσκεις στο ίδιο πόστο να πουλά βιβλία. Ο κόσμος συνωστίζεται μπροστά στα τραπεζάκια, πολλοί χαζεύουν, λίγοι αγοράζουν, συζητούν, ή απλώς είναι διαβάτες που επιχειρούν να φτάσουν ως την πόρτα· στα τραπεζάκια οι καυγάδες είναι σπάνιοι, συν τοις άλλοις διότι δε βοηθάει το στριμωξίδΐ· πάντως, τα τραπεζάκια δεν δίνουνε το στίγμα το Νοέμβρη· νυχτώνει άλλωστε νωρίς, κι αν οι προβλε­πτικοί έμποροι, είτε βιβλία πουλούν, είτε λουκάνικα, είν’ εφοδιασμένοι με λάμπες της ασετυλίνης, οι νέοι των οργανώ­σεων περί λύχνων αφάς τα διπλώνουν και φεύγουν· συνήθως μάλιστα, τα τραπεζάκια αυτά είναι θρανία διδασκαλίας παρμένα απ τις αίθουσες του Πολυτεχνείου, κι εκεί τα επιστρέφουν· και τον υπόλοιπο καιρό, εκτός του τριημέρου, ο θυρωρός, που τότε διατηρεί στο ακέραιο ή σχεδόν την εξουσία του, σου κάνει χίλιες μύριες ιστορίες και προσπαθεί να φέρει ένα σωρό προσκόμματα για να σε εμποδίσει να πάρεις θρανίο και καρέκλες έξω απ το κτίριο· στο τέλος βέβαια υποχωρεί, παίρνεις κι εσύ το τραπεζάκι και τότε, τον υπόλοιπο καιρό, το στήνεις έξω απ την πόρτα της Πατησίων — αυτήν που τηνε γκρέμισε το τανκς και δεν ανοίγει πλέον — γιατί από κει είναι πέρασμα, ώρα έντεκα με μία, άντε δύο, είναι κι οι στάσεις των λεωφορείων και των τρόλεϊ ολόγυρα· το διακοσμείς λοιπόν με τα έντυπα που έχεις, τις προκηρύξεις που τυχόν μοιράζονται, απλώνεις δυο αφίσες να καταλαβαίνει ο κόσμος περί τίνος πρόκειται, ίσως έχεις και τηλεβόα για συνθήματα· δυο άτομα χρειάζονται για τη δουλειά, και το καλοκαίρι, από Μάρτη μέχρι Οχτώβρη δηλαδή, είναι ιδιαιτέρως τερπνή απασχόληση, όπως περνά ο κόσμος βιαστικός κι όμως κάθε τόσο κάποιοι κοντοστέκονται, στήνουν κουβέντα ή και αγοράζουν, βλέπεις και γνωστούς, και όπως όλοι οι επαΐοντες γνωρίζουν, το πιο συχνό στα τραπεζάκια προσφεύ­γουν τουρίστες, τύποι γεμάτοι εξαρτήματα φωτογραφικά, κρα­τώντας χάρτη ανοιγμένο, συχνά αιθέριες υπάρξεις, για να ρωτήσουν αν το κτίριο όπισθεν, το Πολυτεχνείο δηλαδή, είναι το Εθνικό Μουσείο· τους παραπλανά βλέπεις επ’ αυτού η πρόσοψη της Αρχιτεκτονικής σχολής με τους κίονες και η Καλών Τεχνών με τα αγάλματα που έχει, γι’ αυτό και όσοι κάθονται στα τραπεζάκια έχουν μάθει να εξυπηρετούν τους ξένους στερεότυπα με τη φράση-κλειδί «Μουζέουμ νεξτ σκουέαρ», δηλαδή «το Μουσείο στο επόμενο τετράγωνο»· αν και, ακόμα και μετά την επεξήγηση, πολλοί τουρίστες εξακολουθούν να πιστεύουν πως αυτό το όμορφο και αρχαιοπρεπές κτίριο Μουσείο στεγάζει, αν όχι το Εθνικό τότε κάποιο άλλο, και σε πρώτη ευκαιρία το επισκέπτονται προς  μεγάλη τέρψη των παρευρισκομένων φοιτητών που πολύ κέφι κάνουν τους ξανθούς με τα σακίδια στον ώμο και τον αιώνιο χάρτη ανά χείρας έτσι
χαμένους να περιπλανώνται στους διαδρόμους του κτιρίου.
Γιατί, παρεμπιπτόντως, το Πολυτεχνείο έχει κτίρια πολλά και το καθένα κτίριο άφθονους διαδρόμους και κόλπα διάφορα –ακόμα κι αν καθημερνώς πηγαίνεις στα μαθήματα, σου παίρνει χρόνια για να μάθεις, αν ποτέ μάθεις, όλα τα κατατόπια, τις εξόδους τις περίεργες, τα καμαράκια τα απόμερα, τους ειδικούς διαδρόμους που συνδέουνε δυο κτίρια, άσε πια τα υπόγεια τα όντως δαιδαλώδη –υπάρχουν πτέρυγες, λίγες είναι μα υπάρχουν, που δεν χρησιμοποιούνται πια, εργαστήρια παρατημένα που ’­χουν γίνει αποθήκες· από κει, μόνο κανένας επιστάτης να περνά· σε κάποια απ αυτές τις πτέρυγες βρίσκεις ακόμα, μάλλον από σκοπού θα έγινε κι όχι στην τύχη, θύμησες από κείνο το Νοέμβρη· λίγα πράματα· μέσα σε μία γυάλινη προθήκη, ανακοι­νώσεις των φοιτητικών συλλόγων για τη σύγκληση εκείνων των περίφημων Γενικών Συνελεύσεων που, τότε, στις αρχές εκείνου του Νοέμβρη ανάψαν τη μεγάλη τη   φωτιά· στη διπλανή προθήκη βρίσκονται χαρτιά μ’ ασκήσεις Φυσικής, με ημερομη­νία παραδόσεως 15 του Νοέμβρη· ασκήσεις που ποτέ δεν παραδόθηκαν και ίσως δεν λύθηκαν ποτέ· τότε που τις ανακαλύ­ψαμε, κάποιος έξυπνος συνάδελφος είπε πως θα κάτσει να τις λύσει· απλές έμοιαζαν άλλωστε, για πρωτοετείς, αλλά  δεν άκουσα αν το κατάφερε.
Τότε ήμασταν και μεις πρωτοετείς, με θαυμασμό βλέπαμε στις συνελεύσεις κείνους που ’χαν γνωρίσει από πρώτο χέρι τα γεγονότα –σιγά σιγά αυτοί αποφοίτησαν, ένας έμεινε που το καθυστέρησε και τόνε δείχναμε κάπως με δέος στους μικρότε­ρους από μάς· ύστερα, πάει κι αυτός, πήρε πτυχίο· και μεις το ίδιο άλλωστε, κάτι χρόνια αργότερα· άλλο θέλω να πω· λίγο λίγο, το Πολυτεχνείο, το κτίριο τής Πατησίων δηλαδή, αδειάζει από φοιτητές· όλο και περισσότερα μαθήματα γίνονται στα ωραία μοντέρνα κτίρια, πάνω, στου Ζωγράφου· μοιραία, κάποτε θ’ αδειάσει εντελώς, κάτω θα μείνουν μόνο οι διοικητικές υπηρεσίες, ίσως ούτε κι αυτές, θα ’ναι μπελάς ν’ ανεβοκατεβαίνεις· μάλλον ολότελα άδειο από ζωή θα μείνει, ίσως γίνει και πραγματικά μουσείο, είναι όμορφο το κτίριο... άδειο από ζωή; μάλλον όχι· είναι πολλά αυτά που γίνανε εδώ για να περάσουνε έτσι στο ντούκου· πολλά αυτά που γίνανε, πολλά κι αυτά που ακόμα δεν έχουν γίνει· πολλά είναι που ’χουν μείνει αδικαίωτα· και ίσως σ’ αυτό οφείλεται αυτή η ιδιαίτερη αίσθηση που δοκιμάζει ο επισκέπτης τις μέρες τής επετείου, αυτή η θαλπωρή που δοκιμάζει ο επισκέπτης τις μέρες τής επετείου, αυτή η θαλπωρή που νιώθεις· αλλά κι αυτός ο αχός, πέστο αγκομαχητό, που ακούγεται σα να θυμίζει «δεν τελειώσαμε ακόμα»· είναι κι εκείνες οι ασκήσεις που ’χουν μείνει άλυτες...


ΑΛΕΚΟΣ ΠΑΝΑΓΟΥΛΗΣ
Η πιο γενναία πράξη

Τις μέρες της εξέγερσης του Πολυτεχνείου ο Αλέκος Παναγούλης, το πρόσωπο-σύμβολο της αντίστασης κατά της δικτατορίας, βρίσκεται στη Δυτική Ευρώπη. Του δίδεται χάρη λίγους μήνες πριν, στην προσπάθεια της χούντας να φορέσει δημοκρατικό προσωπείο.

Ωστόσο η 17η Νοεμβρίου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη ζωή και τον αγώνα του: 17 Νοεμβρίου 1968 εκδίδεται η θανατική του καταδίκη και 17 Νοεμβρίου 1974 εκλέγεται βουλευτής με την Ένωση Κέντρου.

*Την Τρίτη 13 Αυγούστου 1968, το πρωί, η αλεξίσφαιρη λιμουζίνα του Γεωργίου Παπαδόπουλου, συνοδεία μοτοσικλετών και αυτοκινήτων της ασφάλειας, κατευθύνεται από το Λαγονήσι στην Αθήνα. Είναι η καθημερινή, θερινή διαδρομή του δικτάτορα. Στις 7.40 ακριβώς η αυτοκινητοπομπή φτάνει σε ένα γεφυράκι στο 31ο χλμ. της οδού Αθηνών-Σουνίου, κόβοντας ταχύτητα αφού λίγο πριν υπάρχει στροφή. Μια φοβερή έκρηξη δονεί την ατμόσφαιρα. Ο Παπαδόπουλος σώζεται παρά τρίχα. Οι ασφαλίτες ξεχύνονται προς την παραλία. Μερικές ώρες αργότερα συλλαμβάνουν σε μια σπηλιά στα βράχια έναν νεαρό με μαγιό. Είναι ο Παναγούλης, που δεν κατορθώνει να φτάσει εγκαίρως στην ακτή και η βενζινάκατος που θα τον φυγάδευε, δεν τον περιμένει. Τον οδηγούν στο κολαστήριο του ΕΑΤ-ΕΣΑ. Ανακρίνεται με «χειρουργικές» μεθόδους από τους Θεοφιλογιαννάκο, Μάλλιο και Μπάμπαλη. Δεν λυγίζει στα βασανιστήρια. Αρχίζει η «Οδύσσεια».

*Η περίπτωσή του συγκλονίζει την Ευρώπη. Ανάμεσα στις εκατοντάδες προσωπικότητες που ζητούν από τους συνταγματάρχες να μην εκτελεστεί η θανατική του καταδίκη, συγκαταλέγονται ο πάπας και ο πρόεδρος των ΗΠΑ. Τον οδηγούν στις στρατιωτικές φυλακές Μπογιατίου. Υπό αυστηράν απομόνωση, σ' ένα άθλιο κελί, ολημερίς με χειροπέδες. Νέα βασανιστήρια σε ημερήσια διάταξη. Τους αποκαλεί «παπαδοπουλάκια», τους χλευάζει. Η στάση του τους σπάει τα νεύρα.

*Ασκούσε πρωτοφανή πειθώ. Απόδειξη πρώτη: Βρίσκεται στην Κύπρο προετοιμάζοντας την απόπειρα κατά του δικτάτορα. Λιποτάκτης από το στρατό, κυνηγημένος καθώς αρνήθηκε να υπηρετήσει τη χούντα. Ο υπουργός Εσωτερικών της Κύπρου, Πολύκαρπος Γεωρκάτζης, πιέζεται αφόρητα από την Αθήνα να τον συλλάβει και να τον παραδώσει. Όταν ο κλοιός σφίγγει, ο Παναγούλης προβαίνει σε μια ακόμη παράτολμη ενέργεια: ζητάει ο ίδιος ακρόαση από το διώκτη του. Έπειτα από συζήτηση δύο ωρών, ο υπουργός όχι μόνον δεν τον παραδίδει, αλλά χρηματοδοτεί και χορηγεί τα εκρηκτικά για την απόπειρα.

*Απόδειξη δεύτερη. Το Μάιο του '69 ο 20χρονος στρατιώτης Γιώργος Μωράκης αναλαμβάνει χρέη φρουρού του Παναγούλη. Στις 5 Ιουνίου τον πείθει και δραπετεύουν μαζί. Θα συλληφθούν 5 μέρες αργότερα σε διαμέρισμα της οδού Πάτμου 51, στα Πατήσια, έπειτα από κάρφωμα του εξαδέλφου του Παναγούλη, Δημήτρη Πατίστα και του συγκατοίκου του Παναγιώτη Περδικάρη, που εκτός από τα 500 χιλιάρικα της επικήρυξης ζητούν και παίρνουν από μια θέση στο Δημόσιο. Ο Μωράκης καταδικάζεται σε 32 χρόνια, τραβάει τα πάνδεινα και αποφυλακίζεται μετά τη μεταπολίτευση. Δεν έχει μετανιώσει όμως!

*Τον Αύγουστο του '73, η χούντα δίνει χάρη σε πλειάδα πολιτικών κρατουμένων. Στη λίστα φιγουράρει και το όνομα του Παναγούλη. Ο ίδιος, όμως, αρνείται να υποβάλει σχετική αίτηση. Ψηφίζουν ειδική τροπολογία για την περίπτωσή του.

Γεννιέται στην Αθήνα στις 2 Ιουλίου 1939. Δυναμικός, τολμηρός και ατίθασος χαρακτήρας από παιδί. Στα μαθητικά και φοιτητικά του χρόνια εντάσσεται ενεργά στο κίνημα του 114. Πεθαίνει ξημερώματα Πρωτομαγιάς του '76 σε ένα «ύποπτο» τροχαίο δυστύχημα. Ενα εκατομμύριο κόσμος ακολουθεί τη σορό του, φωνάζοντας «Ζει».

Λίγες ημέρες πριν είχε ξεκινήσει τις αποκαλύψεις για τα αρχεία και τη δράση της EΣA...

Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΝΑΝΟΥΡΗ



Η ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Διότι δεν συνεμμορφώθη προς τας υποδείξεις... ...Aλικαρνασσός, Παρθένι, Ωρωπός, Kορυδαλλός...». Eνα από τα πιο γνωστά έργα του Mίκη Θεοδωράκη, που τραγούδησε ολόκληρη η Eλλάδα μετά την πτώση της χούντας.

Mέσα σε έναν φάκελο, ανάμεσα στα ντοκουμέντα του αντιδικτατορικού αγώνα, ανακαλύψαμε την πηγή έμπνευσης του συγκεκριμένου στίχου. Στα έγγραφα που προέρχονται από τους τόπους εξορίας, υπάρχει μια επιστολή που έγραψε ο κορυφαίος σύνθετης από τον Ωρωπό. Mια επιστολή που δεν επιδόθηκε ποτέ στον Eρυθρό Σταυρό και επεστράφη με την αιτιολογία -από τη διοίκηση του στρατοπέδου εκτοπισμένων- ότι ο γράφων δεν είχε «συμμορφωθεί» με τις υποδείξεις των βασανιστών του. Aυτή ακριβώς η άρνηση του φυλάκων, αξιοποιήθηκε από τον Mίκη, καθώς τη μετέτρεψε σε μια ακόμα «φράση-κλειδί» για να καταγγείλει τη δικτατορία.

Aκόμα και μέσα από τα στρατόπεδα εκτοπισμένων, στα ξερονήσια, οι πολιτικοί κρατούμενοι προσπαθούσαν να μεταφέρουν στο εξωτερικό την κατάσταση που επικρατούσε στην Eλλάδα και να ευαισθητοποιήσουν τη διεθνή κοινή γνώμη.

Στον Ωρωπό, το 1969, ο Mίκης Θεοδωράκης είχε αναλάβει εκ μέρους των συγκρατουμένων του να συντάξει μια επιστολή απευθυνόμενη προς τον Διεθνή Eρυθρό Σταυρό:

«Eν Ωρωπώ τη 19η Δεκεμβρίου 1969

Προς τον Διεθνή Eρυθρό Σταυρό

Έχομεν την τιμή να σας αποστείλομε συνημμένως είκοσι οκτώ (28) αιτήσεις πολιτικών κρατουμένων του Στρατοπέδου Eκτοπισμένων Ωρωπού και σας παρακαλούμε θερμά να μεριμνήσετε δια την ικανοποίηση των αιτημάτων μας.

Eπίσης επισυνάπτομε πλήρη κατάλογο ημών των ιδίων ως και τα ονόματα και τας διευθύνσεις των πλησιέστερων συγγενών μας για την περίπτωση που θα είχατε την ευγενή καλοσύνη να τους βοηθήσετε καθοιονδήποτε τρόπον.

Mετά βαθύτατης τιμής δια τους πολιτικούς κρατουμένους του Στρατοπέδου Eκτοπισμένων Ωρωπού

Mίκης Θεοδωράκης

H επιστολή αυτή όμως ουδέποτε εστάλη στους αποδέκτες... H διοίκηση του Στρατοπέδου έγραφε χαρακτηριστικά:

«Eπιστρέφεται
Δεν υποβάλλονται διότι δεν συνεμορφώθη προς τα υποδείξεις όπως ατομικός έκαστος υποβάλλει το αιτήματά του και ουχί ομαδικώς».

www.ethnos.gr



Πολυτεχνείο – Το Πριν και το Μετά
του Βλάση Βλασίδη

Πως φθάσαμε στην 21η Απριλίου

Το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 είναι αποτέλεσμα της αδυναμίας του μεταπολεμικού δημοκρατικού πολιτεύματος να λειτουργήσει ομαλά και να παράγει σταθερές κυβερνήσεις. Η κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου υπονομεύθηκε από τα Ανάκτορα και τελικά ο ίδιος αποπέμφθηκε από την πρωθυπουργία. Οι κυβερνήσεις που διαδέχθηκαν η μια την άλλη καταρράκωσαν κάθε έννοια πολιτικού βίου και πρόσφεραν το πρόσχημα για την επιβολή εξωκοινοβουλευτικής λύσης.
Τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου του 1967 ένα μήνα πριν τη διεξαγωγή εκλογών, έγινε πραξικόπημα με επικεφαλής τον Γεώργιο Παπαδόπουλο, τον Στυλιανό Παττακό και τον Νικόλαο Μακαρέζο, κατέλυσε το Σύνταγμα και επέβαλλε στρατιωτική δικτατορία.

Ο ξεσηκωμός του Φεβρουαρίου

Το 1973 ήταν η χρονιά της μεγάλης δοκιμασίας της Χούντας, η οποία από τις 21 Απριλίου 1967 επέβαλε καθεστώς στυγνής δικτατορίας στη χώρα. Στις 14 Φεβρουαρίου 1973 ξεσηκώθηκαν οι φοιτητές της Αθήνας και συγκεντρώθηκαν στο Πολυτεχνείο. Ζητούσαν την κατάργηση του Ν.1347 που προέβλεπε την υποχρεωτική στράτευση των φοιτητών που ανέπτυσσαν συνδικαλιστική δράση κατά τη διάρκεια των σπουδών τους. Η αστυνομία, παραβιάζοντας το πανεπιστημιακό άσυλο, εισήλθε στο χώρο του Πολυτεχνείου, συνέλαβε 11 φοιτητές και τους παρέπεμψε σε δίκη με την κατηγορία της "περιύβρισης αρχής". Οι 8 καταδικάστηκαν σε διάφορες ποινές. Επίσης περίπου 100 φοιτητές αναγκάστηκαν να διακόψουν τις σπουδές τους και να ντυθούν στο χακί.

Η κατάληψη της Νομικής

Εννέα ημέρες μετά τα -πρώτα- γεγονότα του Πολυτεχνείου, στις 23 Φεβρουαρίου οι φοιτητές της κατέλαβαν το κτίριο της Νομικής σχολής στην Αθήνα προβάλλοντας τα συνθήματα "Δημοκρατία", "Κάτω η Χούντα" και "Ζήτω η Ελευθερία". Η αστυνομία επενέβη και πάλι με βιαιότητα για να καταστείλει την εξέγερση, αλλά η βίαιη εκδίωξη των φοιτητών από το κτίριο της Νομικής ενίσχυσε ακόμη περισσότερο την αγωνιστικότητά τους.
Η ανταρσία στο Πολεμικό Ναυτικό και η διαφυγή του καταδρομικού "Βέλος" στην Ιταλία τον Μάιο του 1973 και το μνημόσυνο του Γεωργίου Παπανδρέου στις αρχές Νοεμβρίου, που εξελίχθηκε σε παλλαϊκή αντιδικτατορική διαδήλωση, έδειξαν ότι η δυσαρέσκεια κατά του δικτατορικού καθεστώτος δεν περιοριζόταν στον φοιτητικό χώρο, αλλά είχε επεκταθεί σε ευρύτερα στρώματα του ελληνικού λαού.

Η κατάληψη του Πολυτεχνείου

Η εξέγερση που ξεκίνησε το πρωί της 14ης Νοεμβρίου του 1973 επρόκειτο να αποτελέσει την κορύφωση των αντιδικτατορικών εκδηλώσεων εκείνης της χρονιάς. Το πρωί της ημέρας πραγματοποιήθηκε συγκέντρωση φοιτητών στο προαύλιο του Πολυτεχνείου. Ζητούσαν να γίνουν εκλογές για τους φοιτητικούς συλλόγους τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους και όχι στα τέλη του επόμενου χρόνου, όπως είχε ανακοινώσει το δικτατορικό καθεστώς. Κατέληξαν στην κήρυξη αποχής από τα μαθήματά τους.
Ακολούθησαν συνελεύσεις φοιτητών στην Ιατρική και στη Νομική σχολή. Οι φοιτητές της Νομικής, μάλιστα, εξέδωσαν ψήφισμα με το οποίο ζητούσαν την ανάκληση των αποφάσεων της Χούντας για τη διεξαγωγή των φοιτητικών εκλογών, εκδημοκρατισμό των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, αύξηση των δαπανών για την παιδεία στο 20% του προϋπολογισμού και ανάκληση του Ν.1347 για την -αναγκαστική- στράτευση των φοιτητών.

Όσο περνούσε η μέρα άρχισαν να μαζεύονται ολοένα και περισσότεροι φοιτητές στο Πολυτεχνείο, αλλά και άλλοι που πληροφορήθηκαν το νέο. Η αστυνομία αποδείχθηκε ανίκανη να εμποδίσει την προσέλευση του κόσμου στο Πολυτεχνείο. Το απόγευμα πάρθηκε η απόφαση για κατάληψη του Πολυτεχνείου. Οι πόρτες έκλεισαν και από τότε άρχισε η οργάνωση της εξέγερσης.

Η οργάνωση της εξέγερσης

Εκλέχθηκε Συντονιστική Επιτροπή στην οποία μετείχαν 22 φοιτητές και 2 εργάτες με σκοπό να καθοδηγήσει τον αγώνα. Δημιουργήθηκαν επιτροπές σε όλες τις σχολές για να οργανώσουν την κατάληψη και την επικοινωνία με την ελληνική κοινωνία. Όμως οι σημαντικότερες αποφάσεις παίρνονταν από τις συνελεύσεις φοιτητών.
Άρχισε να λειτουργεί ραδιοφωνικός σταθμός αρχικά στο κτίριο του Χημικού και αργότερα στο κτίριο των Μηχανολόγων. Πολύγραφοι εγκαταστάθηκαν στο Πολυτεχνείο που δούλευαν μέρα-νύχτα για να πληροφορούν τους φοιτητές και τον υπόλοιπο κόσμο για τις αποφάσεις της Συντονιστικής Επιτροπής και των φοιτητικών συνελεύσεων. Συγκροτήθηκαν συνεργεία φοιτητών που έγραφαν συνθήματα σε πλακάτ, σε τοίχους, στα τρόλεϊ, στα λεωφορεία και στα ταξί για να τα γνωρίσουν όλοι οι Αθηναίοι. Στο Πολυτεχνείο οργανώθηκε εστιατόριο και νοσοκομείο. Ομάδες φοιτητών ανέλαβαν την περιφρούρηση του χώρου, ξεχωρίζοντας τους ενθουσιώδεις και δημοκράτες Αθηναίους από τους προβοκάτορες.

Γιατί πράγματι πλήθος λαού έτρεξε στο Πολυτεχνείο για να ενωθεί με τους φοιτητές, να προσφέρει, να τραγουδήσει, να υψώσει τη γροθιά του ενάντια στη Χούντα, και να φωνάξει "Κάτω η Χούντα", "Δημοκρατία", "Ψωμί-παιδεία-ελευθερία".

Η αντίδραση

Η πρώτη αντίδραση του δικτατορικού καθεστώτος ήταν να στείλει μυστικούς πράκτορες να ανακατευθούν στο πλήθος που συνέρρεε στο Πολυτεχνείο και να ακροβολήσει σκοπευτές στα γύρω κτίρια. Στις 16 Νοεμβρίου μεγάλες αστυνομικές δυνάμεις επιτέθηκαν εναντίον του πλήθος που ήταν συγκεντρωμένο έξω από το Πολυτεχνείο με γκλομπς, δακρυγόνα και σφαίρες ντουμ-ντουμ.
Οι περισσότεροι διαλύθηκαν. Όσοι έμειναν έστησαν οδοφράγματα ανατρέποντας τρόλεϊ και συγκεντρώνοντας υλικά από νεοανεγειρόμενες οικοδομές και άναψαν φωτιές για να εξουδετερώσουν τα δακρυγόνα. Αργότερα η αστυνομία έκανε χρήση όπλων, χωρίς όμως να πετύχει τον στόχο της την καταστολή της εξέγερσης.

Η πολιορκία και η επέμβαση

Ο δικτάτορας Παπαδόπουλος όταν διαπίστωσε ότι η αστυνομία αδυνατούσε να εισέλθει στο Πολυτεχνείο αποφάσισε να χρησιμοποιήσει το στρατό. Κοντά στο σταθμό Λαρίσης συγκεντρώθηκαν τρεις μοίρες ΛΟΚ και μία μοίρα αλεξιπτωτιστών από τη Θεσσαλονίκη. Τρία άρματα μάχης κατέβηκαν από το Γουδί προς το Πολυτεχνείο. Τα δύο στάθμευσαν στις οδούς Τοσίτσα και Στουρνάρη αποκλείοντας τις πλαϊνές πύλες του Ιδρύματος και το άλλο έλαβε θέση απέναντι από την κεντρική πύλη. Η Συντονιστική Επιτροπή των φοιτητών ζήτησε διαπραγματεύσεις, αλλά το αίτημά τους απορρίφθηκε.
Στις 3 τα ξημερώματα της 17ης Νοεμβρίου το άρμα που βρισκόταν απέναντι από την κεντρική πύλη έλαβε εντολή να εισβάλλει. Έπεσε πάνω στην πύλη, την έριξε, παρασέρνοντας στο διάβα του μία κοπέλα που ήταν σκαρφαλωμένη στον περίβολο κρατώντας την ελληνική σημαία. Οι μοίρες των ΛΟΚ μαζί με ομάδες μυστικών και μη αστυνομικών εισέβαλαν στο Πολυτεχνείο και κυνήγησαν τους φοιτητές.

Οι φοιτητές προσπάθησαν, πηδώντας από τα κάγκελα, να διαφύγουν στις γύρω από το Πολυτεχνείο οδούς. Τους κυνηγούσαν αστυνομικοί, πεζοναύτες, ΕΣΑτζήδες. Αρκετοί σώθηκαν βρίσκοντας άσυλο στις γύρω πολυκατοικίες. Πολλοί συνελήφθησαν κα μεταφέρθηκαν στη Γενική Ασφάλεια και στην ΕΣΑ. Σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση της Αστυνομίας στις 17 Νοεμβρίου συνελήφθησαν 840 άτομα. Όμως μετά τη Μεταπολίτευση, αξιωματικοί της Αστυνομίας, ανακρινόμενοι, ανέφεραν ότι οι συλληφθέντες ξεπέρασαν τα 2400 άτομα.

Οι νεκροί επισήμως ανήλθαν σε 34 άτομα. Στην ανάκριση που διενεργήθηκε το φθινόπωρο του 1975 εναντίον των πρωταιτίων της καταστολής εντοπίστηκαν 21 περιπτώσεις θανάσιμου τραυματισμού. Όμως τα θύματα πρέπει να ήταν πολύ περισσότερα, διότι πολλοί βαριά τραυματισμένοι, προκειμένου να διαφύγουν τη σύλληψη, αρνήθηκαν να διακομιστούν σε νοσοκομείο.

Μετά το Πολυτεχνείο

Ο δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος κήρυξε στρατιωτικό νόμο, αλλά στις 25 Νοεμβρίου ανατράπηκε με πραξικόπημα. Πρόεδρος ορίστηκε ο αντιστράτηγος Φαίδων Γκιζίκης και πρωθυπουργός της νέας κυβέρνησης ο Αδαμάντιος Ανδρουτσόπουλος. Όμως ο ισχυρός άνδρας του νέου καθεστώτος ήταν ο διοικητής της Στρατιωτικής Αστυνομίας ταξίαρχος Δημήτριος Ιωαννίδης, που επέβαλλε ένα καθεστώς σκληρότερο από εκείνο του Παπαδόπουλου.
Η δικτατορία κατέρρευσε στις 23 Ιουλίου του 1974 αφού είχε ήδη προηγηθεί η τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Ο Γκιζίκης και ο αντιστράτηγος Ντάβος, διοικητής του Γ' Σώματος Στρατού, κάλεσαν τον Κωνσταντίνο Καραμανλή να επιστρέψει στην Ελλάδα για να επαναφέρει τη δημοκρατική διακυβέρνηση.

Πηγή: ΑΠΕ - ΜΠΕ



ΤΑ ΔΥΟ ΠΑΙΔΙΑ

Κων/να (το ένα παιδί)

Ώρα 9 μ.μ. Σε διάστημα μιας ώρας έγιναν όλα όσα θα χρειάζονταν μια βδομάδα για να χωρέσουν άνετα με κανονική εξέλιξη γεγονότων. Συνοπτικά: Σκοτώθηκε ένα νεαρό αγόρι αγνώστων στοιχείων που χαρακτηρίστηκε αμέσως «αναρχικός:». Μ' αυτή την ονομασία πέρασε από τον τάφο στη δημοσιότητα κι από τη δημοσιότητα στη μνήμη εκείνων που ορκίστηκαν να θυμούνται. Συγκράτησαν έτσι, το γαλάζιο τριμμένο πουκάμισο του με το σκισμένο γιακά. Το καναρινί πουλόβερ του που ήταν δυο νούμερα μεγαλύτερο από το δικό του και έπλεε πάνω του σαν ξένο. Το σχήμα που είχε το στόμα του ήταν ένα σχήμα χαμόγελου, εντελώς παράλογο και ίσως άκαιρο. Τα ματιά του δεν τα είδαν γιατί του τα 'κλεισε βιαστικά ο απέναντι περιπτεράς. που έτρεξε συγχρόνως με τους πυροβολισμούς και κατάπιε τη φωνή του «ρ... το παιδί», και μόνο αρκέστηκε στη Φράση «πέθανε, να ειδοποιήσουμε τους δικούς του».
Κάποιος έπιασε τα δάχτυλα τον παιδιού και τα ΄τριψε στις χούφτες του αδέξια, «είναι πεθαμένος» ξαναείπε ο περιπτεράς και κατάπιε την ίδια φράση για δεύτερη φορά. «το φάγατε το παιδί ρ....». Και ο κόσμος που είχε μαζευτεί σε κείνο το σημείο και χάζευε διαλύθηκε βίαια από τα όργανα της τάξεως που είχαν ένα ύφος παράξενο. Κάτι ανάμεσα υπεροχή και επάρκεια.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ (Το άλλο παιδί)

Ώρα 10. 17 μ.μ. Ακριβώς... Το νέο παιδί τρέχει. Είναι λίγο νεότερο από το πρώτο που αναφέραμε, εκείνο με το φθαρμένο γαλάζιο πουκάμισο και το καναρινί τεράστιο πουλόβερ. Είναι ένα παιδί αμούστακο, παιδί-παιδί, λιγνό και ξανθό και τρέχει. Χώνεται στην ανοιχτή πόρτα μιας πελώριας πολυκατοικίας. Τρέχει. Πίσω του τρέχουν δύο σκιές. Δεν είναι πρόσωπα συγκεκριμένα. Είναι σκιές. Μαύρες ή καφέ. Και τρέχουν.
Βήμα με βήμα το φτάνουν. Το παιδί χτυπάει πόρτες. Χτυπάει τρελά τις πόρτες. Ξύνει το ξύλο στις πόρτες με τα νύχια του. «Ανοίξτε, για τ' όνομα του θεού, θα με σκοτώσουν, τους πληρώνουν για να μας σκοτώνουν, ανοίξτε».
Οι πόρτες είναι κουφές. Οι πόρτες είναι από ξύλο. Είναι από φόβο και στέκουν ακίνητες. Κλειστές.
Οι πόρτες. Και οι σκιές σκεπάζουν ολότελα το παιδί. Τώρα το παιδί έχει γίνει μόνο μια σκιά μέσα στις άλλες τις δυο τις μεγάλες.
Μια σκιά πελώρια, μια σκιά με έξι μάτια. Τα δύο πονάνε. Δεν κλαίνε. Πονάνε και αίμα.
Το κουφάρι σε σχήμα σάκου μισογεμάτου πετιέται στο δρόμο, «παφ» κάνει και η γωνία γεμίζει κόσμο. Κόσμο και ήχους. Ήχους και μάτια. Μάτια και φόβο. Χαλκοκονδύλη γωνία και Γ' Σεπτεμβρίου.
Αναρχικός. Ετών 17.
Επάγγελμα, ανειδίκευτος εργάτης.

Από το βιβλίο «ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΗΜΕΡΩΝ» της Κωστούλας Μητροπούλου
Εκδόσεις Μπουκουμάνη, Ε' έκδοση, α' έκδοση 1974, Αθήνα




Δείτε επίσης: Ποιήματα για το Πολυτεχνείο

Δημοσίευση σχολίου

0Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου (0)