Ηταν Κυριακή 4 Νοέμβρη του 1918 (17 Νοέμβρη με το νέο ημερολόγιο), ώρα 10.30 το πρωί. Στα γραφεία του Συνδέσμου Ατμοπλοίων Πειραιά του Πειραιά, εκεί όπου βρίσκονται σήμερα τα γραφεία της ΠΕΜΕΝ, έχουν συγκεντρωθεί μια χούφτα άνθρωποι, με σκοπό να πραγματοποιήσουν το πρώτο Πανελλαδικό Σοσιαλιστικό Συνέδριο και να ιδρύσουν το πρώτο Εργατικό Κόμμα στην Ελλάδα. Λίγες μέρες πριν, στο διάστημα από 21 Οκτώβρη/3 Νοέμβρη έως τις 28 Οκτώβρη/10 Νοέμβρη είχε πραγματοποιηθεί το πρώτο εργατικό συνέδριο στη χώρα, που ίδρυσε τη Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος.
Το Α` Πανελλαδικό Σοσιαλιστικό Συνέδριο ξεκίνησε τις εργασίες του με σύντομη ομιλία του ηλεκτροτεχνίτη και προσωρινού προέδρου των εργασιών Στ. Κόκκινου, ο οποίος, μιλώντας εκ μέρους της οργανωτικής επιτροπής, είπε: «Η αίθουσα εις την οποίαν συνεδριάζομεν δεν ανήκει εις το Σοσιαλιστικόν Κόμμα και ως εκ τούτου δεν πρέπει να κάμει εις το κοινόν η διακόσμησις, η κάθε άλλο παρά σοσιαλιστική, εντύπωσιν. Εύχομαι, όπως εις το ερχόμενον συνέδριον έχωμεν αίθουσαν ιδικήν μας, όπως ημείς θέλωμεν». Στη συνέχεια ακολουθούν χαιρετιστήριες, σύντομες ομιλίες. Πρώτος πήρε το λόγο ο Γ. Πισπινής ως εκπρόσωπος των σοσιαλιστών του Πειραιά. Μετά μίλησε ο Α. Αρβανίτης εκ μέρους της Οργανωτικής Επιτροπής του Συνεδρίου. Ακολούθησαν ο Δημοσθένης Λιγδόπουλος από την εφημερίδα «Εργατικός Αγών», ο Μιχάλης Οικονόμου εκ μέρους της Σοσιαλιστικής Νεολαίας Αθηνών, ο Αβραάμ Μπεναρόγια ο οποίος διάβασε εκ μέρους της Οργανωτικής Επιτροπής χαιρετιστήρια τηλεγραφήματα και στη συνέχεια το λόγο πήρε ο Αντζελ Πεχνά εκ μέρους των Σοσιαλιστών Καβάλας, ο οποίος και ζήτησε τη διακοπή των εργασιών για το απόγευμα της ίδιας μέρας, σε ένδειξη συμπαράστασης προς τη Γερμανική Επανάσταση. Τέλος, το λόγο ξαναπήρε ο Μπεναρόγια, ο οποίος, μεταξύ άλλων, ζήτησε την άδεια «να αποστείλει χαιρετιστήρια τηλεγραφήματα, όπου πρέπει»1.
Την άλλη μέρα ο «Ριζοσπάστης», με βαριά πάνω του τα σημάδια της κρατικής λογοκρισίας, έγραφε2: «Εις το ξενοδοχείον ”Πειραιεύς” εις την αίθουσαν του σωματείου των μηχανικών ατμοπλοίων… (λογοκρισία 3 γραμμών) συνήλθε χθες εις την πρώτην συνεδρίασίν του το πρώτον σοσιαλιστικόν συνέδριον της Ελλάδος με κύριον σκοπόν τη συνένωσιν όλων των εν Ελλάδι σοσιαλιστικών ομάδων εις ένα ενιαίον κόμμα διοικούμενον ενιαίως και αντιπροσωπευόμενον εις τη Διεθνή. Η έναρξις εγένετο εις τας 10 π.μ. (λογοκρισία 65 γραμμών)». Ο «Ριζοσπάστης» επίσης μας πληροφορεί ότι το συνέδριο «διέκοψε τας εργασίας του όπως αποσταλή χαιρετισμός προς τους λαούς που κατά τη διάρκειαν του πολέμου απέκτησαν δι’ επαναστάσεως την ελευθερίαν των».
Δίνοντας την εικόνα του συνεδρίου, με κριτήριο τους ανθρώπους που το αποτελούσαν, ο Α. Μπεναρόγια γράφει στα απομνημονεύματά του3: «Εδώ ήσαν όλοι οι εκπρόσωποι των σοσιαλιστικών ζυμώσεων παλαιότερων ετών, πλην του Πλ. Δρακούλη, οι ζωηρότεροι και συνειδητότεροι εκπρόσωποι του ελληνικού προλεταριάτου, καπνεργάται, ηλεκτροτεχνίται, σιγαροποιοί, ναυτικοί, οι εκπρόσωποι των νέων ιδεολόγων διανοουμένων, φοιτηταί, επαναστάται, δοκιμασθέντες ήδη εις τον αγώνα υπέρ των ιδεών των. Μία χούφτα ανθρώπων περί τους 30 εν όλω έθετον τας βάσεις ενός νέου και ιστορικού κόμματος, του Σοσιαλιστικού Κόμματος, ήνοιγον τον δρόμον της πολιτικής σταδιοδρομίας της νέας κοινωνικής τάξεως, του ελληνικού προλεταριάτου».
Πριν προχωρήσουμε αναλυτικότερα στις εργασίες του Συνεδρίου, θα προσπαθήσουμε εν συντομία να δώσουμε τα σημεία – σταθμούς, τις ενοποιητικές δηλαδή προσπάθειες που προηγήθηκαν, ώστε η σύγκλησή του να γίνει τελικά κατορθωτή.
Οι πρόδρομοι
Αν και οι πρώτες βιομηχανίες στην Ελλάδα κάνουν την εμφάνισή τους στην πρώτη δεκαετία από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους4, η εργατική τάξη της χώρας αρχίζει να εκδηλώνει επαγγελματική συνείδηση στα μέσα της δεκαετίας του 1870-18805. Η πολιτική της ωρίμανση ως τάξη θα ακολουθήσει μια ακόμη πιο βασανιστική πορεία. Κάποιοι Γάλλοι, οπαδοί του ουτοπικού σοσιαλισμού (οπαδοί του Σεν Σιμόν), είχαν έρθει στη χώρα στην πρώτη δεκαετία της «ανεξαρτησίας» της, ως πρόσφυγες6 αλλά η καθ’ αυτό σοσιαλιστική προπαγάνδα με όλα τα μειονεκτήματά της και τη φρεσκάδα των ιδεών της ξεκίνησε ουσιαστικά στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα από την εφημερίδα «Ελληνική Δημοκρατία» του Δημοκρατικού Συλλόγου Πάτρας, συνεχίστηκε λίγο αργότερα από την εφημερίδα «Αρδην» του Πλάτωνα Δρακούλη και την εφημερίδα «Σοσιαλιστής» του Σταύρου Καλλέργη. Δίπλα σ’ αυτούς τους κορυφαίους προδρόμους του ελληνικού σοσιαλιστικού κινήματος, που αυτήν την περίοδο έχει κυρίως ουτοπικά χαρακτηριστικά, εμφανίζονται και άλλες προσωπικότητες με δράση, για τις οποίες δεν είναι δυνατό να μιλήσουμε εδώ. Οφείλουμε, όμως, να σημειώσουμε πως αν και οι πρώτοι Ελληνες σοσιαλιστές αποκτούν επαφή με το μαρξισμό μέσα από τις διεθνείς επαφές τους, εντούτοις δεν προσχωρούν σ’ αυτόν με την έννοια ότι δεν καταφέρνουν να τον αφομοιώσουν στις βασικές του κατευθύνσεις και συνεπώς δε δίνουν στις οργανώσεις μαρξιστικό χαρακτήρα. Τα μαρξιστικά έργα που δημοσιεύονται στα ελληνικά είναι ελάχιστα έως μηδαμινά. Το 1892 – γράφει ο Ηλίας Κουτσούκαλης7 - μεταφράζεται το βιβλίο του Αύ. Μπέμπελ «Γυνή και Κοινωνισμός». Το 1893 μεταφράζεται στα ελληνικά και εκδίδεται σε ξεχωριστή μπροσούρα ένα κεφάλαιο από την εργασία του Μαρξ «Μισθωτή εργασία και κεφάλαιο». Το 1894 δημοσιεύτηκαν στο αρμενικό περιοδικό «Γκάσπαρ» («Ιδανικό»), που έβγαινε στην Αθήνα, δύο κεφάλαια από το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο». Η πρώτη προσπάθεια προσέγγισης της ελληνικής πραγματικότητας με, τρόπον τινά, μαρξιστικά εργαλεία γίνεται μέσα από το έργο του γιατρού Γ. Σκληρού (Γ. Κωνσταντινίδη) «Το κοινωνικό μας ζήτημα», που το έγραψε στην Ιένα της Γερμανίας και εκδόθηκε στην Ελλάδα το 1907, ενώ το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» των Μαρξ – Ενγκελς δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά ολοκληρωμένο σε οκτώ συνέχειες, ένα χρόνο μετά, το 1908, στον «Εργάτη του Βόλου» και σε μετάφραση του λογοτέχνη Κ. Χατζόπουλου (ψευδώνυμο του Πέτρου Βασιλικού). «Κατά τη δημοσίευση του κειμένου – γράφει ο Μάρκος Α. Γκιόλιας8 - το κείμενο κακοποιείται κυριολεκτικά, αφού παρατηρούνται σ’ αυτό αρκετά τυπογραφικά κι ορθογραφικά λάθη, αναγραμματισμοί, παρατονισμοί, ανώμαλα κενά μεταξύ των λέξεων, ακόμα και ανακάτεμα της ύλης σε κάποια συνέχεια». Αντιλαμβάνεται, όμως, κανείς ότι ακόμη και με αυτά τα προβλήματα το βήμα που συντελούνταν για την είσοδο του μαρξισμού στην Ελλάδα ήταν σημαντικό και ιστορικό. Προς αυτήν την κατεύθυνση αξιοσημείωτη είναι, επίσης, η έκδοση στα ελληνικά του έργου του Φρ. Ενγκελς «Η ανάπτυξη του σοσιαλισμού από την ουτοπία στην Επιστήμη», σε μετάφραση του φοιτητή Δ. Κόκκινου. Η δημοσίευση της μετάφρασης έγινε το 1908 στη σοσιαλιστική εφημερίδα «Μέλλον».
Την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα, το ελληνικό εργατικό κίνημα οργανώνεται σε καλύτερη βάση με την υποχώρηση των μικρών ομίλων και την εμφάνιση μεγάλων εργατικών οργανώσεων. Τα Εργατικά κέντρα του Βόλου, της Λάρισας και της Αθήνας εμφανίζονται προς το τέλος αυτής της δεκαετίας, ενώ το 1908 ο Πλ. Δρακούλης ιδρύει το «Σύνδεσμο των Εργατικών Τάξεων Ελλάδος» και το 1909 το «Ελληνικό Σοσιαλιστικό Κόμμα». Την ίδια χρονιά (1909), με πρωταγωνιστές τους Α. Μπεναρόγια και Σαμουήλ Γιονά, ιδρύεται στη Θεσσαλονίκη η σημαντικότερη σοσιαλιστική πολιτική οργάνωση, η «Σοσιαλιστική Φεντερασιόν», που θα σφραγίσει τις εξελίξεις στο ελληνικό εργατικό κίνημα εκείνη την περίοδο. Μέσα στην ίδια δεκαετία, ιδρύθηκε (1907) και η «Κίνηση των Κοινωνιολόγων», που βοήθησε σημαντικά στη διάδοση των προοδευτικών ιδεών. Παράλληλα, στην αυγή του νέου αιώνα, ανάπτυξη γνωρίζει το κίνημα των δημοτικιστών, αλλά και το αγροτικό κίνημα, το οποίο φτάνει σε μετωπικές συγκρούσεις με το καθεστώς, με αποκορύφωμα την εξέγερση στο Κιλελέρ (1910).
Προς την πολιτική και συνδικαλιστική ενότητα της εργατικής τάξης
Η δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα σφραγίζεται από μεγάλες ανακατατάξεις στη διεθνή πολιτική σκηνή και στο διεθνές εργατικό κίνημα με κορυφαίες εκδηλώσεις: Τους Βαλκανικούς Πολέμους και τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο που έχουν άμεσο αντίκτυπο στην ελληνική πραγματικότητα, τη χρεοκοπία της Β΄ Διεθνούς, τη διάσπαση στα εργατικά κόμματα σε ολόκληρο τον κόσμο με τη διακριτή εμφάνιση της επαναστατικής και της ρεφορμιστικής πτέρυγας και φυσικά τη νίκη της μεγάλης Σοσιαλιστικής Οχτωβριανής Επανάστασης. Σ’ αυτή τη δεκαετία το ελληνικό εργατικό κίνημα ωριμάζει με μεγάλες ταχύτητες. Το 1911 ιδρύεται με πρωτοβουλία του Ν. Γιανιού το Σοσιαλιστικό Κέντρο Αθήνας, ενώ γρήγορα αναπτύσσονται οι τοπικοί σοσιαλιστικοί όμιλοι στη χώρα και ισχυροποιούνται οι ήδη υπάρχουσες εργατικές και σοσιαλιστικές οργανώσεις. Ετσι εκ των πραγμάτων τίθεται στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα της πολιτικής και συνδικαλιστικής ενοποίησης της εργατικής τάξης.
Η πρώτη προσπάθεια στην κατεύθυνση της ενοποίησης καταγράφεται το Δεκέμβρη του 1911 και στόχο έχει την ίδρυση Πανελλήνιας Εργατικής Ομοσπονδίας, όταν το Εργατικό Κέντρο της Αθήνας ανέλαβε την πρωτοβουλία για συνένωση όλων των εργατικών οργανώσεων της χώρας σε μια κεντρική συνδικαλιστική οργάνωση. Η προσπάθεια εκείνη, όπως μας πληροφορεί ο Κορδάτος9, έμεινε στα χαρτιά, αλλά η ιδέα της πανελλαδικής εργατικής συνδικαλιστικής οργάνωσης δεν εγκαταλείφθηκε. Η υλοποίησή της, μάλιστα, απέκτησε επιτακτικό χαρακτήρα μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους από τους οποίους νέες περιοχές προστέθηκαν στην ελληνική επικράτεια, φέρνοντας μαζί τους πλούσια εργατική κίνηση, όπως αυτή της Θεσσαλονίκης όπου δρούσε η «Σοσιαλιστική Εργατική Ομοσπονδία», η «Φεντερασιόν», στην οποία αναφερθήκαμε πιο πριν.
Μια νέα προσπάθεια υλοποίησης της ιδέας για Πανελλαδική Εργατική Ομοσπονδία έγινε στα 1914 με πρωτοβουλία των καπνεργατών, που οργάνωσαν συνδικαλιστική συνδιάσκεψη στην Αθήνα, όπου και ελήφθησαν οι σχετικές αποφάσεις, αλλά δεν έμελλε να υλοποιηθούν. Την ίδια τύχη είχε και μια τρίτη απόπειρα, στα 1916, με πρωτοβουλία αυτή τη φορά του Εργατικού Κέντρου Πειραιά10.
Ολες αυτές οι προσπάθειες, όπως και όσες ακολούθησαν στη συνέχεια, για ενοποίηση του εργατικού κινήματος σε συνδικαλιστικό επίπεδο, είχαν το χαρακτηριστικό ότι συνοδεύονταν, συνδυάζονταν ή αποτελούσαν μέρος μιας έντονης κινητικότητας για ενοποίηση και των πολιτικών εργατικών οργανώσεων σε ένα ενιαίο εργατικό κόμμα. Τις προσπάθειες αυτές στο σύνολό τους, και στο συνδικαλιστικό και στο πολιτικό επίπεδο, σφράγισε η Ρωσική Επανάσταση, τόσο η αστικοδημοκρατική του Φλεβάρη, αλλά πολύ περισσότερο η Σοσιαλιστική του Οκτώβρη 1917.
Στην τελική ευθεία της προετοιμασίας του Συνεδρίου
Από το καλοκαίρι του 1917, δόθηκε νέα ώθηση στην προσπάθεια ενοποίησης των ελληνικών εργατικών οργανώσεων, δεδομένου ότι είχε συγκροτηθεί μια οργανωτική επιτροπή για τη διοργάνωση Πανελλαδικού Σοσιαλιστικού Συνεδρίου. Το συνέδριο αυτό ορίστηκε για τις 4 Αυγούστου του ιδίου έτους, αλλά δεν έγινε δυνατό να πραγματοποιηθεί. Στις αρχές όμως του 1918 – και υπό την επίδραση της νίκης των μπολσεβίκων στη Ρωσία – το ζήτημα της ενοποίησης των εργατικών οργανώσεων, πολιτικών και συνδικαλιστικών, μπήκε στην τελική ευθεία. Το Φλεβάρη αυτού του έτους, με πρωτοβουλία της σοσιαλιστικής οργάνωσης «Φεντερασιόν», συγκλήθηκε μυστικά στη Θεσσαλονίκη η Β΄ Σοσιαλιστική Συνδιάσκεψη, όπου συμμετείχαν, εκτός της «Φεντερασιόν», σοσιαλιστικές οργανώσεις της Αθήνας, του Πειραιά, του Βόλου και της Κέρκυρας. Η Συνδιάσκεψη εκείνη αποφάσισε τη διοργάνωση νέας Συνδιάσκεψης για τον Ιούλη του 1918. Ετσι, στα τέλη Ιουλίου η Γ΄ Σοσιαλιστική Συνδιάσκεψη κατέληξε να συγκληθεί τον Οκτώβρη του 1918 Πανελλαδικό Σοσιαλιστικό Συνέδριο για την ίδρυση κόμματος της εργατικής τάξης. Παράλληλα, εργατική συνδικαλιστική συνδιάσκεψη – που πραγματοποιήθηκε τον Αύγουστο με τη συμμετοχή αντιπροσώπων από τα Εργατικά Κέντρα Θεσσαλονίκης, Αθήνας, Πειραιά και το συνδικάτο «Η Πρόοδος» – αποφασίζει τη σύγκληση Πανελλαδικού Εργατικού Συνεδρίου για τη συνένωση των συνδικαλιστικών εργατικών οργανώσεων. Και οι δύο συνδιασκέψεις όρισαν από μία επιτροπή για την προετοιμασία του καθενός από τα δύο συνέδρια11.
Ολη αυτή η κινητικότητα, σε πολιτικό και συνδικαλιστικό επίπεδο, του εργατικού κινήματος δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητη από τις αρχές του κράτους και φυσικά από την κυβέρνηση του Ελ. Βενιζέλου. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι η κυβέρνηση αυτή, ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος, αλλά και το κόμμα των Φιλελευθέρων όχι μόνο έδειξαν ανοχή, αλλά και ενθάρρυναν την εργατική κινητικότητα.
Η φαινομενικά αυτή «παράξενη» στάση του βενιζελισμού στην πραγματικότητα βασιζόταν σε πολιτικό υπολογισμό που απέρρεε από τα ίδια τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης. Ο Γ. Γεωργιάδης σημειώνει πως ο Βενιζέλος, αγωνιζόμενος κατά του παλαιοκομματισμού και για τον αστικό εκσυγχρονισμό της χώρας, αφ’ ενός είχε ανάγκη «να στηριχθεί επί μίας νέας λαϊκής τάξεως» και αφ’ ετέρου δεν ήθελε να αφήσει «την οργάνωσιν των εργατών εις τας ιδίας των χείρας»12. Την ίδια περίπου ερμηνεία δίνει και ο Γ. Κορδάτος, ο οποίος βλέπει μια σαφή πρόθεση της κυβέρνησης του Βενιζέλου να πατρονάρει το εργατικό κίνημα13. Αντίθετα, ο Κ. Θέος καταθέτει έναν πιο προωθημένο προβληματισμό. «Η τότε κυβέρνηση Βενιζέλου – γράφει14 - βλέποντας ότι πλησιάζει το τέρμα του πολέμου και προβλέποντας ότι κατά τις διαπραγματεύσεις της ειρήνης θα χρησιμοποιούνταν από τις διάφορες κυβερνήσεις σαν συνήγοροι των εδαφικών τους διεκδικήσεων οι ηγέτες των συνδικαλιστικών οργανώσεων και των σοσιαλιστικών κομμάτων… φοβήθηκε πως κατά τις διαπραγματεύσεις της ειρήνης εκείνης η ελληνική κεφαλαιοκρατική κυβέρνηση θα βρισκόταν σε μειονεκτική θέση αν δεν είχε κι αυτή τέτοιους συνηγόρους». Η άποψη του Θέου φαίνεται ότι βασίζεται στη μαρτυρία του Αβραάμ Μπεναρόγια, ο οποίος συμμετείχε στην εργατική αντιπροσωπεία που επισκέφθηκε τον Βενιζέλο και συζήτησε μαζί του αμέσως μετά την απόφαση για σύγκληση των δύο πανελλαδικών εργατικών συνεδρίων. «Ο κ. Βενιζέλος – γράφει ο Μπεναρόγια – δείκνυται λίαν φιλόφρων προς τους σοσιαλιστάς. Η συζήτησις διεξάγεται πέριξ του ζητήματος της ενδεχομένης υπογραφής ειρήνης παρά των σοσιαλιστών και της ανάγκης υπάρξεως ελληνικής σοσιαλιστικής αντιπροσωπείας ικανής να διαχειριστεί τα “ελληνικά” προβλήματα προς αντίταξιν της βουλγαρικής. Η Επιτροπή ζητεί 1ον) την άδειαν διά τα δύο συνέδρια, 2ον) δύο μήνας ελευθέρας δράσεως διά την επιτυχίαν των συνεδρίων καταργούμενου του στρατιωτικού νόμου και 3ον) παύσιν κάθε αναμείξεως παρασκηνιακής των Υπουργείων εις τα εσωτερικά των εργατικών σωματείων. Ο κ. Βενιζέλος δέχεται τους δύο όρους…». Οσο για τον τρίτο – πάντα σύμφωνα με τη μαρτυρία του Μπεναρόγια – αρνείται ότι υπάρχει ανάμειξη του κράτους στα εσωτερικά των εργατικών σωματείων15.
Χωρίς αμφιβολία ο βενιζελισμός πίστευε πως μπορούσε να ποδηγετήσει και να αξιοποιήσει ποικιλοτρόπως το εργατικό κίνημα και δε δίστασε να ενεργήσει ανάλογα. Στο συνδικαλιστικό συνέδριο, μάλιστα, που όπως προαναφέραμε έγινε λίγες ημέρες πριν την έναρξη του Συνεδρίου για την ίδρυση του Κόμματος, οι βενιζελικοί πίστευαν ότι θα μπορούσαν να κυριαρχήσουν αφού μεγάλο μέρος των συνέδρων ήταν οπαδοί τους16.
Ας επιστρέψουμε, όμως, στις εργασίες του Α΄ Σοσιαλιστικού Συνεδρίου για να δούμε την ταυτότητά του, αλλά και να παρακολουθήσουμε τα αποτελέσματά του.
Σύνθεση και τάσεις στο Σοσιαλιστικό Συνέδριο
Στο απόσπασμα που παραθέσαμε πιο πάνω από τις αναμνήσεις του Μπεναρόγια αναφέρεται ότι οι σύνεδροι που συμμετείχαν στο Σοσιαλιστικό Συνέδριο ήταν περί τους 30. Στο «Δοκίμιο ιστορίας του ΚΚΕ», γίνεται λόγος για 35 συνέδρους (28 εργάτες και 7 φοιτητές και διανοούμενους) που εκπροσωπούσαν 1.000 οργανωμένους σοσιαλιστές σε ολόκληρη τη χώρα17. Σύμφωνα όμως με τα στοιχεία που καταγράφει ο Κωστής Μοσκώφ, οι σύνεδροι ήσαν 43, αλλά ως φαίνεται δεν παραβρέθηκαν όλοι. Κατά την έναρξη του συνεδρίου μάλιστα ο Μοσκώφ δίνει ως παρόντες 36. Από το σύνολο των συνέδρων – πάντα κατά τον Κ. Μοσκώφ – οι 7 προέρχονταν από την Αθήνα, 4 από τον Πειραιά, 11 από τη Θεσσαλονίκη, 1 από την Καβάλα, 4 από το Βόλο, 2 από τη Λάρισα, 1 από την Κέρκυρα, 1 από άλλες περιοχές, 7 σύνεδροι εκπροσωπούσαν τη Νεολαία, 3 σοσιαλιστικές εφημερίδες και 2 ήσαν βουλευτές. Η εικόνα αυτή δεν απηχεί με ακρίβεια την πραγματικότητα, κάτι που ο Μοσκώφ το επισημαίνει όταν γράφει: «Τρεις σύνεδροι παρίστανται με διπλή ή τριπλή ιδιότητα, ίσως και ψήφο»18. Πρόκειται για μέλη της Οργανωτικής Επιτροπής που εκπροσωπούσαν και οργανώσεις, για νεολαίους που εκπροσωπούσαν και εφημερίδες κ.ο.κ. Οπως και να ‘χει, οι σύνεδροι αυτοί διαπνέονταν από τη θέληση να δημιουργήσουν το πρώτο εργατικό κόμμα στην Ελλάδα, στις γραμμές του οποίου θα ενοποιούνταν όλες οι σοσιαλιστικές οργανώσεις της χώρας, αλλά δεν είχαν την ίδια αντίληψη, για τις αρχές που θα διέπνεαν αυτό το κόμμα.
Μέσα στο Συνέδριο διακριτές ήσαν τρεις τάσεις. Η δεξιά με κύριους εκπροσώπους τους Α. Σίδερη, Ν. Γιανιό και Π. Δημητράτο, η αριστερή με βασικούς εκπροσώπους τους Δ. Λιγδόπουλο, Σπ. Κουμιώτη και Μ. Οικονόμου και μια τρίτη κεντρώας συμπροφοράς με επικεφαλής τον Α. Μπεναρόγια. Ισχυρότερη ήταν η τάση του κέντρου και ακολουθούσε η αριστερά19.
Τα αποτελέσματα του Συνεδρίου – Αποφάσεις
Οι εργασίες του Συνεδρίου κράτησαν 7 μέρες. Ολοκληρώθηκαν στις 10/23 του Νοέμβρη του 1918. Στο διάστημα των εργασιών διεξήχθησαν εντονότατες συζητήσεις γύρω από τα βασικότερα ζητήματα που απασχολούσαν τότε το εργατικό κίνημα της Ελλάδας στην προσπάθειά του να ενοποιηθεί και πολιτικά. Στα πρακτικά διαφαίνονται με απόλυτη σαφήνεια οι διαφορές απόψεων και καταγράφεται με γλαφυρό τρόπο η ιδεολογικοπολιτική πάλη που διεξήχθη.
Το Συνέδριο ενέκρινε με πλειοψηφία το Ιδρυτικό Ψήφισμα του ΣΕΚΕ, τις Αρχές και το Πρόγραμμά του, υπόμνημα για τα εξωτερικά ζητήματα, ψήφισμα για την ίδρυση Βαλκανικής Δημοκρατικής Ομοσπονδίας, το Καταστατικό του Κόμματος, ενώ εκδόθηκε χαιρετιστήριο ψήφισμα προς τη νεαρή Σοβιετική Ρωσία αλλά και «διαμαρτυρίαν διά την μελετωμένην επέμβασιν των συμμάχων κατά της νεαράς Σοβιετικής Δημοκρατίας»20.
Στο Ιδρυτικό Ψήφισμα σημειώνεται ότι το Κόμμα βασίζεται πάνω σε δύο θεμελιώδεις αρχές: Στην «πολιτική και οικονομική οργάνωση του προλεταριάτου σε ξεχωριστό κόμμα τάξεως διά την κατάκτησιν της πολιτικής εξουσίας και την δημοσιοποίησιν των μέσων της παραγωγής και ανταλλαγής, δηλ. την μεταβολήν της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας εις κοινωνίαν κολλεχτιβικήν ή κομμουνιστικήν». Επίσης, στη «διεθνή συνεννόηση και δράση των εργατών».
Στις Αρχές και στο Πρόγραμμα του Κόμματος τονίζεται η αναγκαιότητα της κοινωνικής επανάστασης για «την απελευθέρωσιν όχι μόνο των προλεταρίων, αλλά και ολοκλήρου της ανθρωπότητος που υποφέρει σήμερον». Προστίθεται δε ότι ο αγώνας της εργατικής τάξης «είναι αναγκαστικώς και πολιτικός αγών, (επειδή) δεν δύναται να πραγματοποιήση την ιστορικήν της αποστολήν χωρίς να γίνη κάτοχος της πολιτικής εξουσίας, όπερ δύναται να κατορθώση μόνον δι’ ενιαίας επαναστατικής δράσεως της παγκοσμίου εργατιάς, οργανωμένης σε ξεχωριστό εργατικό κόμμα».
Καθήκον του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος καθορίστηκε «να διαμορφώση τον αγώνα της εργατικής τάξεως εις αγώνα συνειδητόν και ενιαίον και να οδηγήση αυτήν εις την φυσικήν και αναγκαίαν αποστολήν της».
Το Συνέδριο διαπίστωσε ότι «τα συμφέροντα των εργατών εις όλας τας χώρας που έχουν καπιταλιστικήν παραγωγήν είναι τα ίδια» και δήλωσε ότι το ΣΕΚΕ «κηρύσσει εαυτό ηνωμένον με όλους τους εργάτας των άλλων χωρών» και ότι «αγωνίζεται διά την κατάλυσιν της κυριαρχίας των τάξεων και αυτών των τάξεων εν γένει και διά την απονομήν ίσων δικαιωμάτων και καθηκόντων, ανεξαρτήτως γένους, φυλής και θρησκεύματος…».
Στο «Πρόγραμμα των σημερινών απαιτήσεων», που ψήφισε το Συνέδριο, φαίνεται καθαρά ότι το ΣΕΚΕ, από την ίδρυσή του, τάχθηκε κατά της μοναρχίας και υπέρ της εγκαθίδρυσης λαϊκής δημοκρατίας, που τη θεωρούσε μεταβατικό στάδιο για το πέρασμα στο σοσιαλισμό. Στο ίδιο Πρόγραμμα διατυπώθηκαν και πολλά άλλα σημαντικά και πρωτοποριακά πολιτικά αιτήματα, όπως το δικαίωμα ψήφου και εκλογής σε άντρες και γυναίκες, η εισαγωγή του θεσμού του δημοψηφίσματος, η κατάργηση του στρατιωτικού νόμου, η αποκέντρωση της διοίκησης, η πολιτική ειρήνης, συνεννόησης και ειλικρινούς συνεργασίας με όλα τα κράτη, η κατάργηση της μυστικής διπλωματίας και των μυστικών συνθηκών και προϋπολογισμών, η υποχρεωτική διαιτησία για όλες τις μεταξύ των κρατών διαφορές, η πλήρης ελευθερία των συνεταιρισμών, συνδικάτων και άλλων οργανώσεων, η πλήρης ελευθερία του Τύπου, η πλήρης εξασφάλιση της προσωπικής ελευθερίας, η ελευθερία θρησκεύματος, η αναγνώριση της θρησκείας ως ιδιωτικής υπόθεσης και της Εκκλησίας ως ιδιωτικού ιδρύματος, η καθιέρωση και του πολιτικού γάμου, η πλήρης αστική, πολιτική, οικονομική και κοινωνική εξίσωση των γυναικών με τους άντρες, η απονομή της δικαιοσύνης από δικαστές που θα εκλέγονται από το λαό, η σύσταση ιδιαίτερων δικαστηρίων για τους ανηλίκους, η κατάργηση των στρατοδικείων και των ναυτοδικείων, η μετατροπή του συστήματος των φυλακών σε μορφωτικά ιδρύματα και η βελτίωση των συνθηκών υγιεινής, η ίδρυση χωριστών φυλακών για γυναίκες και για ανηλίκους, καθώς και για τα πολιτικά αδικήματα, η δωρεάν παροχή ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, η εκλαΐκευση και υποχρεωτική λειτουργία της εκπαίδευσης, η παροχή τροφής και μέσων διδασκαλίας στα παιδιά από τους δήμους και τις κοινότητες, η εισαγωγή της δημοτικής γλώσσας σε όλη την εκπαίδευση και εισαγωγή στα σχολεία της γλώσσας διαφόρων εθνοτήτων, η ανοικοδόμηση και ο πολλαπλασιασμός των σχολείων. Κατάργηση των έμμεσων φόρων και κάθε φόρου στα είδη πρώτης ανάγκης, προοδευτική φορολογία στα εισοδήματα και στα κεφάλαια. Συμμετοχή του κράτους στα κέρδη των μεγάλων μονοπωλίων, των εταιριών και επιχειρήσεων, εθνικοποίηση των ατμόπλοιων και σιδηροδρόμων, μεταλλείων, τραπεζών, καθώς και των μεγάλων επιχειρήσεων και συμμετοχή στη διοίκηση των εργατών, χρησιμοποίηση των πόρων του κράτους πρωτίστως για παραγωγικούς σκοπούς, εθνικοποίηση των τσιφλικιών και των μοναστηριακών κτημάτων και παραχώρησή τους στις κοινότητες των καλλιεργητών.
Στο Συνέδριο υιοθετήθηκαν θέσεις όπως η θέση για την εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας και τον έλεγχο από επιθεωρητές και επόπτες εργασίας οι οποίοι να εκλέγονται από τους οργανωμένους εργάτες. Η καθιέρωση με νόμο του οκτάωρου ως ανώτατου ορίου εργασίας, του κατώτατου ορίου αμοιβής, της υποχρεωτικής κυριακάτικης αργίας.
Το Συνέδριο ενέκρινε «Υπόμνημα επί των εξωτερικών ζητημάτων», ενώ για την επίλυση των βαλκανικών ζητημάτων πρότεινε την παροχή πλήρους ελευθερίας στους πληθυσμούς της Κύπρου, Ιμβρου, Λήμνου, Τενέδου, Σαμοθράκης, Δωδεκάνησων, Καστελόριζου και Βόρειας Ηπείρου να καθορίσουν τις τύχες τους και πλήρες δικαίωμα παλιννόστησης και αποζημίωσης στους διάφορους προσφυγικούς πληθυσμούς των βαλκανικών χωρών και της Μικράς Ασίας, ανεξάρτητα από φυλή. Επίσης, ως λύση του βαλκανικού προβλήματος προτάθηκε η ίδρυση της Βαλκανικής Δημοκρατικής Ομοσπονδίας.
Το Συνέδριο κατέληξε να ονομαστεί το κόμμα «Σοσιαλιστικό Εργατικό», «για να τονισθεί ο εργατικός, ο προλεταριακός χαρακτήρας του». Τέλος, εξέλεξε πενταμελή Κεντρική Επιτροπή από τους Αρίστο Αρβανίτη, Δημοσθένη Λιγδόπουλο, Σταμάτη Κόκκινο, Μιχαήλ Σιδέρη και Ν. Δημητράτο. Και τριμελή Εξελεγκτική Επιτροπή, από τους Γ. Πισπινή, Σπύρο Κομιώτη και Αβραάμ Μπεναρόγια. Διευθυντής της εφημερίδας «Εργατικός Αγών», που ήταν το επίσημο δημοσιογραφικό όργανο του Κόμματος, εκλέχτηκε ο Δημοσθένης Λιγδόπουλος.
«Η ίδρυση του ΣΕΚΕ – αναφέρεται στο Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ21 - δεν ήταν τυχαίο γεγονός. Ηταν συνέπεια μιας μακρόχρονης πορείας που ακολούθησε το εργατικό και το σοσιαλιστικό κίνημα στη χώρα μας. Ηταν το νομοτελειακό αποτέλεσμα της κοινωνικής εξέλιξης, ο ώριμος καρπός της ανάπτυξης του εργατικού κινήματος και της συνένωσής του με τις ιδέες του σοσιαλισμού».-
1 «Το Πρώτο Συνέδριο του ΣΕΚΕ – Πρακτικά», Εκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, σελ. 19-25
2 «Ριζοσπάστης» 4 του Νοέμβρη 1918
3 Αβραάμ Μπεναρόγια: «Η πρώτη σταδιοδρομία του ελληνικού προλεταριάτου», εκδόσεις ΟΛΚΟΣ, σελ. 120-121
4 Κ. Μοσκώφ: «Εισαγωγή στην Ιστορία του κινήματος της εργατικής τάξης», εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 138
5 Γ. Κορδάτου: «Ιστορία του Ελληνικού Εργατικού Κινήματος», σελ. 21
6 «Δοκίμιο ιστορίας του ΚΚΕ», εκδόσεις ΣΕ, τόμος Α΄, σελ. 30-31
7 Αλέκος Κουτσούκαλης: «Η πρώτη δεκαετία του ΚΚΕ 1918-1928», εκδόσεις Γνώση, σελ. 18 και Γ. Κορδάτου, στο ίδιο, σελ. 74
8 Μάρκου Α. Γκιόλια: «Το εργατικό κίνημα στην Ελλάδα και ο Κώστας Χατζόπουλος», εκδόσεις Π. Μοσχονά, Αγρίνιο 1996, σελ. 242-243
9 Γ. Κορδάτου: «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», εκδόσεις 20ός Αιώνας, τόμος XIII, σελ. 503
10 Γ. Κορδάτου, στο ίδιο, σελ. 503
11 Βλέπε αναλυτικά: Κ. Μοσκώφ, στο ίδιο, σελ. 397-398, ΚΜΕ Θεσσαλονίκης, στο ίδιο, σελ. 234-235, Γ. Κορδάτου: «Ιστορία του Ελληνικού Εργατικού Κινήματος», σελ. 294, 299 κ.α.
12 Γ. Γεωργιάδη, στο ίδιο, σελ. 200
13 Γ. Κορδάτου: «Ιστορία του Ελληνικού Εργατικού Κινήματος», σελ. 296
14 Κ. Θέου: «Τα ελληνικά συνδικάτα στην πάλη ενάντια στο φασισμό και για την ανεξαρτησία τους», Εκδοση «ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ», Αθήνα, Μάρτης 1947, σελ. 4
15 Αβραάμ Μπεναρόγια: «Η πρώτη σταδιοδρομία του ελληνικού προλεταριάτου», εκδόσεις ΟΛΚΟΣ, σελ. 108-109 και του ιδίου «Ελπίδες και πλάνες», εκδόσεις Στοχαστής, σελ. 62-63
16 Δ. Λιβιεράτου: «Το ελληνικό εργατικό κίνημα», εκδόσεις Καρανάση, τόμος Α΄ σελ. 24 και του ιδίου «Τα Συνέδρια της ΓΣΕΕ», εκδόσεις Προσκήνιο, σελ. 16.
17 «Δοκίμιο ιστορίας του ΚΚΕ», εκδόσεις ΣΕ, τόμος Α΄, σελ. 87
18 Κ. Μοσκώφ, στο ίδιο, σελ. 400, 403-404
19 Κ. Μοσκώφ, στο ίδιο, σελ. 404, «Δοκίμιο ιστορίας του ΚΚΕ», εκδόσεις ΣΕ, τόμος Α΄, σελ. 88 και «Το Πρώτο Συνέδριο του ΣΕΚΕ – Πρακτικά», Εκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ.
20 Για τις αποφάσεις του ιδρυτικού Συνεδρίου του ΣΕΚΕ βλέπε: «Το Πρώτο Συνέδριο του ΣΕΚΕ – Πρακτικά», Εκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, και «Το ΚΚΕ – Επίσημα Κείμενα», εκδόσεις ΣΕ, τόμος Α΄, σελ. 5-13 κ.α.
21 «Δοκίμιο ιστορίας του ΚΚΕ», εκδόσεις ΣΕ, τόμος Α΄, σελ. 96
του Γ. Πετρόπουλου