Η ιστορία της λέξης κάλπη

Αποστόλης Ζυμβραγάκης
0


Η ψηφοδόχος (< ψήφος + δέχομαι). Κάλπη ονομάζεται το ειδικό κιβώτιο με σχισμή στο άνω μέρος στο οποίο οι ψηφοφόροι ρίχνουν το ψηφοδέλτιο.
Προέρχεται από το αρχαίο ουσιαστικό η κάλπις (γεν. της κάλπιδος, αιτ. τήν κάλπιν ή κάλπιδα, η οποία σήμαινε αγγείον και κατεξοχήν: στάμνα, κούπα ή δοχείο για τέφρα νεκρού).
Εμφανίζεται ήδη στους Ομηρικούς χρόνους και συναντάται σε πολλούς αρχαίους συγγραφείς με διάφορες σημασίες. Με τη σημερινή σημασία εμφανίζεται κατά τους ελληνιστικούς χρόνους.
Εκτός από την γνωστή μας σημασία έχουμε και τις παρακάτω: κάλπη με τη σημασία του καλπασμού, κάλπη με σημασία της τεφροδόχου και τον Αστερισμό της Κάλπης. Συγγενείς λέξεις έχουμε τις καλπονοθεία και καλπονοθευτικός, όπως και την λόγια λέξη ακαλπονόθευτος.
Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η λέξη κάλπικος που δεν έχει καμία σχέση με την κάλπη, δεδομένου πως προέρχεται από την τουρκική λέξη kalp που σημαίνει ψεύτης, υποκριτής.

Ετυμολογία
κάλπη < αρχαία ελληνική κάλπη / κάλπις

Σημασία
  1. κουτί με μια χαραμάδα στο πάνω μέρος του, μέσα στο οποίο ρίχνονται ψηφοδέλτια
     συνώνυμα: ψηφοδόχος
  2. (συνεκδοχικά) το εκλογικό τμήμα στο οποίο βρίσκεται το παραπάνω κουτί
  3. (συνεκδοχικά) η διαδικασία των εκλογών και το εκλογικό αποτέλεσμα
  4. (αρχαιολογία) αγγείο με στρογγυλό σώμα, τρεις λαβές και συνεχή καμπύλη από τα χείλη, το οποίο χρησιμοποιούνταν ως τεφροδόχος

Εκφράσεις

  • ανοίγουν / κλείνουν οι κάλπες: αρχίζει / τελειώνει η ψηφοφορία


Δημοσίευση σχολίου

0Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου (0)