Γνωρίστε τη ζωή των ηρώων της ελληνικής επανάστασης του 1821:
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης (3 Απριλίου 1770 - 15 Φεβρουάριου 1843) ήταν Κλέφτης, πολιτικός στην Ελλάδα, καπετάνιος και στρατηγός της Επανάστασης του 1821.
Γνωστός και ως Γέρος του Μοριά.
Ο «Γέρος του Μοριά» γεννήθηκε το 1770 στο Ραμαβούνι Μεσσηνίας και μεγάλωσε στο Λιμποβίσι της Αρκαδίας. Ο πατέρας του Κωνσταντής Κολοκοτρώνης πήρε μέρος στην ένοπλη εξέγερση, που υποκινήθηκε από την Αικατερίνη Β' της Ρωσίας το 1770, και σκοτώθηκε σε συγκρούσεις μαζί με δύο αδελφούς του. Εισχώρησε στα σώματα των Κλεφτών της Πελοποννήσου και στα 35 του έγινε καπετάνιος. Έχοντας αποκτήσει πείρα και στη θάλασσα ως κουρσάρος, το 1805 πήρε μέρος στις ναυτικές επιχειρήσεις του ρωσικού στόλου κατά το ρωσοτουρκικό πόλεμο.
Από το 1810 υπηρέτησε στο ελληνικό στρατιωτικό σώμα του αγγλικού στρατού στη Ζάκυνθο, και τιμήθηκε με το βαθμό του ταγματάρχη για τη δράση του εναντίον των Γάλλων. Καταγόταν λοιπόν από οικογένεια κλεφτών και αγωνιστών του 1821. Δεκάδες συγγενείς του είχαν χάσει τη ζωή τους σε μάχες μεταξύ των οποίων και ο πατέρας του. Το 1818 γίνεται μέλος της Φιλικής Εταιρίας και άρχισε να προετοιμάζει την Επανάσταση στην Πελοπόννησο. Ως απεσταλμένος της στη Μάνη σήκωσε τη σημαία της Επανάστασης στην Καλαμάτα στις 23 Μαρτίου 1821.
Επιστρέφει στην Πελοπόννησο την εποχή του διωγμού των κλεφτών και πολεμάει εναντίον των Τούρκων. Με το βαθμό του αντιστράτηγου Πελοποννήσου έδωσε μάχες και πέτυχε μεγάλες νίκες κατά του τουρκικού στρατού.
Λόγω της στρατιωτικής του εμπειρίας είχε καταφέρει να οργανώσει τους Έλληνες πολεμιστές και να αναδειχθεί σε στρατιωτικό ηγέτη. Τον Μάρτιο του 1821 μαζί με τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη απελευθερώνουν την Καλαμάτα. Στη συνέχεια ακολουθεί η σπουδαία μάχη στα Δερβενάκια, όπου συντρίβει το στρατό του Δράμαλη (από τους 30.000 περίπου Τούρκους πολεμιστές γλίτωσαν μόνο 3500).
Πρωταγωνίστησε λοιπόν σε πολλές στρατιωτικές επιχειρήσεις του αγώνα, όπως στη νίκη στο Βαλτέτσι (14 Μαΐου 1821), στην άλωση της Τριπολιτσάς (23 Σεπτεμβρίου 1821), στην καταστροφή της στρατιάς του Δράμαλη στα Δερβενάκια (26 Ιουλίου 1822) όπου διέσωσε τον Αγώνα στην Πελοπόννησο αφού πρυτάνευσαν η ευφυΐα και η τόλμη του στρατηγικού του νου. Οι επιτυχίες αυτές τον ανέδειξαν σε αρχιστράτηγο της Πελοποννήσου.
Μετά από τη μεγάλη αυτή νίκη του «Γέρου του Μοριά» εμφανίζονται και τα πρώτα προβλήματα στις σχέσεις των Ελλήνων. Οι στρατιωτικοί με επικεφαλής τον Κολοκοτρώνη συγκρούονται με τους κυβερνητικούς που είχαν αρχηγό τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Στη διάρκεια του Εμφυλίου πολέμου πολλές φορές προσπάθησε να αμβλύνει τις αντιθέσεις ανάμεσα στους αντιπάλους, αλλά παρ' όλα αυτά δεν απόφυγε τη ρήξη. Μετά από ένοπλες συγκρούσεις, ο ίδιος και ο γιος του συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν στο Ναύπλιο.
Την ίδια ώρα που οι Έλληνες ασχολούνταν με τις εσωτερικές τους διαμάχες ο Ιμπραήμ προχωρούσε προς την Πελοπόννησο. Ο Σουλτάνος ζήτησε τη βοήθεια της Αιγύπτου για να σταματήσει την Επανάσταση, οπότε, ο γιος του Μεχμέτ Αλή και διάδοχος του αιγυπτιακού θρόνου Ιμπραήμ αποβιβάστηκε το 1825 στην Πελοπόννησο.
Η Σφακτηρία και το Ναβαρίνο έπεσαν στα χέρια των Αιγυπτίων. Ο μόνος που θα μπορούσε να τον αντιμετωπίσει ήταν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
Αποφυλακίζεται και καταφέρνει όχι μόνο να σταματήσει τα σχέδια του Αιγύπτιου στρατηγού αλλά και να τον αναγκάσει να αναγνωρίσει το πρώτο ανεξάρτητο Νεοελληνικό Κράτος.
Χωρίς πολυάριθμο στρατό ξεκίνησε και πάλι τον κλεφτοπόλεμο, που διήρκεσε ως το 1828, όταν στην Ελλάδα έφτασε το στράτευμα του στρατηγού Μεζόν με εντολή του Καρόλου Ι´ της Γαλλίας για να διασώσει την Ελλάδα από τα αιγυπτιακά στρατεύματα.
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης εκτός από σπουδαίος στρατηγός είχε και
ενεργή συμμετοχή στις πολιτικές εξελίξεις.
Υπήρξε ένθερμος οπαδός της πολιτικής του Καποδίστρια και πρωτοστάτησε στα γεγονότα για την εκλογή του Όθωνα. Το 1833 όμως, οι διαφωνίες του με την αντιβασιλεία τον οδήγησαν, μαζί με άλλους αγωνιστές, πάλι στις φυλακές του Ιτς-Καλέ στο Ναύπλιο με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας, και στις 25 Μαΐου 1834, μαζί με τον Πλαπούτα, καταδικάστηκε σε θάνατο.
Έλαβε χάρη μετά την ενηλικίωση του Όθωνα το 1835, οπότε και ονομάστηκε στρατηγός και έλαβε το αξίωμα του Συμβούλου της Επικρατείας. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Κολοκοτρώνης υπαγόρευσε στον Γεώργιο Τερτσέτη τα "Απομνημονεύματά" του που κυκλοφόρησαν το 1851 με τον τίτλο Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836 και τα οποία αποτελούν πολύτιμη πηγή για την Ελληνική Επανάσταση.
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης πέθανε μια νύχτα του 1843.
Γνωστός και ως Γέρος του Μοριά.
Ο «Γέρος του Μοριά» γεννήθηκε το 1770 στο Ραμαβούνι Μεσσηνίας και μεγάλωσε στο Λιμποβίσι της Αρκαδίας. Ο πατέρας του Κωνσταντής Κολοκοτρώνης πήρε μέρος στην ένοπλη εξέγερση, που υποκινήθηκε από την Αικατερίνη Β' της Ρωσίας το 1770, και σκοτώθηκε σε συγκρούσεις μαζί με δύο αδελφούς του. Εισχώρησε στα σώματα των Κλεφτών της Πελοποννήσου και στα 35 του έγινε καπετάνιος. Έχοντας αποκτήσει πείρα και στη θάλασσα ως κουρσάρος, το 1805 πήρε μέρος στις ναυτικές επιχειρήσεις του ρωσικού στόλου κατά το ρωσοτουρκικό πόλεμο.
Από το 1810 υπηρέτησε στο ελληνικό στρατιωτικό σώμα του αγγλικού στρατού στη Ζάκυνθο, και τιμήθηκε με το βαθμό του ταγματάρχη για τη δράση του εναντίον των Γάλλων. Καταγόταν λοιπόν από οικογένεια κλεφτών και αγωνιστών του 1821. Δεκάδες συγγενείς του είχαν χάσει τη ζωή τους σε μάχες μεταξύ των οποίων και ο πατέρας του. Το 1818 γίνεται μέλος της Φιλικής Εταιρίας και άρχισε να προετοιμάζει την Επανάσταση στην Πελοπόννησο. Ως απεσταλμένος της στη Μάνη σήκωσε τη σημαία της Επανάστασης στην Καλαμάτα στις 23 Μαρτίου 1821.
Επιστρέφει στην Πελοπόννησο την εποχή του διωγμού των κλεφτών και πολεμάει εναντίον των Τούρκων. Με το βαθμό του αντιστράτηγου Πελοποννήσου έδωσε μάχες και πέτυχε μεγάλες νίκες κατά του τουρκικού στρατού.
Λόγω της στρατιωτικής του εμπειρίας είχε καταφέρει να οργανώσει τους Έλληνες πολεμιστές και να αναδειχθεί σε στρατιωτικό ηγέτη. Τον Μάρτιο του 1821 μαζί με τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη απελευθερώνουν την Καλαμάτα. Στη συνέχεια ακολουθεί η σπουδαία μάχη στα Δερβενάκια, όπου συντρίβει το στρατό του Δράμαλη (από τους 30.000 περίπου Τούρκους πολεμιστές γλίτωσαν μόνο 3500).
Πρωταγωνίστησε λοιπόν σε πολλές στρατιωτικές επιχειρήσεις του αγώνα, όπως στη νίκη στο Βαλτέτσι (14 Μαΐου 1821), στην άλωση της Τριπολιτσάς (23 Σεπτεμβρίου 1821), στην καταστροφή της στρατιάς του Δράμαλη στα Δερβενάκια (26 Ιουλίου 1822) όπου διέσωσε τον Αγώνα στην Πελοπόννησο αφού πρυτάνευσαν η ευφυΐα και η τόλμη του στρατηγικού του νου. Οι επιτυχίες αυτές τον ανέδειξαν σε αρχιστράτηγο της Πελοποννήσου.
Μετά από τη μεγάλη αυτή νίκη του «Γέρου του Μοριά» εμφανίζονται και τα πρώτα προβλήματα στις σχέσεις των Ελλήνων. Οι στρατιωτικοί με επικεφαλής τον Κολοκοτρώνη συγκρούονται με τους κυβερνητικούς που είχαν αρχηγό τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Στη διάρκεια του Εμφυλίου πολέμου πολλές φορές προσπάθησε να αμβλύνει τις αντιθέσεις ανάμεσα στους αντιπάλους, αλλά παρ' όλα αυτά δεν απόφυγε τη ρήξη. Μετά από ένοπλες συγκρούσεις, ο ίδιος και ο γιος του συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν στο Ναύπλιο.
Την ίδια ώρα που οι Έλληνες ασχολούνταν με τις εσωτερικές τους διαμάχες ο Ιμπραήμ προχωρούσε προς την Πελοπόννησο. Ο Σουλτάνος ζήτησε τη βοήθεια της Αιγύπτου για να σταματήσει την Επανάσταση, οπότε, ο γιος του Μεχμέτ Αλή και διάδοχος του αιγυπτιακού θρόνου Ιμπραήμ αποβιβάστηκε το 1825 στην Πελοπόννησο.
Η Σφακτηρία και το Ναβαρίνο έπεσαν στα χέρια των Αιγυπτίων. Ο μόνος που θα μπορούσε να τον αντιμετωπίσει ήταν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
Αποφυλακίζεται και καταφέρνει όχι μόνο να σταματήσει τα σχέδια του Αιγύπτιου στρατηγού αλλά και να τον αναγκάσει να αναγνωρίσει το πρώτο ανεξάρτητο Νεοελληνικό Κράτος.
Χωρίς πολυάριθμο στρατό ξεκίνησε και πάλι τον κλεφτοπόλεμο, που διήρκεσε ως το 1828, όταν στην Ελλάδα έφτασε το στράτευμα του στρατηγού Μεζόν με εντολή του Καρόλου Ι´ της Γαλλίας για να διασώσει την Ελλάδα από τα αιγυπτιακά στρατεύματα.
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης εκτός από σπουδαίος στρατηγός είχε και
ενεργή συμμετοχή στις πολιτικές εξελίξεις.
Υπήρξε ένθερμος οπαδός της πολιτικής του Καποδίστρια και πρωτοστάτησε στα γεγονότα για την εκλογή του Όθωνα. Το 1833 όμως, οι διαφωνίες του με την αντιβασιλεία τον οδήγησαν, μαζί με άλλους αγωνιστές, πάλι στις φυλακές του Ιτς-Καλέ στο Ναύπλιο με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας, και στις 25 Μαΐου 1834, μαζί με τον Πλαπούτα, καταδικάστηκε σε θάνατο.
Έλαβε χάρη μετά την ενηλικίωση του Όθωνα το 1835, οπότε και ονομάστηκε στρατηγός και έλαβε το αξίωμα του Συμβούλου της Επικρατείας. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Κολοκοτρώνης υπαγόρευσε στον Γεώργιο Τερτσέτη τα "Απομνημονεύματά" του που κυκλοφόρησαν το 1851 με τον τίτλο Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836 και τα οποία αποτελούν πολύτιμη πηγή για την Ελληνική Επανάσταση.
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης πέθανε μια νύχτα του 1843.
Λόγος του Κολοκοτρώνη
«Όταν αποφασίσαμε να κάμομε την επανάσταση την Επανάσταση, δεν συλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα, ούτε πως δεν έχομε άρματα, ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις, ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε «που πάτε εδώ να πολεμήσετε με «σιταροκάραβα βατσέλα»,αλλά ως μια βροχή, έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι οι κληρικοί και οι προεστοί και οι καπεταναίοι, και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις ουτό το σκοπό και κάναμε την επανάσταση.. Να μην έχετε πολυτέλεια, να μην πηγαίνετε εις τους καφενέδες και εις τα μπιλιάρδα. Να δοθήτε εις τα σπουδάς σας και καλύτερα να κοπιάσετε ολίγον δύο και τρεις χρόνους και να ζήσετε ελεύθεροι εις το επίλοιπο της ζωής σας παρά να περάσετε τεσσάρους, πέντε χρόνους τη νεότητα σας και να μείνετε αγράμματοι. Να σκλαβωθητε εις τα γράμματα σας.»
Στρατηγός Μακρυγιάννης
Ο Στρατηγός Μακρυγιάννης γεννήθηκε το 1797 στην περιοχή Αβορίτι Δωρίδας. Σπουδαίος αγωνιστής του 1821 αλλά και αυτοδίδακτος συγγραφέας.
Το πραγματικό του όνομα ήταν Ιωάννης Τριανταφυλλοδημήτρης.
Το επίθετο Μακρυγιάννης του το έδωσαν οι συμπολεμιστές του λόγω του αναστήματος του. Το 1820 έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρίας. Από εκείνη τη στιγμή και μετά συμμετέχει πολλές μάχες και το 1824 γίνεται Στρατηγός. Το 1825 ο στρατός του Ιμπραήμ επιτέθηκε στους Μύλους του 'Αργους με περισσότερο από τέσσερις χιλιάδες στρατό και ο Μακρυγιάννης με 300 στρατιώτες κατάφερε να τον αντιμετωπίσει.
Το πραγματικό του όνομα ήταν Ιωάννης Τριανταφυλλοδημήτρης.
Το επίθετο Μακρυγιάννης του το έδωσαν οι συμπολεμιστές του λόγω του αναστήματος του. Το 1820 έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρίας. Από εκείνη τη στιγμή και μετά συμμετέχει πολλές μάχες και το 1824 γίνεται Στρατηγός. Το 1825 ο στρατός του Ιμπραήμ επιτέθηκε στους Μύλους του 'Αργους με περισσότερο από τέσσερις χιλιάδες στρατό και ο Μακρυγιάννης με 300 στρατιώτες κατάφερε να τον αντιμετωπίσει.
Υπερασπίστηκε με πάθος την Ακρόπολη το 1826 προβάλοντας αντίσταση στον Κιουταχή, καθώς για περισσότερο από ένα χρόνο είχε οριστεί φρούραρχος. Κατά τη διάρκεια των μαχών είχε τραυματιστεί πέντε φορές και τα τραύματα του αυτά θα τον βασάνιζαν μέχρι το τέλος της ζωής του.
Ο Μακρυγιάννης εκτός από την πολεμική του δράση είχε ενεργή συμμετοχή και στα πολιτικά πράγματα. Μετά την αναδιοργάνωση του Ελληνικού Κράτους ο Μακρυγιάννης είχε διατελέσει μέλος του Δημοτικού Συμβουλίου της Αθήνας. Πρωταγωνίστησε στην επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843 για την παραχώρηση Συντάγματος από τον Όθωνα, με αποτέλεσμα να δικαστεί για εσχάτη προδοσία.
Καταδικάστηκε αρχικά σε θάνατο για να μετατραπεί σε η ποινή σε κάθειρξη 10 ετών.
Ο Μακρυγιάννης εκτός από την πολεμική του δράση είχε ενεργή συμμετοχή και στα πολιτικά πράγματα. Μετά την αναδιοργάνωση του Ελληνικού Κράτους ο Μακρυγιάννης είχε διατελέσει μέλος του Δημοτικού Συμβουλίου της Αθήνας. Πρωταγωνίστησε στην επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843 για την παραχώρηση Συντάγματος από τον Όθωνα, με αποτέλεσμα να δικαστεί για εσχάτη προδοσία.
Καταδικάστηκε αρχικά σε θάνατο για να μετατραπεί σε η ποινή σε κάθειρξη 10 ετών.
Οι γραμματικές του γνώσεις ήταν τα 24 γράμματα της αλφαβήτου, χωρίς τόνους, πνεύματα και σημεία στίξης. Τα απομνημονεύματα του: «δυστυχήματα εναντίον της πατρίδας και θρησκείας» - (1829 - 1850), θεωρούνται ιστορικό ντοκουμέντο.
Πέθανε το 1864 στην Αθήνα σε ηλικία 67 ετών.
Πέθανε το 1864 στην Αθήνα σε ηλικία 67 ετών.
Απόσπασμα από την εισαγωγή των απομνημονευμάτων
«Η πατρίδα του κάθε ανθρώπου και η θρησκεία είναι το παν και πρέπει να θυσιάζη και πατριωτισμόν και να ζη αυτός και οι συγγενείς του ως τίμιοι άνθρωποι εις την κοινωνία. Και τότε λέγονται έθνη, όταν είναι στολισμένα με πατριωτικά αιστήματα, το αναντίον λέγονται παλιόψαθες των εθνών και βάρος της γης. Και δια τούτο ως πατρίδα γενική του κάθε ενού και έργο των αγώνων του μικρότερου και αδύνατου πολίτη, έχει κι' αυτός τα συμφέροντά του εις αυτείνη την πατρίδα, εις αυτείνη την θρησκεία
'Οσα έπαθε η πατρίς δια τους "νόμους" και το καλό αυτεινών και όσα παληκάρια σκοτώθηκαν, δεν τάπαθε η πατρίς εις τον αγώνα των Τούρκων. Κατοικίσαμεν τους κατοίκους μέσα τα σπήλαια και ζούνε με τα θερία και ρημώσαμε τους τόπους και εγίναμε η παραλυσία του κόσμου. 'Ολα αυτά μου δώσαν αφορμή να μάθω γράμματα εις τα γεράματα, να τα σημειώσω όλα. 'Ενας από αυτούς ήμουν και εγώ. Ας γράψη άλλος δια 'μένα ό,τι γνωρίζη. Εγώ την αλήθεια θα την ειπώ γυμνή. 'Οτι έχω το μερίδιό μου, 'σ αυτείνη την πατρίδα θα ζήσω εγώ και τα παιδιά μου. 'Οτ' ήμουν νέος και στραβογέρασα από αυτά τα δεινά της πατρίδας, πέντε πληγές πήρα εις το σώμα μου εις διάφορους αγώνες της πατρίδος και αποκαταστάθηκα μισός άνθρωπος και τον περισσότερον καιρό είμαι εις τα ρούχα αστενής από αυτά. Δοξάζω τον Θεόν οπού δεν μου σήκωσε την ζωή μου και ευκαριστώ και την πατρίδα μου οπού με τίμησε βαθμολογώντας κατά την τάξη, κατά τις περίστασες, ως τον βαθμόν του τρατηγού και ζω ως άνθρωπος μ' εκείνο οπού ευλόγησε ο Θεός χωρίς να με τύπτη η συνείδησή μου, χωρίς να γυμνώσω κανέναν ούτε μίαν πιθαμή γης.»
Μαντώ Μαυρογένους (1796-1840)
Γεννήθηκε στην Τεργέστη, όπου ήταν εγκατεστημένος ο πατέρας της Νικόλαος Μαυρογένους, μεγαλέμπορος, μέλος της Φιλικής Εταιρίας, στην οποία μυήθηκε και η Μαντώ το 1820.
Εκτός από ψυχικό σθένος και μεγάλη περιουσία, διαθέτει και πλούσια δυτική παιδεία, που περιλαμβάνει άριστη γνώση της Γαλλικής και Ιταλικής, καθώς και της Τουρκικής, προσόν που της επιτρέπει να δραστηριοποιηθεί σε μια μεγάλη προσπάθεια επηρεασμού της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης.
Οι επιστολές της προς τις Παριζιάνες και τις Αγγλίδες εντυπωσιάζουν, συγκινούν και συζητιούνται τόσο στο Παρίσι όσο και στο Λονδίνο.
Το 1820 ήρθε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Τήνο και τη Μύκονο,
πατρίδα της μητέρας της.
Διέθεσε όλη την πατρική περιουσία στον απελευθερωτικό αγώνα,
ενώ έλαβε και η ίδια μέρος σε πολλές επιχειρήσεις.
Στη Μύκονο εξόπλισε με δικά της χρήματα δύο πλοία,
με τα οποία καταδίωξε η ίδια τους πειρατές που
σάρωναν εκείνη την εποχή τη θαλάσσια περιοχή της Μυκόνου.
Αργότερα δημιούργησε στόλο από έξι πλοία και συγκρότησε σώμα πεζικού, που αποτελούνταν από 16 λόχους των πενήντα ανδρών και πήρε μέρος στην επιχείρηση της Καρύστου καθώς και στις μάχες του Πηλίου, της Φθιώτιδας και της Λειβαδιάς. Επέστρεψε κατόπιν στη Μύκονο και ασχολήθηκε με τη τροφοδοσία του ναυτικού αγώνα και τη συγγραφή των απομνημονευμάτων της.
Με τη λήξη της επανάστασης εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο και τιμήθηκε,
με διάταγμα του Καποδίστρια, για τις υπηρεσίες της με μια μικρή σύνταξη και το βαθμό της αντιστράτηγου.
Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια αναγκάστηκε, ύστερα από τον άτυχο έρωτα της με το Δημήτριο Υψηλάντη και την έντονη πολεμική του Κωλέττη, να επιστρέψει στη Μύκονο.
Φτωχή, έχοντας δωρίσει την τεράστια περιουσία της στον αγώνα,
κατέφυγε στους συγγενείς της στην Πάρο.
Εκεί πέθανε από τυφοειδή πυρετό.
Εκτός από ψυχικό σθένος και μεγάλη περιουσία, διαθέτει και πλούσια δυτική παιδεία, που περιλαμβάνει άριστη γνώση της Γαλλικής και Ιταλικής, καθώς και της Τουρκικής, προσόν που της επιτρέπει να δραστηριοποιηθεί σε μια μεγάλη προσπάθεια επηρεασμού της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης.
Οι επιστολές της προς τις Παριζιάνες και τις Αγγλίδες εντυπωσιάζουν, συγκινούν και συζητιούνται τόσο στο Παρίσι όσο και στο Λονδίνο.
Το 1820 ήρθε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Τήνο και τη Μύκονο,
πατρίδα της μητέρας της.
Διέθεσε όλη την πατρική περιουσία στον απελευθερωτικό αγώνα,
ενώ έλαβε και η ίδια μέρος σε πολλές επιχειρήσεις.
Στη Μύκονο εξόπλισε με δικά της χρήματα δύο πλοία,
με τα οποία καταδίωξε η ίδια τους πειρατές που
σάρωναν εκείνη την εποχή τη θαλάσσια περιοχή της Μυκόνου.
Αργότερα δημιούργησε στόλο από έξι πλοία και συγκρότησε σώμα πεζικού, που αποτελούνταν από 16 λόχους των πενήντα ανδρών και πήρε μέρος στην επιχείρηση της Καρύστου καθώς και στις μάχες του Πηλίου, της Φθιώτιδας και της Λειβαδιάς. Επέστρεψε κατόπιν στη Μύκονο και ασχολήθηκε με τη τροφοδοσία του ναυτικού αγώνα και τη συγγραφή των απομνημονευμάτων της.
Με τη λήξη της επανάστασης εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο και τιμήθηκε,
με διάταγμα του Καποδίστρια, για τις υπηρεσίες της με μια μικρή σύνταξη και το βαθμό της αντιστράτηγου.
Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια αναγκάστηκε, ύστερα από τον άτυχο έρωτα της με το Δημήτριο Υψηλάντη και την έντονη πολεμική του Κωλέττη, να επιστρέψει στη Μύκονο.
Φτωχή, έχοντας δωρίσει την τεράστια περιουσία της στον αγώνα,
κατέφυγε στους συγγενείς της στην Πάρο.
Εκεί πέθανε από τυφοειδή πυρετό.
Ως γυναίκα η Μαντώ ήταν το αντίθετο της Μπουμπουλίνας, νεαρή, λεπτή και λυγερόκορμη, με εύθραυστη ομορφιά.
Γυναίκα μεσόκοπη, όταν άρχισε ο αγώνας, τραχιά, με χοντρά χαρακτηριστικά κι αρρενωπά φερσίματα η Μπουμπουλίνα.
Κοινό σημείο τους η φλογερή πίστη τους στο ιδανικό της ελευθερίας, που τις μεταμόρφωσε σε ατρόμητες μαχήτριες για την ανεξαρτησία της Ελλάδας.
Γυναίκα μεσόκοπη, όταν άρχισε ο αγώνας, τραχιά, με χοντρά χαρακτηριστικά κι αρρενωπά φερσίματα η Μπουμπουλίνα.
Κοινό σημείο τους η φλογερή πίστη τους στο ιδανικό της ελευθερίας, που τις μεταμόρφωσε σε ατρόμητες μαχήτριες για την ανεξαρτησία της Ελλάδας.
Χρυσοποίκιλτον και Αδαμαντοκόλλητον Σπαθί
Η Μαντώ Μαυρογένους είχε στην κατοχή της από
οικογενειακή κληρονομιά ένα πολύτιμο σπαθί.
Λένε πως το σπαθί αυτό ήταν απ' τα χρόνια του Κωνσταντίνου του Μεγάλου.
Άλλοι λένε πάλι πως η Μεγάλη Αικατερίνη το είχε χαρίσει στον πατέρα της Μαντώς.
Ήταν "Χρυσοποίκιλτον και Αδαμαντοκόλλητον".
Είχε χαραγμένη την επιγραφή
"Δίκασον Κύριε τους αδικούντας με,
τους πολεμούντας με,
βασίλευε των Βασιλευόντων".
Όταν κατέβηκε στην Ελλάδα ο Καποδίστριας, η Μαντώ του χάρισε το
"πατροπαράδοτον μου και πολυτιμότατον δια την αρχαιοτητά του σπαθίον",
όπως γράφει και η ίδια.
Ο Κυβερνήτης την ευχαρίστησε για το ιστορικό αυτό δώρο,
"σπάθην οπλίσασαν την χεριά γενναίου τίνος προμάχου του Σταυρού".
Στον τιμητικό αποχαιρετιστήριο χορό, που δώσανε στο σπίτι του Αλεξάνδρου Κοντοσταύλου στην Αίγινα, για χάρη του στρατάρχη Μαιζών που θα έφευγε από την Ελλάδα, ο Καποδίστριας πρόσφερε το ιστορικό αυτό σπαθί στον Μαιζών,
"ως τεκμήριον της προς αυτό ευγνωμοσύνης του ΄Εθνους".
οικογενειακή κληρονομιά ένα πολύτιμο σπαθί.
Λένε πως το σπαθί αυτό ήταν απ' τα χρόνια του Κωνσταντίνου του Μεγάλου.
Άλλοι λένε πάλι πως η Μεγάλη Αικατερίνη το είχε χαρίσει στον πατέρα της Μαντώς.
Ήταν "Χρυσοποίκιλτον και Αδαμαντοκόλλητον".
Είχε χαραγμένη την επιγραφή
"Δίκασον Κύριε τους αδικούντας με,
τους πολεμούντας με,
βασίλευε των Βασιλευόντων".
Όταν κατέβηκε στην Ελλάδα ο Καποδίστριας, η Μαντώ του χάρισε το
"πατροπαράδοτον μου και πολυτιμότατον δια την αρχαιοτητά του σπαθίον",
όπως γράφει και η ίδια.
Ο Κυβερνήτης την ευχαρίστησε για το ιστορικό αυτό δώρο,
"σπάθην οπλίσασαν την χεριά γενναίου τίνος προμάχου του Σταυρού".
Στον τιμητικό αποχαιρετιστήριο χορό, που δώσανε στο σπίτι του Αλεξάνδρου Κοντοσταύλου στην Αίγινα, για χάρη του στρατάρχη Μαιζών που θα έφευγε από την Ελλάδα, ο Καποδίστριας πρόσφερε το ιστορικό αυτό σπαθί στον Μαιζών,
"ως τεκμήριον της προς αυτό ευγνωμοσύνης του ΄Εθνους".
Ρήγας Φεραίος Βελεστινλής(1757-1798)
ήρωας της επανάστασης του 1821
Γεννήθηκε στο Βελεστίνο της Μαγνησίας το 1757. Το πραγματικό του όνομα ήταν Αντώνιος Κυριαζής. Στα νεανικά χρόνια του Ρήγα Φεραίου είναι δύσκολο να ανιχνευθούν τα πραγματικά γεγονότα. Τα πρώτα του γράμματα ο Ρήγας Φεραίος λέγεται ότι τα διδάχθηκε από ιερέα του Βελεστίνου και κατόπιν στη Ζαγορά. Καθώς διψούσε για μάθηση, ο πατέρας του τον έστειλε στα Αμπελάκια για περαιτέρω μόρφωση.
Όταν επέστρεψε, έγινε δάσκαλος στην κοινότητα Κισσού Πηλίου. Στην ηλικία των είκοσι ετών σκότωσε στο Βελεστίνο έναν Τούρκο πρόκριτο, επειδή του είχε συμπεριφερθεί δεσποτικά, και κατέφυγε στο Λιτόχωρο του Ολύμπου, όπου κατατάχθηκε στο σώμα των αρματολού θείου του Σπύρου Ζήρα.
Αργότερα ο Ρήγας Φεραίος βρίσκεται στο Αγιο Ορος, φιλοξενούμενος του ηγουμένου της μονής Βατοπεδίου, Κοσμά με τον οποίο και ανέπτυξε στενή φιλία. Στο Αγιον Ορος έμεινε πολύ λίγο.
Ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη, μετά από πρόσκληση του Πρέσβη της Ρωσίας για σπουδές, στην οικία του οποίου γνώρισε τον Πρίγκιπα Αλέξανδρου Υψηλάντη. Εκεί εργάστηκε ως γραμματικός του Αλέξανδρου Υψηλάντη ο οποίος και φρόντισε για τη μόρφωση του. Εκείνη την περίοδο αρχίζει να υπογράφει με το όνομα Βελεστινλής. Το επίθετο Φεραίος θα του το έδιναν αργότερα σύγχρονοι αλλά και μεταγενέστεροι λόγιοι. Στην Πόλη διεύρυνε τις σπουδές του στη Γαλλική και τη Γερμανική γλώσσα. Όταν ο Υψηλάντης έφυγε για το Ιάσιο, προκειμένου να γίνει ηγεμόνας της Μολδαβίας, ο Ρήγας Φεραίος τον ακολούθησε. Διαφωνώντας με τον Υψηλάντη έγινε γραμματέας του ηγεμόνα της Βλαχίας Νικόλαου Μαυρογένη και ταξίδεψε για το Βουκουρέστι, όντας πλέον στην ηλικία των 30 χρόνων.
Μετά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο και την ήττα της Τουρκίας ο Μαυρογένης αποκεφαλίστηκε ως υπαίτιος της ήττας και ο Ρήγας Φεραίος κατέφυγε στη Βιέννη, την οποία έκανε έδρα της επαναστατικής δράσης του. Το 1790 που φθάνει στη Βιέννη τυπώνει τα δύο πρώτα του βιβλία: Το "Σχολείο των ντελικάτων εραστών" και το "Φυσικής Απάνθισμα" (σε αυτό το βιβλίο περιλαμβάνεται και η φράση : «Όποιος ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται καλά»). Ωστόσο, η επαναστατική του δράση θα ξεκινήσει ουσιαστικά το 1796. Τότε εκδίδει μια σειρά από Χάρτες, μεταξύ των οποίων και η Χάρτα της Ελλάδος. Παράλληλα παίρνει μια σειρά από ηγετικές πρωτοβουλίες, συγκεντρώνει τους έλληνες του εξωτερικού και τους μυεί στον επαναστατικό αγώνα. Στη Βιέννη συνεργάτες του ήσαν κυρίως Έλληνες έμποροι ή σπουδαστές, αλλά οι σημαντικότεροι από αυτούς ήταν οι αδελφοί Πούλιου, από τη Σιάτιστα της Μακεδονίας, τυπογράφοι.
Στο τυπογραφείο τους τύπωσε την επαναστατική του προκήρυξη σε χιλιάδες αντίτυπα, προκειμένου να μοιραστούν στους Έλληνες των υπόλοιπων φιλελεύθερων περιοχών των Βαλκανίων. Ο Ρήγας απέβλεπε στην απελευθέρωση και ενοποίηση όλων των Βαλκανικών λαών και φυσικά όλου του ελληνικού στοιχείου που ήταν διασκορπισμένο στην Ανατολή και τα ευρωπαϊκά κέντρα. Επηρεασμένος από τον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό, πίστεψε βαθιά στην ανάγκη της επαφής των Ελλήνων με τις νέες ιδέες που σάρωναν την Ευρώπη και αυτό τον ώθησε στη συγγραφή ή μετάφραση βιβλίων σε δημώδη γλώσσα και τη σύνταξη της Χάρτας, ενός μνημειώδους για την εποχή του χάρτη, διαστάσεων 2,07 x 2,07 μ, που αποτελείτο από επί μέρους τμήματα.
Όταν επέστρεψε, έγινε δάσκαλος στην κοινότητα Κισσού Πηλίου. Στην ηλικία των είκοσι ετών σκότωσε στο Βελεστίνο έναν Τούρκο πρόκριτο, επειδή του είχε συμπεριφερθεί δεσποτικά, και κατέφυγε στο Λιτόχωρο του Ολύμπου, όπου κατατάχθηκε στο σώμα των αρματολού θείου του Σπύρου Ζήρα.
Αργότερα ο Ρήγας Φεραίος βρίσκεται στο Αγιο Ορος, φιλοξενούμενος του ηγουμένου της μονής Βατοπεδίου, Κοσμά με τον οποίο και ανέπτυξε στενή φιλία. Στο Αγιον Ορος έμεινε πολύ λίγο.
Ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη, μετά από πρόσκληση του Πρέσβη της Ρωσίας για σπουδές, στην οικία του οποίου γνώρισε τον Πρίγκιπα Αλέξανδρου Υψηλάντη. Εκεί εργάστηκε ως γραμματικός του Αλέξανδρου Υψηλάντη ο οποίος και φρόντισε για τη μόρφωση του. Εκείνη την περίοδο αρχίζει να υπογράφει με το όνομα Βελεστινλής. Το επίθετο Φεραίος θα του το έδιναν αργότερα σύγχρονοι αλλά και μεταγενέστεροι λόγιοι. Στην Πόλη διεύρυνε τις σπουδές του στη Γαλλική και τη Γερμανική γλώσσα. Όταν ο Υψηλάντης έφυγε για το Ιάσιο, προκειμένου να γίνει ηγεμόνας της Μολδαβίας, ο Ρήγας Φεραίος τον ακολούθησε. Διαφωνώντας με τον Υψηλάντη έγινε γραμματέας του ηγεμόνα της Βλαχίας Νικόλαου Μαυρογένη και ταξίδεψε για το Βουκουρέστι, όντας πλέον στην ηλικία των 30 χρόνων.
Μετά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο και την ήττα της Τουρκίας ο Μαυρογένης αποκεφαλίστηκε ως υπαίτιος της ήττας και ο Ρήγας Φεραίος κατέφυγε στη Βιέννη, την οποία έκανε έδρα της επαναστατικής δράσης του. Το 1790 που φθάνει στη Βιέννη τυπώνει τα δύο πρώτα του βιβλία: Το "Σχολείο των ντελικάτων εραστών" και το "Φυσικής Απάνθισμα" (σε αυτό το βιβλίο περιλαμβάνεται και η φράση : «Όποιος ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται καλά»). Ωστόσο, η επαναστατική του δράση θα ξεκινήσει ουσιαστικά το 1796. Τότε εκδίδει μια σειρά από Χάρτες, μεταξύ των οποίων και η Χάρτα της Ελλάδος. Παράλληλα παίρνει μια σειρά από ηγετικές πρωτοβουλίες, συγκεντρώνει τους έλληνες του εξωτερικού και τους μυεί στον επαναστατικό αγώνα. Στη Βιέννη συνεργάτες του ήσαν κυρίως Έλληνες έμποροι ή σπουδαστές, αλλά οι σημαντικότεροι από αυτούς ήταν οι αδελφοί Πούλιου, από τη Σιάτιστα της Μακεδονίας, τυπογράφοι.
Στο τυπογραφείο τους τύπωσε την επαναστατική του προκήρυξη σε χιλιάδες αντίτυπα, προκειμένου να μοιραστούν στους Έλληνες των υπόλοιπων φιλελεύθερων περιοχών των Βαλκανίων. Ο Ρήγας απέβλεπε στην απελευθέρωση και ενοποίηση όλων των Βαλκανικών λαών και φυσικά όλου του ελληνικού στοιχείου που ήταν διασκορπισμένο στην Ανατολή και τα ευρωπαϊκά κέντρα. Επηρεασμένος από τον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό, πίστεψε βαθιά στην ανάγκη της επαφής των Ελλήνων με τις νέες ιδέες που σάρωναν την Ευρώπη και αυτό τον ώθησε στη συγγραφή ή μετάφραση βιβλίων σε δημώδη γλώσσα και τη σύνταξη της Χάρτας, ενός μνημειώδους για την εποχή του χάρτη, διαστάσεων 2,07 x 2,07 μ, που αποτελείτο από επί μέρους τμήματα.
Παράλληλα με τις εκδοτικές του δραστηριότητες, ο Ρήγας Φεραίος προετοίμαζε και την αναχώρησή του από την Αυστρία, κυρίως εξαιτίας του επαναστατικού κλίματος που είχε καλλιεργήσει η Γαλλική Επανάσταση και της διάθεσής του να ενισχύσει τις προσπάθειες του Ναπολέοντα.
Οι πληροφορίες για τη μυστική επαναστατική δράση του Ρήγα είναι ασαφείς και προέρχονται κυρίως από μαρτυρίες βιογράφων και και πληροφορίες τις οποίες απέσπασε η ανάκριση των Αυστριακών αρχών μετά τη σύλληψη του Ρήγα και των συντρόφων του. Το συμπέρασμα ούτως ή άλλως είναι ότι δεν υπήρχε οργανωμένος επαναστατικός συνομωτικός πυρήνας αλλά διάσπαρτες επαφές με ομοεθνείς, τους οποίους διήγειρε ο επαναστατικός ενθουσιασμός του Ρήγα. Η τελευταία φάση προετοιμασίας του συνδέεται με δύο επαναστατικές προκηρύξεις, το Επαναστατικό Μανιφέστο και την Προκήρυξη, που τυπώθηκε σε μεγάλο αριθμό αντιτύπων. Οι δύο προκηρύξεις στάλθηκαν στον Αντώνη Νιώτη στην Τεργέστη, για να τα παραλάβει ο Ρήγας και να τα προωθήσει στην Ελλάδα.
Η επιστολή, όμως, με την οποία ενημέρωνε ο Ρήγας για την αποστολή των εντύπων του, έπεσε στα χέρια του Δημητρίου Οικονόμου, εμπορικού συνεργάτη του Αντώνιου Κορωνιού, προς τον οποίο απευθυνόταν η επιστολή. Ο Οικονόμου κατέδωσε και τους δύο στην αυστριακή αστυνομία. Ο Ρήγας συνελήφθη στην Τεργέστη την 1η Δεκεμβρίου του 1797. Ο Ρήγας μετά την σύλληψη του θα αποπειραθεί να αυτοκτονήσει χρησιμοποιώντας ένα κοντυλομάχαιρο, όπως ανέφερε η σχετική έκθεση. Κατόπιν οδηγήθηκε στη Βιέννη, όπου ανακρίθηκε μαζί με τους υπόλοιπους συντρόφους του. Κατάληξη των ανακρίσεων, σε συνδυασμό με τις συνεννοήσεις με τον Σουλτάνο, ήταν να εκτοπισθούν από τους συλληφθέντες οι Αυστριακοί και άλλων εθνοτήτων υπήκοοι, εκτός από τους Οθωμανούς, που απελάθηκαν. Ο Ρήγας και οι επτά σύντροφοί του που ανήκαν στην ίδια κατηγορία, ο Ευστράτιος Αργέντης, ο Δημήτριος Νικολίδης, ο Αντώνιος Κορωνιός, ο Ιωάννης Καρατζάς, ο Θεοχάρης Γεωργίου Τουρούντζιας, ο Ιωάννης Εμμανουήλ και ο Παναγιώτης Εμμανουήλ, με συνοδεία των αυστριακών αρχών παραδόθηκαν στις 10 Μαΐου 1798 στον Τούρκο καϊμακάμη του Βελιγραδίου και φυλακίστηκαν στον πύργο Neboisa, παραποτάμιο φρούριο του Βελιγραδίου. Εκεί, ύστερα από συνεχή βασανιστήρια, στις 24 Ιουνίου του 1798, στραγγαλίστηκαν και τα σώματά τους ρίχτηκαν στον Δούναβη.
Ο Ρήγας πεθαίνοντας είπε :
« Λύσσαξε Τούρκε!
Δεν εξαλείφεις μ' ημάς και το σπόρο της Ελευθερίας.
Οι εκδικηταί μας γλήγορα θ' αναβλαστήσωσι! »
Οι πληροφορίες για τη μυστική επαναστατική δράση του Ρήγα είναι ασαφείς και προέρχονται κυρίως από μαρτυρίες βιογράφων και και πληροφορίες τις οποίες απέσπασε η ανάκριση των Αυστριακών αρχών μετά τη σύλληψη του Ρήγα και των συντρόφων του. Το συμπέρασμα ούτως ή άλλως είναι ότι δεν υπήρχε οργανωμένος επαναστατικός συνομωτικός πυρήνας αλλά διάσπαρτες επαφές με ομοεθνείς, τους οποίους διήγειρε ο επαναστατικός ενθουσιασμός του Ρήγα. Η τελευταία φάση προετοιμασίας του συνδέεται με δύο επαναστατικές προκηρύξεις, το Επαναστατικό Μανιφέστο και την Προκήρυξη, που τυπώθηκε σε μεγάλο αριθμό αντιτύπων. Οι δύο προκηρύξεις στάλθηκαν στον Αντώνη Νιώτη στην Τεργέστη, για να τα παραλάβει ο Ρήγας και να τα προωθήσει στην Ελλάδα.
Η επιστολή, όμως, με την οποία ενημέρωνε ο Ρήγας για την αποστολή των εντύπων του, έπεσε στα χέρια του Δημητρίου Οικονόμου, εμπορικού συνεργάτη του Αντώνιου Κορωνιού, προς τον οποίο απευθυνόταν η επιστολή. Ο Οικονόμου κατέδωσε και τους δύο στην αυστριακή αστυνομία. Ο Ρήγας συνελήφθη στην Τεργέστη την 1η Δεκεμβρίου του 1797. Ο Ρήγας μετά την σύλληψη του θα αποπειραθεί να αυτοκτονήσει χρησιμοποιώντας ένα κοντυλομάχαιρο, όπως ανέφερε η σχετική έκθεση. Κατόπιν οδηγήθηκε στη Βιέννη, όπου ανακρίθηκε μαζί με τους υπόλοιπους συντρόφους του. Κατάληξη των ανακρίσεων, σε συνδυασμό με τις συνεννοήσεις με τον Σουλτάνο, ήταν να εκτοπισθούν από τους συλληφθέντες οι Αυστριακοί και άλλων εθνοτήτων υπήκοοι, εκτός από τους Οθωμανούς, που απελάθηκαν. Ο Ρήγας και οι επτά σύντροφοί του που ανήκαν στην ίδια κατηγορία, ο Ευστράτιος Αργέντης, ο Δημήτριος Νικολίδης, ο Αντώνιος Κορωνιός, ο Ιωάννης Καρατζάς, ο Θεοχάρης Γεωργίου Τουρούντζιας, ο Ιωάννης Εμμανουήλ και ο Παναγιώτης Εμμανουήλ, με συνοδεία των αυστριακών αρχών παραδόθηκαν στις 10 Μαΐου 1798 στον Τούρκο καϊμακάμη του Βελιγραδίου και φυλακίστηκαν στον πύργο Neboisa, παραποτάμιο φρούριο του Βελιγραδίου. Εκεί, ύστερα από συνεχή βασανιστήρια, στις 24 Ιουνίου του 1798, στραγγαλίστηκαν και τα σώματά τους ρίχτηκαν στον Δούναβη.
Ο Ρήγας πεθαίνοντας είπε :
« Λύσσαξε Τούρκε!
Δεν εξαλείφεις μ' ημάς και το σπόρο της Ελευθερίας.
Οι εκδικηταί μας γλήγορα θ' αναβλαστήσωσι! »
Αδαμάντιος Κοραής
Ο Αδαμάντιος Κοραής υπήρξε πρωτεργάτης του ελληνικού διαφωτισμού αγωνίστηκε με πάθος για την αφύπνιση του σκλαβωμένου ελληνισμού.
Γεννήθηκε το 1748 στη Σμύρνη. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια και ο πατέρας του ήταν έμπορος. Φοίτησε στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης και στη συνέχεια σπούδασε Ιατρική στην Ολλανδία και το Παρίσι. Την περίοδο των σπουδών του αρχίζει να μελετά το έργο των αρχαίων ελλήνων συγγραφέων.
Το 1788 εγκαθίσταται μόνιμα στο Παρίσι. Ένα χρόνο μετά ξεσπά η Γαλλική Επανάσταση και τα γεγονότα εκείνης της περιόδου τον συγκλονίζουν βαθιά. Πίστευε ο τι η επανάσταση του γαλλικού έθνους υπήρξε αποτέλεσμα του διαφωτισμού αποφάσισε να παλέψει για την αφύπνιση των σκλαβωμένων συμπατριωτών του. Κινητοποίησε φιλελληνικούς κύκλους, έκανε γνωστό το πρόβλημα της Ελλάδας στο εξωτερικό, αγωνίστηκε γιά την μόρφωση του ελληνικού έθνους και το εμψύχωσε με τα κείμενα του.
Στην ιστορία έμεινε η περίφημη επιστολή Πολιτικαί παραινέσεις προς τους Έλληνας με την οποία τόνιζε στους έλληνες ότι το σημαντικότερο είναι η ενότητα του ελληνικού έθνους. Τότε μόνο θα τους συμπαρασταθούν οι Ευρωπαίοι στον αγώνα τους για την ανεξαρτησία. Θεωρούσε απαραίτητη την καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας ώστε να μπορέσουν όλοι οι έλληνες να μορφωθούν. Μετέφρασε αρχαία κείμενα και δημοσίευσε άρθρα του στο Λόγιο Ερμή. Μάλιστα εγκατέλειψε την Ιατρική και αφοσιώθηκε αποκλειστικά στον αγώνα του για την αφύπνιση του Ελληνικού έθνους.
Ο Αδαμάντιος Κοραής υπήρξε πολέμιος του Καποδίστρια. Με κείμενα του επέκρινε τον Καποδίστρια γιά την αυταρχική πολιτική του. Στο έργο του Σύμμεικτα ελληνικά που κυκλοφόρησε τον ίδιο χρόνο που δολοφονήθηκε ο Καποδίστριας χρησιμοποίησε σκληρή γλώσσα και επιθετικά σχόλια γιά τον Καποδίστρια.
Ο Αδαμάντιος Κοραής πέθανε στο Παρίσι το 1833.
Ο Αδαμάντιος Κοραής υπήρξε πολέμιος του Καποδίστρια. Με κείμενα του επέκρινε τον Καποδίστρια γιά την αυταρχική πολιτική του. Στο έργο του Σύμμεικτα ελληνικά που κυκλοφόρησε τον ίδιο χρόνο που δολοφονήθηκε ο Καποδίστριας χρησιμοποίησε σκληρή γλώσσα και επιθετικά σχόλια γιά τον Καποδίστρια.
Ο Αδαμάντιος Κοραής πέθανε στο Παρίσι το 1833.
Διονύσιος Σολωμός
Ο Διονύσιος Σολωμός υπήρξε κορυφαίος Έλληνας ποιητής και σπουδαίος Έλληνας πατριώτης. Ο αγώνας του 1821 τον συγκλόνισε. Τα οράματα του αγωνιζόμενου γένους προσπάθησε να τα εκφράσει μέσα από την ποίηση του. Δύο χρόνια μετά την έναρξη της επανάστασης γράφει τον Υμνο εις την Ελευθερίαν. Το ποίημα όμως που τον απασχόλησε σε όλη τη διάρκεια της ζωής του ήταν Οι Ελευθεροι Πολιορκημένοι, έργο εμπνευσμένο από την έξοδο του Μεσολογγίου.
Ο Εθνικός μας Ποιητής γεννήθηκε το 1798 στη Ζάκυνθο. Ήταν καρπός της παράνομης σχέσης του κόμη Νικόλαου Σολωμού και της υπηρέτριας του Αγγελικής Νίκλη.
Τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε στην Ζάκυνθο και στη συνέχεια σπούδασε στην Κρεμόνα και στο Πανεπιστήμιο της Παβίας νομικά.
Στην Ιταλία ήρθε σε επαφή με το κίνημα του ρομαντισμού και άρχισε να γράφει τα πρώτα του ποιήματα. Επιστρέφοντας στην γενέτειρα του την Ζάκυνθο και με την προτροπή του Σπύρου Τρικούπη άρχισε να ασχολείται σοβαρά με την ποίηση.
Στην περίοδο της Επανάστασης του 1821 ο Διονύσιος Σολωμός θέλοντας να συμβάλει στον αγώνα γιά την ελευθερία γράφει μέσα σε ένα μήνα τον Ύμνο προς την Ελευθερία, τον εθνικό μας ύμνο. Ακολούθησαν ένα πλήθος άλλων σημαντικών έργων όπως:
Ο Λάμπρος, Η Γυναίκα της Ζάκυθος, Ελεύθεροι πολιορκημένοι, ο Πορφύρας,
Επίγραμμα των Ψαρών, Διάλογος, Εις τον θάνατον του Λόρδου Μπάυρον κ.α.
Από το 1828 και έως τον θάνατο του έζησε στην Κέρκυρα και αφοσιώθηκε με
όλη του την ψυχή στην Τέχνη της Ποίησης.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του μία μακρά δικαστική οικογενειακή διαμάχη
τον ώθησε στο ποτό και το 1857 πέθανε σε ηλικία 59 ετών.
To 1798, όταν θανατωνόταν στη Βιέννη ο Ρήγας Φεραίος γεννιόταν στην Ζάκυνθο
ο Διονύσιος Σολωμός.
Τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε στην Ζάκυνθο και στη συνέχεια σπούδασε στην Κρεμόνα και στο Πανεπιστήμιο της Παβίας νομικά.
Στην Ιταλία ήρθε σε επαφή με το κίνημα του ρομαντισμού και άρχισε να γράφει τα πρώτα του ποιήματα. Επιστρέφοντας στην γενέτειρα του την Ζάκυνθο και με την προτροπή του Σπύρου Τρικούπη άρχισε να ασχολείται σοβαρά με την ποίηση.
Στην περίοδο της Επανάστασης του 1821 ο Διονύσιος Σολωμός θέλοντας να συμβάλει στον αγώνα γιά την ελευθερία γράφει μέσα σε ένα μήνα τον Ύμνο προς την Ελευθερία, τον εθνικό μας ύμνο. Ακολούθησαν ένα πλήθος άλλων σημαντικών έργων όπως:
Ο Λάμπρος, Η Γυναίκα της Ζάκυθος, Ελεύθεροι πολιορκημένοι, ο Πορφύρας,
Επίγραμμα των Ψαρών, Διάλογος, Εις τον θάνατον του Λόρδου Μπάυρον κ.α.
Από το 1828 και έως τον θάνατο του έζησε στην Κέρκυρα και αφοσιώθηκε με
όλη του την ψυχή στην Τέχνη της Ποίησης.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του μία μακρά δικαστική οικογενειακή διαμάχη
τον ώθησε στο ποτό και το 1857 πέθανε σε ηλικία 59 ετών.
To 1798, όταν θανατωνόταν στη Βιέννη ο Ρήγας Φεραίος γεννιόταν στην Ζάκυνθο
ο Διονύσιος Σολωμός.
Αθανάσιος Διάκος
Το πραγματικό του όνομα ήταν Αθανάσιος Νικόλαος Μασσαβέτας.
Γεννήθηκε στο χωριό της Άνω Μουσουνίτσας του νομού Φωκίδας το 1788.
Παιδί ακόμα μπήκε στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου όπου έμαθε τα πρώτα του γράμματα. Σε ηλικία 20 χρονών άφησε τη ζωή του μοναστηριού και πήρε τα όπλα εναντίον των Τούρκων.
Ο Διάκος ήταν άφταστος στα αγωνίσματα, στα όπλα και στην ανδρεία.
Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1818 και το 1820
έγινε αρματολός στη Λιβαδειά.
Στα 1818 έγινε το πρώτο από τα επτά πρωτοπαλίκαρα του Οδυσσέα Ανδρούτσου. Μαζί του μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία και έβαλε σκοπό της ζωής του την απελευθέρωση της φυλής. Έτσι δημιούργησε δικό του στρατό και ύψωσε τη σημαία της Επανάστασης σε όλη την Ελλάδα.
Τον Απρίλιο του 1821 σε συνεργασία με άλλους οπλαρχηγούς κατέλαβε το φρούριο της Λιβαδειάς και χρησιμοποιώντας το σαν ορμητήριο, έδωσε πολλές νικηφόρες μάχες. Κατέλαβε την γέφυρα της Αλαμάνας και στις 22 Απριλίου 1821 έδωσε μάχη με τα στρατεύματα του Ομέρ Βρυώνη. Στη μάχη αυτή συνελήφθει και αφού μεταφέρθηκε στη Λαμία σουβλίστηκε από τους Τούρκους και κάηκε στις 23 Απριλίου 1821.
Εγγονός ενός ντόπιου κλέφτη, είχε έφεση στη θρησκεία και σε μικρή ηλικία στάλθηκε από τους γονείς του στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου κοντά στην Αρτοτίνα, για την εκπαίδευσή του. Έγινε μοναχός σε ηλικία δεκαεπτά ετών και, λόγω της αφοσίωσής του στη χριστιανική πίστη και της ιδιοσυγκρασίας του, έγινε πολύ γρήγορα διάκος.
Η λαϊκή παράδοση αναφέρει πως όταν ο Α. Διάκος ήταν μοναχός, ένας Τούρκος πασάς πήγε στο μοναστήρι με τα στρατεύματά του και εντυπωσιάστηκε απ' την εμφάνιση του νεαρού μοναχού.
Ο Διάκος προσβλήθηκε απ' τα λεγόμενα του Τούρκου και μετά από καβγά τον σκότωσε. Έτσι αναγκάστηκε να φύγει στα κοντινά βουνά και να γίνει κλέφτης.
Αρχικά κλέφτης υπό την εξουσία διαφόρων καπετάνιων της Ρούμελης, διακρίνεται σε διάφορες συγκρούσεις με τους Τούρκους. Υπήρξε αρματολός για έναν χρόνο στο στρατό του Αλή πασά τον ίδιο καιρό με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο.
Όταν ο Ανδρούτσος έγινε καπετάνιος μιας μονάδας αρματολών στη Λιβαδειά, ο Διάκος ήταν για ένα χρόνο πρωτοπαλίκαρο του. Στα χρόνια που ακολουθούν και που καταλήγουν στην Επανάσταση του 1821, ο Διάκος είχε φτιάξει τη δική του ομάδα κλεφτών και όπως πολλοί άλλοι καπετάνιοι κλεφτών και αρματολών γίνεται μέλος της Φιλικής Εταιρίας.
Μετά από το ξέσπασμα των εχθροτήτων, ο Διάκος κι ένας ντόπιος καπετάνιος και φίλος, ο Βασίλης Μπούσγος, οδήγησαν ένα απόσπασμα μαχητών στη Λιβαδειά με σκοπό την κατάληψη της. Στις 1 Απριλίου του 1821, μετά από τρεις ημέρες άγριας μάχης από σπίτι σε σπίτι, και το κάψιμο του σπιτιού και του χαρεμιού του Μιρ Αγά, η πόλη έπεσε στους Έλληνες. Ο Χουρσίτ έστειλε δύο από τους ικανότερους διοικητές του απ' τη Θεσσαλία, τον Ομέρ Βρυώνη και τον Κιοσέ Μεχμέτ, επικεφαλής 8.000 Τούρκων με διαταγή να καταστείλουν την επανάσταση στη Ρούμελη και μετά να προχωρήσουν στην Πελοπόννησο και να σταματήσουν την πολιορκία της Τριπολιτσάς.
Ο Διάκος και το απόσπασμά του, που ενισχύθηκαν από τους μαχητές Πανουργιά και Δυοβουνιώτη, αποφάσισαν να αποκόψουν την τούρκικη προέλαση στη Ρούμελη με την λήψη αμυντικών θέσεων κοντά στις Θερμοπύλες.
Η ελληνική δύναμη των 1,500 ανδρών χωρίστηκε σε τρία τμήματα: ο Δυοβουνιώτης θα υπερασπιζόταν τη γέφυρα του Γοργοποτάμου, ο Πανουργιάς τα ύψη της Χαλκωμάτας, και ο Διάκος τη γέφυρα της Αλαμάνας.
Στρατοπεδεύοντας στο Λιανοκλάδι, κοντά στη Λαμία, οι Τούρκοι διαίρεσαν γρήγορα τη δύναμή τους. Η κύρια τούρκικη δύναμη επιτέθηκε στο Διάκο. Η άλλη επιτέθηκε στο Δυοβουνιώτη, του οποίου το απόσπασμα γρήγορα οδηγήθηκε σε οπισθοχώρηση, και η υπόλοιπη στον Πανουργιά, οι άντρες του οποίου υποχώρησαν όταν πληγώθηκε.
Έχοντας η πλειοψηφία των Ελλήνων υποχωρήσει, οι Τούρκοι συγκέντρωσαν την επιθετική τους ισχύ ενάντια στη θέση του Διάκου στη γέφυρα της Αλαμάνας. Βλέποντας ότι ήταν θέμα χρόνου προτού κατακλυστούν απ' τον εχθρό, ο Μπούσγος, που πολεμούσε παράλληλα με τον Διάκο, του πρότεινε να υποχωρήσουν. Ο Διάκος επέλεξε να μείνει και να παλέψει μαζί με 48 συμπολεμιστές του σε μια απελπισμένη μάχη σώμα με σώμα, λίγες ώρες πριν συντριβούν.
Ο σοβαρά πληγωμένος Διάκος σύρθηκε από τους Τούρκους μπροστά στον Ομέρ Βρυώνη, ο οποίος προσφέρθηκε να τον κάνει ανώτερο αξιωματικό στον οθωμανικό στρατό αν αλλαξοπιστούσε και ασπαζόταν το Ισλάμ.
Ο Διάκος αρνήθηκε απαντώντας
"Εγώ Ρωμιός γεννήθηκα, Ρωμιός θε να πεθάνω".
Την επόμενη ημέρα ανασκολοπίστηκε.
Ο βάναυσος τρόπος θανάτου του Διάκου στα χέρια των Τούρκων τρομοκράτησε αρχικά το λαό της Ρούμελης, αλλά η γενναία στάση του κοντά στις Θερμοπύλες, που θυμίζει την ηρωική άμυνα του Λεωνίδα απέναντι στους Πέρσες, τον έκανε μάρτυρα για τον απελευθερωτικό σκοπό.
Ένα μνημείο στέκεται τώρα κοντά στη γέφυρα της Αλαμάνας, το σημείο της τελικής μάχης του. Ο τόπος γεννήσεώς του, το χωριό Άνω Μουσουνίτσα, μετονομάστηκε αργότερα Αθανάσιος Διάκος προς τιμήν του.
Γεννήθηκε στο χωριό της Άνω Μουσουνίτσας του νομού Φωκίδας το 1788.
Παιδί ακόμα μπήκε στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου όπου έμαθε τα πρώτα του γράμματα. Σε ηλικία 20 χρονών άφησε τη ζωή του μοναστηριού και πήρε τα όπλα εναντίον των Τούρκων.
Ο Διάκος ήταν άφταστος στα αγωνίσματα, στα όπλα και στην ανδρεία.
Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1818 και το 1820
έγινε αρματολός στη Λιβαδειά.
Στα 1818 έγινε το πρώτο από τα επτά πρωτοπαλίκαρα του Οδυσσέα Ανδρούτσου. Μαζί του μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία και έβαλε σκοπό της ζωής του την απελευθέρωση της φυλής. Έτσι δημιούργησε δικό του στρατό και ύψωσε τη σημαία της Επανάστασης σε όλη την Ελλάδα.
Τον Απρίλιο του 1821 σε συνεργασία με άλλους οπλαρχηγούς κατέλαβε το φρούριο της Λιβαδειάς και χρησιμοποιώντας το σαν ορμητήριο, έδωσε πολλές νικηφόρες μάχες. Κατέλαβε την γέφυρα της Αλαμάνας και στις 22 Απριλίου 1821 έδωσε μάχη με τα στρατεύματα του Ομέρ Βρυώνη. Στη μάχη αυτή συνελήφθει και αφού μεταφέρθηκε στη Λαμία σουβλίστηκε από τους Τούρκους και κάηκε στις 23 Απριλίου 1821.
Εγγονός ενός ντόπιου κλέφτη, είχε έφεση στη θρησκεία και σε μικρή ηλικία στάλθηκε από τους γονείς του στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου κοντά στην Αρτοτίνα, για την εκπαίδευσή του. Έγινε μοναχός σε ηλικία δεκαεπτά ετών και, λόγω της αφοσίωσής του στη χριστιανική πίστη και της ιδιοσυγκρασίας του, έγινε πολύ γρήγορα διάκος.
Η λαϊκή παράδοση αναφέρει πως όταν ο Α. Διάκος ήταν μοναχός, ένας Τούρκος πασάς πήγε στο μοναστήρι με τα στρατεύματά του και εντυπωσιάστηκε απ' την εμφάνιση του νεαρού μοναχού.
Ο Διάκος προσβλήθηκε απ' τα λεγόμενα του Τούρκου και μετά από καβγά τον σκότωσε. Έτσι αναγκάστηκε να φύγει στα κοντινά βουνά και να γίνει κλέφτης.
Αρχικά κλέφτης υπό την εξουσία διαφόρων καπετάνιων της Ρούμελης, διακρίνεται σε διάφορες συγκρούσεις με τους Τούρκους. Υπήρξε αρματολός για έναν χρόνο στο στρατό του Αλή πασά τον ίδιο καιρό με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο.
Όταν ο Ανδρούτσος έγινε καπετάνιος μιας μονάδας αρματολών στη Λιβαδειά, ο Διάκος ήταν για ένα χρόνο πρωτοπαλίκαρο του. Στα χρόνια που ακολουθούν και που καταλήγουν στην Επανάσταση του 1821, ο Διάκος είχε φτιάξει τη δική του ομάδα κλεφτών και όπως πολλοί άλλοι καπετάνιοι κλεφτών και αρματολών γίνεται μέλος της Φιλικής Εταιρίας.
Μετά από το ξέσπασμα των εχθροτήτων, ο Διάκος κι ένας ντόπιος καπετάνιος και φίλος, ο Βασίλης Μπούσγος, οδήγησαν ένα απόσπασμα μαχητών στη Λιβαδειά με σκοπό την κατάληψη της. Στις 1 Απριλίου του 1821, μετά από τρεις ημέρες άγριας μάχης από σπίτι σε σπίτι, και το κάψιμο του σπιτιού και του χαρεμιού του Μιρ Αγά, η πόλη έπεσε στους Έλληνες. Ο Χουρσίτ έστειλε δύο από τους ικανότερους διοικητές του απ' τη Θεσσαλία, τον Ομέρ Βρυώνη και τον Κιοσέ Μεχμέτ, επικεφαλής 8.000 Τούρκων με διαταγή να καταστείλουν την επανάσταση στη Ρούμελη και μετά να προχωρήσουν στην Πελοπόννησο και να σταματήσουν την πολιορκία της Τριπολιτσάς.
Ο Διάκος και το απόσπασμά του, που ενισχύθηκαν από τους μαχητές Πανουργιά και Δυοβουνιώτη, αποφάσισαν να αποκόψουν την τούρκικη προέλαση στη Ρούμελη με την λήψη αμυντικών θέσεων κοντά στις Θερμοπύλες.
Η ελληνική δύναμη των 1,500 ανδρών χωρίστηκε σε τρία τμήματα: ο Δυοβουνιώτης θα υπερασπιζόταν τη γέφυρα του Γοργοποτάμου, ο Πανουργιάς τα ύψη της Χαλκωμάτας, και ο Διάκος τη γέφυρα της Αλαμάνας.
Στρατοπεδεύοντας στο Λιανοκλάδι, κοντά στη Λαμία, οι Τούρκοι διαίρεσαν γρήγορα τη δύναμή τους. Η κύρια τούρκικη δύναμη επιτέθηκε στο Διάκο. Η άλλη επιτέθηκε στο Δυοβουνιώτη, του οποίου το απόσπασμα γρήγορα οδηγήθηκε σε οπισθοχώρηση, και η υπόλοιπη στον Πανουργιά, οι άντρες του οποίου υποχώρησαν όταν πληγώθηκε.
Έχοντας η πλειοψηφία των Ελλήνων υποχωρήσει, οι Τούρκοι συγκέντρωσαν την επιθετική τους ισχύ ενάντια στη θέση του Διάκου στη γέφυρα της Αλαμάνας. Βλέποντας ότι ήταν θέμα χρόνου προτού κατακλυστούν απ' τον εχθρό, ο Μπούσγος, που πολεμούσε παράλληλα με τον Διάκο, του πρότεινε να υποχωρήσουν. Ο Διάκος επέλεξε να μείνει και να παλέψει μαζί με 48 συμπολεμιστές του σε μια απελπισμένη μάχη σώμα με σώμα, λίγες ώρες πριν συντριβούν.
Ο σοβαρά πληγωμένος Διάκος σύρθηκε από τους Τούρκους μπροστά στον Ομέρ Βρυώνη, ο οποίος προσφέρθηκε να τον κάνει ανώτερο αξιωματικό στον οθωμανικό στρατό αν αλλαξοπιστούσε και ασπαζόταν το Ισλάμ.
Ο Διάκος αρνήθηκε απαντώντας
"Εγώ Ρωμιός γεννήθηκα, Ρωμιός θε να πεθάνω".
Την επόμενη ημέρα ανασκολοπίστηκε.
Ο βάναυσος τρόπος θανάτου του Διάκου στα χέρια των Τούρκων τρομοκράτησε αρχικά το λαό της Ρούμελης, αλλά η γενναία στάση του κοντά στις Θερμοπύλες, που θυμίζει την ηρωική άμυνα του Λεωνίδα απέναντι στους Πέρσες, τον έκανε μάρτυρα για τον απελευθερωτικό σκοπό.
Ένα μνημείο στέκεται τώρα κοντά στη γέφυρα της Αλαμάνας, το σημείο της τελικής μάχης του. Ο τόπος γεννήσεώς του, το χωριό Άνω Μουσουνίτσα, μετονομάστηκε αργότερα Αθανάσιος Διάκος προς τιμήν του.
"Για δες καιρό που διάλεξε ο χάρος να με πάρει,
τώρα που ανθίζουν τα κλαδιά και βγάζει η γης χορτάρι".
τώρα που ανθίζουν τα κλαδιά και βγάζει η γης χορτάρι".
Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης(1765-1848)
Οπλαρχηγός του 1821 και πολιτικός. Γεννήθηκε στην Μάνη και καταγόταν από ιστορική οικογένεια προκρίτων και αγωνιστών. Από μικρή ηλικία έδειξε τον δυναμισμό του. Κατά την περίοδο του διωγμού των κλεφτών, φυγάδευσε πολλούς προς τα Γαλλοκρατούμενα Επτάνησα Συνδέθηκε συναισθηματικά με την Γαλλία γιατί πίστευε ότι ήταν η μόνη δύναμη που μπορούσε πραγματικά να βοηθήσει τους υποδουλωμένους Έλληνες να ξεσηκωθούν. Γι' αυτό το λόγο σύναψε φιλικές σχέσεις με τον Ναπολέοντα χωρίς όμως να καταφέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Το 1814 διορίστηκε από την Πύλη Μπέης της Μάνης.
Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης ήταν από τα πρώτα μέλη που είχαν μυηθεί στην Φιλική Εταιρεία(1818) και εγκαινίασε τις εχθροπραξίες της Επανάστασης του 1821 με την εισβολή των Μανιατών στην Καλαμάτα στις 23 Μαρτίου. Στις 25 Μαρτίου του ίδιου χρόνου συγκροτήθηκε η Μεσσηνιακή Γερουσία, η οποία έστειλε αμέσως επαναστατική προκήρυξη στις Ευρωπαϊκές αυλές, με πρόεδρο τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Δύο μήνες αργότερα εκλέχτηκε πρόεδρος της Πελοποννησιακής Γερουσίας στην Μονή των Καλτετζών, στην οποία προσπάθησε να συμφιλιώσει τις αντιμαχόμενες πλευρές χωρίς ωστόσο να αποφύγει τις κατηγορίες για ιδιοτέλεια και προδοσία. Στην Α' Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου εκλέχτηκε αντιπρόεδρος του Βουλευτικού ενώ κατά τη διάρκεια της Επανάστασης χρημάτισε πρόεδρος της Β' Εθνοσυνέλευσης(1823), πρόεδρος του Βουλευτικού(1823), πρόεδρος του Εκτελεστικού(1823), μέλος της Διοικητικής Επιτροπής της Ελλάδος και μέλος του νομοτελεστικού στην Εθνοσυνέλευση του Άστρους.
Αλλά και στον στρατιωτικό τομέα, η δράση του είναι αξιόλογη. Πήρε μέρος στην Άλωση της Τριπολιτσάς, της Καλαμάτας και του Άργους καθώς και στην άμυνα του Μεσολογγίου. Επίσης σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε και στην άμυνα της Μάνης από τους Τουρκοαιγυπτίους και συγκεκριμένα από τον Ιμπραήμ. Κατα τη διάρκεια του Απελευθερωτικού Αγώνα δύο γιοί του Πετρόμπεη σκοτώθηκαν σε μάχες, ο Ηλίας και ο Ιωάννης.
Στην Εθνοσυνέλευση της Τροιζίνας ο Πετρόμπεης αποδέχτηκε την εκλογή του Καποδίστρια ως κυβερνήτη της Ελλάδος. Με τον ερχομό του Καποδίστρια, διορίζεται μέλος στο "Πανελλήνιον" και στην Γερουσία. Η πολιτική του Καποδίστρια σκόπευε στον περιορισμό των προκρίτων της Πελοποννήσου και όπως ήταν φυσικό και της οικογένειας Μαυρομιχάλη. Επίσης ο παραγκωνισμός των Μανιατών αγωνιστών από τις κυβερνητικές θέσεις δυσαρέστησε τον Πετρόμπεη.
Η κόντρα δεν άργησε να ξεσπάσει. Το Πάσχα του 1830 ο αδερφός του Πετρόμπεη, ο Τζανής, ξεσηκώνει όλη την Μάνη σε στάση κατά του Καποδίστρια. Ο Πετρόμπεης προσπάθησε να διαφύγει στη Ζάκυνθο αλλά συνελήφθη και φυλακίστηκε για 9 μήνες στο Ιτς Καλέ (Ακροναυπλία). Αποκορύφωμα της σύγκρουσης του Καποδίστρια με την οικογένεια Μαυρομιχάλη ήταν η δολοφονία του Καποδίστρια, το 1831.Τον επόμενο χρόνο, ύστερα από διαταγή του Αυγουστίνου Καποδίστρια, ο Πετρόμπεης αποφυλακίστηκε.
Στην τελευταία εποχή της ζωής του, δηλαδή στα χρόνια των Βαυαρών, ο Πετρόμπεης τιμήθηκε ιδιαίτερα από την Αντιβασιλεία. Διορίστηκε αντιπρόεδρος του νεοσύστατου Συμβουλίου της Επικρατείας και γερουσιαστής. Επίσης τιμήθηκε με τον βαθμό του Αντιστράτηγου. Πέθανε στην Αθήνα στις 17 Ιανουαρίου του 1848. Στην κηδεία του εκφώνησαν λόγους ο Σπυρίδων Τρικούπης και ο Παναγιώτης Σούτσος.
Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης ήταν από τα πρώτα μέλη που είχαν μυηθεί στην Φιλική Εταιρεία(1818) και εγκαινίασε τις εχθροπραξίες της Επανάστασης του 1821 με την εισβολή των Μανιατών στην Καλαμάτα στις 23 Μαρτίου. Στις 25 Μαρτίου του ίδιου χρόνου συγκροτήθηκε η Μεσσηνιακή Γερουσία, η οποία έστειλε αμέσως επαναστατική προκήρυξη στις Ευρωπαϊκές αυλές, με πρόεδρο τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Δύο μήνες αργότερα εκλέχτηκε πρόεδρος της Πελοποννησιακής Γερουσίας στην Μονή των Καλτετζών, στην οποία προσπάθησε να συμφιλιώσει τις αντιμαχόμενες πλευρές χωρίς ωστόσο να αποφύγει τις κατηγορίες για ιδιοτέλεια και προδοσία. Στην Α' Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου εκλέχτηκε αντιπρόεδρος του Βουλευτικού ενώ κατά τη διάρκεια της Επανάστασης χρημάτισε πρόεδρος της Β' Εθνοσυνέλευσης(1823), πρόεδρος του Βουλευτικού(1823), πρόεδρος του Εκτελεστικού(1823), μέλος της Διοικητικής Επιτροπής της Ελλάδος και μέλος του νομοτελεστικού στην Εθνοσυνέλευση του Άστρους.
Αλλά και στον στρατιωτικό τομέα, η δράση του είναι αξιόλογη. Πήρε μέρος στην Άλωση της Τριπολιτσάς, της Καλαμάτας και του Άργους καθώς και στην άμυνα του Μεσολογγίου. Επίσης σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε και στην άμυνα της Μάνης από τους Τουρκοαιγυπτίους και συγκεκριμένα από τον Ιμπραήμ. Κατα τη διάρκεια του Απελευθερωτικού Αγώνα δύο γιοί του Πετρόμπεη σκοτώθηκαν σε μάχες, ο Ηλίας και ο Ιωάννης.
Στην Εθνοσυνέλευση της Τροιζίνας ο Πετρόμπεης αποδέχτηκε την εκλογή του Καποδίστρια ως κυβερνήτη της Ελλάδος. Με τον ερχομό του Καποδίστρια, διορίζεται μέλος στο "Πανελλήνιον" και στην Γερουσία. Η πολιτική του Καποδίστρια σκόπευε στον περιορισμό των προκρίτων της Πελοποννήσου και όπως ήταν φυσικό και της οικογένειας Μαυρομιχάλη. Επίσης ο παραγκωνισμός των Μανιατών αγωνιστών από τις κυβερνητικές θέσεις δυσαρέστησε τον Πετρόμπεη.
Η κόντρα δεν άργησε να ξεσπάσει. Το Πάσχα του 1830 ο αδερφός του Πετρόμπεη, ο Τζανής, ξεσηκώνει όλη την Μάνη σε στάση κατά του Καποδίστρια. Ο Πετρόμπεης προσπάθησε να διαφύγει στη Ζάκυνθο αλλά συνελήφθη και φυλακίστηκε για 9 μήνες στο Ιτς Καλέ (Ακροναυπλία). Αποκορύφωμα της σύγκρουσης του Καποδίστρια με την οικογένεια Μαυρομιχάλη ήταν η δολοφονία του Καποδίστρια, το 1831.Τον επόμενο χρόνο, ύστερα από διαταγή του Αυγουστίνου Καποδίστρια, ο Πετρόμπεης αποφυλακίστηκε.
Στην τελευταία εποχή της ζωής του, δηλαδή στα χρόνια των Βαυαρών, ο Πετρόμπεης τιμήθηκε ιδιαίτερα από την Αντιβασιλεία. Διορίστηκε αντιπρόεδρος του νεοσύστατου Συμβουλίου της Επικρατείας και γερουσιαστής. Επίσης τιμήθηκε με τον βαθμό του Αντιστράτηγου. Πέθανε στην Αθήνα στις 17 Ιανουαρίου του 1848. Στην κηδεία του εκφώνησαν λόγους ο Σπυρίδων Τρικούπης και ο Παναγιώτης Σούτσος.
Μάρκος Μπότσαρης
Γιος του Κίτσου Μπότσαρη από τη μεγάλη οικογένεια των Σουλιωτών αγωνιστών. Συμμετείχε σε πολλές μάχες και νίκησε τους Τούρκους (Κομπότι, Πλάκα, πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου) και για τη γενναιότητά του διορίστηκε αρχιστράτηγος της δυτικής Στερεάς Ελλάδας, αξίωμα όμως που δεν αποδέχτηκε.
Το 1823 επιτέθηκε αιφνιδιαστικά κατά του στρατοπέδου των Τούρκων στο Κεφαλόβρυσο κοντά στο Καρπενήσι, όπου και τραυματίστηκε θανάσιμα (9 Αυγούστου). Θάφτηκε στο Μεσολόγγι.
Το 1823 επιτέθηκε αιφνιδιαστικά κατά του στρατοπέδου των Τούρκων στο Κεφαλόβρυσο κοντά στο Καρπενήσι, όπου και τραυματίστηκε θανάσιμα (9 Αυγούστου). Θάφτηκε στο Μεσολόγγι.
Γεώργιος Καραϊσκάκης
Σπουδαίος στρατιωτικός ηγέτης της Επανάστασης. Γεννήθηκε στο Μαυρομμάτι Καρδίτσας και ήταν γιος της καλόγριας Ζωής Διμισκή. Αρχικά υπηρέτησε στην αυλή του Αλή Πασά, στη συνέχεια έδρασε ως οπλαρχηγός στην περιοχή των Αγράφων και το 1826 διορίστηκε αρχιστράτηγος της Στερεάς Ελλάδας. Χάρη στη στρατηγική του ιδιοφυΐα πέτυχε σημαντικές νίκες κατά των Τούρκων (Δόμβραινα, Δίστομο, Αράχωβα) και κράτησε τον τουρκικό στρατό καθηλωμένο στην Αθήνα για μεγάλο διάστημα. Διαφώνησε όμως με τους Κόχραν και Τζορτζ ως προς την τακτική που θα ακολουθούσαν κατά του Κιουταχή. Τραυματίστηκε σε αψιμαχία με τους Τούρκους στο Νέο Φάληρο και πέθανε στις 23 Απριλίου 1827, ανήμερα της γιορτής του.
Κωνσταντίνος Κανάρης
Ο Ψαριανός πυρπολητής Κωνσταντίνος Κανάρης, πυρπόλησε στη Χίο την τουρκική ναυαρχίδα του Καρά Αλή (Ιούνιος 1822) παίρνοντας εκδίκηση για την καταστροφή της Χίου, και τουρκική φρεγάτα στη Σάμο (Αύγουστος 1824). Προσπάθησε επίσης να πυρπολήσει τον αιγυπτιακό στόλο στην Αλεξάνδρεια (Ιούλιος 1825). Μετά την απελευθέρωση διετέλεσε πολλές φορές υπουργός των Ναυτικών και πρωθυπουργός. Η πολιτική του βασιλιά Όθωνα τον ώθησε να στραφεί εναντίον του. Συμμετείχε στην τριανδρία που ανέλαβε την προσωρινή διακυβέρνηση της χώρας μετά την έξωση του Όθωνα.
Γεωργάκης Ολύμπιος
Έλληνας αρματολός και αγωνιστής της Ελληνικής Επανάστασης.
Ο Γεωργάκης Ολύμπιος γεννήθηκε τη 14η Μαρτίου 1772, στο Λιβάδι. Κ
αταγόταν από τη μεγάλη οικογένεια των αρματολών Λαζαίων.
Ο πατέρας του ονομαζόταν Νικόλαος και η μητέρα του Νικολέτα.
Εκεί έμεινε ως τα 25 χρόνια του. Το πατρικό του σπίτι σώζεται ως σήμερα και ένα τμήμα του έγινε μουσείο με το όνομά του.
Πίστεψε με πάθος στην ελευθερία, στη Μεγάλη Ιδέα και στην αδελφική συνεργασία των χριστιανικών λαών της Βαλκανικής χερσονήσου, την οποία προσπάθησε με όλες του τις δυνάμεις να καλλιεργήσει για μια κοινή εναντίον του κατακτητή δράση, αλλά δυστυχώς οι λαοί αυτοί ήταν ανώριμοι να κατανοήσουν την επιταγή της ιστορίας, την εποχή εκείνη και εγκατέλειψαν τον αγώνα.
Συνδέθηκε με στενή φιλία με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, ο οποίος, όταν αποφασίζει να κάνει έναρξη του αγώνα στον Προύθο, στις 22 Φεβρουαρίου 1821, διορίζει αρχιστράτηγο τον Ολύμπιο.
Στο Γενικό Βουλευτήριο, με πρόεδρο τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, ο Ολύμπιος είναι ένα από τα οχτώ μέλη του.Τα κατορθώματα του Γεωργάκη Ολυμπίου και η θυσία του συγκίνησε ολόκληρο τον ελληνισμό και λαϊκοί ραψωδοί εξύμνησαν τον ηρωισμό του.
Ο Γεωργάκης Ολύμπιος γεννήθηκε τη 14η Μαρτίου 1772, στο Λιβάδι. Κ
αταγόταν από τη μεγάλη οικογένεια των αρματολών Λαζαίων.
Ο πατέρας του ονομαζόταν Νικόλαος και η μητέρα του Νικολέτα.
Εκεί έμεινε ως τα 25 χρόνια του. Το πατρικό του σπίτι σώζεται ως σήμερα και ένα τμήμα του έγινε μουσείο με το όνομά του.
Πίστεψε με πάθος στην ελευθερία, στη Μεγάλη Ιδέα και στην αδελφική συνεργασία των χριστιανικών λαών της Βαλκανικής χερσονήσου, την οποία προσπάθησε με όλες του τις δυνάμεις να καλλιεργήσει για μια κοινή εναντίον του κατακτητή δράση, αλλά δυστυχώς οι λαοί αυτοί ήταν ανώριμοι να κατανοήσουν την επιταγή της ιστορίας, την εποχή εκείνη και εγκατέλειψαν τον αγώνα.
Συνδέθηκε με στενή φιλία με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, ο οποίος, όταν αποφασίζει να κάνει έναρξη του αγώνα στον Προύθο, στις 22 Φεβρουαρίου 1821, διορίζει αρχιστράτηγο τον Ολύμπιο.
Στο Γενικό Βουλευτήριο, με πρόεδρο τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, ο Ολύμπιος είναι ένα από τα οχτώ μέλη του.Τα κατορθώματα του Γεωργάκη Ολυμπίου και η θυσία του συγκίνησε ολόκληρο τον ελληνισμό και λαϊκοί ραψωδοί εξύμνησαν τον ηρωισμό του.
Νάκος Πανουργιάς
Γιος του οπλαρχηγού Πανουργιά. Γεννήθηκε στην Άμφισσα το 1801 και πέθανε επίσης στην Άμφισσα το 1863. Σε ηλικία 23 ετών ήταν κιόλας αρχηγός Ελλήνων πολεμιστών. Νεαρός διακρίθηκε στην ένδοξη μάχη των Βασιλικών, στο πλευρό του πατέρα του και τον διαδέχθηκε στην αρχηγία του σώματός του.
Κατά τον Ιούλιο του 1824 μεγάλη στρατιά υπό τον Αμπάζ Πασά ξεκίνησε από την Λαμία για να αλώσει την Άμφισσα. Ο γέρο-Πανουργιάς γνωμάτευσε να καταλάβουν την Άμπλιανη και ο Νάκος Πανουργιάς εκστράτευσε αμέσως με 700 άνδρες.
Σύντομα έσπευσαν και οι Γ. Δράκος, Γιώτης Δαγκλής, Σκαλτσάς, Κίτσος Τζαβέλας, Παναγιωτάκης Νοταράς, Περραιβός και Καραϊσκάκης με όσους άνδρες μπορούσαν και άρχισαν να οχυρώνονται.
Η πιο επικίνδυνη θέση ήταν αυτή της Κούλιας και ο Νάκος Πανουργιάς δεν δεχόταν με τίποτα να την παραχωρήσει σε άλλον. Η μάχη άρχισε από το πρωί με την ανατολή του ηλίου και συνεχίσθηκε μέχρι την νύχτα.
Οι Τούρκοι, πολυπληθέστεροι των Ελλήνων, προσέβαλλαν με τηλεβόλα όπλα τη θέση Κούλια. Μέχρι το απόγευμα η μάχη ήταν αμφίρροπη, όπου έφτασε βοήθεια στον Νάκο Πανουργιά από την Άμφισσα.
Η αριστερή και η κεντρική πτέρυγα των εχθρών άρχισε να υποχωρεί και μόνο η δεξιά πτέρυγα που πολιορκούσε τον Πανουργιά άντεχε. Όμως όταν άρχισε να πέφτει η νύχτα υποχώρησε και αυτή.
Τότε πρώτος ο Κίτσος Τζαβέλας βγήκε από τους προμαχώνες ξιφήρης και τον ακολούθησε και ο Πανουργιάς και άρχισαν να καταδιώκουν τον εχθρό, παίρνοντας λάφυρα δύο κανόνια, πολλά όπλα και πολεμοφόδια, άλογα και όλες τις αποσκευές του Αρχιστράτηγου Αμπάζ Πασά, ο οποίος υποχώρησε στη Γραβιά. Οι Έλληνες τον κατεδίωξαν και τον ανάγκασαν να επιστρέψει στη Λαμία.
Όταν την Επανάσταση φώτισε η μεγάλη φυσιογνωμία του Καραϊσκάκη, ο Νάκος Πανουργιάς τάχθηκε στο πλευρό του, τον ακολούθησε σε όλες τις εκστρατείες και διακρίθηκε σε όλες.
Συνέχισε την πολεμική του δράση μέχρι το τέλος του Αγώνα και έδωσε την τελευταία του μάχη στη Πέτρα της Βοιωτίας το 1829, όπου και έδειξε μεγάλη γενναιότητα.
Ο Ιωάννης Πανουργιάς έχει και πολιτική δράση:
Πληρεξούσιος της Άμφισσας στην Εθνοσυνέλευση του 1843 . Τιμήθηκε από τον Όθωνα με τον βαθμό του υποστράτηγου. Από την έναρξη της συνταγματικής βασιλείας το 1844 μέχρι τον θάνατό του ήταν βουλευτής Παρνασσίδος.
Το 1854 ως στρατιωτικός ηγέτης σώματος εθελοντών με το βαθμό του υποστράτηγου, τάχθηκε με το μέρος των υπόδουλων της Θεσσαλίας και πολέμησε αποτελεσματικά στη περιοχή του Αλμυρού.
Σύντομα έσπευσαν και οι Γ. Δράκος, Γιώτης Δαγκλής, Σκαλτσάς, Κίτσος Τζαβέλας, Παναγιωτάκης Νοταράς, Περραιβός και Καραϊσκάκης με όσους άνδρες μπορούσαν και άρχισαν να οχυρώνονται.
Η πιο επικίνδυνη θέση ήταν αυτή της Κούλιας και ο Νάκος Πανουργιάς δεν δεχόταν με τίποτα να την παραχωρήσει σε άλλον. Η μάχη άρχισε από το πρωί με την ανατολή του ηλίου και συνεχίσθηκε μέχρι την νύχτα.
Οι Τούρκοι, πολυπληθέστεροι των Ελλήνων, προσέβαλλαν με τηλεβόλα όπλα τη θέση Κούλια. Μέχρι το απόγευμα η μάχη ήταν αμφίρροπη, όπου έφτασε βοήθεια στον Νάκο Πανουργιά από την Άμφισσα.
Η αριστερή και η κεντρική πτέρυγα των εχθρών άρχισε να υποχωρεί και μόνο η δεξιά πτέρυγα που πολιορκούσε τον Πανουργιά άντεχε. Όμως όταν άρχισε να πέφτει η νύχτα υποχώρησε και αυτή.
Τότε πρώτος ο Κίτσος Τζαβέλας βγήκε από τους προμαχώνες ξιφήρης και τον ακολούθησε και ο Πανουργιάς και άρχισαν να καταδιώκουν τον εχθρό, παίρνοντας λάφυρα δύο κανόνια, πολλά όπλα και πολεμοφόδια, άλογα και όλες τις αποσκευές του Αρχιστράτηγου Αμπάζ Πασά, ο οποίος υποχώρησε στη Γραβιά. Οι Έλληνες τον κατεδίωξαν και τον ανάγκασαν να επιστρέψει στη Λαμία.
Όταν την Επανάσταση φώτισε η μεγάλη φυσιογνωμία του Καραϊσκάκη, ο Νάκος Πανουργιάς τάχθηκε στο πλευρό του, τον ακολούθησε σε όλες τις εκστρατείες και διακρίθηκε σε όλες.
Συνέχισε την πολεμική του δράση μέχρι το τέλος του Αγώνα και έδωσε την τελευταία του μάχη στη Πέτρα της Βοιωτίας το 1829, όπου και έδειξε μεγάλη γενναιότητα.
Ο Ιωάννης Πανουργιάς έχει και πολιτική δράση:
Πληρεξούσιος της Άμφισσας στην Εθνοσυνέλευση του 1843 . Τιμήθηκε από τον Όθωνα με τον βαθμό του υποστράτηγου. Από την έναρξη της συνταγματικής βασιλείας το 1844 μέχρι τον θάνατό του ήταν βουλευτής Παρνασσίδος.
Το 1854 ως στρατιωτικός ηγέτης σώματος εθελοντών με το βαθμό του υποστράτηγου, τάχθηκε με το μέρος των υπόδουλων της Θεσσαλίας και πολέμησε αποτελεσματικά στη περιοχή του Αλμυρού.
Πανουργιάς Πανουργιάς
(Δρέμισα Φωκίδας 1759 ή 1767 - Άμφισσα 1834)
Ήταν οπλαρχηγός της επαρχίας Σαλώνων, καταγόμενος από τον Άγιο Γεώργιο Παρνασσίδος και γεννημένος στη Δρέμισα. Από τους σημαντικότερους οπλαρχηγούς του Αγώνα .
Καταγόταν από σημαντική οικογένεια κλεφταρματολών.
Στα δεκαέξι του χρόνια έγινε κλέφτης και αργότερα αρματολός.
Γεννήθηκε το 1759 στον Άγιο Γεώργιο της Άμφισσας.
Πατέρας του ο τσοπάνης Ξηροδημήτρης. Σύμφωνα με την παράδοση το επίθετο της οικογένειας ήταν Ξηρός. Κατά την βάπτιση του, ο νονός του, αθώος και αγράμματος, νόμισε ότι βαφτίζει κορίτσι και στην ερώτηση του ιερέα "...και το όνομα αυτού...", απάντησε "Πανουργιά" (Πανωραία).
Ο πατέρας του δεν ήθελε να αλλάξει το όνομα και απλά το μετέτρεψε στο αρσενικό Πανουργιάς. Αργότερα στην ζωή του διατήρησε το όνομα αυτό όχι μόνο σαν βαφτιστικό αλλά και σαν επώνυμο. Έτσι υπόγραφε σαν Πανουργιάς Δημ. Πανουργιάς.
Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στο Γαλαξίδι, απ' όπου εγκαταστάθηκε οριστικά στην Δρέμισσα Φωκίδας.
Όταν αποσύρθηκε από την πολεμική δράση συμμετείχε στις πολιτικές υποθέσεις της ελεύθερης πατρίδας επί Καποδίστρια και Όθωνα, ως αντιπρόσωπος της Φωκίδας μέχρι τον θάνατό του. Το σπίτι του βρισκόταν στην πλατεία του χωριού.
Η έκρηξη της Μεγάλης Ελληνικής Επανάστασης τον βρίσκει πρώτο ανάμεσα στους πρώτους. Πολύ γρήγορα έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρίας.
Με τον φλογερό εθνεργέτη Επίσκοπο Άμφισσας Ησαΐα, υψώνει επίσημα τη σημαία της Επανάστασης στην Άγια Λαύρα της Ρούμελης, το μοναστήρι του προφήτη Ηλία Παρνασσού στις 27 Μαρτίου 1821.
Το 1790 εντάχθηκε στο σώμα του κλέφτη Ανδρίτσου Βερούση και συμμετείχε στα Ορλοφικά ως πρωτοπαλίκαρο. Το 1813 ο Αλή πασάς τον διόρισε αρματολό των Σαλώνων, αλλά τον αντικατέστησε γρήγορα με τον Σουλιώτη Λάμπρο Κοσμά.
Αργότερα όμως μπήκε στην αυλή του Αλή πασά, παρά τη σύγκρουσή του με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο. Συμμετείχε στην Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου ως αντιπρόσωπος της επαρχίας Σαλώνων και πρωταγωνίστησε στην παράδοση του Ακροκορίνθου τον Ιανουάριο του 1822.
Εκπόνησε το σχέδιο καύσεως των σιτηρών κατά την κάθοδο του Δράμαλη και αφού αποχώρησε λόγω γήρατος από τον Αγώνα, έχρισε διάδοχό του το γιο του Νάκο στην αρχηγία του σώματός του.
Ο Π. Πανουργιάς ήταν γενναίος, ακούραστος και αγνός πατριώτης. Έπαιξε ρόλο συμφιλιωτικό σε περιπτώσεις έξαρσης των παθών. Όταν αποσύρθηκε από την πολεμική δράση συμμετείχε στις πολιτικές υποθέσεις της ελεύθερης πατρίδας επί Καποδίστρια και Όθωνα, ως αντιπρόσωπος της Φωκίδας μέχρι τον θάνατό του.
Πέθανε στην Άμφισσα το 1834 σε ηλικία 75 ετών και θάφτηκε στο παρεκκλήσι των Αγίων Αποστόλων που βρίσκεται ανάμεσα στην Άμφισσα και την γενέτειρα του τον Άγιο Γεώργιο.
Καταγόταν από σημαντική οικογένεια κλεφταρματολών.
Στα δεκαέξι του χρόνια έγινε κλέφτης και αργότερα αρματολός.
Γεννήθηκε το 1759 στον Άγιο Γεώργιο της Άμφισσας.
Πατέρας του ο τσοπάνης Ξηροδημήτρης. Σύμφωνα με την παράδοση το επίθετο της οικογένειας ήταν Ξηρός. Κατά την βάπτιση του, ο νονός του, αθώος και αγράμματος, νόμισε ότι βαφτίζει κορίτσι και στην ερώτηση του ιερέα "...και το όνομα αυτού...", απάντησε "Πανουργιά" (Πανωραία).
Ο πατέρας του δεν ήθελε να αλλάξει το όνομα και απλά το μετέτρεψε στο αρσενικό Πανουργιάς. Αργότερα στην ζωή του διατήρησε το όνομα αυτό όχι μόνο σαν βαφτιστικό αλλά και σαν επώνυμο. Έτσι υπόγραφε σαν Πανουργιάς Δημ. Πανουργιάς.
Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στο Γαλαξίδι, απ' όπου εγκαταστάθηκε οριστικά στην Δρέμισσα Φωκίδας.
Όταν αποσύρθηκε από την πολεμική δράση συμμετείχε στις πολιτικές υποθέσεις της ελεύθερης πατρίδας επί Καποδίστρια και Όθωνα, ως αντιπρόσωπος της Φωκίδας μέχρι τον θάνατό του. Το σπίτι του βρισκόταν στην πλατεία του χωριού.
Η έκρηξη της Μεγάλης Ελληνικής Επανάστασης τον βρίσκει πρώτο ανάμεσα στους πρώτους. Πολύ γρήγορα έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρίας.
Με τον φλογερό εθνεργέτη Επίσκοπο Άμφισσας Ησαΐα, υψώνει επίσημα τη σημαία της Επανάστασης στην Άγια Λαύρα της Ρούμελης, το μοναστήρι του προφήτη Ηλία Παρνασσού στις 27 Μαρτίου 1821.
Το 1790 εντάχθηκε στο σώμα του κλέφτη Ανδρίτσου Βερούση και συμμετείχε στα Ορλοφικά ως πρωτοπαλίκαρο. Το 1813 ο Αλή πασάς τον διόρισε αρματολό των Σαλώνων, αλλά τον αντικατέστησε γρήγορα με τον Σουλιώτη Λάμπρο Κοσμά.
Αργότερα όμως μπήκε στην αυλή του Αλή πασά, παρά τη σύγκρουσή του με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο. Συμμετείχε στην Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου ως αντιπρόσωπος της επαρχίας Σαλώνων και πρωταγωνίστησε στην παράδοση του Ακροκορίνθου τον Ιανουάριο του 1822.
Εκπόνησε το σχέδιο καύσεως των σιτηρών κατά την κάθοδο του Δράμαλη και αφού αποχώρησε λόγω γήρατος από τον Αγώνα, έχρισε διάδοχό του το γιο του Νάκο στην αρχηγία του σώματός του.
Ο Π. Πανουργιάς ήταν γενναίος, ακούραστος και αγνός πατριώτης. Έπαιξε ρόλο συμφιλιωτικό σε περιπτώσεις έξαρσης των παθών. Όταν αποσύρθηκε από την πολεμική δράση συμμετείχε στις πολιτικές υποθέσεις της ελεύθερης πατρίδας επί Καποδίστρια και Όθωνα, ως αντιπρόσωπος της Φωκίδας μέχρι τον θάνατό του.
Πέθανε στην Άμφισσα το 1834 σε ηλικία 75 ετών και θάφτηκε στο παρεκκλήσι των Αγίων Αποστόλων που βρίσκεται ανάμεσα στην Άμφισσα και την γενέτειρα του τον Άγιο Γεώργιο.
ακρυγιάννης
(Αβορίτι Δωρίδας 1797 - Αθήνα 1880)
Αγωνιστής του 1821, στρατιωτικός και δραστήριο πολιτικό πρόσωπο μετά
από τη δημιουργία του ελεύθερου ελληνικού κράτους, αυτοδίδακτος συγγραφέας Απομνημονευμάτων.
Το πραγματικό του όνομα ήταν Ιωάννης Τριανταφυλλοδημήτρης.
Το 1820 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και από τότε αφοσιώθηκε στον Αγώνα.
Πήρε μέρος σε πολλές μάχες. Κατά τους εμφύλιους τάχθηκε στο πλευρό των κυβερνητικών και μετά εισέβαλε στην Πελοπόννησο και έμεινε εκεί για να οργανώσει την άμυνα εναντίον του Ιμπραήμ.
Υπερασπίστηκε ηρωικά την Ακρόπολη, όπου τραυματίστηκε τρεις φορές.
Η επαναστατική του δράση κλείνει με τη συμμετοχή του στις επιχειρήσεις
του Πειραιά το 1827.
Με τον ερχομό του Καποδίστρια διορίστηκε «Γενικός αρχηγός Σπάρτης». Δυσανασχετώντας για την απραξία της θέσης άρχισε να γράφει τα «Απομνημονεύματα» (1829).
Χαιρέτησε με θερμά λόγια την άφιξη του Όθωνα, γρήγορα όμως απογοητεύτηκε και στράφηκε στην καλλιέργεια της γης.
Ως δημοτικός σύμβουλος έπεισε το δημοτικό συμβούλιο της Αθήνας το 1837 να υποβάλει στον Όθωνα αναφορά για την παραχώρηση Συντάγματος.
Η πράξη του αυτή οδήγησε στην παύση του, διάλυση του δημοτικού συμβουλίου και στον κατ' οίκον περιορισμό του ίδιου.
Απ' το παλάτι θεωρήθηκε ως ο κύριος οργανωτής της συνωμοτικής κίνησης που οδήγησε στην Eπανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843.
Το Μάρτιο του 1853 δικάστηκε από στρατοδικείο για έσχατη προδοσία και καταδικάστηκε σε θάνατο. Αποφυλακίστηκε αργότερα με τη μεσολάβηση του Δημητρίου Καλλέργη.
Μετά την έξωση του Όθωνα του ξαναδόθηκε ο τίτλος του αντιστρατήγου (1864).
από τη δημιουργία του ελεύθερου ελληνικού κράτους, αυτοδίδακτος συγγραφέας Απομνημονευμάτων.
Το πραγματικό του όνομα ήταν Ιωάννης Τριανταφυλλοδημήτρης.
Το 1820 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και από τότε αφοσιώθηκε στον Αγώνα.
Πήρε μέρος σε πολλές μάχες. Κατά τους εμφύλιους τάχθηκε στο πλευρό των κυβερνητικών και μετά εισέβαλε στην Πελοπόννησο και έμεινε εκεί για να οργανώσει την άμυνα εναντίον του Ιμπραήμ.
Υπερασπίστηκε ηρωικά την Ακρόπολη, όπου τραυματίστηκε τρεις φορές.
Η επαναστατική του δράση κλείνει με τη συμμετοχή του στις επιχειρήσεις
του Πειραιά το 1827.
Με τον ερχομό του Καποδίστρια διορίστηκε «Γενικός αρχηγός Σπάρτης». Δυσανασχετώντας για την απραξία της θέσης άρχισε να γράφει τα «Απομνημονεύματα» (1829).
Χαιρέτησε με θερμά λόγια την άφιξη του Όθωνα, γρήγορα όμως απογοητεύτηκε και στράφηκε στην καλλιέργεια της γης.
Ως δημοτικός σύμβουλος έπεισε το δημοτικό συμβούλιο της Αθήνας το 1837 να υποβάλει στον Όθωνα αναφορά για την παραχώρηση Συντάγματος.
Η πράξη του αυτή οδήγησε στην παύση του, διάλυση του δημοτικού συμβουλίου και στον κατ' οίκον περιορισμό του ίδιου.
Απ' το παλάτι θεωρήθηκε ως ο κύριος οργανωτής της συνωμοτικής κίνησης που οδήγησε στην Eπανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843.
Το Μάρτιο του 1853 δικάστηκε από στρατοδικείο για έσχατη προδοσία και καταδικάστηκε σε θάνατο. Αποφυλακίστηκε αργότερα με τη μεσολάβηση του Δημητρίου Καλλέργη.
Μετά την έξωση του Όθωνα του ξαναδόθηκε ο τίτλος του αντιστρατήγου (1864).
Οδυσσέας Ανδρούτσος
Επιφανής αγωνιστής της Επανάστασης του 1821, γιος του οπλαρχηγού Ανδρέα Ανδρούτσου. Ο Οδυσσέας γεννήθηκε το 1788 στις Λιβανάτες.
΄Ηταν γιος του αρματωλού διάσημου κλέφτη Ανδρέα Ανδρούτσου.
Στα τέσσερά του χρόνια έμεινε ορφανός από πατέρα. Η μητέρα του αναγκάστηκε να παντρευτεί για δεύτερη φορά. Από το γάμο της αυτό, απόκτησε άλλους τέσσερις γιους και μία κόρη.
Τη γυναίκα του την έλεγαν Ελένη.
Ο Οδυσσέας ήταν ένας από τους πιο ένδοξους αρχηγούς του '21.
Φυσιογνωμία πολυσύνθετη και ισχυρή. Γενναίος με ασυναγώνιστο στρατιωτικό πνεύμα και μοναδική διοικητική ικανότητα.
Πολυμήχανος, σαν τον συνονόματό του ομηρικό βασιλιά, είχε μια ευφυΐα που τη θαύμαζαν όσοι ξένοι τον γνώριζαν.
Φοίτησε στη στρατιωτική σχολή του Αλή Πασά και διορίστηκε δερβέναγας στην ανατολική Στερεά. Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία.
Με το ξέσπασμα της Επανάστασης βρέθηκε στη Στερεά Ελλάδα και έγραψε μία από τις λαμπρότερες σελίδες της Επανάστασης αντιμετωπίζοντας τους Τούρκους του Ομέρ Βρυώνη στο Χάνι της Γραβιάς (8 Μαΐου 1821).
Το 1822 διορίστηκε αρχιστράτηγος της Στερεάς, αλλά κατηγορήθηκε για συνεργασία με τον εχθρό και του αφαιρέθηκε το αξίωμα. Συνέχισε όμως την πολεμική του δράση εναντίον των Τούρκων.
Το 1825, θύμα και αυτός του Εμφύλιου πολέμου, φυλακίστηκε στην Ακρόπολη, όπου δολοφονήθηκε στις 5 Ιουνίου του 1825.
΄Ηταν γιος του αρματωλού διάσημου κλέφτη Ανδρέα Ανδρούτσου.
Στα τέσσερά του χρόνια έμεινε ορφανός από πατέρα. Η μητέρα του αναγκάστηκε να παντρευτεί για δεύτερη φορά. Από το γάμο της αυτό, απόκτησε άλλους τέσσερις γιους και μία κόρη.
Τη γυναίκα του την έλεγαν Ελένη.
Ο Οδυσσέας ήταν ένας από τους πιο ένδοξους αρχηγούς του '21.
Φυσιογνωμία πολυσύνθετη και ισχυρή. Γενναίος με ασυναγώνιστο στρατιωτικό πνεύμα και μοναδική διοικητική ικανότητα.
Πολυμήχανος, σαν τον συνονόματό του ομηρικό βασιλιά, είχε μια ευφυΐα που τη θαύμαζαν όσοι ξένοι τον γνώριζαν.
Φοίτησε στη στρατιωτική σχολή του Αλή Πασά και διορίστηκε δερβέναγας στην ανατολική Στερεά. Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία.
Με το ξέσπασμα της Επανάστασης βρέθηκε στη Στερεά Ελλάδα και έγραψε μία από τις λαμπρότερες σελίδες της Επανάστασης αντιμετωπίζοντας τους Τούρκους του Ομέρ Βρυώνη στο Χάνι της Γραβιάς (8 Μαΐου 1821).
Το 1822 διορίστηκε αρχιστράτηγος της Στερεάς, αλλά κατηγορήθηκε για συνεργασία με τον εχθρό και του αφαιρέθηκε το αξίωμα. Συνέχισε όμως την πολεμική του δράση εναντίον των Τούρκων.
Το 1825, θύμα και αυτός του Εμφύλιου πολέμου, φυλακίστηκε στην Ακρόπολη, όπου δολοφονήθηκε στις 5 Ιουνίου του 1825.
ιστορίες με τον Ανδρούτσο
Σε κάποια μάχη στο Δαδί, το Νοέμβρη του 1822, οι ΄Ελληνες αναγκάστηκαν να οπισθοχωρήσουν. Αρχηγός τους ήταν ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, που κινδύνεψε κι αυτός να τον αιχμαλωτίσουν. Κυκλωμένος καθώς ήταν από τους Αρβανίτες, δεν έχασε τη ψυχραιμία του, μα έκανε τον αδιάφορο:
- Ποιός είσαι ωρέ; τον ρώτησαν οι Αρβανίτες.
Εκείνος τους απάντησε που ήξερε τη γλώσσα τους:
- Σιόκ (δικός σας).
Τον πίστεψαν. Τούτο όμως δεν έφτανε στον πονηρό Οδυσσέα. Έπρεπε να βρει τρόπο για να τους ξεφύγει.
Είπε λοιπόν στους Αρβανίτες να προχωρήσουν προς το λόγγο, που ήταν τάχα κρυμμένα γυναικόπαιδα.
΄Ετσι μπήκε μπροστά για να τους δείξει το δρόμο.
Οι Αρβανίτες τον ακολούθησαν. Τους τράβηξε έτσι μέσα στις ανηφοριές του Παρνασσού. Φτεροπόδαρος όπως ήταν ο αρχηγός της Ρούμελης, πήγαινε πολύ πιο μπροστά από τους άλλους.
Οι Αρβανίτες που τον βλέπανε να τρέχει έτσι άφοβα, του φώναζαν:
- Στάσου ορέ, μην τρέχεις μοναχός σου μπροστά να μην σε σκοτώσουν οι Ρωμιοί...
Μα που να σταθεί ο Οδυσσέας. Σε λίγο τον χάσανε απ' τα μάτια τους. Κατάφερε να χαθεί μέσα στον πυκνό λόγγο κι έτσι να ξεφύγει από τους Αρβανίτες.
Εκείνος τους απάντησε που ήξερε τη γλώσσα τους:
- Σιόκ (δικός σας).
Τον πίστεψαν. Τούτο όμως δεν έφτανε στον πονηρό Οδυσσέα. Έπρεπε να βρει τρόπο για να τους ξεφύγει.
Είπε λοιπόν στους Αρβανίτες να προχωρήσουν προς το λόγγο, που ήταν τάχα κρυμμένα γυναικόπαιδα.
΄Ετσι μπήκε μπροστά για να τους δείξει το δρόμο.
Οι Αρβανίτες τον ακολούθησαν. Τους τράβηξε έτσι μέσα στις ανηφοριές του Παρνασσού. Φτεροπόδαρος όπως ήταν ο αρχηγός της Ρούμελης, πήγαινε πολύ πιο μπροστά από τους άλλους.
Οι Αρβανίτες που τον βλέπανε να τρέχει έτσι άφοβα, του φώναζαν:
- Στάσου ορέ, μην τρέχεις μοναχός σου μπροστά να μην σε σκοτώσουν οι Ρωμιοί...
Μα που να σταθεί ο Οδυσσέας. Σε λίγο τον χάσανε απ' τα μάτια τους. Κατάφερε να χαθεί μέσα στον πυκνό λόγγο κι έτσι να ξεφύγει από τους Αρβανίτες.
Βέικος Λάμπρος (... - 1827)
Σουλιώτης αγωνιστής.
Μετά την πτώση και τον θάνατο του Αλή Πασά ο Βέικος έλαβε μέρος στον αγώνα των Ρουμελιωτών.
Στη διάρκεια του εμφυλίου ο Βέικος και άλλοι Ρουμελιώτες με 3000 άνδρες έφτασαν στη Βοστίτσα (Aίγιο) για να βοηθήσουν την κυβέρνηση Κουντουριώτη.
Ενίσχυσε την άμυνα του Μεσολογγίου και αρνήθηκε τις προτάσεις του Κιουταχή να μεσολαβήσει για σύναψη συμφωνίας με τους πολιορκημένους.
Mετά την Έξοδο έλαβε μέρος σε όλες γενικώς τις επιχειρήσεις της Αττικής και σκοτώθηκε στη μάχη του Αναλάτου.
Μετά την πτώση και τον θάνατο του Αλή Πασά ο Βέικος έλαβε μέρος στον αγώνα των Ρουμελιωτών.
Στη διάρκεια του εμφυλίου ο Βέικος και άλλοι Ρουμελιώτες με 3000 άνδρες έφτασαν στη Βοστίτσα (Aίγιο) για να βοηθήσουν την κυβέρνηση Κουντουριώτη.
Ενίσχυσε την άμυνα του Μεσολογγίου και αρνήθηκε τις προτάσεις του Κιουταχή να μεσολαβήσει για σύναψη συμφωνίας με τους πολιορκημένους.
Mετά την Έξοδο έλαβε μέρος σε όλες γενικώς τις επιχειρήσεις της Αττικής και σκοτώθηκε στη μάχη του Αναλάτου.
Καρατάσος Tσάμης
(Διχαλεύρι Nάουσας 1798 Bελιγράδι 1861)
Aγωνιστής του 1821, γιος του Aναστάσιου Kαρατάσου, αρματολού της Mακεδονίας.
Tην περίοδο της Eπανάστασης έδρασε στις Bόρειες Σποράδες και την Eύβοια.
Tον Aύγουστο του 1828 αγωνίστηκε για την αποκατάσταση της ελληνικής κυριαρχίας στην Aνατολική Στερεά Eλλάδα.
Φανατικός αντικαποδιστριακός πρωτοστάτησε σε αποτυχημένες εξεγέρσεις κατά του κυβερνήτη και με την εγκαθίδρυση της βασιλείας έγινε υπασπιστής του Oθωνα. Συμμετείχε ενεργά ως «αρχιστράτηγος της Mακεδονίας» στο απελευθερωτικό κίνημα της Xαλκιδικής τον Aπρίλιο του 1854.
Tην περίοδο της Eπανάστασης έδρασε στις Bόρειες Σποράδες και την Eύβοια.
Tον Aύγουστο του 1828 αγωνίστηκε για την αποκατάσταση της ελληνικής κυριαρχίας στην Aνατολική Στερεά Eλλάδα.
Φανατικός αντικαποδιστριακός πρωτοστάτησε σε αποτυχημένες εξεγέρσεις κατά του κυβερνήτη και με την εγκαθίδρυση της βασιλείας έγινε υπασπιστής του Oθωνα. Συμμετείχε ενεργά ως «αρχιστράτηγος της Mακεδονίας» στο απελευθερωτικό κίνημα της Xαλκιδικής τον Aπρίλιο του 1854.
Δυοβουνιώτης Ιωάννης
(Δύο Βουνά Οίτης 1757 Σάλωνα 1831)
Το πραγματικό του όνομα ήταν Ξήκης Ιωάννης και το επώνυμο Δυοβουνιώτης προέρχεται από τον τόπο καταγωγής του.
Προεπαναστατικά ήταν αρματολός στη Λοκρίδα και το 1820 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Με την έκρηξη της Επανάστασης απελευθέρωσε την Μπουδονίτσα
(13 Απριλίου 1821) και συνεργάστηκε με το Διάκο σε κοινές στρατιωτικές επιχειρήσεις. Στο Δυοβουνιώτη οφείλεται το σχέδιο άμυνας στη μάχη των Βασιλικών
(26 Αυγούστου 1821) που οδήγησε σε λαμπρή νίκη των Ελλήνων .
Προεπαναστατικά ήταν αρματολός στη Λοκρίδα και το 1820 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Με την έκρηξη της Επανάστασης απελευθέρωσε την Μπουδονίτσα
(13 Απριλίου 1821) και συνεργάστηκε με το Διάκο σε κοινές στρατιωτικές επιχειρήσεις. Στο Δυοβουνιώτη οφείλεται το σχέδιο άμυνας στη μάχη των Βασιλικών
(26 Αυγούστου 1821) που οδήγησε σε λαμπρή νίκη των Ελλήνων .
Πετιμεζαίοι ή Πετμεζαίοι
Μέλη της ομώνυμης ιστορικής οικογένειας που καταγόταν από την Ήπειρο, αλλά κατέφυγε στην Αχαΐα λόγω των τουρκικών διώξεων.
Οι σπουδαιότεροι: Αθανάσιος, Αναγνώστης, Βασίλειος, Θρασύβουλος, Κωνσταντίνος, Νικόλαος. Αυτοί και αρκετοί άλλοι πρόσφεραν μεγάλες υπηρεσίες στην πατρίδα πριν, κατά και μετά την Επανάσταση του 1821.
Ο Αναγνώστης (Σουδενά Καλαβρύτων 1765-Βασιλικά Κορίνθου 1822), φιλικός και αγωνιστής του 1821. Πολέμησε με το Θ. Κολοκοτρώνη και άλλους οπλαρχηγούς. Σκοτώθηκε σε τουρκική ενέδρα μαζί με το δεκαεφτάχρονο γιο του.
Ο Βασίλειος (Σουδενά Καλαβρύτων 1785-Αίγιο 1872), φιλικός και αγωνιστής, στρατιωτικός και πολιτικός. Πληρεξούσιος στις Eθνοσυνελεύσεις, στρατηγός, βουλευτής, γερουσιαστής, διετέλεσε ακόμη επίτιμος υπασπιστής του Γεωργίου Α΄.
Ο Κωνσταντίνος (Σουδενά Καλαβρύτων 1764-1825), κλεφταρματολός, φιλικός, αγωνιστής του 1821. Φιλικός, με πλούσια δράση, εκλέχθηκε πληρεξούσιος στις Εθνοσυνελεύσεις Επιδαύρου και Aστρους. Στους εμφύλιους πολέμους συντάχθηκε με τους στρατιωτικούς, προκαλώντας την οργή των πολιτικών.
Ο Νικόλαος (Σουδενά Καλαβρύτων 1790-Καλάβρυτα 1865), φιλικός, αγωνιστής του 21, στρατιωτικός, πολιτικός. Συνδέθηκε με το Θ. Κολοκοτρώνη και συμπολέμησε με τον Οδ. Ανδρούτσο. Εκλέχθηκε πληρεξούσιος στην Εθνοσυνέλευση του 1844 και επανειλημμένα βουλευτής.
Οι σπουδαιότεροι: Αθανάσιος, Αναγνώστης, Βασίλειος, Θρασύβουλος, Κωνσταντίνος, Νικόλαος. Αυτοί και αρκετοί άλλοι πρόσφεραν μεγάλες υπηρεσίες στην πατρίδα πριν, κατά και μετά την Επανάσταση του 1821.
Ο Αναγνώστης (Σουδενά Καλαβρύτων 1765-Βασιλικά Κορίνθου 1822), φιλικός και αγωνιστής του 1821. Πολέμησε με το Θ. Κολοκοτρώνη και άλλους οπλαρχηγούς. Σκοτώθηκε σε τουρκική ενέδρα μαζί με το δεκαεφτάχρονο γιο του.
Ο Βασίλειος (Σουδενά Καλαβρύτων 1785-Αίγιο 1872), φιλικός και αγωνιστής, στρατιωτικός και πολιτικός. Πληρεξούσιος στις Eθνοσυνελεύσεις, στρατηγός, βουλευτής, γερουσιαστής, διετέλεσε ακόμη επίτιμος υπασπιστής του Γεωργίου Α΄.
Ο Κωνσταντίνος (Σουδενά Καλαβρύτων 1764-1825), κλεφταρματολός, φιλικός, αγωνιστής του 1821. Φιλικός, με πλούσια δράση, εκλέχθηκε πληρεξούσιος στις Εθνοσυνελεύσεις Επιδαύρου και Aστρους. Στους εμφύλιους πολέμους συντάχθηκε με τους στρατιωτικούς, προκαλώντας την οργή των πολιτικών.
Ο Νικόλαος (Σουδενά Καλαβρύτων 1790-Καλάβρυτα 1865), φιλικός, αγωνιστής του 21, στρατιωτικός, πολιτικός. Συνδέθηκε με το Θ. Κολοκοτρώνη και συμπολέμησε με τον Οδ. Ανδρούτσο. Εκλέχθηκε πληρεξούσιος στην Εθνοσυνέλευση του 1844 και επανειλημμένα βουλευτής.
Λιδωρίκης
Eπώνυμο οικογενείας από τη Δωρίδα.
Μέλη της ανέπτυξαν εθνική δραστηριότητα στα προεπαναστατικά χρόνια, αγωνίστηκαν στην Επανάσταση του 1821 και αναδείχτηκαν στην πολιτική και στα γράμματα στα νεότερα χρόνια.
Ως Γενάρχης της αναφέρεται ο κοτζαμπάσης της περιφέρειας Λιδωρικίου
Αναγνώστης Λιδωρίκης (1767 1827).
Μέλη της ανέπτυξαν εθνική δραστηριότητα στα προεπαναστατικά χρόνια, αγωνίστηκαν στην Επανάσταση του 1821 και αναδείχτηκαν στην πολιτική και στα γράμματα στα νεότερα χρόνια.
Ως Γενάρχης της αναφέρεται ο κοτζαμπάσης της περιφέρειας Λιδωρικίου
Αναγνώστης Λιδωρίκης (1767 1827).
Ο γιος του Αναστάσιος Λιδωρίκης (1797 1845) ήταν από τους αξιολογότερους αγωνιστές της Κεντρικής Στερεάς Ελλάδας, και αντιπροσώπευε τη Δωρίδα στις εθνοσυνελεύσεις. Ο άλλος του γιος Παναγιώτης Λιδωρίκης (1800 1860) έδρασε κυρίως
ως γερουσιαστής κατά τη βασιλεία του Όθωνα.
ως γερουσιαστής κατά τη βασιλεία του Όθωνα.
Κουντουριώτης Γεώργιος (Ύδρα 1782 1858)
Ένας από τους σημαντικότερους πολιτικούς άνδρες της Επανάστασης.
Πήρε μέρος στη Β Εθνική Συνέλευση του 'Aστρους και το Δεκέμβριο του 1823 διορίστηκε πρόεδρος του Εκτελεστικού Σώματος.
Στη θέση αυτή παρέμεινε σε όλη τη διάρκεια του Εμφυλίου πολέμου στον οποίο η ανάμειξή του υπήρξε καθοριστική και η σύγκρουσή του με τον Κολοκοτρώνη επέφερε βαρύτατο πλήγμα στον Αγώνα.
Στις αρχές του 1825 ανέλαβε την ευθύνη των επιχειρήσεων εναντίον του Ιμπραήμ, η απειρία του όμως είχε ως συνέπεια διαδοχικές αποτυχίες που οδήγησαν στην παραίτησή του. Ανήκε στην αντικαποδιστριακή παράταξη.
Το 1837 διορίστηκε από τον Όθωνα αντιπρόεδρος του Συμβουλίου Επικρατείας και μετά το 1843 πρόεδρος της Γερουσίας.
Το 1848 σχημάτισε κυβέρνηση ανίκανη να αντιμετωπίσει τα εσωτερικά και εξωτερικά προβλήματα και αντικαταστάθηκε από την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Κανάρη.
Ως τον θάνατό του ήταν αφοσιωμένος στον Oθωνα.
Πήρε μέρος στη Β Εθνική Συνέλευση του 'Aστρους και το Δεκέμβριο του 1823 διορίστηκε πρόεδρος του Εκτελεστικού Σώματος.
Στη θέση αυτή παρέμεινε σε όλη τη διάρκεια του Εμφυλίου πολέμου στον οποίο η ανάμειξή του υπήρξε καθοριστική και η σύγκρουσή του με τον Κολοκοτρώνη επέφερε βαρύτατο πλήγμα στον Αγώνα.
Στις αρχές του 1825 ανέλαβε την ευθύνη των επιχειρήσεων εναντίον του Ιμπραήμ, η απειρία του όμως είχε ως συνέπεια διαδοχικές αποτυχίες που οδήγησαν στην παραίτησή του. Ανήκε στην αντικαποδιστριακή παράταξη.
Το 1837 διορίστηκε από τον Όθωνα αντιπρόεδρος του Συμβουλίου Επικρατείας και μετά το 1843 πρόεδρος της Γερουσίας.
Το 1848 σχημάτισε κυβέρνηση ανίκανη να αντιμετωπίσει τα εσωτερικά και εξωτερικά προβλήματα και αντικαταστάθηκε από την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Κανάρη.
Ως τον θάνατό του ήταν αφοσιωμένος στον Oθωνα.
Τσόκρης Δημήτριος (1796-1875)
Οπλαρχηγός της Επανάστασης του 1821.
Έμπορος στην Κωνσταντινούπολη, ήρθε αμέσως στην Ελλάδα με την έκρηξη της Eπανάστασης και τάχθηκε υπό τις διαταγές του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.
Πήρε μέρος στην πολιορκία του Ναυπλίου και σε μάχες εναντίον του Δράμαλη. Αξιομνημόνευτη ενέργειά του ήταν η πυρπόληση του Αργολικού κάμπου και η καταστροφή των αποθηκευμένων σιτηρών της Αργολίδας.
Στο διάστημα 1825-26 αγωνίστηκε εναντίον του Ιμπραήμ στα περισσότερα Πελοποννησιακά μέτωπα.
Υπέρμαχος της πολιτικής Καποδίστρια, μετά το θάνατο του Κυβερνήτη εκτέλεσε χρέη Προέδρου του έκτακτου στρατοδικείου και καταδίκασε σε θάνατο το Γεώργιο Μαυρομιχάλη.
Από την Αντιβασιλεία διώχθηκε και φυλακίστηκε, ενώ αποκαταστάθηκε το 1847. Αντιοθωνιστής, αναμίχθηκε στη Ναυπλιακή επανάσταση του 1862 και εξορίστηκε. Ύστερα από την έξωση του Όθωνα επέστρεψε στην Ελλάδα και το 1864 έγινε υπασπιστής του Γεωργίου Α.
Έμπορος στην Κωνσταντινούπολη, ήρθε αμέσως στην Ελλάδα με την έκρηξη της Eπανάστασης και τάχθηκε υπό τις διαταγές του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.
Πήρε μέρος στην πολιορκία του Ναυπλίου και σε μάχες εναντίον του Δράμαλη. Αξιομνημόνευτη ενέργειά του ήταν η πυρπόληση του Αργολικού κάμπου και η καταστροφή των αποθηκευμένων σιτηρών της Αργολίδας.
Στο διάστημα 1825-26 αγωνίστηκε εναντίον του Ιμπραήμ στα περισσότερα Πελοποννησιακά μέτωπα.
Υπέρμαχος της πολιτικής Καποδίστρια, μετά το θάνατο του Κυβερνήτη εκτέλεσε χρέη Προέδρου του έκτακτου στρατοδικείου και καταδίκασε σε θάνατο το Γεώργιο Μαυρομιχάλη.
Από την Αντιβασιλεία διώχθηκε και φυλακίστηκε, ενώ αποκαταστάθηκε το 1847. Αντιοθωνιστής, αναμίχθηκε στη Ναυπλιακή επανάσταση του 1862 και εξορίστηκε. Ύστερα από την έξωση του Όθωνα επέστρεψε στην Ελλάδα και το 1864 έγινε υπασπιστής του Γεωργίου Α.
Θεόφιλος Παγκώστας, Πατριάρχης Αλεξανδρείας (1764-1833)
Γεννήθηκε στην Πάτμο το 1764 και διδάχθηκε τα πρώτα του γράμματα στη γενέτειρά του. Στη συνέχει μετέβη στην Αδριανούπολη για να σπουδάσει, κοντά στο θείο του Παρθένιο, πρωτοσύγκελο του μητροπολίτη Καλλίνικου και μετέπειτα πατριάρχη Αλεξανδρείας. Το 1789 πήγε στην Κωνσταντινούπολη και στη συνέχεια διορίσθηκε διδάσκαλος στο Κάιρο, έγινε μοναχός, αρχιμανδρίτης και το 1797 μητροπολίτης Λιβύης.
Το 1802 ήλθε στη Ρόδο και γνώρισε τον Μητροπολίτη Αγάπιο και τον εξόριστο, τότε βοεβόδα της Μολδαβίας, Αλέξανδρο Σούτσο. Το 1806, μετά το θάνατο του θείου του Παρθένιου, εκλέχθηκε Πατριάρχης Αλεξανδρείας. Το 1819 έφθασε στην Πάτμο για να αναρρώσει κι εκεί μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία, μέλος της Εφορείας της Πάτμου. Μετά την κήρυξη της Επανάστασης ύψωσε στην Πάτμο τη σημαία της ανεξαρτησίας, στις 12 Απριλίου 1821, εκφωνώντας φλογερό λόγο για να εμψυχώσει τους Πάτμιους για τον υπέρ πατρίδος Αγώνα.
Το 1802 ήλθε στη Ρόδο και γνώρισε τον Μητροπολίτη Αγάπιο και τον εξόριστο, τότε βοεβόδα της Μολδαβίας, Αλέξανδρο Σούτσο. Το 1806, μετά το θάνατο του θείου του Παρθένιου, εκλέχθηκε Πατριάρχης Αλεξανδρείας. Το 1819 έφθασε στην Πάτμο για να αναρρώσει κι εκεί μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία, μέλος της Εφορείας της Πάτμου. Μετά την κήρυξη της Επανάστασης ύψωσε στην Πάτμο τη σημαία της ανεξαρτησίας, στις 12 Απριλίου 1821, εκφωνώντας φλογερό λόγο για να εμψυχώσει τους Πάτμιους για τον υπέρ πατρίδος Αγώνα.
Κανταριτζής Θοδωρής
Κανταριτζής Θοδωρής ή Κανταρτζόγλου, αγωνιστής του 1821 από την Κάσο, γνωστός ως ο «Κανάρης της Δωδεκανήσου». Γιος του Δημήτρη Σκιαδά-Κανταριτζή από την Πελοπόννησο και από μάνα Κασιώτισα, μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και με το πλοίο «Αμαζών» έγινε ο φόβος και τρόμος των Τούρκων, καταδιώκοντάς τους στα παράλια της Κρήτης, της Κύπρου και της Αιγύπτου.
Τον Απρίλη του 1822, επικεφαλής έξι κασιώτικων πλοίων, βοήθησε τα επαναστατικά σώματα στην Κρήτη, στη μάχη των Χανίων. Σκοτώθηκε από θραύσμα κανονιού, που έσπασε την ώρα των πανηγυρισμών για τα νικητήρια και θάφτηκε στον Πλατανιά της επαρχίας Κυδωνίας. Μετά, θάνατον, του απονεμήθηκε ο τιμητικός τίτλος του πλοιάρχου (1872).
Τον Απρίλη του 1822, επικεφαλής έξι κασιώτικων πλοίων, βοήθησε τα επαναστατικά σώματα στην Κρήτη, στη μάχη των Χανίων. Σκοτώθηκε από θραύσμα κανονιού, που έσπασε την ώρα των πανηγυρισμών για τα νικητήρια και θάφτηκε στον Πλατανιά της επαρχίας Κυδωνίας. Μετά, θάνατον, του απονεμήθηκε ο τιμητικός τίτλος του πλοιάρχου (1872).
Μάρκος Μαλλιαράκης
Μάρκος Ιωάννου ή Μαλλιαράκης, καπετάνιος και αγωνιστής του 1821, γνωστός σαν Διακομάρκος, από την Κάσο. Από τις πρώτες μέρες της Επανάστασης βρέθηκε στις επάλξεις του Αγώνα. Τον Ιούνιο του 1821, με το «μπεργαντίνον» του «Λεωνίδας» και 59 ναύτες, έσπευσε να βοηθήσει με δικά του εφόδια και έξοδα τους Κρητικούς, που απειλούνταν από τον εχθρό. Στις 28 Ιουλίου ενώθηκε με τον ελληνικό στόλο και επιτέθηκε στην εχθρική φλότα, κοντά στην Κω. Διορίστηκε τον Ιούλιο του 1822 από τον έπαρχο Κάσου, «φροντιστής της θάλασσας», με καθήκον να φροντίζει τα πολεμικά πλοία της επαρχίας και να εποπτεύει το έργο των λιμεναρχών. Τον Μάιο του 1823 διορίστηκε έπαρχος Καρπάθου και οργάνωσε αποτελεσματικά τη διοίκηση και την άμυνα του νησιού.
Αντιπροσώπευσε την Κάσο στη Β' Εθνοσυνέλευση του Άστρους Κυνουρίας, το 1823. Ηγέτης του ηρωικού αγώνα των Κασιωτών εναντίον του ισχυρότατου στόλου του Ισμαήλ Γιβραλτάρ και των Αλβανών υπό τον Χουσείνμπεη, που κατέληξε στη θυσία και στο Ολοκαύτωμα της Κάσου, στις 7 Ιουνίου του 1824. Με τον ηρωισμό του προκάλεσε το θαυμασμό του ίδιου του Χουσεϊν. Σκοτώθηκε κατατρυπημένος από τα μαχαίρια των εχθρών, αφού αρνήθηκε την προσφορά του Χουσεϊν να του χαρίσει τη ζωή, με αντάλλαγμα να τον ακολουθεί στις εκστρατείες του.
Το 1827, το Υπουργείο Ναυτικών του απένειμε το βαθμό του πλοιάρχου.
Αντιπροσώπευσε την Κάσο στη Β' Εθνοσυνέλευση του Άστρους Κυνουρίας, το 1823. Ηγέτης του ηρωικού αγώνα των Κασιωτών εναντίον του ισχυρότατου στόλου του Ισμαήλ Γιβραλτάρ και των Αλβανών υπό τον Χουσείνμπεη, που κατέληξε στη θυσία και στο Ολοκαύτωμα της Κάσου, στις 7 Ιουνίου του 1824. Με τον ηρωισμό του προκάλεσε το θαυμασμό του ίδιου του Χουσεϊν. Σκοτώθηκε κατατρυπημένος από τα μαχαίρια των εχθρών, αφού αρνήθηκε την προσφορά του Χουσεϊν να του χαρίσει τη ζωή, με αντάλλαγμα να τον ακολουθεί στις εκστρατείες του.
Το 1827, το Υπουργείο Ναυτικών του απένειμε το βαθμό του πλοιάρχου.
Θέμελης Δημήτριος (1772/74-1826)
Δημήτριος Θέμελης, αγωνιστής της επανάστασης του 1821, από την Πάτμο.
Σπούδασε στην Πατμιάδα σχολή και στην Κωνσταντινούπολη και εργάστηκε στη Μολδαβία ως οικοδιδάσκαλος.
Προεστός της Πάτμου, μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Παπαφλέσσα και συνδέθηκε με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Ανέλαβε την αποστολή να προετοιμάσει την επανάσταση στο Αιγαίο και επισκέφθηκε τα νησιά Ψαρά, Μυτιλήνη, Σάμο και Πάτμο, όπου άρχισε να κατηχεί τους εύπορους κατοίκους της Καλύμνου, Νισύρου και
των άλλων νησιών. Για τις ενέργειές του αυτές καταδικάστηκε σε θάνατο από τις Αρχές της Κωνσταντινούπολης και κρύφτηκε στην Πάτμο, μέχρι την κήρυξη της Επανάστασης.
Με την έναρξη του Αγώνα πήρε μέρος στις ναυτικές επιδρομές στα μικρασιατικά παράλια και το Σεπτέμβρη του 1822, στην άλωση της Τριπολιτσάς.
Αντιπρόσωπος της Πάτμου στο Βουλευτικό, εκλέχτηκε πληρεξούσιος στην Εθνοσυνέλευση, το 1824. Βρήκε ένδοξο θάνατο στις επάλξεις της πολιορκημένης πόλης του Μεσολογγίου, στις 26 Μαρτίου 1826.
Σπούδασε στην Πατμιάδα σχολή και στην Κωνσταντινούπολη και εργάστηκε στη Μολδαβία ως οικοδιδάσκαλος.
Προεστός της Πάτμου, μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Παπαφλέσσα και συνδέθηκε με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Ανέλαβε την αποστολή να προετοιμάσει την επανάσταση στο Αιγαίο και επισκέφθηκε τα νησιά Ψαρά, Μυτιλήνη, Σάμο και Πάτμο, όπου άρχισε να κατηχεί τους εύπορους κατοίκους της Καλύμνου, Νισύρου και
των άλλων νησιών. Για τις ενέργειές του αυτές καταδικάστηκε σε θάνατο από τις Αρχές της Κωνσταντινούπολης και κρύφτηκε στην Πάτμο, μέχρι την κήρυξη της Επανάστασης.
Με την έναρξη του Αγώνα πήρε μέρος στις ναυτικές επιδρομές στα μικρασιατικά παράλια και το Σεπτέμβρη του 1822, στην άλωση της Τριπολιτσάς.
Αντιπρόσωπος της Πάτμου στο Βουλευτικό, εκλέχτηκε πληρεξούσιος στην Εθνοσυνέλευση, το 1824. Βρήκε ένδοξο θάνατο στις επάλξεις της πολιορκημένης πόλης του Μεσολογγίου, στις 26 Μαρτίου 1826.
Παναγιώτης Ρόδιος (1789-1851)
Γεννήθηκε στη Ρόδο το 1789. Ο πατέρας του, Γεώργιος, ήταν εμποροπλοίαρχος, και ιδιοκτήτης πλοίου. Τα πρώτα του γράμματα, τα έμαθε στη Ρόδο και δεν θέλησε να ακολουθήσει το επάγγελμα του καραβοκύρη.
Μετά το θάνατο του πατέρα του, πούλησε το πλοίο του και πήγε για σπουδές στο Φιλολογικόν Γυμνάσιον Σμύρνης όπου και διακρίθηκε. Στο σχολείο της Σμύρνης δίδασκαν σημαντικότατοι δάσκαλοι, εκπρόσωποι του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, όπως ο Κων/νος Κούμας και οι αδελφοί Στέφανος και Κων/νος Οικονόμος. Από τη Σμύρνη ταξίδεψε αρχικά για την Πάδουα και στη συνέχεια στο Παρίσι για να σπουδάσει ιατρική. Εκεί προσχώρησε στις ιδέες του Διαφωτισμού και στον κύκλο του εκφραστή τους, Αδαμάντιο Κοραή, ο οποίος αποτέλεσε το πνευματικό του πρότυπο.
Όμως, πριν ολοκληρώσει τις σπουδές του, ξεκίνησε η Ελληνική Επανάσταση το 1821. Τότε, εγκατέλειψε το Παρίσι και τον Αύγουστο του 1821 επέστρεψε στην Ελλάδα και κατατάσσεται στο πρώτο τακτικό σώμα στρατού. Μετέχοντας στη συνοδεία του Σκωτσέζου φιλέλληνα Τόμας Γκόρντον, κατευθύνθηκε στο Άστρος, όπου θα συναντούσαν τον Δημήτριο Υψηλάντη. Ο Ρόδιος ενταγμένος στο επιτελείο του Υψηλάντη συμμετείχε στην πολιορκία της Τριπολιτσάς μέχρι την πτώση της.
Ο διακεκριμένος Φαναριώτης Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, πολιτικός και διανοούμενος, συνάντησε τον Ρόδιο στην Κόρινθο και τον έθεσε υπό την πολιτική του προστασία.
Ο Ρόδιος έλαβε μέρος στη μάχη του Πέτα, με το βαθμό του λοχαγού, διακρίθηκε για την ανδρεία του και ήταν από τους ελάχιστους επιβιώσαντες. Με τα λείψανα του τακτικού στρατού συμμετείχε στην κατάληψη του Ναυπλίου από τους Έλληνες.
Τον Νοέμβριο του 1822 ο Ρόδιος ανέλαβε τη διοίκηση του πρώτου τάγματος του τακτικού στρατού, παίρνοντας προαγωγή στο βαθμό του ταγματάρχη.
Ο Ρόδιος, προσχώρησε στην κυβέρνηση του Κουντουριώτη παίρνοντας μάλιστα τη σημαντικότερη πολιτική θέση της σταδιοδρομίας του, εκείνη του προσωρινού Γενικού Γραμματέα του Εκτελεστικού, αναπληρώνοντας τον Μαυροκορδάτο, δεύτερος πολιτειακός παράγοντας, μετά τον πρόεδρο του Εκτελεστικού, Κουντουριώτη.
Από τον Ιούλιο του 1824 ο Ρόδιος προήχθη στο βαθμό του συνταγματάρχη, επιφορτισμένος με τα καθήκοντα του αρχηγού του τακτικού σώματος στρατού. Τον Ιούλιο του 1824, συνυπέγραψε την επίσημη ανασύσταση του τακτικού στρατού, την οποία ανέλαβε να φέρει σε πέρας. Το 1825 παρέδωσε τη διοίκηση του τακτικού στρατού στον Γάλλο αξιωματικό, Φαβιέρο.
Διετέλεσε στενός συνεργάτης του πρώτου Έλληνα Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια και Γραμματέας επί των Στρατιωτικών. Επί υπουργίας του συμβάλλει στην ίδρυση του Κεντρικού Πολεμικού Σχολείου.
Ο Ι. Καποδίστριας δολοφονείται τον Οκτώβριο του 1831 και το 1833 ο Όθων φθάνει στην Ελλάδα ως πρώτος βασιλιάς της. με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου της 3η2 Φεβρουαρίου 1830 αναγνωρίζεται διεθνώς το ανεξάρτητο ελληνικό κράτος.
Μετά την εξέγερση της 3η1 Σεπτεμβρίου του 1843 ο Ρόδιος διορίζεται στρατιωτικός διοικητής Αργολίδος. Ο βασιλιάς Όθωνας προάγει τον Ρόδιο σε υποστράτηγο. Ο Ρόδιος συμμετέχει ως πληρεξούσιος του Ναυπλίου στην Εθνοσυνέλευση και μετέχει, ως μέλος της συντακτικής Επιτροπής του Συντάγματος. Το 1844 αναλαμβάνει καθήκοντα Γραμματέως επί των Στρατιωτικών, ενώ το 1848 διατελεί και πάλιν, Υπουργός Στρατιωτικών.
Παντρεύτηκε, αλλά δεν είναι γνωστό το όνομα της συζύγου του,
από την οποία απέκτησε δυό κόρες, ένα υιό που απέθανε σε βρέφική ηλικία και
τον ταγματάρχη Ιωάννη Ρόδιο (1833-1906),
ο οποίος νυμφεύθηκε την Αικατερίνη Κολοκοτρώνη
κόρη του Γενναίου (1847-1917).
Πέθανε το 1851 σε ηλικία 62 ετών.
Μετά το θάνατο του πατέρα του, πούλησε το πλοίο του και πήγε για σπουδές στο Φιλολογικόν Γυμνάσιον Σμύρνης όπου και διακρίθηκε. Στο σχολείο της Σμύρνης δίδασκαν σημαντικότατοι δάσκαλοι, εκπρόσωποι του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, όπως ο Κων/νος Κούμας και οι αδελφοί Στέφανος και Κων/νος Οικονόμος. Από τη Σμύρνη ταξίδεψε αρχικά για την Πάδουα και στη συνέχεια στο Παρίσι για να σπουδάσει ιατρική. Εκεί προσχώρησε στις ιδέες του Διαφωτισμού και στον κύκλο του εκφραστή τους, Αδαμάντιο Κοραή, ο οποίος αποτέλεσε το πνευματικό του πρότυπο.
Όμως, πριν ολοκληρώσει τις σπουδές του, ξεκίνησε η Ελληνική Επανάσταση το 1821. Τότε, εγκατέλειψε το Παρίσι και τον Αύγουστο του 1821 επέστρεψε στην Ελλάδα και κατατάσσεται στο πρώτο τακτικό σώμα στρατού. Μετέχοντας στη συνοδεία του Σκωτσέζου φιλέλληνα Τόμας Γκόρντον, κατευθύνθηκε στο Άστρος, όπου θα συναντούσαν τον Δημήτριο Υψηλάντη. Ο Ρόδιος ενταγμένος στο επιτελείο του Υψηλάντη συμμετείχε στην πολιορκία της Τριπολιτσάς μέχρι την πτώση της.
Ο διακεκριμένος Φαναριώτης Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, πολιτικός και διανοούμενος, συνάντησε τον Ρόδιο στην Κόρινθο και τον έθεσε υπό την πολιτική του προστασία.
Ο Ρόδιος έλαβε μέρος στη μάχη του Πέτα, με το βαθμό του λοχαγού, διακρίθηκε για την ανδρεία του και ήταν από τους ελάχιστους επιβιώσαντες. Με τα λείψανα του τακτικού στρατού συμμετείχε στην κατάληψη του Ναυπλίου από τους Έλληνες.
Τον Νοέμβριο του 1822 ο Ρόδιος ανέλαβε τη διοίκηση του πρώτου τάγματος του τακτικού στρατού, παίρνοντας προαγωγή στο βαθμό του ταγματάρχη.
Ο Ρόδιος, προσχώρησε στην κυβέρνηση του Κουντουριώτη παίρνοντας μάλιστα τη σημαντικότερη πολιτική θέση της σταδιοδρομίας του, εκείνη του προσωρινού Γενικού Γραμματέα του Εκτελεστικού, αναπληρώνοντας τον Μαυροκορδάτο, δεύτερος πολιτειακός παράγοντας, μετά τον πρόεδρο του Εκτελεστικού, Κουντουριώτη.
Από τον Ιούλιο του 1824 ο Ρόδιος προήχθη στο βαθμό του συνταγματάρχη, επιφορτισμένος με τα καθήκοντα του αρχηγού του τακτικού σώματος στρατού. Τον Ιούλιο του 1824, συνυπέγραψε την επίσημη ανασύσταση του τακτικού στρατού, την οποία ανέλαβε να φέρει σε πέρας. Το 1825 παρέδωσε τη διοίκηση του τακτικού στρατού στον Γάλλο αξιωματικό, Φαβιέρο.
Διετέλεσε στενός συνεργάτης του πρώτου Έλληνα Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια και Γραμματέας επί των Στρατιωτικών. Επί υπουργίας του συμβάλλει στην ίδρυση του Κεντρικού Πολεμικού Σχολείου.
Ο Ι. Καποδίστριας δολοφονείται τον Οκτώβριο του 1831 και το 1833 ο Όθων φθάνει στην Ελλάδα ως πρώτος βασιλιάς της. με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου της 3η2 Φεβρουαρίου 1830 αναγνωρίζεται διεθνώς το ανεξάρτητο ελληνικό κράτος.
Μετά την εξέγερση της 3η1 Σεπτεμβρίου του 1843 ο Ρόδιος διορίζεται στρατιωτικός διοικητής Αργολίδος. Ο βασιλιάς Όθωνας προάγει τον Ρόδιο σε υποστράτηγο. Ο Ρόδιος συμμετέχει ως πληρεξούσιος του Ναυπλίου στην Εθνοσυνέλευση και μετέχει, ως μέλος της συντακτικής Επιτροπής του Συντάγματος. Το 1844 αναλαμβάνει καθήκοντα Γραμματέως επί των Στρατιωτικών, ενώ το 1848 διατελεί και πάλιν, Υπουργός Στρατιωτικών.
Παντρεύτηκε, αλλά δεν είναι γνωστό το όνομα της συζύγου του,
από την οποία απέκτησε δυό κόρες, ένα υιό που απέθανε σε βρέφική ηλικία και
τον ταγματάρχη Ιωάννη Ρόδιο (1833-1906),
ο οποίος νυμφεύθηκε την Αικατερίνη Κολοκοτρώνη
κόρη του Γενναίου (1847-1917).
Πέθανε το 1851 σε ηλικία 62 ετών.
Εμμανουήλ Ξάνθος (1772-1852)
Ο Εμμανουήλ Ξάνθος, γεννήθηκε στην Πάτμο και σπούδασε στην Πατμιάδα Σχολή. Σε ηλικία 20 ετών μετανάστευσε στην Τεργέστη, όπου ασχολήθηκε με το εμπόριο. Δέχθηκε τις επιρροές των φιλελεύθερων ιδεών της Γαλλικής Επανάστασης. Γνωρίστηκε με τους Σκουφά και Τσακάλωφ, με τους οποίους ίδρυσε, το 1814, στην Οδησσό, τη Φιλική Εταιρεία.
Ταξίδεψε στη Θεσσαλία για επαφές με τον Άνθιμο Γαζή, στη Μόσχα και στην Πετρούπολη, όπου και πρότεινε την αρχηγία στον Καποδίστρια. Μετά την άρνηση του Καποδίστρια, ο Ξάνθος ανέθεσε την αρχηγία στον Αλέξανδρο Υψηλάντη.
Το 1827, έφυγε για τη Ρουμανία, όπου έζησε σχεδόν 10 χρόνια, σχεδόν ξεχασμένος. Επέστρεψε στην Αθήνα το 1837, όταν κατηγορήθηκε για κατασπατάληση δημοσίου χρήματος, από την εταιρεία Εθνική Κάσα, που είχε ιδρύσει με τον Υψηλάντη το 1820 με σκοπό την οικονομική προετοιμασία του Αγώνα. Η απολογία του δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην εφημερίδα «Ο Αγών της Δωδεκανήσου» το 1931.
Αποκαταστάθηκε, και του απενεμήθη ο χρυσός σταυρός του Σωτήρος και ένα τιμητικό επίδομα, το οποίο ουδέποτε έλαβε. Έζησε πάμπτωχος και ξεχασμένος. Πέθανε στις 28 Νοεμβρίου 1952. Κηδεύτηκε με τιμές στρατηγού. Το 1952, με τη συμπλήρωση 100 χρόνων από το θάνατό του, τα οστά του Ξάνθου μεταφέρθηκαν στη γενέτειρά του Πάτμο και τοποθετήθηκαν σε τύμβο, μπροστά στο σπίτι που γεννήθηκε. Προτομές του υπάρχουν στην πλατεία Δημαρχείου της Χώρας και στην κεντρική πλατεία του λιμανιού της Σκάλας.
Ταξίδεψε στη Θεσσαλία για επαφές με τον Άνθιμο Γαζή, στη Μόσχα και στην Πετρούπολη, όπου και πρότεινε την αρχηγία στον Καποδίστρια. Μετά την άρνηση του Καποδίστρια, ο Ξάνθος ανέθεσε την αρχηγία στον Αλέξανδρο Υψηλάντη.
Το 1827, έφυγε για τη Ρουμανία, όπου έζησε σχεδόν 10 χρόνια, σχεδόν ξεχασμένος. Επέστρεψε στην Αθήνα το 1837, όταν κατηγορήθηκε για κατασπατάληση δημοσίου χρήματος, από την εταιρεία Εθνική Κάσα, που είχε ιδρύσει με τον Υψηλάντη το 1820 με σκοπό την οικονομική προετοιμασία του Αγώνα. Η απολογία του δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην εφημερίδα «Ο Αγών της Δωδεκανήσου» το 1931.
Αποκαταστάθηκε, και του απενεμήθη ο χρυσός σταυρός του Σωτήρος και ένα τιμητικό επίδομα, το οποίο ουδέποτε έλαβε. Έζησε πάμπτωχος και ξεχασμένος. Πέθανε στις 28 Νοεμβρίου 1952. Κηδεύτηκε με τιμές στρατηγού. Το 1952, με τη συμπλήρωση 100 χρόνων από το θάνατό του, τα οστά του Ξάνθου μεταφέρθηκαν στη γενέτειρά του Πάτμο και τοποθετήθηκαν σε τύμβο, μπροστά στο σπίτι που γεννήθηκε. Προτομές του υπάρχουν στην πλατεία Δημαρχείου της Χώρας και στην κεντρική πλατεία του λιμανιού της Σκάλας.
Περισσότερα θέματα για την 25η Μαρτίου εδώ.