Γράφει η Δήμητρα Δάμτσα, ψυχολόγος (http://www.dimitradamtsa.gr/)
Ο όρος της σχολικής ετοιμότητας πρόσφατα εισήλθε στα εκπαιδευτικά δεδομένα και αναφέρεται στις δεξιότητες που πρέπει να έχει κατακτήσει ένα παιδί προκειμένου να ξεκινήσει την Α” δημοτικού. Η εκπαιδευτική διαδικασία κινείται βάση κάποιων δεδομένων που προέρχονται από τις δυνατότητες του μέσου όρου των παιδιών. Παρ” όλα αυτά δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε τη διαφορετικότητα και τον προσωπικό ρυθμό του κάθε παιδιού. Δεν είναι όλα τα παιδιά έτοιμα την ίδια στιγμή να περπατήσουν, να μιλήσουν, να διαβάσουν ή να γράψουν. Επίσης, η ωρίμανση του κάθε παιδιού δεν συντελείται ταυτόχρονα σε όλους τους τομείς. Με αυτή την έννοια δίνοντας βάση στη σχολική ετοιμότητα κάθε παιδιού αποτελεί έμπρακτη απόδειξη ότι σεβόμαστε τον προσωπικό ρυθμό γνωστικής ανάπτυξης του κάθε παιδιού. Όταν ένα παιδί μπαίνει πρόωρα στην εκπαιδευτική διαδικασία μπορεί να δημιουργηθούν εντάσεις στην οικογένεια, παλινδρομήσεις και σε πολλές περιπτώσεις αναστολή της επιθυμίας για μάθηση.
Σχολική ετοιμότητα και γνωστική/συναισθηματική ωριμότητα:
Μια από τις παραμέτρους που πρέπει να εκτιμάται σε κάθε παιδί που πρόκειται να ξεκινήσει την Α” δημοτικού είναι η γνωστική/συναισθηματική ωριμότητα του παιδιού. Είναι δεδομένο ότι πλέον οι απαιτήσεις της Α” δημοτικού είναι πολύ περισσότερες από ό,τι ήταν τα προηγούμενα χρόνια και ότι πια οι δραστηριότητες είναι περισσότερο δομημένες συγκρίνοντάς τες με αυτές του νηπιαγωγείου που είναι πιο ελεύθερες. Συνεπώς αφού η στοχοθεσία είναι διαφορετική απαιτείται από το κάθε παιδί να έχει μεγαλύτερη ωριμότητα.
Πιο απλά, τα παιδιά μεταβαίνουν απότομα από μια κατάσταση παιχνίδι-μάθηση που βιώνουν στο νηπιαγωγείο στο «αυστηρά» δομημένο πλαίσιο μιας σχολικής τάξης και στην έννοια της «εργασίας» που αυτόματα αντιλαμβάνεται ως μάθηση-υποχρέωση. Μπορούν όμως όλα τα παιδιά να αντεπεξέλθουν σε αυτή την τόσο απότομη αλλαγή;
Ο ρόλος των γονιών
Σε αυτή τη μετάβαση δυστυχώς πολλοί γονείς επιβαρύνουν -χωρίς να το θέλουν- τα παιδιά έχοντας την «απαίτηση» να προσαρμοστούν πολύ γρήγορα σε αυτή την αλλαγή. Παράλληλα, οι συγκρίσεις των παιδιών μεταξύ των γονεϊκών συζητήσεων είναι πολύ συχνό φαινόμενο («Γιατί η Μαρία να μπορεί να γράφει και να διαβάζει ενώ η Κατερίνα δεν μπορεί;)! Εάν αναγνωρίσουμε και αποδεχθούμε το ρυθμό γνωστικής και συναισθηματικής ανάπτυξης του κάθε παιδιού θα μπορέσουμε πιο εύκολα να βοηθήσουμε το παιδί και να το κάνουμε αγαπήσει τη διαδικασία της μάθησης.
Περισσότερα θέματα για το σχολείο εδώ.