Το παιδί είναι πολύ ακατάστατο τι να κάνω;
«Δεν καταλαβαίνω», λέει κουνώντας το κεφάλι η μητέρα του 11χρονου Ραλφ και του 8χρονου Μάριο, «πώς μπορεί να νιώθουν καλά μέσα σ’ αυτό το αχούρι». Δεν είναι «μανιακή με την καθαριότητα», αλλά κάθε φορά που μπαίνει στο δωμάτιο των παιδιών της, παθαίνει σοκ.
«Είναι λες κι έχει πέσει βόμβα». Με κοιτάζει με σκοτεινιασμένο βλέμμα. «Κι όταν δεν βρίσκουν κάποιο από τα πράγματά τους, έρχονται και γκρινιάζουν σε μένα. Κι εγώ πηγαίνω να το ψάξω μαζί τους». Υπόσχονται τότε ότι θα γίνουν πιο τακτικοί, «αλλά δεν τους πιστεύω πια». Αίγες μέρες μετά, το δωμάτιο «είναι όπως πριν και χειρότερα».
Εκείνη δεν έχει τόση υπομονή, λέει η μητέρα της 8χρονης Κάρμεν και της 5χρονης Ίνα. «Κάθε τρεις βδομάδες ορμάω στο δωμάτιό τους, όταν εκείνες είναι στο σχολείο, και το συγυρίζω». Κάνει μια γκριμάτσα: «Μετά έρχονται στο σπίτι κι αρχίζουν να φωνάζουν, γιατί δεν βρίσκουν τα πράγματά τους». Μισογελάει: «Δε με νοιάζει. Δε μπορώ πια να τις παρακαλάω να συμμαζέψουν. Έχει μαλλιάσει η γλώσσα μου. Τακτοποιώ, λοιπόν, μόνη μου».
«Σε μας δεν είναι τόσο άσχημα τα πράγματα», λέει η μητέρα της Λένας. «Στα 7 του χρόνια μπορεί ένα παιδί να τακτοποιεί κάπως τα πράγματά του». Κοιτάζει τις άλλες μητέρες: «Έτσι νομίζω τουλάχιστο. Δεν ζητάω και τόσα πολλά, έτσι δεν είναι;». Οι υπόλοιπες μητέρες γνέψουν καταφατικά. «Ειδοποιώ τη Λένα πότε θα καθαρίσω το δωμάτιό της. Μετά μπαίνω μέσα με την ηλεκτρική σκούπα. Η Λένα έχει αλλεργία, την πιάνει βήχας, όταν έχει σκόνη... Αν δεν έχει μαζέψει ό,τι είναι πεταμένο στο πάτωμα, θα το ρουφήξει η σκούπα». Σμίγει τα φρύδια: «Βάζει τις φωνές βέβαια, λέει ότι πρέπει να της αντικαταστήσω αυτά που έχασε». Κουνά το κεφάλι: «Αλλά δε... σφάξανε!». Η μητέρα της Λένας γελάει: «Ίσως αυτή η μέθοδος να μην έχει μεγάλη παιδαγωγική αξία, αλλά το αποτέλεσμα είναι ότι η Λένα τακτοποιεί εκείνη την ημέρα, τουλάχιστο πριν μπω στο δωμάτιό της με τη σκούπα». Κομπιάζει λίγο: «δηλαδή τακτοποιεί... κάπως»
«Όταν πριν λίγο καιρό ζήτησα από τον Πέτερ να τακτοποιήσει», διηγείται η Βέρα Μπάουερ, «μου είπε ότι δεν έχει καμία όρεξη. “Νομίζεις ότι εγώ έχω;”», του απάντησε θυμωμένη. «Και τι νομίζετε ότι μου είπε, απόλυτα ήρεμος κι ατάραχος; “Τότε μην το κάνεις ούτε εσύ”». Ξαφνικά η κυρία Μπάουερ χαμογελάει πονηρά: «Προχτές του ζήτησα πάλι να συμμαζέψει και πήρα την ίδια απάντηση, ότι δεν έχει όρεξη. Του απάντησα, λοιπόν, ήρεμα: “Το καταλαβαίνω! Μπορείς να συμμαζέψεις και χωρίς όρεξη, γίνεται κι αυτό!”». Σκάει στα γέλια: «Ξαφνιάστηκε τόσο πολύ που... συμμάζεψε, γκρινιάζοντας, βέβαια, βρίζοντας, μουτρώνοντας..., αλλά συμμάζεψε».
Ακούγοντας τ’ αναρίθμητα παράπονα των γονέων για την αταξία και τ’ ακατάστατα δωμάτια, καταλήγω στο εξής συμπέρασμα: Τακτικά παιδιά υπάρχουν, σπάνια όμως. Συνήθως τα παιδιά δεν νιώθουν πως είναι ακατάστατα. Απλά έχουν μια εντελώς δική τους τάξη. Ξέρουν με μεγάλη ακρίβεια που βρίσκονται τα πράγματά τους. Ακόμα και μέσα στη μεγαλύτερη ανακατωσούρα, όπου μοιάζει αδύνατο να βγάλει κανείς άκρη, τα παιδιά ακολουθούν ένα σύστημα που μόνο εκείνα γνωρίζουν, και ανακαλύπτουν αμέσως τα πράγματα που χρειάζονται.
Εκτός κι αν οι γονείς, με τη «μανία τους για συγύρισμα», όπως λέει ο 9χρονος Ντιρκ, φέρουν την αταξία μέσα στη δημιουργική ακαταστασία.
Τα παιδιά αισθάνονται πως το χάος είναι μέρος της ζωής. Και πως για την τακτοποίηση του δωματίου πρέπει να ξοδέψει κανείς πολλή ενέργεια, κάτι που δεν έχουν πάντα διάθεση να κάνουν. Γι’ αυτό κι επινοούν δικά τους συστήματα τάξης που λίγο-πολύ λειτουργούν καλά για τα ίδια τα παιδιά. Το πρόβλημα είναι ότι οι γονείς έχουν άλλη άποψη γι’ αυτό το θέμα. Έτσι προκύπτουν (περιττές) μάχες εξουσίας και καβγάδες για το ποιος φταίει, με αποτέλεσμα να βαραίνει η ατμόσφαιρα των οικογενειακών σχέσεων.
Η ακαταστασία είναι εκνευριστική για τους γονείς, δεν είναι όμως ένα στοιχείο με βάση το οποίο μπορεί κανείς να βγάλει γενικότερα συμπεράσματα για το χαρακτήρα του παιδιού. Αναλογίες του τύπου «δείξε μου το δωμάτιό σου να σου πω ποιος είσαι» μπορεί να ισχύουν σε ορισμένες περιπτώσεις, αλλά δεν αποτελούν γενικό κανόνα, για να κρίνει κανείς μια προσωπικότητα. Και οι γονείς άλλωστε δεν αντιμετωπίζουν πάντα με τον ίδιο τρόπο την ακαταστασία των παιδιών. Όταν είναι ήρεμοι και καλοδιάθετοι, βλέπουν με τρυφερότητα και χιούμορ το χάος στο παιδικό δωμάτιο. Άλλοτε πάλι τρελαίνονται με το παραμικρό, κάνουν το κουνούπι ελέφαντα, δίνουν στο θέμα διαστάσεις αιωνιότητας («Μα ποτέ δεν συμμαζεύετε, τέλος πάντων!;») - κι αυτό μόνο και μόνο επειδή κάτι τους έχει χαλάσει τη διάθεση -. Η τάξη ωστόσο έχει αναμφισβήτητα και την πρακτική και την αισθητική πλευρά της -κι αυτό τα παιδιά το αντιλαμβάνονται-.
Ο δεκάχρονος Άρνε έγινε ξαφνικά μανιακός με την καθαριότητα, όταν ήρθε για πρώτη φορά στο σπίτι η φίλη του η Μπέατρις. Όταν η οκτάχρονη Σουζάνα δεν βολευόταν πια στο ακατάστατο δωμάτιό της, αποφάσισε μόνη της να το κάνει πιο ζεστό. Όταν ο Γιοχάνες δεν μπορούσε να βρει τον άτλαντά του που είχε χαθεί στο ατελείωτο χάος του δωματίου του κι έπρεπε ν’ αγοράσει έναν καινούργιο με δικά του χρήματα («Πάει το χαρτζιλίκι μου!», γκρίνιαξε, «πρέπει τώρα να το ξοδέψω γι’ αυτόν τον ηλίθιο άτλαντα!»), τακτοποίησε τουλάχιστον τα πράγματα του σχολείου σ’ ένα συγκεκριμένο χώρο.
Τα παιδιά μαθαίνουν από τις φυσικές συνέπειες πιο γρήγορα απ’ ό,τι νομίζουν οι ενήλικες.
Ειδικά με τα πολύ μικρά παιδιά, αυτά που είναι μεταξύ 2 και 6 ετών, πρέπει να αναρωτιέται κανείς αν ένα παιδί δεν θέλει πράγματι να τακτοποιήσει ή μήπως δεν μπορεί. Τα μικρά παιδιά προτιμούν να σκορπίζουν τα πράγματα αντί να τα στοιβάζουν όπως οι ενήλικες. Ανάμεσα στα αντικείμενα που είναι σκορπισμένα στο πάτωμά τους είναι πιο εύκολο να βρουν αυτό που χρειάζονται. Δεν είναι επομένως ακατάστατα, έχουν μια καθαρά δική τους τάξη.
Αυτό φαίνεται π.χ. και από τα παιχνίδια παρατηρητικότητας στα οποία συχνά τα παιδιά κερδίζουν τους μεγάλους, γιατί εντοπίζουν πιο εύκολα πού ακριβώς βρίσκονται τα διάφορα αντικείμενα.
Τα παιδιά θέλουν να υπάρχει μια υποτυπώδης τάξη που τους επιτρέπει να προσανατολιστούν. Όταν όμως υπάρχουν πολλά πράγματα σκόρπια γύρω τους, χάνουν τον προσανατολισμό τους. Βουλιάζουν μες στο χάος, δεν έχουν καμιά όρεξη να τακτοποιήσουν, επειδή κάτι τέτοιο ξεπερνά τις δυνατότητές τους. Γι αυτό είναι ίσως λογικό να βοηθάμε με κάποιους τρόπους τα παιδιά στο θέμα της τακτοποίησης:
Κάποια δωμάτια είναι ασφυκτικά γεμάτα. Τα χειμωνιάτικα ρούχα είναι πλάι στα καλοκαιρινά, τα παιχνίδια, με τα οποία το παιδί δεν παίζει πια εδώ και μήνες, βρίσκονται ακόμα στην ίδια θέση. Ένα καλό ξεκαθάρισμα του δωματίου -σε συνεννόηση με το παιδί- κάνει την τακτοποίηση ευκολότερη. Κι αν το παιδί δεν θέλει ν’ αποχωριστεί τα παλιά του παιχνίδια, τότε,
Οι γονείς μπορούν να συμφωνήσουν με το παιδί κάποιο τελετουργικό τακτοποίησης. Μπορούν να ορίσουν μια συγκεκριμένη μέρα και ώρα, όπου θα βοηθούν το παιδί -ανάλογα με την ηλικία και το στάδιο ανάπτυξής του- για ένα διάστημα. Στη συνέχεια θα το αφήσουν να κάνει τη δουλειά μόνο του. Τα παιδιά δέχονται αυτές τις συμφωνίες, όταν αισθάνονται ότι οι γονείς τους σέβονται την αντίληψή τους για την τάξη και δεν τους επιβάλλουν τις δικές τους ιδέες.
Προσοχή όμως: Τα παιδιά πρέπει κι εκείνα να τηρούν τις συμφωνίες. Αν δεν το κάνουν, παρόλο που οι γονείς τις προσαρμόζουν στις ανάγκες των παιδιών, πρέπει (τα παιδιά) να υποστούν τις συνέπειες.
Κείμενο του ψυχοθεραπευτή John Gray
Περισσότερες συμβουλές εδώ.