*Του Μάνου Σιφονιού
"Έχουμε συμφωνήσει να μην κάνουμε διάλογο". Αυτή η οξύμωρη παραδοχή για κάτι που ονομάζεται,debate συμπυκνώνει και το αποτέλεσμα που είδαμε χθες βράδυ από 14 πρωταγωνιστές σε μια ταινία που ξαναπαίχτηκε πρώτη φορά μετά από έξι χρόνια και μάλιστα από παλιά κόπια που είχε αρκετά ελαττώματα. Ο θρίαμβος του μαυρίσματος αλλά και του μπλε κουστουμιού στους άνδρες – καλά ούτε ένας δε βρέθηκε να βάλει έστω ένα γκρι – εις βάρος του πολιτικού λόγου και της αντιπαράθεσης με ουσία.
Χάσαμε απίστευτο τηλεοπτικό χρόνο σε αμηχανία και δισταγμό, πέρασε μια ώρα για να πέσει μια σπόντα (ΜεΪμαράκης: «… δεν θέλει να με δει», τα χομογελάκια και οι απόπειρες χιούμορ ήταν βεβιασμένα, αν όχι προκατασκευασμένα και η λογική να μη κάνουν τη λάθος κίνηση ήταν τελικά η λάθος κίνηση για όλους. Κανένας δεν ξεχώρισε με διαφορά.
Τις εντυπώσεις κέρδισε οριακά η Φώφη Γεννηματά παρά το ότι ήταν η πλέον «κλειδωμένη» και καθόλου ελεύθερη σε κινήσεις και χρωματισμό, αλλά όταν βάζεις γκολ στο 90 σε θυμούνται. Το ενωτικό κάλεσμα, η αναφορά στην οικογένεια και ο τρόπος της τελικώς κέρδισαν τις εντυπώσεις.
Ακολουθεί ο Σταύρος Θεοδωράκης που πέρασε τα μηνύματα του με το «πρώτη φορά, σοβαρά» και έχοντας μακράν την καλύτερη εξωλεκτική ομιλία με τις κινήσεις των χεριών και δακτύλων.
Ο Πάνος Καμμένος θα ήταν ίσως και στη ν πρώτη θέση με τον σταθερά πιο έντονο σφυγμό από όλους και τις καθαρές / συγκεκριμένες απαντήσεις, αν δεν έμπαινε στη διαδικασία της κοκορομαχίας με τον Πρόεδρο της ΝΔ. Ο Βαγγέλης Μειμαράκης μας ξένισε στην αρχή με την άνευρη παρουσία του σε σχέση με την εικόνα που είχαμε δει τις τελευταίες εβδομάδες.
Ήταν όμως ο πρώτος που έθεσε τον δάκτυλο επί τον τύπο των ήλων, καυτηριάζοντας το ρυθμό και το επίπεδο της συζήτησης, αλλάζοντας αμέσως τον τρόπο και το στυλ του και ζωντανεύοντας την κουβέντα για να εξατμιστεί πολύ γρήγορα στην κόντρα με τον Πάνο Καμμένο.
Ο Δημήτρης Κουτσούμπας μετρημένος και σοβαρός, αλλά όχι σοβαροφανής, γέλασε ειλικρινά όταν χρειάστηκε και απευθύνθηκε σε ένα λίγο μεγαλύτερο - από τους ψηφοφόρους του ΚΚΕ – ακροατήριο, και χωρίς αντιμνημονιακές κορώνες. Αυτές τις υιοθέτησε σχετικά ο αγχωμένος αρχικά Παναγιώτης Λαφαζάνης, ο οποίος επέμενε να προβάλλει συνεχώς την εναλλακτική λύση που προτείνει η ΛΑΕ, αρνούμενος βεβαίως να την περιγράψει.
Σε αυτό το περιβάλλον ο τέως πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας με την προνομιακή εικόνα (νέος, φρέσκο πρόσωπο, ρητορική δεινότητα) κατάφερε να μην κερδίσει. Εκνευρίστηκε, ενοχλήθηκε, συνοφρυώθηκε και δεν κέρδισε την συναισθηματική σχέση που αποτελεί τον κύριο στόχο στα debates, παρότι κάποιος μπορεί να έλεγε ότι καλά τα είπε. Γιατί στα debates καλώς, ή κακώς, δεν κερδίζουν οι πολιτικές, αλλά οι χαρακτήρες.
Δεν κερδίζει η ικανότητα διακυβέρνησης, αλλά το ηγετικό προφίλ που προβάλλεται. Δεν κερδίζει το περιεχόμενο, αλλά η εικόνα. Και αυτή ταλαιπωρήθηκε σχεδόν από όλους. Και αυτό θα πρέπει να προβληματίσει αμέσως τους δύο μονομάχους της ερχόμενης Δευτέρας.
Περισσότερες ειδήσεις εδώ.