Λίγο μετά την πτώση της χούντας η καθηγήτρια Μίκα Χαρίτου Φατούρου, με τη βοήθεια ενός πρώην βασανιστή που την εμπιστεύθηκε εντόπισε 16 πρώην βασανιστές της στρατονομίας. Απλά, καθημερινά παιδιά του λαού που έκαναν τη θητεία τους και μετατράπηκαν σε στυγνά εργαλεία της μεσαιωνικής βίας που άσκησε η χούντα, στις ανακρίσεις.
Οι συνεντεύξεις δημοσιεύθηκαν σε βιβλίο. Τα ονόματα μένουν κρυφά και αναφέρονται με κεφαλαία του λατινικού αλφαβήτου.
Οι πρώην πλέον βασανιστές, περιγράφουν τις πρώτες μέρες και τα μαρτύρια που οι ίδιοι υπέστησαν κατά την εκπαίδευσή τους στο κέντρο εκπαίδευσης στρατιωτικής αστυνομίας (ΚΕΣΑ).
Τα κείμενα που ακολουθούν είναι αποσπάσματα από το βιβλίο.
“Έπρεπε να μάθουμε να αγαπάμε τον πόνο,” δήλωσε ο “Α”, ο πιο απάνθρωπος και αποτελεσματικός βασανιστής που υπηρέτησε στο ΕΑΤ/ΕΣΑ.
Η διαδικασία “μύησης” των νεοσύλλεκτων ξεκινούσε από το τρένο που τους μετέφερε στο κέντρο εκπαίδευσης.
Από την πρώτη στιγμή της εκπαίδευσης μέχρι και την τελευταία, οι εκπαιδευόμενοι γνώρισαν μόνο γιουχαρίσματα, ξυλοδαρμούς και ψυχολογικό πόλεμο.
Οι αξιωματικοί παρακολουθούσαν από τα γραφεία τους για να σιγουρευτούν ότι οι εκπαιδευτές δεν “καλόπιαναν” τους νεοφερμένους.
Η ψυχολογική και σωματική βία ήταν απαραίτητη για να διαλύσει κάθε άμυνα που μπορεί να προέβαλαν οι υποψήφιοι.
Δεν τους επέτρεπαν να ικανοποιήσουν τις βιολογικές τους ανάγκες, διέκοπταν συνεχώς τον ύπνο τους και τους ξυλοκοπούσαν αδικαιολόγητα.
Θεωρούταν τεράστια ντροπή για έναν νεοσύλλεκτο να ζητήσει άδεια να χρησιμοποιήσει την τουαλέτα ή να επισκεφτεί τον γιατρό.
Σύμφωνα με μαρτυρία του “L”: “Δεν είχαμε καιρό να πάμε ούτε στην τουαλέτα. Κατουράγαμε στις αρβύλες μας ή τα κάναμε πάνω μας τη νύχτα ή χρησιμοποιούσαμε πλαστικές σακούλες”.
Όσο μεγαλύτερη αντοχή στα βασανιστήρια επεδείκνυε ο εκπαιδευόμενος, τόσο μεγαλύτερο σεβασμό αποσπούσε.
Ο όρκος της μύησης ακολουθούσε την ίδια λογική.
Οι νεοσύλλεκτοι έπρεπε να διασχίσουν γονατιστοί το στρατόπεδο και όταν έφταναν στο “πουλί”, το σύμβουλο της χούντας, να υψώσουν το δεξί τους χέρι και να απαγγείλουν δυνατά τον όρκο:
“Ορκιζόμαστε υπακοή και πίστη στην επανάσταση της 21ης Απριλίου 1967 και να αγαπάμε την πατρίδα μας, τον Παπαδόπουλο και τον Ιωαννίδη”.
Παράλληλα με τον σωματικό πόνο, οι εκπαιδευόμενοι επιβραβεύονταν με δηλώσεις του τύπου: “σας επέλεξε η μητέρα-πατρίδα”.
Η μαρτυρία του “B” περιγράφει ένα συνηθισμένο καψώνι:
“Μας ξύπναγαν τη νύχτα για καψώνι. Έβαζαν για παράδειγμα όλη τη διμοιρία να χορεύει και να τραγουδάει καλαματιανό και ξαφνικά άρχιζαν το ξύλο. Τότε ο χορός μεταβαλλόταν σε τραγωδία. Πιστεύω ότι με τα καψώνια, θέλανε να μας δείξουν πως ο ΥΣΑ είναι μηδαμινός, δεν είναι άνδρας, παλικαράς, χορευτής. Είναι θηλυκό ζώο. Είναι η κότα που κάνει το αυγό στο κράνος, το ζώο που βόσκει χορταράκι, που κάνει έρωτα στον σάκο.”
Οι αξιωματικοί απαιτούσαν τυφλή υποταγή από τους εκπαιδευόμενους.
Ο “G” αναφέρει μια εντυπωσιακή εμπειρία:
“Μια μέρα ο λοχίας μου είπε: “Αν σου πει ο διοικητής να σκοτώσεις τον πατέρα σου ή τη μάνα σου, τι θα κάνεις;”. Όταν απάντησα “Όχι”, εκείνος φώναξε στους άλλους: “Είναι τρελός, ακούστε τον τι λέει. Οφείλει να υπακούσει αν του δώσει διαταγή ο αξιωματικός.” Με χτύπησε γι’ αυτό”.
Μία μέρα πριν την τελετή που σηματοδοτούσε το τέλος της εκπαίδευσης, οι δόκιμοι ξυλοκοπήθηαν άγρια: “Ήταν λες και δεν είχαμε δικαίωμα ούτε να χαρούμε που παίρναμε πηλίκια”, είπε ο “Β”.
Αυτοί θα γίνονταν στρατονόμοι. Ανάμεσα τους κάποιοι έπρεπε να επιλεγούν για τα βασανιστήρια των ανακρίσεων.
Η δεύτερη φάση
Για όσους είχαν επιλεγεί να γίνουν βασανιστές, η αρχική εκπαίδευση της ΕΣΑ δεν ήταν επαρκής.
Η επιλογή γινόταν ύστερα από αυστηρή εξέταση των κριτηρίων. Σύφμωνα με τον βασανιστή “G”, επιλέγονταν παιδιά από χωριά, όχι Αθηναίους. Έπρεπε να είναι και κατώτερης κοινωνικής τάξης, επειδή ήταν πιο πιστοί στους αξιωματικούς.
Στη δεύτερη φάση της εκπαίδευσης, οι νεαροί άντρες που είχαν μάθει να υπακούν τυφλά διαταγές, έπρεπε να μάθουν να βασανίζουν χωρίς έλεος.
Εκτός από τις συνηθισμένες αγγαρείες, οι εκπαιδευόμενοι έπρεπε να αναισθητοποιηθούν στον πόνο των άλλων.
Στην αρχή, διατάζονταν να πηγαίνουν φαγητό στους κρατούμενος, να καθαρίζουν το αίμα από τα κελιά και περιστασιακά να τους δίνουν και μερικά χτυπήματα.
Αφού περνούσαν το πρώτο στάδιο, αναλάμβαναν τη φρούριση των θαλάμων κράτησης, όπου παρακολουθούσαν τα βασανιστήρια των κρατούμενων.
Στο τέλος, τους υποχρέωναν να συμμετέχουν σε ομαδικούς ξυλοδαρμούς.
Ο “Α”, που εξελίχθηκε σε έναν απ’ τους αγριότερους βασανιστές, είπε ότι μετά τον πρώτο ξυλοδαρμό που συμμετείχε, πήγε στο σπίτι της ξαδέλφης του και έκλαψε.
Ο “Β”, αρχηγός του Τμήματος Διώξεως και απόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής, περιέγραψε τα συναισθήματά του για τα βασανιστήρια:
“Όσο περισσότερο βασανίζεις, τόσο περισσότερο θέλεις να βασανίζεις. Μεθάς με την πάροδο του χρόνου… Οι τελευταίοι σπασμοί του κρατούμενου σε κάνουν να σκυλιάζεις περισσότερο”.
“Τσάι πάρτι με φρυγανιές”
Τα βασανιστήρια που επιβάλονταν στους κρατούμενους ονομάζονταν “Σχέδια” και ήταν αριθμημένα και διαβαθμισμένα ανάλογα με την αυστηρότητά τους.
Το “Σχέδιο Ένα” ήταν ήπιο. Πέντε άντρες εισάβαλλαν στο κελί ουρλιάζοντας και κραυγάζοντας. Έσπρωχναν, έβριζαν και χτυπόυσαν τον κρατούμενο, για να τον φοβερίσουν.
Οι βασανιστές αποκαλούσαν το σχέδιο αυτό και “τσάι πάρτι”.
Στο “Σχέδιο Δύο”, γνωστό και ως “Τσάι πάρτι με φρυγανιές”, άδειαζαν το κελί από έπιπλα και δύο άντρες χτυπούσαν τον κρατούμενο με γροθιές, κλοτσιές και γκλομπ, ουρλιάζοντας και βρίζοντας.
Το “Σχέδιο Τρία” ήταν η περίφημη “Δοκιμασία της ορθοστασίας“, όπου υποχρέωναν τον κρατούμενο να σταθεί μέσα σε ένα μικρό κύκλο διαμέτρου περίπου 36 εκατοστών και τον χτυπούσαν αν έβγαινε έξω από τα όριά του.
Οκτώ φρουροί σε τρίωρες βάρδιες παρακολουθούσαν προσεκτικά τον κρατούμενο.
Το βασανιστήριο διαρκούσε ημέρες, χωρίς να παρέχεται τροφή και νερό στον κρατούμενο.
Τον εμπόδιζαν να πιει ακόμη και το νερό από το καζανάκι ή τα ούρα του.
Αν οι οπλίτες δεν εκτελούσαν ικανοποιητικά τα καθήκοντά τους, έμπαιναν εκείνοι στη μέση του κύκλου και ξυλοκοπούνταν αλύπητα.
Οι “υπεράνδρες”
Οι βασανιστές της ΕΣΑ περηφανεύονταν ότι δεν χτυπούσαν γυναίκες.
Όχι επειδή διέθεταν ιδιαίτερα λεπτούς τρόπους, αλλά επειδή ήθελαν να αναδείξουν τη σωματική τους δύναμη.
Ήθελαν τα θύματά τους να είναι άνδρες, δυνατοί άνδρες, που μπορούσαν να προβάλουν σθεναρή αντίσταση.
Οι βασανιστές θεωρούσαν τους εαυτούς τους “υπεράνδρες”, ανώτερους και ισχυρότερους όλων.
Το τέλος της χούντας
Όταν ρωτήθηκαν για το τέλος της χούντας, οι περισσότεροι βασανιστές εξέφρασαν συναισθήματα απογοήτευσης, καθώς θα έχαναν τα προνόμια που τους προσέφερε η δουλειά τους και θα έπρεπε να επιστρέψουν στα χωριά απ’ όπου κατάγονταν.
Η υποδοχή που τους επιφύλασσαν όμως οι συγχωριανοί τους δεν ήταν ιδιαίτερα θερμή.
Πολλοί εκδιώχθηκαν απ’ τα χωριά τους και κουβαλούσαν το στίγμα του βασανιστή.
Όταν ζητήθηκε απ’ τον “Α” να συμβουλεύσει έναν νέο που βρισκόταν στην ίδια θέση, έδωσε την εξής απάντηση:
“Το καλύτερο που θα μπορούσε να κάνει είναι να λιποτακτήσει, να φύγει από τη χώρα, να μην πάει ποτέ στον στρατό. Δεν ειναι μόνο ο στιγματισμός σου από μια τέτοια κατάσταση. Είναι ότι από άνθρωπο σε μεταμόρφωναν σε ζώο. Αυτό είναι αρκετό!”.
ΠΗΓΗ: «Ο βασανιστής ως όργανο της κρατικής εξουσίας», Μίκα Χαρίτου-Φατούρου, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, via.
Περισσότερα θέματα για τη Χούντα εδώ.