Το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας (1914) που συνομολογήθηκε και υπογράφτηκε στις 13 Φεβρουαρίου του 1914 από τις Μεγάλες Δυνάμεις στη Φλωρεντία της Ιταλίας, εξ ου και η ονομασία του, ήταν η συνέχεια του προηγούμενου ομοίως Πρωτοκόλλου Φλωρεντίας (1913). Το δεύτερο αυτό πρωτόκολλο αποτελούσε στην πραγματικότητα διακοίνωση των αποφάσεων των Μεγάλων Δυνάμεων προς την Ελληνική Κυβέρνηση για τη χάραξη των Αλβανικών συνόρων.
Περιεχόμενο
Σύμφωνα μ΄ αυτές τις αποφάσεις το Αργυρόκαστρο, το Βουθρωτό, το Δέλβινο, η Κορυτσά, η Χειμάρα, οι Άγιοι Σαράντα και η νήσος Σάσων παραχωρούνται στην Αλβανία (νεοσύστατη Ηγεμονία). Παράλληλα η Ελλάδα καλείται να εκκενώσει τα εδάφη αυτά της Βορείας Ηπείρου τα οποία είχε καταλάβει ο ελληνικός στρατός αμέσως μετά την κατάληψη και απελευθέρωση των Ιωαννίνων (21 Φεβρουαρίου του 1913).
Ταυτόχρονα η εν λόγω διακοίνωση επιδίκαζε στην Ελλάδα τις νήσους Ίμβρο και Τένεδο, (προ των Στενών), καθώς και το Καστελόριζο.
Με το τέλος του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου, έληξε το Κρητικό ζήτημα.
Παρατηρήσεις
Κύριο λήμμα: Προσωρινή Κυβέρνηση της Βορείου Ηπείρου
Αντίθετα με τα παραπάνω οι Βορειοηπειρώτες αποφάσισαν ν΄ αντισταθούν επαναστατικά με τα όπλα. Στις 17 Φεβρουαρίου, μόλις τέσσερις μέρες μετά την παραπάνω διακοίνωση συνέρχεται επαναστατική συνέλευση στο Αργυρόκαστρο και ανακηρύσσει τη Βόρεια Ήπειρο σε "Αυτόνομη Πολιτεία" με προσωρινή κυβέρνηση υπό τον Γεώργιο Χ. Ζωγράφο. Τάχιστα οργανώθηκε στρατός από τον πατριώτη συνταγματάρχη Δημήτριο Δούλη και άρχισε να οργανώνει την άμυνα της περιοχή. Το κίνημα αυτό χαιρετίστηκε από τα τότε μεγάλα ευρωπαϊκά κέντρα του Τύπου με ιδιαίτερα μεγάλο ενθουσιασμό.
Παρά ταύτα η τότε Ελληνική κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου όχι μόνο δεν υπέβαλε καμία ένσταση, αλλά αντίθετα υποκύπτοντας και εγκαταλείποντας ουσιαστικά τον αγώνα των Βορειοηπειρωτών, στις 21 Φεβρουαρίου απάντησε στην παραπάνω Διακοίνωση ότι δέχεται την απόφαση, περιοριζόμενη μόνο σε αίτημα εγγυήσεων για την ασφάλεια των ελληνογενών κατοίκων, την ελεύθερη εκπαίδευσή τους και την ελεύθερη άσκηση των θρησκευτικών τους καθηκόντων, στις αναφερόμενες παραπάνω περιοχές.
Σημειώσεις
Τόσο το πρωτόκολλο αυτό όσο και το ομώνυμο του προηγούμενου έτους στην ουσία ήταν υπομνήματα της διεθνούς επιτροπής χάραξης συνόρων της νεοσύστατης Αλβανίας, που είχε οριστεί από το Πρωτόκολλο της Πρεσβευτικής Διάσκεψης και είχε συνομολογηθεί στο Λονδίνο τον Ιούλιο του 1913 υπό των αντιπροσώπων των τότε έξι Μεγάλων Δυνάμεων και που αφορούσε την αναγνώριση - ανεξαρτησία Ηγεμονίας της Αλβανίας.
Όταν διατάχθηκε ο ελληνικός στρατός να αποχωρήσει ακολούθησαν άγριες επιθέσεις των Αλβανών κατά ελληνικών χωριών τους οποίους και αντιμετώπισαν μόνοι τους οι Βορειοηπειρώτες. Οι δε αποδοκιμασίες που ακολούθησαν στην Ελλάδα υπήρξαν φυσικά ζωηρότερες
Τελικά δικαίωση δεν υπήρξε, ενώ η ακριβής χάραξη των ελληνοαλβανικών συνόρων έγινε μετά παρέλευση 11 ετών με το νεότερο Πρωτόκολλο Φλωρεντίας (1925) που και αυτό παρότι αποδοκιμάστηκε διεθνώς, έγινε δεκτό από την ελληνική κυβέρνηση.
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ
«Υπογράφηκε από την Επιτροπή Διακανονισμού των συνόρων της Νότιας Αλβανίας στη Φλωρεντία στις 17 Δεκεμβρίου 1913»
Χάραξη της Οροθετικής Γραμμής
Η οροθετική γραμμή ξεκινά από το σημείο C (σε χάρτη αυστριακής εκδόσεως υψοδείκτης 1738, στα ΒΑ της θέσεως Μάντρα Νικολίτσα), όπου τα προς τα Νότια όρια του Καζά (Επαρχίας) της Κορυτσάς συναντιόνται με την κορυφογραμμή του Γράμμου. Κατευθύνεται προς τα Νότια ακολουθώντας την κορυφογραμμή του Γράμμου, μέχρι την Μαύρη Πέτρα, στη συνέχεια περνάει από τους υψοδείκτες 2536 (Ελληνικοί χάρτες 2520) και 2019 και ενώνεται με το Γκόλιο.
Από εκεί, αφού ακολουθήσει τη γραμμή που διαχωρίζει τα νερά, μέχρι τον υψοδείκτη 1740, περνάει ανάμεσα από τα χωριά Ραντάτι και Προσήλιο (Κουρσάκα), κατευθύνεται προς το λόφο ΒΑ του Κούκεσι, από όπου κατεβαίνει για να φτάσει στο Σαραντάπορο ποταμό.
Από εκεί, αφού ακολουθήσει τη γραμμή που διαχωρίζει τα νερά, μέχρι τον υψοδείκτη 1740, περνάει ανάμεσα από τα χωριά Ραντάτι και Προσήλιο (Κουρσάκα), κατευθύνεται προς το λόφο ΒΑ του Κούκεσι, από όπου κατεβαίνει για να φτάσει στο Σαραντάπορο ποταμό.
Ακολουθεί την κοίτη του παραπάνω ποταμού μέχρι τη συμβολή του με τον Αωό (Βογιούσα) ποταμό, από όπου συναντά την κορυφογραμμή του όρους Τούμπα, περνώντας ανάμεσα στα χωριά Μολυβδοσκέπαστος (Δεπαλίτσα) και Μεσσαριά και στους υψοδείκτες 1956 και 2000.
Από την κορυφογραμμή της Τούμπας η οροθετική γραμμή κατευθύνεται προς τα Δυτικά στον υψοδείκτη 1621, περνώντας προς τα Βόρεια του χωριού Δρυμάδες.
Στη συνέχεια ακολουθεί τη γραμμή που διαχωρίζει τα νερά μέχρι τον υψοδείκτη στα ΒΑ του χωριού Επισκοπή (σύμφωνα με τις ενδείξεις του παραπάνω χάρτη).
Από εκεί κατευθύνεται προς τα Νότια ακολουθώντας την κορυφογραμμή ανάμεσα Ραντάτι, που παραμένει στην Αλβανία και Αργυροχώρι (Γαϊδοχώρι) που παραμένει στην Ελλάδα, κατεβαίνει προς την κοιλάδα του Δρίνου και διασχίζοντας τον ποταμό ανεβαίνει προς το λόφο της Κακκαβιάς, αφήνοντας τα χωριά Βάλτιστα (σημ. ιστολογίου: σημερινή Χαραυγή) και την Καστάνιανη στην Ελλάδα και την Κοσοβίτσα στην Αλβανία και φτάνει στη Μουργκάνα, υψοδείκτης 2124 (Ελληνικοί χάρτες 1806).
Από εκεί συναντά τη Στρουγγάρα και από το Βερτόπι και τον υψοδείκτη 750, αφήνοντας τα χωριά Γιάνναρη και Βέρβα στην Αλβανία, περνάει από τους υψοδείκτες 1014, 675, 839, κατευθύνεται προς τα ΒΔ και αφήνοντας την Κονίσπολη στην Αλβανία, ακολουθεί την κορυφογραμμή των λόφων Στύλος και Όρμπα και προτού φτάσει στον υψοδείκτη 254, στρέφεται προς τα Νότια και συναντά τον όρμο Φτελιά».
Με τη διακοίνωση τους οι Μεγάλες Δυνάμεις προς την Ελλάδα, ανακοίνωναν την απόφαση τους να δοθούν στο ελληνικό κράτος όλα τα νησιά του Αιγαίου, που στην πραγματικότητα κατέχονταν ήδη από αυτό, με εξαίρεση την Ίμβρο και την Τένεδο, που αποδίδονταν στην Τουρκία. Η οριστική εκδίκαση των νησιών δεν θα ίσχυε παρά μόνο όταν τα ελληνικά στρατεύματα εκκένωναν τα εδάφη της Βόρειας Ηπείρου που είχαν απελευθερώσει κατά τη διάρκεια του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου και τα οποία είχαν επιδικασθεί με το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας στην Αλβανία. Επίσης απαιτούσε από την Ελληνική Κυβέρνηση να δεσμευθεί και τυπικά ότι δεν θα πρόβαλε καμία αντίσταση, ούτε θα υποστήριζε ή θα ενθάρρυνε άμεσα ή έμμεσα κανενός είδους αντίδραση κατά του καθεστώτος που οι Έξι Δυνάμεις είχαν θεσπίσει στη «Νότια Αλβανία».
Η εκκένωση θα άρχιζε την 1η Μαρτίου 1914 (νέο ημερολόγιο) με την αποχώρηση των Ελληνικών από την περιοχή της Κορυτσάς και το νησί Σάσωνα και θα τερματιζόταν στις 31 Μαρτίου από την περιοχή Δελβίνου.
Η Ελλάδα μπροστά στον εκβιασμό «Αιγαίο ή Βόρειος Ήπειρος» και έχοντας μόλις βγει από δύο συνεχόμενους Βαλκανικούς Πολέμους - με μία Βουλγαρία και μία Τουρκία που καιροφυλακτούσαν για εκδίκηση από τις πρόσφατες συντριβές τους και γνωρίζοντας ότι δεν θα έχει καμία βοήθεια από πουθενά αλλού - αποφάσιζε να υποκύψει στη θέληση των ισχυρών και να εγκαταλείψει αυτή την πανάρχαια ελληνική γη που μόλις πριν λίγους μήνες είχε απελευθερώσει με ποταμούς αιμάτων...
Περισσότερα ιστορικά αφιερώματα εδώ.