ΑΝΩΜΑΛΑ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ
Μερικά ουσιαστικά της αρχαίας ελληνικής δεν κλίνονται ομαλά. Τα ουσιαστικά αυτά λέγονται ανώμαλα ουσιαστικά.
Τα ανώμαλα ουσιαστικά κατά το είδος της ανωμαλίας που παρουσιάζουν είναι 1)ανώμαλα κατά το γένος, 2) ετερόκλιτα, 3) μεταπλαστά, 4) ιδιόκλιτα, 5) άκλιτα και 6) ελλειπτικά.
1. Ανώμαλα κατά το γένος
Μερικά ουσιαστικά έχουν στον πληθυντικό αριθμό διαφορετικό γένος απ' ό,τι στον ενικό ή εκτός από το βασικό γένος έχουν συγχρόνως και ένα άλλο.
Ενικός αριθμός
|
Πληθυντικός αριθμός
| |||||
ὁ
|
λύχνος
|
τὰ
|
λύχνα
| |||
ὁ
|
σῖτος
|
τὰ
|
σῖτα
| |||
ὁ
|
δεσμὸς
|
οἱ
|
δεσμοὶ
|
και
|
τὰ
|
δεσμὰ
|
ὁ
|
σταθμὸς
|
οἱ
|
σταθμοὶ
|
και
|
τὰ
|
σταθμὰ
|
τὸ
|
στάδιον
|
τὰ
|
στάδια
|
και
|
οἱ
|
στάδιοι
|
(Π.β. τα νεοελλ.: ὁ πλοῦτος - τὰ πλούτη· ὁ βράχος - οἱ βράχοι και τὰ βράχια· ὁ λόγος - οἱ λόγοι και τὰ λόγια κ.ά.).
Μερικά ουσιαστικά έχουν στον ενικό αριθμό δύο γένη:
Ενικός Πληθυντικός
ὁ ζυγὸς και τὸ ζυγὸν τὰ ζυγὰ
ὁ νῶτος και τὸ νῶτον τὰ νῶτα
(Πβ. τα νεοελληνικά: ὁ πεῦκος και τὸ πεῦκο - τὰ πεῦκα κ.ά.).
2. Ετερόκλιτα
Ετερόκλιτα λέγονται μερικά ουσιαστικά που σχηματίζονται στον πληθυντικό ή σε μερικές πτώσεις κατά διαφορετική κλίση ή συγχρόνως κατά την ίδια και κατά διαφορετική κλίση·π.χ.
1) ὁ ἀμνός, τοῦ ἀμνοῦ κτλ. (κατά τη β΄ κλίση) και τοῦ ἀρνός, τῷ ἀρνί, τὸν ἄρνα - οἱ ἄρνες, τῶν ἀρνῶν, τοῖς ἀρνάσι, τοὺς ἄρνας (κατά τα συγκοπτόμενα της γ΄ κλίσης, από θ. ἀρεν-, ἀρν- του σπάνιου ονόμ. ὁ ἀρήν)·
2) ὁ Ἄρης, τοῦ Ἄρεως (από το Ἄρηος με αντιμεταχώρηση, τῷ Ἄρει, τὸν Ἄρη, ὦ Ἄρες (κατά την γ΄ κλίση) και αιτ. τὸν Ἄρην (κατά την α΄ κλίση)·
3) ἡ γυνὴ (κατά την α΄ κλίση), τῆς γυναικός, τῇ γυναικί, τὴν γυναῖκα, ὦ γύναι - αἱ γυναῖκες, τῶν γυναικῶν, ταῖς γυναιξί, τὰς γυναῖκας, ὦ γυναῖκες (κατά την γ΄ κλίση)·
4) τὸ δάκρυον, τοῦ δακρύου κτλ. (κατά τη β΄ κλίση) - και ονομ., αιτ. και κλητ.δάκρυ (κατά την γ΄ κλίση)·
5) ὁ Θαλῆς (από το Θαλέης), τοῦ Θαλοῦ, τῷ Θαλῇ, τὸν Θαλῆν (κατά τα συνηρημένα της α΄ κλίσης) - γεν. και τοῦ Θάλεω (κατά τα αττικόκλιτα) - και τοῦ Θάλητος, τῷ Θάλητι, τὸν Θάλητα (κατά την γ΄ κλίση)·
6) ὁ Οἰδίπους, τοῦ Οἰδίποδος, τῷ Οἰδίποδι, ὦ Οἰδίπου (κατά την γ΄ κλ.) - και τοῦ Οἰδίπου, τὸν Οἰδίπουν (κατά τα συνηρημένα της β΄ κλίσης, όπως τοῦ περίπλου, τὸν περίπλουν)·
7) ὁ ὄνειρος και τὸ ὄνειρον, τοῦ ὀνείρου κτλ. (κατά τη β΄ κλίση), τοῦ ὀνείρατος, τῷ ὀνείρατι - τὰ ὀνείρατα, τῶν ὀνειράτων, τοῖς ὀνείρασι (κατά την γ΄ κλίση)·
8) ὁ πρεσβευτής, τοῦ πρεσβευτοῦ, τῷ πρεσβευτῇ κτλ. (κατά την α΄ κλίση) - oἱπρέσβεις (= οἱ πρεσβευταί), τῶν πρέσβεων, τοῖς πρέσβεσι κτλ.) (κατά την γ΄ κλίση), από το ποιητ. όν. ὁ πρέσβυς (=ὁ γέρων), που οι πεζογράφοι το έλεγαν πρεσβύτης·
9) τὸ πῦρ, τοῦ πυρός, τῷ πυρὶ κτλ. (κατά την γ΄ κλίση) - τὰ πυρά, τῶν πυρῶν, τοῖς πυροῖς κτλ. (κατά τη β΄ κλίση)·
10) ὁ υἱός, τοῦ υἱοῦ, τῷ υἱῷ κτλ. (κατά τη β΄ κλίση) - και τοῦ υἱέος, τῷ υἱεῖ - οἱ υἱεῖς, τῶν υἱέων, τοῖς υἱέσι, τοὺς υἱεῖς κτλ. (κατά τη γ΄ κλίση)·
11) ὁ χρὼς (= δέρμα, έπιδερμίδα), τοῦ χρωτός, τῷ χρωτί, τὸν χρῶτα (κατά την γ΄ κλίση) - αλλά δοτ. και χρῷ (κατά τα αττικόκλιτα, στη φράση ἐν χρῷ = ως το δέρμα).
3. Μεταπλαστά
Μεταπλαστά λέγονται μερικά ουσιαστικά που κλίνονται κατά μία ορισμένη κλίση σε όλες τις πτώσεις, αλλά το θέμα τους (μεταπλάσσεται, δηλ.) μεταβάλλεται σε ορισμένες πτώσεις· π.χ.
1) ὁ Ἀπόλλων, τοῦ Ἀπόλλων-ος, τῷ Ἀπόλλων-ι, τὸν Ἀπόλλων-α και Ἀπόλλω, ὦ Ἄπολλον (θ. Ἀπολλων-, Ἀπολλω-, Απολλον)·
2) τὸ γόνυ, τοῦ γόνατ-ος, τῷ γόνατ-ι, τὸ γόνυ - τὰ γόνατ-α, τῶν γονάτ-ων, τοῖς γόνασι κτλ. (θ. γονυ-, γονατ-)·
3) τὸ δέλεαρ (= δόλωμα), τοῦ δελέατ-ος, τῷ δελέατ-ι κτλ. (θ. δελεαρ-, δελεατ-)·
4) τὸ δόρυ, τοῦ δόρατ-ος, τῷ δόρατ-ι κτλ. - τὰ δόρατ-α, τῶν δοράτ-ων κτλ. (θ.δορυ-, δορατ-)·
5) ὁ Ζεύς, τοῦ Δι-ός, τῷ Δι-ί, τὸν Δί-α, ὦ Ζεῦ (θ. Ζευ-, Δι-)·
6) τὸ ἧπαρ (= συκώτι), τοῦ ἥπατ-ος, τῷ ἥπατ-ι κτλ. - τὰ ἥπατ-α, τῶν ἡπάτ-ων κτλ. (θ. ἡπαρ-, ἡπατ-)·
7) ἡ κλείς, τῆς κλειδ-ός, τῇ κλειδ-ί, τὴν κλεῖδ-α και τὴν κλεῖ-ν, αἱ κλεῖδ-ες, τῶν κλειδ-ῶν, ταῖς κλει-σί, τὰς κλεῖδ-ας και τὰς κλεῖς (θ. κλειδ-, κλει-)·
8) τὸ κνέφας (= σκοτάδι), τοῦ (κνέφεσ-ος, κνέφε-ος) κνέφους, τῷ (κνέφεσ-ι, κνέφε-ϊ) κνέφει (κατά το βέλος· πβ. § 136) και τῷ (κνέφα-σι, κνέφα-ϊ) κνέφᾳ, τὸ κνέφας (κατά τὸ κρέας· πβ. § 139), χωρίς πληθ. (θ. κνεφασ- και κνεφεσ-)·
9) ὁ, ἡ κύων, κυν-ός, κυν-ί, κύν-α, κύον - κύν-ες, κυν-ῶν, κυ-σί(ν), κύν- ας, κύν-ες(θ. κυων-, κυον-, κυν-)·
10) ὁ μάρτυς, τοῦ μάρτυρ-ος, τῷ μάρτυρ-ι, τὸν μάρτυρ-α, ὦ μάρτυς - οἱ μάρτυρ-ες, τῶν μαρτύρ-ων, τοῖς μάρτυ-σι, τοὺς μάρτυρ-ας κτλ. (θ. μαρτυ-, μαρτυρ-)·
11) ἡ ναῦς (= πλοίο), τῆς νε-ὼς (από το νη-ὸς με αντιμεταχώρηση), τῇ νη-ί, τὴν ναῦ-ν, ὦ ναῦ - αἱ νῆ-ες, τῶν νε-ῶν, ταῖς ναυ-σί, τὰς ναῦς, ὦ νῆ-ες (θ. ναυ-, νη-, νε-)·
12) τὸ οὖς (βλ. § 123, 4), τοῦ ὠτός, τῷ ὠτ-ί, τὸ οὖς - τὰ ὦτ-α, τῶν ὤτ-ων, τοῖς ὠ-σί, τὰ ὦτ-α, ὦ ὦτ-α - τὼ ὦτ-ε, τοῖν ὤτ-οιν (θ. οὐσ-, ὠτ-)·
13) ὁ Ποσειδῶν (από το Ποσειδάων), τοῦ Ποσειδῶν-ος, τῷ Ποσειδῶν-ι, τὸν Ποσειδῶν-α και Ποσειδῶ, ὦ Πόσειδον (θ. Ποσειδαων- = Ποσειδων-, Ποσειδω-, Ποσειδον-)·
14) ἡ Πνύξ, τῆς Πυκν-ός, τῇ Πυκν-ί, τὴν Πύκν-α (θ. Πνυκ-, Πυκν-)·
15) ὁ σὴς (= σκόρος), τοῦ σε-ὸς (από το σεσ-ὸς) - οἱ σέ-ες, τῶν σέ-ων, τοὺς σέ-ας και τοῦ σητ-ός, οἱ σῆτ-ες, τῶν σητ-ῶν, τοὺς σῆτ-ας (θ. σησ-, σεσ-, σητ-)·
16) τὸ στέαρ (= λίπος), τοῦ στέατ-ος, τῷ στέατ-ι κτλ. (θ. στεαρ- στεατ-)·
17) τὸ ὕδωρ, τοῦ ὕδατ-ος, τῷ ὕδατ-ι κτλ. (θ. ὑδωρ-, ὑδατ-)·
18) τὸ φρέαρ (= πηγάδι), τοῦ φρέατ-ος, τῷ φρέατ-ι κτλ. (θ. φρεαρ-, φρεατ-)·
19) ἡ χείρ, τῆς χειρ-ός, τῇ χειρ-ί, τὴν χεῖρ-α, ὦ χεὶρ - αἱ χεῖρ-ες, τῶν χειρ-ῶν, ταῖς χερ-σί, τὰς χεῖρ-ας, ὦ χεῖρ-ες - τὼ χεῖρ-ε, τοῖν χερ-οῖν (θ. χειρ-, χερ-).
4. Ιδιόκλιτα
Ιδιόκλιτα ουσιαστικά λέγονται όσα δεν κλίνονται σύμφωνα με μία από τις τρεις κλίσεις, παρά ακολουθούν δικό τους σχηματισμό, δηλ. κλίνονται με ιδιαίτερο τρόπο. Τέτοια είναι μερικά κύρια ονόματα α) ελληνικά με συντομότερο τύπο, δηλ. με αφαίρεση συλλαβών, και β) ξενικά· π.χ.
ονομαστική
|
γεν.
|
δοτ.
|
αιτ.
|
κλ.
|
Ἀλεξᾶς (από το Ἀλέξανδρος)
|
-ᾶ
|
-ᾷ
|
-ᾶν
|
-ᾶ
|
Μητρᾶς (από το Μητρόδωρος)
|
-ᾶ
|
-ᾷ
|
-ᾶν
|
-ᾶ
|
Φιλῆς (από το Φιλήμων)
|
-ῆ
|
-ῇ
|
-ῆν
|
-ῆ
|
Διονῦς (από το Διονύσιος)
|
-ῦ
|
-ῦ
|
-ῦν
|
-ῦ
|
Ἰησοῦς (εβραϊκό όνομα)
|
-οῦ
|
-οῦ
|
-οῦν
|
-οῦ
|
Νεκῶς (αιγυπτ. όνομα)
|
-ῶ
|
-ῷ
|
-ῶν
|
-ῶ
|
Ιδιόκλιτα είναι και μερικά προσηγορικά σε -ᾶς: ὁ φαγᾶς, ὁ καταφαγᾶς (= αυτός που τρώει αρπαχτικά), ὁ τρεσᾶς (= άνθρωπος που τρέπεται σε φυγή από φόβο, δειλός) κ.ά.
Τα ιδιόκλιτα συνηθίζονται μόνο στον ενικό.
5. Άκλιτα
Άκλιτα ουσιαστικά λέγονται όσα δεν κλίνονται, δηλ. όσα διατηρούν σε όλες τις πτώσεις τον ίδιο τύπο. Τέτοια είναι:
1) το ουδ. όν. τὸ χρεὼν (= η ανάγκη), τοῦ χρεών, τῷ χρεὼν κτλ.·
2) τα ονόμ. των γραμμάτων του αλφαβήτου (που συνηθίζονται ουδέτερα): τὸ ἄλφα (τοῦ ἄλφα κτλ.), τὸ βῆτα (τοῦ βῆτα κτλ.), τὸ γάμμα (τοῦ γάμμα κτλ.)·
3) το απαρέμφατο με το ουδέτερο άρθρο: τὸ λέγειν (τοῦ λέγειν κτλ.)·
4) οποιαδήποτε λέξη (κλιτή ή άκλιτη), καθώς και φράση ολόκληρη, όταν χρησιμοποιούνται ως παραδείγματα ή ως ουσιαστικά αποχωρισμένα από την όλη φράση, με το ουδ. άρθρο εμπρός από αυτά: τὸ ἄνθρωπος ἐστὶν ὄνομα· τὸ ἀρκτικὸν φωνῆεν τοῦ ἄνθρωπος· τὸ λίαν ἧσσον ἐπαινῶ τοῦ μηδὲν ἄγαν· (πβ. τα νεοελλ.: το παίζω είναι ρήμα · να κλιθεί ο αόριστος του παίζω· το πάτερ ἡμῶν, του πάτερ ἡμῶν κτλ.)·
5) μερικά ξενικά κύρια ονόματα: ὁ Ἀδὰμ (τοῦ Ἀδὰμ κτλ.), ὁ Δαβὶδ (τοῦ Δαβὶδκτλ.), τὸ Πάσχα (τοῦ Πάσχα κτλ.), ονόματα εβραϊκά κ.ά.
6. Ελλειπτικά
Ελλειπτικά ουσιαστικά λέγονται όσα είναι εύχρηστα μόνο σε μερικές πτώσεις. Τέτοια είναι:
1) οι λ. τὸ ὄφελος, τὸ ὄναρ και τὸ ὕπαρ (= όραμα, οπτασία), που είναι εύχρηστες μόνο στην ονομ., αιτ. και κλητ. του ενικού (πβ. τα νεοελλ.: το δείλι, το πρωί κτλ.)·
2) οι λ. τὸ δέμας (= σώμα), τὸ σέβας και τὸ σέλας (= λαμπρό φως), που είναι εύχρηστες επίσης στην ονομ., αιτ. και κλητ. του ενικού·
3) η λ. μάλης (γεν.), εύχρηστη μόνο στη φράση ὑπὸ μάλης (= κάτω από τη μασχάλη)·
4) η λ. νέωτα (αιτ. εν.), εύχρηστη στη φράση ἐς νέωτα (= του χρόνου)·
5) οι κλητικές ὦ μέλε (= καλέ μου) και ὦ τᾶν (= φίλε μου).
Περισσότερο πλούσιο εκπαιδευτικό υλικό για το Δημοτικό εδώ.