ΑΝΤΩΝΥΜΙΕΣ
Αντωνυμίες λέγονται οι κλιτές λέξεις που χρησιμοποιούνται στο λόγο κυρίως στη θέση ονομάτων (ουσιαστικών ή επιθέτων): ῥώμη μετὰ μὲν φρονήσεως ὠφέλησεν, ἄνευ δὲ ταύτης (δηλ. τῆς φρονήσεως) ἔβλαψε – τοὺς ἀγαθοὺς ἄνδρας πάντες τιμῶσι· τοιοῦτοι (δηλ. ἀγαθοί) καὶ ὑμεῖς γίγνεσθε.
Τα είδη των αντωνυμιών
Οι αντωνυμίες είναι εννέα ειδών: 1) προσωπικές, 2) δεικτικές, 3) οριστικές ή επαναληπτικές, 4) κτητικές, 5) αυτοπαθητικές, 6) αλληλοπαθητικές, 7)ερωτηματικές, 8) αόριστες και 9) αναφορικές.
1. Προσωπικές αντωνυμίες
Προσωπικές λέγονται οι αντωνυμίες που φανερώνουν τα τρία πρόσωπα του λόγου.
Πρώτο πρόσωπο είναι εκείνο που μιλεί: εγώ·
Δεύτερο πρόσωπο είναι εκείνο που του μιλούμε: σύ·
Τρίτο πρόσωπο είναι εκείνο για το οποίο γίνεται λόγος: αὐτός, ἐκεῖνος κτλ.
Οι προσωπικές αντωνυμίες κλίνονται έτσι:
Ενικός αριθμός
| |||
α' πρόσ.
|
β' πρόσ.
|
γ' πρόσ.
| |
ον.
|
ἐγὼ
|
σὺ
|
—
|
γεν.
|
ἐμοῦ, μου
|
σοῦ, σου
|
(οὗ)
|
δοτ.
|
ἐμοί, μοι
|
σοί, σοι
|
οἷ, οἱ
|
αιτ.
|
ἐμέ, με
|
σέ, σε
|
(ἓ)
|
Πληθυντικός αριθμός
| |||
ον.
|
ἡμεῖς
|
ὑμεῖς
|
(σφεῖς)
|
γεν.
|
ἡμῶν
|
ὑμῶν
|
(σφῶν)
|
δοτ.
|
ἡμῖν
|
ὑμῖν
|
σφίσι(ν)
|
αιτ.
|
ἡμᾶς
|
ὑμᾶς
|
(σφᾶς)
|
Δυϊκός: α΄ πρόσ. ον., αιτ. νὼ — γεν., δοτ., νῷν
β' πρόσ. » » σφὼ — » » σφῷν
2. Δεικτικές αντωνυμίες
Δεικτικές λέγονται οι αντωνυμίες που φανερώνουν δείξιμο (αισθητό ή νοητό).
Δεικτικές αντωνυμίες της αρχαίας ελληνικής είναι οι ακόλουθες (όλες τρικατάληκτες με τρία γένη):
οὗτος, αὕτη, τοῦτο
ἐκεῖνος, ἐκείνη, ἐκεῖνο
ὅδε, ἥδε, τόδε (= αυτός εδώ, αυτός δα, ο εξής)
τοιόσδε, τοιάδε, τοιόνδε ή τοιοῦτος, τοιαύτη, τοιοῦτο(ν) (= τέτοιος).
τηλικόσδε, τηλικήδε, τηλικόνδε ή τηλικοῦτος, τηλικαύτη, τηλικοῦτο(ν) (= τόσο μεγάλος).
1) Η αντωνυμία οὗτος, αὗτη, τοῦτο κλίνεται έτσι:
Ενικός αριθμός
|
Πληθυντικός αριθμός
| |||||
ον.
|
οὗτος
|
αὕτη
|
τοῦτο
|
οὗτοι
|
αὗται
|
ταῦτα
|
γεν.
|
τούτου
|
ταύτης
|
τούτου
|
τούτων
|
τούτων
|
τούτων
|
δοτ.
|
τούτῳ
|
ταύτῃ
|
τούτῳ
|
τούτοις
|
ταύταις
|
τούτοις
|
αιτ.
|
τοῦτον
|
ταύτην
|
τοῦτο
|
τούτους
|
ταύτας
|
ταῦτα
|
κλ.
|
(ὦ) οὗτος
|
(ὦ) αὕτη
|
—
|
—
|
—
|
—
|
Δυϊκός (και για τα τρία γένη): ον., αιτ., κλ. τούτω - γεν., δοτ. τούτοιν.
2) Η αντων. ἐκεῖνος, ἐκείνη, ἐκεῖνο κλίνεται ως τρικατάληκτο επίθετο της β΄ κλίσης σε -ος, -η, -ον, αλλά χωρίς το τελικό ν στο ουδέτερο.
3) Η αντωνυμία ὅδε, ἥδε, τόδε σχηματίστηκε από το άρθρο ὁ, ἡ, τὸ (που αρχικά είχε δεικτική σημασία) μαζί με το εγκλιτικό δεικτικό μόριο δὲ στο τέλος του. Κλίνεται όπως το άρθρο με το εγκλιτικό μόριο δὲ:
Ενικός αριθμός
|
Πληθυντικός αριθμός
| |||||
ον.
|
ὅδε
|
ἥδε
|
τόδε
|
οἵδε
|
αἵδε
|
τάδε
|
γεν.
|
τοῦδε
|
τῆσδε
|
τοῦδε
|
τῶνδε
|
τῶνδε
|
τῶνδε
|
δοτ.
|
τῷδε
|
τῇδε
|
τῷδε
|
τοῖσδε
|
ταῖσδε
|
τοῖσδε
|
αιτ.
|
τόνδε
|
τήνδε
|
τόδε
|
τούσδε
|
τάσδε
|
τάδε
|
Δυϊκός (και για τα τρία γένη): ον., αιτ. τώδε — γεν., δοτ. τοῖνδε
4) Οι αντωνυμίες τοιόσδε, τοιάδε, τοιόνδε — τοσόσδε, τοσήδε, τοσόνδε και τηλικόσδε, τηλικήδε, τηλικόνδε (που απαρτίζονται από τις αρχαιότερες αντωνυμίεςτοῖος, τόσος, τηλίκος και το εγκλιτικό μόριο δὲ) κλίνονται μόνο κατά το πρώτο μέρος τους, με το μόριο δὲ αμετάβλητο: τοιόσδε, τοιάδε, τοιόνδε — τοιοῦδε, τοιάσδε, τοιοῦδε — τοιῷδε, τοιᾷδε, τοιῷδε κτλ. — τοιοίδε, τοιαίδε, τοιάδε — τοιῶνδε — τοιοῖσδε, τοιαῖσδε, τοιοῖσδε κτλ.
5) Οι αντωνυμίες τοιοῦτος, τοσοῦτος, τηλικοῦτος (που είναι σύνθετες από τις αρχαιότερες αντωνυμίες τοῖος, τόσος, τηλίκος και την αντων. οὗτος) κλίνονται έτσι:
Ενικός αριθμός
|
Πληθυντικός αριθμός
| |||||
ον.
|
τοιοῦτος
|
τοιαύτη
|
τοιοῦτο(ν)
|
τοιοῦτοι
|
τοιαῦται
|
τοιαῦτα
|
γεν.
|
τοιούτου
|
τοιαύτης
|
τοιούτου
|
τοιούτων
|
τοιούτων
|
τοιούτων
|
δοτ.
|
τοιούτῳ
|
τοιαύτῃ
|
τοιούτῳ
|
τοιούτοις
|
τοιαύταις
|
τοιούτοις
|
αιτ.
|
τοιοῦτον
|
τοιαύτην
|
τοιοῦτο(ν)
|
τοιούτους
|
τοιαύτας
|
τοιαῦτα
|
Δυϊκός (και για τα τρία γένη): ον., αιτ. τοιούτω — γεν., δοτ. τοιούτοιν.
3. Οριστική ή επαναληπτική αντωνυμία
Η αντωνυμία αὐτός, αὐτή, αὐτό στην αρχαία ελληνική είναι οριστική ή επαναληπτική.
1) Οριστική είναι η αντωνυμία αὐτός (σε όλες τις πτώσεις) όταν χρησιμεύει για να ορίσει κάτι (δηλ. να το ξεχωρίσει από άλλα): τὴν στρατείαν αὐτὸς Ξέρξης ἤγαγε (= μόνος του ο Ξ., αυτός ο ίδιος και όχι άλλος) — ἔσωσε καὶ αὐτὸν καὶ τοὺς παῖδας (και αυτόν τον ίδιο και τα παιδιά).
2) Επαναληπτική είναι η αντωνυμία αὐτὸς (μόνο στις πλάγιες πτώσεις), όταν χρησιμεύει για να επαναλάβει κάτι που γι' αυτό έγινε λόγος πρωτύτερα. Με τέτοια σημασία η αντων. αὐτὸς στις πλάγιες πτώσεις χρησιμοποιείται στη θέση της προσ. αντων. του γ΄ προσώπου: βασιλεὺς καὶ οἱ μετ' αὐτοῦ (δηλ. τοῦ βασιλέως) ή καὶ oἱ σὺναὐτῷ (δηλ. τῷ βασιλεῖ) — Κῦρον μεταπέμπεται ἀπὸ τῆς ἀρχῆς, ἧς αὐτὸν (δηλ. τὸν Κῦρον) σατράπην ἐποίησε.
Η αντων. αὐτὸς κλίνεται σαν τρικατάληκτο επίθετο της β΄ κλίσης σε -ος, -η, -ον, αλλά χωρίς το τελικό ν στο ουδέτερο του ενικού: αὐτός, αὐτή, αὐτὸ — γεν. αὐτοῦ, αὐτῆς, αὐτοῦ κτλ. (π.χ.: σοφός, σοφή, σοφόν).
Η αντων. αὐτός, όταν εκφέρεται μαζί με το άρθρο, σημαίνει ταυτότητα (ὁ αὐτὸς = ο ίδιος): τὴν Ἀττικήν ἄνθρωποι ᾤκουν οἱ αὐτοὶ ἀεί (= οι ίδιοι πάντοτε).
4. Κτητικές αντωνυμίες
Κτητικές λέγονται οι αντωνυμίες που φανερώνουν σε ποιον ανήκει κάτι, δηλ. ορίζουν τον κτήτορα.
Οι κτητικές αντωνυμίες έχουν τρία πρόσωπα, όπως και οι προσωπικές, και σχηματίζονται από τα θέματα των αντίστοιχων προσωπικών αντωνυμιών:
Α΄ Για έναν κτήτορα
α΄ πρόσωπο: ἐμός, ἐμή, ἐμὸν (= δικός μου, δική μου, δικό μου)·
β΄ πρόσωπο: σός, σή, σὸν (= δικός σου, δική σου, δικό σου)·
γ΄ πρόσωπο: ἑός, ἑή, ἑὸν (= δικός του, δική του, δικό του).
Β΄ Για πολλούς κτήτορες
α΄ πρόσ.: ἡμέτερος, ἡμετέρα, ἡμέτερον (= δικός μας, δική μας, δικό μας)·
β΄ πρόσ.: ὑμέτερος, ὑμετέρα, ὑμέτερον (= δικός σας, δική σας, δικό σας)·
γ΄ πρόσ.: σφέτερος, σφετέρα, σφέτερον (= δικός τους, δική τους, δικό τους).
. Οι κτητικές αντωνυμίες κλίνονται σαν τρικατάληκτα επίθετα της β΄ κλίσης σε -ος, -η, -ον και -ος, -α, -ον: ἐμός, ἐμή, ἐμόν (όπως σοφός, σοφή, σοφὸν) — ἡμέτερος, ἡμετέρα, ἡμέτερον (όπως δίκαιος, δικαία, δίκαιον).
Αυτοπαθητικές αντωνυμίες
Αυτοπαθητικές λέγονται οι αντωνυμίες που φανερώνουν ότι το ίδιο υποκείμενο ενεργεί και συγχρόνως παθαίνει: ἐγὼ τιμῶ ἐμαυτὸν (= εγώ τιμώ τον εαυτό μου) – γνῶθι σαυτὸν (= συ γνώρισε τον εαυτό σου) – οὗτος ἐπιμελεῖται ἑαυτοῦ(= αυτός φροντίζει για τον εαυτό του) κτλ.
Οι αυτοπαθητικές αντωνυμίες εξαιτίας της σημασίας τους δε συνηθίζονται στην ονομαστική, παρά μόνο στις πλάγιες πτώσεις. Οι αντωνυμίες αυτές έχουν τρία πρόσωπα και κλίνονται κατά τον ακόλουθο τρόπο:
Ενικός αριθμός
| ||||
α΄ προσώπου
|
β΄ προσώπου
| |||
αρσ.
|
θηλ.
|
αρσ.
|
θηλ.
| |
γεν.
|
ἐμαυτοῦ
|
ἐμαυτῆς
|
σεαυτοῦ
|
σεαυτῆς
|
δοτ.
|
ἐμαυτῷ
|
ἐμαυτῇ
|
σεαυτῷ
|
σεαυτῇ
|
αιτ.
|
ἐμαυτὸν
|
ἐμαυτὴν
|
σεαυτὸν
|
σεαυτὴν
|
Πληθυντικός αριθμός
| ||||
γεν.
|
ἡμῶν αὐτῶν
|
ἡμῶν αὐτῶν
|
ὑμῶν αὐτῶν
|
ὑμῶν αὐτῶν
|
δοτ.
|
ἡμῖν αὐτοῖς
|
ἡμῖν αὐταῖς
|
ὑμῖν αὐτοῖς
|
ὑμῖν αὐταῖς
|
αιτ.
|
ἡμᾶς αὐτοὺς
|
ἡμᾶς αὐτὰς
|
ὑμᾶς αὐτοὺς
|
ὑμᾶς αὐτὰς
|
γ΄ προσώπου
Ενικός αριθμός
| |||
αρσ.
|
θηλ.
|
ουδ.
| |
γεν.
|
ἑαυτοῦ
|
ἑαυτῆς
|
—
|
δοτ.
|
ἑαυτῷ
|
ἑαυτῇ
|
—
|
αιτ.
|
ἑαυτὸν
|
ἑαυτὴν
|
ἑαυτὸ
|
Πληθυντικός αριθμός
| |||
αρσ.
|
θηλ.
|
ουδ.
| |
γεν.
|
ἑαυτῶν ή σφῶν αὐτῶν
|
ἑαυτῶν ή σφῶν αὐτῶν
|
—
|
δοτ.
|
ἑαυτοῖς ή σφίσιν αὐτοῖς
|
ἑαυταῖς ή σφίσιν αὐταῖς
|
—
|
αιτ.
|
ἑαυτοὺς ή σφᾶς αὐτοὺς
|
ἑαυτὰς ή σφᾶς αὐτὰς
|
ἑαυτὰ
|
6. Αλληλοπαθητική αντωνυμία
Αλληλοπαθητική λέγεται η αντωνυμία που φανερώνει ότι δύο ή περισσότερα πρόσωπα ενεργούν και παθαίνουν αμοιβαίως: οὗτοι ἠδίκουν ἀλλήλους (= ο ένας αδικούσε τον άλλον, δηλ. καθένας αδικούσε τους άλλους και συγχρόνως τον αδικούσαν οι άλλοι).
Η αλληλοπαθητική αντωνυμία, επειδή είναι λέξη που φανερώνει δύο ή περισσότερα πρόσωπα, έχει μόνο δυϊκό και πληθυντικό. Δε συνηθίζεται στην ονομαστική αλλά μόνο στις πλάγιες πτώσεις. Έχει τρία γένη και κλίνεται όπως τα τρικατάληκτα επίθετα της β΄ κλίσης:
Δυϊκός αριθμός
|
Πληθυντικός αριθμός
| |||
(και για τα τρία γένη)
|
αρσ.
|
θηλ.
|
ουδ.
| |
γεν.
|
ἀλλήλοιν
|
ἀλλήλων
|
ἀλλήλων
|
ἀλλήλων
|
δοτ.
|
ἀλλήλοιν
|
ἀλλήλοις
|
ἀλλήλαις
|
ἀλλήλοις
|
αιτ.
|
ἀλλήλω
|
ἀλλήλους
|
ἀλλήλας
|
ἄλληλα
|
7. Ερωτηματικές αντωνυμίες
Ερωτηματικές λέγονται οι αντωνυμίες που εισάγουν ερωτήσεις: πόσαι σοι οἰκίαι ἦσαν; — Μανία δὲ τίνος ἦν; — Κῦρος ἤρετο τίς ὁ θόρυβος εἴη.
Ερωτηματικές αντωνυμίες της αρχαίας ελληνικής είναι:
1) τίς (αρσ. και θηλ.), τί (ουδ.) (= ποιος;)
2) πότερος, ποτέρα, πότερον (= ποιος από τους δύο;)·
3) πόσος, πόση, πόσον·
4) ποῖος, ποία, ποῖον (= τι λογής;)·
5) πηλίκος, πηλίκη, πηλίκον (= πόσο μεγάλος; ή ποιας ηλικίας;)·
6) ποδαπός, ποδαπή, ποδαπὸν (= από ποιον τόπο;)·
7) πόστος, πόστη, πόστον (= τι θέση έχει σε μια αριθμητική σειρά; πβ. πρῶτος, τρίτος κτλ.)·
8) ποσταῖος, ποσταία, ποσταῖον (= σε πόσες μέρες; — πβ. τριταῖος, τεταρταῖοςκτλ.).
Εκτός από την αντων. τίς, τί, όλες οι άλλες ερωτηματικές αντωνυμίες κλίνονται όπως τα τρικατάληκτα επίθετα της β΄ κλίσης (σε -ος, -η, -ον ή -ος, -α, -ον).
Η ερωτηματική αντωνυμία τίς, τί είναι δικατάληκτη με τρία γένη και κλίνεται κατά την γ΄ κλίση:
Ενικός αριθμός
|
Πληθυντικός αριθμός
| |||
αρσ. και θηλ.
|
ουδέτ.
|
αρσ. και θηλ.
|
ουδέτ.
| |
ον.
|
τίς
|
τί
|
τίνες
|
τίνα
|
γεν.
|
τίνος ή τοῦ
|
τίνος ή τοῦ
|
τίνων
|
τίνων
|
δοτ.
|
τίνι ή τῷ
|
τίνι ή τῷ
|
τίσι(ν)
|
τίσι(ν)
|
αιτ.
|
τίνα
|
τί
|
τίνας
|
τίνα
|
Δυϊκός (και για τα τρία γένη): ον., αιτ. τίνε — γεν., δοτ. τίνοιν.
8. Αόριστες αντωνυμίες
Αόριστες λέγονται οι αντωνυμίες που φανερώνουν κάτι αόριστο, που δεν μπορεί κανείς ή δε θέλει να το ονομάσει: Κῦρε, λέγουσί τινες (= κάποιοι) ὅτι πολλὰ ὑπισχνεῖ,... ἔνιοι (= μερικοί) δὲ ὅτι οὐκ ἂν δύναιο ἀποδοῦναι ὅσα ὑπισχνεῖ.
Αόριστες αντωνυμίες της αρχαίας είναι κυρίως οι ακόλουθες τρεις:
1) τὶς (αρσ. και θηλ.), τὶ (ουδ.) (= κάποιος)·
2) ὁ δεῖνα, ἡ δεῖνα, τὸ δεῖνα·
3) ἔvιοι, ἔνιαι, ἔνια (= μερικοί).
Από τις αόριστες αντωνυμίες:
α) η αντωνυμία τίς, τὶ είναι δικατάληκτη με τρία γένη και κλίνεται κατά την γ΄ κλίση:
Ενικός αριθμός
|
Πληθυντικός αριθμός
| |||
αρσ. και θηλ.
|
ουδέτ.
|
αρσ. και θηλ.
|
ουδέτ.
| |
ον.
|
τὶς
|
τὶ
|
τινὲς
|
τινὰ ή ἄττα
|
γεν.
|
τινὸς ή του
|
τινὸς ή του
|
τινῶν
|
τινῶν
|
δοτ.
|
τινὶ ή τῳ
|
τινὶ ή τῳ
|
τισὶ(ν)
|
τισὶ(ν)
|
αιτ.
|
τινὰ
|
τὶ
|
τινὰς
|
τινὰ ή ἄττα
|
Δυϊκός (και για τα τρία γένη): ον., αιτ. τινὲ — γεν., δοτ. τινοῖν.
β) η αντωνυμία δεῖνα στην αρχαία ελληνική ή μένει άκλιτη (όπως στη νέα) ή κλίνεται κατά την γ΄ κλίση:
Ενικός αριθμός
|
Πληθυντικός αριθμός
| ||||||
ον.
|
ὁ
|
ἡ
|
τὸ
|
δεῖνα
|
οἱ
|
αἱ
|
δεῖνες
|
γεν.
|
τοῦ
|
τῆς
|
τοῦ
|
δεῖνος
|
τῶν
|
δείνων
| |
δοτ.
|
τῷ
|
τῇ
|
τῷ
|
δεῖνι
|
(τοῖς
|
ταῖς
|
δεῖσι)
|
αιτ.
|
τὸν
|
τὴν
|
τὸ
|
δεῖνα
|
τοὺς
|
τὰς
|
δεῖνας
|
γ) η αντωνυμία ἔνιοι, ἔνιαι, ἔνια βρίσκεται μόνο στον πληθ. και κλίνεται σαν τρικατάληκτο επίθετο της β΄ κλίσης
Στις αόριστες αντωνυμίες ανήκουν και τα ακόλουθα επίθετα που λέγονται και επιμεριστικές αντωνυμίες, γιατί σημαίνουν επιμερισμό από ένα σύνολο δύο ή περισσότερων ουσιαστικών:
1) πᾶς, πᾶσα, πᾶν (= καθένας χωρίς καμιά εξαίρεση· μ' αυτή τη σημασία ο πληθ.πάντες = όλοι): οὐ παντὸς πλεῖν ἐς Κόρινθον (= δεν είναι εύκολο στον καθένα κτλ.) -πάντες ἐθαύμαζον (= όλοι εθαύμαζαν)·
2) ἕκαστος, ἑκάστη, ἕκαστον (= καθένας)·
3) ἄλλος, ἄλλη, ἄλλο·
4) οὐδείς, οὐδεμία, οὐδὲν - μηδείς, μηδεμία, μηδὲν (= κανείς)·
5) ἀμφότεροι, ἀμφότεραι, ἀμφότερα (= και οι δύο μαζί)·
6) ἑκάτερος, ἑκατέρα, ἑκάτερον (= καθένας από τους δύο)·
7) ἕτερος, ἑτέρα, ἕτερον (= άλλος· λέγεται για δύο ουσιαστικά)·
8) οὐδέτερος, οὐδετέρα, οὐδέτερον — μηδέτερος, μηδετέρα, μηδέτερον (= ούτε ο ένας ούτε ο άλλος)·
9) ποσός, ποσή, ποσὸν (= κάμποσος· π.χ. πόσος)·
10) ποιός, ποιά, ποιὸν (προφ. ποι-ός, ποι-ά, ποι-ὸν) (= κάποιας λογής· π.χ. ποῖος)·
11) ἀλλοδαπός, ἀλλοδαπή, ἀλλοδαπὸν (= από άλλον τόπο· π.χ. ποδαπός).
Από τις επιμεριστικές αντωνυμίες:
α) η αντων. πᾶς, πᾶσα, πᾶν χρησιμεύει και ως επίθετο (= όλος, ολόκληρος): πᾶς ἀνήρ, πᾶσα ἡ πόλις.
β) οι αντων. οὐδεὶς και μηδεὶς κλίνονται όπως το αριθμητικό εἷς, μία, ἓν, αλλά στο αρσενικό γένος έχουν και πληθ. αριθμό οὐδένες, μηδένες (= κανείς, χωρίς εξαίρεση):
Ενικός αριθμός
|
Πληθ. αριθμός
| |||
ον.
|
οὐδεὶς
|
οὐδεμία
|
οὐδὲν
|
οὐδένες
|
γεν.
|
οὐδενὸς
|
οὐδεμιᾶς
|
οὐδενὸς
|
οὐδένων
|
δοτ.
|
οὐδενὶ
|
οὐδεμιᾷ
|
οὐδενὶ
|
οὐδέσι(ν)
|
αιτ.
|
οὐδένα
|
οὐδεμίαν
|
οὐδὲν
|
οὐδένας
|
γ) η αντων. ἄλλος, ἄλλη, ἄλλο κλίνεται ως τρικατάληκτο επίθετο της β΄ κλίσης σε-ος, -η, -ον, αλλά χωρίς τελικό ν στο ουδέτερο (π.χ. ἐκεῖνο)·
δ) η αντων. ἀμφότεροι, ἀμφότεραι, ἀμφότερα κλίνεται κανονικά στον πληθυντ. και δυϊκό αριθμό ως τρικατάληκτο επίθετο της β΄ κλίσης·
ε) οι λοιπές αντωνυμίες ἕκαστος, ἑκάτερος, ἕτερος, οὐδέτερος, μηδέτερος, ποσός, ποιός, ἀλλοδαπὸς κλίνονται ως τρικατάληκτα επίθετα σε -ος, -η, -ον ή -ος, -α, -ον.
9. Αναφορικές αντωνυμίες
Αναφορικές λέγονται οι αντωνυμίες με τις οποίες κανονικά μια ολόκληρη πρόταση αναφέρεται σε λέξη άλλης πρότασης ή στο όλο νόημά της: ἔστι δίκης ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ' ὁρᾷ — Δερκυλίδας ἐστάθη τὴν ἀσπίδα ἔχων, ὃ δοκεῖ κηλὶς εἶναι...
Αναφορικές αντωνυμίες της αρχαίας ελληνικής είναι:
1) ὅς, ἥ, ὃ (= ο οποίος, αυτός που)·
2) ὅσπερ, ἥπερ, ὅπερ (= αυτός ακριβώς που)·
3) ὅστις, ἥτις, ὅ,τι (= όποιος)·
4) ὁπότερος, ὁποτέρα, ὁπότερον (= όποιος από τους δύο)·
5) ὅσος, ὅση, ὅσον·
6) ὁπόσος, ὁπόση, ὁπόσον (= όσος)
7) οἷος, οἵα, οἷον (= τέτοιος που)·
8) ὁποῖος, ὁποία, ὁποῖον χωρίς άρθρο (= όποιας λογής)·
9) ἡλίκος, ἡλίκη, ἡλίκον (= όσο μεγάλος)·
10) ὁπηλίκος, ὁπηλίκη, ὁπηλίκον (= όσο μεγάλος) ·
11) ὁποδαπός, ὁποδαπή, ὁποδαπόν (= από ποιον τόπο· σε πλάγια ερώτηση)
Οι αναφορικές αντωνυμίες ὅς, ὅσπερ και ὅστις κλίνονται κατά τον ακόλουθο τρόπο:
Ενικός αριθμός
αρσ.
|
θηλ.
|
ουδ.
|
αρσ.
|
θηλ.
|
ουδ.
| |||||
ον.
|
ὃς
|
ἣ
|
ὃ
|
ὅσπερ
|
ἥπερ
|
ὅπερ
| ||||
γεν.
|
οὗ
|
ἧς
|
οὗ
|
οὗπερ
|
ἧσπερ
|
οὗπερ
| ||||
δοτ.
|
ᾧ
|
ᾗ
|
ᾧ
|
ᾧπερ
|
ᾗπερ
|
ᾧπερ
| ||||
αιτ.
|
ὃν
|
ἣν
|
ὃ
|
ὅνπερ
|
ἥνπερ
|
ὅπερ
| ||||
Πληθυντικός αριθμός
| ||||||||||
αρσ.
|
θηλ.
|
ουδ.
|
αρσ.
|
θηλ.
|
ουδ.
| |||||
ον.
|
oἳ
|
αἱ
|
ἃ
|
οἵπερ
|
αἵπερ
|
ἅπερ
| ||||
γεν.
|
ὧν
|
ὧν
|
ὧν
|
ὧνπερ
|
ὧνπερ
|
ὧνπερ
| ||||
δοτ.
|
οἷς
|
αἷς
|
οἷς
|
οἷσπερ
|
αἷσπερ
|
οἷσπερ
| ||||
αιτ.
|
οὓς
|
ἃς
|
ἃ
|
οὕσπερ
|
ἅσπερ
|
ἅπερ
| ||||
Δυϊκός αριθμός
| ||||||||||
ον., αιτ.
|
ὣ
|
ὣ (ἃ)
|
ὣ
|
ὥπερ
|
ὥπερ (ἅπερ)
|
ὥπερ
| ||||
γεν., δοτ.
|
οἷν
|
οἷν (αἷν)
|
οἷν
|
οἷνπερ
|
οἷνπερ (αἷνπερ)
|
οἷνπερ
|
Ενικός αριθμός
| |||
αρσ.
|
θηλ.
|
ουδ.
| |
ον.
|
ὅστις
|
ἥτις
|
ὅ,τι
|
γεν.
|
οὗτινος και ὅτου
|
ἧστινος
|
οὗτινος και ὅτου
|
δοτ.
|
ᾧτινι και ὅτῳ
|
ᾗτινι
|
ᾧτινι και ὅτῳ
|
αιτ.
|
ὅντινα
|
ἥντινα
|
ὅ,τι
|
Πληθυντικός αριθμός
| |||
ον.
|
οἵτινες
|
αἵτινες
|
ἅτινα ή ἅττα
|
γεν.
|
ὧντινων
|
ὧντινων
|
ὧντινων
|
δοτ.
|
οἷστισι(ν)
|
αἷστισι(ν)
|
οἷστισι(ν)
|
αιτ.
|
οὕστινας
|
ἅστινας
|
ἅτινα ή ἅττα
|
Δυϊκός αριθμός
| |||
ον., αιτ.
|
ὥτινε
|
ὥτινε (ἅτινε)
|
ὥτινε
|
γεν., δοτ.
|
οἷντινοιν
|
οἷντινοιν (αἷντινοιν)
|
οἷντινοιν
|
Οι άλλες αναφορικές αντωνυμίες, εκτός από το ὃς, ὅσπερ, ὅτις, κλίνονται σαν τρικατάληκτα επίθετα της β΄ κλίσης: ὅσος, -η, -ον – οἷος, οἵα, οἷον κτλ.
Συσχετικές αντωνυμίες
Από τις αντωνυμίες οι ερωτηματικές, οι αόριστες, οι δεικτικές και οι αναφορικές λέγονται μαζί συσχετικές αντωνυμίες, γιατί έχουν μεταξύ τους κάποια σχέση, δηλ. σε κάθε ερωτηματική αντωνυμία αντιστοιχεί μια από τις άλλες: τίς; — οὐδεὶς — οὗτος — ὃς κτλ.
ΠΙΝΑΚΑΣ ΣΥΣΧΕΤΙΚΩΝ ΑΝΤΩΝΥΜΙΩΝ
Ερωτηματικές
|
Αόριστες
|
Δεικτικές
|
Αναφορικές
|
τίς;
|
τίς, οὐδείς, μηδείς, πᾶς, ὁ δεῖνα, ἔνιοι, ἕκαστος, ἄλλος
|
ὅδε, οὗτος, ἐκεῖνος
|
ὅς, ὅστις, ὅσπερ
|
πότερος;
|
οὐδέτερος, μηδέτερος, ἀμφότεροι (ἄμφω), ἕτερος, ἑκάτερος
|
(ὁ ἕτερος = ο ένας από τους δύο)
|
ὁπότερος
|
πόσος;
|
ποσὸς (κάμποσος)
|
τοσόσδε, τοσοῦτος
|
ὅσος, ὁπόσος
|
ποῖος;
|
ποιὸς (= κάποιος)
|
τοιόσδε, τοιοῦτος
|
οἷος, ὁποῖος
|
πηλίκος;
|
—
|
τηλικόσδε, τηλικοῦτος
|
ἡλίκος, ὁπηλίκος
|
ποδαπός;
|
(ἀλλοδαπὸς = από άλλο μέρος)
|
—
|
ὁποδαπὸς
|
Περισσότερα θέματα για τα αρχαία ελληνικά εδώ.