Η γ' κλίση των ουσιαστικών στα αρχαία ελληνικά

Αποστόλης Ζυμβραγάκης
0

ΤΡΙΤΗ ΚΛΙΣΗ ΤΩΝ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΩΝ

Γενικά για τα ουσιαστικά της γ΄ κλίσης. Διαίρεση
των τριτόκλιτων ουσιαστικών
 Κατά την τρίτη κλίση κλίνονται ονόματα και των τριών γενών περιττοσύλλαβα.
Τα τριτόκλιτα ουσιαστικά στην ενική ονομαστική λήγουν σ’ ένα από τα φωνήεντα α, ι, υ, ω, ή σ’ ένα από τα σύμφωνα ν, ρ, ς (ξ, ψ)· στην ενική γενική λήγουν σε -ος, -ως, ή -ους.
1) Από τα αρσενικά και θηλυκά της τρίτης κλίσης πολλά σχηματίζουν την ενική ονομαστική με την κατάληξη -ς και λέγονται καταληκτικά (ἥρω-ς, ἰχθύ-ς)· μερικά όμως τη σχηματίζουν χωρίς καμιά κατάληξη και λέγονται ακατάληκτα(χιών, ἠχώ).
2) Τα ουδέτερα της γ' κλίσης κανονικά σχηματίζουν την ονομαστική, αιτιατική και κλητική του ενικού χωρίς κατάληξη (είναι δηλ. ακατάληκτα): σῶμα, ἄστυ.
 1) Από τα ουσιαστικά της γ΄ κλίσης άλλα έχουν σε όλες τις πτώσεις ένα μόνο θέμα και γι’ αυτό λέγονται μονόθεμα (χιτών, χιτῶν-ος)· και άλλα παρουσιάζονται με δύο θέματα, γιατί σε μερικές πτώσεις εκτείνουν το φωνήεν της τελευταίας συλλαβής του θέματος και γι’ αυτό λέγονται διπλόθεμα (ἡγεμόν-ος, ἡγεμών).
2) Στα διπλόθεμα τριτόκλιτα το θέμα που έχει στην τελευταία συλλαβή μακρόχρονο φωνήεν λέγεται ισχυρό θέμα (ποιμήν, ῥήτωρ), ενώ το άλλο που έχει στην τελευταία συλλαβή βραχύχρονο φωνήεν λέγεται αδύνατο θέμα (ποιμεν-, ῥητορ-).
 Το θέμα στα μονόθεμα ουσιαστικά της γ΄ κλίσης βρίσκεται από τη γενική του ενικού, αφού αφαιρεθεί από αυτήν η κατάληξη: πίνακ-ος (θ. πινακ-), κλητῆρ-ος(θ. κλητηρ-). Στα διπλόθεμα το ισχυρό θέμα βρίσκεται από την ονομαστική του ενικού και το αδύνατο από τη γενική του ενικού, αφού αφαιρεθεί η κατάληξη: ὁ ἡγεμὼν (ισχυρό θ. ἡγεμων-), τοῦ ἡγεμόν-ος (αδύνατο θ. ἡγεμον-)· ὁ ποιμὴν (ισχυρό θ.ποιμην-), τοῦ ποιμέν-ος (αδύνατο θ. ποιμεν-).
 Κατά το χαρακτήρα τα ουσιαστικά της γ΄ κλίσης διαιρούνται:
α) σε φωνηεντόληκτα: ἥρω-ς, ἥρω-ος· πόλις, πόλε-ως·
β) σε συμφωνόληκτα: κόραξ, κόρακ-ος· σωλήν, σωλῆν-ος.

Α'. Φωνηεντόληκτα ουσιαστικά της γ' κλίσης
 α) Καταληκτικά μονόθεμα σε -ως, γεν. -ωος.

Παραδείγματα
(θ. ἡρω-)
(θ. Τρω-)
(θ. ἡρω-)
(θ. Τρω-)
Ενικός αριθμός
Πληθυντικός αριθμός
ον.
ἥρω-ς
Τρὼ-ς
οἱ
ἥρω-ες
Τρῶ-ες
γεν.
τοῦ
ἥρω-ος
Τρω-ὸς
τῶν
ἡρώ-ων
Τρώ-ων
δοτ.
τῷ
ἥρω-ι
Τρω-ὶ
τοῖς
ἥρω-σι(ν)
Τρω-σὶ(ν)
αιτ.
τὸν
ἥρω-α
Τρῶ-α
τοὺς
ἥρω-ας
Τρῶ-ας
κλ.
(ὦ)
ἥρω-ς
Τρὼ-ς
(ὦ)
ἥρω-ες
Τρῶ-ες

Δυϊκός αριθμός
ον., αιτ. τώ, κλ. (ὦ)   ἥρω-ε,  Τρῶ-ε - γεν., δοτ. τοῖν  ἡρώ-οιν,  Τρώ-οιν
Κατά το Τρὼς κλίνεται ὁ θὼς (= το τσακάλι).

 β) Καταληκτικά μονόθεμα σε -υς, γεν. -υος
Παραδείγματα
(θ. βοτρυ-)
(θ. ἰχθυ-)
(θ. δρυ-)
Ενικός αριθμός
ον.
βότρυ-ς
ἰχθὺ-ς
δρῦ-ς
γεν.
τοῦ
βότρυ-ος
ἰχθύ-ος
τῆς
δρυ-ὸς
δοτ.
τῷ
βότρυ-ϊ
ἰχθύ-ϊ
τῇ
δρυ-ῒ
αιτ.
τὸν
βότρυ-ν
ἰχθὺ-ν
τὴν
δρῦ-ν
κλ.
(ὦ)
βότρυ
ἰχθὺ
(ὦ)
δρῦ

Πληθυντικός αριθμός
ον.
οἱ
βότρυ-ες
ἰχθύ-ες
αἱ
δρύ-ες
γεν.
τῶν
βοτρύ-ων
ἰχθύ-ων
τῶν
δρυ-ῶν
δοτ.
τοῖς
βότρυ-σι(ν)
ἰχθύ-σι(ν)
ταῖς
δρυ-σὶ(ν)
αιτ.
τοὺς
βότρυ-ς
ἰχθῦ-ς
τὰς
δρῦ-ς
κλ.
(ὦ)
βότρυ-ες
ἰχθύ-ες
(ὦ)
δρύ-ες
                       
Δυϊκός αριθμός
ον., αιτ. τώ, κλ. (ὦ) βότρυ-ε        ἰχθύ-ε                                δρύ-ε
γεν., δοτ. τοῖν        βοτρύ-οιν     ἰχθύ-οιν                              δρυ-οῖν

Κατά το βότρυς κλίνονται: ὁ στάχυς, ἡ πίτυς (είδος πεύκου), ὁ κάνδυς (μηδικός μανδύας) κ.ά., καθώς και το ουδέτ. τὸ νᾶπυ (= σινάπι). Κατά το ἰχθὺς κλίνονται: ἡ Ἐρινύς, ἡ ἰλὺς (= λάσπη), ἡ ἰσχύς, ἡ κλιτύς, ἡ ὀσφύς, ἡ ὀφρύς, ἡ πληθύς κ.ά. Κατά το δρῦς κλίνονται:  και ἡ σῦςή ὗς (= αγριόχοιρος), ὁ μῦς (= ποντίκι) που ήταν αρχικά σιγμόληκτο (θ. μυσ-) κ.ά.

Παρατηρήσεις
 Στα φωνηεντόληκτα τριτόκλιτα ουσιαστικά σε -υς (γεν. -υος):
1) Η αιτιατική του ενικού σχηματίζεται με την κατάληξη -ν αντί -α και η αιτ. του πληθ. με την κατάληξη -ς  αντί -ας: τὸν βότρυν, τοὺς βότρυς.
2) Η κλητική του ενικού σχηματίζεται χωρίς κατάληξη: ὦ βότρυ, ὦ ἰχθύ.
3) Όλοι οι μονοσύλλαβοι τύποι και η αιτιατική του πληθυντικού γενικά, όταν αυτή τονίζεται στη λήγουσα, παίρνουν περισπωμένη αντίθετα με τον κανόνα, ἡ δρῦς, τὴν δρῦν, ὦ δρῦ, τὰς δρῦς – τοὺς ἰχθῦς, τὰς κλιτῦς, τὰς Ἐρινῦς.

γ) Καταληκτικά διπλόθεμα αρσ. και θηλ. σε -ῐς (γεν. -εως)
ή σε -ῠς (γεν. -εως) και ουδέτ. σε -ῠ (γεν. -εως)
Παραδείγματα
(θ.δυναμῐ-,
δυναμε-)
(θ. πολῐ-,
πολε-)
(θ. πελεκῠ-,
πελεκε-)
(θ. ἀστῠ-,
ἀστε-)
Ενικός αριθμός
ον.
δύναμι-ς
πόλῐ-ς
πέλεκυ-ς
τὸ
ἄστυ
γεν.
τῆς
δυνάμε-ως
πόλε-ως
τοῦ
πελέκε-ως
τοῦ
ἄστε-ως
δοτ.
τῇ
δυνάμει
πόλει
τῷ
πελέκει
τῷ
ἄστει
αιτ.
τὴν
δύναμι-ν
πόλι-ν
τὸν
πέλεκυ-ν
τὸ
ἄστυ
κλ.
(ὦ)
δύναμι
πόλι
(ὦ)
πέλεκυ
(ὦ)
ἄστυ

Πληθυντικός αριθμός
ον.
αἱ
δυνάμεις
πόλεις
οἱ
πελέκεις
τὰ
ἄστη
γεν.
τῶν
δυνάμε-ων
πόλε-ων
τῶν
πελέκε-ων
τῶν
ἄστε-ων
δοτ.
ταῖς
δυνάμε-σι(ν)
πόλε-σι(ν)
τοῖς
πελέκε-σι(ν)
τοῖς
ἄστε-σι(ν)
αιτ.
τὰς
δυνάμεις
πόλεις
τοὺς
πελέκεις
τὰ
ἄστη
κλ.
(ὦ)
δυνάμεις
πόλεις
(ὦ)
πελέκεις
(ὦ)
ἄστη

Δυϊκός αριθμός
ον., αιτ. τώ, κλ.   (ὦ) δυνάμει       πόλει                  πελέκει                ἄστει
γεν., δοτ.      τοῖν δυναμέ-οιν       πολέ-οιν             πελεκέ-οιν         ἀστέ-οιν

Κατά το δύναμις κλίνονται τα προπαροξύτονα θηλυκά: αἴσθησις, ἀκρόπολις, βεβαίωσις, γένεσις, γέννησις, δήλωσις, δῄωσις, κράτησις, ποίησις κ.ά. και το αρσ. ὁ πρύτανις.
Κατά το πόλις κλίνονται: ἡ κόνις, ὁ μάντις, ὁ ὄφις κ.ά., καθώς και πολλά δισύλλαβα αφηρημένα ουσιαστικά: γεῦσις, ὄψις, πτῶσις κτλ.. Κατά το πέλεκυς κλίνονται: ὁ πῆχυς και ὁ πρέσβυς.

Παρατηρήσεις
Τα φωνηεντόληκτα σε -ις ή -υς (γεν. -εως):
1) έχουν δύο θέματα: ένα σε -ι  ή  (πολι-, πηχυ-), από το οποίο σχηματίζονται η ονομαστική, η αιτιατική και η κλητική του ενικού, και άλλο θέμα σε -ε (πολε-, πηχε-), από το οποίο σχηματίζονται οι άλλες πτώσεις του ενικού και όλος ο πληθυντικός (και δυϊκός)·
2) στη γεν. του ενικού έχουν κατάληξη -ως (αντί -ος) και τονίζονται στη γενική του ενικού και του πληθυντικού στην προπαραλήγουσα αντίθετα με τον κανόνα·
3) συναιρούν το χαρακτήρα ε με το ακόλουθο ε  ή ι  των καταλήξεων σε ει: αἱ πόλε-ες = πόλεις· τῷ πήχε-ι = πήχει (δυϊκός τὼ πήχε-ε = πήχει, τὼ ἄστε-ε = ἄστει)·
4) σχηματίζουν την αιτιατ. του ενικού με την κατάληξη -ν (τὴν πόλι-ν, τὸν πῆχυ-ν), την κλητ. του ενικού χωρίς κατάληξη (ὦ πόλι-, ὦ πῆχυ-) και την αιτιατ. του πληθυντικού όμοια με την ονομαστική από αναλογία προς αυτή (αἱ πόλεις - τὰς πόλεις· οἱ πήχεις - τοὺς πήχεις).

ΠΙΝΑΚΑΣ ΦΩΝΗΕΝΤΟΛΗΚΤΩΝ ΤΗΣ Γ΄ ΚΛΙΣΗΣ ΣΕ -ις
(γεν. -εως)
(που δείχνει ιδίως την ορθογραφία των λέξεων)
ἄρσις
κλάσις1
νύξις
πρᾶξις
στῦψις
φράσις
βάσις
κλίσις
ξῦσις
ῥάχις
τάξις
φύσις
δρᾶσις
κρᾶσις
πίστις
ῥῆσις4
τάσις
χύσις
δόσις
κρίσις
πλάσις
ῥῖψις
τρῖψις
ψῆξις7
δόσις
κῦψις
πλύσις
ῥῦσις5
τύψις
ψῦξις8
θλάσις
λύσις
πνῖξις
ῥύσις6
ὕβρις
θλῖψις
μεῖξις
πόσις2
στάσις
φάσις
κάμψις
(ή μίξις)
πύστις3
στίξις
φθίσις

1. θραύση, τσάκισμα.- 2. το να πίνει κανείς, πιοτό.- 3. (από το πυνθάνομαι, θ. πυθ-) ερώτηση, πληροφορία.- 4. λόγος, ομιλία.- 5. (από το ῥύομαι = σώζω) σωτηρία, απελευθέρωση.- 6. (από το ῥέω, θ. ῥυ-) ροή, ρεύμα.- 7. (από το ψήχω = τρίβω, ξύνω) ξύσιμο, ξύστρισμα.- 8. (από το ψύχω = κάνω κάτι κρύο, κρυώνω) ψύξη, κρύωμα.

δ) Καταληκτικά μονόθεμα σε -εύς, -οῦς και -αῦς
(θ. βασιλευ-)
(θ. ἁλιευ-)
(θ. βου-)
  (θ. γραυ-)
Ενικός αριθμός
ον.
βασιλεὺ-ς
ἁλιεὺ-ς
βοῦ-ς
γραῦ-ς
γεν.
τοῦ
βασιλέ-ως
ἁλιέ-ως και ἁλιῶς
βο-ὸς
τῆς
γρα-ὸς
δοτ.
τῷ
βασιλεῖ
ἁλιεῖ
βο-
τῇ
γρα-ῒ
αιτ.
τὸν
βασιλέ-α
ἁλιέ-α και λιᾶ
βοῦ-ν
τὴν
γραῦ-ν
κλ.
(ὦ)
βασιλεῦ
ἁλιεῦ
βοῦ
(ὦ)
γραῦ

Πληθυντικός αριθμός
ον.
οἱ
βασιλεῖς
ἁλιεῖς
βό-ες
αἱ
γρᾶ-ες
γεν.
τῶν
βασιλέ-ων
ἁλιέ-ων και ἁλιῶν
βο-ῶν
τῶν
γρα-ῶν
δοτ.
τοῖς
βασιλεῦ-σι(ν)
ἁλιεῦ-σι(ν)
βο-σὶ(ν)
ταῖς
γραυ-σὶ(ν)
αιτ.
τοὺς
βασιλέ-ας
ἁλιέ-ας και ἁλιᾶς
βοῦ-ς
τὰς
γραῦς
κλ.
(ὦ)
βασιλεῖς
ἁλιεῖς
βό-ες
(ὦ)
γρᾶ-ες

Δυϊκός αριθμός
ον., αιτ., τώ, κλ. (ὦ)     βασιλεῖ      ἁλιεῖ             βό-ε                γρᾶ-ε
γεν., δοτ.         τοῖν   βασιλέ-οιν   ἁλιέ-οιν           βο-οῖν            γρα-οῖν

Κατά το βασιλεύς κλίνονται: βαφεύς, γονεύς, γραμματεύς, γραφεύς, ἱερεύς, κουρεύς, χαλκεὺςκ.ά. - Ἀμφισσεύς, Ἀχαρνεύς, Μεγαρεύς κ.ά.- Κατά το ἁλιεὺς κλίνονται: Δωριεύς, Ἐρετριεύς, Εὐβοεύς, Πειραιεύς, Πλαταιεὺς κ.ά.
Τα βοῦς και γραῦς είναι μοναδικά.

Παρατηρήσεις
Στα φωνηεντόληκτα σε -εύς, -οῦς, -αυς  της γ΄ κλίσης:
1) Το υ του χαρακτήρα αποβάλλεται πριν από φωνήεν: βασιλεύ-ς, βασιλέ-ως, βοῦ-ς, βο-ός· γραῦ-ς, γρα-ὸς  κτλ.
2) Η κλητ. του ενικού είναι όμοια με το θέμα (χωρίς κατάληξη): ὦ βασιλεῦ, ὦ βοῦ, ὦ γραῦ.
Στα φωνηεντόληκτα σε -εὺς  της γ΄ κλίσης:
1) Η γεν. του ενικού έχει κατάληξη -ως (αντί -ος): τοῦ βασιλέ-ως.
2) Η αιτιατ. του πληθ. έχει κατάληξη -ᾶς: τοὺς βασιλέ-ᾱς (η αιτ. τοὺς βασιλεῖς, όμοια με την ονομαστ., είναι μεταγενέστερη).
3) Το ε που απομένει στο θέμα μετά την αποβολή του υ συναιρείται με το ακόλουθο ε ή ι των καταλήξεων σε ει: οἱ βασιλέ-ες = βασιλεῖς· τῷ βασιλέ-ι = βασιλεῖ (δυϊκός τὼ βασιλέ-ε = βασιλεῖ).
Όσα φωνηεντόληκτα σε -εὺς  έχουν πριν από το -εὺς  φωνήεν συναιρούν συνήθως το τελικό ε που απομένει στο θέμα με το ακόλουθο ω και α των καταλήξεων στη γενική και αιτιατική του ενικού και πληθυντικού: (ἁλιεὺς) τοῦ ἁλιέ-ως = ἁλιῶς· τὸν ἁλιέ-α = ἁλιᾶ· τῶν ἁλιέ-ων = ἁλιῶν· τοὺς ἁλιέ-ας =ἁλιᾶς - (ὁ Εὐβοεὺς) τοῦ Εὐβοέ-ως = Εὐβοῶς· τὸν Εὐβοέ-α = Εὐβοᾶ κτλ.

ε) Ακατάληκτα διπλόθεμα σε -ὼ (γεν. -οῦς)
(θ. ἠχω-, ἠχο-)
(θ. Κλειω-, Κλειο-)
Ενικός αριθμός
ον.
ἠχὼ
Κλειὼ
γεν.
τῆς
(ἠχό-ος)
ἠχοῦς
(Κλειό-ος)
Κλειοῦς
δοτ.
τῇ
(ἠχό-ι)
ἠχοῖ
(Κλειό-ι)
Κλειοῖ
αιτ.
τὴν
(ἠχό-α)
ἠχὼ
(Κλειό-α)
Κλειὼ
κλ.
(ὦ)
ἠχοῖ
Κλειοῖ

Όμοια κλίνονται μερικά κύρια ονόματα: Γοργώ, Ἐρατώ, Κλωθώ, Λητώ, Σαπφὼ  κ.ά., καθώς και μερικά προσηγορικά: λεχώ, πειθώ, φειδὼ  κ.ά.

Παρατηρήσεις
Τα φωνηεντόληκτα σε - (γεν. -οῦς) της γ΄ κλίσης:
1) κανονικά δεν έχουν πληθυντικό και δυϊκό αριθμό· όταν όμως σχηματίζουν τους αριθμούς αυτούς, κλίνονται κατά τη β΄ κλίση: ἡ λεχώ, τῆς λεχοῦς κτλ. - πληθ. αἱ λεχοί, τῶν λεχῶν, ταῖς λεχοῖς, τὰς λεχοὺς - δυϊκός, τὼ λεχώ, τοῖν λεχοῖν·
2) σχηματίζουν την ονομαστική με το ισχυρό θέμα -ω χωρίς καμιά κατάληξη· στις πλάγιες πτώσεις συναιρούν το χαρακτήρα ο του αδύνατου θέματος με τις καταλήξεις και οξύνονται στην αιτιατική αντίθετα με τον κανόνα από αναλογία προς την ομόηχη ονομαστική (ἡ ἠχὼ - τὴν ἠχώ)·
3) σχηματίζουν την κλητική με αρχαιότερο θέμα σε -οι  χωρίς κατάληξη και παίρνουν σ’ αυτή περισπωμένη από αναλογία προς την ομόηχη δοτική: τῇ ἠχοῖ - ὦ ἠχοῖ.

Β΄. Συμφωνόληκτα ουσιαστικά της γ΄ κλίσης
Τα συμφωνόληκτα τριτόκλιτα ουσιαστικά υποδιαιρούνται:
α) σε αφωνόληκτα (δηλ. με χαρακτήρα άφωνο): κόραξ, κόρακ-ος· Ἄραψ, Ἄραβος· τάπης, τάπητ-ος·
β) σε ημιφωνόληκτα (δηλ. με χαρακτήρα ημίφωνο): σωλήν, σωλῆν-ος· κλητήρ, κλητῆρ-ος.

1. Αφωνόληκτα
Τα αφωνόληκτα τριτόκλιτα ουσιαστικά κατά το χαρακτήρα είναι:
α) ουρανικόληκτα (δηλ. με χαρακτήρα ουρανικό κ, γ, χ
β) χειλικόληκτα (δηλ. με χαρακτήρα χειλικό π, β, φ
γ) οδοντικόληκτα (δηλ. με χαρακτήρα οδοντικό τ, δ, θ).

α) Ουρανικόληκτα καταληκτικά μονόθεμα
(θ. κορακ-)
(θ. πτερυγ-)
(θ. ὀνυχ-)
Ενικός αριθμός
ον.
κόραξ (κ-ς)
τττέρυξ (γ-ς)
ὄνυξ (χ-ς)
γεν.
τοῦ
κόρακ-ος
τῆς
πτέρυγ-ος
τοῦ
ὄνυχ-ος
δοτ.
τῷ
κόρακ-ι
τῇ
πτέρυγ-ι
τῷ
ὄνυχ-ι
αιτ.
τὸν
κόρακ-α
τὴν
πτέρυγ-α
τὸν
ὄνυχ-α
κλ.
(ὦ)
κόραξ (κ-ς)
(ὦ)
πτέρυξ (γ-ς)
(ὦ)
ὄνυξ (χ-ς)

Πληθυντικός αριθμός
ον.
οἱ
κόρακ-ες
αἱ
πτέρυγ-ες
οἱ
ὄνυχ-ες
γεν.
τῶν
κοράκ-ων
τῶν
πτερύγ-ων
τῶν
ὀνύχ-ων
δοτ.
τοῖς
κόραξι(κ-σι)
ταῖς
πτέρυξι (γ-σι)
τοῖς
ὄνυξι (χ-σι)
αιτ.
τοὺς
κόρακ-ας
τὰς
πτέρυγ-ας
τοὺς
ὄνυχ-ας
κλ.
(ὦ)
κόρακ-ες
(ὦ)
πτέρυγ-ες
(ὦ)
ὄνυχ-ες

Δυϊκός αριθμός
ον., αιτ. τώ, κλ. (ὦ) κόρακ-ε             πτέρυγ-ε                  ὄνυχ-ε
γεν., δοτ.          τοῖν κοράκ-οιν         πτερύγ-οιν                ὀνύχ-οιν

β) Χειλικόληκτα καταληκτικά μονόθεμα
(θ. γῡπ-)
(θ. Ἀραβ-)
(θ. γῡπ-)
(θ. Ἀραβ-)

Ενικός αριθμός

Πληθυντικός αριθμός
ον.
γὺψ (π-ς)
Ἄραψ (β-ς)
οἱ
γῦπ-ες
Ἄραβ-ες
γεν.
τοῦ
γυπ-ὸς
Ἄραβ-ος
τῶν
γυπ-ῶν
Ἀράβ-ων
δοτ.
τῷ
γυπ-
Ἄραβ-ι
τοῖς
γυψ (π-σὶ)
Ἄραψι (β-σι)
αιτ.
τὸν
γῦπ-α
Ἄραβ-α
τοὺς
γῦπ-ας
Ἄραβ-ας
κλ.
(ὦ)
γὺψ (π-ς)
Ἄραψ (β-ς)
(ὦ)
γῦπ-ες
Ἄραβ-ες

Δυϊκός αριθμός
ον., αιτ., τώ, κλ. (ὦ)   γῦπ-ε,  Ἄραβ-ε – γεν., δοτ. τοῖν   γυπ-οῖν,  Ἀράβ-οιν

γ) Οδοντικόληκτα καταληκτικά μονόθεμα
με χαρακτήρα απλό οδοντικό τ ή δ ή θ
(θ. ταπητ-)
(θ. πατριδ-)
(θ. ὀρνιθ-)

Ενικός αριθμός
ον.
τάπης (τ-ς)
πατρὶς (δ-ς)
ὄρνις (θ-ς)
γεν.
τοῦ
τάπητ-ος
τῆς
πατρίδ-ος
τοῦ
ὄρνιθ-ος
δοτ.
τῷ
τάπητ-ι
τῇ
πατρίδ-ι
τῷ
ὄρνιθ-ι
αιτ.
τὸν
τάπητ-α
τὴν
πατρίδ-α
τὸν
ὄρνιν
κλ.
(ὦ)
τάπης (τ-ς)
(ὦ)
πατρὶς
(ὦ)
ὄρνι

Πληθυντικός αριθμός
ον.
οἱ
τάπητ-ες
αἱ
πατρίδ-ες
οἱ
ὄρνιθ-ες
γεν.
τῶν
ταπήτ-ων
τῶν
πατρίδ-ων
τῶν
ὀρνίθ-ων
δοτ.
τοῖς
τάπησι (τ-σι)
ταῖς
πατρίσι (δ-σι)
τοῖς
ὄρνισι (θ-σι)
αιτ.
τοὺς
τάπητ-ας
τὰς
πατρίδ-ας
τοὺς
ὄρνιθ-ας
κλ.
(ὦ)
τάπητ-ες
(ὦ)
πατρίδ-ες
(ὦ)
ὄρνιθ-ες

Δυϊκός αριθμός
ον., αιτ. τώ, κλ. (ὦ) τάπητ-ε              πατρίδ-ε                         ὄρνιθ-ε
γεν., δοτ.         τοῖν ταπήτ-οιν           πατρίδ-οιν             ὀρνίθ-οιν

δ) Οδοντικόληκτα καταληκτικά μονόθεμα με θέμα σε -ντ
(ον. -ας, γεν. -αντος και ον. -ους, γεν. -οντος)
(θ. ἱμᾰντ-)
(θ. γιγαντ-)
(θ. ὀδοντ-)
Ενικός αριθμός
ον.
ἱμὰς (ντ-ς)
γίγας (ντ-ς)
ὀδοὺς (ὀδόντ-ς)
γεν.
τοῦ
ἱμάντ-ος
γίγαντ-ος
ὀδόντ-ος
δοτ.
τῷ
ἱμάντ-ι
γίγαντ-ι
ὀδόντ-ι
αιτ.
τὸν
ἱμάντ-α
γίγαντ-α
ὀδόντ-α
κλ.
(ὦ)
ἱμὰς
γίγαν
ὀδοὺς (ὀδόντ-ς)

Πληθυντικός αριθμός
ον.
οἱ
ἱμάντ-ες
γίγαντ-ες
ὀδόντ-ες
γεν.
τῶν
ἱμάντ-ων
γιγάντ-ων
ὀδόντ-ων
δοτ.
τοῖς
ἱμᾶσι (ᾰντ-σι)
γίγασι (αντ-σι)
ὀδοῦσι (ὀδόντ-σι)
αιτ.
τοὺς
ἱμάντ-ας
γίγαντ-ας
ὀδόντ-ας
κλ.
(ὦ)
ἱμάντ-ες
γίγαντ-ες
ὀδόντ-ες

Δυϊκός αριθμός
ον., αιτ. τώ, κλ. (ὦ) ἱμάντ-ε       γίγαντ-ε                      ὀδόντ-ε
γεν., δοτ.         τοῖν ἱμάντ-οιν      γιγάντ-οιν                 ὀδόντ-οιν

Κατά το ἱμὰς κλίνεται ὁ ἀνδριάς.- Κατά το γίγας κλίνονται ὁ ἀδάμας, ὁ ἐλέφας, ὁ Αἴας, ὁ Κάλχας κ.ά., καθώς και το συνηρημένο (ἀλλάεντ-ς = ἀλλάεις) ἀλλᾶς, γεν. τοῦ (ἀλλάεντ-ος) ἀλλᾶντος κτλ.
Κατά το ὀδοὺς κλίνεται και το συνηρημένο (πλακόεντ-ς = πλακόεις) πλακοῦς, γεν.τοῦ (πλακόεντος) πλακοῦντος κτλ.· έτσι και Σελινοῦς (Σελινοῦντος), Τραπεζοῦς (Τραπεζοῦντος), Φλιοῦς (Φλιοῦντος) κ.ά.

ε) Οδοντικόληκτα ακατάληκτα διπλόθεμα με θέμα σε -ντ
(ον. -ων, γεν. -οντος)
(θ. γεροντ-)

Ενικός
Πληθυντικός
Δυϊκός
ον.
γέρων
οἱ
γέροντ-ες
τὼ
γέροντ-ε
γεν.
τοῦ
γέροντ-ος
τῶν
γερόντ-ων
τοῖν
γερόντ-οιν
δοτ.
τῷ
γέροντ-ι
τοῖς
γέρουσι (γέροντ-σι)
τοῖν
γερόντ-οιν
αιτ.
τὸν
γέροντ-α
τοὺς
γέροντ-ας
τὼ
γέροντ-ε
κλ.
(ὦ)
γέρον
(ὦ)
γέροντ-ες
(ὦ)
γέροντ-ε

Κατά το γέρων κλίνονται: ὁ δράκων, ὁ θεράπων, ὁ λέων, ὁ τένων (= νεύρο), ὁ Κρέων κ.ά., καθώς και μερικά συνηρημένα κύρια ονόματα: ὁ (Ξενοφάοντ-, Ξενοφάωντ-) Ξενοφῶν, τοῦ (Ξενοφάοντ-ος) Ξενοφῶντος, τῷ (Ξενοφάοντ-ι) Ξενοφῶντι κτλ. Έτσι και ὁ Ἀντιφῶν, ὁ Κλεοφῶν, ὁ Κτησιφῶν (όν. προσώπων), ἡ Κτησιφῶν (όν. πόλης) κ.ά.

ζ) Οδοντικόληκτα ουδέτερα ακατάληκτα
μονόθεμα σε -α (γεν. -ατος)
(θ. κτηματ-)
Ενικός
Πληθυντικός
Δυϊκός
ον.
τὸ
κτῆμα
τὰ
κτήματ-α
τὼ
κτήματ-ε
γεν.
τοῦ
κτήματ-ος
τῶν
κτημάτ-ων
τοῖν
κτημάτ-οιν
δοτ.
τῷ
κτήματ-ι
τοῖς
κτήμασι (ατ-σι)
τοῖν
κτημάτ-οιν
αιτ.
τὸ
κτῆμα
τὰ
κτήματ-α
τὼ
κτήματ-ε
κλ.
(ὦ)
κτῆμα
(ὦ)
κτήματ-α
(ὦ)
κτήματ-ε


Παρατηρήσεις στα αφωνόληκτα της γ΄ κλίσης
Από τα αφωνόληκτα της γ΄ κλίσης:
1) Τα περισσότερα αρσενικά και θηλυκά σχηματίζουν κανονικά την αιτιατική του ενικού με κατάληξη -α (τὸν κόρακ-α, τὴν πατρίδ-α) και την κλητ. του ενικού όμοια με την ονομαστική (ὦ κόραξ, ὦ πατρίς, ὦ ἱμάς, ὦ ὀδούς).
2) Τα βαρύτονα όμως οδοντικόληκτα σε -ις (γεν. -ιδος, -ιτος, -ιθος) σχηματίζουν την αιτιατ. του ενικού σε -ν και την κλητ. του ενικού όμοια με το θέμα (χωρίς το χαρακτήρα): τὴν χάρι-ν, τὴν ἔρι-v, τὴν ὄρνι-ν· ὦ χάρι, ὦ ἔρι, ὦ ὄρνι (από αναλογία προς τα φωνηεντόληκτα: τὴν πόλιν, ὦ πόλι)· όμοια και μερικά οδοντικόληκτα βαρύτονα σε -ης ή -υς: ( και) ἡ Πάρνης -ηθος, (τὸν και) τὴν Πάρνην, ὦ Πάρνη· ἡ κόρυς -υθος (= περικεφαλαία), τὴν κόρ-υν, ὦ κόρυ.
3) Τα βαρύτονα οδοντικόληκτα σε -ων (γεν. -οντος) και -ας (γεν. -αντος), το οξύτονο τυραννὶς (-ίδος) και το περισπώμενο ( και)  παῖς (από τὸ πάις, γεν.παιδὸς) σχηματίζουν την κλητ. του ενικού χωρίς κατάληξη (με αφαίρεση του οδοντ. χαρακτήρα): ὦ γέρον, ὦ γίγαν, ὦ Αἶαν, ὦ τυραννί, ὦ παῖ.
4) Τα ουδέτερα οδοντικόληκτα σε -μα (γεν. -ματος) είναι όλα ακατάληκτα: κτῆμα, σῶμα, στράτευμα· καταληκτικά είναι μόνο τα ουδέτ. φῶς (φῶτ-ς), γεν.φωτ-ός, δοτ. φωτ-ὶ  κτλ. και το ανώμαλο οὖς (οὖτ-ς), γεν. ὠτ-ὸς.

 ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΦΩΝΟΛΗΚΤΩΝ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΩΝ ΤΗΣ Γ΄ ΚΛΙΣΗΣ
(που δείχνει ιδίως την ορθογραφία των λέξεων)
Α΄. ΑΡΣΕΝΙΚΑ ΚΑΙ ΘΗΛΥΚΑ

1. ΟΥΡΑΝΙΚΟΛΗΚΤΑ
(χαρακτ. κ)
ὁ πίναξ -ακος
ἡ σάλπιγξ -ιγγος
ἡ αὖλαξ -ακος
ἡ πλάξ, πλᾰκὸς
ἡ σήραγξ11 -ᾰγγος
ἡ γλαῦξ1, γλαυκὸς
ἡ σάρξ, σαρκὸς
ὁ στρόφιγξ12 -ιγγος
ἡ δράξ2, δρᾰκὸς
ὁ φοῖνιξ -ικος
ἡ σῦριγξ13 -ῐγγος
ἡ ἕλιξ -ικος
ὁ Φοῖνιξ8 -ικος
ἡ Σφὶγξ -ῐγγὸς
ὁ Θρᾷξ3 Θρᾳκὸς
ὁ φύλαξ -ᾰκος
ὁ τέττιξ -ῑγος
ὁ θώραξ -ακος
ὁ χάλιξ -ῐκος
ἡ φάλαγξ -αγγος
ὁ κῆρυξ4 -υκος
ἡ φάραγξ -αγγος
ἡ κλῖμαξ -ακος
(χαρακτ. γ)
ὁ Φρύξ, Φρῠγὸς
ἡ κῠ΄λιξ5 -ικος
ὁ, ἡ αἴξ, αἰγὸς
ἡ λάρναξ6 -ακος
ὁ λᾰρυγξ -υγγος
(χαρακτ. χ)
ὁ μύρμηξ -ηκος
ἡ λύγξ9, λῠγγὸς
ὁ, ἡ βήξ, βηχὸς
ὁ οἴαξ7, οἴακος
ἡ μάστιξ -ῑγος
ἡ διώρυξ -ῠχος14
ὁ πῖδαξ -ακος
ἡ ῥάξΙ0, ρᾱγὸς
ἡ θρίξ, τρῐχὸς

2. ΧΕΙΛΙΚΟΛΗΚΤΑ

(χαρακτ. δ)
(χαρακτ. π)
-ύτης -ύτητος
-ὰς -άδος
ὁ Αἰθίοψ15 -οπος
ἡ βαρύτης -ητος
ἡ ἀγελὰς -άδος
ὁ γύψ, γῡπὸς
ἡ βραδύτης -ητος
ἡ Ἑλλὰς -άδος
ὁ Κέκροψ -οπος
Αττ. βραδυτὴς -ῆτος
ἡ λαμπὰς -άδος
ὁ Κύκλωψ -ωπος
ἡ βραχύτης -ητος
ἡ Παλλὰς -άδος
ὁ Πέλοψ -οπος
ἡ ταχύτης -ητος
ἡ τετρὰς -άδος
ὁ σκνὶψ -ῑπὸς
Αττ. ταχυτὴς -ῆτος
ἡ τριὰς -άδος κτλ.
ἡ τραχύτης -ητος κ.ά.
(χαρακτ. β)
-ις -ιδος
ὁ λίψ16, λῐβὸς
-ις -ιτος
ἡ αὖλις19 -ῐδος
ἡ φλέψ, φλεβὸς
ἡ χᾰ΄ρις -ιτος
ἡ ἔρις -ῐδος
ὁ χάλυψ -ῠβος
ἡ ἶρις20 -ῐδος
-ως -ωτος
ἡ Ἶσις21 -ῐδος
ὁ ἱδρὼς -ῶτος
ὁ Πάρις -ῐδος
3. ΟΔΟΝΤΙΚΟΛΗΚΤΑ
ὁ γέλως -ωτος
ὁ ἔρως -ωτος
-ὶς -ίδος
(χαρακτ. τ)
ἡ ἀσπὶς -ῐ΄δος
-ης -ητος
-ας -αντος
ἡ Αὐλὶς -ῐ΄δος
ἡ ἐσθὴς -ῆτος
βλ. § 122, δ
ἡ βαθμὶς -ῐ΄δος
ὁ θής17, θητὸς
ἡ βλεφαρὶς -ῐ΄δος
ὁ Κρής18, Κρητὸς
-ων -οντος
ἡ βολὶς -ῐ΄δος
ὁ λέβης -ητος
βλ. § 122, ε
ἡ Ἑλληνὶς -ῐ΄δος
ὁ τάπης -ητος
ἡ ἐλπὶς -ῐ΄δος
ὁ Χάρης -ητος
-ῶν -ῶντος
ἡ θυρὶς -ῐ΄δος
βλ. § 122, ε
ἡ κεραμὶς -ῐ΄δος
-ότης -ότητος
ἡ κορωνὶς -ῐ΄δος
ἡ δεξιότης -ητος
ἡ τυραννὶς -ῐ΄δος
ἡ πιστότης -ητος
ἡ ψαλὶς -ῐ΄δος κ.ά.
ἡ ποιότης κ.ά.
-ὶς -ῖδος
-ὺς -ύδος
-υς -υθος
ἡ ἁψὶς -ῖδος
ἡ χλαμὺς -ύδος
ἡ κόρῠς22 -ῠθος
ἡ βαλβὶς -ῖδος


ἡ κηλὶς -ῖδος
(χαρακτ. θ)
-ινς -ινθος
ἡ κνημὶς -ῖδος
-ης -ηθος
ἡ ἕλμινς23 -ινθος
ἡ κρηπὶς -ῖδος
ἡ Πάρνης -ηθος
ἡ πείρινς24 -ινθος
ἡ νησὶς -ῖδος

ἡ σφραγὶς -ῖδος

-υνς -υνθος
ἡ χειρὶς -ῖδος

ἡ Τίρυνς -υνθος
ἡ ψηφὶς -ῖδος


Υποσημειώσεις: 1. Στους Αττικούς παίρνει περισπωμένη αντίθετα με τον κανόνα από αναλογία προς τα συνηρημένα μονοσύλλαβα.- 2. όσο μπορεί να περιλάβει η παλάμη, χουφτιά·- 3. θηλ. ἡ Θρᾷσσα.- 4. κατά τους παλαιούς γραμματικούς το ι και το υ εμπρός από τοξ  λογαριάζονται για τον τονισμό πάντοτε βραχύχρονα. Γι' αυτό ετόνιζαν κῆρυξ. Αλλά το υεδώ είναι φύσει μακρόχρονο.- 5. ποτήρι.- 6. κιβώτιο, φέρετρο.- 7. η λαβή του τιμονιού, δοιάκι.- 8. κάτ. της Φοινίκης, θηλ. Φοίνισσα.- 9. λόξιγκας. - 10. ρώγα του σταφυλιού.- 11. κοιλότητα βράχου, σπηλιά.- 12. αρσ. και σπαν. θηλ.- 13. σωλήνας· μουσικό όργανο (ποιμενικό)· υπόγειο πέρασμα.- 14. μεταγεν. διώρυγος κτλ.-

Β΄. ΟΥΔΕΤΕΡΑ (οδοντικόληκτα)
(σε -μα, γεν. -ματος)                            (σε -μμα28, γεν. -μματος)
ἅλμα
κλῆμα25
νᾶμα
σχῐ΄σμα
χύμα
ἄλειμμα
κόμμα
ἅρμα
κλίμα26
νῆμα
τᾰ΄γμα
ἅμμα29
ὄμμα
ἆσθμα
κρᾶμα
πλάσμα
φᾰ΄σμα
βάμμα
ῥάμμα
ᾆσμα
κρίμα
πλῦμα
φρᾰ΄γμα
βλέμμα
σκάμμα
δρᾶμα
κῦμα
πρᾶγμα
φῦμα27
γράμμα
στέμμα
θῦμα
μεῖγμα
πτῠ΄σμα
χᾰ΄σμα
θρέμμα
στρέμμα
κλάσμα
(ή μίγμα)
στῐ΄γμα
χρῖσμα
κάλυμμα
τρῖμμα

15. κάτ. της Αιθιοπίας, θηλ. Αἰθιοπὶς και ἡ Αἰθίοψ- 16. λίβας, ΝΔ άνεμος- 17. πολίτης της τέταρτης τάξης στην αρχαία Αθήνα, μισθωτός εργάτης· θηλ. ἡ θῆσσα.- 18. θηλ. ἡ Κρῆσσα 19. κατασκήνωση, κατάλυμα· από αυτό και το ἔπαυλις (από το προσηγορικό αὖλις έγινε και το κύρ. όν. ἡ Αὐλίς).- 20. ουράνιο τόξο· και κύρ. όν. ἡ Ἶρις, αγγελιοφόρος των θεών.- 21 αιγυπτιακή θεότητα.- 22. περικεφαλαία.- 23. σκουλήκι των εντέρων.- 24. τετράγωνος χώρος πάνω στην άμαξα, όπου τοποθετούσαν τα πράγματα που ήθελαν να μεταφέρουν.- 25. κλάδος από αμπέλι- 26. (από το ρ. κλίνω) κλίση ή κατωφέρεια εδάφους· η γεωγραφική θέση ενός τόπου.- 27. βλάστημα.- 28. ουδέτερα σε -μμα παράγονται από ρήματα με χαρακτήρα χειλικό (π, β, φ).- 29. (από το ρ. ἅπτω) δέσιμο, κόμπος, θηλιά.

2. Ημιφωνόληκτα
Τα ημιφωνόληκτα τριτόκλιτα ουσιαστικά κατά το χαρακτήρα είναι:
α) ενρινόληκτα (δηλ. με χαρακτήρα ν)1
β) υγρόληκτα (δηλ. με χαρακτήρα λ, ρ)
γ) σιγμόληκτα (δηλ. με χαρακτήρα σ).

I. Ενρινόληκτα (χαρακτ. ν)
α) Μονόθεμα: καταληκτικά σε -ις (γεν. -ῖνος) και ακατάληκτα σε -αν (γεν.
-ᾶνος), -ην (γεν. -ηνος) και -ων (γεν. -ωνος)
(θ. ἀκτιν-)
(θ. Τιταν-)
(θ. Ἑλλην-)
(θ. χειμων-)
Ενικός αριθμός
ον.
ἀκτὶς
Τιτὰν
Ἕλλην
χειμὼν
γεν.
τῆς
ἀκτῖν-ος
τοῦ
Τιτᾶν-ος
Ἕλλην-ος
χειμῶν-ος
δοτ.
τῇ
ἀκτῖν-ι
τῷ
Τιτᾶν-ι
Ἕλλην-ι
χειμῶν-ι
αιτ.
τὴν
ἀκτῖν-α
τὸν
Τιτᾶν-α
Ἕλλην-α
χειμῶν-α
κλ.
(ὦ)
ἀκτὶς
(ὦ)
Τιτὰν
Ἕλλην
χειμὼν

Πληθυντικός αριθμός
ον.
αἱ
ἀκτῖν-ες
o
Τιτᾶν-ες
Ἕλλην-ες
χειμῶν-ες
γεν.
τῶν
ἀκτίν-ων
τῶν
Τιτάν-ων
Ἑλλήν-ων
χειμών-ων
δοτ.
ταῖς
ἀκτῖ-σι(ν)
τοῖς
Τιτᾶ-σι(ν
Ἕλλη-σι(ν)
χειμῶ-σι(ν)
αιτ.
τὰς
ἀκτῖν-ας
τοὺς
Τιτᾶν-ας
Ἕλληνας
χειμῶν-ας
κλ.
(ὦ)
ἀκτῖν-ες
(ὦ)
Τιτᾶν-ες
Ἕλλην-ες
χειμῶν-ες

Δυϊκός αριθμός
ον., αιτ. τώ, κλ. (ὦ) ἀκτῖν-ε             Τιτᾶν-ε     Ἕλλην-ε            χειμῶν-ε
γεν., δοτ.       τοῖν ἀκτίν-οιν          Τιτάν-οιν              Ἑλλήν-οιν          χειμών-οιν

1. Τριτόκλιτα με χαρακτήρα μ δεν υπάρχουν.

β) Διπλόθεμα: ακατάληκτα σε -ην (γεν. -ενος) και -ων (γεν. -ονος)
. ποιμην-, ποιμεν-) (θ. ἡγεμων-, ἡγεμον-) (θ. γειτων-, γειτον-)
Ενικός αριθμός
ον.
ποιμὴν
ἡγεμὼν
γείτων
γεν.
τοῦ
ποιμέν-ος
ἡγεμόν-ος
γείτον-ος
δοτ.
τῷ
ποιμέν-ι
ἡγεμόν-ι
γείτον-ι
αιτ.
τὸν
ποιμέν-α
ἡγεμόν-α
γείτον-α
κλ.
(ὦ)
ποιμὴν
ἡγεμὼν
γεῖτον

Πληθυντικός αριθμός
ον.
o
ποιμέν-ες
ἡγεμόν-ες
γείτον-ες
γεν.
τῶν
ποιμέν-ων
ἡγεμόν-ων
γειτόν-ων
δοτ.
τοῖς
ποιμέ-σι(ν)
ἡγεμό-σι(ν)
γείτο-σι(ν)
αιτ.
τοὺς
ποιμέν-ας
ἡγεμόν-ας
γείτον-ας
κλ.
(ὦ)
ποιμέν-ες
ἡγεμόν-ες
γείτον-ες

Δυϊκός αριθμός
ον., αιτ. τώ, κλ.       (ὦ) ποιμέν-ε               ἡγεμόν-ε                   γείτον-ε
γεν., δοτ .         τοῖν ποιμέν-οιν               ἡγεμόν-οιν                   γειτόν-οιν


ΙΙ. Υγρόληκτα (χαρακτ. λ, ρ)
α) Μονόθεμα: ακατάληκτα σε -ηρ (γεν. -ηρος), -ωρ (γεν. -ωρος)
και ουδέτερα σε -αρ (γεν. -αρος)
                                 (θ. κλητηρ-)             (θ. ἰχωρ-)                (θ. νέκταρ )
Ενικός αριθμός
ον.
κλητὴρ
ἰχὼρ1
τὸ
νέκταρ2
γεν.
τοῦ
κλητῆρ-ος
ἰχῶρ-ος
τοῦ
νέκταρ-ος
δοτ.
τῷ
κλητῆρ-ι
ἰχῶρ-ι
τῷ
νέκταρ-ι
αιτ.
τὸν
κλητῆρ-α
ἰχῶρ-α
τὸ
νέκταρ
κλ.
(ὦ)
κλητὴρ
ἰχὼρ
(ὦ)
νέκταρ

Πληθυντικός αριθμός
ον.
o
κλητῆρ-ες
ἰχῶρ-ες
γεν.
τῶν
κλητήρ-ων
ἰχώρ-ων
δοτ.
τοῖς
κλητῆρ-σι(ν)
ἰχῶρ-σι(ν)
αιτ.
τοὺς
κλητῆρ-ας
ἰχῶρ-ας
κλ.
(ὦ)
κλητῆρ-ες
ἰχῶρ-ες

Δυϊκός αριθμός
ον., αιτ. τώ, κλ.       (ὦ) κλητῆρ-ε              ἰχῶρ-ε
γεν., δοτ.                τοῖν κλητήρ-οινἰχώρ-οιν

1. Ο ἰχώρ = το αίμα που ρέει στις φλέβες των θεών· ορός αίματος· αίμα σάπιο· ύλη με πύο· δηλητήριο φιδιών.- 2. Τούτο έχει μόνο ενικό.

β) Διπλόθεμα: ακατάληκτα σε -ὴρ (γεν. -έρος) και -ωρ (γεν. -ορος)
(θ. ἀθηρ-, ἀθερ-) (θ. ῥητωρ-, ῥητορ-)
Ενικός αριθμός
Πληθυντικός αριθμός
ον.
ἀθὴρ
ῥήτωρ
o
ἀθέρ-ες
ῥήτορ-ες
γεν.
τοῦ
ἀθέρ-ος
ῥήτορ-ος
τῶν
ἀθέρ-ων
ῥητόρ-ων
δοτ.
τῷ
ἀθέρ-ι
ῥήτορ-ι
τοῖς
ἀθέρ-σι(ν)
ῥήτορ-σι(ν)
αιτ.
τὸν
ἀθέρ-α
ῥήτορ-α
τοὺς
ἀθέρ-ας
ῥήτορ-ας
κλ.
(ὦ)
ἀθὴρ
ῥῆτορ
(ὦ)
ἀθέρ-ες
ῥήτορ-ες

Δυϊκός αριθμός
ον., αιτ. τώ, κλ. (ὦ) ἀθέρ-ε,  ῥήτορ-ε    γεν., δοτ.  τοῖν ἀθέρ-οιν,    ῥητόρ-οιν.
Κατά το όνομα ὁ ἀθὴρ (= η λεπτότατη άκρη στα στάχυα, αθέρας) κλίνονται τα ονόματα ὁ ἀὴρ και ὁ αἰθήρ, εύχρηστα μόνο στον ενικό.

Παρατηρήσεις στα ενρινόληκτα και υγρόληκτα της γ΄ κλίσης
1) Τα φωνήεντα  ι  και  α  εμπρός από το χαρακτήρα ν  των ονομάτων σε -ις(γεν. -ινος) και -αν (γεν. -ανος) είναι μακρόχρονα: τῆς ἀκτῖν-ος, τῆς Σαλαμῖν-ος· τοῦ Τιτᾶν-ος, τοῦ πελεκᾶν-ος.
2) Τα ενρινόληκτα και υγρόληκτα της γ΄ κλίσης σχηματίζουν κανονικά την κλητ. του ενικού όμοια με την ονομαστική του ενικού: ἡ ἀκτὶς - ὦ ἀκτίς· ὁ Τιτὰν - ὦ Τιτάν· ὁ Ἕλλην - ὦ Ἕλλην· ὁ ἡγεμὼν - ὦ ἡγεμών· ὁ ποιμὴν - ὦ ποιμήν· ὁ ἰχὼρ - ὦ ἰχώρ.
Αλλά τα βαρύτονα διπλόθεμα σε -ων (γεν. -ονος) και -ωρ (γεν. -ορος) σχηματίζουν την κλητ. του ενικού όμοια με το αδύνατο θέμα: ὁ γείτων - ὦ γεῖτον· ὁ δαίμων - ὦ δαῖμον· ὁ Ἰάσων - ὦ Ἰᾶσον· ὁ ῥήτωρ - ὦ ῥῆτορ.
3) Ο χαρακτήρας  λ  και ρ  εμπρός από το σίγμα της κατάληξης παραμένει, ενώ ο χαρακτήρας ν  εμπρός από αυτό αποβάλλεται (χωρίς αντέκταση του προηγούμενου τυχόν βραχύχρονου φωνήεντος): ὁ ἅλ-ς, τοῖς ἁλ-σί, (ὁ ῥήτωρ) τοῖς ῥήτορ-σι· αλλά:ἡ (ἀκτίν-ς) ἀκτίς, ταῖς (ἀκτῖν-σι) ἀκτῖσι· τοῖς (ἡγεμόν-σι) ἡγεμόσι)

γ) Συγκοπτόμενα διπλόθεμα: ακατάληκτα σε -ηρ (γεν. -ρος)
Από τα υγρόληκτα ουσιαστικά της γ΄ κλίσης τα διπλόθεμα ὁ πατήρ, ἡ μήτηρ, ἡ θυγάτηρ, ἡ γαστὴρ (= κοιλιά), ἡ Δημήτηρ και ὁ ἀνὴρ συγκόπτουν (δηλ. αποβάλλουν) σε ορισμένες πτώσεις το  ε  του αδύνατου θέματος και γι’ αυτό λέγονται συγκοπτόμενα.

Παραδείγματα
            (θ. πατήρ-, πάτερ-)     (θ. ἀνηρ-, ἀνερ-) (θ. Δημητηρ-, Δημητερ-)
Ενικός αριθμός
ον.
πατὴρ
ἀνὴρ
Δημήτηρ
γεν.
τοῦ
πατρ-ὸς
ἀνδρ-ὸς
τῆς
Δήμητρ-ος
δοτ.
τῷ
πατρ-ὶ
ἀνδρ-ὶ
τῇ
Δήμητρ
αιτ.
τὸν
πατέρ-α
ἄνδρ
τὴν
Δήμητρ
κλ.
(ὦ)
πάτερ
ἄνερ
(ὦ)
Δήμητερ

Πληθυντικός αριθμός
ον.
o
πατέρ-ες
ἄνδρ-ες
γεν.
τῶν
πατέρ-ων
ἀνδρ-ῶν
δοτ.
τοῖς
πατρ-ά-σι(ν)
ἀνδρ-ά-σι(ν)
αιτ.
τοὺς
πατέρ-ας
ἄνδρ-ας
κλ.
(ὦ)
πατέρ-ες
ἄνδρ-ες

Δυΐκός αριθμός
ον., αιτ. τώ, κλ. (ὦ) πατέρ-ε,    ἄνδρ
γεν., δοτ.      τοῖν πατέρ-οιν,   ἀνδρ-οῖν

Παρατηρήσεις
1Από τα συγκοπτόμενα υγρόληκτα της γ΄ κλίσης:
1) Τα ονόμ., ὁ πατήρ, ἡ μήτηρ, ἡ θυγάτηρ και ἡ γαστὴρ συγκόπτουν, δηλ, χάνουν, το  ε  του θέματος στη γεν. και δοτ, του ενικού και στη δοτ. του πληθυντικού· το όνομα ἡ Δημήτηρ στις πλάγιες πτώσεις του ενικού, και το όνομα ὁ ἀνὴρ στις πλάγιες πτώσεις του ενικού και σε όλες τις πτώσεις του πληθυντικού και του δυϊκού, στις οποίες εμπρός από το χαρακτήρα αναπτύσσεται το σύμφωνο δ  για να διευκολυνθεί η προφορά (θ. ἀνερ-, ἀνρ- ἀνδρ-)·
2) τα ονόματα πατήρ, μήτηρ, θυγάτηρ και γαστὴρ στη γεν. και δοτ. του ενικού τονίζονται στη λήγουσα (πατρός, πατρὶ - μητρός, μητρὶ κτλ.)· το όνομα ἀνὴρτονίζεται στη λήγουσα στη γενική και δοτ. του ενικού και του δυϊκού και στη γεν. του πληθ. (ἀνδρός, ἀνδρὶ - ἀνδροῖν - ἀνδρῶν)· το όνομα Δημήτηρ τονίζεται στην προπαραλήγουσα σε όλες τις πτώσεις του ενικού, εκτός από την ονομαστική.
Τα συγκοπτόμενα ονόματα:
1) σχηματίζουν την κλητ. του ενικού όμοια με το αδύνατο θέμα και τονίζονται σ’ αυτήν επάνω στην αρχική συλλαβή: ὦ πάτερ, ὦ θύγατερ, ὦ Δήμητερ κτλ.· μόνο το όνομα γαστὴρ σχηματίζει την κλητ. του ενικού όμοια με την ονομαστική: ὦ γαστήρ·
2) στη δοτ. του πληθ. ανάμεσα από το συγκομμένο θέμα και την κατάληξη, για να διευκολυνθεί η προφορά, παίρνουν ένα βραχύχρονο α που τονίζεται: πατρ-ά-σι(ν),ἀνδρ-ά-σι(v).

ΠΙΝΑΚΑΣ ΕΝΡΙΝΟΛΗΚΤΩΝ ΚΑΙ ΥΓΡΟΛΗΚΤΩΝ OYΣIAΣTIKΩΝ ΤΗΣ Γ΄ ΚΛΙΣΗΣ
(που δείχνει ιδίως την ορθογραφία των λέξεων)
1. ΕΝΡΙΝΟΛΗΚΤΑ
-ην -ηνος
ὁ ἀνδρὼν -ῶνος
-ὰν -ανος
ὁ Ἕλλην -ηνος
γυναικὼν -ῶνος
ὁ μεγιστὰν -ᾶνος
ὁ δοθιήν4 -ῆνος
(έτσι και: ὁ δαφνών,
(έτσι και: ὁ παιάν,
(έτσι και: ὁ κηφήν,
δενδρών, ἐλαιών,
πελεκάν, Τιτάν,
ὁ λειχήν5, ὁ πυρήν,
νυμφών, ξενών,
Αἰνιάν, Ἀκαρνάν,
ὁ σωλήν, ἡ σειρήν6),
ὀρνιθών, παρθενὼν10 κ.ά.)
Ἁλκμάν, Εὐρυτάν),
ὁ μήν, μηνὸς
ὁ Πάν, του Πανὸς κ.ά.
(έτσι και: ὁ σπλήν,
β) τα μεγεθυντικά
ὁ σφήν, ὁ (ἡ) χὴν κ.ά.).
ὁ γάστρων11 -ωνος
-ὶς -ινος
ὁ γνάθων12 -ωνος
ἡ ἀκτὶς -ῖνος
-ὴν -ενος
ὁ χείλων13 -ωνος κ.ά.
(έτσι: ὁ δελφίς,
ὁ αὐχήν7 -ένος
ἡ ὠδίς1, Ἐλευσίς,
(έτσι και: ὁ λιμήν,
γ) τα κύρια ονόματα
Σαλαμὶς κ.ά.),
ὁ πυθμήν, ὁ ὑμήν8 κ.ά
Ἀπόλλων -ωνος
ἡ ῥίς, τῆς ῥῑνός,
ἡ φρήν9, φρενός κ.ά.)
Ποσειδῶν -ῶνος
ὁ (ἡ) θίς2, θῑνός,
ἡ ἴς3, τῆς ἰνός,
-ων -ωνος
πλ. αἱ ἶνες κ.ά.
α) τα περιεκτικά
ὁ ἀνθὼν -ῶνος

Ἀγάθων -ωνος
ε) τόπων και πόλεων
ὁ ἀγκὼν -ῶνος
(έτσι και: Δάμων,
Αὐλὼν -ῶνος
(έτσι και: ὁ αἰών,
Δευκαλίων, Δίων,
Ἑλικὼν -ῶνος
βουβών, κοιτών,
Ζήνων, Ἱέρων, Κίμων,
(έτσι και: ἡ Καλυδών,
κολοφών19, λειμών,
Κλέων, Κόνων,
ὁ Κιθαιρών,
τελαμών20, χειμών,
Κρίτων, Κύλων,
ἡ (ὁ) Κολοφών,
χιτὼν κ.ά.).
Μέτων, Πλάτων,
ὁ Μαραθών,
Σόλων, Φαίδων,
ἡ Σιδών, ἡ Σικυών),
θ) προσηγ. περισπώμ.
Χάρων, Χίλων, Χίρων,
Κρότων -ωνος κ.ά.
ὁ τυφῶν21 -ῶνος
Ὠρίων, [Νέρων,
(από το τυφάων).
Τρύφων] κ.ά.).
ζ) εθνικά παροξύτονα
ὁ Λάκων -ωνος
-ων -ονος
δ) ονόμ. αρχ. μηνών
ὁ Ἴων -ωνος κ.ά.
α) οξύτ. θηλυκά
Γαμηλιὼν -ῶνος,
ἡ ἀηδὼν -όνος
(έτσι και:
ζ) προσηγορ. παροξύτ.
(έτσι και: ἡ ἀλγηδών,
Ἀνθεστηριών,
ὁ δόλων14 -ωνος
ἀλκυών, εἰκών,
Ἐλαφηβολιών,
ὁ δρόμων15 -ωνος
Καρχηδών, σιαγών,
Μουνιχιών,
(έτσι και: ὁ κλύδων16
σινδών, τερηδών22
Θαργηλιών,
ὁ κώδων, ὁ (ἡ) μήκων17
Χαλκηδών, χελιδών,
Σκιροφοριών,
ὁ πάρων18, ὁ ῥώθων,
χιὼν κ.ά.).
Ἑκατομβαιών,
ὁ σάπων, ὁ σίφων,
Μεταγειτνιών,
[ὁ ἄμβων]).
β) οξύτ. αρσενικά
Βοηδρομιών,
ὁ (ἡ) ἀλεκτρυὼν23 -όνος,
Πυανοψιών,
η) προσηγορ. οξύτ.
ὁ ἡγεμὼν -όνος
Μαιμακτηριών,
ὁ κλών, κλωνὸς
(έτσι και: ὁ κανών,
Ποσειδεών).
ὁ ἀγὼν -ῶνος
κηδεμών, Μακεδών,
Στρυμών,
  
(συν)δαιτυμών κ.ά.).


 
(έτσι και: ὁ κρατήρ,
-ωρ -ορος

λαμπτήρ, λουτήρ,
ὁ αὐτοκράτωρ -ορος
νιπτήρ, στατήρ,
(έτσι και: ὁ κοσμήτωρ,
γ) παροξύτ. αρσενικά
στρωτήρ, σπινθήρ κ.ά.),
πράκτωρ, προγάστωρ,
ὁ ἄξων -ονος
σωτήρ -ῆρος
Ἕκτωρ κ.ά.)
(έτσι και: Ἁλιάκμων,
(κλ. ὦ σῶτερ).
(μεταγ. και νεότ.:
βραχίων, γείτων,
ἐκλέκτωρ,
γνώμων, δαίμων,
-ὴρ -έρος
παντοκράτωρ κ.ά.).
Ἰᾱ΄σων, κίων24,
ὁ ἀὴρ -έρος
πνεύμων, τέκτων25,
(έτσι και: ὁ ἀθήρ,
-ὰρ -αρὸς
Ἀγαμέμνων,
αἰθήρ, ἀστήρ - δοτ. πλ.
ὁ Κάρ31, Κᾱρὸς
Ἀριστογείτων κ.ά.).
ἀστράσι κ.ά.).
(πλ. οἱ Κᾶρες).

2. ΥΓΡΟΛΗΚΤΑ

-ωρ -ωρος

-εὶρ -ειρὸς
-ὴρ -ηρος
ὁ φώρ28, φωρὸς
ὁ φθείρ32, φθειρὸς
ὁ θήρ26, θηρός
ὁ ἰχὼρ29 -ῶρος
(δοτ. πλ. τοῖς φθειρσί),
ὁ ἀροτήρ27 -ῆρος
ὁ πέλωρ30 -ωρος
ἡ χείρ, χειρὸς
ὁ ζωστὴρ -ῆρος
(μεταγ. Βίκτωρ,
(δοτ. πλ. ταῖς χερσί,
πραίτωρ κ.ά.).
βλ. § 150, 19).

Υποσημειώσεις: 1. (ποιητ.) πόνος του τοκετού (συνηθ. πληθ. ὠδῖνες).- 2. (ποιητ.) σωρός· σωρός από άμμο· ακτή.- 3. νεύρο, λεπτό νήμα, δύναμη.- 4. μικρό εξάνθημα.- 3. λειχήνα· βρύο που φυτρώνει πάνω σε δέντρα, πέτρες κτλ.· εξάνθημα στην επιδερμίδα.- 6. γοητεία ωραίων λόγων· ως κυρ, όν. Σειρήν, θαλασσινή θεότητα που γοητεύει με τη φωνή της τους ναυτικούς.- 7. τράχηλος.- 8. λεπτό δέρμα, μεμβράνη.- 9. το διάφραγμα ανάμεσα στο θώρακα και την κοιλιά· τα γύρω από την καρδιά μέρη· καρδιά, νους.- 10. μέρος του σπιτιού, όπου έμεναν οι παρθένες· ως κυρ. όν. Παρθενών, ναός στην Ακρόπολη της Αθήνας.- 11. κοιλαράς.- 12. (από το όν. ἡ γνάθος = σαγόνι) εκείνος που έχει φουσκωμένα σαγόνια ή φουσκωμένα μάγουλα.- 13. εκείνος που έχει μεγάλα χείλια.- 14. μικρό πανί της πλώρης στα ιστιοφόρα· μαχαίρι ή σπαθάκι κρυμμένο μέσα σε ραβδί, στιλέτο.- 15. ελαφρό πλοιάριο.- 16. κύμα, κλυδωνισμός.- 17. παπαρούνα.- 18. πλοιάριο.- 19. το ακρότατο σημείο ενός πράγματος, ως κύρ. όν. Κολοφὼν (-ῶνος), πόλη της Ιωνίας στη Μ. Ασία.- 20. πλατύ κορδόνι, λουρί δερμάτινο· ως κυρ. όν.Τελαμὼν (-ῶνος), γιος του Αιακού και πατέρας του Αίαντα.- 21. θύελλα, ανεμοστρόβιλος (και κατά την αττ. β΄ κλίση: ὁ τυφῶς, τοῦ τυφῶ)· ως κύρ. όν. ὁ Τυφῶν (-ῶνος), γίγαντας, πατέρας των ανέμων.- 22. σκουλήκι που τρώει τα ξύλα· σαράκι· πάθηση των δοντιών.- 23. (αρσ.) πετεινός, (θηλ. όρνιθα).- 24. κολόνα.- 25. ξυλουργός, μαραγκός- 26. θηρίο.- 27. αυτός που οργώνει· ως επίθ. βοῦς ἀροτὴρ = βόδι που το μεταχειρίζονται για το όργωμα.- 28. κλέφτης.- 29. το αίμα που ρέει στις φλέβες των θεών.- 30. πελώριο ον, τέρας.- 31. κάτοικος της Καρίας.- 32. ψείρα.

ΙΙΙ. Σιγμόληκτα (χαρακτήρας σ)

α) Αρσενικά ακατάληκτα σε -ης (γεν. -ους)
ή -κλῆς (γεν. -κλέους)
(θ. Σωκρατεσ-, Περικλεεσ)
Ενικός αριθμός
Πληθυντικός αριθμός
ον.
Σωκράτης
Περικλῆς
o
Σωκράται
Περικλεῖς
γεν.
τοῦ
Σωκράτους
Περικλέους
τῶν
Σωκρατῶν
Περικλέων
δοτ.
τῷ
Σωκράτει
Περικλεῖ
τοῖς
Σωκράταις
αιτ.
τὸν
Σωκράτη
Περικλέα
τοὺς
Σωκράτας
Περικλεῖς
κλ.
(ὦ)
Σώκρατες
Περίκλεις
(ὦ)
Σωκράται
Περικλεῖς

Κατά το Σωκράτης κλίνονται: Ἀριστομένης, Ἀριστοτέλης, Ἀριστοφάνης, Δημοσθένης, Διογένης, Διομήδης, Ἱπποκράτης, Ἰσοκράτης, Ἰφικράτης, Πολυκράτης, Πολυνείκης, Πραξιτέλης - Ἀστυάγης, Τισσαφέρνης, Κυαξάρης κ.ά. Κατά το Περικλῆς κλίνονται: Ἀγαθοκλῆς, Ἡρακλῆς, Θεμιστοκλῆς, Ἱεροκλῆς, Προκλῆς, Σοφοκλῆς κ.ά.

Παρατηρήσεις
Τα αρσενικά σιγμόληκτα σε -ης (γεν. -ους) και -κλῆς (γεν.-κλέους) είναι όλα κύρια ονόματα και:
1) έχουν θέμα σε -εσΣωκρατεσ-, Περικλεεσ-·
2) στην ονομαστική του ενικού δεν παίρνουν κατάληξη και εκτείνουν το βραχύχρονο φωνήεν ε του θέματος σε η: Σωκράτης, Περικλέης, και με συναίρεσηΠερικλῆς·
3) στις πλάγιες πτώσεις του ενικού αποβάλλουν το χαρακτήρα σ ανάμεσα στα δύο φωνήεντα και έπειτα συναιρούν τα δύο αυτά φωνήεντα: τοῦ Σωκράτεσ-οςΣωκράτε-οςΣωκράτους· τῷ Σωκράτεσ-ιΣωκράτε-ιΣωκράτει· τον Σωκράτεσ-α,Σωκράτε-αΣωκράτη· τοῦ Περικλέεσ-οςΠερικλέε-οςΠερικλέους· τῷ Περικλέεσ-ι,Περικλέε-ιΠερικλέει (και με δεύτερη συναίρεση=) Περικλεῖ· τὸν Περικλέεσ-α, Περικλέε-ᾱ, Περικλέᾱ και σπάν. Περικλῆ·
4) στην κλητ. του ενικού δεν παίρνουν κατάληξη και ανεβάζουν τον τόνο: ὦ Σώκρατες, ὦ Περίκλεις (με συναίρεση από το Περίκλεες
5) όσα λήγουν σε -κλῆς συναιρούν το ε της συλλαβής κλε-, όταν ύστερα από αυτό ακολουθεί η ή ε ή ει: (Περικλέης) Περικλῆς, (Περίκλεες) Περίκλεις, (Περικλέει) Περικλεῖ·
6) κανονικά έχουν μόνο ενικό αριθμό· όταν όμως χρησιμοποιούνται στον πληθ. σχηματίζονται τα σε -ης (γεν. -ους) κατά την α΄ κλίση (οἱ Σωκράται κτλ.) και τα σε -κλῆς (γεν. -κλέους) κατά την γ΄ κλίση (οἱ Περικλέ-ες = Περικλεῖς κτλ.).

β) θηλυκά ακατάληκτα σε -ὼς (γεν. -οῦς)
(θ. αἰδωσ-, αἰδοσ-)
Ενικός αριθμός
ον.
(ισχυρό θ. αἰδωσ-)
αἰδὼς
γεν.
τῆς
(αδύνατο θ. αἰδόσ-ος, αἰδό-ος)
αἰδοῦς
δοτ.
τῇ
(αδύνατο θ. αἰδόσ-ι, αἰδό-ϊ)
αἰδοῖ

αιτ.
τὴν
(αδύνατο θ. αἰδόσ-α, αἰδό-α)
αἰδῶ
κλ.
(ὦ)
(ισχυρό θ. αἰδωσ-)
αἰδὼς

Κατά το όνομα ἡ αἰδὼς (= ντροπή) κλίνεται και το ποιητ. ἡ ἠὼς (= αυγή) και ως κύρ. όν. ἡ Ἠὼς (= θεά της αυγής). Αυτά έχουν μόνο ενικό.

γ) Ουδέτερα ακατάληκτα σε -ος (γεν. -ους)
(θ. βελοσ- βελεσ- και ἐδαφοσ-, ἐδαφεσ-)

Ενικός αριθμός
Πληθυντικός αριθμός
ον.
τὸ
βέλος
ἔδαφος
τὰ
βέλη
ἐδάφη
γεν.
τοῦ
βέλους
ἐδάφους
τῶν
βελῶν
ἐδαφῶν
δοτ.
τῷ
βέλει
ἐδάφει
τοῖς
βέλεσι(ν)
ἐδάφεσι(ν)
αιτ.
τὸ
βέλος
ἔδαφος
τὰ
βέλη
ἐδάφη
κλ.
(ὦ)
βέλος
ἔδαφος
(ὦ)
βέλη
ἐδάφη

Δυϊκός αριθμός
ον., αιτ. τώ, κλ. (ὦ) βέλει, ἐδάφει - γεν., δοτ. τοῖν βελοῖν, ἐδαφοῖν

Κατά τὸ βέλος κλίνονται πολλά δισύλλαβα: ἔθνος, εὖρος (= πλάτος), ζεῦγος, ἦθος, κέρδος, ξίφος, πλῆθος, σκεῦος, τέλος κ.ά., καθώς και το κύρ. όν. τὰ Τέμπη στον πληθυντικό.
Κατά τὸ ἔδαφος κλίνονται τα τρισύλλαβα: μέγεθος, στέλεχος, τέμενος (επίσημος ή ιερός χώρος, ναός), τέναγος (= άβαθα νερά, βάλτος) κ.ά.

Παρατηρήσεις
Τα ουδέτερα σιγμόληκτα σε -ος (γεν. -ους):
1) έχουν αρχικό θέμα σε -εσ: βελεσ-, ἐδαφεσ- ·
2) σχηματίζουν την ονομαστ., αιτιατική και κλητ. του ενικού χωρίς κατάληξη, αλλά στις πτώσεις αυτές το φωνήεν ε που είναι πριν από το χαρακτήρα το τρέπουν σε -ο: βελεσ- = βέλος, ἐδαφεσ- = ἔδαφος·
3) με το αρχικό θέμα σε -εσ  σχηματίζουν τη γεν. και δοτ. του ενικού και όλες τις πτώσεις του πληθυντ. και δυϊκού· αποβάλλουν όμως σ’ αυτές το χαρακτήρα  σ ανάμεσα στα δύο φωνήεντα και έπειτα συναιρούν τα φωνήεντα αυτά, δηλ. το ε+ο σε ου (βέλε-ος = βέλους), το ε+ι σε ει (τῷ βέλε-ι = βέλει), το ε+ε σε ει (δυϊκ. τὼ βέλε-ε = βέλει), το ε+οι σε οι (δυϊκ. τοῖν βελέ-οιν = βελοῖν), το ε+ω σε ω (τῶν βελέων = βελῶν) και το ε+α κανονικά σε η (τὰ βέλε-α = βέλη)· αν όμως πριν από το επροηγείται άλλο ε, τότε συναιρούν το ε σε ᾱ: τὰ χρέε-α=χρέᾱ, τὰ κλέε-α-κλέᾱ.
4) στη δοτ. πληθ. όπου βρίσκονται δύο σ (βέλεσ-σι) τα απλοποιούν σε ένα: βέλεσι.

ΠΙΝΑΚΑΣ ΣΙΓΜΟΛΗΚΤΩΝ ΟΥΔΕΤΕΡΩΝ ΤΗΣ Γ΄ ΚΛΙΣΗΣ
(που δείχνει ιδίως την ορθογραφία των λέξεων)
τὸ ἄγος1
(ᾰ)
κῦδος6
(ῡ)
ῥῖγος
(ῑ)
ἄλσος
(ᾰ)
κῦρος
(ῡ)
σκάφος
(ᾰ)
βάθος
(ᾰ)
κύτος7
(ῠ)
σκῦτος10
(ῡ)
βάρος
(ᾰ)
λάθος
(ᾰ)
στῖφος
(ῑ)
βρῖθος2
(ῑ)
λίπος
(ῐ)
σφρίγος
(ῐ)
δάσος
(ᾰ)
μῖσος
(ῑ)
τάχος
(ᾰ)
θάρρος3
(ᾰ)
νεῖκος8
τεῖχος
θάρσος3
(ᾰ)
ξίφος
(ῐ)
τεῦχος
θράσος3
(ᾰ)
πάθος
(ᾰ)
ὕψος
ἴχνος
(ῐ)
πάχος
(ᾰ)
φῦκος11
(ῡ)
κῆτος4
πλάτος
(ᾰ)
ψῦχος
(ῡ)
κράτος
(ᾰ)
πνῖγος9
(ῑ)
κρύος5
(ῠ)
ῥάκος
(ᾰ)

Υποσημειώσεις: 1. κατάρα, μίασμα.- 2. βάρος.- 3. η λ. θάρσος με αφομοίωση του σ: θάρρος = θάρρος, τόλμη· με μετάθεση του α: θράσος = θρασύτητα, αυθάδεια.- 4. γενική ονομασία των μεγάλων ψαριών ή θαλασσινών τεράτων.- 5. παγερό κρύο.- 6. δόξα, φήμη.- 7. το κοίλο μέρος (πλοίου, σκεύους, σώματος κτλ.).- 8. φιλονικία, αγώνας.- 9. Η υπερβολική ζέστη.- 10. δέρμα κατεργασμένο.- 11. πληθ. τὰ φύκη = φύκια.

δ) Ουδέτερα ακατάληκτα σε -ας (γεν. -ως ή -ατος)
                       (θ. κρεασ-)                                         (θ. περασ-, περατ-)
Ενικός αριθμός
ον.
τὸ
(θ. κρεασ-)
κρέας
πέρας
γεν.
τοῦ
(κρέασ-ος, κρέα-ος)
κρέως
πέρατ-ος
δοτ.
τῷ
(κρέασ-ι, κρέα-ϊ)
κρέᾳ
πέρατ-ι
αιτ.
τὸ
(θ. κρεασ-)
κρέας
πέρας
κλ.
(ὦ)
(θ. κρεασ-)
κρέας
πέρας
Πληθυντικός αριθμός
ον.
τὰ
(κρέασ-α, κρέα-α)
κρέ
πέρατ-α
γεν.
τῶν
(κρεάσ-ων, κρεά-ων
κρεῶν
περάτ-ων
δοτ.
τοῖς
(κρέασ-σι)
κρέα-σι(ν)
πέρα-σι(ν)
αιτ.
τὰ
(κρέασ-α, κρέα-α)
κρέ
πέρατ-α
κλ.
(ὦ)
(κρέασ-α, κρέα-α)
κρέ
πέρατ-α

Δυϊκός αριθμός
ον., αιτ. τώ, κλ. (ὦ) (κρέασ-ε, κρέα-ε)          κρέ         πέρατ-ε
γεν., δοτ.         τοῖν (κρεάσ-οιν, κρεά-οιν)     κρεοῖν      περάτ-οιν

Παρατηρήσεις
Σιγμόληκτα ουδέτερα σε -ας είναι έξι: κρέας, γέρας (= βραβείο), γῆρας, πέρας, τέρας, κέρας. Από αυτά:
1) μόνο τα ονόμ. κρέας, γέρας, γῆρας έχουν θέμα παντού καθαρά σιγμόληκτο σε -ασ· αυτά αποβάλλουν το σ  ανάμεσα σε δύο φωνήεντα και έπειτα συναιρούν τα δύο αυτά φωνήεντα: τοῦ (κρέασ-ος, κρέα-ος) κρέως· τῷ (κρέασ-ι, κρέα-ϊ) κρέᾳ  κτλ..
2) το όνομα πέρας σχηματίζει την ονομ., αιτ. και κλητ. του ενικού από σιγμόληκτο θέμα σε -ας, χωρίς κατάληξη, και τις άλλες πτώσεις από θέμα σε    -ατ, ως οδοντικόληκτο: τοῦ πέρατ-ος, τῷ πέρατ-ι, τὰ πέρατ-α, τῶν περάτ-ων κτλ. (όπως τὸ σῶμα, τοῦ σώματ-ος κτλ.)·
3) το όνομα τέρας σχηματίζει τον ενικό κατά το πέρας: τὸ τέρας, τοῦ τέρατ-ος κτλ.
4) το όνομα κέρας σε όλους τους αριθμούς και το όνομα τέρας στον πληθυντικό και δυϊκό σχηματίζονται και κατά τους δύο τρόπους, δηλ. και ως σιγμόληκτα (κατά το κρέας) και ως οδοντικόληκτα (κατά το πέρας): τὸ κέρας, τοῦ κέρως και κέρατος, τῷ κέρα και κέρατι κτλ. - πληθ. τὰ κέρα καικέρατ-α, τῶν κερῶν και κεράτ-ων κτλ. - δυϊκός τὼ κέρα και κέρατ-ε, τοῖν κεροῖν και κεράτ-οιν· (τὸ τέρας) πληθ. τὰ τέρακαιτέρατ-α κτλ. – δυϊκός τὼ τέρα και τέρατ-ε, τοῖν τεροῖν και τεράτ-οιν·
5) το όνομα γῆρας έχει μόνο ενικό αριθμό.

ΚΑΤΑΛΗΞΕΙΣ ΤΩΝ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΩΝ ΤΗΣ Γ' ΚΛΙΣΗΣ
Αρσενικά και θηλυκά
Ουδέτερα
Ενικός
Πληθυντ.
Δυϊκός
Ενικός
Πληθυντ.
Δυϊκός
ον.
-ς  ή –
-ες
-ᾰ
γεν.
-ος (ή -ως)
-ων
-οιν
-ος (ή-ως)
-ων
-οιν
δοτ.
-σι(ν)
-οιν
-σι(ν)
-οιν
αιτ.
-ᾰ  ή ν
-ᾰς ή -ς (-νς)
-ᾰ
κλ.
-ς  ή –
-ες
-ᾰ

Παρατηρήσεις στις καταλήξεις των ονομάτων της γ΄ κλίσης
Από τα ονόματα της γ΄ κλίσης:
    1) τα αρσενικά και τα θηλυκά έχουν σε όλες τις πτώσεις τις ίδιες καταλήξεις·
    2) τα ουδέτερα διαφέρουν από τα αρσενικά και θηλυκά στην ονομ., αιτ. και κλητ. του ενικού και του πληθυντικού.
Το  ι  και το α  στη λήγουσα των ονομάτων της γ΄ κλίσης είναι βραχύχρονα:ἡ γνῶσις, τὴν γνῶσιν, τῷ ἀγῶνι, τοῖς ἀγῶσι – τὸν ἀγῶνα, τοὺς ἀγῶνας, τὸ γῆρας (αλλά: τὰ κρέᾱ και κρέᾰ).

Ο τονισμός των ονομάτων της γ' κλίσης
Παίρνουν περισπωμένη αντίθετα με τον κανόνα, αν και δεν προκύπτουν από συναίρεση:
α) οι μονοσύλλαβοι τύποι της ονομ., αιτιατ. και κλητ. που έχουν χαρακτήρα ι, υ (ου, αυ): ὁ κῖς, τὸν κῖν, ὦ κῖ, τοὺς κῖς - ἡ δρῦς, τὴν δρῦν, ὦ δρῦ, τὰς δρῦς -  βοῦς, τὸν βοῦν, ὦ βοῦ, τοὺς βοῦς - ἡ γραῦς, τὴν γραῦν, ὦ γραῦ ·
β) η αιτιατική πληθ. των ονομ. σε -ὺς (γεν. -ύος), αν τονίζεται στη λήγουσα: τοὺς ἰχθῦς ·
γ) η ονομ., αιτ. και κλητ. του ενικού των ουδετέρων πῦρ και οὖς·
δ) η ονομ. και κλητ. του ενικού του θηλ. ἡ γλαῦξ (= κουκουβάγια)·
ε) η κλητ. του ενικού των ονομ. σε -εύς: ὦ βασιλεῦ.
145. Τα μονοσύλλαβα ονόμ. της γ΄ κλίσης στη γεν. και δοτ. όλων των αριθμών τονίζονται στη λήγουσα (αντίθετα με τον κανόνα): ἡ φλόξ, τῆς φλογός, τῇ φλογὶ - τῶν φλογῶν, ταῖς φλοξὶ - τοῖν φλογοῖν. Εξαιρούνται τα μονοσύλλαβα ἡ δᾲς (= λαμπάδα), ὁ θὼς (= τσακάλι), τὸ οὖς, ὁ παῖςὁ Τρὼς και τὸ φῶς που τονίζονται στη γεν. πληθ. στην παραλήγουσα: τῶν δᾴδων, τῶν θώων, τῶν ὤτων, τῶν παίδων, τῶν Τρώων, τῶν φώτων.

Περισσότερο πλούσιο εκπαιδευτικό υλικό για το Δημοτικό εδώ.
Περισσότερο πλούσιο εκπαιδευτικό υλικό για το Γυμνάσιο εδώ.
Περισσότερο πλούσιο εκπαιδευτικό υλικό για το Λύκειο εδώ.

Δημοσίευση σχολίου

0Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου (0)