Η σύνταξη της μετοχής στα αρχαία ελληνικά

Αποστόλης Ζυμβραγάκης
0

H METOXH

Η μετοχή είναι ρηματικό επίθετο που μετέχει στις ιδιότητες τόσο του επιθέτου όσο και του ρήματος. Η χρήση της στην A.E. είναι ιδιαίτερα συχνή· απαντά στον ενεργητικό, μέσο και παθητικό ενεστώτα, μέλλοντα, αόριστο και παρακείμενο, εκφράζοντας ποικίλες σημασίες.
N.E.: Η μετοχή έχει λιγότερους τύπους σε σχέση με την Α.Ε. (απαντά στον ενεργητικό και παθητικό ενεστώτα και στον παθητικό παρακείμενο) και χρησιμοποιείται στον λόγο σε πιο περιορισμένο βαθμό.

Η ονοματική φύση της μετοχής φαίνεται από το ότι αυτή:
  1. α) Έχει γένη, πτώσεις και ακολουθεί το κλιτικό σύστημα των ονομάτων:
    ὁ λυόμενος, ἡ λυομένη, τὸ λυόμενον [Kλίνεται κατά τα τρικατάληκτα ασυναίρετα επίθετα της β΄ κλίσης.]
  2. β) Eίναι δυνατόν να λειτουργεί ως ουσιαστικό (ουσιαστικοποιημένη μετοχή) και να συνδέεται παρατακτικά με ονόματα:
    οἱ ἄρχοντες – οἱ λέγοντες – τὸ μέλλον – τὸ συμφέρον κτλ.
    Λέγει δ' ὡς ὑβριστής εἰμι καὶ βίαιος καὶ λίαν ἀσελγῶς διακείμενος.
  3. γ) Μπορεί να χρησιμοποιηθεί στον λόγο ως υποκείμενο, αντικείμενο, κατηγορούμενο ή ονοματικός προσδιορισμός:
    Ἀδικοῦσιν οἱ τὰς σπονδὰς λύοντες. [υποκείμενο]
    Τὰ δέοντα εἶχον οἱ στρατιῶται. [αντικείμενο]
    Αἱ πόλεις αἱ δημοκρατούμεναι τοῖς νόμοις τοῖς κειμένοις διοικοῦνται. [επιθ. προσδ.]
Η ρηματική φύση της μετοχής φαίνεται από το ότι αυτή:
  1. α) Έχει φωνή, διάθεση, χρόνους και ακολουθεί τη σύνταξη του ρήματος στο οποίο ανήκει:
    Ὁ δὲ θέμενος τὰ ὅπλα ἐγγὺς κήρυκα προσπέμπει αὐτοῖς. [τίθεμαί τι]
    Φαίνεται τὰ φυτὰ ζῆν οὐ μετέχοντα αἰσθήσεως. [μετέχω τινὸς]
  2. β) Έχει υποκείμενο:
    Πολλάκις δὲ τοῦ κήρυκος ἐρωτῶντος οὐδεὶς ἀνίστατο.
    Πεισθέντες δ' ὑμεῖς εἵλεσθ' αὐτῷ Κτησιφῶντα πρεσβευτήν.
  3. γ) Σε κάποιες περιπτώσεις συνοδεύεται (εκτός από την τελική μετοχή) από το δυνητικό ἄν. Tότε λέγεται δυνητική μετοχή και ισοδυναμεί με δυνητική οριστική ή δυνητική ευκτική, δηλώνοντας το μη πραγματικό ή το δυνατόν στο παρόν και στο μέλλον, αντίστοιχα:
    Σωκράτης ῥᾳδίως ἂν ἀφεθεὶς ὑπὸ τῶν δικαστῶν, προείλετο μᾶλλον τοῖς νόμοις ἐμμένων ἀποθανεῖν ἢ
    παρανομῶν ζῆν. [εἰ καὶ ἀφείθη ἂν]
    Καὶ ὁρῶν τὸ παρατείχισμα τῶν Συρακοσίων ἁπλοῦν ὂν καὶ ῥᾳδίως ἂν αὐτὸ ληφθέν, ἠπείγετο ἐπιθέσθαι. [ὅτι
    ληφθείη ἂν]

Η μετοχή ανάλογα με τη χρήση της διακρίνεται σε:

μετοχή

α. Η επιθετική μετοχή

Η επιθετική μετοχή, έναρθρη ή σπανιότερα άναρθρη, λειτουργεί ως επίθετο και προσδιορίζει ουσιαστικά ή αντωνυμίες. Απαντά σε κάθε χρόνο που έχει μετοχή και δέχεται άρνηση οὐ, όταν εκφράζει κάτι πραγματικό, και σπανιότερα μή, όταν δηλώνει κάτι υποθετικό ή υποκειμενικό. Η επιθετική μετοχή λέγεται και αναφορική, γιατί ισοδυναμεί με δευτερεύουσα αναφορική πρόταση3. Μεταφράζεται με οριστική του χρόνου στον οποίο βρίσκεται, εκτός αν είναι μετοχή ενεστώτα ή παρακειμένου που εξαρτάται από ιστορικό χρόνο, οπότε μπορεί να μεταφραστεί και με οριστική παρατατικού ή υπερσυντελίκου αντίστοιχα:
Ὑμεῖς τοὺς δέκα στρατηγοὺς τοὺς οὐκ ἀνελομένους τοὺς ἐκ τῆς ναυμαχίας ἐβουλεύσασθε ἁθρόους κρίνειν. [Yμεῖς τοὺς δέκα στρατηγοὺς οἳ οὐκ ἀνείλοντο τοὺς ἐκ τῆς ναυμαχίας ἐβουλεύσασθε ἁθρόους κρίνειν.] (Εσείς αποφασίσατε να δικάσετε όλους μαζί τους δέκα στρατηγούς οι οποίοι δεν περισυνέλεξαν τους νεκρούς από τη ναυμαχία.)
Ὁ μὴ δαρεὶς οὐ παιδεύεται.
Δύναμαι συνεῖναι δυναμένοις ἀνθρώποις ἀναλίσκειν. [Δύναμαι συνεῖναι ἀνθρώποις οἳ δύνανται ἀναλίσκειν]. (Έχω τη δυνατότητα να συναναστρέφομαι ανθρώπους οι οποίοι μπορούν να ξοδεύουν.)
Ἐπορεύθησαν ἐς Ἀπολλωνίαν, Κορινθίων οὖσαν ἀποικίαν. [Ἐπορεύθησαν ἐς Ἀπολλωνίαν, ἣ ἦν Κορινθίων ἀποικία.] (Βάδισαν προς την Απολλωνία, η οποία ήταν αποικία των Κορινθίων.)
N.E.: Είναι διάβαση μη φυλασσόμενη. [Είναι διάβαση η οποία δε φυλάσσεται.]

Όταν το ουσιαστικό που προσδιορίζει μια έναρθρη επιθετική μετοχή παραλείπεται, η μετοχή παίρνει τη συντακτική του θέση (ουσιαστικοποιημένη μετοχή). Eπίσης, το ουδέτερο ενικού επιθετικής μετοχής με άρθρο χρησιμοποιείται ως αφηρημένο ουσιαστικό. Συνήθεις ουσιαστικοποιημένες επιθετικές μετοχές είναι οι ακόλουθες:
  • ὁ ἄρχων, οἱ ἄρχοντες
  • ὁ διώκων (ο κατήγορος)
  • ὁ κλέπτων (ο κλέφτης)
  • ὁ νικῶν (ο νικητής)
  • ὁ τεκὼν (ο πατέρας)
  • ὁ φεύγων (ο κατηγορούμενος, ο εξόριστος)
  • ἡ εἱμαρμένη (η μοίρα)
  • ἡ ἐπιοῦσα (η επόμενη ημέρα)
  • ἡ τεκοῦσα (η μητέρα)
  • οἱ κρατοῦντες (οι άρχοντες)
  • οἱ λέγοντες (οι ρήτορες)
  • οἱ πολιτευόμενοι (οι πολιτικοί)
  • οἱ προσήκοντες (οι συγγενείς)
  • οἱ τεθνεῶτες (οι νεκροί)
  • τὸ ἀνειμένον (η άνεση)
  • τὸ δεδιὸς (ο φόβος)
  • τὸ δέον (το πρέπον)
  • τὸ δοκοῦν (η γνώμη)
  • τὸ ἡσυχάζον (η ησυχία)
  • τὸ θαρσοῦν (το θάρρος)
  • τὸ λεγόμενον (η φήμη)
  • τὸ λυσιτελοῦν (η ωφέλεια)
  • τὸ μέλλον / τὸ παρελθὸν / τὸ παρὸν
  • τὸ νοσοῦν (η νόσος)
  • τὸ προσῆκον (το αρμόζον)
  • τὸ συμφέρον
  • τὸ συνεστηκὸς (οι συνωμότες)
  • τὰ βεβουλευμένα / τὰ γνωσθέντα / τὰ δεδογμένα / τὰ δόξαντα / τὰ ἐψηφισμένα (οι αποφάσεις)
  • τὰ δέοντα / τὰ προσήκοντα (τα πρέποντα)
  • τὰ καθεστῶτα (η παρούσα κατάσταση)
  • τὰ κατηγορημένα (οι κατηγορίες)
  • τὰ κηρυχθέντα (οι διαταγές)
  • τὰ νομιζόμενα (τα καθιερωμένα)
  • τα συγκείμενα (οι ισχύουσες συνθήκες)
  • τὰ συμβάντα
  • τὰ ὡμολογημένα (οι συμφωνίες)
Μεμαρτυρήκασι οἵ τε Ναυσιμένους προσήκοντες καὶ οἱ τοῦ ἐμοῦ πατρός.
Ἀντέλεγέ τε οὐδείς, ὁρῶν πολὺ τὸ ξυνεστηκός.
Οὗτος μὲν τὸ συμφέρον ἀπεκρίνατο, ἄλλος δὲ τὸ δέον, ὁ δὲ τὸ λυσιτελοῦν.
Καὶ μὴν ὅ γε σώφρων τὰ προσήκοντα πράττοι ἄν.
N.E.: • Κανείς δεν ξέρει τα μελλούμενα Το περιβάλλον καταστρέφεται.

Η επιθετική μετοχή λειτουργεί στον λόγο ως:
  1. α) Υποκείμενο:
    Οὐδέποθ' ὑμᾶς οἱ λέγοντες οὔτε πονηροὺς οὔτε χρηστοὺς ποιοῦσιν.
    Τὸ μέλλον ἀφανὲς ἡμῖν ἐστιν.
    N.E.: Oι εργαζόμενοι πήραν άδεια.
  2. β) Αντικείμενο:
    Οἱ νόμοι τὸ δίκαιον καὶ τὸ συμφέρον βούλονται.
    Εὖ σοι τὸ μέλλον ἕξει, ἂν τὸ παρὸν εὖ τιθῇς.
    N.E.: O υπουργός δέχτηκε τους απολυμένους.
  3. γ) Κατηγορούμενο (η επιθετική μετοχή είναι πάντοτε έναρθρη):
    Οὗτος ἦν ὁ ἀδικήσας καὶ ἐπιβουλεύσας ἡμῖν.
    N.E.: Το νερό είναι παγωμένο.
  4. δ) Επιθετικός προσδιορισμός:
    Ἀπήγαγε τὴν στρατιὰν ἐπὶ τὴν ἄκραν Τεμενῖτιν καλουμένην.
    Προσήκει τοῖς νόμοις τοῖς κειμένοις πείθεσθαι.
    N.E.: Τακτοποίησε τα σιδερωμένα ρούχα.
  5. ε) Κατηγορηματικός προσδιορισμός (δεν αναλύεται σε αναφορική πρόταση):
    Πατηγύας προφαίνεται ἐλαύνων ἱδροῦντι τῷ ἵππῳ.
    N.E.: Κάθεται με τα χέρια σταυρωμένα.
  6. στ) Παράθεση:
    Λύσανδρος παρέπλει εἰς Λάμψακον σύμμαχον οὖσαν Ἀθηναίων.
    Πεισίστρατος δημαγωγὸς καὶ στρατηγὸς ὢν τύραννος κατέστη.
    N.E.: Εσείς οι τιμωρημένοι ελάτε εδώ.
  7. ζ) Επεξήγηση:
    Οὗτοι, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, οἱ ταύτην τὴν φήμην κατασκεδάσαντες, οἱ δεινοί εἰσίν μου κατήγοροι.
  8. η) Oνοματικός ετερόπτωτος ή εμπρόθετος προσδιορισμός:
    Πρὸς ἕκαστον τῶν εἰρημένων ἐνεχείρει τι λέγειν ὁ Φίλιππος. [γεν. διαιρετική]
    Διαιρεῖται εἰς δύο μέρη τὸ πλῆθος τῶν οἰκούντων, τὸ μὲν εἰς τοὺς γεωργούς, τὸ δὲ εἰς τὸ προπολεμοῦν
    μέρος. [γεν. περιεχομένου]
    Οἱ δὲ ἐναντίοι τοῖς προδιδοῦσι πέμπουσι Θουκυδίδην. [δοτ. αντικειμενική]
    Ἱστορεῖ τὴν Πλάτωνος περὶ τῶν ὄντων δόξαν. [εμπρόθ. αναφοράς]
    Ἀναξίβιος παραπλεύσας εἰς Πάριον πέμπει παρὰ Φαρνάβαζον κατὰ τὰ συγκείμενα. [εμπρόθ. συμφωνίας]
    N.E.: • Υπάρχει αύξηση του ενδιαφέροντος για τον αγροτοτουρισμό. [γεν. υποκειμενική]  Κατά τα φαινόμενα
    θα ηττηθεί. [εμπρόθ. συμφωνίας]
  9. θ) Δοτική προσωπική:
    Φύσει δ' ὑπάρχει τοῖς παροῦσι τὰ τῶν ἀπόντων. [δοτ. προσωπική κτητική]

  1. H επιθετική μετοχή μπορεί να μην είναι πάντα καθαρά αναφορική, αλλά να εκφράζει συγχρόνως μια επιρρηματική σχέση: του αναγκαστικού αιτίου (αναφορική αιτιολογική), του τελικού αιτίου (αναφορική τελική), της εναντίωσης (αναφορική εναντιωματική) ή της υπόθεσης (αναφορική υποθετική):
    Κατηγορήσων ἀνέβην ἐνθάδε Περικλέους ἀναγκαίου μοι ὄντος. (αν και είναι συγγενής μου) [αναφορική εναντιωματική]
    Mακάριός ἐστι πᾶς ὁ μὴ θνητὰ φρονῶν. [αναφορική υποθετική]
β. Η κατηγορηματική μετοχή

Η κατηγορηματική μετοχή είναι πάντα άναρθρη, απαντά σε όλους τους χρόνους που έχουν μετοχή και αναφέρεται στο υποκείμενο ή στο αντικείμενο του ρήματος από το οποίο εξαρτάται. Δέχεται άρνηση οὐ και μεταφράζεται συνήθως με τα «ότι», «πως», «που» + οριστική ή με το «να» + υποτακτική:
Ῥᾳδίως ἐξελεγχθήσεται ψευδόμενος. (Εύκολα θα αποδειχτεί ότι ψεύδεται.)
Ἐγὼ μὲν τοίνυν ἀπείρηκα τρέχων. (Λοιπόν εγώ κουράστηκα να τρέχω.)
Οἶδα τοὺς ἐκεῖ ὑπολοίπους ἡμῶν ἀδυνάτους ἐσομένους ἀμύνασθαι.

Η κατηγορηματική μετοχή λειτουργεί στον λόγο ως:
  1. α) Κατηγορούμενο στο υποκείμενο συνδετικού ρήματος:
    Ἦν γὰρ Περικλέους γνώμη πρότερον νενικηκυῖα.
  2. β) Κατηγορηματικός προσδιορισμός στο υποκείμενο ή στο αντικείμενο του ρήματος:
    Οἱ πολέμιοι ᾔσθοντο τὸ ὄρος ἐχόμενον.
Με κατηγορηματική μετοχή συντάσσονται τα:
  1. α) εἰμί, γίγνομαι, ὑπάρχω· η μετοχή έχει θέση κατηγορουμένου, μεταφράζεται ως ρήμα, ενώ η μετάφραση του ρήματος παραλείπεται:
    Προσεοικότες γίγνονται τοῖς γονεῦσιν οἱ παῖδες. (Τα παιδιά μοιάζουν στους γονείς.)
    Ἦν οὖν καὶ ἐν ἐκείνοις πολλὰ γιγνόμενα. (Γίνονταν λοιπόν πολλά και σ' εκείνα τα χρόνια.)
  2. β) δῆλός εἰμι (είμαι φανερός), διαβιῶ / διαμένω (ζω κάπου μόνιμα), διάγω / διαγίγνομαι (περνώ τον καιρό μου),οὐ διαλείπω (δε σταματώ), διατελῶ (είμαι συνεχώς), λανθάνω (μένω απαρατήρητος), οἴχομαι (έχω φύγει),τυγχάνω (συμβαίνει να είμαι, είμαι), φαίνομαι / φανερός εἰμι (είμαι φανερός), φθάνω (προφταίνω)· τα ρήματα αυτά μπορεί να αποδοθούν με τροπικό επίρρημα και η κατηγορηματική μετοχή που εξαρτάται από αυτά με ρήμα:
    • δῆλός εἰμι (φανερά)
    • διαβιῶ / διαμένω / διαγίγνομαι /
      διάγω / οὐ διαλείπω / διατελῶ (συνεχώς)
    • λανθάνω (κρυφά)
    • οἴχομαι (γρήγορα, αμέσως)
    • τυγχάνω (τυχαία)
    • φαίνομαι / φανερός εἰμι (φανερά)
    • φθάνω (πρώτα, πρώτος)
    Δῆλος ἦν ἐπιθυμῶν προσελθεῖν. (Επιθυμούσε φανερά να έρθει.)
    Φανερὸς ἦν τοῖς νόμοις λατρεύων. (Φανερά υπηρετούσε τους νόμους.)
    Ἀλλ' αὐτοὶ φθήσονται τοῦτο δράσαντες. (Αλλ' αυτοί πρώτοι θα το κάνουν αυτό.)
  3. γ) Pήματα που σημαίνουν έναρξη, λήξη, καρτερία, ανοχή, κάματο, όπως ἄρχω, ἄρχομαι, ἀπαλλάττομαι, ἀπολείπω, ἐπιλείπω (αφήνω), λήγω, παύω, παύομαι, ὑπάρχω (αρχίζω πρώτος), ἀνέχομαι, ἀπαγορεύω, κάμνω(κουράζομαι), καρτερῶ, ὑπομένω κ.τ.ό.:
    Ἄρξομαι διδάσκων ἐκ τῶν θείων.
    Παύσασθε περὶ τούτου κατηγοροῦντες ἀλλήλων.
    Ἀλλὰ μὴ κάμῃς φίλον ἄνδρα εὐεργετῶν. (μην κουραστείς να ευεργετείς)
  4. δ) Pήματα που σημαίνουν αίσθηση, γνώση, μάθηση, μνήμη και τα αντίθετά τους, όπως ἀγνοῶ, αἰσθάνομαι, ἀκούω4, γιγνώσκω, ἐπίσταμαι, εὑρίσκω, ὁρῶ, περιορῶ (αδιαφορώ, επιτρέπω), μανθάνω, ἐνθυμοῦμαι, μέμνημαι, ἐπιλανθάνομαι (ξεχνώ) κ.τ.ό.:
    Αἰσθάνομαί τινας παραβαίνοντας τοὺς νόμους.
    Μαζαῖος ἤκουσεν ἤδη προσάγοντα Ἀλέξανδρον.
    Μέμνημαι τοιαῦτα ἀκούσας σου.
  5. ε) Pήματα που σημαίνουν αγγελία, δείξη, έλεγχο, όπως (ἀν)αγγέλλω, ἐπιδείκνυμι, ἀποδείκνυμι, δηλῶ, ἀποφαίνω, ἐλέγχω (αποδεικνύω), παρέχω (παρουσιάζω), φαίνω, φαίνομαι κ.τ.ό.:
    Ἐπιδείξω Μειδίαν τουτονὶ μὴ μόνον εἰς ἐμὲ ἀλλὰ καὶ εἰς ὑμᾶς ὑβρικότα.
    Καὶ μὴν οὐδ' ἀκαίρως φανησόμεθα μεμνημένοι περὶ τούτων.
  6. στ) Pήματα που σημαίνουν ψυχικό πάθος, όπως ἀγανακτῶ, αἰσχύνομαι, ἄχθομαι, ἥδομαι (ευχαριστιέμαι), χαίρω,λυποῦμαι, ὀργίζομαι, τέρπομαι, βαρέως φέρω κ.τ.ό.:
    Ἀγανακτῶ ὁρῶν τὴν συκοφαντίαν ἄμεινον τῆς φιλοσοφίας φερομένην.
    Καὶ ἐγὼ τοῖς καλῶς ἐρωτῶσι χαίρω ἀποκρινόμενος.
     Μια μετοχή που εξαρτάται από ρήμα ψυχικού πάθους μπορεί να είναι και αιτιολογική. Eίναι κατηγορηματική, όταν δηλώνει πράξη σύγχρονη προς αυτό που σημαίνει το ρήμα, και αιτιολογική, όταν δηλώνει πράξη προτερόχρονη:
    Ἀλλ' ἥδομαι, ὦ Κλέαρχε, ἀκούων σου φρονίμους λόγους. [κατηγορηματική]
    Καὶ μετεμέλοντο τὰς σπονδὰς οὐ δεξάμενοι. [αιτιολογική]
  7. ζ) εὖ/καλῶς/δίκαια/κακῶς ποιῶ, χαρίζομαι, ἀδικῶ, νικῶ, περιγίγνομαι (υπερτερώ), κρατῶ, ἡττῶμαι, λείπομαι (υστερώ) κ.τ.ό. Μεταφράζονται «με το να» + υποτακτική, «που» + οριστική ή «στο να» + υποτακτική:
    Ἀδικεῖτε πολέμου ἄρχοντες καὶ σπονδὰς λύοντες. (Αδικείτε με το να αρχίζετε πόλεμο και με το να καταλύετετις συνθήκες ειρήνης.)
    Εὖ γ' ἐποίησας ἀναμνήσας με. (Καλά έκανες που μου το θύμισες.)
    Καὶ τούτου οὐχ ἡττησόμεθα εὖ ποιοῦντες. (Δε θα φανούμε κατώτεροι από αυτόν στο να ευεργετούμε.)
Γενική παρατήρηση
Αρκετά από τα ρήματα που συντάσσονται με κατηγορηματική μετοχή συντάσσονται και με απαρέμφατο, έχουν όμως διαφορετική σημασία. Τέτοια ρήματα είναι τα ακόλουθα:
PHMATAΣYNTAΞHΠAPAΔEIΓMATA
αἰδοῦμαι /
αἰσχύνομαι
+ μετοχή
(ντρέπομαι που)
Οὐ γὰρ αἰσχύνομαι μανθάνων. (Διότι δεν ντρέπομαι που μαθαίνω.)
+ απαρέμφατο
(ντρέπομαι να)
Αἰσχύνομαι εἰπεῖν τἀληθῆ. (Ντρέπομαι να πω την αλήθεια.) [από ντροπή δε λέω την αλήθεια]
γιγνώσκω+ μετοχή
(γνωρίζω/καταλαβαίνω ότι)
Ἔγνω ἐγγὺς ὄντα Ἀλέξανδρον. (Kατάλαβε ότι ο Aλέξανδρος ήταν κοντά.)
+ απαρέμφατο
(κρίνω ότι, αποφασίζω να)
Ἀλέξανδρος ἔγνω διαβαίνειν τὸν Ἴστρον. (Ο Αλέξανδρος αποφάσισε να διαβεί τον Ίστρο.)
μανθάνω+ μετοχή
(μαθαίνω ότι)
Ἔμαθον τὰς πόλεις σφῶν ὑπ' Ἀλεξάνδρου ἐχομένας. (Έμαθαν ότι ο Αλέξανδρος κατείχε τις πόλεις τους.)
+ απαρέμφατο
(μαθαίνω να)
Ἔμαθον ἀκοντίζειν. (Έμαθαν να ρίχνουν ακόντιο.)
οἶδα+ μετοχή
(γνωρίζω ότι/που)
Οὐδένα οἶδα μισοῦντα τοὺς ἐπαινοῦντας. (Δε γνωρίζω κανέναν που να μισεί αυτούς που τον επαινούν.)
+ απαρέμφατο
(ξέρω να, είμαι ικανός να)
Ὀλύνθιοι ἴσασι τὸ μέλλον προορᾶν. (Οι Ολύνθιοι ξέρουν να προβλέπουν το μέλλον.)
ἐπίσταμαι+ μετοχή
(γνωρίζω καλά ότι)
Τοῦτον ἐπίστασθε ὑμᾶς προδόντα. (Γνωρίζετε καλά ότι αυτός σας πρόδωσε.)
+ απαρέμφατο
(ξέρω καλά να)
Τιμᾶν ἐπίστασθε τοὺς ἀγαθοὺς ἄνδρας. (Ξέρετε καλά να τιμάτε τους γενναίους άνδρες.)
φαίνομαι+ μετοχή
(είναι φανερό ότι, φανερά)
Πάντων τῶν ἡλίκων διαφέρων ἐφαίνετο. (Φανερά υπερείχε απ' όλους τους συνομηλίκους.)
+ απαρέμφατο
(δίνω την εντύπωση ότι)
Γελοῖός σοι φαίνομαι εἶναι. (Σου δίνω την εντύπωση ότι είμαι γελοίος.)

  1. Τα ρήματα ἀκούω και αἰσθάνομαι συντάσσονται:
    1. α) Με γενική + κατηγορηματική μετοχή, όταν δηλώνουν άμεση αντίληψη:
      Ἤκουσα δέ ποτε αὐτοῦ καὶ περὶ οἰκονομίας διαλεγομένου. [άκουσα ο ίδιος]
    2. β) Με αιτιατική + κατηγορηματική μετοχή, όταν δηλώνουν έμμεση αντίληψη:
      Ἀλέξανδρος ἤκουσεν ἐν τῷ ὄπισθεν αὑτοῦ ὄντα Δαρεῖον. [άκουσε από άλλους]
    3. γ) Με αιτιατική + ειδικό απαρέμφατο, όταν δηλώνουν ένα γεγονός αβέβαιο:
      Ἤκουσεν αὐτὸν καλὸν κἀγαθὸν εἶναι. [άκουσε ως φήμη]
γ. Η επιρρηματική μετοχή

Η επιρρηματική μετοχή είναι άναρθρη, λειτουργεί ως επιρρηματικός προσδιορισμός και εκφράζει τις επιρρηματικές σχέσεις του χρόνου, της αιτίας, του σκοπού, της υπόθεσης, της εναντίωσης, της παραχώρησης ή του τρόπου. Έτσι, μια επιρρηματική μετοχή μπορεί να είναι, αντίστοιχα, χρονική, αιτιολογική, τελική, υποθετική, εναντιωματική, παραχωρητική, τροπική.
1. Η χρονική μετοχή
Η χρονική μετοχή απαντά σε όλους τους χρόνους που έχουν μετοχή (εκτός του μέλλοντα), κατά κανόνα μάλιστα σε χρόνο αόριστο· δέχεται άρνηση οὐ ή μή. Δηλώνει πράξη σύγχρονη ή προτερόχρονη (σπανίως υστερόχρονη) αυτής που σημαίνει το ρήμα της πρότασης και μεταφράζεται με έναν από τους χρονικούς συνδέσμους + οριστική ή υποτακτική5. Συνοδεύεται συχνά από χρονικά επιρρήματα, όπως ἅμα (συγχρόνως, αμέσως), ἐνταῦθα (τότε), ἔπειτα, εὐθύς, ἤδη, μεταξὺκ.τ.ό. και ισοδυναμεί με δευτερεύουσα χρονική πρόταση6:
Ἀναχωρησάντων δ' αὐτῶν οἱ Ἀθηναῖοι φυλακὰς κατεστήσαντο. [Ἐπεὶ δ' αὐτοὶ ἀνεχώρησαν, οἱ Ἀθηναῖοι φυλακὰς κατεστήσαντο.] (Αφού αυτοί αναχώρησαν, οι Aθηναίοι εγκατέστησαν φρουρές.) [προτερόχρονο]
Ἐπαιάνιζον ἅμα πλέοντες. (Τραγουδούσαν τον παιάνα, ενώ έπλεαν.) [σύγχρονο]
N.E.: Μη μιλάς τρώγοντας. [Μη μιλάς, ενώ τρως.]
2. Η αιτιολογική μετοχή
Η αιτιολογική μετοχή απαντά σε όλους τους χρόνους που έχουν μετοχή (σπανιότερα σε μέλλοντα)· δέχεται άρνηση οὐ, μεταφράζεται με τους αιτιολογικούς συνδέσμους «γιατί», «διότι», «επειδή» + οριστική και είναι δυνατόν να συνοδεύεται για έμφαση από τους προσδιορισμούς διὰ τοῦτο, διὰ ταῦτα, ἐκ τούτου, οὕτως. Ισοδυναμεί με δευτερεύουσα αιτιολογική πρόταση και δηλώνει:
  1. α) Αντικειμενική-πραγματική αιτία· ενδέχεται να συνοδεύεται από τα μόρια ἅτε (δή), οἷον (δή), οἷα (δὴ) και αποδίδεται στη μετάφραση με το «επειδή (πράγματι)»:
    Καὶ διὰ τοῦτο ὀργισθεὶς Ἀπόλλων κτείνει Κύκλωπας. [Καὶ ἐπεὶ διὰ τοῦτο ὠργίσθη Ἀπόλλων, κτείνει Κύκλωπας.]
    (Eπειδή γι' αυτό πράγματι οργίστηκε ο Απόλλων,...)
    Ὁρῶν αὐτοὺς λυπουμένους ὑπεσχόμην γράψειν τὴν ἐπιστολήν.
    Ἅτε οὖν νίκης ἐρῶντες μένοντες μάχεσθε. (Eπειδή λοιπόν επιθυμείτε πραγματικά τη νίκη, μείνετε και πολεμήστε.)
    N.E.: Μην υποφέροντας τη ζέστη, βούτηξε στο νερό.
  2. β) Υποκειμενική αιτία· η μετοχή αυτή συνοδεύεται από το ὡς και μεταφράζεται με μία από τις εκφράσεις «επειδή κατά τη γνώμη μου», «με την ιδέα ότι», «με την εντύπωση ότι», «επειδή έχω τη γνώμη ότι»:
    Καὶ ὡς προθυμοτάτοις οὖσιν ὑμῖν χάριν εἴσεται Κῦρος. (Ο Κύρος θα σας χρωστά ευγνωμοσύνη, επειδή έχει τη
    γνώμη ότι είστε προθυμότατοι.)
3. Η τελική μετοχή
Η τελική μετοχή απαντά σε χρόνο μέλλοντα και δηλώνει σκοπό· δέχεται άρνηση μή, τίθεται συνήθως με ρήματα κίνησης και μεταφράζεται με το «για να» + υποτακτική. Ισοδυναμεί με δευτερεύουσα τελική πρόταση και, όταν συνοδεύεται από το ὡς, δηλώνει σκοπό υποκειμενικό:
Kλέαρχος διέβη παρὰ τὸν Φαρνάβαζον μισθὸν ληψόμενος. [Kλέαρχος διέβη παρὰ τὸν Φαρνάβαζον, ἵνα μισθὸν
λάβῃ.]
Πέμπουσιν Ἱερώνυμον τὸν Ἠλεῖον ἐροῦντα ταῦτα. (για να πει αυτά)
Ὁ δὲ συλλαμβάνει Κῦρον ὡς ἀποκτενῶν.
4. Η υποθετική μετοχή
Η υποθετική μετοχή απαντά σε όλους τους χρόνους που έχουν μετοχή (εκτός του μέλλοντα) και δηλώνει την προϋπόθεση κάτω από την οποία μπορεί ή θα μπορούσε να συμβεί αυτό που σημαίνει το ρήμα της πρότασης. Η υποθετική μετοχή δέχεται άρνηση μὴ και μεταφράζεται με τα «αν», «εάν», «σε περίπτωση που» + υποτακτική. Ισοδυναμεί με δευτερεύουσα υποθετική πρόταση:
Νικήσαντες ἁπάντων τούτων ὑμεῖς κύριοι ἔσεσθε. [Ἐὰν νικήσητε, ἁπάντων τούτων ὑμεῖς κύριοι ἔσεσθε.] (Αν νικήσετε, θα είστε κύριοι όλων αυτών.)
N.E.Φεύγοντας θα χάσετε. [Αν φύγετε, θα χάσετε.]
 Η υποθετική μετοχή βρίσκεται συχνά σε πρόταση που περιέχει δυνητική έγκλιση ή δυνητικό απαρέμφατο, οριστική μέλλοντα ή ρήμα που σημαίνει δυνατότητα, όπως (οὐκ) ἔστιν, ἔξεστι, ἔνεστι κ.τ.ό.:
Τούτους ἂν ἡμεῖς παραλαβόντες ἐφυλάττομεν ἐν ἀκροπόλει.
Τοὺς φίλους εὐεργετοῦντες καὶ τοὺς ἐχθροὺς δυνήσεσθε κολάζειν.
Οὐκ ἔστιν ἀδικοῦντα καὶ ψευδόμενον δύναμιν βεβαίαν κτήσασθαι.
5. Η εναντιωματική μετοχή
Η εναντιωματική μετοχή απαντά σε όλους τους χρόνους που έχουν μετοχή (εκτός του μέλλοντα) και δηλώνει εναντίωση προς αυτό που σημαίνει το ρήμα της πρότασης· δέχεται άρνηση οὐ και μεταφράζεται με τις εκφράσεις «αν και», «μολονότι», «ενώ», «παρόλο που» + οριστική· συχνά συνοδεύεται για έμφαση από λέξεις όπως καί, καίπερ, καίτοι, πάνυ, καὶ ταῦτα, ενώ στην πρόταση μπορεί να υπάρχουν ο αντιθετικός σύνδεσμος ὅμως ή τα επιρρήματα εἶτα, ἔπειτα, κᾆτα. Η εναντιωματική μετοχή ισοδυναμεί με δευτερεύουσα εναντιωματική πρόταση:
Κυρία γενομένη τοσούτων ἀγαθῶν οὐκ ἐφθόνησεν τοῖς ἄλλοις. [Εἰ καὶ ἐγένετο κυρία τοσούτων ἀγαθῶν, οὐκἐφθόνησεν τοῖς ἄλλοις.] (Αν και έγινε κάτοχος...)
Ἱκανά μοι νομίζω εἰρῆσθαι, καίτοι πολλά γε παραλιπών.
Ἀγησίλαος δέ, καίπερ αἰσθανόμενος ταῦτα, ὅμως ἐπέμενε ταῖς σπονδαῖς.
Τοῖς δὲ μένουσι καὶ δύο ἤδη μηνῶν ὤφειλε τὸν μισθόν, οὐκ ἀπορῶν χρημάτων.
N.E.: Περπατώντας η χελώνα αργά νίκησε τον λαγό. [Αν και περπατούσε...]
6. Η παραχωρητική μετοχή
Η παραχωρητική μετοχή απαντά σε όλους τους χρόνους που έχουν μετοχή (εκτός του μέλλοντα) και δηλώνει παραχώρηση προς αυτό που σημαίνει το ρήμα της πρότασης· δέχεται άρνηση οὐ και μεταφράζεται με τις εκφράσεις «κι αν ακόμη», «ακόμη κι αν» + οριστική ή με το «και να» + υποτακτική. Eίναι δυνατόν να συνοδεύεται από μόρια, συνηθέστερα τα καί, μηδέ, οὐδέ, και ισοδυναμεί με δευτερεύουσα παραχωρητική πρόταση:
Οὐδὲ δὶς ἀποθανόντες δίκην δοῦναι δύναιντ' ἂν ἀξίαν. [Καὶ εἰ δὶς ἀποθάνοιεν, οὐ δίκην δοῦναι δύναιντ' ἂν ἀξίαν.] (Κι αν ακόμη καταδικάζονταν δύο φορές σε θάνατο, δε θα τιμωρούνταν επάξια.)
7. Η τροπική μετοχή
Η τροπική μετοχή απαντά συνήθως σε χρόνο ενεστώτα και δέχεται άρνηση οὐ· μεταφράζεται με νεοελληνική τροπική μετοχή, με τροπικό επίρρημα ή εμπρόθετο προσδιορισμό, με ρήμα + «και» ή με τα «ενώ», «καθώς» + οριστική και «με το να» + υποτακτική· όταν έχει άρνηση, μεταφράζεται με το «χωρίς να» + υποτακτική7:
Ἀφίκοντο πρὸς ἡμᾶς τὴν ἐπιστολὴν φέροντες. (φέρνοντας)
Οἱ σφῆκες ζῶσι φωλοῦντες τὸν χειμῶνα. (σε φωλιές)
Εἰσὶ δέ τινες τῶν Χαλδαίων οἳ λῃζόμενοι ζῶσι. (ζουν ληστεύοντας/με ληστείες/ληστρικά/ληστεύουν και ζουν)
Οἱ βάρβαροι ἀπῆλθον οὐδὲν ἀποκρινάμενοι. (χωρίς να δώσουν καμία απάντηση)
N.E.: Ήρθε τρέχοντας.

  1. Μερικές χρονικές μετοχές έχουν ιδιαίτερη σημασία, όπως ἀρχόμενος (στην αρχή), διαλιπὼν (ύστερα από), τελευτῶν (στο τέλος) κ.ά.:
    Μικρὸν διαλιπὼν χρόνον πάλιν ἧκε. (Ύστερα από λίγο ήρθε πάλι.)
    Τελευτῶν δ' οὖν ἐπείσθην. (Στο τέλος λοιπόν πείστηκα.)
  2. Eνίοτε η μετοχή δηλώνει χρόνο και αιτία (χρονική αιτιολογική) ή χρόνο και υπόθεση (χρονική υποθετική):
    Ταῦτα ἀκούσας ὁ Ἡρακλείδης μάλα ἐξεπλάγη. [χρονική αιτιολογική]
    Bουλευόμενος παραδείγματα ποιοῦ τὰ παρεληλυθότα τῶν μελλόντων. [χρονική υποθετική]
  3. Ορισμένες τροπικές μετοχές έχουν ιδιαίτερη σημασία, όπως (δια)λαθὼν (κρυφά), προλαβὼν (προληπτικά), προσκείμενος(πιεστικά), φθάσας (έγκαιρα, γρήγορα), χαίρων (με χαρά, [αλλά και:] χωρίς τιμωρία) κ.ά.:
    Καὶ τῶν ἐπικούρων οἱ πολλοὶ ἐς τὴν ἤπειρον λαθόντες διεκομίσθησαν.
    Ἀλέξανδρος πρῶτος αὐτὸς φθάσας διαβαίνει τὸν ποταμόν.
    Τοῦτον οὐδεὶς χαίρων ἀδικήσει.

TO YΠOKEIMENO THΣ METOXHΣ

Η μετοχή συμφωνεί κανονικά με το υποκείμενό της στο γένος, στον αριθμό και στην πτώση:
Οἱ δὲ Θηβαῖοι ἔπεμψαν εἰς Ἀθήνας ἄγγελον ἐστεφανωμένον.
Ὁρῶμεν ὑμᾶς ἀπόρους ὄντας.

ΣYNHMMENH KAI AΠOΛYTH METOXH

επιρρηματική μετοχή διακρίνεται σε:
  1. α) Συνημμένη· το υποκείμενό της έχει και άλλη συντακτική θέση στην πρόταση. Συνημμένες είναι οι τελικές και ενίοτε οι υπόλοιπες επιρρηματικές μετοχές:
    Ἔπεμψε Θεόπομπον εἰς Λακεδαίμονα ἀπαγγελοῦντα τὰ γεγονότα. [τελική, το A του ρήματος είναι και Y της
    μετοχής.]
    Ὁ Ἀγησίλαος ἐκείνους μὲν καίπερ ὁρῶν οὐκ ἐδίωκε. [εναντιωματική, το Y του ρήματος είναι και Y της μετοχής.]
    Ἔδοξέ μοι χρῆναι μάρτυρας λαβόντι παραγενέσθαι. [χρονική, η δοτ. προσωπική είναι και Y της μετοχής.]
    Τὸν δὲ Ἄκουφιν ταῦτα ἀκούσαντα ἐπιμειδιᾶσαι λέγεται τῷ λόγῳ. [χρονική, το Υ του απαρεμφάτου είναι και Υ
    της μετοχής.]
  2. β) Απόλυτη· το υποκείμενό της είναι λέξη που δεν έχει άλλη συντακτική θέση στην πρόταση, αλλά λειτουργεί αποκλειστικά ως υποκείμενο της μετοχής. Η απόλυτη μετοχή τίθεται σε πτώση γενική (γενική απόλυτη) ή αιτιατική (αιτιατική απόλυτη)8:
    1. Mε γενική απόλυτη εκφέρεται κάθε επιρρηματική μετοχή προσωπικού ρήματος, εκτός της τελικής:
      Κρέοντος βασιλεύοντος οὐ μικρὰ συμφορὰ κατέσχε Θήβας. [χρονική]
      Ἀποπλεῖ οἴκαδε καίπερ μέσου χειμῶνος ὄντος. [εναντιωματική]
      Κῦρος δ' οὖν ἀνέβη ἐπὶ τὰ ὄρη οὐδενὸς κωλύοντος. [τροπική]
      Xρημάτων δεομένης τῆς Σπάρτης πρὸς πόλεμον, ἐπορεύθη ὁ Ἀγησίλαος εἰς Aἴγυπτον. [αιτιολογική]
      Kολαζόντων ὑμῶν τοὺς ἀδικοῦντας ἔσονται οἱ νόμοι καλοὶ καὶ δίκαιοι. [υποθετική]
      N.E.: Ξημερώνοντας τ' Aγιαννιού, λάβαμε τη διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά. [χρονική]
    2. Mε αιτιατική απόλυτη εκφέρεται η μετοχή απρόσωπων ρημάτων ή εκφράσεων9. H μετοχή αυτή τίθεται σε αιτιατική ουδέτερου γένους ενικού κυρίως αριθμού. H απόλυτη μετοχή σε αιτιατική είναι κυρίως εναντιωματική και σπανιότερα χρονική, αιτιολογική ή υποθετική. Oι πιο συνηθισμένες μετοχές σε αιτιατική απόλυτη είναι οι ακόλουθες:
      ἄδηλον ὂνεἰρημένονπρέπον
      ἀδύνατον ὂνἐξὸνπροσῆκον
      αἰσχρὸν ὂνμέλονπροσταχθὲν
      γεγραμμένονμεταμέλονπροστεταγμένον
      δέον / δεῆσονμετὸνῥᾴδιον ὂν
      δίκαιον ὂνοἷόν τε ὂντυχὸν
      δόξαν / δόξανταπαρασχὸνὑπάρχον
      δυνατὸν ὂνπαρὸνχρεὼν
      Ἐξόν μοι ἴσον λαμβάνειν οὐκ ἐλάμβανον. [εἰ καὶ ἐξῆν: εναντιωματική με Y: λαμβάνειν]
      Παρεκελεύοντο κραυγῇ οὐκ ὀλίγῃ χρώμενοι, ἀδύνατον ὂν ἐν νυκτὶ ἄλλῳ τῳ σημῆναι. [ἐπεὶ ἀδύνατον ἦν: αιτιολογική με Y: σημῆναι]

  1. H απόλυτη μετοχή προσωπικού ρήματος τίθεται, σπάνια, σε ονομαστική (ονομαστική απόλυτη) αντί γενικής:
    Ἐκεῖνοι δὲ εἰσελθόντες σὺν τοῖς ὑπηρέταις εἶπε μὲν ὁ Κριτίας. [Ἐκείνων δὲ εἰσελθόντων...]
  2. Ως αιτιατική απόλυτη απαντά, σπάνια, αιτιολογική μετοχή προσωπικού ρήματος συνοδευόμενη από τα μόρια ὡς ή ὥσπερ:
    Τοὺς υἱεῖς οἱ πατέρες ἀπὸ τῶν πονηρῶν ἀνθρώπων εἴργουσιν ὡς τὴν μὲν τῶν χρηστῶν ὁμιλίαν ἄσκησιν οὖσαν τῆς ἀρετῆς,
    τὴν δὲ τῶν πονηρῶν κατάλυσιν.

H ΣYNΔEΣH TΩN METOXΩN

Σε μια πρόταση που υπάρχουν δύο ή περισσότερες μετοχές:
  1. α) Όταν αυτές είναι ομοειδείς, όταν δηλαδή προσδιορίζουν με όμοιο τρόπο το ρήμα ή άλλον όρο της πρότασης:
    1. Συνδέονται παρατακτικά, εφόσον προσδιορίζουν την ίδια λέξη:
      Θράσυλλος εἰς Ἀθήνας ἔπλευσε ταῦτα ἐξαγγελῶν καὶ ναῦς αἰτήσων. [τελικές]
      Καὶ τούτους φίλους ὀνομάσας καὶ ξυμμάχους ποιησάμενος ἀπέπεμψε. [χρονικές]
      Ἐγὼ τοίνυν ὑμῖν ἅπαντα ἐπιδείξω, οὐδὲν παραλείπων ἀλλὰ λέγων τἀληθῆ. [τροπικές]
    2. Εκφέρονται ασύνδετα για λόγους έμφασης:
      Διὸ κάμνοντες, πενόμενοι, πολεμοῦντες, ἐρῶντες, διψῶντες, ὅλως ἐπιθυμοῦντες καὶ μὴ
      κατορθοῦντες ὀργίλοι εἰσίν.
    3. Δε συνδέονται, εφόσον η μία μετοχή προσδιορίζει την άλλη:
      Οἱ Κορίνθιοι παρεσκευάζοντο νεῶν στόλον, ἀγείροντες ἐρέτας, μισθῷ πείθοντες. (συγκεντρώνοντας
      κωπηλάτες, προσπαθώντας να τους πείσουν με χρήματα) [τροπικές·η μετοχή πείθοντες προσδιορίζει τη
      μετοχή ἀγείροντες.]
  2. β) Όταν αυτές είναι ετεροειδείς, όταν δηλαδή προσδιορίζουν με διαφορετικό τρόπο το ρήμα ή άλλον όρο της πρότασης, δε συνδέονται μεταξύ τους10:
    Καὶ μάλιστα τῆς ἡμετέρας φυλῆς δυστυχησάσης ὕστερος ἀνεχώρησα τοῦ σεμνοῦ Στειριέως τοῦ πᾶσιν 
    ἀνθρώποις δειλίαν ὠνειδικότος. [εναντιωματική – επιθετική]

  1. Eτεροειδείς αιτιολογικές και τελικές μετοχές μπορεί να συνδέονται παρατακτικά, καθώς δηλώνουν και οι δύο αίτιο, αναγκαστικό καιτελικό αντίστοιχα:
    Κατέβην χθὲς εἰς Πειραιᾶ προσευξόμενός τε τῇ θεῷ καὶ ἅμα τὴν ἑορτὴν βουλόμενος θεάσασθαι. [τελική – αιτιολογική]

H ANAΛYΣH TΩN METOXΩN ΣE ΔEYTEPEYOYΣEΣ ΠPOTAΣEIΣ

Για την ανάλυση των μετοχών σε αντίστοιχες δευτερεύουσες προτάσεις ακολουθούμε τα εξής βήματα:
  1. Αναγνωρίζουμε τη μετοχή, επισημαίνοντας συγχρόνως τον χρόνο στον οποίο αυτή βρίσκεται, καθώς και τυχόν επιρρήματα ή μόρια που τη συνοδεύουν.
  2. Βρίσκουμε το υποκείμενό της, για να επιλέξουμε το πρόσωπο και τον αριθμό του ρήματος της δευτερεύουσας πρότασης που θα σχηματίσουμε.
  3. Επισημαίνουμε τον χρόνο του ρήματος από το οποίο εξαρτάται η μετοχή, για να προσδιορίσουμε την έγκλιση του ρήματος της δευτερεύουσας πρότασης που θα σχηματίσουμε.
  4. Επιλέγουμε τη λέξη εισαγωγής και την έγκλιση του ρήματος της δευτερεύουσας πρότασης, στον ίδιο χρόνο με αυτόν της μετοχής, ανάλογα με τους κανόνες εισαγωγής και εκφοράς της αντίστοιχης πρότασης.
  5. Ελέγχουμε, ώστε το νόημα της δευτερεύουσας πρότασης να αντιστοιχεί προς αυτό της μετοχής:
    Οἱ δὲ Ἀθηναῖοι ναῦς δώδεκα λαβόντες ἀνεχώρησαν ἐς Ναύπακτον. → Οἱ δὲ Ἀθηναῖοι, ἐπεὶ ναῦς δώδεκα
    ἔλαβον, ἀνεχώρησαν ἐς Ναύπακτον. [Χρονική μετοχή που δηλώνει το προτερόχρονο, συνημμένη στο Υ του
    ρήματος· αναλύεται σε δευτερεύουσα χρονική πρόταση που εισάγεται με τον χρονικό σύνδεσμο ἐπεί, αφού δηλώνει το
    προτερόχρονο και εκφέρεται με οριστική, όπως όλες οι δευτερεύουσες χρονικές
    προτάσεις που προσδιορίζουν χρονικά κάτι πραγματικό.]
Περισσότερα θέματα για τα αρχαία ελληνικά εδώ.

Δημοσίευση σχολίου

0Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου (0)