1. Αναφορά στο μέλλον με το θα
Το μόριο θα θεωρείται ως ο κύριος δείκτης μελλοντικής αναφοράς στην ελληνική. Για διάφορους λόγους και κυρίως γιατί κανονικά αναφέρεται απλώς και μόνο στο μέλλον χωρίς κάποια άλλη ιδιαιτερότητα ο τύπος θα γράψω θεωρείται ο απλός μέλλοντας, ενώ όλοι οι άλλοι συνδυασμοί του θα (α) μπορεί και να μην αναφέρονται στο μέλλον (και μάλιστα ο τύπος θα έγραψα δεν αναφέρεται ποτέ στο μέλλον) και (β) ακόμα και όταν αναφέρονται στο μέλλον εμφανίζουν παράλληλα και πολλά από τα χαρακτηριστικά που φέρουν ασυνόδευτοι.
Τυπικά, όλοι οι συνδυασμοί του θα θεωρούνται τύποι της οριστικής κατά το ότι (α) οι κύριες προτάσεις οι οποίες τους περιέχουν μπορούν να λειτουργούν ως προτάσεις κρίσης, (β) συνδυάζονται με το ρήμα με τη σειρά (άρνηση) θα (κλιτικοί τύποι της αντωνυμίας) ρήμα και (γ) επιλέγουν πάντα άρνηση δεν. Οι μελλοντικές χρήσεις και τα χαρακτηριστικά των πέντε τύπων μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:
θα γράψω
απλή μελλοντική αναφορά, που κανονικά τοποθετεί ένα γεγονός στο μέλλον, χωρίς καμιά αναφορά στη διάρκεια ή την εσωτερική του οργάνωση (επομένως, συνοπτικά):
θα έρθω αύριο
όποτε με φωνάξεις, θα έρθω
θα γράψω δεκαπέντε γράμματα αύριο
θα έρθω τρεις φορές τον επόμενο μήνα
αυτή η κυβέρνηση θα εξαντλήσει την τετραετία, θα κερδίσει τις επόμενες εκλογές και θα κυβερνήσει για τα επόμενα τέσσερα χρόνια
Όπως φαίνεται και από τα παραδείγματα, η πράξη δεν είναι κατ' ανάγκην στιγμιαία ούτε και συμβαίνει κατ' ανάγκην μόνο μία φορά. Ως εκ τούτου τόσο ο όρος «στιγμιαίος μέλλοντας» όσο και ο ορισμός ότι «δηλώνει κάτι που θα γίνει μόνο μία φορά» δικαιολογούνται μόνο σε αντιδιαστολή με κάποια χαρακτηριστικά του τύπου θα γράφω, αλλά δεν μπορούν να περιγράψουν επαρκώς το σύνολο των χαρακτηριστικών του τύπου θα γράψω.
Γενικά, όπως και κάθε άλλος μελλοντικός τύπος, μπορεί να δηλώνει υποσχέσεις, δεσμεύσεις, απειλές, προφητείες, προβλέψεις, προθέσεις κτλ. που όμως προκύπτουν φυσιολογικά από το γεγονός ότι όλα αυτά αναφέρονται στο μέλλον (και δεν δείχνουν κάτι για τη φύση είτε του θα είτε του τύπου γράψω είτε του συνδυασμού τους). Τέλος, μπορεί να δηλώνει είτε μελλοντική αναφορά είτε το αορίστως επαναλαμβανόμενο (και επομένως το προβλέψιμο), αλλά πάντως δεν μπορεί να αναφερθεί σε καμία άλλη χρονική βαθμίδα (σε αντίθεση με όλους τους άλλους συνδυασμούς του θα).
θα γράφω
μελλοντική αναφορά μόνο όταν το γεγονός που τοποθετείται στο μέλλον δεν ολοκληρώνεται (θεωρείται εν εξελίξει) ή επαναλαμβάνεται μέσα σε συγκεκριμένα ή μη συγκεκριμένα χρονικά πλαίσια, είτε αν ο ομιλητής θέλει απλώς να δώσει έμφαση στη διάρκεια ενός μελλοντικού γεγονότος:
Όταν πάρεις το πτυχίο σου εγώ θα τελειώνω το λύκειο.
Αύριο το μεσημέρι θα γράφω εξετάσεις.
Θα σου γράφω ένα γράμμα την ημέρα
Θα έρχομαι τρεις φορές κάθε μήνα
Αυτό το κόμμα θα κυβερνά για τα επόμενα 100 χρόνια
Οι μελλοντικές χρήσεις των δύο αυτών μελλοντικών τύπων (του συνοπτικού και του μη συνοπτικού, θα γράψω και θα γράφω, αντίστοιχα) αντιστοιχούν λίγο πολύ με τις παρελθοντικές χρήσεις αορίστου και παρατατικού (βλ. σχετικά δελτία) και προφανώς προκύπτουν από τη διαφορά των δύο θεμάτων. Ο τύπος θα γράφω πάντως (όχι όμως και ο τύπος θα γράψω) είναι δυνατό να αναφέρεται και στο παρόν πιθανολογικά, όπως βλέπουμε στο σχετικό δελτίο.
θα έχω γράψει
μελλοντική αναφορά μόνο όταν το γεγονός τοποθετείται στο μέλλον αναδρομικά όταν δηλαδή τονίζεται η ολοκλήρωσή του πριν από κάποιο μελλοντικό χρονικό σημείο (το οποίο μπορεί να προηγείται ή να μην προηγείται της στιγμής της εκφώνησης).
Αύριο στις 10 θα έχω τελειώσει το μάθημα.
Όταν έρθεις, θα έχω φύγει.
θα έγραφα
μελλοντική αναφορά μόνο σε σχέση με κάποιο σημείο του παρελθόντος που υιοθετείται ως βάση από τον ομιλητή (είτε σε διηγήσεις είτε στον πλάγιο λόγο):
Είπε ότι θα έγραφε ένα γράμμα (χτες/σήμερα/αύριο).
Ξεκίνησε προχτές και θα ερχόταν μέχρι χτες/σήμερα/αύριο.
Συνηθέστερη είναι η χρήση του τύπου αυτού στην απόδοση των υποθετικών λόγων του μη πραγματικού, όπου δεν είναι ξεκάθαρο ότι υπάρχει μελλοντικότητα:
Αν τον έβλεπα, θα έφευγα.
θα είχα γράψει
μελλοντική αναφορά μόνο όταν το γεγονός τοποθετείται στο μέλλον αναδρομικά και στη συνέχεια «πλαγιάζει» ή όταν, σε μια διήγηση που υιοθετεί ένα παρελθοντικό σημείο ως βάση, ένα πιθανό μελλοντικό γεγονός παρουσιάζεται ως μη πραγματικό:
Είπε ότι θα είχε φύγει (χτες/σήμερα/αύριο) πριν συναντηθείτε (χτες/σήμερα/αύριο).
Θα ξεκινούσε προχτές και θα είχε φτάσει μέχρι χτες/σήμερα/αύριο (αν δεν συνέβαινε κάτι άλλο τελικά).
Και αυτός ο τύπος είναι ιδιαίτερα συχνός στους υποθετικούς λόγους του μη πραγματικού, όμως και πάλι η σχέση του με το μέλλον δεν είναι ξεκάθαρη:
Αν είχες έρθει (*αύριο), δεν θα είχα φύγει (*αύριο).
2. Πιθανολογικές χρήσεις του θα
Το μόριο θα (πέρα από την κύρια χρήση του ως δείκτη μελλοντικής αναφοράς) χρησιμοποιείται ευρύτατα και ως δείκτης επιστημικής τροπικότητας (δηλ. για να δηλώσει κάτι που ο ομιλητής θεωρεί αρκετά πιθανό αλλά όχι βέβαιο με βάση τα στοιχεία που διαθέτει). Για διάφορους λόγους ίσως, λ.χ., γιατί η αναφορά στο μέλλον είναι καθεαυτή ένα είδος επιστημικής τροπικότητας ο τύπος θα γράψω δεν έχει κάποια ιδιαίτερη πιθανολογική χρήση, ενώ όλοι οι άλλοι συνδυασμοί του θα όταν δεν αναφέρονται στο μέλλον πιθανολογούν για κάποια άλλη χρονική βαθμίδα.
Από την άποψη του σχηματισμού, όλοι οι συνδυασμοί του θα εξακολουθούν να θεωρούνται τύποι της οριστικής παρά το ότι στη συγκεκριμένη χρήση δεν δηλώνουν βεβαιότητα του ομιλητή εξακολουθούν όμως να αποτελούν προτάσεις κρίσης, που απλώς μετριάζουν τη δέσμευση του ομιλητή ως προς την αλήθεια αυτού που θα έλεγε χωρίς τη χρήση του θα. Με άλλα λόγια, σε αυτές τις περιπτώσεις το θα αντιστοιχεί σε ένα ίσως και κατά τα άλλα η πρόταση σημαίνει ό,τι θα σήμαινε χωρίς το θα και με την παρουσία ενός επιρρήματος αντίστοιχου με (αλλά μάλλον ισχυρότερου από) το ίσως.
Θα κοιμάται (πρβλ. Ίσως κοιμάται)
Θα κοιμόταν (πρβλ. Ίσως κοιμόταν)
Θα κοιμήθηκε (πρβλ. Ίσως κοιμήθηκε)
Θα έχει κοιμηθεί (πρβλ. Ίσως έχει κοιμηθεί)
Θα είχε κοιμηθεί (πρβλ. Ίσως είχε κοιμηθεί)
Η ερμηνεία τους είναι λίγο πιο ισχυρή από τις αντίστοιχες εκφορές με το ίσως: ενώ το ίσως ερμηνεύεται ως «μπορεί και να κοιμήθηκε και μπορεί και να μην κοιμήθηκε» η πιθανολογική χρήση του θα αντιστοιχεί σε μια ισχυρότερη κρίση του τύπου «με βάση τα στοιχεία και την εμπειρία που έχω μπορώ να θεωρήσω πιθανό αλλά όχι βέβαιο ότι μάλλον αυτό συμβαίνει/έχει συμβεί χωρίς να το εγγυώμαι πάντως».
Πρέπει να σημειωθεί ότι για σοβαρούς πραγματολογικούς λόγους η πιθανολογική χρήση του θα (όπως και γενικά η έκφραση επιστημικής τροπικότητας) είναι συνηθέστερη στο γ΄ πρόσωπο, καθώς σπανιότερα πιθανολογούμε για τον εαυτό μας ή έναν παρόντα συνομιλητή, ενώ συνηθέστερα για κάποιον τρίτο.
Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η πιθανολογική χρήση είναι η μόνη επιτρεπτή ερμηνεία του συνδυασμού θα + «αόριστος», ο οποίος δεν έχει καμία καθαρά μελλοντική χρήση και δεν συνδέεται ιδιαίτερα με κάποια άλλη δομή (υποθετικού ή πλάγιου λόγου).
3. Άλλα μέσα έκφρασης μελλοντικής αναφοράς (χωρίς τη χρήση του θα)
Όπως και σε πολλές άλλες γλώσσες, συνηθίζεται αρκετά ρήματα (συνήθως γενικής σημασίας, όπως τα είμαι, έχω, πάω) καθώς και ρήματα που δηλώνουν προσέγγιση να χρησιμοποιούνται (είτε προσωπικά είτε, συνηθέστερα, απρόσωπα) για να δηλώσουν μελλοντική χρονική αναφορά ή κάτι το αναμενόμενο. Σε αντιδιαστολή με την κανονική («λεξική») τους χρήση, η χρήση αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί «γραμματικοποιημένη» ή «βοηθητική». Σε αυτές τις περιπτώσεις η μελλοντικότητα προκύπτει είτε από τα χαρακτηριστικά του χρόνου και της όψης του κύριου ρήματος σε συνδυασμό με τη στατικότητα της σημασίας του βοηθητικού (σε περιπτώσεις όπως τα είμαι και έχω) είτε από την αρχική λεξική έννοια της κίνησης προς μια κατεύθυνση (με μεταφορική ερμηνεία της κίνησης αυτής ως κίνησης στο χρόνο πρβλ. be going to, κτλ.).
Σε σχέση με την απλή («ουδέτερη») αναφορά στο μέλλον, η χρήση των εκφράσεων αυτών τείνει να υπονοεί ότι η μελλοντική πράξη είναι προγραμματισμένη, αναμενόμενη, ανεξάρτητη από τη θέληση του δράστη, ενδεχομένως υποχρεωτική ή/και ανεπιθύμητη και λιγότερο (ή περισσότερο πρβλ. πρόκειται να) σίγουρη. Στα παρακάτω παραδείγματα φαίνονται αρκετές από αυτές τις επισημάνσεις:
Έχω να διαβάσω αλλά δεν σκοπεύω να το κάνω (πρβλ. Θα διαβάσω)
Κοντεύει / Πάει να τα καταφέρει, αλλά δεν είμαι καθόλου σίγουρος (πρβλ. Θα τα καταφέρει).
Είναι να πάω στην Αθήνα αύριο, αλλά ακόμα το σκέφτομαι (πρβλ. Θα πάω στην Αθήνα αύριο).
Ο πρωθυπουργός πρόκειται να έρθει εδώ αύριο (πρβλ. (μάλλον) θα έρθει).
Εξάλλου, όπως και σε πολλές άλλες γλώσσες, ο χρόνος που κανονικά χρησιμοποιείται για τη χρονική αναφορά στο παρόν είναι δυνατό να χρησιμοποιείται και για αναφορά στο μέλλον. Ένας ενεστώτας μπορεί να αναφερθεί στο μέλλον, ειδικά όταν συνυπάρχει στην πρόταση επίρρημα που δηλώνει μελλοντική χρονική αναφορά ή/και όταν περιγράφει προγραμματισμένες ενέργειες:
Στις 18.00 αρχίζει η Λάμψη.
Φεύγω σε τρεις μέρες.
Η εξεταστική τελειώνει σε δύο βδομάδες.
Περισσότερο πλούσιο εκπαιδευτικό υλικό για το Δημοτικό εδώ.