1888
Ἤθη τῶν Σποράδων
Α´
Μόλις ὁ Χατζη-Γιάννης ἤνοιξε τὸ στόμα διὰ νὰ τονίσῃ τὴν ἐπῳδὸν τοῦ ᾄσματός του καὶ ἡ κολοσσαία χεὶρ τοῦ Μηνᾶ τοῦ ἔφραξε τὰ χείλη διὰ φοβεροῦ κινήματος.
Τὸ πρᾶγμα συνέβαινεν ἐν Κ…, μιᾷ τῶν Σποράδων, περιφήμῳ διὰ τὸ ναυτικόν της. Ἓν τῶν ὑψίστων προνομίων ὅπερ κατεῖχον αἱ ὑπὸ τὴν τουρκικὴν δεσποτείαν τελοῦσαι αὗται νῆσοι, ἀπολαύουσαι ὅμως τὸ πάλαι δημοτικῆς τινος αὐτονομίας, πολυτίμου διὰ τοὺς κατοίκους των, ἦτο τὸ δικαίωμα τοῦ κωμάζειν ἐν ταῖς ὁδοῖς τὴν νύκτα, ὅπερ δὲν ἀνεγράφετο μὲν ἐν τῷ ἀστικῷ κώδικι, ἐκυροῦτο ὅμως διὰ τῆς ἀνοχῆς ἣν ἐδείκνυεν ἡ ἐγχώριος πολιτοφυλακὴ πρὸς τοὺς ἐκ μακρῶν θαλασσοποριῶν ἐπιστρέφοντας τολμηροὺς ναυβάτας.
Ἡ λέξις γεμιτζὴς (ναύτης) καὶ αἱ λέξεις ντερτιλὴς καὶ μερακλὴς ἦσαν πάλαι ποτὲ καὶ αἱ τρεῖς συνώνυμοι. Νὰ ἐπιστρέφῃ τις ἐκ μακροῦ διάπλου ἀνὰ τὸν Εὔξεινον καὶ τὸν Ἀδρίαν, νὰ ἔχῃ διέλθει ἀνάστρους καὶ ζοφερὰς νύκτας παρὰ τοὺς ἱστοὺς καὶ τὸ πηδάλιον ἄγρυπνος, χωρὶς μήτε ζεῦγος ὀφθαλμῶν νὰ φαίνεται κάπου λαμπυρίζον εἰς τὴν ἔρημον παραλίαν, μήτε ἀνήσυχον οὖς ν᾽ ἀκούῃ τοὺς διὰ περιπαθῶν φθόγγων διερμηνευομένους στεναγμοὺς τοῦ ἔρωτος, μετὰ τὸ τελευταῖον ᾆσμα τοῦ ἀπόπλου, τοῦ ὁποίου τοὺς τόνους ψιθυρίζουσιν ἀκόμη αἱ θαλάσσιαι αὖραι περὶ τὴν ἀκτήν:
Ἄναψε τὸ φαναράκι καὶ κατέβα στὸ γιαλό,
λῦσέ μας τὸ παλαμάρι, κι ἄιντε κόρη μ᾽ στὸ καλό…
λῦσέ μας τὸ παλαμάρι, κι ἄιντε κόρη μ᾽ στὸ καλό…
καὶ νὰ μὴ ἔχῃ τὸ δικαίωμα νὰ τραγουδήσῃ ὑπὸ τὰ παράθυρα τῆς φίλης του;
Αὐτὸ τοῦτο ἤθελε νὰ πράξῃ καὶ ὁ Χατζη-Γιάννης, νέος εἰκοσαετής, ὅστις ἐτήρει μὲν ἐκ προγόνων τὴν προσωνυμίαν τοῦ Χατζῆ, ἦτο δὲ καὶ ὁ ἴδιος προσκυνητὴς τῶν Ἁγίων Τόπων. Ἀλλ᾽ ὁ ἐξάδελφος Μηνᾶς, αὐστηρότερος εἰς τὸ περὶ κοσμιότητος κεφάλαιον, ἐζήτει νὰ τὸν παρεμποδίσῃ. Ὁ νεαρὸς ὅμως Χατζη-Γιάννης, ἔκδοτος ὅλος εἰς τὸν ἔρωτα, ἐξέφραζε τὸ παράπονόν του διὰ δευτέρας στροφῆς ὡς ἑξῆς:
Ὡς καὶ τὰ παραθύρια της,
ξάδερφε Μηνᾶ,
ἀμάχη μοῦ βαστοῦνε·
Ὅταν γυρίσω καὶ τὰ ἰδῶ,
ξάδερφε Μηνᾶ,
χωρὶς ἀέρα κλειοῦνε.
ξάδερφε Μηνᾶ,
ἀμάχη μοῦ βαστοῦνε·
Ὅταν γυρίσω καὶ τὰ ἰδῶ,
ξάδερφε Μηνᾶ,
χωρὶς ἀέρα κλειοῦνε.
Ἡ στροφὴ αὕτη δὲν ἦτο ἡ σκανδαλίζουσα τὸν ἐξάδελφον Μηνᾶν, ἀλλ᾽ ἡ πρώτη, καὶ μάλιστα διὰ τῆς ἐν εἴδει ἐπῳδοῦ ἐπικλήσεώς της:
Ἔβγα νὰ ἰδῶ τὸν ἴσκιο σου,
χήρα παπαδιά!
κ᾽ ἐγὼ τόνε γνωρίζω·
Τὸ νόστιμό σου τὸ κορμί,
χήρα παπαδιά!
ὁποὺ τὸ λαχταρίζω.
χήρα παπαδιά!
κ᾽ ἐγὼ τόνε γνωρίζω·
Τὸ νόστιμό σου τὸ κορμί,
χήρα παπαδιά!
ὁποὺ τὸ λαχταρίζω.
Συνέβαινε δὲ τῇ στιγμῇ ἐκείνῃ νὰ διέρχωνται ὑπὸ τὰ παράθυρα τῆς «χήρας παπαδιᾶς», πρὸς ἣν ἐγίνετο ἡ φλογερὰ ἐπίκλησις.
Β´
Ὅλοι οἱ νέοι τῆς νήσου, ἐπανακάμπτοντες ἐκ τῶν συνεχῶν θαλασσοποριῶν των, ἐφρόντιζον νὰ κομίζωσι δῶρα καὶ κοσμήματα διὰ τὰς ἐκλεκτὰς τῆς καρδίας των. Ὅλοι οἱ νέοι δὲν ἀπηξίουν νὰ κωμάζωσιν ἐνίοτε ὑπὸ τὰ παράθυρα τῆς ἀγαπητῆς των. Ὅλοι εἶχον ἐκλέξει ἀνὰ μίαν ἕκαστος νεάνιδα, ἣν προώριζεν ὡς μέλλουσαν σύντροφον τοῦ βίου του. Μόνος ὁ Χατζη-Γιάννης προείλετο νὰ ἐρωτευθῇ τὴν «χήρα παπαδιά».
Ὁ Χατζη-Γιάννης ἦτο μία τῶν μελαγχροινῶν ἐκείνων καὶ περιπαθῶν φύσεων, εἷς τῶν ἐρωτύλων ἐκείνων νέων, οἵτινες δὲν θέλουσι νὰ ἀκούσωσιν ἄλλο τι παρὰ τὸ πάθος των καὶ μόνον. Ὁ νεαρὸς ναυτικὸς οὔτε ἤξευρεν οὔτ᾽ ἐφρόντισε νὰ μάθῃ ἂν ἐπιτρέπεται ὁ δεύτερος γάμος εἰς τὰς χήρας τῶν ἱερέων. Ἓν μόνον ἤξευρεν, ὅτι τὴν ἠγάπα καὶ ἤθελε νὰ τὴν νυμφευθῇ.
Ἡ νέα γυνὴ ἦτο πράγματι ἀνταξία τοῦ διαπύρου αἰσθήματος, ὅπερ ἄκουσα ἐνέπνεεν. Ὀφείλομεν νὰ ὁμολογήσωμεν ὅτι δὲν ἠδυνήθη νὰ ἐννοήσῃ καὶ αὐτὴ πῶς ἔγινε παπαδιὰ αἴφνης, καὶ πῶς δεκαοκταετὴς ἔμεινεν ἐν χηρείᾳ. Τὴν ὑπάνδρευσαν δεκατετραετῆ, χωρὶς νὰ ἐρωτήσωσιν ἂν ἔστεργε τὸν σύζυγον, ὃν τῇ ἔδιδον, καὶ ἂν συγκατετίθετο νὰ γίνῃ παπαδιά. Μετὰ ἓν ἔτος ὁ σύζυγός της ἐχειροτονήθη ἱερεύς, χωρὶς αὐτὴ νὰ νομίσῃ ὅτι εἶχε τὸ δικαίωμα νὰ δώσῃ ἢ ν᾽ ἀποποιηθῇ τὴν συναίνεσίν της. Μετὰ ἓν ἄλλο ἔτος, ὁ νεαρὸς λειτουργὸς τοῦ Κυρίου, ἀσθενήσας, ἀπέθανε, καὶ οὕτως αὕτη ἐντὸς διετίας ὑπέστη τόσας σχεδὸν μεταμορφώσεις, ὅσας καὶ ὁ μεταξοσκώληξ· ἐγένετο ἀπὸ κόρης γυνή, ἀπὸ γυναικὸς παπαδιά, καὶ ἀπὸ παπαδιᾶς χήρα· χήρα διὰ βίου.
Γ´
Καὶ ὅμως ὁ «ξάδερφος Μηνᾶς» δὲν ἦτο τόσον αὐστηρός, ὅσον ἠδύνατό τις ἐκ πρώτης ἀφετηρίας νὰ ὑποθέσῃ. Συνεπάθει μάλιστα τόσον πολὺ εἰς τὸ νεανικὸν πάθος τοῦ ἐξαδέλφου του, καὶ τόσον ἀφελὴς ἦτο, ὥστε, ὅταν τὸ πρᾶγμα ἐπροχώρησε κάπως, καὶ λόγος ἐγένετο εἰς διαφόρους ὁμίλους περὶ τοῦ ἔρωτος τοῦ Χατζη-Γιάννη, ἐφαντάσθη διὰ παραδόξου τρόπου νὰ θέσῃ ἐκποδὼν πᾶν πρόσκομμα ἐπιπροσθοῦν εἰς τὸν γάμον.
Εἶναι βέβαιον, φαίνεται, ὅτι ἐν τῷ Πηδαλίῳ δὲν ἀναγράφεται κανών τις ἀπαγορεύων τὸν δεύτερον γάμον εἰς τὰς ἐν χηρείᾳ πρεσβυτέρας. Ἀλλ᾽ ἡ πρόληψις καὶ ἡ παράδοσις, τὰ δύο ὁμοῦ συντιθέμενα, ἰσοδυναμοῦσι τὸ κάτω κάτω μὲ ἕνα ἀποστολικὸν ἢ συνοδικὸν κανόνα, καὶ ἔπειτα ὁ λαὸς οὐδέποτε ἔλαβεν ἀνὰ χεῖρας τὸ Πηδάλιον διὰ νὰ ἴδῃ πόσους καὶ ποίους περιέχει κανόνας. Τινὲς τῶν ἱερέων, ὀλίγιστοι, ἀνεγίνωσκον ἐνίοτε τὸ βιβλίον τοῦτο ἐν τῷ παρελθόντι.
Ὁ ἐρωτικώτατος Χατζη-Γιάννης οὐδὲν ἤκουεν οὔτε ἐνόει περὶ τοιαύτης ἀπαγορεύσεως, καὶ ἂν τῷ ἔλεγέ τις ὅτι οἱ κανόνες ἀπαγορεύουσι νὰ νυμφευθῇ τὴν παπαδιάν, ἤνοιγε μεγάλους ὀφθαλμοὺς καὶ ἔσειεν ἁπλῶς τοὺς ὤμους. Ὁ συνετὸς ὅμως Μηνᾶς ἐλάμβανε τὸ πρᾶγμα ὑπὸ σπουδαίαν ἔποψιν, καὶ λοιπὸν ἐσοφίσθη ἁπλούστατα νὰ δώσῃ δῶρα πολύτιμα, λαχουρὶ καὶ ψέλλια εἰς τὴν γειτόνισσάν του, τὴν πρεσβυτέραν τοῦ παπα-Μανώλη, διὰ τὰς δύο ἀγάμους θυγατέρας της, καὶ τὴν παρεκάλεσε νὰ ὑποκλέψῃ ἐκ τῆς πενιχρᾶς βιβλιοθήκης τοῦ αἰδεσιμωτάτου αὐτὸ τὸ Πηδάλιον, τὸ περιέχον ὅλους τοὺς νόμους καὶ τοὺς κανόνας, καὶ νὰ τὸ δανείσῃ εἰς αὐτὸν διὰ μίαν ἡμέραν. Ὁ ἁπλοϊκὸς ἐξάδελφος τοῦ Χατζη-Γιάννη ἐφαντάζετο ὅτι τόσον θὰ ἤρκει διὰ νὰ φυλλολογήσῃ αὐτὸ τὸ βιβλίον, νὰ εὕρῃ τὴν σελίδα, ἐν ᾗ περιέχεται ὁ σχετικὸς πρὸς τὴν ἀπαγόρευσιν τοῦ δευτέρου γάμου εἰς τὰς χήρας τῶν ἱερέων κανών, νὰ ἀποσπάσῃ τὴν σελίδα ταύτην, νὰ τὴν σχίσῃ καὶ… πάει λέγοντας.
― Καὶ τί τὸ θέλεις αὐτὸ τὸ βιβλίο; τὸν ἠρώτησεν ἡ Παπαμανώλαινα.
―Ἔννοιά σου, καλέ, ἀπήντησεν ὁ Μηνᾶς, κάτι θέλω νὰ διαβάσω καὶ θὰ σοῦ τὸ δώσω πίσω εὐθύς.
― Αὐτὸ τὸ βιβλίο δὲν εἶναι ποὺ ἔχει τὸν νομοκάνονα; ἠρώτησεν αὖθις ἡ δύσπιστος πρεσβυτέρα.
― Ναί, εἶπε μορφάζων ὁ ἐξάδελφος Μηνᾶς.
―Ὁ παπὰς μοῦ λέγει πὼς δὲν κάνει νὰ τὸ πιάσῃ κανεὶς ποὺ νὰ μὴν εἶναι ἱερωμένος.
― Μὴν τὸ πιάνῃς μὲ τὰ χέρια γυμνά, ἀπήντησεν ὁ ἐξάδελφος Μηνᾶς, βάλε μία καθαρὴ πετσέτα.
Τέλος πολλὰ ἐμόχθησεν ὁ ταλαίπωρος Μηνᾶς, ἑωσοῦ πείσῃ τὴν Παπαμανώλαιναν. Ἄλλως καὶ ἡ ἐκδούλευσις αὐτῆς ἄκαρπος ἀπέβη. Λαβὼν τὸ Πηδάλιον ὁ Μηνᾶς, ὅστις μόλις ἤξευρε νὰ ἀναγινώσκῃ συλλαβιστὰ ὀλίγας λέξεις, ἐφυλλολόγει καὶ ἐφυλλολόγει, ἀλλὰ ποῦ νὰ εὕρῃ τὸν σχετικὸν κανόνα, ὅστις ἄδηλον ἄλλως ἂν ὑπάρχῃ; Τὸ χειρότερον ἦτο ὅτι ἐκινδύνευε νὰ φανῇ ἐκπρόθεσμος εἰς τὴν πρεσβυτέραν, καὶ τότε τί ν᾽ ἀπολογηθῇ αὕτη εἰς τὸν παπα-Μανώλην, ἂν τυχὸν παρετήρει οὗτος τὴν ἀπουσίαν τοῦ βιβλίου;
Παρελίπομεν νὰ εἴπωμεν ὅτι ἡ χήρα παπαδιά, χάριν τῆς ὁποίας ἐν ἀγνοίᾳ της ἐγίνοντο ὅλα τὰ ἐπιλήψιμα ταῦτα, ἦτο αὐτὴ αὕτη νύμφη τῆς γηραιᾶς πρεσβυτέρας καὶ τοῦ παπα-Μανώλη. Τούτου τὸν υἱὸν εἶχε νυμφευθῆ ἡ ἀτυχής, καὶ ἔμεινε χήρα ἐν νεαρωτάτῃ ἡλικίᾳ, ὡς εἴπομεν. Ὥστε τὸ τόλμημα τοῦ Μηνᾶ ἦτο, βλέπετε, φοβερώτερον ἢ ὅσον ἤθελε φανῆ ἄνευ τῆς περιστάσεως ταύτης.
Δ´
Μάταιοι ἀπέβησαν ὅλοι οἱ ἀγῶνες τοῦ Μηνᾶ, ἂν καὶ τὸ βιβλίον ἐδόθη αὐτῷ καὶ δευτέραν φορὰν καὶ τρίτην. Ὅσον καὶ ἂν ἐφυλλολόγει, τὸ ζητούμενον χωρίον δὲν εὑρίσκετο. Ἀλλ᾽ ὅ,τι δὲν κατώρθωσεν οὗτος δι᾽ ὅλων τῶν νομίμων μέσων, τὰ γραΐδια τῆς γειτονιᾶς, τεθέντα εἰς κίνησιν, ἠδυνήθησαν νὰ τὸ κατορθώσωσι. Μετὰ ἓν ἀκόμη ταξίδιον τοῦ Χατζη-Γιάννη καὶ τοῦ Μηνᾶ, οἵτινες ἦσαν συμπλωτῆρες καὶ συνιδιοκτῆται τοῦ αὐτοῦ πλοίου, τὸ πένθος τῆς νεαρᾶς παπαδιᾶς εἶχε κρυώσει ὀλίγον, ἡ συγκατάθεσίς της, τῇ μεσολαβήσει τῶν προξενητριῶν, τῆς ἀπεσπάσθη, καὶ ὑπελείπετο μόνον τὸ ζήτημα τοῦ πῶς νὰ τελεσθῇ ὁ γάμος. Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ γέρων παπα-Μανώλης ἀπέθανεν, οἱ ἄλλοι ἱερεῖς δὲν εἶχον ἄμεσον συμφέρον νὰ φαίνωνται ἄκαμπτοι, καὶ κατωρθώθη, μετὰ ἢ ἄνευ ἐκκλησιαστικῆς ἀδείας, μεθ᾽ ἱεροτελεστίας ὅμως τακτικῆς, νὰ πραγματοποιηθῇ ὁ γάμος τοῦ Χατζη-Γιάννη μετὰ τῆς χήρας παπαδιᾶς.
Τὸ γεγονὸς τοῦτο εἶναι παλαιόν, συνέβη κατὰ τὰς ἀρχὰς τοῦ αἰῶνος. Ἀλλὰ μέχρι τῆς σήμερον δὲν ὑπάρχει συμπόσιον ἢ ἁπλῶς ὅμιλος εὐθυμούντων ἐν Κ… ὅπου νὰ μὴ ἀντηχήσῃ καὶ τὸ ᾆσμα τῆς «χήρας παπαδιᾶς».
Περισσότερα βιβλία εδώ.