Μια φορά ήταν ένας Βασιλιάς και είχε τρεις κόρες, τη μια πιο όμορφη από την άλλη. Δεν ήταν μονάχα όμορφες· ήταν και προικισμένες με όλα τα καλά του κόσμου. Γιατί είχε πλούτη πολλά ο γερο-Βασιλιάς, και τους σοφώτερους δασκάλους τους είχε φωνάξει, και ό,τι πολύτιμο βρίσκουνταν στον κόσμο το είχε φέρει για τις μοσχαναθρεμμένες του κόρες.
Πλούτη είχε πολλά, καράβια και παλάτια, χρυσάφι και μεταξωτά, διαμάντια και μαργαριτάρια· μα τίποτε απ' αυτά δεν ψηφούσε ο γερο-Βασιλιάς. Το καμάρι του ήταν οι κόρες του.
-Όποιος καλότυχος τις πάρει!... έλεγε κουνώντας το κεφάλι.
Όλες τις καμάρωνε, γιατί όλες ήταν όμορφες· μα ιδιαίτερη υπερηφάνεια είχε για την πιο μεγάλη και την πιο μικρή. Η μεγάλη, υπερήφανη μαυρομάτα με στεφάνι από κατάμαυρα μαλλιά, όπου με λαχτάρα έχυνε ο Βασιλιάς αρμαθιές τα μαργαριτάρια, ζωγράφιζε με τόση τέχνη, που και τα πουλιά τ' ουρανού γελιούνταν και κατέβαιναν να τσιμπήσουν τα κεράσια και τα σταφύλια από μέσα από τα πινέλα της, την ώρα που εργάζουνταν.
Η μικρή, λευκή ξανθομαλλούσα με περουζέδες μάτια και βαριές χρυσές πλεξούδες, έπαιζε λαούτο και τραγουδούσε σαν τ' αηδόνι. Σαν άνοιγε τα ρουμπινένια χείλη της, τέτοιοι ήχοι δονούσαν και απλώνουνταν, που τ' αγρίμια του δάσους έρχουνταν και πλάγιαζαν δαμασμένα στα πόδια της.
-Πώς να μην την καμαρώνω τέτοια κόρη, έλεγε δακρυσμένος ο γερο-Βασιλιάς. Κι οι θεοί θα μου τη ζήλευαν.
Και για κάθε της καινούριο τραγούδι, πρόσθετε και από ένα σμαράγδι στη νυφικιά κορώνα που της ετοίμαζε για τη μέρα που θα βρίσκουνταν γαμπρός.
Έλεγαν πως ξεχωρίζει τη μεγάλη και τη μικρή.
- Μα είναι να μην τις ξεχωρίζω, τέτοιες τεχνίτρες κόρες; απαντούσε ο γερο-Βασιλιάς.
-Η δεύτερη μας όμως είναι νοικοκυρά, έλεγε τότε η κερα-Βασίλισσα.
Ε, βέβαια, την αγαπούσε και αυτήν ο Βασιλιάς, και την ήξερε γλυκιά και καλή και πρόθυμη και προκομμένη. Όλη μέρα σε κάποια δουλειά καταγίνουνταν, πότε να ζυμώνει πίτες για το γερο-πατέρα της, πότε μονάχη να του στίβει το μέλι από τις μελόπιτες, μην τύχει και μείνει μέσα τίποτα κερί, πότε να του κεντά μαργαριταρένιους αετούς στα βασιλικά ποδήμα-τα. Και όταν δε δούλευε για τον πατέρα της, έραβε ζεστά φορέματα για τα ορφανά, και τα έστελνε κρυφά, τάχα πως τα μοιράζει ο πονόψυχος ο Βασιλιάς.
Όλα αυτά τα ήξερε ο γερο-πατέρας της, μα τι να γίνει που ούτε να τραγουδήσει μπορούσε σαν τη μικρή, ούτε να ζωγραφίσει σαν τη μεγάλη.
Έπειτα η ομορφιά της δεν ξεχώριζε σαν των άλλων δυο· δεν είχε ούτε τους δυνατούς χρωματισμούς της μελαχρινής μεγάλης, ούτε τη λεπτόξανθη γλύκα της μικρής. Τα μαλλιά της, τα μάτια της, τα φρύδια της όλα ήταν καστανά, δεν ξεχώριζαν και τόσο απ' όλου του κόσμου τα χρώματα, και ας ήταν όμορφη όσο και οι αδελφές της, και λυγερή σαν το καλάμι της ακρολιμνιάς.
- Μα η δεύτερη μας είναι νοικοκυρά, έλεγε η Βασίλισσα, μ' ένα λυπημένο, σα λιγάκι παραπονεμένο χαμόγελο, για την κόρη της τη δεύτερη, που κανένας δεν την καμάρωνε κοντά στις δυο σφανταχτερές αδελφές της.
Ωστόσο μεγάλωναν οι βασιλοπούλες, και όλο πιο τεχνίτρα στη ζωγραφική γίνουνταν η Μαυρομάτα, και όλο πιο τέλεια στο τραγούδι η Ξανθομαλλούσα, και όλο πιο τραβηγμένη παράμερα η δεύτερη, η Λυγερή.
Ήλθε ο καιρός να τις παντρέψει ο Βασιλιάς, και κάλεσε στο βασίλειο του όλους τους γαμπρούς της γειτονιάς.
Ο ένας, μακρύς και λιγνός, δεν άρεζε της μεγάλης, γιατί είχε, λέει, σκυφτό το κεφάλι. Ο άλλος, μικρός και ζωηρός, με μύτη κοντοφάρδουλη, δεν άξιζε για τη μικρή. Τον τρίτο, τον πετεινόμυαλο, ούτε να τον ακούσουν ήθελαν, και τον τέταρτο, το γλυκοχαδεμένο νιό του βοριά, τον είπαν κρύο και ξένο και σαχλό και ανούσιο.
Τις άκουε ο Βασιλιάς και χαμογελούσε. Αμ' βέβαια, ποιος απ' αυτούς ήταν άξιος να λύσει τα παπούτσια της υπερήφανης Μαυρομάτας και της χαδεμένης του Ξανθομαλλούσας; Μόνη τη Λυγερή κανένας δεν τη ρώτησε, ούτε συλλογίστηκε κανένας πως μπορούσε να διαλέξει και αυτή ένα από τ' αμέτρητα βασιλόπουλα που έμπαιναν κι έβγαιναν κάθε μέρα στους χορούς του παλατιού.
Γλυκομίλητη και καταδεχτική, κάθιζε η Λυγερή πλάγι στα παλικάρια, που με ακατάδεχτα χείλη τ' απόριχναν οι αδελφές της· και γύρευε με το χαμόγελο της να τους γλυκάνει την πληγωμένη τους φιλοτιμία ή την καμένη τους καρδιά.
Σ' ένα μόνον κοντά δεν κάθιζε ποτέ.
Ήταν αγέλαστος και αμίλητος, κατάμαυρα ντυμένος, χωρίς στολίδια και χωρίς συνοδεία. Είχε φθάσει και αυτός, απαντώντας στο γενικό κάλεσμα. Μα ξέροντας το βασίλειο του φτωχό και τις βασιλοπούλες υπερήφανες, ούτε σίμωσε να μιλήσει σε καμιά. Ούτε καμιά τον κοίταξε, παράμερα που στέκουνταν.
Μόνη η Λυγερή τον είδε, την ώρα που κι εκείνος την κοίταζε. Και γι' αυτό δεν του μίλησε ποτέ.
Και δεν του μίλησε ποτέ, γιατί την ώρα που αντάμωσε τα μάτια του, τέτοιο φως άστραψε μέσα τους και τέτοια χαρά χύθηκε μέσα της, που ντράπηκε και αποτραβήχτηκε και φοβήθηκε κι έσκυψε το κεφάλι, πως αυτήν να κοιτάζει ο αμίλητος νιός, που μπροστά της σφαντούσαν τόσο οι αδελφές της.
Μα σα φούντωσε ο χορός και είδε τις αδελφές της να χορεύουν η καθεμιά μ' ένα από τα δύο τρανότερα βασιλόπουλα, και σαν είδε το Βασιλιά καθισμένο στο σκάκι με τη γριά ρήγισσα τη γειτόνισσα, και την κερα-Βασίλισσα να σεριανίζει στο μπράτσο του γείτονα ρήγα, και σαν έριξε μια ματιά στο βασιλικό τραπέζι με τ' ασημένια πιάτα, και βεβαιώθηκε πως οι χίλιοι δούλοι μπαινόβγαιναν με ροδάκινα και σταφύλια, και πως όλες οι λαγήνες ήταν ώς απάνω γεμάτες μοσχάτο κρασί - τότε ένιωσε πως ήταν πια περιττή και μπορούσε να λείψει χωρίς να την παρατηρήσει κανένας.
Και σα βγήκε στο μπαλκόνι ν' ανασάνει και να βρει μοναξιά, ήλθε κοντά της το αγέλαστο παλικάρι, και τα μάτια του την τάραξαν στο σκοτάδι, γιατί έλαμπαν τόσο, που τ' άστρα τ' ουρανού χλώμιασαν και θάμπωσαν μπροστά τους.
Και της είπε το παλικάρι:
-Με λεν Ερημόκαρδο, και το βασίλειο μου είναι τόσο φτωχό, που όποιος θέλει να καλοζήσει μισεύει και πάει και γυρεύει την τύχη του αλλού. Μα αγαπώ τον τόπο μου με όλη του τη φτώχεια, και δε θα τον απαρνηθώ ποτέ. Και σε ρωτώ, Βασιλοπούλα μου, έρχεσαι χωρίς προίκα και μεγαλεία να γίνεις βασίλισσα του, φτωχή και σεμνή, μα λατρεμένη όσο καμιά;
Σήκωσε τα μάτια η ντροπαλή Βασιλοπούλα και πάλι τα κατέβασε, γιατί τη θάμπωσαν τα δικά του με τη λάμψη τους.
- Δε μπορώ, του είπε, οι αδελφές μου δε διάλεξαν ακόμα...
- Τι δε διάλεξαν;
-Το γαμπρό που τους αρέσει.
Την κοίταξε το Βασιλόπουλο και τα μάτια του έλαμψαν ακόμα περισσότερο.
- Καλά, της είπε. Σα διαλέξουν και αποδιαλέξουν, θυμήσου τον Ερημόκαρδο και το φτωχό του βασίλειο που περιμένουν τη Βασίλισσα τους.
Και, σκύβοντας βαθιά, ακούμπησε τα χείλη του στο χέρι της κι έφυγε χωρίς να την ξανακοιτάξει.
Τον είδε από το μπαλκόνι που έφευγε, μαύρος στο μαύρο του άλογο, και με τα μάτια τον ακολούθησε ώσπου χάθηκε στο σκοτάδι.
Και σα μπήκε μέσα πάλι, τέτοιο φως χαράς σκορπούσε η κόρη γύρω της, που και από τις αδελφές της ήταν ομορφότερη, και δέκα βασιλόπουλα τη ζήτησαν εκείνο το βράδυ. Μα όλα τ' αρνήθηκε μ' ένα χαμόγελο τρεμουλιαστό.
Ήταν ο τελευταίος πια χορός. Εκείνο το βράδυ έμελλε να κριθεί η τύχη του κάθε γαμπρού.
Η Μαυρομάτα είχε χορέψει με όλους, μα κανένας δεν της φάνηκε άξιος να γίνει ταίρι της. Ονειρεύουνταν να κάνει μιαν εικόνα, την πιο όμορφη του κόσμου, όπου θα ζωγράφιζε τον εαυτό της, ντυμένη στο χρυσάφι, και πλεγμένα στα μαύρα της μαλλιά τ' ατίμητα μαργαριτάρια που, για χατήρι της, ένα-ένα από χρόνια τα μάζευε ο γερο-Βασιλιάς. Και στο πλάγι της θα ζωγράφιζε το γαμπρό, που για να 'ναι άξιος της, έπρεπε και αυτός να είναι ο ομορφότερος και ο πλουσιότερος στον κόσμο. Μα ποιος απ' όλους αυτούς ήταν άξιος της;
Το κοραλλένιο της χείλι δεν καταδέχθηκε να χαμογελάσει σε κανένα εκείνο το βράδυ, κι ένα-ένα έφευγαν τα βασιλόπουλα από κοντά της με τσακισμένη την καρδιά.
Σαν τελείωσε ο χορός κι έσβησαν τα φώτα, ο Βασιλιάς φώναξε τις κόρες του να τις ρωτήσει τι αποφάσισαν. Μα μόνο η Μαυρομάτα και η Λυγερή βρέθηκαν κοντά του. Η Ξανθομαλλούσα είχε χαθεί.
Τη γύρεψαν εδώ, τη γύρεψαν εκεί, μα πουθενά δεν ήταν.
Φώναξαν τους ακρίτες που φύλαγαν στην άκρη του βασιλείου και τους ρώτησαν.
- Ναι, είπαν αυτοί, την είδαν τη βασιλοπούλα που πέρασε αγκαλιά με το τρανό γειτονικό βασιλόπουλο. Κι έστελνε μήνυμα του Βασιλιά και της Βασίλισσας πως αυτόν διάλεξε, και πως πηγαίνει στο βασίλειο του να στεφανωθεί με χαρές και δόξες όπως της ταίριαζαν. Τη συνοδεία της ξέχασε, λέει, να τη φωνάξει· ξέχασε και ν' αποχαιρετήσει το Βασιλιά πατέρα της και τη Βασίλισσα μητέρα της. Μα τόσο ξετρελαμένο με το τραγούδι της ήταν το Βασιλόπουλο, που δεν την άφησε πια να γυρίσει πίσω. Και ζητούσε να της στείλουν τη σμαραγδένια νυφικιά κορώνα της που θα της χρειάζουνταν, λέει, για τους γάμους, επίσης και τα προικιά της και τις βάγιες και δούλες που θα τη συνόδευαν στην εκκλησία.
Τ' άκουσε η Βασίλισσα και βαρυστέναξε. Μα ο Βασιλιάς την αγριοκοίταξε:
- Σώπα, κυρα-Βασίλισσα, της είπε. Παράξενο θα ήταν αν δεν είχε ξετρελαθεί με το τραγούδι της ο τρανός γείτονας μας. Σύρε παράγγειλε να κάνουν γρήγορα, να της στείλομε τη σμαραγδένια κορώνα, μαζί και τα προικιά της και όλα τα φλουριά που βρίσκονται στις στέρνες μου μέσα.
- Όλα τα φλουριά; ρώτησε η Βασίλισσα. Αμέ οι άλλες δυο μας κόρες;
-Έρχονται αύριο εκατό καράβια φορτωμένα χρυσάφι, αποκρίθηκε ο Βασιλιάς. Φέρνουν προίκες για άλλες δέκα κόρες.
Μα την άλλη μέρα σηκώθηκε φουρτούνα κι έπνιξε τα εκατό καράβια και χάθηκε το χρυσάφι, και ο γερο-Βασιλιάς έμεινε φτωχός με τις δυο του όμορφες κόρες άπροικες.
Τότε έστειλε μαντατόρους στην Ξανθομαλλούσα να της πουν πως δυστυχία έπεσε στο βασίλειο και την παρακαλούσε να στείλει πίσω τα φλουριά ή την κορώνα. Εκείνη όμως του αποκρίθηκε αγάπες και φιλιά, μα πως τα φλουριά τα ξόδιασε πια το Βασιλόπουλο, ο άντρας της, για να της φτιάσει μαρμαρένιο παλάτι, και πως την κορώνα τη φορεί μέρα-νύχτα για να θυμάται τον αγαπημένο πατέρα της.
Συγκινήθηκε ο Βασιλιάς για την αγάπη της κόρης του, και της έστειλε την ευχή του.
Τι να κάνει τώρα ο Βασιλιάς; Φωνάζει τη Μαυρομάτα και τη Λυγερή, τους λέει τη δυστυχία του και τις παρακαλεί να τον βοηθήσουν.
Αρπάζει η Λυγερή από το λαιμό και από τα μαλλιά της τα λαμπρά ζαφείρια της, δώρα πρωτοχρονιάτικα και λαμπριάτικα, και τα βάζει στο χέρι του γερο-Βασιλιά.
- Θα σου έδινα κι εγώ τα μαργαριτάρια μου, είπε η Μαυρομάτα, μα συλλογίζομαι πως είναι καλύτερα να τα φορώ για να κάνω τη μεγάλη μου εικόνα. Και θα είναι τόσο όμορφη που θα την πουλήσουμε και θα πάρουμε του κόσμου τα φλουριά.
-Γειά σου, κόρη μου φρόνιμη και συνετή! αποκρίθηκε ο Βασιλιάς, χαϊδεύοντας με καμάρι τα μαύρα της μαλλιά. Πάντα το έλεγα πως τα 'χεις τετρακόσια. Και να, τώρα που δίνει τα ζαφείρια της η Λυγερή, θα τα πουλήσουμε και θα έχουμε φλουριά αρκετά για κάμποσον καιρό.
Πούλησαν λοιπόν τα ζαφείρια, πούλησαν τους δούλους, τις χρυσές λαγήνες, τ' ασημένια πιάτα, έκλεισαν τις μεγάλες σάλες και αποτραβήχτηκαν σε μια γωνιά του παλατιού. Κάθισε η Μαυρομάτα αντίκρυ στον καθρέφτη της και άρχισε να ζωγραφίζει, ενώ απάνω-κάτω έτρεχε η Λυγερή, ζυμώνοντας πίτες του γέρου πατέρα της, βουρτσίζοντας τον πορφυρένιο του μανδύα, τρίβοντας και γυαλίζοντας τη βασιλική του κορώνα.
Μια μέρα που άπλωνε ρούχα στο περιβόλι, είδε ένα μαύρο καβαλάρη που σίμωνε στο μαύρο του άλογο.
Το σεντόνι που άπλωνε η κόρη έπεσε στο χορτάρι κι έσμιξε τα χέρια της τρέμοντας όλη.
- Ήλθα να σε πάρω, της είπε το αγέλαστο παλικάρι. Το φτωχό μου βασίλειο στενάζει χωρίς βασίλισσα, και η καρδιά μου μαραίνεται για σένα. Έλα, κόρη, να φέρεις το χαμόγελο στην έρημη πατρίδα μου...
Η κόρη έσκυψε το κεφάλι κι ένα δάκρυ στάλαξε στ' άσπρα χέρια της.
- Δεν μπορώ, του είπε' η αδελφή μου ζωγραφίζει για να βγάλει το ψωμί μας, και δεν έχει καιρό να φροντίσει τον πατέρα.
Τα μάτια του παλικαριού άστραψαν τόσο, που τα είδε εκείνη από μέσα από τα κλειστά ματόκλαδά της. Μα δεν τα σήκωσε απάνω του.
- Καλά, της είπε. Σαν τελειώσει και αποτελειώσει η αδελφή σου τη μεγάλη της εικόνα, θυμήσου τον Ερημόκαρδο και το φτωχό μου βασίλειο, κι έλα να σκορπίσεις τη χαρά στη μαύρη μου ερημιά.
Ξαφνικά έσκυψε από το άλογο, έβαλε ένα φιλί στα καστανά μαλλιά της κι έφυγε χωρίς να την ξανακοιτάξει.
Σήκωσε τα μάτια η Λυγερή και τον είδε που απομακρύνουνταν, ολόμαυρος στο φωτισμένο κάμπο και τον κοίταξε ώσπου χάθηκε μες στο δάσος.
Και σαν πήγε μέσα και κάθισε κοντά στον πατέρα της, τόσο συλλογισμένη ήταν η όψη της, που το παρατήρησε ο Βασιλιάς, και χτυπώντας με το δάχτυλο χαδιάρικα το μέτωπο της, της είπε γελαστά:
- Τι σκοτίζει τη νοικοκυρούλα μου; Μην της κάηκε καμιά της πίτα;
Πέρασε καιρός και τελείωσε η εικόνα της Μαυρομάτας.
Αλήθεια, στον κόσμο δεν ήταν άλλη τέτοια εικόνα, με τόση τέχνη καμωμένη και που να παρίστανε τέτοια όμορφη βασιλοπούλα.
Την έβγαλε έξω η Μαυρομάτα να στεγνώσει, και πέρασε το ομορφότερο του κόσμου Βασιλόπουλο και την είδε, και αμέσως κάηκε η καρδιά του.
-Αν δεν την πάρω αυτή τη Βασιλοπούλα, είπε, θα σκοτωθώ.
Τ' άκουσε η Μαυρομάτα και βγήκε να δει ποιος μιλά.
Καθώς την είδε το Βασιλόπουλο, στολισμένη με τα μαργαριτάρια της, τα έχασε ολότελα.
-Πιο όμορφη είσαι και από την εικόνα σου ακόμα, της είπε μαγεμένο, και θα σε πάρω και θα σε κάνω βασίλισσα μου.
Μόλις πρόφθασε η Μαυρομάτα να πάγει ν' αποχαιρετήσει το Βασιλιά και τη Βασίλισσα και να πάρει την ευχή τους. Προίκα δε ζητούσε το ομορφότερο του κόσμου Βασιλόπουλο, την έπαιρνε όπως ήταν, αλλά θα έπαιρνε και την εικόνα, που θα έμενε, λέει, ατίμητη κληρονομιά στα παιδιά τους και στα εγγόνια τους.
Και με χαρούμενα δάκρυα φίλησε ο Βασιλιάς την κόρη του και της έδωσε την ευχή του, κι έφυγε η Μαυρομάτα με το γαμπρό να παν να κάνουν τους γάμους με χαρές και ξεφαντώματα στον τόπο του. Γιατί ήταν φτωχός ο Βασιλιάς, και δεν μπορούσε πια να κάνει γάμους μεγάλους, όπως ταίριαζε στην υπερήφανη Μαυρομάτα και στο ομορφότερο του κόσμου Βασιλόπουλο.
Έμεινε μόνη η Λυγερή μεταξύ του γέρου Βασιλιά και της γριάς Βασίλισσας. Μα τώρα που έφυγαν οι δυο της αδελφές, μεγάλη λύπη έπιασε το Βασιλιά, και δεν κουνούσε πια η Λυγερή από κοντά του. Όλη μέρα του έπαιζε λαούτο και του τραγουδούσε τ' αγαπημένα κομμάτια της Ξανθομαλλούσας, και τη νύχτα πια φρόντιζε το νοικοκυριό, ζύμωνε, συγύριζε, έραβε κρυφά.
Έτρωγε τις πίτες ο Βασιλιάς και άκουε το λαούτο και αναστέναζε ο καημένος, γιατί θυμούνταν πόσο πιο όμορφη φωνή είχε η Ξανθομαλλούσα, και πονούσε η καρδιά του. Έπειτα, ώρες-ώρες, ξεχνούσε και χάιδευε τα μαλλιά της Λυγερής όπως συνήθιζε να χαϊδεύει τα μαλλιά της Μαυρομάτας. Μα τα δάχτυλα του δεν αντάμωναν πια τα δροσερά μαργαριτάρια, και ξαφνίζουνταν και την κοίταζε και δάκρυα νοσταλγικά ανέβαιναν από την καρδιά του στα μάτια, γιατί, αλήθεια, φοβερά του έλειπαν οι τρισαγαπημένες τεχνίτρες κόρες του.
Για να τον παρηγορεί, καθισμένη στα πόδια του, του έλεγε η Λυγερή εκείνα που φαντάζουνταν πως έκαμναν εκείνη τη στιγμή οι αδελφές της.
-Να, τώρα, του έλεγε, η Μαυρομάτα, καθισμένη στο ολόχρυσο αμάξι της, με τα έξι άσπρα της άλογα, πάει στην εκκλησία όπου γίνεται τελετή για την εορτή σου. Και, να, αυτή τη στιγμή, με τη σμαραγδένια της κορώνα στο κεφάλι, στέκει η Ξανθομαλλούσα και βαφτίζει το πρώτο της αγοράκι και του δίνει το όνομα σου γιατί ποτέ δεν ξεχνά την αγάπη σου για κείνην.
Και με δάκρυα στα μάτια έσμιγε ο γερο-Βασιλιάς τα τρεμάμενα χέρια και μουρμούριζε:
-Την ευχή μου να 'χουν οι αγαπημένες μου...
Μα μεγάλη παρηγοριά όλα αυτά δεν του έδιναν. Η καρδιά του βάραινε και πήγαινε, και όλο πιο σιωπηλός και λυπημένος ήταν.
Το έβλεπε η Λυγερή και συλλογίζουνταν πώς να κάνει για να ζωηρέψει το γερο-πατέρα της, και θλίβουνταν η ψυχή της που δεν το ήξερε.
Ένα βράδυ που κάθουνταν συλλογισμένη στην κάμαρα της, και κοίταζε τον ήλιο που βασίλευε στη δόξα του, της φάνηκε σα ν' άκουσε κρότο απ' έξω, και σκύβοντας είδε ένα· μαυροντυμένο παλικάρι, που πατώντας όρθιο στο μαύρο του άλογο σκαρφάλωνε στο μπαλκόνι της.
Τόσο έτρεμαν τα γόνατα της, που δεν μπόρεσε να κουνήσει από τη θέση της. Και μ' έναν πήδο βρέθηκε κείνος στο μπαλκόνι, κοντά της.
- Το φτωχό μου βασίλειο απόκαμε πια χωρίς βασίλισσα, της είπε, και η καρδιά μου μαράθηκε από τον πόνο της για σένα. Δε θα έλθεις πια, κόρη, μαζί μου;
Και πάλι έσκυψε η Λυγερή το κεφάλι και του είπε:
- Έμεινα πια μόνη κοντά στο γερο-πατέρα μου, να του μιλώ για την αγάπη που ξεχνούν να του στείλουν οι άλλες...
Τ' άκουσε το βασιλόπουλο και άστραψαν τα μάτια του τόσο, που έσβησε η ροδοκόκκινη λάμψη του βασιλέματος.
- Άκουσε, της είπε' ήλθα να σου πω πως δεν περιμένω πια. Αν θέλεις να έλθεις απόψε, θα σε πάρω να σε κάνω βασίλισσα στο φτωχότερο βασίλειο του κόσμου, μα και στην πιο πλούσια αγάπη που γέμισε ποτέ ανθρώπινη καρδιά. Θέλεις να έλθεις; Καλά. Ειδεμή φεύγω. Πηγαίνω να κατακτήσω δόξες και πλούτη που θα σε φέρουν στην αγκαλιά μου, μαζί με τους γονιούς σου που δε θέλεις να τους αφήσεις. Ένα μόνο λόγο να πεις, και το ασκέρι μου, έτοιμο στα σύνορα, ρίχνεται στο γειτονικό βασίλειο. Μικρό είναι και αδύναμο το ασκέρι μου, μα το λέει η καρδιά μου. Ή θα πέσουμε όλοι και θα χαθούμε ή θα γυρίσω πλούσιος και τρανός.
Έκανε να φύγει, μα η κόρη άπλωσε τα δυο της χέρια και τον εσταμάτησε.
- Αχ, όχι! Όχι, μη φύγεις! του φώναξε.
Γύρισε το βασιλόπουλο και την είδε όρθια, τρέμοντας μπροστά του.
- Θα έλθεις; ρώτησε.
- Θα έλθω.
- Απόψε;
-Απόψε, ναι. Ξαναπέρασε αργά, τα μεσάνυχτα. Πρέπει να προετοιμάσω τον πατέρα μου.
Έσκυψε το Βασιλόπουλο το κεφάλι και τη φίλησε στο στόμα.
Και γύρισε και πήδηξε στο μαύρο του κι έφυγε, γυρνώντας και ξαναγυρνώντας να τη δει, που στέκουνταν στο ροδοκόκκινο φως του βασιλέματος.
Εκείνο το ίδιο βράδυ κάθουνταν η Λυγερή στα πόδια του Βασιλιά, και με τις άκρες των δαχτύλων της τσιμπούσε τις χορδές του λαούτου.
- Πατέρα, είπε, τι θα έλεγες αν έκαμνα σαν τις αδελφές μου κι έφευγα κι εγώ;
Ο γερο-Βασιλιάς την κοίταξε και γέλασε.
- Δε θα το κάνεις, της είπε, γιατί εσύ είσαι η νοικοκυρούλα μου.
Το λαούτο έβγαλε μια φωνή σαν κλάμα, και πάλι τραγούδησε γλυκά, μα σαν πιο λυπητερά.
- Μα αν το έκαμνα; ξαναρώτησε.
- Δεν μπορείς να το κάνεις, γιατί σα φύγεις και συ, ποιος θα μου μιλά για την αγάπη των άλλων δυο; αναστέναξε ο Βασιλιάς.
Κι εξακολούθησε το λαούτο το λυπητερό του τραγούδι, ώσπου κοιμήθηκε ο Βασιλιάς. Και η κόρη δε ρώτησε πια τίποτε.
Τα μεσάνυχτα, σαν πέρασε από κει το βασιλόπουλο και σκαρφάλωσε στο μπαλκόνι και κοίταξε μέσα στην κάμαρα, είδε τη Λυγερή που έκλαιγε. Με το χέρι του έκανε θλιμμένο νόημα αποχαιρετισμού.
- Πήγαινε, του είπε, το σπίτι δεν μπορεί να μείνει χωρίς νοικοκυρά. Και με θέλει να του μιλώ για την αγάπη που δε θα του στείλουν πια οι άλλες.
Δε μίλησε πια το Βασιλόπουλο. Μια στιγμή ακόμα την κοίταξε που έκλαιγε, το κεφάλι γερμένο στα χέρια της. Ύστερα γύρισε κι έφυγε και χάθηκε στην αφέγγαρη νύχτα.
Και δεν ξαναγύρισε ποτέ.
Το ασκέρι του τσακίστηκε και το βασίλειο του χάθηκε. Μα κανένας πια δεν έμαθε τι έγινε το Βασιλόπουλο.
Πέρασαν μέρες κι εβδομάδες και μήνες.
Όλη μέρα έπαιζε η Λυγερή λαούτο, και τραγουδούσε τα τραγούδια της Ξανθομαλλούσας, και διηγούνταν του γέρου Βασιλιά πόσο τον αγαπούσαν οι κόρες του.
Μα εκείνος παρηγοριά δεν είχε, και όλο περισσότερο λαχταρούσε η καρδιά του τις τεχνίτρες που ήταν παντρεμένες στα ξένα, τόσο, τόσο μακριά.
Όσο πήγαινε πικραίνουνταν και περισσότερο.
Μια μέρα, βλέποντας τη Λυγερή που άπλωνε πάλι ρούχα κάτω από το παράθυρο του, είπε της γριάς Βασίλισσας:
- Αν ήξερε να τραγουδά σαν την Ξανθομαλλούσα, να ζωγραφίζει σαν τη Μαυρομάτα, θα είχαμε σήμερα πλούτη κι εμείς και μεγαλεία και, ποιος ξέρει; Θα έβρισκε ίσως και αυτή κανένα γαμπρό...
-Τι να κάνεις; αναστέναξε η Βασίλισσα, η δεύτερη μας ήταν μονάχα νοικοκυρά...
Τ' άκουσε η Λυγερή, και μια στιγμή βούρκωσαν τα καστανά της μάτια. Μα έπνιξε τα δάκρυα και χαμογέλασε, και γλυκομίλητη γύρισε στους γέρους γονείς της. Οι καημένοι ήταν τώρα τόσο μόνοι και λυπημένοι και ξεχασμένοι...
Κάθισε μεταξύ τους με το λαούτο της αδελφής της, και τους τραγούδησε σιγά-σιγά, γλυκά, ώσπου τους νανούρισε και τους αποκοίμισε και τους δυο.