Α. OI OMOIOΠTΩTOI ONOMATIKOI ΠPOΣΔIOPIΣMOI
Οι ομοιόπτωτοι ονοματικοί προσδιορισμοί είναι ονόματα ή άλλα μέρη του λόγου που έχουν θέση ονόματος και προσδιορίζουν ονόματα με τα οποία βρίσκονται στην ίδια πτώση. Oι ομοιόπτωτοι ονοματικοί προσδιορισμοί:
- α) Όταν είναι ουσιαστικά ή άλλη λέξη σε θέση ουσιαστικού, διακρίνονται σε:
- παράθεση·
- επεξήγηση.
- β) Όταν είναι επίθετα ή άλλη λέξη σε θέση επιθέτου, διακρίνονται σε:
- επιθετικό προσδιορισμό·
- κατηγορηματικό προσδιορισμό.
1. Η παράθεση
Παράθεση ονομάζεται ο ομοιόπτωτος προσδιορισμός1 που αποδίδει στον όρο δίπλα στον οποίο τίθεται (παρατίθεται) ένα κύριο και γνωστό γνώρισμα. Η παράθεση μπορεί να αναλυθεί σε δευτερεύουσα αναφορική πρόταση:
Ἀρχίδαμος ὁ βασιλεὺς αὐτῶν ἔλεξε τοιάδε. [ὃς ἦν βασιλεὺς ]
Ἄλλοι δὲ πρὸς Πάρνηθα τὸ ὄρος ὥρμησαν.
N.E.: Αυτή είναι η κ. Nίκη, η δασκάλα. [που είναι δασκάλα]
Ἀρχίδαμος ὁ βασιλεὺς αὐτῶν ἔλεξε τοιάδε. [ὃς ἦν βασιλεὺς ]
Ἄλλοι δὲ πρὸς Πάρνηθα τὸ ὄρος ὥρμησαν.
N.E.: Αυτή είναι η κ. Nίκη, η δασκάλα. [που είναι δασκάλα]
Η παράθεση είναι έννοια ευρύτερη, γενικότερη από αυτήν την οποία προσδιορίζει.
➤ Ως παράθεση μπορεί να τεθεί και γενική κύριου ονόματος με άρθρο, όταν εννοείται ένα από τα ουσιαστικά υἱός, θυγάτηρ, σύζυγος, δοῦλος:
Ἡγεῖτο Νικάνωρ ὁ Παρμενίωνος. [ὁ υἱὸς Παρμενίωνος]
Ἡγεῖτο Νικάνωρ ὁ Παρμενίωνος. [ὁ υἱὸς Παρμενίωνος]
Η παράθεση προσδιορίζει:
- α) Oυσιαστικά:
Δήμητρος καὶ Περσεφόνης, τῆς θυγατρός, λαμπρὸν ἱερὸν ἐν Ἐλευσῖνι ἦν.
N.E.: H Mαρία, η φίλη μου, αρίστευσε. - β) Αντωνυμίες:
Ἔχομεν ἡμεῖς οἱ Πέρσαι ὅπλα. (εμείς που είμαστε Πέρσες)
N.E.: Εσύ, ο έξυπνος, τι έχεις να πεις τώρα; - γ) Oλόκληρες προτάσεις· στην περίπτωση αυτή η παράθεση εκφράζει μια κρίση για το περιεχόμενό τους και κανονικά προτάσσεται, γι' αυτό λέγεται προεξαγγελτική παράθεση2. Ως προεξαγγελτικές παραθέσεις χρησιμοποιούνται λέξεις, φράσεις ή και ολόκληρες αναφορικές προτάσεις, όπως:
- τὸ πάντων δεινότατον (το πιο τρομερό απ' όλα, το πιο σπουδαίο)
- τὸ πάντων μέγιστον (το μεγαλύτερο απ' όλα, το πιο σπουδαίο)
- τὸ ἐναντίον / τοὐναντίον (το αντίθετο)
- σημεῖον δὲ / τεκμήριον δὲ (απόδειξη)
- τὸ ἔσχατον / τὸ τελευταῖον
- τὸ τοῦ Ὁμήρου (όπως λέει ο Όμηρος)
- τὸ θαυμαστότερον (το πιο παράδοξο)
- τὸ τῆς παροιμίας (όπως λέει η παροιμία)
- τὸ καινότατον (το πιο πρωτοφανές)
- ὃ δὲ πάντων δεινότατόν ἐστι (πράγμα το οποίο είναι πιο φοβερό απ' όλα) κ.τ.ό.
- τὸ λεγόμενον (όπως συνήθως λένε)
Καὶ τὸ μέγιστον, ἐφοβεῖτο.
Ὃ δὲ πάντων δεινότατόν ἐστι, τοὺς ἄλλους ὀλιγαρχικοὺς ἀποκαλεῖ.
N.E.: • Περίεργο! Πώς και δεν ήρθε; • Kαι το σπουδαιότερο, με εξαπάτησε!
2. Η επεξήγηση
Επεξήγηση ονομάζεται ο ομοιόπτωτος προσδιορισμός που διασαφηνίζει την αόριστη και γενική έννοια του όρου τον οποίο προσδιορίζει. O όρος αυτός μπορεί να είναι ουσιαστικό ή άλλη λέξη, όπως αντωνυμία, κυρίως δεικτική, ή επίρρημα, κυρίως το ὧδε ή το οὕτω. Στη μετάφραση η επεξήγηση μπορεί να αποδοθεί με το «δηλαδή»:
Ὁ βασιλεὺς Παυσανίας ἐπορεύετο εἰς τὴν Bοιωτίαν.
Ἀνέβησαν ἐς τὸ ὄρος τὴν Ἰστώνην.
Ἐγὼ τοῦτο λέγω, ὡς τὸ γνῶναι σωφρονίζει.
Οὕτω διακείμεθα, ὁτὲ μὲν γελῶντες, ὁτὲ δὲ δακρύοντες.
N.E.: • Πήγε στο νησί του, την Ίο. • Aυτό έγινε, με γέλασε. • Έτσι το είπα, γι' αστείο.
Ὁ βασιλεὺς Παυσανίας ἐπορεύετο εἰς τὴν Bοιωτίαν.
Ἀνέβησαν ἐς τὸ ὄρος τὴν Ἰστώνην.
Ἐγὼ τοῦτο λέγω, ὡς τὸ γνῶναι σωφρονίζει.
Οὕτω διακείμεθα, ὁτὲ μὲν γελῶντες, ὁτὲ δὲ δακρύοντες.
N.E.: • Πήγε στο νησί του, την Ίο. • Aυτό έγινε, με γέλασε. • Έτσι το είπα, γι' αστείο.
Η επεξήγηση είναι έννοια μερικότερη από αυτήν την οποία προσδιορίζει.
Ως επεξήγηση μπορεί να τεθεί, εκτός από ουσιαστικό, και άλλη λέξη, ολόκληρη πρόταση ή ουσιαστικό με το ρήμα λέγωστην ίδια πτώση με τη λέξη που προσδιορίζει ή σε αιτιατική ως αντικείμενο του λέγω:
Εἷς οἰωνὸς ἄριστος, ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης. [απαρέμφατο]
Τοῦτο θεωρεῖτε, εἰ τἀληθῆ λέγω. [πρόταση]
Τὸν παῖδα δείξει μητρί τ', Ἐριβοίᾳ λέγω. (Θα δείξει το παιδί και στη μητέρα, στην Ερίβοια εννοώ.)
Προσέκρουσ' ἀνθρώπῳ πονηρῷ, Ἀνδροτίωνα λέγω.
N.E.: • Αυτό θέλω, να προσέχεις. • Το είδα πάλι χτες βράδυ, το όνειρο εννοώ.
Εἷς οἰωνὸς ἄριστος, ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης. [απαρέμφατο]
Τοῦτο θεωρεῖτε, εἰ τἀληθῆ λέγω. [πρόταση]
Τὸν παῖδα δείξει μητρί τ', Ἐριβοίᾳ λέγω. (Θα δείξει το παιδί και στη μητέρα, στην Ερίβοια εννοώ.)
Προσέκρουσ' ἀνθρώπῳ πονηρῷ, Ἀνδροτίωνα λέγω.
N.E.: • Αυτό θέλω, να προσέχεις. • Το είδα πάλι χτες βράδυ, το όνειρο εννοώ.
3. O επιθετικός προσδιορισμός
Επιθετικός προσδιορισμός ονομάζεται ο ομοιόπτωτος προσδιορισμός που αποδίδει μια μόνιμη ιδιότητα στο ουσιαστικό που προσδιορίζει. Ο επιθετικός προσδιορισμός, ο οποίος είναι συνήθως επίθετο, συμφωνεί με το ουσιαστικό που προσδιορίζει στο γένος, στον αριθμό και στην πτώση:
Πλεῖστοι καὶ μέγιστοι ποταμοὶ ῥέουσιν ἐκ τῶν μεγίστων ὀρῶν. (βουνών)
Πλεῖστοι καὶ μέγιστοι ποταμοὶ ῥέουσιν ἐκ τῶν μεγίστων ὀρῶν. (βουνών)
Εκτός από επίθετο, ως επιθετικός προσδιορισμός τίθεται:
- α) Αντωνυμία:
Οἱ στρατιῶται οἱ ὑμέτεροι ἄνδρες ἐγένοντο ἀγαθοί.
N.E.: Κάτι καλό ετοιμάζει. - β) Αριθμητικό:
Οἱ ἐννέα ἄρχοντες κληροῦσι τοὺς δικαστάς.
N.E.: Έχω δύο αδέρφια. - γ) Μετοχή επιθετική:
Οἱ χειροτονούμενοι στρατηγοὶ δέκα ἦσαν.
N.E.: Oι αλλοιωμένες τροφές είναι επικίνδυνες. - δ) Oυσιαστικό που δηλώνει ηλικία, εθνικότητα, επάγγελμα, αξίωμα κ.ά.:
νέος ἄνθρωπος – Πέρσης τριήραρχος – ἄνδρες Ἀθηναῖοι
ἄνδρες δικασταὶ – ἀνὴρ στρατηγὸς
N.E.: Έλληνας υπουργός – γιατρός άνθρωπος - ε) Κύριο γεωγραφικό όνομα με άρθρο, όταν αυτό μπαίνει μπροστά από τον όρο που προσδιορίζει και συμφωνεί με αυτόν στο γένος και στον αριθμό:
ὁ Εὐφράτης ποταμὸς – ἡ Στυμφαλὶς λίμνη – τὸ Πήλιον ὄρος
N.E.: ο Πηνειός ποταμός – το Αιγαίο πέλαγος - στ) Επίρρημα ή εμπρόθετος προσδιορισμός με άρθρο:
Τὴν πλησίον χώραν διῆλθεν.
Τὰς ἡδονὰς θήρευε τὰς μετὰ δόξης.
N.E.: • Τα πίσω δωμάτια είναι βορινά. • O από κάτω όροφος νοικιάστηκε. • [αλλά και:] Είναι παιδί με θάρρος. - ζ) Γενική πτώση ουσιαστικού ή αντωνυμίας με άρθρο:
Ὁ τῶν ἱππέων ἄρχων ἵππαρχος λέγεται.
Φωκεῖς τὰς πόλεις τὰς αὑτῶν παρέδοσαν. - η) Δευτερεύουσα αναφορική πρόταση:
Ἐποιοῦντο διαβάσεις ἐκ τῶν φοινίκων οἳ ἦσαν ἐκπεπτωκότες. [ἐκ τῶν ἐκπεπτωκότων φοινίκων]
N.E.: Πέταξαν τα μήλα που σάπισαν. [τα σάπια]
Γενικές παρατηρήσεις
- α) Ένα ουσιαστικό είναι δυνατόν να προσδιορίζεται από περισσότερους από έναν επιθετικούς προσδιορισμούς. Στην περίπτωση αυτή μπορεί:
- Nα προσδιορίζουν ο καθένας χωριστά το ουσιαστικό, οπότε χωρίζονται μεταξύ τους με κόμμα ή συνδέονται με σύνδεσμο:
Ἐφόρει χιτῶνα πορφυροῦν, ποδήρη, στολιδωτὸν τὰ κάτω.
Ἀδύνατόν ἐστι πονηρὸν ὄντα καλοὺς κἀγαθοὺς φίλους κτήσασθαι.
N.E.: Είναι σπίτι μικρό, βολικό και φτηνό. - Nα προσδιορίζει ο ένας από αυτούς την έννοια που συναποτελούν το ουσιαστικό με το άλλο επίθετο, οπότε παρατάσσονται χωρίς κόμμα ή σύνδεσμο (επάλληλοι επιθετικοί προσδιορισμοί):
Πολλὰς ἄλλας ἀνομίας κατ' αὐτῶν ἐλογοποίησαν.
N.E.: Πάρε τη μικρή καφέ τσάντα.
- Nα προσδιορίζουν ο καθένας χωριστά το ουσιαστικό, οπότε χωρίζονται μεταξύ τους με κόμμα ή συνδέονται με σύνδεσμο:
- β) Πολλές φορές το ουσιαστικό που προσδιορίζει ο επιθετικός προσδιορισμός παραλείπεται, γιατί εύκολα εννοείται από τη συνήθη χρήση του. Τότε ο επιθετικός προσδιορισμός παίρνει στον λόγο τη θέση του παραλειπόμενου ουσιαστικού και μπορεί ως ουσιαστικό πια να έχει δικό του επιθετικό προσδιορισμό. Συνήθεις ουσιαστικοποιημένοι επιθετικοί προσδιορισμοί είναι:
οἱ ἀθάνατοι [θεοὶ] ἡ ταχίστη / ἡ εὐθεία [ὁδὸς] οἱ θνητοὶ [ἄνθρωποι] ἡ τριήρης [ναῦς] ὁ δίκαιος [ἀνὴρ] ἡ ὑστεραία / ἡ ἐπιοῦσα [ἡμέρα] οἱ τριάκοντα [τύραννοι] ἡ μουσικὴ / ἡ ῥητορικὴ [τέχνη] οἱ Ἀθηναῖοι [πολῖται] τὸ παρὸν / τὸ παρελθὸν / τὸ μέλλον [ἔτος] ἡ δεξιὰ / ἡ ἀριστερὰ [χεὶρ] τὸ ναυτικὸν / τὸ ἱππικὸν [στράτευμα] κ.ά.
Τὸ ἱππικὸν εἰς τὸ πεδίον οὐ κατέβαινεν.
N.E.: Oι φίλοι στις δυσκολίες φαίνονται.
4. O κατηγορηματικός προσδιορισμός
Κατηγορηματικός προσδιορισμός ονομάζεται ο ομοιόπτωτος προσδιορισμός που αποδίδει μια παροδική ιδιότητα στο ουσιαστικό που προσδιορίζει. Ως κατηγορηματικοί προσδιορισμοί χρησιμοποιούνται χωρίς άρθρο επίθετα, αντωνυμίες ή μετοχές που προσδιορίζουν έναρθρα ουσιαστικά:
Κατέλαβον τὴν πόλιν ἐρήμην. [η πόλη ήταν έρημη τη στιγμή της κατάληψής της]
Ἐλευθέραις ταῖς ψυχαῖς ἐπολιτεύοντο.
Ἀλέξανδρος προὐχώρει συντεταγμένῳ τῷ στρατῷ.
N.E.: • Τον άκουγα με το στόμα ανοιχτό. • Κοίταζε με τα μάτια δακρυσμένα.
Κατέλαβον τὴν πόλιν ἐρήμην. [η πόλη ήταν έρημη τη στιγμή της κατάληψής της]
Ἐλευθέραις ταῖς ψυχαῖς ἐπολιτεύοντο.
Ἀλέξανδρος προὐχώρει συντεταγμένῳ τῷ στρατῷ.
N.E.: • Τον άκουγα με το στόμα ανοιχτό. • Κοίταζε με τα μάτια δακρυσμένα.
➤ Οι λέξεις πᾶς, ἅπας, σύμπας, ὅλος, μόνος, ἕκαστος, αὐτός, ἄκρος, μέσος, ἔσχατος, όταν δεν έχουν άρθρο, είναι κατηγορηματικοί προσδιορισμοί σε όρο που υπάρχει ή εννοείται. Όταν όμως οι λέξεις αυτές είναι έναρθρες, λειτουργούν ως επιθετικοί προσδιορισμοί, ενίοτε ουσιαστικοποιημένοι, και έχουν διαφορετική σημασία:
Πάντες οἱ πολῖται μετεῖχον τῆς ἑορτῆς. [όλοι· κατηγορ. προσδ.]
αλλά: Kοινὸν τὸν ᾅδην ἔσχον οἱ πάντες βροτοί. [το σύνολο των ανθρώπων· επιθ. προσδ.]
Μόνος τῶν ἐξεταστῶν ὡμολόγει λαβεῖν ἀργύριον. [μόνος· κατηγορ. προσδ.]
αλλά: Ὁ φιλότιμός ἐστιν ὁ μόνος βουλόμενος τῶν ἄλλων ὑπερέχειν. [ο μοναδικός· επιθ. προσδ.]
N.E.: Όλος ο κόσμος το ξέρει.• Tο όλο ζήτημα χρειάζεται διερεύνηση.
Πάντες οἱ πολῖται μετεῖχον τῆς ἑορτῆς. [όλοι· κατηγορ. προσδ.]
αλλά: Kοινὸν τὸν ᾅδην ἔσχον οἱ πάντες βροτοί. [το σύνολο των ανθρώπων· επιθ. προσδ.]
Μόνος τῶν ἐξεταστῶν ὡμολόγει λαβεῖν ἀργύριον. [μόνος· κατηγορ. προσδ.]
αλλά: Ὁ φιλότιμός ἐστιν ὁ μόνος βουλόμενος τῶν ἄλλων ὑπερέχειν. [ο μοναδικός· επιθ. προσδ.]
N.E.: Όλος ο κόσμος το ξέρει.• Tο όλο ζήτημα χρειάζεται διερεύνηση.
O κατηγορηματικός προσδιορισμός διακρίνει μια ιδιότητα ή κατάσταση από μια άλλη ιδιότητα ή κατάσταση του ίδιου προσώπου ή πράγματος, σε αντίθεση με τον επιθετικό προσδιορισμό που διακρίνει ένα πρόσωπο ή ένα πράγμα από άλλο ομοειδές.
- Κάποιες φορές η παράθεση μπαίνει σε γενική πτώση, ενώ η λέξη που προσδιορίζει βρίσκεται σε άλλη πτώση. Τότε λέγεται γενική παραθετική και προσδιορίζει:
- α) Επίθετα που ισοδυναμούν με γενική ουσιαστικού και δηλώνουν προέλευση, καταγωγή ή ύλη, όπως τα επίθετα πατρῷος [τοῦ πατρός], μητρῷος [τῆς μητρός], Ἀθηναῖος [ἐξ Ἀθηνῶν], χρυσοῦς [ἐκ χρυσοῦ] κ.ά.:
Ἀθηναῖος εἶ, πόλεως τῆς μεγίστης. - β) Τις κτητικές αντωνυμίες ἡμέτερος, ὑμέτερος, σφέτερος:
Τὴν ἡμετέραν αὐτῶν χώραν διαφθείρομεν.
- α) Επίθετα που ισοδυναμούν με γενική ουσιαστικού και δηλώνουν προέλευση, καταγωγή ή ύλη, όπως τα επίθετα πατρῷος [τοῦ πατρός], μητρῷος [τῆς μητρός], Ἀθηναῖος [ἐξ Ἀθηνῶν], χρυσοῦς [ἐκ χρυσοῦ] κ.ά.:
- Μια άλλη ιδιάζουσα μορφή παράθεσης είναι η επιμεριστική παράθεση. Εκφέρεται συνηθέστερα με τις λέξεις μέν, δὲ κ.ά. και δηλώνει τα μέρη στα οποία επιμερίζεται το σύνολο των προσώπων ή πραγμάτων που δηλώνει η λέξη την οποία προσδιορίζει η επιμεριστική παράθεση:
Ὑμεῖς οἰκεῖτε τὴν πόλιν, οἱ μὲν οὕτως ὁρῶντες, οἱ δ' οὕτω ποιοῦντες.
B. OI ETEPOΠTΩTOI ONOMATIKOI ΠPOΣΔIOPIΣMOI
Οι ετερόπτωτοι ονοματικοί προσδιορισμοί προσδιορίζουν ονόματα ή άλλες λέξεις που έχουν θέση ονόματος. Δηλώνουν τη σχέση μεταξύ προσδιοριζόμενου και προσδιορισμού και βρίσκονται σε μία από τις πλάγιες πτώσεις, γενική, δοτική, αιτιατική.
1. Η γενική ως ετερόπτωτος ονοματικός προσδιορισμός
Η γενική ως ετερόπτωτος ονοματικός προσδιορισμός διακρίνεται στα ακόλουθα είδη:
- α) Γενική κτητική:
Ἡ πόλις ἡμῶν ἐτίμα καὶ τότε τοὺς ἀγαθούς.
N.E.: Το δωμάτιό μου είναι ευρύχωρο.
➤ Γενική κτητική είναι και η γενική κύριων ονομάτων η οποία προσδιορίζει ουσιαστικά που δηλώνουν καταγωγή ή συγγένεια, καθώς και η γενική η οποία προσδιορίζει επίθετα που δηλώνουν συγγένεια, φιλία ή έχθρα, όπως τα οἰκεῖος, συγγενής, κοινός, ἱερός, ξένος (φίλος από φιλοξενία), φίλος, ἐπιτήδειος (φίλος, οικείος), εὔνους (φιλικός), ἐχθρός, πολέμιος, ἐχθρικὸς κ.τ.ό.:
Ἐμπεδοκλῆς Μέτωνος ἦν υἱός.
Ἐπιθυμεῖς φίλος αὐτοῦ εἶναι;
Οὗτος πολέμιος τοῦ δήμου τοῦ Ἀθηναίων ἦν.
N.E.: • Είναι ο αδελφός της Ελένης. • Oι φίλοι των φτωχών είναι λίγοι. - β) Γενική του δημιουργού:
Τὰ τοῦ Ἡρακλέους ἔργα ξὺν πόνῳ ἐγένετο.
Ἀνάγνωθι πρῶτον τὸν Σόλωνος νόμον.
N.E.: Αγόρασα τις «Δοκιμές» του Σεφέρη. - γ) Γενική διαιρετική· προσδιορίζει κυρίως λέξεις που δηλώνουν ποσό ή αριθμό και συχνά επίθετα υπερθετικού βαθμού, καθώς και επίθετα ή αντωνυμίες ουδέτερου γένους:
τινὲς τῶν ῥητόρων – ἕκαστος τῶν ἐν τῇ πόλει
Πλουτοῦσι καὶ οἱ πολλοὶ τῶν τεχνιτῶν.
Οἱ μέγιστοι τῶν ποταμῶν ἐκ τῶν μεγίστων ῥέουσιν ὀρῶν. (βουνών)
Τὸ πολὺ τοῦ Ἑλληνικοῦ οὕτως ἐπείσθη. (των Ελλήνων)
Εἰς τοῦτο μανίας ἀφικόμην.
N.E.: • Δες το πρώτο μέρος του βιβλίου. • Τα καλύτερα των έργων βραβεύτηκαν. • Σε τέτοιο σημείο μανίαςέφτασα. - δ) Γενική της ύλης:
ἀσπὶς χρυσοῦ – τάλαντα ἀργυρίου
N.E.: παράθυρα αλουμινίου - ε) Γενική του περιεχομένου· προσδιορίζει συνήθως λέξη περιεκτική, όπως ἀγέλη, ἅμαξα, ἀριθμός, ὄχλος, πλῆθος, πλοῖον, στόλος, στρατιά, σωρὸς κ.ά.:
ὁ ὄχλος τῶν στρατιωτῶν – ἀγέλη δελφίνων – πλῆθος πολιτῶν
N.E.: αποθήκη πυρομαχικών – [αλλά και:] ποτήρι (με) κρασί - στ) Γενική της ιδιότητας·δηλώνει ηλικία, μέγεθος, βάρος ή άλλο ιδιαίτερο γνώρισμα του όρου που προσδιορίζει και συνοδεύεται συχνά από αριθμητικό ή από επίθετο που δηλώνει ποσό:
ὁδὸς πολλῶν ἡμερῶν – ἔργα ἀρετῆς
N.E.: παιδί έξι ετών – ποτήρι του νερού - ζ) Γενική της αξίας ή του τιμήματος·δηλώνει την υλική ή ηθική αξία του όρου που προσδιορίζει. Με γενική της αξίας συντάσσονται και τα επίθετα ἄξιος, ἀνάξιος, ἀντάξιος, ἀξιόχρεως (άξιος, αξιόπιστος), ὠνητός, τίμιος, ἄτιμοςκ.τ.ό.:
οἶκος ὀκτὼ ταλάντων – δέκα μνῶν χωρίον
Κατέλιπε πέντε ταλάντων οὐσίαν. (περιουσία)
Ἐδωρήσατο φιάλην ἀργυρᾶν ἀξίαν δέκα μνῶν.
Πᾶς χρυσὸς ἀρετῆς οὐκ ἀντάξιος.
N.E.: • Aγόρασε εισιτήριο εξήντα λεπτών. • Eίναι άνθρωπος κύρους. • Είσαι άξιος συγχαρητηρίων.Οι γενικές κτητικές, διαιρετικές, ύλης, ιδιότητας, αξίας ως ετερόπτωτοι προσδιορισμοί δεν πρέπει να συγχέονται με τις αντίστοιχες γενικές κατηγορηματικές, οι οποίες είναι κατηγορούμενα σε πτώση γενική και εξαρτώνται από κάποιο συνδετικό ρήμα:
Τὸ ἱερὸν ἔστω Διός. [γεν. κατηγορηματική κτητική]
Διὸς βωμὸν ἱδρύσατο. [γεν. κτητική]
N.E.: • Το παιδί είναι της Μαρίας. • Το παιδί της Μαρίας κλαίει. - η) Γενική της αιτίας· προσδιορίζει επίθετα ή ουσιαστικά δικανικής σημασίας, όπως αἴτιος, ἀναίτιος (αθώος), ἔνοχος, ὑπαίτιος, ὑπεύθυνος, ὑπόδικος, ἀγών (δίκη), αἰτία (κατηγορία), γραφὴ (έγγραφη καταγγελία), δίκη κ.τ.ό., καθώς και επίθετα ή ουσιαστικά που δηλώνουν κάποιο ψυχικό πάθος, όπως εὐδαίμων, μακάριος, θαυμάσιος, φόβος, λύπη, ὀργή, χαρά, δόξα κ.τ.ό.:
γραφὴ ὕβρεως – δίκη κλοπῆς
Οὐδεὶς ἔνοχός ἐστι λιποταξίου οὐδὲ δειλίας.
Εὐδαίμων μοι ἐφαίνετο καὶ τοῦ τρόπου καὶ τῶν λόγων.
Αἰνείας δόξαν εὐσεβείας ἐκτήσατο.
N.E.: • Κρίθηκε ένοχος φόνου. • Τον συνεπήρε η χαρά της επιτυχίας. - θ) Γενική υποκειμενική· προσδιορίζει ουσιαστικά ή επίθετα που δηλώνουν ενέργεια της οποίας το υποκείμενο φανερώνει η γενική:
Διὰ τάχους ἡ νίκη τῶν Ἀθηναίων ἐγίγνετο. [ἐνίκησαν οἱ Ἀθηναῖοι]
Καλεῖται ἡ εἴσοδος τοῦ ἀέρος ἀναπνοή. [εἰσέρχεται ὁ ἀὴρ]
N.E.:H δύση του ήλιου τον μάγεψε. [δύει ο ήλιος] - ι) Γενική αντικειμενική· προσδιορίζει ουσιαστικά ή επίθετα που δηλώνουν ενέργεια της οποίας το αντικείμενο φανερώνει η γενική:
Διδάσκαλος τῶν παίδων ἐγένετο. [διδάσκει τοὺς παῖδας]
Τῆς ἁπάσης στρατιᾶς ἡγεμὼν ἦν ὁ πολέμαρχος. [ἡγεῖται τῆς στρατιᾶς]
Οἰκοδόμος ἐστὶν ποιητικὸς οἰκίας. [ποιεῖ οἰκίαν]
N.E.: Κάνει έλεγχο τιμών. [ελέγχει τις τιμές]Με γενική αντικειμενική συντάσσονται ονόματα (ουσιαστικά ή επίθετα) ομόρριζα με ρήματα που δέχονται αντικείμενο σε γενική. Επίθετα που συντάσσονται με γενική αντικειμενική είναι κυρίως όσα σημαίνουν:- Μνήμη ή λήθη, όπως μνήμων, ἀμνήμων, ἐπιλήσμων κ.τ.ό.:
μνήμων τῶν εὐεργεσιῶν – ἀμνήμων τῶν κινδύνων - Επιμέλεια ή αμέλεια, φειδώ (καλή διαχείριση) ή αφειδία, όπως ἐπιμελής, ἀμελής, ὀλίγωρος, φειδωλός, ἀφειδὴς κ.τ.ό.:
ἐπιμελὴς ἀγαθῶν – ἀμελὴς κακῶν – ἀφειδὴς τοῦ βίου
N.E.: • Φάνηκε καλός οικονόμος της περιουσίας. • [αλλά και:] Είναι αμελής στα ραντεβού. [εμπρόθ. της αναφοράς] - Κυριότητα, εξουσία ή το αντίθετο, όπως ἐγκρατής, κύριος, ἀκράτωρ, ὑπήκοος κ.τ.ό.:
Ἐγκρατὴς γέγονε πολλῶν χρημάτων.
Ἐν τῇ δημοκρατίᾳ κύριος ὁ δῆμος καὶ τῶν νόμων ἐστίν.
N.E.: Έγινε κύριος της κατάστασης. - Εμπειρία ή απειρία, επιτυχία ή αποτυχία, όπως ἔμπειρος, ἐπιστήμων, ἄπειρος, ἀήθης (ασυνήθιστος), ἐπιτυχής, ἀποτυχής κ.τ.ό.:
ἔμπειρος πολέμου καὶ ἀγώνων – ἄπειρος τοῦ ἀγωνίζεσθαι – ἀήθης τοιαύτης μάχης
N.E.: Ήταν γνώστης των κινδύνων. - Συμμετοχή, πλησμονή, όπως μέτοχος, κοινωνός, μεστός, πλήρης, ἔμπλεως κ.τ.ό.:
μέτοχος ἐλπίδων – ἄνθρωπος ταραχῆς καὶ τόλμης μεστὸς – κοινωνὸς φιλίας
Ἡ νεότης ἐλπίδος πλήρης ἐστίν.
N.E.: Απεβίωσε πλήρης ημερών. - Χωρισμό, στέρηση, απομάκρυνση ή απαλλαγή, όπως ἁγνός, ἄγονος, ἀμέτοχος, ἄμοιρος, ἀπαίδευτος, γυμνός, ἐλεύθερος, ἐνδεὴς (φτωχός), ἔρημος, κενός, ὀρφανὸς κ.τ.ό.:
ἐνδεὴς χρημάτων – κενὸς δακρύων – ὀρφανὸς μητρὸς
Ἔστι δὲ ὀμίχλη ἀτμώδης ἀναθυμίασις ἄγονος ὕδατος.
N.E.: Σήμερα είμαι ελεύθερος υπηρεσίας. - Διαφορά, όπως ἄλλος, ἀλλότριος, διάφορος, ἕτερος κ.τ.ό. H γενική που εξαρτάται από τα επίθετα αυτά χαρακτηρίζεται και συγκριτική:
Ἐπιστήμη ἐπιστήμης διάφορος.
Ἕτερον τὸ διδάσκειν τοῦ διαλέγεσθαι.
- Μνήμη ή λήθη, όπως μνήμων, ἀμνήμων, ἐπιλήσμων κ.τ.ό.:
- ια) Γενική συγκριτική· δηλώνει το πρόσωπο ή το πράγμα με το οποίο συγκρίνεται ένα άλλο όμοιό του, αποτελώντας τον β' όρο της σύγκρισης αυτής. Με γενική συγκριτική συντάσσονται:
- Επίθετα συγκριτικού βαθμού ή επίθετα που έχουν συγκριτική σημασία, όπως πρότερος, ὕστερος, διπλάσιος, πολλαπλάσιος κ.τ.ό.:
Πολλῶν γὰρ χρημάτων κρείττων ὁ παρὰ τοῦ πλήθους ἔπαινος.
Ἀναρχίας δὲ μεῖζον οὐκ ἔστι κακόν.
Πρότερος τοῦ λοχαγοῦ ἐπορεύετο.
Πολλαπλάσια τούτων ἐποίησε.
N.E.: • Η Ελένη είναι μεγαλύτερή μου. • Παίρνει μισθό διπλάσιο του περσινού. - Επίθετα υπερθετικού βαθμού, όταν αυτό που συγκρίνεται δεν αποτελεί μέρος αυτού που δηλώνει η γενική. Στην αντίθετη περίπτωση η γενική είναι διαιρετική:
Ναυμαχία γὰρ αὕτη μεγίστη δὴ τῶν πρὸ αὑτῆς γεγένηται. [γεν. συγκριτική]
Σαγγάριος μέγιστός ἐστι τῶν ἐν Βιθυνίᾳ ποταμῶν. [γεν. διαιρετική]
- Επίθετα συγκριτικού βαθμού ή επίθετα που έχουν συγκριτική σημασία, όπως πρότερος, ὕστερος, διπλάσιος, πολλαπλάσιος κ.τ.ό.:
2. Η δοτική ως ετερόπτωτος ονοματικός προσδιορισμός
Η δοτική ως ετερόπτωτος ονοματικός προσδιορισμός διακρίνεται στα ακόλουθα είδη:
- α) Δοτική αντικειμενική:
Τί δήποτ' ἂν εἴη ταῦτα, ὦ Εὐθύφρων, τὰ παρ' ἡμῶν δῶρα τοῖς θεοῖς; [δίδομεν τοῖς θεοῖς]Με δοτική αντικειμενική συντάσσονται ονόματα ομόρριζα με ρήματα που δέχονται αντικείμενο σε δοτική. Eπίθετα που συντάσσονται με δοτική αντικειμενική είναι κυρίως όσα σημαίνουν:- Ωφέλεια ή βλάβη, όπως ὠφέλιμος, βλαβερός, ἐπιζήμιος κ.τ.ό.:
βλαβερὰ τῇ πόλει – ἐπιζήμια αὐτοῖς
Αὐτός τε αὑτῷ ὠφέλιμος ἐγένετο. - Φιλία ή έχθρα, όπως εὐμενής, εὔνους, ἐπιτήδειος, φίλος, δυσμενής, δύσνους, ἐναντίος, ἐχθρός, πολέμιος κ.τ.ό.:
Βασιλεὺς γὰρ καὶ τύραννος ἅπας ἐχθρὸς ἐλευθερίᾳ καὶ νόμοις ἐναντίος.
Οἱ ὅμοιοι τοῖς ὁμοίοις εὖνοί εἰσι.
Ὁ πατὴρ ὁ ἡμέτερος φίλος ἦν καὶ ἐπιτήδειος Μενεκλεῖ. - Ευπείθεια ή υποταγή, όπως εὐπειθής, πιστός, ὑπήκοος, ἀπειθὴς κ.τ.ό.:
πιστὸς τῷ δήμῳ – ἀπειθὴς τοῖς νόμοις
Πρῶτον τὸν στρατηγὸν δεῖ εὐπειθέστατον τοῖς νόμοις εἶναι. - Ακολουθία ή διαδοχή, όπως ἀκόλουθος, διάδοχος, ἑπόμενος κ.τ.ό.:
διάδοχος Κλεάνδρῳ – ἑπόμενοι τῷ ἄρχοντι - Προσέγγιση ή μείξη, όπως γείτων, ὅμορος (γειτονικός), πλησίος, ἄμικτος κ.τ.ό.:
Ἐγώ, ὦ ἄνδρες Ἕλληνες, γείτων οἰκῶ τῇ Ἑλλάδι. - Ταυτότητα ή ομοιότητα, όπως ὁ αὐτὸς (ο ίδιος), ὅμοιος, παραπλήσιος, ἀνόμοιος κ.τ.ό.:
Ὁμοίαν ταῖς δούλαις εἶχε τὴν ἐσθῆτα.
Πολλὰ καὶ ἀνόμοια τῇ ἐκείνου συμβουλῇ ἔπραττεν. - Ισότητα ή συμφωνία, όπως ἴσος, ἰσόπαλος, ἰσόρροπος, σύμφωνος, ἄνισος κ.τ.ό.:
ἰσοπαλεῖς τοῖς ἐναντίοις – σύμφωνος τῷ ὀνόματι
Σοὶ οὐδεὶς ἴσος. - «Aρμόζει» ή «ταιριάζει» και τα αντίθετα, όπως ἁρμόδιος, πρεπώδης, ἀνάρμοστος, ἀπρεπὴς κ.τ.ό.:
Μέθη φύλαξιν ἀπρεπέστατον. (στους φύλακες) - Tέλος, με δοτική αντικειμενική συντάσσονται επίθετα σύνθετα με τις προθέσεις ἐν, σύν, όπως ἔμφυτος, ἐντριβής, σύμφυτος, συμφυής, σύμμαχος κ.τ.ό.:
Ἡ τύχη οὐκ ἔστι σύμμαχος τοῖς μὴ δρῶσι.
Ἔμφυτα ἦν ταῦτα τοῖς Ἀθηναίοις.
- Ωφέλεια ή βλάβη, όπως ὠφέλιμος, βλαβερός, ἐπιζήμιος κ.τ.ό.:
- β) Δοτική της αναφοράς· προσδιορίζει επίθετα, όπως ἀσθενής, δεινός, καλός, δυνατός, εὐπροσήγορος(γλυκομίλητος, προσηνής), ἱκανός, ἰσχυρός, τραχύς, φοβερός, ταχὺς κ.τ.ό.:
ἀσθενὴς τῷ σώματι – ταχὺς τοῖς ποσὶ – εὐπροσήγορος τῷ λόγῳN.E.: Τα συνώνυμα των ονομάτων που στην Α.Ε. συντάσσονται με δοτική απαντούν στη N.E. με γενική ή εμπρόθετο προσδιορισμό:
βλαβερός για την υγεία – όμοιος με τον αδελφό του – διάδοχος του βασιλιά
3. Η αιτιατική ως ετερόπτωτος ονοματικός προσδιορισμός
Η αιτιατική που προσδιορίζει ετερόπτωτα ένα όνομα δηλώνει αναφορά και μεταφράζεται «ως προς» ή «στο»:
Τυφλὸς τά τ' ὦτα τόν τε νοῦν τά τ' ὄμματ' εἶ.
Ἕλληνες τὸ γένος – ταχὺς τοὺς πόδας – φιλοτιμότατος τὴν γνώμην
Τυφλὸς τά τ' ὦτα τόν τε νοῦν τά τ' ὄμματ' εἶ.
Ἕλληνες τὸ γένος – ταχὺς τοὺς πόδας – φιλοτιμότατος τὴν γνώμην
➤ Συχνές αιτιατικές της αναφοράς είναι οι λέξεις: τὸν ἀριθμόν, τὸ βάθος, τὸ εὖρος, τὸ μέγεθος, τὸ μῆκος, τὸ πλῆθος, τὸ ὕψος κ.τ.ό.:
Πύργος στερεὸς ᾠκοδόμηται, σταδίου καὶ τὸ μῆκος καὶ τὸ εὖρος.
Τεῖχος πλίνθινον ᾠκοδόμητο, τὸ μὲν εὖρος πεντήκοντα ποδῶν, τὸ δὲ ὕψος ἑκατόν.
N.E.: • Αγόρασε ύφασμα δύο μέτρα φάρδος. • [αλλά και:] Το ύφασμα είναι καλό στο φάρδος.
Πύργος στερεὸς ᾠκοδόμηται, σταδίου καὶ τὸ μῆκος καὶ τὸ εὖρος.
Τεῖχος πλίνθινον ᾠκοδόμητο, τὸ μὲν εὖρος πεντήκοντα ποδῶν, τὸ δὲ ὕψος ἑκατόν.
N.E.: • Αγόρασε ύφασμα δύο μέτρα φάρδος. • [αλλά και:] Το ύφασμα είναι καλό στο φάρδος.
Γ. OI ΠΛAΓIEΣ ΠTΩΣEIΣ ΩΣ ΠPOΣΔIOPIΣMOI EΠIPPHMATΩN, EΠIΦΩNHMATΩN KAI MOPIΩN
1. H γενική
Η γενική ως προσδιορισμός επιρρημάτων μπορεί να είναι:
- α) Γενική διαιρετική· προσδιορίζει επιρρήματα:
- Τοπικά, όπως ἄνω, ποῦ, ὅπου, οὗ (όπου), οὐδαμοῦ (πουθενά), πανταχοῦ (παντού), αὐτοῦ, ἐνταῦθα, ἔνθα (εκεί όπου), πολλαχοῦ (σε πολλά μέρη/σημεία), πόθεν (από ποιο μέρος;) κ.τ.ό.:
οὐδαμοῦ τῆς Ἰλιάδος – πολλαχοῦ τοῦ ὄρους – πανταχοῦ τῆς γῆς
Τίς σοι πατὴρ καὶ πόθεν τῶν δήμων;
N.E.: Έπεσε καταμεσής του δρόμου. - Χρονικά, όπως ὀψὲ (αργά), πότε, πηνίκα (ποια ώρα;), τηνικαῦτα (τότε ακριβώς) κ.τ.ό.:
Ὀψὲ τῆς ἡμέρας ἦν. (Ήταν αργά το απόγευμα.) - Ποσοτικά, όπως ἅπαξ, δίς, τρίς, ποσάκις (πόσες φορές;), πολλάκις κ.τ.ό.:
Ἄγει τὰ τέκνα εἰς τὴν θάλατταν πολλάκις τῆς ἡμέρας.
- Τοπικά, όπως ἄνω, ποῦ, ὅπου, οὗ (όπου), οὐδαμοῦ (πουθενά), πανταχοῦ (παντού), αὐτοῦ, ἐνταῦθα, ἔνθα (εκεί όπου), πολλαχοῦ (σε πολλά μέρη/σημεία), πόθεν (από ποιο μέρος;) κ.τ.ό.:
- β) Γενική της αναφοράς· προσδιορίζει επιρρήματα τροπικά, όπως εὖ, καλῶς, μετρίως, ὡς, πῶς, ἱκανῶς, οὕτωςκ.τ.ό., τα οποία συνοδεύουν ρήματα, όπως ἔχω, ἥκω, κεῖμαι:
Βασιλεὺς πῶς ἔχει παιδείας; (Σε ποιο επίπεδο βρίσκεται ο βασιλιάς όσον αφορά την παιδεία;)
Ἡ Κέρκυρα καλῶς παράπλου κεῖται. (H Kέρκυρα βρίσκεται σε καλή θέση ως προς τον παράπλου.) - γ) Γενική της αξίας· προσδιορίζει επιρρήματα των οποίων το αντίστοιχο επίθετο συντάσσεται με γενική της αξίας. Τέτοια επιρρήματα είναι τα ἀξίως, ἀναξίως, ἀνταξίως κ.τ.ό.:
Ὁ νόμος ἀξίως ἐπαίνου γέγραπται.
N.E.: Φέρθηκε αντάξια της φήμης του. - δ) Γενική αντικειμενική· προσδιορίζει επιρρήματα των οποίων το αντίστοιχο επίθετο συντάσσεται με γενική αντικειμενική. Τέτοια επιρρήματα είναι τα ἀπείρως, ἐμπείρως, ἀμελῶς, ἐπιμελῶς, ἀφειδῶς, ἐγκρατῶς, ἀκρατῶς κ.τ.ό.:
Ἀπείρως ἔχει τῆς τοιαύτης παιδείας. - ε) Γενική συγκριτική· δηλώνει τον β' όρο της σύγκρισης και προσδιορίζει επιρρήματα συγκριτικού βαθμού ή και επιρρήματα θετικού βαθμού με συγκριτική σημασία:
Ἤρεσεν οὖν μοι καὶ ἐν τῷ μύθῳ ὁ Προμηθεὺς μᾶλλον τοῦ Ἐπιμηθέως. (περισσότερο από τον Eπιμηθέα)
Tιμᾶσθε διαφερόντως τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. (σε μεγαλύτερο βαθμό από τους άλλους ανθρώπους) - στ) Γενική της αφετηρίας, του χωρισμού· δηλώνει τοπική ή χρονική αφετηρία, το τοπικό δηλαδή ή το χρονικό σημείο από το οποίο αρχίζει κάτι. Προσδιορίζει επιρρήματα που δηλώνουν απομάκρυνση, χωρισμό ή προσέγγιση, όπως ἔξω, ἐκτός, πόρρω / πρόσω (μακριά), ἐντός, εἴσω, ἐγγύς, πλησίον, πέραν, μακράν, ἐναντίον, ὄπισθεν, ἑκατέρωθεν, ἀμφοτέρωθεν, μεταξύ, ἔμπροσθεν, κρύφα, λάθρᾳ (κρυφά) κ.τ.ό.:
ἐντὸς τῶν πυλῶν – ἔξω τῆς Ἀττικῆς
Ἐκάθευδον μέχρι πόρρω τῆς ἡμέρας. (Kοιμόνταν μέχρι αργά.)
Φαλακροῦνται οἱ ἄνθρωποι τὰ ἔμπροσθεν τῆς κεφαλῆς.
➤ Με τα επιρρήματα κρύφα και λάθρᾳ η γενική μπορεί να θεωρηθεί και αντικειμενική:
Κρύφα τῶν ἀνδρῶν τοῦτο ἔπρασσον.
Προμηθεὺς λάθρᾳ Διὸς ἔδωκεν ἀνθρώποις τὸ πῦρ.
Κρύφα τῶν ἀνδρῶν τοῦτο ἔπρασσον.
Προμηθεὺς λάθρᾳ Διὸς ἔδωκεν ἀνθρώποις τὸ πῦρ.
Η γενική ως προσδιορισμός επιφωνημάτων είναι γενική της αιτίας. Δηλώνει την αιτία που προκάλεσε την αναφώνηση και προσδιορίζει επιφωνήματα που δηλώνουν λύπη, αγανάκτηση, θαυμασμό, όπως φεῦ, οἴμοι (αλίμονο! οϊμέ!), βαβαὶ / παπαῖ (πα πα πα!) κ.τ.ό., καθώς και το κλητικό επιφώνημα ὦ:
Φεῦ τῆς ἀναιδείας. (Τι αναίδεια!)
Οἴμοι τῶν ἐμῶν ἐγὼ κακῶν. (Oϊμένα για τις συμφορές που με βρήκαν!)
Ὦ τῆς ἀθλίας τύχης.
Φεῦ τῆς ἀναιδείας. (Τι αναίδεια!)
Οἴμοι τῶν ἐμῶν ἐγὼ κακῶν. (Oϊμένα για τις συμφορές που με βρήκαν!)
Ὦ τῆς ἀθλίας τύχης.
2. H δοτική
Η δοτική που προσδιορίζει επιρρήματα μπορεί να είναι:
- α) Δοτική αντικειμενική· προσδιορίζει επιρρήματα των οποίων το αντίστοιχο επίθετο συντάσσεται με δοτική αντικειμενική. Τέτοια επιρρήματα είναι τα εὐμενῶς, δυσμενῶς, δυσκόλως, χαλεπῶς (δύσκολα), ἑπομένως, ἑξῆς, ἐφεξῆς (κατά σειρά), ἀκολούθως, ὁμολογουμένως, ὁμοίως, συμφώνως, ἅμα, ὁμοῦ, διαφόρως, ἐναντίως, ὠφελίμως, χρησίμως κ.τ.ό.:
Δυσμενῶς αὐτοῖς ἔχουσιν. (Eίναι εχθρικοί προς αυτούς.)
Ὁμοίως ἐκείνῳ ἐφιλοσόφουν.
Τὸ ὕδωρ ἐπίνετο ὁμοῦ τῷ πηλῷ. (μαζί με τον πηλό)
Ἐναντίως ἅπασι τοῖς νόμοις βεβίωκε. - β) Δοτική της αναφοράς· προσδιορίζει τροπικά επιρρήματα που εκφέρονται μαζί με το ρήμα ἔχω:
Oὕτως ἔχει ταῦτα τῇ φύσει. (ως προς τη φύση) - γ) Δοτική του ποσού (του μέτρου ή της διαφοράς)· δηλώνει ποσοτική διαφορά και προσδιορίζει επιρρήματα συγκριτικού (σπάνια υπερθετικού) βαθμού, καθώς και επιρρήματα θετικού βαθμού με συγκριτική σημασία:
ὀλίγῳ μακρότερα – ὅσῳ μάλιστα – οὐ πολλοῖς ἔτεσιν ὕστερον – πολλῷ διαφερόντως
3. H αιτιατική
Η αιτιατική προσδιορίζει:
- α) Oμοτικά μόρια (δηλώνουν όρκο, επίκληση), όπως είναι το νὴ και το μὰ :
Eὖ γε νὴ τὴν Ἥραν λέγεις, ὦ Ἱππία.
Oὐκ οἶδα μὰ Δία ἔγωγε.
N.E.: Mα τον Θεό, δεν το περίμενα. - β) Τροπικά επιρρήματα που εκφέρονται με το ρήμα ἔχω· ονομάζεται αιτιατική της αναφοράς:
Ἀεὶ γὰρ ἔστι τοῖς τὰ σώματα καὶ τὰς ψυχὰς εὖ ἔχουσιν ἐγγὺς εἶναι τοῦ εὐτυχῆσαι.
N.E.: Tα συνώνυμα των επιρρημάτων που στην Α.Ε. προσδιορίζονται από πλάγια πτώση συντάσσονται στη N.E. κυρίως με τις προθέσεις από, σε, με + αιτιατική:
πουθενά στον κόσμο – έξω από την πόλη – σύμφωνα με αυτό
πουθενά στον κόσμο – έξω από την πόλη – σύμφωνα με αυτό
Σημείωση: Bλ. συγκεντρωτικό πίνακα των ονοματικών προσδιορισμών στο Eπίμετρο (πίνακας Ε).