Πλούσιος είναι αυτός που έχει πλούτο. Είναι γεγονός πως σε σχέση με τους φτωχούς, οι πλούσιοι σπανίζουν – είναι πολύ περισσότεροι αυτοί που δεν έχουν πλούτο. Όμως, η ίδια η λέξη, ο «πλούτος», είναι ένα ουσιαστικό με πλούσιο περιεχόμενο. Σημαίνει το σύνολο των υλικών αντικειμένων που έχουν οικονομική αξία, επίσης το πλήθος, την αφθονία των αγαθών, το πολυτιμότερο που έχει κανείς, και τη μεγάλη οικονομική άνεση. Επίσης «πλούτος», κατ’ επέκτασιν, σύμφωνα με το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, είναι η αφθονία σε ποσότητα και ποικιλία – έτσι μιλάμε για πλούτο χρωμάτων, γεύσεων ή συναισθημάτων.
Η λέξη κατάγεται από το αρχαίο ρήμα «πλέω», με την έννοια των υλικών αγαθών που «ρέουν» άφθονα. Είναι ενδιαφέρον πως το ρήμα «πλέω» έχει την ίδια ινδοευρωπαϊκή ρίζα με το γαλλικό «pluie», που σημαίνει βροχή, και με το «flood», την αγγλική λέξη για την πλημμύρα. Επίσης, ομόρριζες με τον πλούτο είναι και οι λέξεις πλους και πλοίο.
Περισσότερες ιστορίες λέξεων εδώ.