1Η
ΕΝΟΤΗΤΑ
Β
Το
υποκείμενο δείχνει ποιος κάνει αυτό που λέει το ρήμα.
Το
υποκείμενο μπορεί να είναι ουσιαστικό, αντωνυμία ή οποιαδήποτε άλλη λέξη ή
πρόταση με άρθρο ή χωρίς άρθρο.
Το υποκείμενο
παραλείπεται όταν είναι β’ και β’ πρόσωπο.
Το γ’
πρόσωπο συνήθως παραλείπεται:
-
Όταν
εννοείται εύκολα από τα συμφραζόμενα.
-
Όταν
είναι μια γενική έννοια.
-
Όταν
μόνο ένα υποκείμενο μπορεί να εννοηθεί.
-
Όταν
το ρήμα δείχνει κάποιο φυσικό φαινόμενο.
Τα απρόσωπα
ρήματα και οι απρόσωπες εκφράσεις έχουν ως υποκείμενο μια ολόκληρη πρόταση (με
το ότι ή με το να).
Το ρήμα
συμφωνεί με το υποκείμενό του σε πρόσωπο και αριθμό.
Γ
ΑΧΩΡΙΣΤΑ
ΜΟΡΙΑ: Ορισμένες λέξεις που δε στέκονται μόνες τους στο λόγο, αλλά χρησιμοποιούνται
για την παραγωγή λέξεων.
Τα
κυριότερα: αρχι-, αμφι-, δια-, δι-, διχο-, δυσ-, εισ-, εκ-, εξ-, εν-, εμ-, εγ-,
ερ-, ελ-, επι-, επ-, εφ-, ημι-, περι-, συν-, υπο-, α-, αν-, ανα-, ξε-.
ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ:
Α) Θεματική πρόταση.
Β) Λεπτομέρειες.
Γ) Κατακλείδα.
Τρόπος
ανάπτυξης των λεπτομερειών μιας παραγράφου: η παρουσίαση στοιχείων-
παραδειγμάτων από την Ιστορία ή και από τη σύγχρονη κοινωνική- καθημερινή μας
ζωή.
ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ:
Μπορούν να αναλυθούν με διάφορους τρόπους:
1) Συγκρίνοντας δύο όμοιες ή διαφορετικές
καταστάσεις, έννοιες, πρόσωπα.
2) Χρησιμοποιώντας επιχειρήματα και
άλλες αποδείξεις για να αιτιολογήσουμε μια θέση – άποψη.
3) Διαιρώντας μια έννοια σε μικρότερα
μέρη για να την παρουσιάσουμε καλύτερα.
4) Προσπαθώντας να ορίσουμε/
παρουσιάσουμε το περιεχόμενο μιας έννοιας τονίζοντας τη βασική της διαφορά από
άλλες ομοειδείς.
Συνήθως
χρησιμοποιούμε συνδυασμό τρόπων- μεθόδων ανάπτυξης μιας παραγράφου.
2Η
ΕΝΟΤΗΤΑ
Β
ΕΓΚΛΙΣΕΙΣ:
Οι μορφές που παίρνει το ρήμα για να φανερώσει πώς παρουσιάζεται το νόημά του
από εκείνον που μιλάει.
1) ΟΡΙΣΤΙΚΗ: Φανερώνει το πραγματικό.
2) ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ: Φανερώνει το ενδεχόμενο,
το επιθυμητό.
3) ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ: Φανερώνει προσταγή,
προτροπή, απαγόρευση.
ΧΡΟΝΟΙ ΤΟΥ
ΡΗΜΑΤΟΣ: Οι μορφές που παίρνει το ρήμα για να φανερώσει πότε και πώς γίνεται
κάτι.
ΠΑΡΟΝΤΙΚΟΙ
ΧΡΟΝΟΙ: Ενεστώτας, Παρακείμενος.
ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΙΚΟΙ:
Παρατατικός, Αόριστος, Υπερσυντέλικος.
ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΟΙ:
Εξακολουθητικός Μέλλοντας, Συνοπτικός Μέλλοντας, Συντελεσμένος Μέλλοντας.
ΜΗ
ΣΥΝΟΠΤΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ: Όταν φανερώνουν εξακολούθηση ή επανάληψη = Ενεστώτας,
Παρατατικός, Εξακολουθητικός Μέλλοντας.
ΣΥΝΟΠΤΙΚΟΙ:
Όταν παρουσιάζουν κάτι συνοπτικά = Αόριστος, Συνοπτικός Μέλλοντας.
ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΙ:
Όταν αυτό που δηλώνουν είναι κάτι τελειωμένο = Παρακείμενος, Υπερσυντέλικος,
Συντελεσμένος Μέλλοντας.
ΜΟΝΟΛΕΚΤΙΚΟΙ
ΧΡΟΝΟΙ: Οι χρόνοι του ρήματος σχηματίζονται με μία μόνο λέξη.
ΠΕΡΙΦΡΑΣΤΙΚΟΙ:
Οι χρόνοι του ρήματος που σχηματίζονται με δύο ή τρεις λέξεις.
Όλοι οι
χρόνοι στην Υποτακτική και Προστακτική στις κύριες προτάσεις αναφέρονται στο
μέλλον.
ΘΕΜΑ: Το
τμήμα που είναι στην αρχή κάθε κλιτής λέξης και δεν αλλάζει μορφή.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ: Το
τελευταίο τμήμα κάθε κλιτής λέξης που αλλάζει μορφή.
ΧΡΟΝΟΙ
|
ΠΑΡΟΝΤΙΚΟΙ
|
ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΙΚΟΙ
|
ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΟΙ
|
ΜΗ ΣΥΝΟΠΤΙΚΟΙ
|
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
|
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ
|
ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
|
ΣΥΝΟΠΤΙΚΟΙ
|
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
|
ΣΥΝΟΠΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
|
|
ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΙ
|
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
|
ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ
|
ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
|
Το θέμα του
ρήματος είναι ενεστωτικό και αοριστικό.
Όσα ρήματα
αρχίζουν από σύμφωνο μπορούν να πάρουν μπροστά από το θέμα, στον παρατατικό και
τον αόριστο της οριστικής, ένα ε- που λέγεται αύξηση.
Όσα ρήματα
αρχίζουν από φωνήεν ή δίψηφο δεν παίρνουν αύξηση, αλλά κρατούν το φωνήεν ή το
δίψηφο σε όλους τους χρόνους.
ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ
ΑΥΞΗΣΗ: Μερικά σύνθετα ρήματα με α’ συνθετικό επίρρημα ή πρόθεση παίρνουν
αύξηση στην αρχή του β’ συνθετικού.
ΣΥΝΘΕΣΗ: Η
διαδικασία δημιουργίας νέων λέξεων από δύο ή περισσότερες άλλες λέξεις.
ΣΥΝΘΕΤΙΚΑ:
Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται για να συνθέσουν τη νέα λέξη.
ΣΥΝΘΕΤΗ ΛΕΞΗ
ή ΣΥΝΘΕΤΟ: Η λέξη που σχηματίζεται από τα συνθετικά.
Α’ συνθετικό
+ Β’ συνθετικό -> ΣΥΝΘΕΤΟ ή ΣΥΝΘΕΤΗ ΛΕΞΗ
Τα σύνθετα
χωρίζονται σε:
1) ΠΑΡΑΤΑΚΤΙΚΑ: Τα δύο συνθετικά
παρατάσσονται το ένα δίπλα στο άλλο.
Π.χ. μαχαίρι + πιρούνι -> μαχαιροπίρουνο
2)
ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΤΙΚΑ: Το πρώτο συνθετικό προσδιορίζει το δεύτερο.
Π.χ. σπανάκι
+ πίτα -> σπανακόπιτα
3) ΚΤΗΤΙΚΑ:
Μπορούν να αποδοθούν με τη φράση « εκείνος που έχει…»
Π.χ. σκληρή
+ καρδιά -> σκληρόκαρδος
4)
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΑ: Το ένα συνθετικό είναι ουσιαστικό, το άλλο ρήμα. Το ουσιαστικό
έχει θέση αντικειμένου του ρήματος.
Π.χ. κρέας +
πωλώ -> κρεοπώλης
ΣΥΝΔΕΤΙΚΟ
ΦΩΝΗΕΝ: Το –ο- που εμφανίζεται συνήθως ανάμεσα στο θέμα του πρώτου συνθετικού (
όταν αυτό είναι κλιτό) και στο δεύτερο συνθετικό ( όταν αυτό αρχίζει με
σύμφωνο).
Π.χ.
γυναίκες + παιδιά -> γυναικόπαιδα
Όταν το
δεύτερο συνθετικό αρχίζει με φωνήεν, το συνδετικό –ο- συνήθως δεν εμφανίζεται.
Π.χ.
δεκαπέντε + Αύγουστος -> Δεκαπενταύγουστος.
3Η
ΕΝΟΤΗΤΑ
Β
ΑΠΟΘΕΤΙΚΑ:
Τα ρήματα που έχουν ΜΟΝΟ παθητική φωνή.
Α’ ΣΥΖΥΓΙΑ:
Ανήκουν τα ρήματα που τονίζονται στο α’ πρόσωπο της οριστικής του ενεργητικού
ενεστώτα στην παραλήγουσα (κατάληξη –ω) και του παθητικού ενεστώτα στην
προπαραλήγουσα (κατάληξη –ομαι).
Β’ ΣΥΖΥΓΙΑ:
Ανήκουν τα ρήματα που τονίζονται στο α’ πρόσωπο της οριστικής του ενεργητικού
ενεστώτα στη λήγουσα (κατάληξη –ώ) και του παθητικού ενεστώτα στην παραλήγουσα
(καταλήξεις –ιέμαι, -ούμαι, -άμαι).
Α’ ΤΑΞΗ
|
Β’ ΤΑΞΗ
|
|
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
|
-ώ, -άς, -ά
|
-ώ, -είς, -εί
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
|
-ιέμαι, -ιέσαι, -ιέται
|
-ούμαι, -άμαι, -άσαι, -άται
|
Το α’
συνθετικό μπορεί να είναι ουσιαστικό, επίθετο, αριθμητικό, ρήμα, επίρρημα,
πρόθεση ή αντωνυμία.
4Η
ΕΝΟΤΗΤΑ
Β
Διάθεση:
Αναφέρεται στη σημασία του ρήματος και στη σχέση που έχει με το υποκείμενό του
και διακρίνεται σε:
1. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ: Όταν το υποκείμενο
ενεργεί.
2. ΠΑΘΗΤΙΚΗ: Όταν το υποκείμενο δέχεται
ενέργεια από άλλον.
3. ΜΕΣΗ: Όταν το υποκείμενο ενεργεί και
η ενέργεια γυρίζει στο ίδιο.
4. ΟΥΔΕΤΕΡΗ: Όταν το υποκείμενο
βρίσκεται σε μια κατάσταση.
Η διάθεση
του ρήματος είναι ανεξάρτητη από την φωνή στην οποία ανήκει, δηλ. ένα ρήμα
μπορεί να βρίσκεται στην ενεργητική φωνή και να έχει παθητική διάθεση ή και το
αντίστροφο.
Π.χ. Μαύρισα
από τον ήλιο.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ
ΣΥΝΤΑΞΗ: Όταν διατυπώνουμε ένα νόημα με ρήμα παθητικής διάθεσης.
ΠΟΙΗΤΙΚΟ
ΑΙΤΙΟ: Στην παθητική σύνταξη, το προθετικό σύνολο (συνήθως από + αιτιατική) που
φανερώνει το πρόσωπο ή το πράγμα από το οποίο παθαίνει κάτι το υποκείμενο.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΑ
ΑΜΕΤΑΒΑΤΑ: Τα ρήματα που δείχνουν ότι η ενέργεια του υποκειμένου δε μεταβαίνει
σε κάτι άλλο.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΑ
ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΑ: Τα ρήματα που δείχνουν ότι η ενέργεια του υποκειμένου μεταβαίνει σε
άλλο πρόσωπο ή πράγμα.
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ:
Το πρόσωπο ή το πράγμα που δέχεται την ενέργεια ή την επίδραση του υποκειμένου
ενός μεταβατικού ρήματος και αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα της έννοιάς του.
ΜΟΝΟΠΤΩΤΑ:
Τα μεταβατικά ρήματα που χρειάζονται ως συμπλήρωμα μία μόνο πτώση (ένα
αντικείμενο).
ΔΙΠΤΩΤΑ: Τα
μεταβατικά που χρειάζονται ως συμπλήρωμα δύο πτώσεις (δύο αντικείμενα).
ΑΜΕΣΟ
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ: Το αντικείμενο που συνδέεται στενότερα με το ρήμα.
ΕΜΜΕΣΟ
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ: Η ενέργεια του υποκειμένου του ρήματος απευθύνεται έμμεσα προς
αυτό.
ΣΥΣΤΟΙΧΟ
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ: Έχει την ίδια σημασία και συχνά και ετυμολογική συγγένεια με το
ρήμα.
Π.χ. Στην
εκδήλωση του σχολείου όλοι φορούσαν ρούχα επίσημα.
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ
| |
ΜΟΝΟΠΤΩΤΑ ΡΗΜΑΤΑ ΔΙΠΤΩΤΑ
ΡΗΜΑΤΑ
| |
| | ΣΕ ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ ΣΕ ΓΕΝΙΚΗ ΣΕ ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΣΕ ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ
| | ΓΕΝΙΚΗ ή ΕΜΠΡΟΘΕΤΟ ΚΑΙ
ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ
ή ΕΜΠΡΟΘΕΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ ΣΥΣΤΟΙΧΟ
Γ
Για να
γράψουμε ένα κείμενο πρέπει να έχουμε αποφασίσει:
1) Ποιο είναι το θέμα μας.
2) Ποια ζητήματα μας ζητούν να
αναπτύξουμε στο κείμενό μας.
3) Ποιος είναι ο σκοπός για τον οποίο
γράφουμε.
Ο σκοπός
προσδιορίζεται από 3 στοιχεία:
1) Τους αναγνώστες.
2) Τι θέλουμε να επιτύχουμε με το
κείμενό μας.
3) Το είδος του κειμένου.
ΟΔΗΓΙΕΣ:
1. Το κείμενό μας πρέπει να έχει
αλληλουχία, δηλ. να υπάρχει ομαλή μετάβαση από τη μία σκέψη στην άλλη.
2. Έπειτα, πρέπει να βρούμε πώς θα
οργανώσουμε τις ιδέες μας σε παραγράφους, ώστε η καθεμία να έχει σαφές νόημα.
3. Χρησιμοποιούμε τις κατάλληλες
συνδετικές λέξεις ή φράσεις.
4. Τα κείμενα διαφέρουν μεταξύ τους
ανάλογα με το είδος τους. Αλλιώς είναι οργανωμένη μια επιστολή κι αλλιώς ένα
άρθρο. Πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη μας σε ποιον απευθυνόμαστε και τι γνωρίζει
για το θέμα μας.
5. Α) ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Β) ΚΥΡΙΟ ΘΕΜΑ
Γ) ΕΠΙΛΟΓΟΣ
6.
Ανάλογα με το είδος του κειμένου μπορεί να υπάρχει προσφώνηση –
επιφώνηση.
5Η ΕΝΟΤΗΤΑ
Β
ΒΑΘΜΟΙ ΤΩΝ
ΕΠΙΘΕΤΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΩΝ:
ΘΕΤΙΚΟΥ
ΒΑΘΜΟΥ: Φανερώνει ότι ένα ουσιαστικό έχει κάποιο γνώρισμα.
ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΟΥ
ΒΑΘΜΟΥ: Φανερώνει ότι ένα ουσιαστικό έχει κάποιο γνώρισμα σε μεγαλύτερο βαθμό
από ένα άλλο.
ΥΠΕΡΘΕΤΙΚΟΥ
ΒΑΘΜΟΥ:
-
Σχετικό
υπερθετικό: Φανερώνει ότι ένα ουσιαστικό έχει κάποιο γνώρισμα σε μεγαλύτερο
βαθμό από όλα τα όμοιά του.
-
Απόλυτα
υπερθετικό: Φανερώνει ότι ένα ουσιαστικό έχει κάποιο γνώρισμα σε πολύ μεγάλο
βαθμό χωρίς να γίνεται σύγκριση με άλλα ουσιαστικά.
ΠΑΡΑΘΕΣΗ
ΜΕΤΟΧΩΝ: Όσες μετοχές σχηματίζουν παραθετικά, τα σχηματίζουν περιφραστικά:
θυμωμένος, πιο θυμωμένος, πολύ θυμωμένος.
ΕΠΙΘΕΤΑ
ΧΩΡΙΣ ΠΑΡΑΘΕΤΙΚΑ: Δε σχηματίζουν παραθετικά τα επίθετα που σημαίνουν: ύλη
(ξύλινος), καταγωγή ή συγγένεια (πατρικός), τόπο (ορεινός), χρόνο
(καθημερινός), κατάσταση που δεν αλλάζει (αντρικός), κάποια σύνθετα με πρώτο
συνθετικό α- (άγνωστος).
Όπως τα
επίθετα, έτσι και τα επιρρήματα έχουν τρεις βαθμούς.
Α’ όρος
σύγκρισης: Μπορεί να είναι ουσιαστικό, αντωνυμία, επίθετο, ρήμα, πρόταση, κ.ά.
Ο Β’ όρος
εκφέρεται:
1) Από + Αιτιατική, π.χ. από τους
ευρισκόμενους σε ώριμες ηλικίες.
2) Με τα συγκριτικά επίθετα μεγαλύτερος,
μικρότερος, ανώτερος, καλύτερος, με τον αδύνατο τύπο της γενικής της προσωπικής
αντωνυμίας, π.χ. είναι μικρότερός σου.
3) Παρά + Ομοιότροπα με τον α’ όρο, π.χ.
Περισσότερο σκέφτομαι με κείμενα παρά με εικόνες.
4) Βραχυλογικά, δηλ. παραμένει μόνο ο
προσδιορισμός του, όταν είναι ίδιος με τον πρώτο, π.χ. Αυτό είναι μικρότερο από
το μέσο συνολικό (εννοείται ποσοστό απεργίας).
5) Το συγκριτικό είναι επίθετο ή
επίρρημα συγκριτικού βαθμού.
Γ
Όταν το β’ συνθετικό είναι:
|
Η σύνθετη λέξη μπορεί να είναι:
|
Ουσιαστικό
|
Ουσιαστικό, Επίθετο, Επίρρημα
|
Ρήμα
|
Ρήμα, Ουσιαστικό, Επίρρημα
|
Επίθετο
|
Επίθετο
|
Μετοχή
|
Μετοχή
|
Επίρρημα
|
Επίρρημα
|
6Η
ΕΝΟΤΗΤΑ
Β
ΑΝΤΩΝΥΜΙΕΣ:
Είναι οι λέξεις που χρησιμοποιούμε αντί για ονόματα (Ουσιαστικά ή Επίθετα).
Οι
περισσότερες αντωνυμίες ανήκουν στα κλιτά μέρη του λόγου και λειτουργούν στην
πρόταση όπως και τα ονόματα: είναι υποκείμενα, αντικείμενα, κατηγορούμενα,
επιθετικοί προσδιορισμοί, γενικές προσδιοριστικές ή συνοδεύουν προθέσεις.
ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ:
εγώ, εσύ, αυτός
ΚΤΗΤΙΚΕΣ:
α’ πρόσωπο =
δικός μου, δική μου, δικό μου/ δικός μας, δική μας, δικό μας
β’ πρόσωπο =
δικός σου, δική σου, δικό σου/ δικός σας, δική σας, δικό σας
γ’ πρόσωπο =
δικός του, δική του, δικό του/ δικός τους, δική τους, δικό τους
ΑΥΤΟΠΑΘΕΙΣ:
του εαυτού μου, του εαυτού σου, του εαυτού του
ΟΡΙΣΤΙΚΕΣ: ο
ίδιος, μόνος
ΔΕΙΚΤΙΚΕΣ:
αυτός, τούτος, εκείνος, τέτοιος, τόσος
ΑΝΑΦΟΡΙΚΕΣ:
που, όποιος, ο οποίος, ό,τι, όσος
ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΕΣ:
τι, ποιος, πόσος
ΑΟΡΙΣΤΕΣ:
ένας- μία- ένα, κανένας, κάποιος, μερικοί, κάτι, τίποτε, κάμποσος, κάθε,
καθένας, καθετί, ο δείνα, ο τάδε, άλλος
ΔΥΝΑΤΟΙ ΤΥΠΟΙ
ΤΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΩΝ ΑΝΤΩΝΥΜΙΩΝ ΣΥΝΗΘΙΖΟΝΤΑΙ:
1) Όταν βρίσκονται μόνοι τους στο λόγο,
π.χ. – Ποιον ρώτησες; - Εσένα.
2) Όταν θέλουμε να ξεχωρίσουμε κάτι από
τα άλλα, να εκφράσουμε αντίθεση, π.χ. Αυτοί οι καταραμένοι ξέρουν καλά ότι
εμείς δεν το ξέρουμε.
3) Συχνά όταν συνοδεύονται με προθέσεις,
π.χ. …τον Κόσμο έξω και γύρω από εμάς.
Η Αόριστη
αντωνυμία ένας, μία, ένα αντικαθιστά ουσιαστικά και είναι μόνη της στην
πρόταση, π.χ. Ο ένας έπαιρνε τη συνέντευξη και ο άλλος τραβούσε φωτογραφίες.
Γ
ΣΥΓΓΕΝΙΚΕΣ
ΛΕΞΕΙΣ: Οι λέξεις που σχηματίστηκαν από την ίδια απλή λέξη είτε με παραγωγή
είτε με σύνθεση και ανήκουν στην ίδια οικογένεια λέξεων.
Π.χ. γράφω:
μονογράφω, αλληλογραφώ, αναγράφω, αντιγράφω, γράψιμο, άγραφος, γραφομηχανή,
γράμμα, συγγραφέας, γραφή, τυπογράφος, εγγραφή, γραφείο, τοιχογραφία,
γραφολόγος, καλογραμμένος, περιγραφή, καταγραφή
7Η
ΕΝΟΤΗΤΑ
Β
Τα
επιρρήματα λειτουργούν μέσα στον πρόταση ως επιρρηματικοί προσδιορισμοί και
δείχνουν τόπο, χρόνο, τρόπο, ποσό, βεβαίωση, δισταγμό ή πιθανότητα, άρνηση.
Ως
επιρρηματικοί προσδιορισμοί χρησιμοποιούνται και:
1) Προθετικά σύνολα, π.χ. στη χώρα μας
2) Απλή αιτιατική ή γενική (σπανιότερα)
ουσιαστικού, π.χ. κάθε μέρα, πρωί πρωί
3) Δευτερεύουσες επιρρηματικές
προτάσεις, π.χ. πριν ασχοληθούμε με τα αίτια
4) Επιρρηματικές μετοχές, π.χ.
μολύνοντας
5) Συνδυασμός επιρρήματος με προθετικό
σύνολο ή δύο επιρρημάτων μαζί, π.χ. μέσα στην ημέρα
Επίσης, ένας
επιρρηματικός προσδιορισμός μπορεί να δείχνει: αιτία, σκοπό, αποτέλεσμα,
αναφορά, προϋπόθεση, εναντίωση ή παραχώρηση, αλλά και παρομοίωση, συνοδεία,
ποσό κατά προσέγγιση, αφαίρεση, κτλ.
Γ
Επιρρήματα
παράγονται από επίθετα, αντωνυμίες και από άλλα επιρρήματα.
Σχηματίζονται
με τις παραγωγικές καταλήξεις:
1) -α/ -ά/-ιά, π.χ. καλός -> καλά,
βαρύς -> βαριά, κρυφός -> κρυφά
2) –ώς/ -ως, π.χ. συνεχής -> συνεχώς,
απόλυτος -> απολύτως
3) –θε, π.χ. εδώ -> εδώθε
4) –ού, π.χ. άλλος -> αλλού
Εξαιρούνται:
τα επιρρήματα πολύ, λίγο, μόνο.
Υπάρχουν
επιρρήματα που παράγονται και με την προσθήκη της κατάληξης –α αλλά και της
κατάληξης –ως, π.χ. απλός -> απλά, απλώς
ΠΡΟΘΕΤΙΚΑ
ΣΥΝΟΛΑ: Φανερώνουν κυρίως επιρρηματικές σχέσεις. Μπορούν να χρησιμοποιηθούν στο
λόγο και τα επιρρήματα για να δηλώσουν.
1) Τόπο -> π.χ. προς την πόρτα, ως
εκεί, από την Αθήνα
2) Τρόπο -> με ζωηρότητα
3) Χρόνο -> κατά τα Χριστούγεννα, για
λίγο, ως αύριο
Δ
Οι
παράγραφοι και οι προτάσεις ενός κειμένου συνδέονται:
1) Με λέξεις ή φράσεις που δείχνουν:
χρονική σχέση, τοπική σειρά, συμπέρασμα, αντίθεση, επεξήγηση, προσθέτουν ένα
γεγονός, τρόπο.
2) Αναφορά στην προηγούμενη παράγραφο
που γίνεται με: επανάληψη της τελευταίας ιδέας της παραγράφου, επανάληψη του
κεντρικού νοήματος, επανάληψη μιας λέξης- κλειδιού, με αντωνυμία.
3) Παραλληλία νοημάτων, π.χ. ανάλογη
κατάσταση επικρατούσε…: επαγωγική σύνδεση (από το ειδικό στο γενικό), απαγωγική
σύνδεση (από το γενικό στο ειδικό)
4) Ερώτηση.
8Η
ΕΝΟΤΗΤΑ
Β
ΜΕΤΟΧΗ
έχουν:
1) Ο Ενεστώτας στην ενεργητική φωνή με
κατάληξη –όντας (π.χ. τρέχοντας) όταν αυτή τονίζεται στην προπαραλήγουσα και
–ώντας (π.χ. γεννώντας) όταν τονίζεται στην παραλήγουσα.
2) Ο Ενεστώτας σπανιότερα στην παθητική
φωνή με καταλήξεις –όμενος, -η, -ο αλλά και –ούμενος,-η,-ο και –άμενος,-η,-ο.
3) Ο Παρακείμενος στην παθητική φωνή με
κατάληξη –μένος,-η,-ο
Η Ενεργητική
Μετοχή είναι άκλιτη, ενώ οι παθητικές είναι κλιτές, έχουν τρία γένη και δύο
αριθμούς.
Η ΜΕΤΟΧΗ
χρησιμοποιείται:
1) Με επιθετική σημασία, δηλ. όπως κάθε
επίθετο, και λέγεται ΕΠΙΘΕΤΙΚΗ ΜΕΤΟΧΗ. Επιθετικές είναι οι μετοχές της παθητική
φωνής.
2) Με επιρρηματική σημασία, δηλ. δηλώνει
τρόπο, χρόνο, αιτία, υπόθεση και εναντίωση και λέγεται ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΙΚΗ ΜΕΤΟΧΗ.
Επιρρηματική είναι η μετοχή του ενεργητικού ενεστώτα.
Γ
ΠΑΡΑΣΥΝΘΕΤΕΣ:
Οι Παράγωγες λέξεις που σχηματίζονται με τη διαδικασία της παραγωγής όχι από
απλές λέξεις, αλλά από σύνθετες.
Α’ ΣΥΝΘΕΤΙΚΟ Β’ ΣΥΝΘΕΤΙΚΟ ΣΥΝΘΕΤΟ ΠΑΡΑΣΥΝΘΕΤΟ
|
καλώς + ορίζω -> καλωσορίζω -> καλωσόρισμα
|
καλή + καρδιά -> καλόκαρδος -> καλοκαρδίζω
|
ΠΑΡΑΣΥΝΘΕΤΕΣ
είναι και ορισμένες λέξεις που σχηματίζονται από την ένωση δύο λέξεων (που
συνήθως λέγονται μαζί, αλλά δε φτιάχνουν σύνθετη λέξη) και την προσθήκη της
παραγωγικής κατάληξης.
ΛΕΞΗ 1 ΛΕΞΗ
|
Δε φτιάχνουν σύνθετο
|
ΠΑΡΑΣΥΝΘΕΤΟ
|
Αιγαίο πέλαγος
|
>
Αιγαιοπελαγίτικος
|
|
Έξω φρενών
|
>
Εξωφρενικός
|
|
Νότια Αφρική
|
>
Νοτιοαφρικανός
|
|
Άρειος Πάγος
|
è Αρεοπαγίτης
|
ΓΝΗΣΙΑ
ΣΥΝΘΕΣΗ: Όταν η διαδικασία της σύνθεσης επιβάλλει αλλαγές στα συνθετικά = Το β’
συνθετικό ή το θέμα του συγχωνεύεται με το θέμα του α’ συνθετικού, π.χ. νύχτα +
λουλούδι -> νυχτολούλουδο
ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗ
ΣΥΝΘΕΣΗ: Όταν η διαδικασία της σύνθεσης δεν επιβάλλει αλλαγές στα συνθετικά =
Τα δύο συνθετικά απλώς βρίσκονται το ένα πλάι στο άλλο, π.χ. Αλεξάνδρου + πόλη
-> Αλεξανδρούπολη
Δ
ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑ:
Το σύνολο των λογικών προτάσεων με τις οποίες υποστηρίζουμε μια πεποίθηση ή μια
θέση.
ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ:
Για την υποστήριξη μιας πεποίθησης ή μιας θέσης ή την αντίκρουση μιας άλλης
μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε ένα ή περισσότερα επιχειρήματα
Σε κάθε
επιχείρημα υποστηρίζουμε μια θέση με βάση κάποιους λόγους. Τις προτάσεις με τις
οποίες διατυπώνουμε αυτούς τους λόγους τις ονομάζουμε ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΕΣ και την
πρόταση που υποστηρίζεται από τις προκείμενες την ονομάζουμε ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ.
Για να
υποστηρίξουμε ότι ένα επιχείρημα είναι ορθό, πρέπει πρώτα να δούμε αν είναι
σωστά δομημένο και αν το συμπέρασμα είναι λογικό επακόλουθο των προκείμενων.
Ύστερα πρέπει να κρίνουμε/ ελέγξουμε αν οι προκείμενες είναι αληθείς ή όχι.
9Η
ΕΝΟΤΗΤΑ
Β
ΟΡΙΣΜΟΣ:
Προσπαθούμε να προσδιορίσουμε μια λέξη- έννοια διακρίνοντάς την από όλες τις
άλλες.
Για την
απόδοση ενός απλού ορισμού:
-
Ξεκινάμε
από την έννοια που θα ορίσουμε.
-
Μεταβαίνουμε
σε μια γενικότερη κατηγορία στην οποία εντάσσεται η έννοια.
-
Καταλήγουμε
στην παρουσίαση των στοιχείων που διαφοροποιούν την έννοια που ορίζουμε από
όλες τις άλλες που ανήκουν στην ίδια κατηγορία.
Εκτός από
τους σύντομους ορισμούς υπάρχουν και οι πιο αναλυτικοί:
-
Αρχίζουμε
με ένα σύντομο ορισμό της έννοιας.
-
Αναπτύσσουμε
χωριστά καθένα από τα χαρακτηριστικά της έννοιας.
Εκδότης
ΚΑΒΒΑΔΙΑ ΝΙΚΟΛΕΤΤΑ για το cleverclass.gr
ΚΑΒΒΑΔΙΑ ΝΙΚΟΛΕΤΤΑ για το cleverclass.gr