Πλάτων - Πρωταγόρας: Ενότητα 5η (323a-e) - Η πολιτική αρετή ως κοινή και φυσική ιδιότητα όλων των ανθρώπων
Στόχοι της ενότητας είναι:
Στόχοι της ενότητας είναι:
- να παρακολουθήσουν οι μαθητές τα συμπεράσματα που συνάγει ο Πρωταγόρας από τον μύθο και τα επιχειρήματα που επιλέγει, για να στηρίξει τις θέσεις του·
- να κρίνουν τη σχέση δικαιοσύνης και οργανωμένης κοινωνίας·
- να προβληματιστούν για τις αξίες που διέπουν την ιδιωτική και τη δημόσια ζωή·
- να αναλογιστούν για τις έννοιες του «φυσικού» και του «επίκτητου».
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΡΕΤΗ ΩΣ ΚΟΙΝΗ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΗ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ - ΔΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
Δίνεται η απόδειξη για την καθολικότητα της πολιτικής αρετής. | Ἵνα δὲ μὴ οἴῃ ἀπατᾶσθαι ὡς τῷ ὄντι ἡγοῦνται πάντες ἄνθρωποι πάντα ἄνδρα μετέχειν δικαιοσύνης τε καὶ τῆς ἄλλης πολιτικῆς ἀρετῆς, τόδε αὖ λαβὲ τεκμήριον. Ἐν γὰρ ταῖς ἄλλαις ἀρεταῖς, ὥσπερ σὺ λέγεις, ἐάν τις φῇ ἀγαθὸς αὐλητὴς εἶναι, ἢ ἄλλην ἡντινοῦν τέχνην ἣν μή ἐστιν, ἢ καταγελῶσιν ἢ χαλεπαίνουσιν, καὶ οἱ οἰκεῖοι προσιόντες νουθετοῦσιν ὡς μαινόμενον˙ ἐν δὲ δικαιοσύνῃ καὶ ἐν τῇ ἄλλῃ πολιτικῇ ἀρετῇ, ἐάν τινα καὶ εἰδῶσιν ὅτι ἄδικός ἐστιν, ἐὰν οὗτος αὐτὸς καθ’ αὑτοῦ τἀληθῆ λέγῃ ἐναντίον πολλῶν, ὃ ἐκεῖ σωφροσύνην ἡγοῦντο εἶναι, τἀληθῆ λέγειν, ἐνταῦθα μανίαν, καί φασιν πάντας δεῖν φάναι εἶναι δικαίους, ἐάντε ὦσιν ἐάντε μή, ἢ μαίνεσθαι τὸν μὴ προσποιούμενον [δικαιοσύνην]˙ ὡς ἀναγκαῖον οὐδένα ὅντιν’ οὐχὶ ἁμῶς γέ πως μετέχειν αὐτῆς, ἢ μὴ εἶναι ἐν ἀνθρώποις. Ὅτι μὲν οὖν πάντ’ ἄνδρα εἰκότως ἀποδέχονται περὶ ταύτης τῆς ἀρετῆς σύμβουλον διὰ τὸ ἡγεῖσθαι παντὶ μετεῖναι αὐτῆς, ταῦτα λέγω˙ [Δες ερμηνευτικό σχόλιο: Α. Η απόδειξη για την καθολικότητα της αρετής] |
Δίνεται η πρώτη απόδειξη για το ότι η πολιτική αρετή διδάσκεται. | ὅτι δὲ αὐτὴν οὐ φύσει ἡγοῦνται εἶναι οὐδ’ ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου, ἀλλὰ διδακτόν τε καὶ ἐξ ἐπιμελείας παραγίγνεσθαι ᾧ ἂν παραγίγνηται, τοῦτό σοι μετὰ τοῦτο πειράσομαι ἀποδεῖξαι. Ὅσα γὰρ ἡγοῦνται ἀλλήλους κακὰ ἔχειν ἄνθρωποι φύσει ἢ τύχῃ, οῦδεὶς θυμοῦται οὐδὲ νουθετεῖ οὐδὲ διδάσκει οὐδὲ κολάζει τοὺς ταῦτα ἔχοντας, ἵνα μὴ τοιοῦτοι ὦσιν, ]ἀλλ’ ἐλεοῦσιν˙ οἷον τοὺς αἰσχροὺς ἢ σμικροὺς ἢ ἀσθενεῖς τίς οὕτως ἀνόητος ὥστε τι τούτων ἐπιχειρεῖν ποιεῖν; Ταῦτα μὲν γὰρ οἶμαι ἴσασιν ὅτι φύσει τε καὶ τύχῃ τοῖς ἀνθρώποις γίγνεται, τὰ καλὰ καὶ τἀναντία τούτοις˙ ὅσα δὲ ἐξ ἐπιμελείας καὶ ἀσκήσεως καὶ διδαχῆς οἴονται γίγνεσθαι ἀγαθὰ ἀνθρώποις, ἐάν τις ταῦτα μὴ ἔχῃ, ἀλλὰ τἀναντία τούτων κακά, ἐπὶ τούτοις που οἵ τε θυμοὶ γίγνονται καὶ αἱ κολάσεις καὶ αἱ νουθετήσεις. Ὧν ἐστιν ἓν καὶ ἡ ἀδικία καὶ ἡ ἀσέβεια καὶ συλλήβδην πᾶν τὸ ἐναντίον τῆς πολιτικῆς ἀρετῆς. [Δες ερμηνευτικό σχόλιο: B. Πρώτη απόδειξη για το ότι η πολιτική αρετή διδάσκεται ]
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Και για να μη νομίζεις ότι εξαπατάσαι, πάρε πάλι ως
απόδειξη ότι πραγματικά όλοι οι άνθρωποι πιστεύουν πως κάθε άντρας μετέχει και στη δικαιοσύνη και στην άλλη πολιτική αρετή, το εξής˙ στις άλλες δηλαδή ικανότητες, όπως ακριβώς εσύ λες, εάν κάποιος ισχυρίζεται ότι είναι ικανός αυλητής, ή (ικανός) σε οποιαδήποτε άλλη τέχνη, στην οποία δεν είναι, τον περιγελούν ή αγανακτούν, και οι συγγενείς του τον πλησιάζουν και τον συμβουλεύουν με τη σκέψη ότι είναι τρελός˙ στη δικαιοσύνη όμως και στην άλλη πολιτική αρετή, και αν ακόμα γνωρίζουν για κάποιον ότι είναι άδικος, αν αυτός ο ίδιος λέει την αλήθεια εναντίον του εαυτού του μπροστά σε πολλούς, πράγμα το οποίο στην πρώτη περίπτωση θεωρούσαν ότι είναι σωφροσύνη, το να λέει δηλαδή κανείς την αλήθεια, σ’ αυτή την περίπτωση (το θεωρούν) τρέλα, και ισχυρίζονται ότι όλοι πρέπει να λένε ότι είναι δίκαιοι, είτε είναι είτε όχι, διαφορετικά (ισχυρίζονται) ότι είναι τρελός αυτός που δεν προσποιείται ότι κατέχει τη δικαιοσύνη˙ γιατί, κατά τη γνώμη τους, είναι αναγκαίο ο καθένας να μετέχει με οποιονδήποτε τρόπο σ’ αυτή, διαφορετικά (είναι αναγκαίο) να μη συγκαταλέγεται ανάμεσα στους ανθρώπους. Ότι λοιπόν εύλογα δέχονται κάθε άνθρωπο ως σύμβουλο γι’ αυτή την αρετή, επειδή πιστεύουν ότι όλοι μετέχουν σ’ αυτή, αυτά φέρνω ως επιχειρήματα˙ ότι όμως νομίζουν ότι αυτή δεν είναι έμφυτη, ούτε εμφανίζεται τυχαία, αλλά ότι μπορεί να διδαχθεί και ότι ύστερα από φροντίδα γίνεται κτήμα, σε όποιον γίνεται κτήμα, αυτό θα προσπαθήσω στη συνέχεια να σου αποδείξω. Γιατί για όσα κακά νομίζουν οι άνθρωποι, ο ένας για τον άλλο, ότι έχουν από τη φύση τους ή από τύχη, κανείς δεν οργίζεται ούτε συμβουλεύει ούτε διδάσκει ούτε τιμωρεί όσους τα έχουν, για να μην είναι τέτοιοι, αλλά τους λυπούνται˙ για παράδειγμα, στους άσχημους ή μικρόσωμους ή ασθενικούς ποιος είναι τόσο ανόητος, ώστε να προσπαθεί να (τους) κάνει κάτι από αυτά; Γιατί γνωρίζουν, νομίζω, ότι αυτά υπάρχουν στους ανθρώπους από τη φύση και από την τύχη, δηλαδή οι καλές ιδιότητες και οι αντίθετές τους˙ όσες όμως καλές ιδιότητες νομίζουν ότι τις αποκτούν οι άνθρωποι με φροντίδα και άσκηση και διδασκαλία, εάν κάποιος δεν έχει αυτές, αλλά τις αντίθετές τους κακές, σ’αυτές τις περιπτώσεις, υποθέτω, προκαλούνται και οι θυμοί και οι τιμωρίες και οι συμβουλές ˙ μία από αυτές (τις κακές ιδιότητες) είναι και η αδικία και η ασέβεια και με έναν λόγο καθετί το αντίθετο στην πολιτική αρετή. |
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
(Εκτός από το λεξιλόγιο του σχολικού βιβλίου στις σελίδες 84 -85)
Τῷ ὄντι = πραγματικά
ἐκεῖ = στην πρώτη περίπτωση
ἐνταῦθα = σ’ αυτή την περίπτωση
ὡς ἀναγκαῖον (ἐστί) = γιατί κατά τη γνώμη τους είναι αναγκαίο (το ὡς εισάγει εδώ κύρια αιτιολογική πρόταση)
οὐδένα ὅντιν’ οὐχὶ = ο καθένας
που = υποθέτω, αν δεν απατώμαι
Τῷ ὄντι = πραγματικά
ἐκεῖ = στην πρώτη περίπτωση
ἐνταῦθα = σ’ αυτή την περίπτωση
ὡς ἀναγκαῖον (ἐστί) = γιατί κατά τη γνώμη τους είναι αναγκαίο (το ὡς εισάγει εδώ κύρια αιτιολογική πρόταση)
οὐδένα ὅντιν’ οὐχὶ = ο καθένας
που = υποθέτω, αν δεν απατώμαι
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΟΜΟΡΡΙΖΑ ΣΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
Ὄντι < εἰμί: ανούσιος, απουσία, επουσιώδης, εξουσία, ομοούσιος, ον, οντολογία, οντολογικός, όντως, ουσία, ουσιαστικός, ουσιώδης, παρουσία, περιουσιακός, περιούσιος.
Λαβέ < λαμβάνω: ακατάληπτος, αμεροληψία, ανάληψη, αντιλαβή, ανεπανάληπτος, αντίληψη, απολαβή, ασύλληπτος, δικολάβος, εικονολήπτης, επανάληψη, επιληψία, εργολάβος, ευυπόληπτος, ηχολήπτης, ηχοληψία, θρησκοληψία, κατάληψη, λαβή, λάφυρο, λήμμα, λήψη, μεροληψία, μετάληψη, παραλαβή, παραλήπτης, περίληψη, προκατάληψη, πρόσληψη, συλλαβή, σύλληψη, υπόληψη, χειρολαβή.
Φῇ < φημί: αντίφαση, αντιφατικός, απόφαση, άφατος, διαφήμιση, διαφημιστικός, δυσφήμιση, δυσφημιστικός, έμφαση, εμφατικός, επίφαση, κατάφαση, καταφατικός, περίφημος, πρόσφατος, πρόφαση, προφήτης, φήμη, φημολογία.
Προσιόντες < προσέρχομαι < πρὸς + έρχομαι: ανεξίτηλος, διέλευση, εισιτήριο, ελευθερία, έλευση, Ελευσίνα, εξιτήριο, έπηλυς, ερχομός, ισθμός, οδός, προσέλευση, προσηλυτισμός, προσήλυτος, προσιτός (στο σχολικό εγχειρίδιο δίνεται ετυμολόγηση από το ρήμα προσίημι < πρὸς + ἵημι: άνεση, αφέτης, αφετηρία, δίεση, ένεση, έφεση, εφετείο).
Εἰδῶσιν, ἴσασιν < οἶδα: ειδήμων, είδηση, ειδικός, ειδοποιός, είδος, ιστορία.
ἀλήθεια < ἀληθής < ἀ- στερητικό + λήθη (< λανθάνω): αληθεύω, αληθινός, αληθοφάνεια, επαληθεύω, φιλαλήθεια, φιλαλήθης.
δεῖν < δεῖ (απρόσωπο): αντιδεοντολογικός, δεοντολογία, δεοντολογικός.
εἰκότως < ἔοικα: εικασία, εικόνα, εικονικός, επιεικής
πειράσομαι < πειράομαι -ῶμαι: απειρία, απόπειρα, εμπειρία, πείρα, πείραγμα, πείραμα, πειραματόζωο, πειρατεία, πειρατής, πειρατικός, πειραχτήρι, πειρασμός
ἀσθενεῖς < ἀ- στερητικό + σθένος: ασθένεια, ασθενώ, ασθενώς, εξασθενώ
ἀσέβεια < ἀσεβὴς < ἀ- στερητικό + σέβω: ασέβημα, ασεβώ, σεβάζομαι, σέβας, σέβασμα, σεβαστός.
συλλήβδην < σὺν + λαμβάνω: συλλαβή, συλλαβίζω, σύλληψη
Λαβέ < λαμβάνω: ακατάληπτος, αμεροληψία, ανάληψη, αντιλαβή, ανεπανάληπτος, αντίληψη, απολαβή, ασύλληπτος, δικολάβος, εικονολήπτης, επανάληψη, επιληψία, εργολάβος, ευυπόληπτος, ηχολήπτης, ηχοληψία, θρησκοληψία, κατάληψη, λαβή, λάφυρο, λήμμα, λήψη, μεροληψία, μετάληψη, παραλαβή, παραλήπτης, περίληψη, προκατάληψη, πρόσληψη, συλλαβή, σύλληψη, υπόληψη, χειρολαβή.
Φῇ < φημί: αντίφαση, αντιφατικός, απόφαση, άφατος, διαφήμιση, διαφημιστικός, δυσφήμιση, δυσφημιστικός, έμφαση, εμφατικός, επίφαση, κατάφαση, καταφατικός, περίφημος, πρόσφατος, πρόφαση, προφήτης, φήμη, φημολογία.
Προσιόντες < προσέρχομαι < πρὸς + έρχομαι: ανεξίτηλος, διέλευση, εισιτήριο, ελευθερία, έλευση, Ελευσίνα, εξιτήριο, έπηλυς, ερχομός, ισθμός, οδός, προσέλευση, προσηλυτισμός, προσήλυτος, προσιτός (στο σχολικό εγχειρίδιο δίνεται ετυμολόγηση από το ρήμα προσίημι < πρὸς + ἵημι: άνεση, αφέτης, αφετηρία, δίεση, ένεση, έφεση, εφετείο).
Εἰδῶσιν, ἴσασιν < οἶδα: ειδήμων, είδηση, ειδικός, ειδοποιός, είδος, ιστορία.
ἀλήθεια < ἀληθής < ἀ- στερητικό + λήθη (< λανθάνω): αληθεύω, αληθινός, αληθοφάνεια, επαληθεύω, φιλαλήθεια, φιλαλήθης.
δεῖν < δεῖ (απρόσωπο): αντιδεοντολογικός, δεοντολογία, δεοντολογικός.
εἰκότως < ἔοικα: εικασία, εικόνα, εικονικός, επιεικής
πειράσομαι < πειράομαι -ῶμαι: απειρία, απόπειρα, εμπειρία, πείρα, πείραγμα, πείραμα, πειραματόζωο, πειρατεία, πειρατής, πειρατικός, πειραχτήρι, πειρασμός
ἀσθενεῖς < ἀ- στερητικό + σθένος: ασθένεια, ασθενώ, ασθενώς, εξασθενώ
ἀσέβεια < ἀσεβὴς < ἀ- στερητικό + σέβω: ασέβημα, ασεβώ, σεβάζομαι, σέβας, σέβασμα, σεβαστός.
συλλήβδην < σὺν + λαμβάνω: συλλαβή, συλλαβίζω, σύλληψη
ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΠΟΔΟΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ
Στο πρώτο μέρος της ενότητας ο Πρωταγόρας θα αποδείξει την καθολικότητα της πολιτικής αρετής, κάνοντας χρήση λογικής απόδειξης. Σύμφωνα μ’ αυτή, αν κάποιος ισχυρίζεται ότι κατέχει μια τέχνη, ενώ αυτό δεν αληθεύει, τον περιγελούν και τον συμβουλεύουν σαν να είναι τρελός. Στην περίπτωση όμως της δικαιοσύνης και της πολιτικής αρετής γενικότερα, όλοι πρέπει να λένε πως την κατέχουν, ακόμα κι αν αυτό δεν ισχύει. Διαφορετικά, θεωρείται τρελός, όποιος δεν προσποιείται ότι είναι δίκαιος. Επομένως, όλοι οι άνθρωποι πρέπει να μετέχουν σ’ αυτή, αν θέλουν να θεωρούνται μέλη του κοινωνικού συνόλου.
Στο δεύτερο μέρος της ενότητας, θα αποδείξει ότι η πολιτική αρετή διδάσκεται χρησιμοποιώντας και πάλι λογική απόδειξη: για όλα τα φυσικά ελαττώματα του ανθρώπου κανείς δεν θυμώνει, γιατί αυτά προέρχονται από τη φύση ή την τύχη και δεν μπορούν να διορθωθούν. Όποιος όμως δεν κατέχει τις ιδιότητες που γίνονται κτήμα έπειτα από φροντίδα, άσκηση και διδασκαλία (στις οποίες ανήκει και η πολιτική αρετή), τότε προκαλούνται θυμοί, τιμωρίες και συμβουλές.
Στο δεύτερο μέρος της ενότητας, θα αποδείξει ότι η πολιτική αρετή διδάσκεται χρησιμοποιώντας και πάλι λογική απόδειξη: για όλα τα φυσικά ελαττώματα του ανθρώπου κανείς δεν θυμώνει, γιατί αυτά προέρχονται από τη φύση ή την τύχη και δεν μπορούν να διορθωθούν. Όποιος όμως δεν κατέχει τις ιδιότητες που γίνονται κτήμα έπειτα από φροντίδα, άσκηση και διδασκαλία (στις οποίες ανήκει και η πολιτική αρετή), τότε προκαλούνται θυμοί, τιμωρίες και συμβουλές.
Ερμηνευτικά σχόλια
Α. ΤΟ «ΤΕΚΜΗΡΙΟΝ» ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΡΕΤΗΣ
Γενικό ερμηνευτικό σχόλιο
Ο πλατωνικός Πρωταγόρας στην ενότητα αυτή επιχειρεί να αποδείξει λογικά ό,τι ήδη έχει πει με τον μύθο και δεν εισάγει νέα θέματα προς συζήτηση. Χρησιμοποιεί τα επιχειρήματα του Σωκράτη, συμμεριζόμενος τον προβληματισμό του, για να αποδείξει όμως το διδακτό της πολιτικής αρετής, δηλαδή το αντίθετο της σωκρατικής ρήσης ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται. Η τακτική του Πλάτωνα να χρησιμοποιούν οι συνομιλητές τα ίδια επιχειρήματα για να συνάγουν αντίθετα συμπεράσματα, δείχνει ότι δεν είναι εύκολη και απλή υπόθεση η συζήτηση για το διδακτό της πολιτικής αρετής. Αντίθετα, απαιτεί συστηματική εκτύλιξη της σκέψης των συνομιλητών και ερμηνευτική ευελιξία.
Ειδικότερα, ακολουθώντας ο Πρωταγόρας το πρώτο επιχείρημα του Σωκράτη, που αναφερόταν στον ειδικό στη ναυπηγική και στην οικοδομική, χρησιμοποιεί την περίπτωση του αυλητή για να δείξει την καθολικότητα της πολιτικής αρετής. Ο Πρωταγόρας προβάλλει ρεαλιστικά τη συμβατική αντίληψη της αθηναϊκής κοινωνίας ότι δεν μπορεί να υπάρχει άνθρωπος (ούτε κοινωνία) χωρίς στοιχειώδη αίσθηση δικαιοσύνης, γι’ αυτό και δεν ανέχονται οι Αθηναίοι κανέναν να ομολογεί ότι είναι άδικος, ότι δηλαδή αρνείται τη δυνατότητα, το δικαίωμα και την υποχρέωση να είναι δίκαιος. Συγχρόνως, διαφαίνεται και η κοινωνική ηθική της αθηναϊκής κοινωνίας που απαιτούσε κάθε πολίτης να έχει πολιτική και κοινωνική συνείδηση που στοιχειωδώς εκδηλώνεται με κατάφαση του δικαίου. Αυτό αναγκαστικά οδηγούσε στο να υποστηρίζει κανείς, έστω με τα λόγια, ότι ήταν δίκαιος, γιατί διαφορετικά θα θεωρούνταν απειλή για τη συνοχή της κοινωνίας. Συνεπώς, ο Πρωταγόρας προβάλλει ως «τεκμήριον» για την καθολικότητα της πολιτικής αρετής το συμβατικό αίσθημα δικαίου που χαρακτηρίζει την αθηναϊκή κοινωνία.
Αποδεικτέα θέση: όλοι οι άνθρωποι πιστεύουν πως καθένας συμμετέχει στην πολιτική αρετή.
(«ἡγοῦνται πάντες ἄνθρωποι πάντα ἄνδρα μετέχειν δικαιοσύνης τε καὶ τῆς ἄλλης πολιτικῆς ἀρετῆς»).
Παραδείγματα:
α) Στις τέχνες: έστω ότι κάποιος δεν είναι καλός αυλητής.
Θεωρείται μυαλωμένος, αν πει την αλήθεια˙ αλλιώς, θεωρείται τρελός.
β) Στην αρετή-δικαιοσύνη: έστω ότι κάποιος δεν είναι δίκαιος.
Θεωρείται μυαλωμένος, αν προσποιηθεί ότι είναι δίκαιος, ακόμα κι αν δεν είναι˙ αλλιώς, θεωρείται τρελός.
Φράσεις-αιτιολογήσεις, που τεκμηριώνουν την αποδεικτέα θέση:
α) επειδή όλοι πρέπει να ισχυρίζονται ότι είναι δίκαιοι
(«καί φασιν πάντας δεῖν φάναι εἶναι δικαίους»)
β) επειδή είναι αναγκαίο να έχει ο καθένας μερίδιο στην πολιτική αρετή
(«ὡς ἀναγκαῖον οὐδένα ὅντιν’ οὐχὶ ἁμῶς γέ πως μετέχειν αὐτῆς»)
Συμπέρασμα: όλοι οι άνθρωποι πιστεύουν πως καθένας συμμετέχει στην πολιτική αρετή.
(«ἡγοῦνται πάντες ἄνθρωποι πάντα ἄνδρα μετέχειν δικαιοσύνης τε καὶ τῆς ἄλλης πολιτικῆς ἀρετῆς»).
Κριτική του «τεκμηρίου» του Πρωταγόρα
Το «τεκμήριον» του Πρωταγόρα είναι μια υποδειγματική εφαρμογή των τεχνικών και των κανόνων της ρητορικής. Αποτελεί επίκληση στην εμπειρία και μάλιστα εμπειρία κοινή και αποδεκτή από όλους και γι’ αυτό είναι τυπικό τεκμήριο. Επιπλέον, το σχήμα της αντίθεσης, που χρησιμοποιεί ο ρήτορας για να δείξει τι ισχύει στον χώρο της τεχνικής γνώσης και τι στον χώρο της δικαιοσύνης, είναι ένα κλασικό, τυπικό στοιχείο ρητορικής που χρησιμοποιείται στους ρητορικούς λόγους. Ωστόσο, η αξιολόγηση του τεκμηρίου του Πρωταγόρα φανερώνει τα εξής τρωτά σημεία του:
α) η αποδεικτέα θέση έχει αποφαντική διατύπωση («ἡγοῦνται … μετέχειν»), ενώ στις δύο αιτιολογήσεις υπάρχει δεοντολογική διατύπωση («δεῖν φάναι - ἀναγκαῖον μετέχειν»), η οποία όμως δεν έχει αποδεικτική ισχύ. Δεν ευσταθεί ο συλλογισμός ότι «όλοι έχουν την πολιτική αρετή, επειδή όλοι πρέπει να λένε ότι είναι δίκαιοι και επειδή είναι αναγκαίο να έχουν όλοι μερίδιο σ’ αυτή». Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι τι πραγματικά συμβαίνει και όχι τι πρέπει να συμβαίνει. Ο συλλογισμός θα ήταν λογικά ορθός, αν είχε ως συμπέρασμα τη φράση: «ἡγοῦνται πάντες ἄνθρωποι πάντα ἄνδρα δεῖν μετέχειν δικαιοσύνης τε καὶ τῆς ἄλλης πολιτικῆς ἀρετῆς».
β) «ἐάντε ὦσιν ἐάντε μή»: η φράση έρχεται σε αντίφαση με την καθολικότητα της αρετής, που υποστηρίχτηκε στην αποδεικτέα θέση, καθώς εδώ δηλώνεται ότι υπάρχουν και άδικοι άνθρωποι.
γ) ο συλλογισμός έχει περιορισμένη αποδεικτική αξία, γιατί ως προς τη μορφή είναι υποθετικός, στηρίζεται δηλαδή σε κρίσεις που ισχύουν υπό όρους και όχι απόλυτα.
δ) οι προκείμενες δεν είναι λογικές κρίσεις, αλλά εμπειρικά παραδείγματα και χαρακτηρίζονται από υποκειμενισμό.
Ο πλατωνικός Πρωταγόρας στην ενότητα αυτή επιχειρεί να αποδείξει λογικά ό,τι ήδη έχει πει με τον μύθο και δεν εισάγει νέα θέματα προς συζήτηση. Χρησιμοποιεί τα επιχειρήματα του Σωκράτη, συμμεριζόμενος τον προβληματισμό του, για να αποδείξει όμως το διδακτό της πολιτικής αρετής, δηλαδή το αντίθετο της σωκρατικής ρήσης ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται. Η τακτική του Πλάτωνα να χρησιμοποιούν οι συνομιλητές τα ίδια επιχειρήματα για να συνάγουν αντίθετα συμπεράσματα, δείχνει ότι δεν είναι εύκολη και απλή υπόθεση η συζήτηση για το διδακτό της πολιτικής αρετής. Αντίθετα, απαιτεί συστηματική εκτύλιξη της σκέψης των συνομιλητών και ερμηνευτική ευελιξία.
Ειδικότερα, ακολουθώντας ο Πρωταγόρας το πρώτο επιχείρημα του Σωκράτη, που αναφερόταν στον ειδικό στη ναυπηγική και στην οικοδομική, χρησιμοποιεί την περίπτωση του αυλητή για να δείξει την καθολικότητα της πολιτικής αρετής. Ο Πρωταγόρας προβάλλει ρεαλιστικά τη συμβατική αντίληψη της αθηναϊκής κοινωνίας ότι δεν μπορεί να υπάρχει άνθρωπος (ούτε κοινωνία) χωρίς στοιχειώδη αίσθηση δικαιοσύνης, γι’ αυτό και δεν ανέχονται οι Αθηναίοι κανέναν να ομολογεί ότι είναι άδικος, ότι δηλαδή αρνείται τη δυνατότητα, το δικαίωμα και την υποχρέωση να είναι δίκαιος. Συγχρόνως, διαφαίνεται και η κοινωνική ηθική της αθηναϊκής κοινωνίας που απαιτούσε κάθε πολίτης να έχει πολιτική και κοινωνική συνείδηση που στοιχειωδώς εκδηλώνεται με κατάφαση του δικαίου. Αυτό αναγκαστικά οδηγούσε στο να υποστηρίζει κανείς, έστω με τα λόγια, ότι ήταν δίκαιος, γιατί διαφορετικά θα θεωρούνταν απειλή για τη συνοχή της κοινωνίας. Συνεπώς, ο Πρωταγόρας προβάλλει ως «τεκμήριον» για την καθολικότητα της πολιτικής αρετής το συμβατικό αίσθημα δικαίου που χαρακτηρίζει την αθηναϊκή κοινωνία.
- Η αποδεικτέα θέση: «Ἵνα δὲ μὴ οἴῃ ἀπατᾶσθαι ὡς τῷ ὄντι ἡγοῦνται πάντες ἄνθρωποι πάντα ἄνδρα μετέχειν δικαιοσύνης τε καὶ τῆς ἄλλης πολιτικῆς ἀρετῆς, τόδε αὖ λαβὲ τεκμήριον.»
Η φράση αυτή αποτελεί την αποδεικτέα θέση για την καθολικότητα της αρετής, ότι όλοι δηλαδή οι άνθρωποι έχουν μερίδιο σ’ αυτή. Ο Σωκράτης, στο επιχείρημα για τους ειδικούς που συμβουλεύουν σε ειδικά θέματα σε αντίθεση με την πολιτική, για την οποία όλοι αδιακρίτως έχουν λόγο, αφήνει να νοηθεί ότι για την πολιτική μιλούν όλοι, γιατί ισχύει η καθολικότητα της πολιτικής αρετής ως κοινής ιδιότητας όλων των ανθρώπων. Επιπλέον, πρέπει να επισημανθεί ότι στα συστατικά της πολιτικής αρετής ο Πρωταγόρας προσθέτει εδώ και τη δικαιοσύνη. Στο τέλος του κεφαλαίου θα προσθέσει, επίσης, την ευσέβεια.
Ο Πρωταγόρας για να αποδείξει τη θέση του για την καθολικότητα της πολιτικής αρετής προβαίνει στη συγκριτική εξέταση δύο παραδειγμάτων από την αθηναϊκή κοινωνία. Το πρώτο αναφέρεται στη στάση της κοινής γνώμης απέναντι στους ειδικούς σε έναν τεχνικό τομέα, εδώ σε έναν αυλητή, και το δεύτερο στη στάση της κοινής γνώμης απέναντι στον πολίτη και στη σχέση του με τη δικαιοσύνη. Η διαφορετική στάση της κοινής γνώμης στη μια και στην άλλη περίπτωση είναι για τον Πρωταγόρα επαρκής λόγος για να πείσει τον Σωκράτη και το ακροατήριό του για την καθολικότητα της πολιτικής αρετής. - Τα παραδείγματα που τεκμηριώνουν την αποδεικτέα θέση:
1ο παράδειγμα: «Ἐν γὰρ ταῖς ἄλλαις ἀρεταῖς, ὥσπερ σὺ λέγεις, ἐάν τις φῇ ἀγαθὸς αὐλητὴς εἶναι, ἢ ἄλλην ἡντινοῦν τέχνην ἣν μή ἐστιν, ἢ καταγελῶσιν ἢ χαλεπαίνουσιν, καὶ οἱ οἰκεῖοι προσιόντες νουθετοῦσιν ὡς μαινόμενον˙»
Η αρετή, εδώ, δεν έχει ηθικό περιεχόμενο, αλλά αποδίδει την ικανότητα και τις γνώσεις σε έναν ειδικό τομέα. Η κοινή γνώμη των Αθηναίων, απορρίπτει αυστηρά όποιον ισχυρίζεται ότι έχει ειδικές γνώσεις, ενώ δεν έχει, δηλαδή όποιον δεν διαθέτει τη στοιχειώδη αυτογνωσία για το τι γνωρίζει και τι είναι. Όσον αφορά, λοιπόν, την ικανότητα ή τις γνώσεις σε κάποια τέχνη, επαινείται το να λέει κανείς την αλήθεια. Διαφορετικά, καταδικάζεται στη συνείδηση της κοινής γνώμης.
2ο παράδειγμα: «ἐν δὲ δικαιοσύνῃ καὶ ἐν τῇ ἄλλῃ πολιτικῇ ἀρετῇ, ἐάν τινα καὶ εἰδῶσιν ὅτι ἄδικός ἐστιν, ἐὰν οὗτος αὐτὸς καθ’ αὑτοῦ τἀληθῆ λέγῃ ἐναντίον πολλῶν, ὃ ἐκεῖ σωφροσύνην ἡγοῦντο εἶναι, τἀληθῆ λέγειν, ἐνταῦθα μανίαν …»
Αντίθετα, όσον αφορά τη δικαιοσύνη (και την πολιτική αρετή γενικότερα), θεωρείται σωστό το να λένε όλοι ότι είναι δίκαιοι, ακόμα κι αν δεν είναι. Η κοινή γνώμη αποδέχεται ότι ο καθένας είτε είναι δίκαιος είτε όχι πρέπει να υποστηρίζει ότι είναι ή να φαίνεται δίκαιος. Όποιος αποκλίνει από τη στάση αυτή, δεν μπορεί να γίνεται αποδεκτός ως μέλος της κοινωνίας. Φαίνεται εδραιωμένη η αντίληψη ότι η κοινωνική συνύπαρξη των ανθρώπων δεν συμφωνεί με την αδικία, η οποία απειλεί με διάσπαση τη συνοχή της κοινωνίας, και ότι δεν υπάρχει άνθρωπος που τουλάχιστον δεν καταφάσκει στη δικαιοσύνη.
Ειδικότερα, το σκεπτικό του Πρωταγόρα μπορεί να ερμηνευθεί και ως εξής:
α) ακόμα κι ένας άδικος είναι σε θέση να διακρίνει τη δίκαιη από την άδικη πράξη. Αυτό σημαίνει ότι έχει μέσα του κάποια στοιχεία δικαιοσύνης, που όμως δεν έχουν καλλιεργηθεί επαρκώς, ώστε να τον αποτρέψουν από τη διάπραξη της αδικίας. Άρα, δεν θα πει αλήθεια, αν ισχυριστεί ότι είναι άδικος.
β) το να ομολογεί κάποιος δημόσια την αλήθεια, ότι δηλαδή είναι άδικος, θεωρείται παραφροσύνη, διότι:- θα υποστεί ποινές,
- θα αμαυρωθεί η δημόσια εικόνα του.
Η άποψη του Πρωταγόρα για την καθολικότητα της πολιτικής αρετής συμπληρώνεται και στηρίζεται από δύο ακόμη αιτιολογήσεις, που αποδίδονται ως σχόλια της κοινής γνώμης: - «Ὅτι μὲν οὖν πάντ’ ἄνδρα εἰκότως ἀποδέχονται περὶ ταύτης τῆς ἀρετῆς σύμβουλον διὰ τὸ ἡγεῖσθαι παντὶ μετεῖναι αὐτῆς, ταῦτα λέγω˙»
Η φράση αυτή αποτελεί την κατακλείδα και το συμπέρασμα του «τεκμηρίου». Εδώ, δηλαδή, κλείνει το θέμα της καθολικότητας της πολιτικής αρετής και διατυπώνεται το συμπέρασμα. Αυτό καταδεικνύεται και από τις λέξεις οὖν και ταῦτα λέγω. Επιπλέον, συνδέεται με όσα είχε πει ο Σωκράτης για τους Αθηναίους στην 1η ενότητα. Ο Πρωταγόρας, δηλαδή, από τη μια επιβεβαίωσε την άποψη του Σωκράτη ότι οι Αθηναίοι δικαιολογημένα δέχονται οποιονδήποτε για σύμβουλο σε θέματα πολιτικής αρετής και από την άλλη αιτιολόγησε την άποψη αυτή λέγοντας ότι αυτό γίνεται, επειδή πιστεύουν ότι όλοι έχουν μερίδιο στην πολιτική αρετή.
α) «καί φασιν πάντας δεῖν φάναι εἶναι δικαίους»: όλοι πρέπει να λένε ότι κατέχουν την πολιτική αρετή,
β) «ὡς ἀναγκαῖον οὐδένα ὅντιν’ οὐχὶ ἁμῶς γέ πως μετέχειν αὐτῆς, ἢ μὴ εἶναι ἐν ἀνθρώποις.»: Είναι ανάγκη όλοι οι άνθρωποι να έχουν μερίδιο στην πολιτική αρετή και να συμμετέχουν στη δικαιοσύνη, ή έστω να αποδέχονται καταρχήν το δίκαιο, για να μπορούν να υπάρξουν κοινωνίες.
ἢ μὴ εἶναι ἐν ἀνθρώποις.»
Σ’ αυτό το σημείο ο Πρωταγόρας φαίνεται ότι δέχεται πως η πολιτική ιδιότητα, έστω και ως κατάφαση στην έννοια της δικαιοσύνης, είναι ειδοποιό γνώρισμα του ανθρώπου και απαραίτητη προϋπόθεση για να είναι δεκτός στην πολιτική κοινωνία. Όταν και αυτό το ελάχιστο της κατάφασης στην έννοια του δικαίου λείπει από κάποιον, ο άνθρωπος αυτός δεν μπορεί να συγκαταλέγεται ανάμεσα στους ανθρώπους, γιατί υστερεί και αποτελεί απειλή για τους ιδρυτικούς σκοπούς της πολιτικής κοινωνίας. Έτσι, σ’ αυτή την ενότητα προτείνεται αυτός να μη συγκαταλέγεται μεταξύ των ανθρώπων, δηλαδή να εξορίζεται και να του στερούνται τα πολιτικά του δικαιώματα. Από την άλλη, στην 4η ενότητα είχε προταθεί από τον Δία η θανατική ποινή («κτείνειν ὡς νόσον πόλεως»). Ίσως η ποινή του Πρωταγόρα να φαίνεται ηπιότερη σε σχέση με αυτή που επιβάλλει ο Δίας˙ έχουν όμως και οι δύο τον ίδιο σκοπό: να οδηγήσουν τους ανθρώπους στην αρετή. Έτσι, προβάλλεται ο παιδευτικός ρόλος των νόμων. Αν, βέβαια, λάβουμε υπόψη μας τη σημασία που έχει η πόλη και η συμμετοχή του πολίτη στα κοινά την εποχή αυτή, καταλαβαίνουμε πως η ποινή που αναφέρει ο Πρωταγόρας είναι ισάξια ή και αυστηρότερη από αυτή που προτείνεται από τον Δία.
Αποδεικτέα θέση: όλοι οι άνθρωποι πιστεύουν πως καθένας συμμετέχει στην πολιτική αρετή.
(«ἡγοῦνται πάντες ἄνθρωποι πάντα ἄνδρα μετέχειν δικαιοσύνης τε καὶ τῆς ἄλλης πολιτικῆς ἀρετῆς»).
Παραδείγματα:
α) Στις τέχνες: έστω ότι κάποιος δεν είναι καλός αυλητής.
Θεωρείται μυαλωμένος, αν πει την αλήθεια˙ αλλιώς, θεωρείται τρελός.
β) Στην αρετή-δικαιοσύνη: έστω ότι κάποιος δεν είναι δίκαιος.
Θεωρείται μυαλωμένος, αν προσποιηθεί ότι είναι δίκαιος, ακόμα κι αν δεν είναι˙ αλλιώς, θεωρείται τρελός.
Φράσεις-αιτιολογήσεις, που τεκμηριώνουν την αποδεικτέα θέση:
α) επειδή όλοι πρέπει να ισχυρίζονται ότι είναι δίκαιοι
(«καί φασιν πάντας δεῖν φάναι εἶναι δικαίους»)
β) επειδή είναι αναγκαίο να έχει ο καθένας μερίδιο στην πολιτική αρετή
(«ὡς ἀναγκαῖον οὐδένα ὅντιν’ οὐχὶ ἁμῶς γέ πως μετέχειν αὐτῆς»)
Συμπέρασμα: όλοι οι άνθρωποι πιστεύουν πως καθένας συμμετέχει στην πολιτική αρετή.
(«ἡγοῦνται πάντες ἄνθρωποι πάντα ἄνδρα μετέχειν δικαιοσύνης τε καὶ τῆς ἄλλης πολιτικῆς ἀρετῆς»).
Κριτική του «τεκμηρίου» του Πρωταγόρα
Το «τεκμήριον» του Πρωταγόρα είναι μια υποδειγματική εφαρμογή των τεχνικών και των κανόνων της ρητορικής. Αποτελεί επίκληση στην εμπειρία και μάλιστα εμπειρία κοινή και αποδεκτή από όλους και γι’ αυτό είναι τυπικό τεκμήριο. Επιπλέον, το σχήμα της αντίθεσης, που χρησιμοποιεί ο ρήτορας για να δείξει τι ισχύει στον χώρο της τεχνικής γνώσης και τι στον χώρο της δικαιοσύνης, είναι ένα κλασικό, τυπικό στοιχείο ρητορικής που χρησιμοποιείται στους ρητορικούς λόγους. Ωστόσο, η αξιολόγηση του τεκμηρίου του Πρωταγόρα φανερώνει τα εξής τρωτά σημεία του:
α) η αποδεικτέα θέση έχει αποφαντική διατύπωση («ἡγοῦνται … μετέχειν»), ενώ στις δύο αιτιολογήσεις υπάρχει δεοντολογική διατύπωση («δεῖν φάναι - ἀναγκαῖον μετέχειν»), η οποία όμως δεν έχει αποδεικτική ισχύ. Δεν ευσταθεί ο συλλογισμός ότι «όλοι έχουν την πολιτική αρετή, επειδή όλοι πρέπει να λένε ότι είναι δίκαιοι και επειδή είναι αναγκαίο να έχουν όλοι μερίδιο σ’ αυτή». Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι τι πραγματικά συμβαίνει και όχι τι πρέπει να συμβαίνει. Ο συλλογισμός θα ήταν λογικά ορθός, αν είχε ως συμπέρασμα τη φράση: «ἡγοῦνται πάντες ἄνθρωποι πάντα ἄνδρα δεῖν μετέχειν δικαιοσύνης τε καὶ τῆς ἄλλης πολιτικῆς ἀρετῆς».
β) «ἐάντε ὦσιν ἐάντε μή»: η φράση έρχεται σε αντίφαση με την καθολικότητα της αρετής, που υποστηρίχτηκε στην αποδεικτέα θέση, καθώς εδώ δηλώνεται ότι υπάρχουν και άδικοι άνθρωποι.
γ) ο συλλογισμός έχει περιορισμένη αποδεικτική αξία, γιατί ως προς τη μορφή είναι υποθετικός, στηρίζεται δηλαδή σε κρίσεις που ισχύουν υπό όρους και όχι απόλυτα.
δ) οι προκείμενες δεν είναι λογικές κρίσεις, αλλά εμπειρικά παραδείγματα και χαρακτηρίζονται από υποκειμενισμό.
Β. ΠΡΩΤΗ ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΓΙΑ ΤΟ ΟΤΙ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΡΕΤΗ ΔΙΔΑΣΚΕΤΑΙ
- «ὅτι δὲ αὐτὴν οὐ φύσει ἡγοῦνται εἶναι οὐδ’ ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου, ἀλλὰ διδακτόν τε καὶ ἐξ ἐπιμελείας παραγίγνεσθαι ᾧ ἂν παραγίγνηται, τοῦτό σοι μετὰ τοῦτο πειράσομαι ἀποδεῖξαι.»
Ο Πρωταγόρας με τη συγκριτική παρουσίαση των δύο παραδειγμάτων του αυλητή και του άδικου επιβεβαίωσε τον σωκρατικό ισχυρισμό για την άνευ όρων συμμετοχή όλων των πολιτών στον πολιτικό διάλογο και υποχρεώνεται τώρα να προχωρήσει στην ανατροπή της σωκρατικής θέσης ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται. Το κύριο επιχείρημα, που χρησιμοποιεί, έχει θέμα τη διαφοροποίηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς και αντίδρασης στα έμφυτα και επίκτητα γνωρίσματα της ανθρώπινης φύσης. Οργανώνει το επιχείρημα κατά το τυπικό του ρητορικού λόγου, δηλαδή με υποδειγματική «πρόθεσιν» (θεματική περίοδο) και «απόδειξιν», και προσφεύγει και πάλι στην εμπειρία και τη ρητορική αντίθεση (φυσικά – επίκτητα, θετικά – αρνητικά χαρακτηριστικά και συμπονετική/ανεκτική – κριτική/«παρεμβατική» συμπεριφορά).
Η φράση «ὅτι δὲ αὐτὴν … παραγίγνεσθαι ᾧ ἂν παραγίγνηται» αποτελεί την αποδεικτέα θέση του επιχειρήματος για το ότι η πολιτική αρετή διδάσκεται. Ο Πρωταγόρας δεν αφίσταται από αυτό που οι άνθρωποι γενικά πιστεύουν, δηλαδή ότι: α) η πολιτική αρετή δεν είναι έμφυτη στον άνθρωπο ούτε είναι αυτόματη η εμφάνισή της και β) διδάσκεται, καλλιεργείται και γίνεται κτήμα του ανθρώπου με επιμέλεια και άσκηση. Παράλληλα χρησιμοποιώντας το σχήμα άρσης-θέσης θα αποδείξει ότι η αρετή δεν προέρχεται από τη φύση ή την τύχη, χωρίς την προσπάθεια του ανθρώπου, αλλά ότι είναι αποτέλεσμα διδασκαλίας, φροντίδας και άσκησης. Με την αναφορά στο ζεύγος «φύσει ή τύχῃ» ο Πρωταγόρας δείχνει ότι τίποτε δεν μπορεί να θεωρηθεί τυχαίο στη φύση, αλλά προϊόν της σκοπιμότητας του δημιουργού του. Συνεπώς, και η πολιτική αρετή οφείλεται στη σκοπιμότητα της πολιτικής κοινωνίας, δηλαδή στην εξασφάλιση του ζῆν και του εὖ ζῆν των ανθρώπων που την συναποτελούν.
Ο Πρωταγόρας, στην πορεία απόδειξης της θέσης του, διακρίνει δύο κατηγορίες χαρακτηριστικών στον άνθρωπο, τα φυσικά/έμφυτα και τα επίκτητα: - «Ὅσα γὰρ ἡγοῦνται ἀλλήλους κακὰ ἔχειν ἄνθρωποι φύσει ἢ τύχῃ, οὐδεὶς θυμοῦται οὐδὲ νουθετεῖ οὐδὲ διδάσκει οὐδὲ κολάζει τοὺς ταῦτα ἔχοντας, ἵνα μὴ τοιοῦτοι ὦσιν, ἀλλ’ ἐλεοῦσιν˙ οἷον τοὺς αἰσχροὺς ἢ σμικροὺς ἢ ἀσθενεῖς τίς οὕτως ἀνόητος ὥστε τι τούτων ἐπιχειρεῖν ποιεῖν; Ταῦτα μὲν γὰρ οἶμαι ἴσασιν ὅτι φύσει τε καὶ τύχῃ τοῖς ἀνθρώποις γίγνεται, τὰ καλὰ καὶ τἀναντία τούτοις˙»
Σ’ αυτό το χωρίο ο Πρωταγόρας αναφέρεται στα προτερήματα και τα ελαττώματα που προέρχονται από τη φύση και την τύχη και σχετίζονται με την εξωτερική εμφάνιση και τον ανθρώπινο οργανισμό. Φυσικά, δεν τον απασχολούν τα φυσικά προτερήματα, γιατί αυτά δεν του είναι απαραίτητα για την απόδειξή του, αφού όλοι θαυμάζουν αυτούς που τα έχουν. Με όποιον, όμως, έχει φυσικά ελαττώματα (ασχήμια, μικρό ανάστημα, ασθενικό σώμα) κανείς δεν οργίζεται ούτε προσπαθεί να τα διορθώσει με συμβουλές, διδασκαλία και τιμωρίες, γιατί δεν εξαρτώνται από τη βούληση και την ευθύνη του ανθρώπου («ἀπό τοῦ αὐτομάτου»). Αντίθετα, νιώθουν οίκτο και συμπόνια για τη σκληρότητα της φύσης ή της τύχης.
Αξίζει, εδώ, να σημειωθεί η καθαρή αποστασιοποίηση του σοφιστή από θεοκρατικές ερμηνείες, σε αντίθεση με την 4η ενότητα, όπου, στο πλαίσιο του μύθου, γινόταν αναφορά στη θεϊκή προέλευση της αἰδοῦς και της δίκης. Δέχεται, λοιπόν, την ύπαρξη μιας τελεολογικής αρχής στη φύση, ότι όλα δηλαδή γίνονται για να εξυπηρετήσουν κάποιο σκοπό, και προσθέτει τον αστάθμητο παράγοντα του τυχαίου. Πουθενά, όμως, δεν γίνεται λόγος για παρουσία ή παρέμβαση του θείου.
Επιπλέον, μέσα από την ανάπτυξη των παραπάνω θέσεων αποκαλύπτεται η ανθρωπιστική στάση του Πρωταγόρα, η οποία κρίνεται ιδιαίτερα πρωτοποριακή για την εποχή της. Άνθρωποι που έχουν αδικηθεί από τη φύση αξίζουν την κατανόηση, τη συμπαράσταση και τη συμπάθεια των άλλων ανθρώπων. - «ὅσα δὲ ἐξ ἐπιμελείας καὶ ἀσκήσεως καὶ διδαχῆς οἴονται γίγνεσθαι ἀγαθὰ ἀνθρώποις, ἐάν τις ταῦτα μὴ ἔχῃ, ἀλλὰ τἀναντία τούτων κακά, ἐπὶ τούτοις που οἵ τε θυμοὶ γίγνονται καὶ αἱ κολάσεις καὶ αἱ νουθετήσεις. Ὧν ἐστιν ἓν καὶ ἡ ἀδικία καὶ ἡ ἀσέβεια καὶ συλλήβδην πᾶν τὸ ἐναντίον τῆς πολιτικῆς ἀρετῆς.»
Σ’ αυτό το χωρίο αναφέρεται ο σοφιστής στα χαρακτηριστικά που αποκτούν οι άνθρωποι ύστερα από φροντίδα, άσκηση και διδασκαλία. Σ’ αυτή την κατηγορία εντάσσονται στοιχεία, που έχουν να κάνουν με τον χαρακτήρα του ανθρώπου και τις αρετές. Εύλογα, και πάλι, δεν ασχολείται με όσους ήδη διαθέτουν αυτές τις αρετές. Σε αυτό, λοιπόν, το σημείο κυρίως στηρίζει την απόδειξη του «διδακτού» της αρετής: όποιος δεν έχει αρετές, αλλά τα αντίθετα χαρακτηριστικά (για παράδειγμα την αδικία και την ασέβεια), προκαλεί την κοινή γνώμη και οι άνθρωποι θυμώνουν μαζί του, τον τιμωρούν και τον συμβουλεύουν, διότι αδιαφόρησε να τα καλλιεργήσει. Άρα, η πολιτική αρετή διδάσκεται. Συνεπώς, η κοινωνική φύση του ανθρώπου είναι επιδεκτική καλλιέργειας, ευαισθητοποίησης και ηθικοποίησης.
«ἐξ ἐπιμελείας καὶ ἀσκήσεως καὶ διδαχῆς»
Οι παράγοντες που θα συντελέσουν στην κατάκτηση της πολιτικής αρετής είναι η φροντίδα, η άσκηση και η διδασκαλία, που αποτελούν τις τρεις μορφές αγωγής. Ως βοηθητικά στοιχεία αναφέρονται επιπλέον η νουθεσία και η τιμωρία. Πιο συγκεκριμένα:
α) Η φροντίδα (ἐπιμέλεια) είναι η επιλογή των παιδευτικών/μορφωτικών αγαθών που θα παρασχεθούν.
β) Η άσκηση (ἄσκησις) είναι η εξασφάλιση πραγματικών συνθηκών αγωγής. Οι άνθρωποι οφείλουν να να ασκηθούν, δηλαδή να μάθουν να εφαρμόζουν αυτά που διδάσκονται, ώστε να είναι έτοιμοι να ανταποκριθούν ικανοποιητικά στους ρόλους, που θα αναλάβουν αργότερα στο πλαίσιο της κοινωνίας και στη συναναστροφή τους με τους συνανθρώπους και τους συμπολίτες τους. Αυτό σημαίνει ότι στη διαδικασία της αγωγής είναι σημαντικό να αποκτήσουν οι άνθρωποι με τον εθισμό την προσδοκώμενη από την πολιτεία συμπεριφορά.
γ) Η διδασκαλία (διδαχή) είναι η θεωρητική κατάρτιση και η συστηματική παροχή γνώσεων στον μαθητή από τον δάσκαλο, που έχει την ευθύνη καθοδήγησης.
Για να είναι, βέβαια, αποτελεσματική η διαδικασία της αγωγής οι παραπάνω μορφές αγωγής χρειάζεται να βρίσκονται σε σχέση αλληλεξάρτησης και συμπληρωματικότητας.
Οφείλουμε, ωστόσο, να σημειώσουμε ότι στις μορφές αγωγής εντάσσεται και η μίμηση, την οποία σκόπιμα παραλείπει ο Πρωταγόρας, γιατί δεν εξυπηρετεί την επιχειρηματολογία του. Η μίμηση που έχει στόχο ανώτερα πρότυπα είναι θεμιτή. Όταν, όμως, κάποιος μιμείται άκριτα ή αρνητικά πρότυπα, τότε ελλοχεύουν κίνδυνοι τόσο για την ανθρώπινη προσωπικότητα όσο και για το κοινωνικό σύνολο. Επομένως, η αποτελεσματικότητα της μίμησης είναι αμφισβητήσιμη και η αναφορά του σ’ αυτή θα ανέτρεπε όλη του τη θεωρία για το «διδακτόν» της αρετής ή θα έστρεφε τη συζήτηση σε θέματα άσχετα ή με χαλαρή σχέση με το βασικό ζητούμενο για το διδακτό της αρετής.
Τέλος, η αναφορά στις τρεις μορφές αγωγής έμμεσα προβάλλει την αναγκαιότητα του καλού δασκάλου, δηλαδή του κατάλληλου και ικανού παιδαγωγού να αναλάβει την αγωγή του νέου. Ένας τέτοιος δάσκαλος είναι ο Πρωταγόρας, από τον λόγο του οποίου συνάγεται και η αξία του ως παιδαγωγού. Ειδικά ο μεθοδικός τρόπος, με τον οποίο πραγματεύεται το θέμα του, η συναγωγή συμπερασμάτων από σειρά επιχειρημάτων και η ταξινόμηση προϋποθέσεων, επιχειρημάτων και παραδειγμάτων τον καθιστούν άξιο σμιλευτή του παιδαγωγικού λόγου και τον σπουδαιότερο ίσως εκπρόσωπο του ελληνικού διαφωτισμού.
Σύντομη απόδοση του συλλογισμού του Πρωταγόρα
Μείζων προκείμενη: ο άνθρωπος ανέχεται τα φυσικά μειονεκτήματα/ελαττώματά του, όχι όμως και τα επίκτητα, τα οποία μεταστρέφει σε αρετές με την επιμέλεια, την άσκηση και τη διδαχή.
Ελάσσων προκείμενη: η ασέβεια και η αδικία ως επίκτητα ελαττώματα είναι το αντίθετο της πολιτικής αρετής.
Συμπέρασμα: άρα η πολιτική αρετή ως το αντίθετο της ασέβειας και της αδικίας αποκτάται με την επιμέλεια, την άσκηση και τη διδαχή. Διαγραμματική παρουσίαση του συλλογισμού του Πρωταγόρα
- Κριτική της απόδειξης για το «διδακτόν» της αρετής
Η απόδειξη του Πρωταγόρα θεμελιώνεται σε σκέψη που διέπεται από πραγματικό ανθρωπισμό και λαμβάνει τον άνθρωπο ως μέτρο σύγκρισης. Από την άλλη οργανώνεται με σοφιστικό τρόπο με αποτέλεσμα να αποβλέπει στην πειθώ απλώς του δέκτη και όχι στην αναζήτηση και εύρεση της μίας και μοναδικής αλήθειας, που είναι το ζητούμενο του Σωκράτη.
Ειδικότερα, ο μεθοδικός τρόπος, με τον οποίο πραγματεύεται ο Πρωταγόρας το θέμα του, και η ταξινόμηση προϋποθέσεων, επιχειρημάτων και λογικών παραδειγμάτων φανερώνουν ότι ο σοφιστής αγωνιά για την πειστικότητα των λόγων του και όχι για την εύρεση της απόλυτης αλήθειας. Ο σοφιστικός τρόπος προσέγγισης του θέματος φαίνεται, λοιπόν, στα εξής:
α) Η βασική φράση που χρησιμοποιεί ως τεκμήριο για την απόδειξη της αρετής («ὅσα δὲ ἐξ ἐπιμελείας καὶ ἀσκήσεως καὶ διδαχῆς οἴονται γίγνεσθαι ἀγαθὰ ἀνθρώποις») αποτελεί την ίδια την αποδεικτέα θέση, αυτό δηλαδή που χρειάζεται να αποδειχθεί. Έχουμε, λοιπόν, το είδος σοφίσματος που ονομάζεται «λῆψις τοῦ ζητουμένου».
β) «ᾧ ἂν παραγίγνηται» / «ἐάν τις ταῦτα μὴ ἔχῃ»: Οι δύο φράσεις έρχονται σε αντίφαση είτε με τη θεωρία ότι η αρετή διδάσκεται, αφού αφήνεται να εννοηθεί ότι κάποιοι δεν μπορούν να την αποκτήσουν με τη διδασκαλία, είτε με τη θεωρία για την καθολικότητα της αρετής, αφού δέχεται ότι υπάρχουν και κάποιοι που δεν την κατέχουν.
γ) Παρουσιάζει ως άποψη γενικά των ανθρώπων, τη δική του απλώς άποψη για το θέμα.
δ) Υπολανθάνει η απαίτηση του ικανού και κατάλληλου δασκάλου, όπως ο ίδιος, για να διδάξει την πολιτική αρετή.
Συνολικά για τον αποδεικτικό λόγο του Πρωταγόρα στην ενότητα αυτή, μπορούμε να πούμε ότι η έλλειψη πειστικότητας των επιχειρημάτων του Πρωταγόρα οφείλεται κυρίως στην ασάφεια της διατύπωσής του. Πιο συγκεκριμένα, όταν ο Πρωταγόρας ισχυρίζεται ότι όλοι οι άνθρωποι κατέχουν την πολιτική αρετή («ἡγοῦνται πάντες ἄνθρωποι πάντα ἄνδρα μετέχειν δικαιοσύνης τε καὶ τῆς ἄλλης πολιτικῆς ἀρετῆς») εννοεί ότι όλοι έχουν μέσα τους στοιχεία πολιτικής αρετής ως προδιάθεση και καταβολές. Πρέπει, όμως, να μεσολαβήσει η διδασκαλία για να φτάσουν στην πλήρη κατάκτησή της. Όταν, πάλι, ισχυρίζεται ότι υπάρχουν και κάποιοι που δεν την έχουν, εννοεί αυτούς που δεν την έχουν αναπτύξει πλήρως, που έχουν αδιαφορήσει να την κατακτήσουν μέσω της διδασκαλίας και, επομένως, έχουν μείνει στο στάδιο της προδιάθεσης, των καταβολών («ἐάντε ὦσιν ἐάντε μὴ / ᾧ ἂν παραγίγνηται» / «ἐάν τις ταῦτα μὴ ἔχῃ»). Συνεπώς, το πρόβλημα, κατά τον Πρωταγόρα, είναι πώς ο άνθρωπος με δεδομένη τη γενική αίσθηση του δικαίου (που του χαρίζουν η αιδώς και η δίκη ως προδιάθεση και καταβολές) μπορεί και πρέπει να παιδεύεται και να ευαισθητοποιείται προκειμένου να κατακτήσει μια δίκαιη συμπεριφορά από κοινωνικοπολιτική άποψη.
ΑΙΣΘΗΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ
Αντιθέσεις:
«Ἐν γὰρ ταῖς ἄλλαις ἀρεταῖς … ἐν δὲ δικαιοσύνῃ …»
«Ὅσα γὰρ ἡγοῦνται … ὅσα δὲ ἐξ ἐπιμελείας …»
Άρση-θέση:
«ὅτι δὲ αὐτὴν οὐ φύσει ἡγοῦνται εἶναι οὐδ’ ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου, ἀλλὰ διδακτόν τε καὶ ἐξ ἐπιμελείας παραγίγνεσθαι»
«οὐδεὶς θυμοῦται οὐδὲ νουθετεῖ οὐδὲ διδάσκει οὐδὲ κολάζει τοὺς ταῦτα ἔχοντας … ἀλλὰ ἐλεοῦσιν»
Ανιούσα κλιμάκωση:
«οὐδεὶς θυμοῦται οὐδὲ νουθετεῖ οὐδὲ διδάσκει οὐδὲ κολάζει τοὺς ταῦτα ἔχοντας»
«οἵ τε θυμοὶ γίγνονται καὶ αἱ κολάσεις καὶ αἱ νουθετήσεις»
Πολυσύνδετο σχήμα:
«οἵ τε θυμοὶ γίγνονται καὶ αἱ κολάσεις καὶ αἱ νουθετήσεις»
«Ἐν γὰρ ταῖς ἄλλαις ἀρεταῖς … ἐν δὲ δικαιοσύνῃ …»
«Ὅσα γὰρ ἡγοῦνται … ὅσα δὲ ἐξ ἐπιμελείας …»
Άρση-θέση:
«ὅτι δὲ αὐτὴν οὐ φύσει ἡγοῦνται εἶναι οὐδ’ ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου, ἀλλὰ διδακτόν τε καὶ ἐξ ἐπιμελείας παραγίγνεσθαι»
«οὐδεὶς θυμοῦται οὐδὲ νουθετεῖ οὐδὲ διδάσκει οὐδὲ κολάζει τοὺς ταῦτα ἔχοντας … ἀλλὰ ἐλεοῦσιν»
Ανιούσα κλιμάκωση:
«οὐδεὶς θυμοῦται οὐδὲ νουθετεῖ οὐδὲ διδάσκει οὐδὲ κολάζει τοὺς ταῦτα ἔχοντας»
«οἵ τε θυμοὶ γίγνονται καὶ αἱ κολάσεις καὶ αἱ νουθετήσεις»
Πολυσύνδετο σχήμα:
«οἵ τε θυμοὶ γίγνονται καὶ αἱ κολάσεις καὶ αἱ νουθετήσεις»
Ερμηνευτικές ερωτήσεις ανοιχτού τύπου
- ΑΣΚΗΣΗ 1
Εκφώνηση
Γιατί η δικαιοσύνη και η πολιτική αρετή θεωρούνται, κατά τον Πρωταγόρα, στοιχεία σύμφυτα με την ίδια την ανθρώπινη ιδιότητα (τουλάχιστον από τη στιγμή που ο άνθρωπος εισέρχεται στον πολιτισμό); Αναλύστε τα επιχειρήματα του Πρωταγόρα στο απόσπασμα αυτό και προσθέστε τα δικά σας.
(ερώτηση από το σχολικό εγχειρίδιο στη σελίδα 86)
Γιατί η δικαιοσύνη και η πολιτική αρετή θεωρούνται, κατά τον Πρωταγόρα, στοιχεία σύμφυτα με την ίδια την ανθρώπινη ιδιότητα (τουλάχιστον από τη στιγμή που ο άνθρωπος εισέρχεται στον πολιτισμό); Αναλύστε τα επιχειρήματα του Πρωταγόρα στο απόσπασμα αυτό και προσθέστε τα δικά σας.
(ερώτηση από το σχολικό εγχειρίδιο στη σελίδα 86)
Απάντηση
Με δεδομένο ότι ο άνθρωπος σταδιακά έφθασε σε εκείνο το σημείο ωριμότητας, ώστε να συλλάβει την αιδώ και τη δίκη ως αναγκαία βάση της κοινωνικής ηθικής του και της πολιτικής αρετής, φαίνεται επαρκώς αιτιολογημένη η θέση του Πρωταγόρα ότι η δικαιοσύνη και η πολιτική αρετή είναι στοιχεία σύμφυτα με την ίδια την ανθρώπινη ιδιότητα. Κατά την άποψη του Πρωταγόρα, η πολιτική αρετή είναι σύμφυτη με την ιδιότητα του ανθρώπου ως μέλους μιας κοινωνίας και ως δημιουργού πολιτισμού. Αποτελεί, δηλαδή, την προϋπόθεση για τη συνοχή της κοινωνίας, την αρμονική συμβίωση μέσα σ’ αυτή και την περαιτέρω ανάπτυξη πολιτισμού. Γι’ αυτό και κρίνεται απαραίτητο να έχουν όλοι μερίδιο στην αρετή, αλλιώς να μην αποτελεί μέλος της κοινωνίας. Ο Πρωταγόρας επιχειρεί να αποδείξει αυτή τη θέση δείχνοντας α) την καθολικότητα της πολιτικής αρετής και β) το διδακτό της αρετής. Η άποψη αυτή στηρίζεται στα εξής επιχειρήματα:
Ως πρόσθετα επιχειρήματα που επιβεβαιώνουν ότι η δικαιοσύνη και η πολιτική αρετή είναι σύμφυτες με την ίδια την ανθρώπινη ιδιότητα μπορούμε να αναφέρουμε τα εξής:
Με δεδομένο ότι ο άνθρωπος σταδιακά έφθασε σε εκείνο το σημείο ωριμότητας, ώστε να συλλάβει την αιδώ και τη δίκη ως αναγκαία βάση της κοινωνικής ηθικής του και της πολιτικής αρετής, φαίνεται επαρκώς αιτιολογημένη η θέση του Πρωταγόρα ότι η δικαιοσύνη και η πολιτική αρετή είναι στοιχεία σύμφυτα με την ίδια την ανθρώπινη ιδιότητα. Κατά την άποψη του Πρωταγόρα, η πολιτική αρετή είναι σύμφυτη με την ιδιότητα του ανθρώπου ως μέλους μιας κοινωνίας και ως δημιουργού πολιτισμού. Αποτελεί, δηλαδή, την προϋπόθεση για τη συνοχή της κοινωνίας, την αρμονική συμβίωση μέσα σ’ αυτή και την περαιτέρω ανάπτυξη πολιτισμού. Γι’ αυτό και κρίνεται απαραίτητο να έχουν όλοι μερίδιο στην αρετή, αλλιώς να μην αποτελεί μέλος της κοινωνίας. Ο Πρωταγόρας επιχειρεί να αποδείξει αυτή τη θέση δείχνοντας α) την καθολικότητα της πολιτικής αρετής και β) το διδακτό της αρετής. Η άποψη αυτή στηρίζεται στα εξής επιχειρήματα:
- κάποιος που δεν είναι δίκαιος, θεωρείται μυαλωμένος, αν προσποιηθεί ότι είναι δίκαιος, ακόμα κι αν δεν είναι˙ αλλιώς, θεωρείται τρελός.
- όλοι πρέπει να ισχυρίζονται ότι είναι δίκαιοι, ακόμα κι αν δεν είναι
- πρέπει όλοι οι άνθρωποι να έχουν μερίδιο στην πολιτική αρετή και να συμμετέχουν στη δικαιοσύνη
- η συμμετοχή στην αρετή πρέπει να φαίνεται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, δηλαδή ή κάποιος να έχει πράγματι τη δικαιοσύνη ή έστω να προσποιείται ότι την κατέχει.
Ως πρόσθετα επιχειρήματα που επιβεβαιώνουν ότι η δικαιοσύνη και η πολιτική αρετή είναι σύμφυτες με την ίδια την ανθρώπινη ιδιότητα μπορούμε να αναφέρουμε τα εξής:
- Ο άνθρωπος ως είδος συνδέεται με την ύπαρξη οργανωμένης συμβιωτικής ομάδας, η οποία προϋποθέτει τη δικαιοσύνη και την πολιτική αρετή, προκειμένου να πάρει μορφή. Συνεπώς, η εκδήλωση των ειδολογικών γνωρισμάτων του ανθρώπου συνδέεται με αυτές τις δύο αρχές.
- Οι δύο αυτές αρχές είναι αναγκαίες όχι απλώς για το ζῆν, αλλά και για το εὖ ζῆν των ανθρώπων, το οποίο είναι εφικτό μόνο στην οργανωμένη κοινωνία στη βάση της δικαιοσύνης και της πολιτικής αρετής.
- Η δημιουργία και η εξέλιξη του πολιτισμού ως συγκροτήματος υλικών, πνευματικών και ηθικών κατακτήσεων, που καταξιώνουν το ανθρώπινο είδος, είναι προϊόν δικαιοσύνης και αρετής και όχι ανηθικότητας και κακίας.
- Για τον άνθρωπο «το φυσικό δεν είναι και αξιόπρακτο». Αυτό σημαίνει ότι δεν υποτάσσεται στο ένστικτο και στη φυσική παρόρμηση, όπως κάθε άλλος ζωικός οργανισμός, αλλά συντάσσει κανόνες και αρχές, με τις οποίες ρυθμίζει τις σχέσεις του με τους ομοίους του. Άρα, ο άνθρωπος ως είδος απέναντι στο ένστικτο αντιτάσσει τη λογική και απέναντι στη φυσική βία την ηθική του.
- ΑΣΚΗΣΗ 2
Εκφώνηση
Πώς προσπαθούν οι άνθρωποι να καλλιεργήσουν την ιδιότητα της δικαιοσύνης και της πολιτικής αρετής;
(ερώτηση από το σχολικό εγχειρίδιο στη σελίδα 86)
Πώς προσπαθούν οι άνθρωποι να καλλιεργήσουν την ιδιότητα της δικαιοσύνης και της πολιτικής αρετής;
(ερώτηση από το σχολικό εγχειρίδιο στη σελίδα 86)
Απάντηση
Η φροντίδα, η άσκηση και η διδασκαλία αποτελούν τρεις μορφές αγωγής, με τις οποίες μπορεί να αποκτηθεί η πολιτική αρετή. Ως βοηθητικά στοιχεία αναφέρονται, επίσης, η τιμωρία και η νουθεσία, που αποβλέπουν στην ενίσχυση της μαθησιακής διδασκαλίας. Πιο συγκεκριμένα:
α) Η φροντίδα (ἐπιμέλεια) είναι η επιλογή των κατάλληλων παιδευτικών/μορφωτικών αγαθών που θα παρασχεθούν.
β) Η άσκηση (ἄσκησις) είναι η εξασφάλιση πραγματικών συνθηκών αγωγής. Οι άνθρωποι οφείλουν να ασκηθούν, δηλαδή να μάθουν να εφαρμόζουν αυτά που διδάσκονται, ώστε να είναι έτοιμοι να ανταποκριθούν ικανοποιητικά στους ρόλους, που θα αναλάβουν αργότερα στο πλαίσιο της κοινωνίας και στη συναναστροφή τους με τους συνανθρώπους και τους συμπολίτες τους. Αυτό σημαίνει ότι στη διαδικασία της αγωγής είναι σημαντικό να αποκτήσουν οι άνθρωποι με τον εθισμό την προσδοκώμενη από την πολιτεία συμπεριφορά.
γ) Η διδασκαλία (διδαχή) είναι η θεωρητική κατάρτιση και η συστηματική παροχή γνώσεων στον μαθητή από τον δάσκαλο, που έχει την ευθύνη καθοδήγησης.
Για να είναι, βέβαια, αποτελεσματική η διαδικασία της αγωγής, οι παραπάνω μορφές αγωγής χρειάζεται να βρίσκονται σε σχέση αλληλεξάρτησης και συμπληρωματικότητας.
Τέλος, η αναφορά στις τρεις μορφές αγωγής έμμεσα προβάλλει την αναγκαιότητα του καλού δασκάλου, δηλαδή του κατάλληλου και ικανού δασκάλου να αναλάβει την αγωγή του νέου.
Η φροντίδα, η άσκηση και η διδασκαλία αποτελούν τρεις μορφές αγωγής, με τις οποίες μπορεί να αποκτηθεί η πολιτική αρετή. Ως βοηθητικά στοιχεία αναφέρονται, επίσης, η τιμωρία και η νουθεσία, που αποβλέπουν στην ενίσχυση της μαθησιακής διδασκαλίας. Πιο συγκεκριμένα:
α) Η φροντίδα (ἐπιμέλεια) είναι η επιλογή των κατάλληλων παιδευτικών/μορφωτικών αγαθών που θα παρασχεθούν.
β) Η άσκηση (ἄσκησις) είναι η εξασφάλιση πραγματικών συνθηκών αγωγής. Οι άνθρωποι οφείλουν να ασκηθούν, δηλαδή να μάθουν να εφαρμόζουν αυτά που διδάσκονται, ώστε να είναι έτοιμοι να ανταποκριθούν ικανοποιητικά στους ρόλους, που θα αναλάβουν αργότερα στο πλαίσιο της κοινωνίας και στη συναναστροφή τους με τους συνανθρώπους και τους συμπολίτες τους. Αυτό σημαίνει ότι στη διαδικασία της αγωγής είναι σημαντικό να αποκτήσουν οι άνθρωποι με τον εθισμό την προσδοκώμενη από την πολιτεία συμπεριφορά.
γ) Η διδασκαλία (διδαχή) είναι η θεωρητική κατάρτιση και η συστηματική παροχή γνώσεων στον μαθητή από τον δάσκαλο, που έχει την ευθύνη καθοδήγησης.
Για να είναι, βέβαια, αποτελεσματική η διαδικασία της αγωγής, οι παραπάνω μορφές αγωγής χρειάζεται να βρίσκονται σε σχέση αλληλεξάρτησης και συμπληρωματικότητας.
Τέλος, η αναφορά στις τρεις μορφές αγωγής έμμεσα προβάλλει την αναγκαιότητα του καλού δασκάλου, δηλαδή του κατάλληλου και ικανού δασκάλου να αναλάβει την αγωγή του νέου.
- ΑΣΚΗΣΗ 3
Εκφώνηση
Ο Πρωταγόρας προσκομίζει μια εμπειρική απόδειξη για την καθολικότητα της πολιτικής αρετής. Ποια είναι αυτή και γιατί θεωρείται τρελός όποιος δέχεται ότι δεν κατέχει τη δικαιοσύνη και την άλλη πολιτική αρετή;
Ο Πρωταγόρας προσκομίζει μια εμπειρική απόδειξη για την καθολικότητα της πολιτικής αρετής. Ποια είναι αυτή και γιατί θεωρείται τρελός όποιος δέχεται ότι δεν κατέχει τη δικαιοσύνη και την άλλη πολιτική αρετή;
Απάντηση
Ο Πρωταγόρας για να αποδείξει τη θέση του για την καθολικότητα της πολιτικής αρετής προβαίνει στη συγκριτική εξέταση δύο παραδειγμάτων από την αθηναϊκή κοινωνία. Το πρώτο αναφέρεται στη στάση της κοινής γνώμης απέναντι στους ειδικούς σε έναν τεχνικό τομέα, εδώ σε έναν αυλητή, και το δεύτερο στη στάση της κοινής γνώμης απέναντι στον πολίτη και στη σχέση του με τη δικαιοσύνη. Η διαφορετική στάση της κοινής γνώμης στη μια και στην άλλη περίπτωση είναι για τον Πρωταγόρα επαρκής λόγος για να πείσει τον Σωκράτη και το ακροατήριό του για την καθολικότητα της πολιτικής αρετής.
1ο παράδειγμα: «Ἐν γὰρ ταῖς ἄλλαις ἀρεταῖς, ὥσπερ σὺ λέγεις, ἐάν τις φῇ ἀγαθὸς αὐλητὴς εἶναι, ἢ ἄλλην ἡντινοῦν τέχνην ἣν μή ἐστιν, ἢ καταγελῶσιν ἢ χαλεπαίνουσιν, καὶ οἱ οἰκεῖοι προσιόντες νουθετοῦσιν ὡς μαινόμενον˙»
Η αρετή, εδώ, δεν έχει ηθικό περιεχόμενο, αλλά αποδίδει την ικανότητα και τις γνώσεις κάποιου σε έναν ειδικό τομέα. Η κοινή γνώμη των Αθηναίων, απορρίπτει αυστηρά όποιον ισχυρίζεται ότι έχει ειδικές γνώσεις, ενώ δεν έχει, δηλαδή όποιον δεν διαθέτει τη στοιχειώδη αυτογνωσία για το τι γνωρίζει και τι είναι. Όσον αφορά, λοιπόν, την ικανότητα ή τις γνώσεις σε κάποια τέχνη, επαινείται το να λέει κανείς την αλήθεια. Διαφορετικά, καταδικάζεται στη συνείδηση της κοινής γνώμης.
2ο παράδειγμα: «ἐν δὲ δικαιοσύνῃ καὶ ἐν τῇ ἄλλῃ πολιτικῇ ἀρετῇ, ἐάν τινα καὶ εἰδῶσιν ὅτι ἄδικός ἐστιν, ἐὰν οὗτος αὐτὸς καθ’ αὑτοῦ τἀληθῆ λέγῃ ἐναντίον πολλῶν, ὃ ἐκεῖ σωφροσύνην ἡγοῦντο εἶναι, τἀληθῆ λέγειν, ἐνταῦθα μανίαν …»
Αντίθετα, όσον αφορά τη δικαιοσύνη (και την πολιτική αρετή γενικότερα), θεωρείται σωστό το να λένε όλοι ότι είναι δίκαιοι, ακόμα κι αν δεν είναι. Η κοινή γνώμη αποδέχεται ότι ο καθένας είτε είναι δίκαιος είτε όχι πρέπει να υποστηρίζει ότι είναι ή να φαίνεται δίκαιος. Όποιος αποκλίνει από τη στάση αυτή, δεν μπορεί να γίνεται αποδεκτός ως μέλος της κοινωνίας. Φαίνεται εδραιωμένη η αντίληψη ότι η κοινωνική συνύπαρξη των ανθρώπων δεν συμφωνεί με την αδικία, η οποία απειλεί με διάσπαση τη συνοχή της κοινωνίας, και ότι δεν υπάρχει άνθρωπος που τουλάχιστον δεν καταφάσκει στη δικαιοσύνη.
Ειδικότερα, το σκεπτικό του Πρωταγόρα μπορεί να ερμηνευθεί και ως εξής: α) ακόμα κι ένας άδικος είναι σε θέση να διακρίνει τη δίκαιη από την άδικη πράξη. Αυτό σημαίνει ότι έχει μέσα του κάποια στοιχεία δικαιοσύνης, που όμως δεν έχουν καλλιεργηθεί επαρκώς, ώστε να τον αποτρέψουν από τη διάπραξη της αδικίας. Άρα, δεν θα πει αλήθεια, αν ισχυριστεί ότι είναι άδικος. β) το να ομολογεί κάποιος δημόσια την αλήθεια, ότι δηλαδή είναι άδικος, θεωρείται παραφροσύνη, διότι:
Ο Πρωταγόρας για να αποδείξει τη θέση του για την καθολικότητα της πολιτικής αρετής προβαίνει στη συγκριτική εξέταση δύο παραδειγμάτων από την αθηναϊκή κοινωνία. Το πρώτο αναφέρεται στη στάση της κοινής γνώμης απέναντι στους ειδικούς σε έναν τεχνικό τομέα, εδώ σε έναν αυλητή, και το δεύτερο στη στάση της κοινής γνώμης απέναντι στον πολίτη και στη σχέση του με τη δικαιοσύνη. Η διαφορετική στάση της κοινής γνώμης στη μια και στην άλλη περίπτωση είναι για τον Πρωταγόρα επαρκής λόγος για να πείσει τον Σωκράτη και το ακροατήριό του για την καθολικότητα της πολιτικής αρετής.
1ο παράδειγμα: «Ἐν γὰρ ταῖς ἄλλαις ἀρεταῖς, ὥσπερ σὺ λέγεις, ἐάν τις φῇ ἀγαθὸς αὐλητὴς εἶναι, ἢ ἄλλην ἡντινοῦν τέχνην ἣν μή ἐστιν, ἢ καταγελῶσιν ἢ χαλεπαίνουσιν, καὶ οἱ οἰκεῖοι προσιόντες νουθετοῦσιν ὡς μαινόμενον˙»
Η αρετή, εδώ, δεν έχει ηθικό περιεχόμενο, αλλά αποδίδει την ικανότητα και τις γνώσεις κάποιου σε έναν ειδικό τομέα. Η κοινή γνώμη των Αθηναίων, απορρίπτει αυστηρά όποιον ισχυρίζεται ότι έχει ειδικές γνώσεις, ενώ δεν έχει, δηλαδή όποιον δεν διαθέτει τη στοιχειώδη αυτογνωσία για το τι γνωρίζει και τι είναι. Όσον αφορά, λοιπόν, την ικανότητα ή τις γνώσεις σε κάποια τέχνη, επαινείται το να λέει κανείς την αλήθεια. Διαφορετικά, καταδικάζεται στη συνείδηση της κοινής γνώμης.
2ο παράδειγμα: «ἐν δὲ δικαιοσύνῃ καὶ ἐν τῇ ἄλλῃ πολιτικῇ ἀρετῇ, ἐάν τινα καὶ εἰδῶσιν ὅτι ἄδικός ἐστιν, ἐὰν οὗτος αὐτὸς καθ’ αὑτοῦ τἀληθῆ λέγῃ ἐναντίον πολλῶν, ὃ ἐκεῖ σωφροσύνην ἡγοῦντο εἶναι, τἀληθῆ λέγειν, ἐνταῦθα μανίαν …»
Αντίθετα, όσον αφορά τη δικαιοσύνη (και την πολιτική αρετή γενικότερα), θεωρείται σωστό το να λένε όλοι ότι είναι δίκαιοι, ακόμα κι αν δεν είναι. Η κοινή γνώμη αποδέχεται ότι ο καθένας είτε είναι δίκαιος είτε όχι πρέπει να υποστηρίζει ότι είναι ή να φαίνεται δίκαιος. Όποιος αποκλίνει από τη στάση αυτή, δεν μπορεί να γίνεται αποδεκτός ως μέλος της κοινωνίας. Φαίνεται εδραιωμένη η αντίληψη ότι η κοινωνική συνύπαρξη των ανθρώπων δεν συμφωνεί με την αδικία, η οποία απειλεί με διάσπαση τη συνοχή της κοινωνίας, και ότι δεν υπάρχει άνθρωπος που τουλάχιστον δεν καταφάσκει στη δικαιοσύνη.
Ειδικότερα, το σκεπτικό του Πρωταγόρα μπορεί να ερμηνευθεί και ως εξής: α) ακόμα κι ένας άδικος είναι σε θέση να διακρίνει τη δίκαιη από την άδικη πράξη. Αυτό σημαίνει ότι έχει μέσα του κάποια στοιχεία δικαιοσύνης, που όμως δεν έχουν καλλιεργηθεί επαρκώς, ώστε να τον αποτρέψουν από τη διάπραξη της αδικίας. Άρα, δεν θα πει αλήθεια, αν ισχυριστεί ότι είναι άδικος. β) το να ομολογεί κάποιος δημόσια την αλήθεια, ότι δηλαδή είναι άδικος, θεωρείται παραφροσύνη, διότι:
- θα υποστεί ποινές,
- θα αμαυρωθεί η δημόσια εικόνα του.
- ΑΣΚΗΣΗ 4
Εκφώνηση
Να αξιολογήσετε την εμπειρική απόδειξη του Πρωταγόρα για την καθολικότητα της αρετής. Τη βρίσκετε πειστική;
Να αξιολογήσετε την εμπειρική απόδειξη του Πρωταγόρα για την καθολικότητα της αρετής. Τη βρίσκετε πειστική;
Απάντηση
Το «τεκμήριον» του Πρωταγόρα είναι μια υποδειγματική εφαρμογή των τεχνικών και των κανόνων της ρητορικής. Αποτελεί επίκληση στην εμπειρία και μάλιστα εμπειρία κοινή και αποδεκτή από όλους και γι’ αυτό είναι τυπικό τεκμήριο. Επιπλέον, το σχήμα της αντίθεσης, που χρησιμοποιεί ο ρήτορας για να δείξει τι ισχύει στον χώρο της τεχνικής γνώσης και τι στον χώρο της δικαιοσύνης, είναι ένα κλασικό, τυπικό στοιχείο ρητορικής που χρησιμοποιείται στους ρητορικούς λόγους. Ωστόσο, η αξιολόγηση του τεκμηρίου του Πρωταγόρα φανερώνει τα εξής τρωτά σημεία του:
α) Η αποδεικτέα θέση έχει αποφαντική διατύπωση («ἡγοῦνται … μετέχειν»), ενώ στις δύο αιτιολογήσεις υπάρχει δεοντολογική διατύπωση («δεῖν φάναι ἀναγκαῖον μετέχειν»), η οποία όμως δεν έχει αποδεικτική ισχύ. Δεν ευσταθεί ο συλλογισμός ότι «όλοι έχουν την πολιτική αρετή, επειδή όλοι πρέπει να λένε ότι είναι δίκαιοι και επειδή είναι αναγκαίο να έχουν όλοι μερίδιο σ’ αυτή». Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι τι πραγματικά συμβαίνει και όχι τι πρέπει να συμβαίνει. Ο συλλογισμός θα ήταν λογικά ορθός, αν είχε ως συμπέρασμα τη φράση: «ἡγοῦνται πάντες ἄνθρωποι πάντα ἄνδρα δεῖν μετέχειν δικαιοσύνης τε καὶ τῆς ἄλλης πολιτικῆς ἀρετῆς».
β) «ἐάντε ὦσιν ἐάντε μή»: η φράση έρχεται σε αντίφαση με την καθολικότητα της αρετής, που υποστηρίχτηκε στην αποδεικτέα θέση, καθώς εδώ δηλώνεται ότι υπάρχουν και άδικοι άνθρωποι.
γ) Ο συλλογισμός έχει περιορισμένη αποδεικτική αξία, γιατί ως προς τη μορφή είναι υποθετικός, στηρίζεται δηλαδή σε κρίσεις που ισχύουν υπό όρους και όχι απόλυτα.
δ) Οι προκείμενες δεν είναι λογικές κρίσεις, αλλά εμπειρικά παραδείγματα και χαρακτηρίζονται από υποκειμενισμό.
Το «τεκμήριον» του Πρωταγόρα είναι μια υποδειγματική εφαρμογή των τεχνικών και των κανόνων της ρητορικής. Αποτελεί επίκληση στην εμπειρία και μάλιστα εμπειρία κοινή και αποδεκτή από όλους και γι’ αυτό είναι τυπικό τεκμήριο. Επιπλέον, το σχήμα της αντίθεσης, που χρησιμοποιεί ο ρήτορας για να δείξει τι ισχύει στον χώρο της τεχνικής γνώσης και τι στον χώρο της δικαιοσύνης, είναι ένα κλασικό, τυπικό στοιχείο ρητορικής που χρησιμοποιείται στους ρητορικούς λόγους. Ωστόσο, η αξιολόγηση του τεκμηρίου του Πρωταγόρα φανερώνει τα εξής τρωτά σημεία του:
α) Η αποδεικτέα θέση έχει αποφαντική διατύπωση («ἡγοῦνται … μετέχειν»), ενώ στις δύο αιτιολογήσεις υπάρχει δεοντολογική διατύπωση («δεῖν φάναι ἀναγκαῖον μετέχειν»), η οποία όμως δεν έχει αποδεικτική ισχύ. Δεν ευσταθεί ο συλλογισμός ότι «όλοι έχουν την πολιτική αρετή, επειδή όλοι πρέπει να λένε ότι είναι δίκαιοι και επειδή είναι αναγκαίο να έχουν όλοι μερίδιο σ’ αυτή». Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι τι πραγματικά συμβαίνει και όχι τι πρέπει να συμβαίνει. Ο συλλογισμός θα ήταν λογικά ορθός, αν είχε ως συμπέρασμα τη φράση: «ἡγοῦνται πάντες ἄνθρωποι πάντα ἄνδρα δεῖν μετέχειν δικαιοσύνης τε καὶ τῆς ἄλλης πολιτικῆς ἀρετῆς».
β) «ἐάντε ὦσιν ἐάντε μή»: η φράση έρχεται σε αντίφαση με την καθολικότητα της αρετής, που υποστηρίχτηκε στην αποδεικτέα θέση, καθώς εδώ δηλώνεται ότι υπάρχουν και άδικοι άνθρωποι.
γ) Ο συλλογισμός έχει περιορισμένη αποδεικτική αξία, γιατί ως προς τη μορφή είναι υποθετικός, στηρίζεται δηλαδή σε κρίσεις που ισχύουν υπό όρους και όχι απόλυτα.
δ) Οι προκείμενες δεν είναι λογικές κρίσεις, αλλά εμπειρικά παραδείγματα και χαρακτηρίζονται από υποκειμενισμό.
- ΑΣΚΗΣΗ 5
Εκφώνηση
«ἢ μὴ εἶναι ἐν ἀνθρώποις»: να συγκρίνετε την τιμωρία αυτή με τη θανάτωση («κτείνειν ὡς νόσον πόλεως») που προτάθηκε στην 4η ενότητα από τον Δία. Είναι η κύρωση αυτή ηπιότερη ή όχι και γιατί;
«ἢ μὴ εἶναι ἐν ἀνθρώποις»: να συγκρίνετε την τιμωρία αυτή με τη θανάτωση («κτείνειν ὡς νόσον πόλεως») που προτάθηκε στην 4η ενότητα από τον Δία. Είναι η κύρωση αυτή ηπιότερη ή όχι και γιατί;
Απάντηση
Ο Πρωταγόρας φαίνεται ότι δέχεται πως η πολιτική ιδιότητα, έστω και ως κατάφαση στην έννοια της δικαιοσύνης, είναι ειδοποιό γνώρισμα του ανθρώπου και απαραίτητη προϋπόθεση για να είναι δεκτός στην πολιτική κοινωνία. Όταν και αυτό το ελάχιστο της κατάφασης στην έννοια του δικαίου λείπει από κάποιον, ο άνθρωπος αυτός δεν μπορεί να συγκαταλέγεται ανάμεσα στους ανθρώπους, γιατί υστερεί και αποτελεί απειλή για τους ιδρυτικούς σκοπούς της πολιτικής κοινωνίας. Έτσι, σ’ αυτή την ενότητα προτείνεται αυτός να μη συγκαταλέγεται μεταξύ των ανθρώπων, δηλαδή να εξορίζεται και να του στερούνται τα πολιτικά του δικαιώματα. Απ’ την άλλη, στην 4η ενότητα είχε προταθεί από τον Δία η θανατική ποινή («κτείνειν ὡς νόσον πόλεως»). Ίσως η ποινή του Πρωταγόρα να φαίνεται ηπιότερη σε σχέση με αυτή που επιβάλλει ο Δίας˙ έχουν όμως και οι δύο τον ίδιο σκοπό: να οδηγήσουν τους ανθρώπους στην αρετή. Έτσι, προβάλλεται ο παιδευτικός ρόλος των νόμων. Αν, βέβαια, λάβουμε υπόψη μας τη σημασία που έχει η πόλη και η συμμετοχή του πολίτη στα κοινά την εποχή αυτή, καταλαβαίνουμε πως η ποινή που αναφέρει ο Πρωταγόρας είναι ισάξια ή και αυστηρότερη από αυτή που προτείνεται από τον Δία.
Ο Πρωταγόρας φαίνεται ότι δέχεται πως η πολιτική ιδιότητα, έστω και ως κατάφαση στην έννοια της δικαιοσύνης, είναι ειδοποιό γνώρισμα του ανθρώπου και απαραίτητη προϋπόθεση για να είναι δεκτός στην πολιτική κοινωνία. Όταν και αυτό το ελάχιστο της κατάφασης στην έννοια του δικαίου λείπει από κάποιον, ο άνθρωπος αυτός δεν μπορεί να συγκαταλέγεται ανάμεσα στους ανθρώπους, γιατί υστερεί και αποτελεί απειλή για τους ιδρυτικούς σκοπούς της πολιτικής κοινωνίας. Έτσι, σ’ αυτή την ενότητα προτείνεται αυτός να μη συγκαταλέγεται μεταξύ των ανθρώπων, δηλαδή να εξορίζεται και να του στερούνται τα πολιτικά του δικαιώματα. Απ’ την άλλη, στην 4η ενότητα είχε προταθεί από τον Δία η θανατική ποινή («κτείνειν ὡς νόσον πόλεως»). Ίσως η ποινή του Πρωταγόρα να φαίνεται ηπιότερη σε σχέση με αυτή που επιβάλλει ο Δίας˙ έχουν όμως και οι δύο τον ίδιο σκοπό: να οδηγήσουν τους ανθρώπους στην αρετή. Έτσι, προβάλλεται ο παιδευτικός ρόλος των νόμων. Αν, βέβαια, λάβουμε υπόψη μας τη σημασία που έχει η πόλη και η συμμετοχή του πολίτη στα κοινά την εποχή αυτή, καταλαβαίνουμε πως η ποινή που αναφέρει ο Πρωταγόρας είναι ισάξια ή και αυστηρότερη από αυτή που προτείνεται από τον Δία.
- ΑΣΚΗΣΗ 6
Εκφώνηση
Πώς αποδεικνύει ο Πρωταγόρας ότι η πολιτική αρετή διδάσκεται; Να καταγράψετε τα επιχειρήματά του και να τα αξιολογήσετε.
Πώς αποδεικνύει ο Πρωταγόρας ότι η πολιτική αρετή διδάσκεται; Να καταγράψετε τα επιχειρήματά του και να τα αξιολογήσετε.
Απάντηση
Ο Πρωταγόρας, προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η πολιτική αρετή διδάσκεται, διακρίνει δύο κατηγορίες χαρακτηριστικών, τα φυσικά / έμφυτα και τα επίκτητα.
α) Προτερήματα και ελαττώματα που προέρχονται από τη φύση και την τύχη: σ’ αυτή την κατηγορία εντάσσονται χαρακτηριστικά που σχετίζονται με την εξωτερική εμφάνιση και τον ανθρώπινο οργανισμό. Φυσικά, δεν τον απασχολούν τα φυσικά προτερήματα, γιατί αυτά δεν του είναι απαραίτητα για την απόδειξή του, αφού όλοι θαυμάζουν αυτούς που τα έχουν. Με όποιον, όμως, έχει φυσικά ελαττώματα (ασχήμια, μικρό ανάστημα, ασθενικό σώμα) κανείς δεν οργίζεται ούτε προσπαθεί να τα διορθώσει με συμβουλές, διδασκαλία και τιμωρίες, γιατί δεν εξαρτώνται από τη βούληση και την ευθύνη του ανθρώπου («ἀπό τοῦ αὐτομάτου»). Αντίθετα, νιώθουν οίκτο και συμπόνια για τη σκληρότητα της φύσης ή της τύχης.
β) Χαρακτηριστικά που αποκτούν οι άνθρωποι ύστερα από φροντίδα, άσκηση και διδασκαλία. Σ’ αυτή την κατηγορία εντάσσονται στοιχεία, που έχουν να κάνουν με τον χαρακτήρα του ανθρώπου κι επομένως με τις αρετές. Εύλογα, και πάλι, δεν ασχολείται με όσους ήδη διαθέτουν αυτές τις αρετές. Απ’ αυτό, λοιπόν, το σημείο ξεκινά την απόδειξη του «διδακτού» της αρετής: όποιος δεν έχει αρετές, αλλά τα αντίθετα χαρακτηριστικά (για παράδειγμα την αδικία και την ασέβεια), οι άνθρωποι θυμώνουν μαζί του, τον τιμωρούν και τον συμβουλεύουν, διότι αδιαφόρησε να τα καλλιεργήσει. Άρα, η πολιτική αρετή διδάσκεται.
Η απόδειξη του Πρωταγόρα θεμελιώνεται σε σκέψη που διέπεται από πραγματικό ανθρωπισμό και λαμβάνει τον άνθρωπο ως μέτρο σύγκρισης. Από την άλλη, οργανώνεται με σοφιστικό τρόπο, με αποτέλεσμα να αποβλέπει στην πειθώ απλώς του δέκτη και όχι στην αναζήτηση και εύρεση της μίας και μοναδικής αλήθειας, που είναι το ζητούμενο του Σωκράτη. Ειδικότερα, ο μεθοδικός τρόπος, με τον οποίο πραγματεύεται ο Πρωταγόρας το θέμα του, και η ταξινόμηση προϋποθέσεων, επιχειρημάτων και λογικών παραδειγμάτων φανερώνουν ότι ο σοφιστής αγωνιά για την πειστικότητα των λόγων του και όχι για την εύρεση της απόλυτης αλήθειας. Ο σοφιστικός τρόπος προσέγγισης του θέματος φαίνεται, λοιπόν, στα εξής:
α) Η βασική φράση που χρησιμοποιεί ως τεκμήριο για την απόδειξη της αρετής («ὅσα δὲ ἐξ ἐπιμελείας καὶ ἀσκήσεως καὶ διδαχῆς οἴονται γίγνεσθαι ἀγαθὰ ἀνθρώποις») αποτελεί την ίδια την αποδεικτέα θέση, αυτό δηλαδή που χρειάζεται να αποδειχθεί. Έχουμε, λοιπόν, το είδος σοφίσματος που ονομάζεται «λῆψις τοῦ ζητουμένου».
β) «ᾧ ἂν παραγίγνηται» / «ἐάν τις ταῦτα μὴ ἔχῃ»: οι δύο φράσεις έρχονται σε αντίφαση είτε με τη θεωρία ότι η αρετή διδάσκεται, αφού αφήνεται να εννοηθεί ότι κάποιοι δεν μπορούν να την αποκτήσουν με τη διδασκαλία, είτε με τη θεωρία για την καθολικότητα της αρετής, αφού δέχεται ότι υπάρχουν και κάποιοι που δεν την κατέχουν.
γ) Παρουσιάζει ως άποψη των ανθρώπων γενικά, τη δική του απλώς άποψη για το θέμα.
δ) Υπολανθάνει η απαίτηση του ικανού και κατάλληλου δασκάλου, όπως ο ίδιος, για να διδάξει την πολιτική αρετή.
Συνολικά για τον αποδεικτικό λόγο του Πρωταγόρα στην ενότητα αυτή, μπορούμε να πούμε ότι η έλλειψη πειστικότητας των επιχειρημάτων του Πρωταγόρα οφείλεται κυρίως στην ασάφεια της διατύπωσής του. Πιο συγκεκριμένα, όταν ο Πρωταγόρας ισχυρίζεται ότι όλοι οι άνθρωποι κατέχουν την πολιτική αρετή («ἡγοῦνται πάντες ἄνθρωποι πάντα ἄνδρα μετέχειν δικαιοσύνης τε καὶ τῆς ἄλλης πολιτικῆς ἀρετῆς») εννοεί ότι όλοι έχουν μέσα τους στοιχεία πολιτικής αρετής ως προδιάθεση και καταβολές. Πρέπει, όμως, να μεσολαβήσει η διδασκαλία για να φτάσουν στην πλήρη κατάκτησή της. Όταν, πάλι, ισχυρίζεται ότι υπάρχουν και κάποιοι που δεν την έχουν, εννοεί αυτούς που δεν την έχουν αναπτύξει πλήρως, που έχουν αδιαφορήσει να την κατακτήσουν μέσω της διδασκαλίας και, επομένως, έχουν μείνει στο στάδιο της προδιάθεσης, των καταβολών («ἐάντε ὦσιν ἐάντε μὴ / ᾧ ἂν παραγίγνηται» / «ἐάν τις ταῦτα μὴ ἔχῃ»). Συνεπώς, το πρόβλημα, κατά τον Πρωταγόρα, είναι πώς ο άνθρωπος με δεδομένη τη γενική αίσθηση του δικαίου (που του χαρίζουν η αιδώς και η δίκη ως προδιάθεση και καταβολές) μπορεί και πρέπει να παιδεύεται και να ευαισθητοποιείται προκειμένου να κατακτήσει μια δίκαιη συμπεριφορά από κοινωνικοπολιτική άποψη.
Ο Πρωταγόρας, προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η πολιτική αρετή διδάσκεται, διακρίνει δύο κατηγορίες χαρακτηριστικών, τα φυσικά / έμφυτα και τα επίκτητα.
α) Προτερήματα και ελαττώματα που προέρχονται από τη φύση και την τύχη: σ’ αυτή την κατηγορία εντάσσονται χαρακτηριστικά που σχετίζονται με την εξωτερική εμφάνιση και τον ανθρώπινο οργανισμό. Φυσικά, δεν τον απασχολούν τα φυσικά προτερήματα, γιατί αυτά δεν του είναι απαραίτητα για την απόδειξή του, αφού όλοι θαυμάζουν αυτούς που τα έχουν. Με όποιον, όμως, έχει φυσικά ελαττώματα (ασχήμια, μικρό ανάστημα, ασθενικό σώμα) κανείς δεν οργίζεται ούτε προσπαθεί να τα διορθώσει με συμβουλές, διδασκαλία και τιμωρίες, γιατί δεν εξαρτώνται από τη βούληση και την ευθύνη του ανθρώπου («ἀπό τοῦ αὐτομάτου»). Αντίθετα, νιώθουν οίκτο και συμπόνια για τη σκληρότητα της φύσης ή της τύχης.
β) Χαρακτηριστικά που αποκτούν οι άνθρωποι ύστερα από φροντίδα, άσκηση και διδασκαλία. Σ’ αυτή την κατηγορία εντάσσονται στοιχεία, που έχουν να κάνουν με τον χαρακτήρα του ανθρώπου κι επομένως με τις αρετές. Εύλογα, και πάλι, δεν ασχολείται με όσους ήδη διαθέτουν αυτές τις αρετές. Απ’ αυτό, λοιπόν, το σημείο ξεκινά την απόδειξη του «διδακτού» της αρετής: όποιος δεν έχει αρετές, αλλά τα αντίθετα χαρακτηριστικά (για παράδειγμα την αδικία και την ασέβεια), οι άνθρωποι θυμώνουν μαζί του, τον τιμωρούν και τον συμβουλεύουν, διότι αδιαφόρησε να τα καλλιεργήσει. Άρα, η πολιτική αρετή διδάσκεται.
Η απόδειξη του Πρωταγόρα θεμελιώνεται σε σκέψη που διέπεται από πραγματικό ανθρωπισμό και λαμβάνει τον άνθρωπο ως μέτρο σύγκρισης. Από την άλλη, οργανώνεται με σοφιστικό τρόπο, με αποτέλεσμα να αποβλέπει στην πειθώ απλώς του δέκτη και όχι στην αναζήτηση και εύρεση της μίας και μοναδικής αλήθειας, που είναι το ζητούμενο του Σωκράτη. Ειδικότερα, ο μεθοδικός τρόπος, με τον οποίο πραγματεύεται ο Πρωταγόρας το θέμα του, και η ταξινόμηση προϋποθέσεων, επιχειρημάτων και λογικών παραδειγμάτων φανερώνουν ότι ο σοφιστής αγωνιά για την πειστικότητα των λόγων του και όχι για την εύρεση της απόλυτης αλήθειας. Ο σοφιστικός τρόπος προσέγγισης του θέματος φαίνεται, λοιπόν, στα εξής:
α) Η βασική φράση που χρησιμοποιεί ως τεκμήριο για την απόδειξη της αρετής («ὅσα δὲ ἐξ ἐπιμελείας καὶ ἀσκήσεως καὶ διδαχῆς οἴονται γίγνεσθαι ἀγαθὰ ἀνθρώποις») αποτελεί την ίδια την αποδεικτέα θέση, αυτό δηλαδή που χρειάζεται να αποδειχθεί. Έχουμε, λοιπόν, το είδος σοφίσματος που ονομάζεται «λῆψις τοῦ ζητουμένου».
β) «ᾧ ἂν παραγίγνηται» / «ἐάν τις ταῦτα μὴ ἔχῃ»: οι δύο φράσεις έρχονται σε αντίφαση είτε με τη θεωρία ότι η αρετή διδάσκεται, αφού αφήνεται να εννοηθεί ότι κάποιοι δεν μπορούν να την αποκτήσουν με τη διδασκαλία, είτε με τη θεωρία για την καθολικότητα της αρετής, αφού δέχεται ότι υπάρχουν και κάποιοι που δεν την κατέχουν.
γ) Παρουσιάζει ως άποψη των ανθρώπων γενικά, τη δική του απλώς άποψη για το θέμα.
δ) Υπολανθάνει η απαίτηση του ικανού και κατάλληλου δασκάλου, όπως ο ίδιος, για να διδάξει την πολιτική αρετή.
Συνολικά για τον αποδεικτικό λόγο του Πρωταγόρα στην ενότητα αυτή, μπορούμε να πούμε ότι η έλλειψη πειστικότητας των επιχειρημάτων του Πρωταγόρα οφείλεται κυρίως στην ασάφεια της διατύπωσής του. Πιο συγκεκριμένα, όταν ο Πρωταγόρας ισχυρίζεται ότι όλοι οι άνθρωποι κατέχουν την πολιτική αρετή («ἡγοῦνται πάντες ἄνθρωποι πάντα ἄνδρα μετέχειν δικαιοσύνης τε καὶ τῆς ἄλλης πολιτικῆς ἀρετῆς») εννοεί ότι όλοι έχουν μέσα τους στοιχεία πολιτικής αρετής ως προδιάθεση και καταβολές. Πρέπει, όμως, να μεσολαβήσει η διδασκαλία για να φτάσουν στην πλήρη κατάκτησή της. Όταν, πάλι, ισχυρίζεται ότι υπάρχουν και κάποιοι που δεν την έχουν, εννοεί αυτούς που δεν την έχουν αναπτύξει πλήρως, που έχουν αδιαφορήσει να την κατακτήσουν μέσω της διδασκαλίας και, επομένως, έχουν μείνει στο στάδιο της προδιάθεσης, των καταβολών («ἐάντε ὦσιν ἐάντε μὴ / ᾧ ἂν παραγίγνηται» / «ἐάν τις ταῦτα μὴ ἔχῃ»). Συνεπώς, το πρόβλημα, κατά τον Πρωταγόρα, είναι πώς ο άνθρωπος με δεδομένη τη γενική αίσθηση του δικαίου (που του χαρίζουν η αιδώς και η δίκη ως προδιάθεση και καταβολές) μπορεί και πρέπει να παιδεύεται και να ευαισθητοποιείται προκειμένου να κατακτήσει μια δίκαιη συμπεριφορά από κοινωνικοπολιτική άποψη.
- ΑΣΚΗΣΗ 7
Εκφώνηση
Είναι γνωστό ότι ο άνθρωπος μαθαίνει αρχικά με τη μίμηση. Γιατί, κατά τη γνώμη σας, την παραλείπει ο Πρωταγόρας;
Είναι γνωστό ότι ο άνθρωπος μαθαίνει αρχικά με τη μίμηση. Γιατί, κατά τη γνώμη σας, την παραλείπει ο Πρωταγόρας;
Απάντηση
Στις μορφές αγωγής εντάσσεται και η μίμηση, την οποία σκόπιμα παραλείπει ο Πρωταγόρας, γιατί δεν εξυπηρετεί την επιχειρηματολογία του. Η μίμηση που έχει στόχο ανώτερα πρότυπα είναι θεμιτή. Όταν, όμως, κάποιος μιμείται άκριτα ή αρνητικά πρότυπα, τότε ελλοχεύουν κίνδυνοι τόσο για την ανθρώπινη προσωπικότητα όσο και για το κοινωνικό σύνολο. Επομένως, η αποτελεσματικότητα της μίμησης είναι αμφισβητήσιμη και η αναφορά του σ’ αυτή θα ανέτρεπε όλη του τη θεωρία για το «διδακτόν» της αρετής ή θα έστρεφε τη συζήτηση σε θέματα άσχετα ή με χαλαρή σχέση με το βασικό ζητούμενο για το διδακτό της αρετής.
Στις μορφές αγωγής εντάσσεται και η μίμηση, την οποία σκόπιμα παραλείπει ο Πρωταγόρας, γιατί δεν εξυπηρετεί την επιχειρηματολογία του. Η μίμηση που έχει στόχο ανώτερα πρότυπα είναι θεμιτή. Όταν, όμως, κάποιος μιμείται άκριτα ή αρνητικά πρότυπα, τότε ελλοχεύουν κίνδυνοι τόσο για την ανθρώπινη προσωπικότητα όσο και για το κοινωνικό σύνολο. Επομένως, η αποτελεσματικότητα της μίμησης είναι αμφισβητήσιμη και η αναφορά του σ’ αυτή θα ανέτρεπε όλη του τη θεωρία για το «διδακτόν» της αρετής ή θα έστρεφε τη συζήτηση σε θέματα άσχετα ή με χαλαρή σχέση με το βασικό ζητούμενο για το διδακτό της αρετής.
Λεξιλογικές ασκήσεις
- ΑΣΚΗΣΗ 1
Εκφώνηση
Να βρείτε την ετυμολογία των παρακάτω λέξεων: νουθετοῦσιν, ἄδικος, τἀληθῆ, σωφροσύνην, σύμβουλον, συλλήβδην.
Να βρείτε την ετυμολογία των παρακάτω λέξεων: νουθετοῦσιν, ἄδικος, τἀληθῆ, σωφροσύνην, σύμβουλον, συλλήβδην.
Λύση
νουθετοῦσιν -> νοῦς + τίθημι
ἄδικος → ἀ- (στερητικό) + δίκη
τἀληθῆ → τὰ (άρθρο: κράση) + ἀ- (στερητικό) + λήθη < λανθάνω
σωφροσύνην → σώφρων < σῶς (= σῶος) + φρήν, σῶος + φρὴν
σύμβουλον → συμβουλὴ < σὺν + βουλὴ < βούλομαι
συλλήβδην → σὺν + λαμβάνω
νουθετοῦσιν -> νοῦς + τίθημι
ἄδικος → ἀ- (στερητικό) + δίκη
τἀληθῆ → τὰ (άρθρο: κράση) + ἀ- (στερητικό) + λήθη < λανθάνω
σωφροσύνην → σώφρων < σῶς (= σῶος) + φρήν, σῶος + φρὴν
σύμβουλον → συμβουλὴ < σὺν + βουλὴ < βούλομαι
συλλήβδην → σὺν + λαμβάνω
- ΑΣΚΗΣΗ 2
Εκφώνηση
Να βρείτε συνώνυμα των παρακάτω λέξεων στα αρχαία ελληνικά: οἴῃ, μετέχειν, δεῖν, ποιεῖν, ἀγαθὰ.
Να βρείτε συνώνυμα των παρακάτω λέξεων στα αρχαία ελληνικά: οἴῃ, μετέχειν, δεῖν, ποιεῖν, ἀγαθὰ.
Λύση
οἴῃ = νομίζῃ, δοκῇ, ὑπολαμβάνῃ, ἡγῆται
μετέχειν = μετεῖναι, κοινωνεῖν
δεῖν = χρῆναι
ποιεῖν = πράττειν, δρᾶν
ἀγαθὰ = καλά
οἴῃ = νομίζῃ, δοκῇ, ὑπολαμβάνῃ, ἡγῆται
μετέχειν = μετεῖναι, κοινωνεῖν
δεῖν = χρῆναι
ποιεῖν = πράττειν, δρᾶν
ἀγαθὰ = καλά
- ΑΣΚΗΣΗ 3
Εκφώνηση
Να δώσετε δύο ομόρριζα στα νέα ελληνικά για καθεμιά από τις παρακάτω λέξεις: φῇ, οἰκεῖοι, μανίαν, φύσει, τύχῃ, διδαχῆς.
Να δώσετε δύο ομόρριζα στα νέα ελληνικά για καθεμιά από τις παρακάτω λέξεις: φῇ, οἰκεῖοι, μανίαν, φύσει, τύχῃ, διδαχῆς.
Λύση
φῇ: φήμη, προφήτης
οἰκεῖοι: οικειοθελώς, οικειότητα
μανίαν: μανιακός, κλεπτομανής
φύσει: φυτεία, φυσιολογικός
τύχῃ: τυχαίος, τυχάρπαστος
διδαχῆς: διδασκαλείο, δίδαγμα
φῇ: φήμη, προφήτης
οἰκεῖοι: οικειοθελώς, οικειότητα
μανίαν: μανιακός, κλεπτομανής
φύσει: φυτεία, φυσιολογικός
τύχῃ: τυχαίος, τυχάρπαστος
διδαχῆς: διδασκαλείο, δίδαγμα