Πλάτων - Πρωταγόρας: Ενότητα 6η (324a-c) - Η παιδευτική σημασία της τιμωρίας ως απόδειξη του διδακτού της αρετής
Στόχοι της ενότητας είναι:
- να παρακολουθήσουν οι μαθητές τη συνέχεια του αποδεικτικού λόγου του Πρωταγόρα για το διδακτό της πολιτικής αρετής·
- να κατανοήσουν το επιχείρημα του Πρωταγόρα για τον κοινωνικοποιητικό και ηθικοπαιδαγωγικό ρόλο της ποινής·
- να μελετήσουν τη λειτουργία της ποινής ως έλλογης πράξης στο πλαίσιο της πολιτικής κοινωνίας και να την διακρίνουν από τη θηριώδη και άλογη πράξη εκδίκησης·
- να αξιολογήσουν τον σωφρονιστικό, παραδειγματικό και αποτρεπτικό χαρακτήρα της ποινής·
- να διακρίνουν σημασιολογικά τα ρήματα «κολάζω» και «τιμωρῶ».
Η ΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΤΙΜΩΡΙΑΣ ΩΣ ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΤΟΥ ΔΙΔΑΚΤΟΥ ΤΗΣ ΑΡΕΤΗΣ - ΔΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
Μετάβαση από την απόδειξη του διδακτού της αρετής στον ηθικοπλαστικό χαρακτήρα της ποινής | Ἔνθα δὴ πᾶς παντὶ θυμοῦται καὶ νουθετεῖ, δῆλον ὅτι ὡς ἐξ ἐπιμελείας καὶ μαθήσεως κτητῆς οὔσης. |
Ανάλυση του επιχειρήματος: Ο ηθικοπλαστικός χαρακτήρας της ποινής ως επιχείρημα απόδειξης για το διδακτό της αρετής | Εἰ γὰρ ἐθέλεις ἐννοῆσαι τὸ κολάζειν, ὦ Σώκρατες, τοὺς ἀδικοῦντας τί ποτε δύναται, αὐτό σε διδάξει ὅτι οἵ γε ἄνθρωποι ἡγοῦνται παρασκευαστὸν εἶναι ἀρετήν. |
Η άλογη και η έλλογη τιμωρία O σωφρονιστικός και παραδειγματικός χαρακτήρας της ποινής | Οὐδεὶς γὰρ κολάζει τοὺς ἀδικοῦντας πρὸς τούτῳ τὸν νοῦν ἔχων καὶ τούτου ἕνεκα, ὅτι ἠδίκησεν, ὅστις μὴ ὥσπερ θηρίον ἀλογίστως τιμωρεῖται˙ ὁ δὲ μετὰ λόγου ἐπιχειρῶν κολάζειν οὐ τοῦ παρεληλυθότος ἕνεκα ἀδικήματος τιμωρεῖται –οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη– ἀλλὰ τοῦ μέλλοντος χάριν, ἵνα μὴ αὖθις ἀδικήσῃ μήτε αὐτὸς οὗτος μήτε ἄλλος ὁ τοῦτον ἰδὼν κολασθέντα. |
Ο αποτρεπτικός χαρακτήρας της ποινής Η συναίνεση της κοινής γνώμης για την αποτρεπτικότητα της ποινής και του διδακτού της αρετής Συμπεράσματα | Καὶ τοιαύτην διάνοιαν ἔχων διανοεῖται παιδευτὴν εἶναι ἀρετήν˙ ἀποτροπῆς γοῦν ἕνεκα κολάζει. Ταύτην οὖν τὴν δόξαν πάντες ἔχουσιν ὅσοιπερ τιμωροῦνται καὶ ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ. Τιμωροῦνται δὲ καὶ κολάζονται οἵ τε ἄλλοι ἄνθρωποι οὓς ἂν οἴωνται ἀδικεῖν, καὶ οὐχ ἥκιστα Ἀθηναῖοι οἱ σοὶ πολῖται˙ ὥστε κατὰ τοῦτον τὸν λόγον καὶ Ἀθηναῖοί εἰσι τῶν ἡγουμένων παρασκευαστὸν εἶναι καὶ διδακτὸν ἀρετήν. |
Η καθολικότητα και το «διδακτὸν» της αρετής. | Ὡς μὲν οὖν εἰκότως ἀποδέχονται οἱ σοὶ πολῖται καὶ χαλκέως καὶ σκυτοτόμου συμβουλεύοντος τὰ πολιτικά, καὶ ὅτι διδακτὸν καὶ παρασκευαστὸν ἡγοῦνται ἀρετήν, ἀποδέδεικταί σοι, ὦ Σώκρατες, ἱκανῶς, ὥς γέ μοι φαίνεται. |
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Στην περίπτωση αυτή, λοιπόν, ο καθένας θυμώνει με τον καθένα και τον συμβουλεύει, ολοφάνερα επειδή κατά τη γνώμη του (η αρετή) μπορεί να αποκτηθεί με επιμέλεια και μάθηση˙ αν πράγματι θέλεις, Σωκράτη, να καταλάβεις τι τέλος πάντων σημαίνει το να τιμωρεί κανείς αυτούς που αδικούν, αυτό το ίδιο θα σου αποδείξει ότι οι άνθρωποι πράγματι πιστεύουν πως η αρετή είναι κάτι που μπορεί να αποκτηθεί. Γιατί κανένας δεν τιμωρεί αυτούς που αδικούν έχοντας αυτό στο νου του και εξαιτίας αυτού, επειδή δηλαδή διέπραξε ένα αδίκημα, εκτός αν κάποιος εκδικείται ασυλλόγιστα, όπως ακριβώς ένα θηρίο˙ όποιος όμως επιχειρεί να τιμωρεί με σύνεση δεν παίρνει εκδίκηση για το αδίκημα που έχει ήδη διαπραχθεί –γιατί δεν μπορεί βέβαια να κάνει αυτό που έγινε να μην έχει γίνει– αλλά για χάρη του μέλλοντος, δηλαδή για να μην αδικήσει πάλι ούτε αυτός ο ίδιος ούτε άλλος που είδε ότι αυτός τιμωρήθηκε. Και εφόσον σκέφτεται με αυτόν τον τρόπο θεωρεί ότι είναι δυνατό να διδαχτεί η αρετή˙ επομένως τιμωρεί για να αποτραπεί στο μέλλον επανάληψη της αδικίας. Αυτή λοιπόν τη γνώμη έχουν όλοι, όσοι ακριβώς επιβάλλουν τιμωρίες και στην ιδιωτική και στη δημόσια ζωή. Και τιμωρούν για εκδίκηση και για σωφρονισμό όποιους τυχόν νομίζουν ότι αδικούν και οι άλλοι άνθρωποι και προπαντός οι Αθηναίοι, οι συμπολίτες σου˙ συνεπώς, σύμφωνα μ’ αυτό τον συλλογισμό και οι Αθηναίοι είναι από αυτούς που πιστεύουν ότι η αρετή μπορεί να αποκτηθεί και να διδαχτεί. Ότι δικαιολογημένα, λοιπόν, δέχονται οι συμπολίτες σου και τον χαλκιά και τον τσαγκάρη να δίνει συμβουλές για τα πολιτικά πράγματα (ή ζητήματα), και ότι νομίζουν πως η αρετή μπορεί να διδαχτεί και να αποκτηθεί, σου το έχω αποδείξει, Σωκράτη, επαρκώς, όπως τουλάχιστον μου φαίνεται.
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
(Εκτός από το λεξιλόγιο του σχολικού βιβλίου στις σελίδες 87-88)
ὡς οὔσης κτητῆς = επειδή κατά τη γνώμη του μπορεί να αποκτηθεί (αιτιολογική μετοχή υποκειμενικής αιτιολογίας)
κτητῆς, παρασκευαστόν, παιδευτήν, διδακτὸν = μπορεί να…, είναι δυνατό να…, (ρηματικά επίθετα σε –τὸς)
ὅστις μὴ = εκτός αν κάποιος
μετὰ λόγου / λόγος: α) ο έναρθρος λόγος (από αυτή την έννοια προέρχονται και οι εξής σημασίες της λέξης: το λεγόμενο, η λέξη, η γλώσσα, η ομιλία, το όνομα, ο ισχυρισμός, η απόφαση, η απάντηση, η διαταγή, η εντολή, η συνδιάλεξη, ο έπαινος, η κακή φήμη, το διήγημα, η διήγηση, ο μύθος, ο πεζός λόγος, η πεζογραφία)· β) επίσης, ο λόγος έχει τη σημασία της διάνοιας, της σκέψης (που εκφράζεται με τον έναρθρο λόγο) της ομιλίας, του λογικού, του ορθού λόγου, (από αυτή την έννοια προέρχονται και οι εξής σημασίες: η βάση της λογικής, η δικαιολογία, ο συλλογισμός, η θεωρία, η εκτίμηση, ο λογαριασμός, η λογοδοσία, η συμμετρία, η αναλογία).
ἂν θείη = μπορεί να … (δυνητική ευκτική)
τιμωροῦμαι = τιμωρώ για εκδίκηση
κολάζω = τιμωρώ για σωφρονισμό
ἂν οἴωνται = τυχόν νομίζουν (το ἂν είναι αοριστολογικό)
ὥστε: μετά από ισχυρό σημείο στίξης (τελεία ή άνω τελεία) εισάγει κύρια πρόταση και μεταφράζεται με το «επομένως».
ὡς οὔσης κτητῆς = επειδή κατά τη γνώμη του μπορεί να αποκτηθεί (αιτιολογική μετοχή υποκειμενικής αιτιολογίας)
κτητῆς, παρασκευαστόν, παιδευτήν, διδακτὸν = μπορεί να…, είναι δυνατό να…, (ρηματικά επίθετα σε –τὸς)
ὅστις μὴ = εκτός αν κάποιος
μετὰ λόγου / λόγος: α) ο έναρθρος λόγος (από αυτή την έννοια προέρχονται και οι εξής σημασίες της λέξης: το λεγόμενο, η λέξη, η γλώσσα, η ομιλία, το όνομα, ο ισχυρισμός, η απόφαση, η απάντηση, η διαταγή, η εντολή, η συνδιάλεξη, ο έπαινος, η κακή φήμη, το διήγημα, η διήγηση, ο μύθος, ο πεζός λόγος, η πεζογραφία)· β) επίσης, ο λόγος έχει τη σημασία της διάνοιας, της σκέψης (που εκφράζεται με τον έναρθρο λόγο) της ομιλίας, του λογικού, του ορθού λόγου, (από αυτή την έννοια προέρχονται και οι εξής σημασίες: η βάση της λογικής, η δικαιολογία, ο συλλογισμός, η θεωρία, η εκτίμηση, ο λογαριασμός, η λογοδοσία, η συμμετρία, η αναλογία).
ἂν θείη = μπορεί να … (δυνητική ευκτική)
τιμωροῦμαι = τιμωρώ για εκδίκηση
κολάζω = τιμωρώ για σωφρονισμό
ἂν οἴωνται = τυχόν νομίζουν (το ἂν είναι αοριστολογικό)
ὥστε: μετά από ισχυρό σημείο στίξης (τελεία ή άνω τελεία) εισάγει κύρια πρόταση και μεταφράζεται με το «επομένως».
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΟΜΟΡΡΙΖΑ ΣΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
Θυμοῦται < θυμόομαι –οῦμαι < θυμός < θύω (= κινούμαι με ορμή): θυμωμένος, ράθυμος, ραθυμία, αμφιθυμία, θυμοειδής, θυμηδία, εύθυμος, ευθυμία, πρόθυμος, προθυμία, απρόθυμος, απροθυμία, οξύθυμος, λιποθυμία, λιποθυμικός, επιθυμία, κυκλοθυμικός, θυμόσοφος.
νουθετεῖ < νοῦς + τίθημι: νουθεσία, νουθέτηση, νουθέτημα, νουθετητής.
α. νοῦς: < νοέω -ῶ: νους, νόηση, νοητικός, νόημα, νοηματικός, νοήμων, νοημοσύνη, νοησιαρχικός, παράνοια, παρανοϊκός, πρόνοια, προνοητικός, μετάνοια, διχόνοια, διάνοια, διανοητικός, άνοια, ανόητος, επίνοια, επινοητικός, εύνοια, ευνοϊκός, υπόνοια, υπονοούμενο, κατανόηση, επινόηση, παρανόηση, διανόηση.
β. τίθημι: θεσμός, θέση, διάθεση, παράθεση, έκθεση, επίθεση, σύνθεση, θέμα, απόθεμα, παράθεμα, έκθεμα, θετός, πρόσθετος, εμπρόθετος, σύνθετος, έκθετος, αντίθετος, εκθέτης, καταθέτης, υιοθεσία, αδιαθεσία, τοποθεσία, νουθεσία, θήκη, διαθήκη, παρακαταθήκη, συνθήκη, αποθήκη, αποθηκάριος, υποθετικός, επιθετικός, συνθετικός, υπερθετικός, θεμέλιο, θεμελιώδης.
κτητῆς < κτῶμαι: κτήμα, κτήση, κτητικός, κτηματικός, κτηματομεσίτης, κτήτορας, κτηματίας, ιδιοκτήτης, πλοιοκτήτης, ιδιόκτητος.
οὔσης < εἰμί: ουσία, παρουσιαστικό, ευπαρουσίαστος, εσθλός, έτυμον, ετυμολογία, ετυμολογικός, όντως, οντολογικός, οντολογία, παροντικός, παρουσία, εξουσία, εξουσιαστικός, συνουσία, απουσία.
ἐθέλεις < ἐθέλω: θέλημα, εθελούσιος, αθέλητος, θεληματικός, εθελοντικός, εθελοντισμός, εθελοντής, εθελοθυσία, εθελόδουλος.
ἐννοῆσαι < ἐν + νοέω -ῶ: < νοῦς: νους, νόηση, , νοητικός, νόημα, νοηματικός, νοήμων, νοημοσύνη, νοησιαρχικός, παράνοια, παρανοϊκός, πρόνοια, προνοητικός, μετάνοια, διχόνοια, διάνοια, διανοητικός, άνοια, ανόητος, επίνοια, επινοητικός, εύνοια, ευνοϊκός, υπόνοια, υπονοούμενο, νοερός, ευνόητος, απρονοησία, νοησιαρχία, παρανόηση, κατανόηση, συνεννόηση, νοητικότητα, νοηματοδότηση, ανόητος, νοερός, νοηματικός, νοήμων, νοησιοκρατία, ακατανόητος.
τὸ κολάζειν (ουσιαστικοποιημένο απαρέμφατο) < κολάζω < κόλος (= κοντός, βραχύς, πρβλ. κολοβός, κόλουρος) + άδ-j-ω: ακόλαστος, κόλαση, κολάσιμος, κολασμένος, κολασμός, κολαστήριο, κολαστής, κολαστικός.
ἀδικοῦντας (< ἀδικῶ < ἄδικος < ἀ στερ. + δίκη): αδικία, αδίκημα, αδικημένος, άδικος, αδικοπραγία, αδικοσκοτωμένος, αδικοσφαγμένος, αδικοχαμένος, αδικοχαμός, αδίκως.
δύναται < δύναμαι: δυνατός, δυνατότητα, δύναμη, δυναμικός, ενδυνάμωση, δυναμικό (το), δυναμισμός, δυνητικός, δυνάστης, δυναστεία, καταδυνάστευση, δυναμίτης, αδυναμία, αδύναμος, δυναμωτικό, δυναμικότητα, δυναμισμός, δυναμίτης, δυναμογόνος, δυναμογράφος, δυναμοηλεκτρισμός, δυναμόμετρο.
ἡγοῦνται < ἡγέομαι –οῦμαι: ηγέτης, ηγεμόνας, ηγεσία, ηγεμονικός, ηγούμενος, ηγουμενικός, ηγετικός, υφηγεσία, προηγουμένως, ηγήτορας, ηγούμενος, ηγουμενία, ηγουμενικός, Ηγουμενίτσα, ηγουμενοσυμβούλιο, ηγουμενείο, περιήγηση, περιηγητής, περιηγητικός, αφήγηση, αφηγητής, αφηγηματικός, αφηγηματικότητα, διήγηση, διήγημα, διηγηματικός, καθηγητής, εξήγηση, επεξήγηση, επεξηγηματικός, παρεξήγηση, εισήγηση, εισηγητής, προηγούμενος, καθηγητής.
ἔχων < ἔχω: εξής, σχέση, σχεδόν, σχολείο, σχετικός, κατεχόμενος, διάδοχος, πάροχος, ανάδοχος, παροχή, εξοχή, σχόλη, σχολή, σχέδιο, σχεδιασμός, σχεδιαστής, σχετικός, άσχετος, σχετικότητα, σχεδίαση, σχεδιαστήριο, σχήμα, σχηματικός, σχηματισμός, έξοχος, εξοχότητα.
τιμωρεῖται < τιμωρέω –ῶ < τιμωρός < τιμάορος < τιμή + οὖρος (= φύλακας, φρουρός) [η λέξη επιδέχεται και τις εξής επιπλέον ετυμολογήσεις: < τιμή + ὤρα = φροντίδα, < τιμή + ἄρνυμαι = παίρνω]: τιμώρημα, τιμώρηση, τιμωρία, ατιμώρητος, ατιμωρησία, τιμωρός, ακταιωρός, εμβρυωρός, θεωρός, θυρωρός, ολίγωρος, τιμή, τιμητικός, τίμημα, τίμημα, τιμητής, τίμιος, τιμιότητα, έντιμος, εντιμότητα, άτιμος, ατιμία, πρόστιμο, επιτίμηση, επιτιμητικός, αποτίμηση, εκτίμηση, εκτιμητής, διατίμηση, υποτίμηση, υποτιμητικός, προτίμηση, τιμολόγιο, τιμοκατάλογος, τιμοκρατία, τιμοκρατικός, αντίτιμο.
ἐπιχειρῶν < ἐπιχειρῶ < ἐπὶ + χείρ: επιχειρηματίας, επιχειρηματικός, επιχειρηματολογία, επιχειρησιακός, εγχείρημα, εγχειρίδιο, χειροπιαστός, χειροποίητος, χειροδύναμος, επιχειρηματικότητα εγχείρηση, μετεγχειρητικός, επιχείρηση, διαχείριση, διαχειριστής, επιχείρημα, μεταχείριση, μεταχειρισμένος, υποχείριο, χειρολαβή, χειράμαξα, χειραφέτηση, χειραγώγηση χειραψία, χειρισμός, χειριστής, χειροκρότημα, χειρονομία, χειροτεχνία, χειροτονία, χειρουργός.
παρεληλυθότος < παρέρχομαι / πάρειμι: ερχομός, έλευση, προσέλευση, διέλευση, ελευθερία, ανεξίτηλος, ισθμός, εισιτήριο, εξιτήριο, προσηλυτισμός, προσιτός, συνέλευση, ελεύθερος, Ελευθέριος, απελευθερωτικός, ελευθερωτής, ελευθερόστομος.
ἀγένητον < ἀ (στερητικό) + γίγνομαι: γένος, γενεά, γενιά, γόνος, γονίδιο, γονέας, γένεση, άγονος, πρόγονος, εγγονός, γεγονός, γενέτειρα, γυνή, γηγενής, γενετήσιος, γνήσιος, ευγενής, πρωτογενής, εγγενής, ενδογενής, εξωγενής, νεογνό, γενέθλιος, ιθαγενής, συγγενής, γενικός, γονικός, γόνιμος, γονιμότητα, υπογονιμότητα.
θείη < τίθημι: θέση, ανάθημα, νομοθέτης, θεσμός, παρακαταθήκη, σύνθετος, πρόσθετος, θεμέλιος, θετός, υποθήκη.
ἰδὼν < εἶδον < ἐ- Fιδ -ον του ρ. ὁρῶ: είδος, είδωλο, ειδύλλιο, ειδεχθής, ανθρωποειδής, ελικοειδής, χονδροειδής, τριγωνοειδής.
ἰδίᾳ: ιδιώτης, ιδιωτικός, ιδιόμορφος, ιδιόρρυθμος, ιδιοσυγκρασία, ιδιοτελής, ιδιοτέλεια, ιδιότροπος, ιδιοχρησία, ιδιόλεκτος, ιδίωμα, ιδιωματικός.
πολῖται < πόλις: πολίτευμα, πολιτικός, πολιτευτής, πολιτεία, πόλη, κωμόπολη, πολιτεία, κοινοπολιτεία, πολίτης, συμπολίτης, πολιτικός, πολιτειακός, πολιτικάντης, πολιούχος, πολιτικοποίηση, πολιτικολογία, αντιπολίτευση, μεταπολίτευση, πολιτισμός, πολιτισμικός, απολίτιστος, διαπολιτισμικός, απολίτικος, απολιτικοποίηση, πολιτάρχης, πολιτειολογία.
λόγον < λέγω: λέξη, λεξικό, λογική, λογικός, λογοπαίγνιο, έπος, ρήμα, ρητό, ρήση, επίρρημα, απόρρητος, ρήση, ρήτορας, ρητορικός, παρρησία, πρόλογος, διάλογος, άρρητος, ρήτρα, λέξημα, διάλεξη, συνδιάλεξη, λεξικό, λεξιλόγιο, λεξιπενία, λεξικογράφος, λεκτικός, κυριολεξία, κυριολεκτικός, δυσλεξία, δυσλεκτικός, ιδιόλεκτος, διάλεκτος, μονολεκτικός, μονόλογος, διαλογικός, υπόλογος, παράλογος, έλλογος, επίλογος, ομολογία, αναλογία, αναλογικός, απολογία, απολογητικός, έπος, επικός, ανείπωτος.
ἀποδέχονται < ἀπὸ + δέχομαι: δοχείο, δέκτης, δεξαμενή, αποδοχή, παραδοχή, συνεκδοχή, υποδοχή, αποδεκτός, ανάδοχος, δεξιός, παραδεκτός, απαράδεκτος, αποδέκτης, δόκανο, ακατάδεκτος, ευπρόσδεκτος, αναδεξιμιός, δεκτός, διάδοχος, ανάδοχος, δοκιμή, δοκιμάζω.
σκυτοτόμου < σκῦτος (τὸ) + τέμνω: σκυτάλη, σκυταλοδρομία, σκύτινος, σκυτοτομώ, σκυτοτομείο, σκυτοτομικός, τομή, τόμος, τμήση, τμήμα, τεμάχιο, διχοτόμος, επιτομή, διατομή, σύντομος, τέμενος, ταμίας, απότομος, επίτομος, διατομή, κατατομή, περιτομή, νεκροτομή, λοβοτομή, προτομή, σύντομος, συντομογραφία, ανατομία, καινοτομία, ρυμοτομία, κατάτμηση, σύντμηση.
συμβουλεύοντος < συμβουλεύω < σὺν + βουλεύω < βούλομαι [υπάρχει και δεύτερη ετυμολόγηση: το ρήμα παρασύνθετο < συμβουλὴ < συν + βουλὴ < βούλομαι]: βουλή, βούλευμα, προβούλευμα, διαβούλευση, εκδούλευση, βουλευτής, βούληση, βουλησιαρχία, βουλευτιλίκι, βουλευτίνα, βουλησιοκρατία. συμβουλή, σύμβουλος, συμβούλιο, κοινοβουλευτικός.
ἀποδέδεικται < ἀπὸ + δείκνυμαι: αποδεικτικός, δυσαπόδεικτος, αναπόδεικτος, αυταπόδεικτος, δείξιμο, δείκτης, δείγμα, ένδειξη, υπόδειξη, απόδειξη, παράδειγμα, παραδειγματικός, παραδειγματισμός, υπόδειγμα, δειγματολόγιο, δειγματοληψία.
φαίνεται < φαίνομαι: φάσμα, φαινόμενο, φανός, φανερός, φανάρι, φάντασμα, φαντασία, φανταστικός, φαντασίωση, φαντασμαγορικός, άφαντος, αφάνεια, διαφάνεια, επιφάνεια, διαφανής, αφανής, περιφανής, καταφανής, φως, φαεινός, Φανή, Θεοφάνεια, απόφανση, περιφανής, εμφαντικός, έμφαση, πρωτόφαντος, τροφαντός.
νουθετεῖ < νοῦς + τίθημι: νουθεσία, νουθέτηση, νουθέτημα, νουθετητής.
α. νοῦς: < νοέω -ῶ: νους, νόηση, νοητικός, νόημα, νοηματικός, νοήμων, νοημοσύνη, νοησιαρχικός, παράνοια, παρανοϊκός, πρόνοια, προνοητικός, μετάνοια, διχόνοια, διάνοια, διανοητικός, άνοια, ανόητος, επίνοια, επινοητικός, εύνοια, ευνοϊκός, υπόνοια, υπονοούμενο, κατανόηση, επινόηση, παρανόηση, διανόηση.
β. τίθημι: θεσμός, θέση, διάθεση, παράθεση, έκθεση, επίθεση, σύνθεση, θέμα, απόθεμα, παράθεμα, έκθεμα, θετός, πρόσθετος, εμπρόθετος, σύνθετος, έκθετος, αντίθετος, εκθέτης, καταθέτης, υιοθεσία, αδιαθεσία, τοποθεσία, νουθεσία, θήκη, διαθήκη, παρακαταθήκη, συνθήκη, αποθήκη, αποθηκάριος, υποθετικός, επιθετικός, συνθετικός, υπερθετικός, θεμέλιο, θεμελιώδης.
κτητῆς < κτῶμαι: κτήμα, κτήση, κτητικός, κτηματικός, κτηματομεσίτης, κτήτορας, κτηματίας, ιδιοκτήτης, πλοιοκτήτης, ιδιόκτητος.
οὔσης < εἰμί: ουσία, παρουσιαστικό, ευπαρουσίαστος, εσθλός, έτυμον, ετυμολογία, ετυμολογικός, όντως, οντολογικός, οντολογία, παροντικός, παρουσία, εξουσία, εξουσιαστικός, συνουσία, απουσία.
ἐθέλεις < ἐθέλω: θέλημα, εθελούσιος, αθέλητος, θεληματικός, εθελοντικός, εθελοντισμός, εθελοντής, εθελοθυσία, εθελόδουλος.
ἐννοῆσαι < ἐν + νοέω -ῶ: < νοῦς: νους, νόηση, , νοητικός, νόημα, νοηματικός, νοήμων, νοημοσύνη, νοησιαρχικός, παράνοια, παρανοϊκός, πρόνοια, προνοητικός, μετάνοια, διχόνοια, διάνοια, διανοητικός, άνοια, ανόητος, επίνοια, επινοητικός, εύνοια, ευνοϊκός, υπόνοια, υπονοούμενο, νοερός, ευνόητος, απρονοησία, νοησιαρχία, παρανόηση, κατανόηση, συνεννόηση, νοητικότητα, νοηματοδότηση, ανόητος, νοερός, νοηματικός, νοήμων, νοησιοκρατία, ακατανόητος.
τὸ κολάζειν (ουσιαστικοποιημένο απαρέμφατο) < κολάζω < κόλος (= κοντός, βραχύς, πρβλ. κολοβός, κόλουρος) + άδ-j-ω: ακόλαστος, κόλαση, κολάσιμος, κολασμένος, κολασμός, κολαστήριο, κολαστής, κολαστικός.
ἀδικοῦντας (< ἀδικῶ < ἄδικος < ἀ στερ. + δίκη): αδικία, αδίκημα, αδικημένος, άδικος, αδικοπραγία, αδικοσκοτωμένος, αδικοσφαγμένος, αδικοχαμένος, αδικοχαμός, αδίκως.
δύναται < δύναμαι: δυνατός, δυνατότητα, δύναμη, δυναμικός, ενδυνάμωση, δυναμικό (το), δυναμισμός, δυνητικός, δυνάστης, δυναστεία, καταδυνάστευση, δυναμίτης, αδυναμία, αδύναμος, δυναμωτικό, δυναμικότητα, δυναμισμός, δυναμίτης, δυναμογόνος, δυναμογράφος, δυναμοηλεκτρισμός, δυναμόμετρο.
ἡγοῦνται < ἡγέομαι –οῦμαι: ηγέτης, ηγεμόνας, ηγεσία, ηγεμονικός, ηγούμενος, ηγουμενικός, ηγετικός, υφηγεσία, προηγουμένως, ηγήτορας, ηγούμενος, ηγουμενία, ηγουμενικός, Ηγουμενίτσα, ηγουμενοσυμβούλιο, ηγουμενείο, περιήγηση, περιηγητής, περιηγητικός, αφήγηση, αφηγητής, αφηγηματικός, αφηγηματικότητα, διήγηση, διήγημα, διηγηματικός, καθηγητής, εξήγηση, επεξήγηση, επεξηγηματικός, παρεξήγηση, εισήγηση, εισηγητής, προηγούμενος, καθηγητής.
ἔχων < ἔχω: εξής, σχέση, σχεδόν, σχολείο, σχετικός, κατεχόμενος, διάδοχος, πάροχος, ανάδοχος, παροχή, εξοχή, σχόλη, σχολή, σχέδιο, σχεδιασμός, σχεδιαστής, σχετικός, άσχετος, σχετικότητα, σχεδίαση, σχεδιαστήριο, σχήμα, σχηματικός, σχηματισμός, έξοχος, εξοχότητα.
τιμωρεῖται < τιμωρέω –ῶ < τιμωρός < τιμάορος < τιμή + οὖρος (= φύλακας, φρουρός) [η λέξη επιδέχεται και τις εξής επιπλέον ετυμολογήσεις: < τιμή + ὤρα = φροντίδα, < τιμή + ἄρνυμαι = παίρνω]: τιμώρημα, τιμώρηση, τιμωρία, ατιμώρητος, ατιμωρησία, τιμωρός, ακταιωρός, εμβρυωρός, θεωρός, θυρωρός, ολίγωρος, τιμή, τιμητικός, τίμημα, τίμημα, τιμητής, τίμιος, τιμιότητα, έντιμος, εντιμότητα, άτιμος, ατιμία, πρόστιμο, επιτίμηση, επιτιμητικός, αποτίμηση, εκτίμηση, εκτιμητής, διατίμηση, υποτίμηση, υποτιμητικός, προτίμηση, τιμολόγιο, τιμοκατάλογος, τιμοκρατία, τιμοκρατικός, αντίτιμο.
ἐπιχειρῶν < ἐπιχειρῶ < ἐπὶ + χείρ: επιχειρηματίας, επιχειρηματικός, επιχειρηματολογία, επιχειρησιακός, εγχείρημα, εγχειρίδιο, χειροπιαστός, χειροποίητος, χειροδύναμος, επιχειρηματικότητα εγχείρηση, μετεγχειρητικός, επιχείρηση, διαχείριση, διαχειριστής, επιχείρημα, μεταχείριση, μεταχειρισμένος, υποχείριο, χειρολαβή, χειράμαξα, χειραφέτηση, χειραγώγηση χειραψία, χειρισμός, χειριστής, χειροκρότημα, χειρονομία, χειροτεχνία, χειροτονία, χειρουργός.
παρεληλυθότος < παρέρχομαι / πάρειμι: ερχομός, έλευση, προσέλευση, διέλευση, ελευθερία, ανεξίτηλος, ισθμός, εισιτήριο, εξιτήριο, προσηλυτισμός, προσιτός, συνέλευση, ελεύθερος, Ελευθέριος, απελευθερωτικός, ελευθερωτής, ελευθερόστομος.
ἀγένητον < ἀ (στερητικό) + γίγνομαι: γένος, γενεά, γενιά, γόνος, γονίδιο, γονέας, γένεση, άγονος, πρόγονος, εγγονός, γεγονός, γενέτειρα, γυνή, γηγενής, γενετήσιος, γνήσιος, ευγενής, πρωτογενής, εγγενής, ενδογενής, εξωγενής, νεογνό, γενέθλιος, ιθαγενής, συγγενής, γενικός, γονικός, γόνιμος, γονιμότητα, υπογονιμότητα.
θείη < τίθημι: θέση, ανάθημα, νομοθέτης, θεσμός, παρακαταθήκη, σύνθετος, πρόσθετος, θεμέλιος, θετός, υποθήκη.
ἰδὼν < εἶδον < ἐ- Fιδ -ον του ρ. ὁρῶ: είδος, είδωλο, ειδύλλιο, ειδεχθής, ανθρωποειδής, ελικοειδής, χονδροειδής, τριγωνοειδής.
ἰδίᾳ: ιδιώτης, ιδιωτικός, ιδιόμορφος, ιδιόρρυθμος, ιδιοσυγκρασία, ιδιοτελής, ιδιοτέλεια, ιδιότροπος, ιδιοχρησία, ιδιόλεκτος, ιδίωμα, ιδιωματικός.
πολῖται < πόλις: πολίτευμα, πολιτικός, πολιτευτής, πολιτεία, πόλη, κωμόπολη, πολιτεία, κοινοπολιτεία, πολίτης, συμπολίτης, πολιτικός, πολιτειακός, πολιτικάντης, πολιούχος, πολιτικοποίηση, πολιτικολογία, αντιπολίτευση, μεταπολίτευση, πολιτισμός, πολιτισμικός, απολίτιστος, διαπολιτισμικός, απολίτικος, απολιτικοποίηση, πολιτάρχης, πολιτειολογία.
λόγον < λέγω: λέξη, λεξικό, λογική, λογικός, λογοπαίγνιο, έπος, ρήμα, ρητό, ρήση, επίρρημα, απόρρητος, ρήση, ρήτορας, ρητορικός, παρρησία, πρόλογος, διάλογος, άρρητος, ρήτρα, λέξημα, διάλεξη, συνδιάλεξη, λεξικό, λεξιλόγιο, λεξιπενία, λεξικογράφος, λεκτικός, κυριολεξία, κυριολεκτικός, δυσλεξία, δυσλεκτικός, ιδιόλεκτος, διάλεκτος, μονολεκτικός, μονόλογος, διαλογικός, υπόλογος, παράλογος, έλλογος, επίλογος, ομολογία, αναλογία, αναλογικός, απολογία, απολογητικός, έπος, επικός, ανείπωτος.
ἀποδέχονται < ἀπὸ + δέχομαι: δοχείο, δέκτης, δεξαμενή, αποδοχή, παραδοχή, συνεκδοχή, υποδοχή, αποδεκτός, ανάδοχος, δεξιός, παραδεκτός, απαράδεκτος, αποδέκτης, δόκανο, ακατάδεκτος, ευπρόσδεκτος, αναδεξιμιός, δεκτός, διάδοχος, ανάδοχος, δοκιμή, δοκιμάζω.
σκυτοτόμου < σκῦτος (τὸ) + τέμνω: σκυτάλη, σκυταλοδρομία, σκύτινος, σκυτοτομώ, σκυτοτομείο, σκυτοτομικός, τομή, τόμος, τμήση, τμήμα, τεμάχιο, διχοτόμος, επιτομή, διατομή, σύντομος, τέμενος, ταμίας, απότομος, επίτομος, διατομή, κατατομή, περιτομή, νεκροτομή, λοβοτομή, προτομή, σύντομος, συντομογραφία, ανατομία, καινοτομία, ρυμοτομία, κατάτμηση, σύντμηση.
συμβουλεύοντος < συμβουλεύω < σὺν + βουλεύω < βούλομαι [υπάρχει και δεύτερη ετυμολόγηση: το ρήμα παρασύνθετο < συμβουλὴ < συν + βουλὴ < βούλομαι]: βουλή, βούλευμα, προβούλευμα, διαβούλευση, εκδούλευση, βουλευτής, βούληση, βουλησιαρχία, βουλευτιλίκι, βουλευτίνα, βουλησιοκρατία. συμβουλή, σύμβουλος, συμβούλιο, κοινοβουλευτικός.
ἀποδέδεικται < ἀπὸ + δείκνυμαι: αποδεικτικός, δυσαπόδεικτος, αναπόδεικτος, αυταπόδεικτος, δείξιμο, δείκτης, δείγμα, ένδειξη, υπόδειξη, απόδειξη, παράδειγμα, παραδειγματικός, παραδειγματισμός, υπόδειγμα, δειγματολόγιο, δειγματοληψία.
φαίνεται < φαίνομαι: φάσμα, φαινόμενο, φανός, φανερός, φανάρι, φάντασμα, φαντασία, φανταστικός, φαντασίωση, φαντασμαγορικός, άφαντος, αφάνεια, διαφάνεια, επιφάνεια, διαφανής, αφανής, περιφανής, καταφανής, φως, φαεινός, Φανή, Θεοφάνεια, απόφανση, περιφανής, εμφαντικός, έμφαση, πρωτόφαντος, τροφαντός.
ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΠΟΔΟΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ
Με βάση όσα αναφέρθηκαν στην προηγούμενη ενότητα προκύπτει το συμπέρασμα ότι η αρετή αποκτιέται με επιμέλεια και μάθηση. Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγουμε και από τη θεώρηση του παιδευτικού χαρακτήρα της τιμωρίας. Αν δηλαδή κάποιος τιμωρεί σύμφωνα με τη λογική, έχει ως στόχο όχι την εκδίκηση για τα αδικήματα του παρελθόντος, αλλά τον σωφρονισμό αυτού που διέπραξε ένα αδίκημα και τον παραδειγματισμό των υπολοίπων. Με άλλα λόγια, στόχος της τιμωρίας είναι να αποτρέψει τη διάπραξη παρόμοιων αδικημάτων στο μέλλον. Αυτός ο τρόπος επιβολής τιμωριών, τον οποίο ακολουθούν όλοι, και κυρίως οι Αθηναίοι, αποδεικνύει ότι ο άνθρωπος μπορεί να βελτιωθεί και, επομένως, ότι η αρετή διδάσκεται. Έτσι, αποδεικνύεται ικανοποιητικά ότι, κατά τη γνώμη των Αθηναίων, όλοι έχουν μερίδιο στην αρετή και ότι αυτή διδάσκεται.
Ο Πρωταγόρας οργανώνει τυπικά τον αποδεικτικό του λόγο, ακολουθώντας την εξής συλλογιστική πορεία:
«Ἔνθα δὴ πᾶς…κτητῆς οὔσης.»: η θεματική περίοδος δηλώνει την «πρόθεση» του λόγου.
«Εἰ γὰρ ἐθέλεις ἐννοῆσαι…καὶ οὐχ ἥκιστα Ἀθηναῖοι οἱ σοὶ πολῖται˙»: η ανάλυση της προθέσεως.
«ὥστε κατὰ τοῦτον τὸν λόγον…ὥς γέ μοι φαίνεται.»: συμπεράσματα και επαναδιατύπωση της θέσης του.
Ο Πρωταγόρας οργανώνει τυπικά τον αποδεικτικό του λόγο, ακολουθώντας την εξής συλλογιστική πορεία:
«Ἔνθα δὴ πᾶς…κτητῆς οὔσης.»: η θεματική περίοδος δηλώνει την «πρόθεση» του λόγου.
«Εἰ γὰρ ἐθέλεις ἐννοῆσαι…καὶ οὐχ ἥκιστα Ἀθηναῖοι οἱ σοὶ πολῖται˙»: η ανάλυση της προθέσεως.
«ὥστε κατὰ τοῦτον τὸν λόγον…ὥς γέ μοι φαίνεται.»: συμπεράσματα και επαναδιατύπωση της θέσης του.
Ερμηνευτικά σχόλια
1. ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΤΟΥ ΔΙΔΑΚΤΟΥ ΤΗΣ ΑΡΕΤΗΣ ΣΤΟΝ ΗΘΙΚΟΠΛΑΣΤΙΚΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ: «Ἔνθα δὴ πᾶς παντὶ θυμοῦται καὶ νουθετεῖ, δῆλον ὅτι ὡς ἐξ ἐπιμελείας καὶ μαθήσεως κτητῆς οὔσης.»
Γενικό ερμηνευτικό σχόλιο
Στην ενότητα αυτή ο Πρωταγόρας αναπτύσσει περαιτέρω και ολοκληρώνει το επιχείρημά του για το διδακτό της αρετής, εστιάζοντας στη σημασία και τη σκοπιμότητα που έχουν οι ποινές στη ζωή της πόλης. Οι Αθηναίοι δεν τιμωρούν τους ανθρώπους με φυσικά ελαττώματα και μειονεκτήματα, τιμωρούν όμως όσους έχουν ηθικά ελαττώματα/μειονεκτήματα και αδιαφορούν για τη διόρθωσή τους με τη φροντίδα και την άσκηση. Σύμφωνα με τα προηγούμενα, το ότι καθένας θυμώνει και τιμωρεί και συμβουλεύει («οἱ θυμοὶ καὶ αἱ κολάσεις καὶ αἱ νουθετήσεις») όσους δεν έχουν ελαττώματα δοσμένα από τη φύση ή την τύχη, δηλαδή όσους δεν έχουν την πολιτική αρετή, αποδεικνύει ότι αυτή αποκτιέται με μάθηση και διδασκαλία. Αφού οι άνθρωποι με τη φροντίδα και την άσκηση μπορούν να διορθώσουν τα ελαττώματά τους και να βελτιώσουν το ήθος τους, λογικά συνάγεται ότι η πολιτική αρετή διδάσκεται. Ο Πρωταγόρας συνεχίζει να αξιοποιεί ως βάση του σκεπτικού του την κοινή αντίληψη (πᾶς παντὶ) που έχει η κοινωνία για τον ρόλο της τιμωρίας στη διαπαιδαγώγηση του ανθρώπου.
Στην ενότητα αυτή ο Πρωταγόρας αναπτύσσει περαιτέρω και ολοκληρώνει το επιχείρημά του για το διδακτό της αρετής, εστιάζοντας στη σημασία και τη σκοπιμότητα που έχουν οι ποινές στη ζωή της πόλης. Οι Αθηναίοι δεν τιμωρούν τους ανθρώπους με φυσικά ελαττώματα και μειονεκτήματα, τιμωρούν όμως όσους έχουν ηθικά ελαττώματα/μειονεκτήματα και αδιαφορούν για τη διόρθωσή τους με τη φροντίδα και την άσκηση. Σύμφωνα με τα προηγούμενα, το ότι καθένας θυμώνει και τιμωρεί και συμβουλεύει («οἱ θυμοὶ καὶ αἱ κολάσεις καὶ αἱ νουθετήσεις») όσους δεν έχουν ελαττώματα δοσμένα από τη φύση ή την τύχη, δηλαδή όσους δεν έχουν την πολιτική αρετή, αποδεικνύει ότι αυτή αποκτιέται με μάθηση και διδασκαλία. Αφού οι άνθρωποι με τη φροντίδα και την άσκηση μπορούν να διορθώσουν τα ελαττώματά τους και να βελτιώσουν το ήθος τους, λογικά συνάγεται ότι η πολιτική αρετή διδάσκεται. Ο Πρωταγόρας συνεχίζει να αξιοποιεί ως βάση του σκεπτικού του την κοινή αντίληψη (πᾶς παντὶ) που έχει η κοινωνία για τον ρόλο της τιμωρίας στη διαπαιδαγώγηση του ανθρώπου.
2. ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΟΣ
α) «Εἰ γὰρ ἐθέλεις ἐννοῆσαι τὸ κολάζειν, ὦ Σώκρατες, τοὺς ἀδικοῦντας τί ποτε δύναται, αὐτό σε διδάξει ὅτι οἵ γε ἄνθρωποι ἡγοῦνται παρασκευαστὸν εἶναι ἀρετήν.»
Ο ηθικοπλαστικός χαρακτήρας της ποινής ως επιχείρημα απόδειξης για το διδακτό της αρετής
Ο σοφιστής εισάγει στον λόγο του δεύτερο συλλογισμό, στον οποίο, αξιοποιώντας την υπό όρους αναγκαιότητα της τιμωρίας, αποδεικνύει το διδακτό της αρετής. Η ουσία του αποδεικτικού λόγου του Πρωταγόρα είναι ότι ο άδικος δεν έχει μάθει (ή ενδεχομένως δεν θέλει να μάθει) να συμμορφώνεται με τους ηθικούς κανόνες και, συνεπώς, με την τιμωρία του παραδειγματίζονται οι άλλοι άνθρωποι και σωφρονίζεται ο ίδιος. Το γεγονός της τιμωρίας των ανθρώπων, επειδή αδικοπραγούν, σημαίνει ότι θα μπορούσαν να αποφύγουν τη διάπραξη της αδικίας, αν είχαν μαθητεύσει στην αρετή. Υποστηρίζεται, λοιπόν, ότι ο παιδευτικός χαρακτήρας της τιμωρίας αποτελεί απόδειξη του διδακτού της αρετής. Και πάλι η σχέση του παιδευτικού χαρακτήρα της τιμωρίας και του διδακτού της πολιτικής αρετής συνιστά μεθερμήνευση της κοινής γνώμης για το θέμα από τον Πρωταγόρα (οἵ γε ἄνθρωποι ἡγοῦνται).
β) «Οὐδεὶς γὰρ κολάζει τοὺς ἀδικοῦντας πρὸς τούτῳ τὸν νοῦν ἔχων καὶ τούτου ἕνεκα, ὅτι ἠδίκησεν, ὅστις μὴ ὥσπερ θηρίον ἀλογίστως τιμωρεῖται˙ ὁ δὲ μετὰ λόγου ἐπιχειρῶν κολάζειν οὐ τοῦ παρεληλυθότος ἕνεκα ἀδικήματος τιμωρεῖται –οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη– ἀλλὰ τοῦ μέλλοντος χάριν, ἵνα μὴ αὖθις ἀδικήσῃ μήτε αὐτὸς οὗτος μήτε ἄλλος ὁ τοῦτον ἰδὼν κολασθέντα.»
Η άλογη και η έλλογη τιμωρία
Χρήσιμο είναι να αναφέρουμε τις σημασίες που έχει η λέξη «λόγος» («μετὰ λόγου») στο κείμενο. Αρχικά, έχει τη σημασία του έναρθρου λόγου, καθώς πρέπει να επιχειρείται ο σωφρονισμός του παραβάτη μέσω νουθεσιών. Επίσης, ο λόγος έχει τη σημασία της διάνοιας, της σκέψης (που εκφράζεται με τον έναρθρο λόγο και την ομιλία), του λογικού, του ορθού λόγου, καθώς αυτός που επιβάλλει τιμωρίες πρέπει να λειτουργεί με βάση τη λογική και όχι με κίνητρα εκδίκησης.
Ο Πρωταγόρας αποδίδοντας παιδαγωγική σημασία στην ποινή προϋποθέτει τη στοιχειώδη έστω λογική και αισθήματα στον άνθρωπο, τα οποία χαρακτηρίζονται από τη δυνατότητα περαιτέρω καλλιέργειας και εξανθρωπισμού. Από την άποψη αυτή ο άνθρωπος διαθέτει ηθική συνείδηση, περισσότερο ή λιγότερο αναπτυγμένη, η οποία με την ποινή μπορεί να τον οδηγήσει στην αναθεώρηση των πράξεών του και στην αυτεπίγνωσή του. Γίνεται φανερό, λοιπόν, ότι η τιμωρία ως σκόπιμη ενέργεια μέσα στην κοινωνία απορρέει και πρέπει να απορρέει από τη λογική. Η λογική είναι η βάση για την οργάνωση της κοινωνικής ζωής, για τη συνεννόηση των ανθρώπων και τη συμβίωσή τους.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο η ποινή έχει σημασία και σκοπό, είναι δηλαδή προϊόν λογικής. Αποβλέπει στη συνέτιση αυτού που αδικοπραγεί και στον παραδειγματισμό των άλλων, που γίνονται μάρτυρες της τιμωρίας του. Συνεπώς, δεν πρόκειται για ενστικτώδη εκδήλωση αυτοσυντήρησης που κατατείνει στην εξόντωση του «εχθρού», ούτε για πράξη τυφλής αντεκδίκησης και ανταπόδοσης. Όποιος επιβάλλει ποινές ἀλογίστως, δεν πιστεύει στον παιδευτικό χαρακτήρα της ποινής. Αντίθετα, η έλλογη τιμωρία είναι ένας τρόπος παροχής βοήθειας προς τον άλλον, αφού αποβλέπει στην ανασυγκρότηση της ανθρώπινης υπόστασης, στη βελτίωσή της και στην αναμόρφωσή της.
Ο Πρωταγόρας προκαλεί διακριτικά τον Σωκράτη με την αντίθεση «ἀλογίστως» και «μετά λόγου», γιατί τον υποχρεώνει να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει με ένα από αυτά. Αν ο Σωκράτης φέρει αντίρρηση για τον σωφρονιστικό χαρακτήρα της ποινής, τότε συμφωνεί με το «ὅστις ὥσπερ θηρίον ἀλογίστως τιμωρεῖται».
O σωφρονιστικός και παραδειγματικός χαρακτήρας της ποινής
Σ’ αυτό το απόσπασμα ο Πρωταγόρας αναφέρεται σε δύο είδη τιμωρίας κάνοντας χρήση δύο διαφορετικών ρημάτων:
α) Με το ρήμα τιμωροῦμαι αναφέρεται στην τιμωρία που έχει ως στόχο την εκδίκηση και την ικανοποίηση του αδικηθέντος.
β) Με το ρήμα κολάζω αναφέρεται στην έλλογη τιμωρία του αδικήσαντος με σκοπό τον σωφρονισμό του.
(Βλέπε και σχόλιο σχολικού βιβλίου: «κολάζει», σελ. 86)
Κατά τη γνώμη του, ο άνθρωπος ως έλλογο ον οφείλει να επιβάλλει τιμωρίες για σωφρονισμό και παραδειγματισμό, απορρίπτοντας τα κίνητρα της ανταπόδοσης και της αντεκδίκησης. Η τιμωρία, για τον Πρωταγόρα, έχει παιδευτικό χαρακτήρα και όχι εκδικητικό και κατασταλτικό. Στόχος της δεν είναι η θεραπεία ενός αδικήματος που έχει ήδη διαπραχθεί, γιατί αυτό αποτελεί μια συντελεσμένη πια πραγματικότητα, η οποία δεν μπορεί να αλλάξει («οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη»). Αντίθετα, αφορά την αποτροπή διάπραξης μιας άδικης πράξης στο μέλλον («τοῦ μέλλοντος χάριν»). Πιο συγκεκριμένα, ο στόχος της είναι διττός:
γ) «Καὶ τοιαύτην διάνοιαν ἔχων διανοεῖται παιδευτὴν εἶναι ἀρετήν˙ ἀποτροπῆς γοῦν ἕνεκα κολάζει.»
Ο αποτρεπτικός χαρακτήρας της ποινής
Ο Πρωταγόρας, πρωτοπόρος για την εποχή του, εισηγείται τον «αποτρεπτικό χαρακτήρα» της ποινής, ο οποίος ως όρος υπάρχει ως τώρα στη θεωρία του δικαίου. Όταν η οργανωμένη κοινωνία υιοθετεί την τιμωρία ως μέσο για να αποτρέψει τα μέλη της από μελλοντικές αδικοπραγίες, συγχρόνως αποδέχεται ως προϋπόθεση ότι οι άνθρωποι διαθέτουν εκείνη την ιδιαίτερη ιδιότητα που τους επιτρέπει κάποια στιγμή με την κατάλληλη νουθεσία, άσκηση και καλλιέργεια, να αναθεωρήσουν και να εναρμονιστούν με το τι επιτρέπεται και τι απαγορεύεται στην ευνομούμενη πολιτεία. Συνεπώς, για τον Πρωταγόρα επιβάλλεται η ποινή για να αποτρέψει από το κακό τους ανθρώπους. Ο σκοπός αυτός είναι η λογική εξήγηση της ύπαρξης της ποινής. Σε αυτό το σημείο, βέβαια, η αναφορά στη σωφρονιστική σκοπιμότητα της ποινής είναι γενική και μάλλον δεοντολογική (δηλαδή αυτό που είναι ορθό να γίνεται, και όχι αυτό που γίνεται).
δ) «Ταύτην οὖν τὴν δόξαν πάντες ἔχουσιν ὅσοιπερ τιμωροῦνται καὶ ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ. Τιμωροῦνται δὲ καὶ κολάζονται οἵ τε ἄλλοι ἄνθρωποι οὓς ἂν οἴωνται ἀδικεῖν, καὶ οὐχ ἥκιστα Ἀθηναῖοι οἱ σοὶ πολῖται˙»
Η συναίνεση της κοινής γνώμης για την αποτρεπτικότητα της ποινής και το διδακτο της αρετής
Ο Πρωταγόρας ενισχύει την άποψή του για τον αποτρεπτικό χαρακτήρα της ποινής επικαλούμενος και πάλι την κοινή αντίληψη και πρακτική για το θέμα. Η επίκλησή του αυτή δεν πρέπει να εκληφθεί ως αδυναμία επιχειρηματολογίας, αλλά ως συνέπεια των γνωσιολογικών του αρχών, σύμφωνα με τις οποίες η αλήθεια είναι σχετική και όχι απόλυτη. Δεν υπάρχουν απόλυτα κριτήρια που να εγγυώνται τη μία και μοναδική αλήθεια και, συνεπώς, σε έναν τέτοιο κόσμο σχετικότητας το μόνο έγκυρο κριτήριο που μπορεί να γίνει αποδεκτό είναι αυτό της γνώμης της πλειοψηφίας.
Έτσι, για τον Πρωταγόρα ισχύει ο σωφρονιστικός και αποτρεπτικός χαρακτήρας της ποινής και στον ιδιωτικό και στον δημόσιο βίο. Στον ιδιωτικό, στις σχέσεις των ανθρώπων στην οικογένεια και το σχολείο, και στον δημόσιο, στις σχέσεις των πολιτών με την πολιτεία. Στην ιδιωτική ζωή (ἰδίᾳ), οι γονείς και οι παιδαγωγοί τιμωρούν τα παιδιά και τους μαθητές τους. Στη δημόσια ζωή (δημοσίᾳ), τα όργανα του κράτους επιβάλλουν ποινές σε όσους παραβιάζουν τους νόμους.
Η αθηναϊκή κοινωνία φαίνεται ότι αποδέχεται τη λογική πως μέσα από την ποινή είναι δυνατόν να διαμορφωθούν ηθικές και σύννομες συνειδήσεις πολιτών. Μέσα σ’ αυτό το σύνολο ανήκουν και οι Αθηναίοι, τους οποίους αναφέρει ο Πρωταγόρας για να απαντήσει στη θέση του Σωκράτη. Ο τελευταίος είχε ισχυριστεί ότι οι Αθηναίοι δεν πιστεύουν ότι η αρετή είναι διδακτή. Ο Πρωταγόρας με τον συλλογισμό του αποδεικνύει ότι οι Αθηναίοι επιβάλλουν τιμωρίες και, επομένως, πιστεύουν ότι η αρετή διδάσκεται. Χρησιμοποιεί την Αθήνα ως παράδειγμα για να υποστηρίξει τη θέση του, και για λόγους αντικειμενικότητας, καθώς τα παραδείγματα αντλούνται από την αθηναϊκή ζωή, την οικεία στον Σωκράτη, και όχι από την προσωπική του εμπειρία και πατρίδα. Το ύφος μάλιστα του λόγου γίνεται λεπτά ειρωνικό στις φράσεις «...οἱ σοὶ πολῖται·» και «...καὶ χαλκέως καὶ σκυτοτόμου συμβουλεύοντος...»
Κριτική του επιχειρήματος του Πρωταγόρα για την παιδευτική σημασία της τιμωρίας
Η άποψη του Πρωταγόρα για τον αποτρεπτικό, παιδευτικό και τελεολογικό χαρακτήρα της ποινής κρίνεται ιδιαίτερα ρηξικέλευθη και πρωτοποριακή για την εποχή της, στην οποία η ποινή είχε τη μορφή της εκδίκησης. Ο Πρωταγόρας υπερβαίνοντας ιδεολογικά την εποχή του εισηγείται τον εξανθρωπισμό της δικαιοσύνης. Παρόμοιες αντιλήψεις άρχισαν να ακούγονται και να εφαρμόζονται για πρώτη φορά τα νεότερα χρόνια την εποχή του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού (18ος μ.Χ. αιώνας) από τον Τσεζάρε Μπεκαρία στο έργο του Περί Εγκλημάτων και Ποινών.
Το επιχείρημα του Πρωταγόρα μπορεί να θεωρηθεί μη πειστικό για τους εξής λόγους:
α) Η άποψη ότι οι άνθρωποι επιβάλλουν τιμωρίες σε όσους διαπράττουν αδικήματα, επειδή αδιαφόρησαν να αποκτήσουν την αρετή, και, επομένως, ότι η αρετή είναι διδακτή, είναι μια άποψη που δεν μπορεί να υιοθετηθεί ανεπιφύλακτα, γιατί πρέπει πρώτα να αποδειχθεί. Ο Πρωταγόρας χρησιμοποιεί, δηλαδή, την αποδεικτέα θέση (ότι η πολιτική αρετή διδάσκεται) και ως αποδεικτικό στοιχείο. Για άλλη μια φορά, λοιπόν, έχουμε τοσόφισμα της λήψεως του ζητουμένου.
β) Η πρωτοποριακή και γενικά αποδεκτή θέση του Πρωταγόρα για την παιδευτική σημασία της τιμωρίας θεωρείται δεδομένη, αλλά ανήκει μάλλον στη σφαίρα της θεωρίας και της δεοντολογίας (= τι πρέπει να συμβαίνει) και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, ιδιαίτερα εκείνης της εποχής. Έτσι, ο Πρωταγόρας επικαλείται μάλλον ένα ιδανικό παρά αποδίδει μια ρεαλιστική κατάσταση της εποχής του στην Αθήνα. Για την εποχή του ήταν μάλλονανεφάρμοστη η σωφρονιστική σκοπιμότητα της ποινής, γιατί οι Αθηναίοι συνέδεαν περισσότερο την τιμωρία με την εκδίκηση και με την ικανοποίηση του ίδιου του παθόντος ή των συγγενών ενός θύματος. Όπως πίστευαν ότι η αλαζονεία (ὕβρις) προκαλεί την οργή (τίσις) και την τιμωρία (νέμεσις) των θεών με στόχο την αποκατάσταση της ηθικής τάξης, κάτι ανάλογο ακολουθούσαν και στην καθημερινότητά τους στη συναναστροφή τους με τους άλλους ανθρώπους.
Ο Πρωταγόρας, λοιπόν, επιχειρεί να αποδείξει τον παιδευτικό ρόλο της ποινής και, συνεπώς, το διδακτό της αρετής, αναφερόμενος στο τι θα έπρεπε να κάνουν οι Αθηναίοι, όταν δικάζουν, και όχι τι πραγματικά κάνουν, όταν δικάζουν. Άλλωστε ο σοφιστής δεν κάνει λόγο καθαρά για τον τρόπο με τον οποίο οι Αθηναίοι δίκαζαν. Το επιχείρημα του Πρωταγόρα, επομένως, είναι έμμεσα δεοντολογικό και μπορεί να αποδοθεί περίπου ως εξής « η αρετή είναι διδακτή, εφόσον οι ποινές (πρέπει να) έχουν παιδευτικό/σωφρονιστικό χαρακτήρα». Και είναι λογικό ότι με τη σωφρονιστική σκοπιμότητα της ποινής και με το τι θα έπρεπε να κάνουν οι Αθηναίοι, όταν δικάζουν, δεν θα μπορούσε να διαφωνήσει ο Σωκράτης.
Ο παιδευτικός χαρακτήρας της ποινής και η θανατική ποινή
Και πριν από το επιχείρημά του για τον παιδευτικό χαρακτήρα της ποινής, ο Πρωταγόρας αναφέρθηκε ήδη στην ποινή στην 4η ενότητα, στο πλαίσιο του μύθου. Ο Πρωταγόρας στην 4η ενότητα, διά στόματος Δία στον μύθο, πρότεινε για όποιον δεν συμμετέχει στην αἰδῶ και τη δίκη τη θανατική ποινή («κτείνειν ὡς νόσον πόλεως»). Σ’ αυτή την ενότητα, αντίθετα, μιλά για την παιδευτική σημασία της τιμωρίας («ἵνα μὴ αὖθις ἀδικήσῃ μήτε αὐτὸς οὗτος μήτε ἄλλος ὁ τοῦτον ἰδὼν κολασθέντα»). Φαινομενικά, λοιπόν, ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια αντίφαση: η θανατική ποινή δεν αφήνει περιθώρια βελτίωσης στον δράστη, άρα αίρεται ο σωφρονιστικός χαρακτήρας της και συνεπώς η έλλογη σκοπιμότητα που πρέπει να έχει κάθε ποινή. Κατά συνέπεια, η αποδοχή της θανατικής ποινής αντιφάσκει με την αποδοχή του σωφρονιστικού χαρακτήρα της ποινής εν γένει.
Η αντίφαση αίρεται ως έναν βαθμό, αν λάβουμε υπόψη μας και το ακόλουθο χωρίο της 7ης ενότητας: «… πρέπει να εκδιώκουμε από την πόλη ή να σκοτώνουμε ως ανίατο όποιον δεν υπακούει σε αυτό το πράγμα ακόμα και μετά τη διδασκαλία, ακόμα και μετά την τιμωρία». Η θανατική ποινή αποτελεί, λοιπόν, έσχατο μέσο τιμωρίας που επιβάλλεται, όταν οι άλλες μορφές τιμωρίας (νουθεσίες, θυμοί, μικρές τιμωρίες, εξορία και στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων) δεν έχουν επιφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα, δηλαδή τον σωφρονισμό του δράστη. Μάλιστα, επιβάλλεται όχι για να εκδικηθεί η πολιτεία αυτόν που διέπραξε ένα αδίκημα, αλλά για ναδιαφυλάξει την αρμονική συμβίωση και ισορροπία μέσα στην πόλη, απομακρύνοντας οποιοδήποτε ταραχοποιό στοιχείο.
Ωστόσο, προβάλλει και πάλι το όριο του πολιτισμικού επιπέδου που έχει κατακτήσει και βιώνει στις καθημερινές συνθήκες πραγμάτωσής του μια κοινωνία. Αν το θεσμικό πλαίσιο δεν διαμορφώθηκε από συνειδήσεις που έχουν αναγάγει την ανθρώπινη ζωή σε υπέρτατη αξία, τότε θα παρατηρούνται ρωγμές σε οριακές στιγμές, κατά τη διελκυστίνδα των οποίων η ζυγαριά θα γέρνει όχι στον άνθρωπο, αλλά στην ανάγκη διατήρησης του συστήματος. Στον βαθμό που η κοινωνία συμπεριφέρεται κατά τον ίδιο τρόπο με τον παρεκτραπέντα, συνιστά αποδεικτικό σημάδι της ιδεολογικής, ηθικής και συνειδησιακής ανεπάρκειάς της. Αν η θεσπισμένη πολιτεία χρησιμοποιεί λαιμητόμους, κώνεια ή ηλεκτρικές καρέκλες για να αφαιρέσει ένα μοναδικό γεγονός με βίαιο τρόπο, σε τι διαφέρει το αποτέλεσμα της πράξη της από εκείνο του αδικοπραγήσαντα;
Μια ορθολογικά διαμορφωμένη κοινωνία δεν μεταμορφώνεται σε Μήδεια. Αφοσιώνεται στη διαπαιδαγώγηση και στη συνειδησιακή διαμόρφωση των πολιτών κατευθύνοντάς τους πάντα προς τη βίωση της ανάγκης για την έκφραση της ηθικοπνευματικής ιδιοσυστασίας τους.
Ο σοφιστής εισάγει στον λόγο του δεύτερο συλλογισμό, στον οποίο, αξιοποιώντας την υπό όρους αναγκαιότητα της τιμωρίας, αποδεικνύει το διδακτό της αρετής. Η ουσία του αποδεικτικού λόγου του Πρωταγόρα είναι ότι ο άδικος δεν έχει μάθει (ή ενδεχομένως δεν θέλει να μάθει) να συμμορφώνεται με τους ηθικούς κανόνες και, συνεπώς, με την τιμωρία του παραδειγματίζονται οι άλλοι άνθρωποι και σωφρονίζεται ο ίδιος. Το γεγονός της τιμωρίας των ανθρώπων, επειδή αδικοπραγούν, σημαίνει ότι θα μπορούσαν να αποφύγουν τη διάπραξη της αδικίας, αν είχαν μαθητεύσει στην αρετή. Υποστηρίζεται, λοιπόν, ότι ο παιδευτικός χαρακτήρας της τιμωρίας αποτελεί απόδειξη του διδακτού της αρετής. Και πάλι η σχέση του παιδευτικού χαρακτήρα της τιμωρίας και του διδακτού της πολιτικής αρετής συνιστά μεθερμήνευση της κοινής γνώμης για το θέμα από τον Πρωταγόρα (οἵ γε ἄνθρωποι ἡγοῦνται).
β) «Οὐδεὶς γὰρ κολάζει τοὺς ἀδικοῦντας πρὸς τούτῳ τὸν νοῦν ἔχων καὶ τούτου ἕνεκα, ὅτι ἠδίκησεν, ὅστις μὴ ὥσπερ θηρίον ἀλογίστως τιμωρεῖται˙ ὁ δὲ μετὰ λόγου ἐπιχειρῶν κολάζειν οὐ τοῦ παρεληλυθότος ἕνεκα ἀδικήματος τιμωρεῖται –οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη– ἀλλὰ τοῦ μέλλοντος χάριν, ἵνα μὴ αὖθις ἀδικήσῃ μήτε αὐτὸς οὗτος μήτε ἄλλος ὁ τοῦτον ἰδὼν κολασθέντα.»
Χρήσιμο είναι να αναφέρουμε τις σημασίες που έχει η λέξη «λόγος» («μετὰ λόγου») στο κείμενο. Αρχικά, έχει τη σημασία του έναρθρου λόγου, καθώς πρέπει να επιχειρείται ο σωφρονισμός του παραβάτη μέσω νουθεσιών. Επίσης, ο λόγος έχει τη σημασία της διάνοιας, της σκέψης (που εκφράζεται με τον έναρθρο λόγο και την ομιλία), του λογικού, του ορθού λόγου, καθώς αυτός που επιβάλλει τιμωρίες πρέπει να λειτουργεί με βάση τη λογική και όχι με κίνητρα εκδίκησης.
Ο Πρωταγόρας αποδίδοντας παιδαγωγική σημασία στην ποινή προϋποθέτει τη στοιχειώδη έστω λογική και αισθήματα στον άνθρωπο, τα οποία χαρακτηρίζονται από τη δυνατότητα περαιτέρω καλλιέργειας και εξανθρωπισμού. Από την άποψη αυτή ο άνθρωπος διαθέτει ηθική συνείδηση, περισσότερο ή λιγότερο αναπτυγμένη, η οποία με την ποινή μπορεί να τον οδηγήσει στην αναθεώρηση των πράξεών του και στην αυτεπίγνωσή του. Γίνεται φανερό, λοιπόν, ότι η τιμωρία ως σκόπιμη ενέργεια μέσα στην κοινωνία απορρέει και πρέπει να απορρέει από τη λογική. Η λογική είναι η βάση για την οργάνωση της κοινωνικής ζωής, για τη συνεννόηση των ανθρώπων και τη συμβίωσή τους.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο η ποινή έχει σημασία και σκοπό, είναι δηλαδή προϊόν λογικής. Αποβλέπει στη συνέτιση αυτού που αδικοπραγεί και στον παραδειγματισμό των άλλων, που γίνονται μάρτυρες της τιμωρίας του. Συνεπώς, δεν πρόκειται για ενστικτώδη εκδήλωση αυτοσυντήρησης που κατατείνει στην εξόντωση του «εχθρού», ούτε για πράξη τυφλής αντεκδίκησης και ανταπόδοσης. Όποιος επιβάλλει ποινές ἀλογίστως, δεν πιστεύει στον παιδευτικό χαρακτήρα της ποινής. Αντίθετα, η έλλογη τιμωρία είναι ένας τρόπος παροχής βοήθειας προς τον άλλον, αφού αποβλέπει στην ανασυγκρότηση της ανθρώπινης υπόστασης, στη βελτίωσή της και στην αναμόρφωσή της.
Ο Πρωταγόρας προκαλεί διακριτικά τον Σωκράτη με την αντίθεση «ἀλογίστως» και «μετά λόγου», γιατί τον υποχρεώνει να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει με ένα από αυτά. Αν ο Σωκράτης φέρει αντίρρηση για τον σωφρονιστικό χαρακτήρα της ποινής, τότε συμφωνεί με το «ὅστις ὥσπερ θηρίον ἀλογίστως τιμωρεῖται».
Σ’ αυτό το απόσπασμα ο Πρωταγόρας αναφέρεται σε δύο είδη τιμωρίας κάνοντας χρήση δύο διαφορετικών ρημάτων:
α) Με το ρήμα τιμωροῦμαι αναφέρεται στην τιμωρία που έχει ως στόχο την εκδίκηση και την ικανοποίηση του αδικηθέντος.
β) Με το ρήμα κολάζω αναφέρεται στην έλλογη τιμωρία του αδικήσαντος με σκοπό τον σωφρονισμό του.
(Βλέπε και σχόλιο σχολικού βιβλίου: «κολάζει», σελ. 86)
Κατά τη γνώμη του, ο άνθρωπος ως έλλογο ον οφείλει να επιβάλλει τιμωρίες για σωφρονισμό και παραδειγματισμό, απορρίπτοντας τα κίνητρα της ανταπόδοσης και της αντεκδίκησης. Η τιμωρία, για τον Πρωταγόρα, έχει παιδευτικό χαρακτήρα και όχι εκδικητικό και κατασταλτικό. Στόχος της δεν είναι η θεραπεία ενός αδικήματος που έχει ήδη διαπραχθεί, γιατί αυτό αποτελεί μια συντελεσμένη πια πραγματικότητα, η οποία δεν μπορεί να αλλάξει («οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη»). Αντίθετα, αφορά την αποτροπή διάπραξης μιας άδικης πράξης στο μέλλον («τοῦ μέλλοντος χάριν»). Πιο συγκεκριμένα, ο στόχος της είναι διττός:
- ο σωφρονισμός του παραβάτη («ἵνα μὴ αὖθις ἀδικήσῃ μήτε αὐτὸς οὗτος»), ώστε να μη διαπράξει ποτέ ξανά στο μέλλον αδίκημα και
- ο παραδειγματισμός («μήτε ἄλλος ὁ τοῦτον ἰδὼν κολασθέντα») των υπολοίπων.
γ) «Καὶ τοιαύτην διάνοιαν ἔχων διανοεῖται παιδευτὴν εἶναι ἀρετήν˙ ἀποτροπῆς γοῦν ἕνεκα κολάζει.»
δ) «Ταύτην οὖν τὴν δόξαν πάντες ἔχουσιν ὅσοιπερ τιμωροῦνται καὶ ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ. Τιμωροῦνται δὲ καὶ κολάζονται οἵ τε ἄλλοι ἄνθρωποι οὓς ἂν οἴωνται ἀδικεῖν, καὶ οὐχ ἥκιστα Ἀθηναῖοι οἱ σοὶ πολῖται˙»
Ο Πρωταγόρας ενισχύει την άποψή του για τον αποτρεπτικό χαρακτήρα της ποινής επικαλούμενος και πάλι την κοινή αντίληψη και πρακτική για το θέμα. Η επίκλησή του αυτή δεν πρέπει να εκληφθεί ως αδυναμία επιχειρηματολογίας, αλλά ως συνέπεια των γνωσιολογικών του αρχών, σύμφωνα με τις οποίες η αλήθεια είναι σχετική και όχι απόλυτη. Δεν υπάρχουν απόλυτα κριτήρια που να εγγυώνται τη μία και μοναδική αλήθεια και, συνεπώς, σε έναν τέτοιο κόσμο σχετικότητας το μόνο έγκυρο κριτήριο που μπορεί να γίνει αποδεκτό είναι αυτό της γνώμης της πλειοψηφίας.
Έτσι, για τον Πρωταγόρα ισχύει ο σωφρονιστικός και αποτρεπτικός χαρακτήρας της ποινής και στον ιδιωτικό και στον δημόσιο βίο. Στον ιδιωτικό, στις σχέσεις των ανθρώπων στην οικογένεια και το σχολείο, και στον δημόσιο, στις σχέσεις των πολιτών με την πολιτεία. Στην ιδιωτική ζωή (ἰδίᾳ), οι γονείς και οι παιδαγωγοί τιμωρούν τα παιδιά και τους μαθητές τους. Στη δημόσια ζωή (δημοσίᾳ), τα όργανα του κράτους επιβάλλουν ποινές σε όσους παραβιάζουν τους νόμους.
Η αθηναϊκή κοινωνία φαίνεται ότι αποδέχεται τη λογική πως μέσα από την ποινή είναι δυνατόν να διαμορφωθούν ηθικές και σύννομες συνειδήσεις πολιτών. Μέσα σ’ αυτό το σύνολο ανήκουν και οι Αθηναίοι, τους οποίους αναφέρει ο Πρωταγόρας για να απαντήσει στη θέση του Σωκράτη. Ο τελευταίος είχε ισχυριστεί ότι οι Αθηναίοι δεν πιστεύουν ότι η αρετή είναι διδακτή. Ο Πρωταγόρας με τον συλλογισμό του αποδεικνύει ότι οι Αθηναίοι επιβάλλουν τιμωρίες και, επομένως, πιστεύουν ότι η αρετή διδάσκεται. Χρησιμοποιεί την Αθήνα ως παράδειγμα για να υποστηρίξει τη θέση του, και για λόγους αντικειμενικότητας, καθώς τα παραδείγματα αντλούνται από την αθηναϊκή ζωή, την οικεία στον Σωκράτη, και όχι από την προσωπική του εμπειρία και πατρίδα. Το ύφος μάλιστα του λόγου γίνεται λεπτά ειρωνικό στις φράσεις «...οἱ σοὶ πολῖται·» και «...καὶ χαλκέως καὶ σκυτοτόμου συμβουλεύοντος...»
Η άποψη του Πρωταγόρα για τον αποτρεπτικό, παιδευτικό και τελεολογικό χαρακτήρα της ποινής κρίνεται ιδιαίτερα ρηξικέλευθη και πρωτοποριακή για την εποχή της, στην οποία η ποινή είχε τη μορφή της εκδίκησης. Ο Πρωταγόρας υπερβαίνοντας ιδεολογικά την εποχή του εισηγείται τον εξανθρωπισμό της δικαιοσύνης. Παρόμοιες αντιλήψεις άρχισαν να ακούγονται και να εφαρμόζονται για πρώτη φορά τα νεότερα χρόνια την εποχή του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού (18ος μ.Χ. αιώνας) από τον Τσεζάρε Μπεκαρία στο έργο του Περί Εγκλημάτων και Ποινών.
Το επιχείρημα του Πρωταγόρα μπορεί να θεωρηθεί μη πειστικό για τους εξής λόγους:
α) Η άποψη ότι οι άνθρωποι επιβάλλουν τιμωρίες σε όσους διαπράττουν αδικήματα, επειδή αδιαφόρησαν να αποκτήσουν την αρετή, και, επομένως, ότι η αρετή είναι διδακτή, είναι μια άποψη που δεν μπορεί να υιοθετηθεί ανεπιφύλακτα, γιατί πρέπει πρώτα να αποδειχθεί. Ο Πρωταγόρας χρησιμοποιεί, δηλαδή, την αποδεικτέα θέση (ότι η πολιτική αρετή διδάσκεται) και ως αποδεικτικό στοιχείο. Για άλλη μια φορά, λοιπόν, έχουμε τοσόφισμα της λήψεως του ζητουμένου.
β) Η πρωτοποριακή και γενικά αποδεκτή θέση του Πρωταγόρα για την παιδευτική σημασία της τιμωρίας θεωρείται δεδομένη, αλλά ανήκει μάλλον στη σφαίρα της θεωρίας και της δεοντολογίας (= τι πρέπει να συμβαίνει) και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, ιδιαίτερα εκείνης της εποχής. Έτσι, ο Πρωταγόρας επικαλείται μάλλον ένα ιδανικό παρά αποδίδει μια ρεαλιστική κατάσταση της εποχής του στην Αθήνα. Για την εποχή του ήταν μάλλονανεφάρμοστη η σωφρονιστική σκοπιμότητα της ποινής, γιατί οι Αθηναίοι συνέδεαν περισσότερο την τιμωρία με την εκδίκηση και με την ικανοποίηση του ίδιου του παθόντος ή των συγγενών ενός θύματος. Όπως πίστευαν ότι η αλαζονεία (ὕβρις) προκαλεί την οργή (τίσις) και την τιμωρία (νέμεσις) των θεών με στόχο την αποκατάσταση της ηθικής τάξης, κάτι ανάλογο ακολουθούσαν και στην καθημερινότητά τους στη συναναστροφή τους με τους άλλους ανθρώπους.
Ο Πρωταγόρας, λοιπόν, επιχειρεί να αποδείξει τον παιδευτικό ρόλο της ποινής και, συνεπώς, το διδακτό της αρετής, αναφερόμενος στο τι θα έπρεπε να κάνουν οι Αθηναίοι, όταν δικάζουν, και όχι τι πραγματικά κάνουν, όταν δικάζουν. Άλλωστε ο σοφιστής δεν κάνει λόγο καθαρά για τον τρόπο με τον οποίο οι Αθηναίοι δίκαζαν. Το επιχείρημα του Πρωταγόρα, επομένως, είναι έμμεσα δεοντολογικό και μπορεί να αποδοθεί περίπου ως εξής « η αρετή είναι διδακτή, εφόσον οι ποινές (πρέπει να) έχουν παιδευτικό/σωφρονιστικό χαρακτήρα». Και είναι λογικό ότι με τη σωφρονιστική σκοπιμότητα της ποινής και με το τι θα έπρεπε να κάνουν οι Αθηναίοι, όταν δικάζουν, δεν θα μπορούσε να διαφωνήσει ο Σωκράτης.
Και πριν από το επιχείρημά του για τον παιδευτικό χαρακτήρα της ποινής, ο Πρωταγόρας αναφέρθηκε ήδη στην ποινή στην 4η ενότητα, στο πλαίσιο του μύθου. Ο Πρωταγόρας στην 4η ενότητα, διά στόματος Δία στον μύθο, πρότεινε για όποιον δεν συμμετέχει στην αἰδῶ και τη δίκη τη θανατική ποινή («κτείνειν ὡς νόσον πόλεως»). Σ’ αυτή την ενότητα, αντίθετα, μιλά για την παιδευτική σημασία της τιμωρίας («ἵνα μὴ αὖθις ἀδικήσῃ μήτε αὐτὸς οὗτος μήτε ἄλλος ὁ τοῦτον ἰδὼν κολασθέντα»). Φαινομενικά, λοιπόν, ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια αντίφαση: η θανατική ποινή δεν αφήνει περιθώρια βελτίωσης στον δράστη, άρα αίρεται ο σωφρονιστικός χαρακτήρας της και συνεπώς η έλλογη σκοπιμότητα που πρέπει να έχει κάθε ποινή. Κατά συνέπεια, η αποδοχή της θανατικής ποινής αντιφάσκει με την αποδοχή του σωφρονιστικού χαρακτήρα της ποινής εν γένει.
Η αντίφαση αίρεται ως έναν βαθμό, αν λάβουμε υπόψη μας και το ακόλουθο χωρίο της 7ης ενότητας: «… πρέπει να εκδιώκουμε από την πόλη ή να σκοτώνουμε ως ανίατο όποιον δεν υπακούει σε αυτό το πράγμα ακόμα και μετά τη διδασκαλία, ακόμα και μετά την τιμωρία». Η θανατική ποινή αποτελεί, λοιπόν, έσχατο μέσο τιμωρίας που επιβάλλεται, όταν οι άλλες μορφές τιμωρίας (νουθεσίες, θυμοί, μικρές τιμωρίες, εξορία και στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων) δεν έχουν επιφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα, δηλαδή τον σωφρονισμό του δράστη. Μάλιστα, επιβάλλεται όχι για να εκδικηθεί η πολιτεία αυτόν που διέπραξε ένα αδίκημα, αλλά για ναδιαφυλάξει την αρμονική συμβίωση και ισορροπία μέσα στην πόλη, απομακρύνοντας οποιοδήποτε ταραχοποιό στοιχείο.
Ωστόσο, προβάλλει και πάλι το όριο του πολιτισμικού επιπέδου που έχει κατακτήσει και βιώνει στις καθημερινές συνθήκες πραγμάτωσής του μια κοινωνία. Αν το θεσμικό πλαίσιο δεν διαμορφώθηκε από συνειδήσεις που έχουν αναγάγει την ανθρώπινη ζωή σε υπέρτατη αξία, τότε θα παρατηρούνται ρωγμές σε οριακές στιγμές, κατά τη διελκυστίνδα των οποίων η ζυγαριά θα γέρνει όχι στον άνθρωπο, αλλά στην ανάγκη διατήρησης του συστήματος. Στον βαθμό που η κοινωνία συμπεριφέρεται κατά τον ίδιο τρόπο με τον παρεκτραπέντα, συνιστά αποδεικτικό σημάδι της ιδεολογικής, ηθικής και συνειδησιακής ανεπάρκειάς της. Αν η θεσπισμένη πολιτεία χρησιμοποιεί λαιμητόμους, κώνεια ή ηλεκτρικές καρέκλες για να αφαιρέσει ένα μοναδικό γεγονός με βίαιο τρόπο, σε τι διαφέρει το αποτέλεσμα της πράξη της από εκείνο του αδικοπραγήσαντα;
Μια ορθολογικά διαμορφωμένη κοινωνία δεν μεταμορφώνεται σε Μήδεια. Αφοσιώνεται στη διαπαιδαγώγηση και στη συνειδησιακή διαμόρφωση των πολιτών κατευθύνοντάς τους πάντα προς τη βίωση της ανάγκης για την έκφραση της ηθικοπνευματικής ιδιοσυστασίας τους.
3. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
«ὥστε κατὰ τοῦτον τὸν λόγον καὶ Ἀθηναῖοί εἰσι τῶν ἡγουμένων παρασκευαστὸν εἶναι καὶ διδακτὸν ἀρετήν. Ὡς μὲν οὖν εἰκότως ἀποδέχονται οἱ σοὶ πολῖται καὶ χαλκέως καὶ σκυτοτόμου συμβουλεύοντος τὰ πολιτικά, καὶ ὅτι διδακτὸν καὶ παρασκευαστὸν ἡγοῦνται ἀρετήν, ἀποδέδεικταί σοι, ὦ Σώκρατες, ἱκανῶς, ὥς γέ μοι φαίνεται.»
Ο Πρωταγόρας συγκεφαλαιώνει τα συμπεράσματά του απευθυνόμενος στον Σωκράτη. Καταλήγει, λοιπόν, στις εξής τρεις θέσεις:
α) η αρετή είναι διδακτή.
β) αυτή είναι και η θέση των Αθηναίων, γι’ αυτό σωστά ο κάθε πολίτης ανεξάρτητα από το επάγγελμά του, είτε είναι χαλκιάς είτε τσαγκάρης, έχει το δικαίωμα να συμβουλεύει για τα πολιτικά.
γ) ανασκευή του ισχυρισμού του Σωκράτη ότι η αρετή δεν είναι διδακτή.
α) «ὥστε κατὰ τοῦτον τὸν λόγον καὶ Ἀθηναῖοί εἰσι τῶν ἡγουμένων παρασκευαστὸν εἶναι καὶ διδακτὸν ἀρετήν»
Με το πρώτο συμπέρασμα ο Πρωταγόρας επαναδιατυπώνει την αρχική του θέση, ότι η αρετή μπορεί να αποκτηθεί και να διδαχθεί. Εφόσον κάποιος κάνει χρήση της έλλογης τιμωρίας με στόχο να αποτρέψει την επανάληψη ενός αδικήματος στο μέλλον, αυτό σημαίνει πως πιστεύει ότι η αρετή μπορεί να διδαχθεί˙ θεωρεί, δηλαδή, ότι με την επίδραση της ποινής, ενός εξωτερικού παράγοντα, ο άνθρωπος που αδίκησε μπορεί να αποβάλει την αδικία, να συνετιστεί, να βελτιωθεί και να στραφεί στην αρετή κάνοντάς τη σταδιακά κτήμα του. Αν υπήρχε η αντίληψη ότι η αρετή είναι έμφυτο χαρακτηριστικό, θα ήταν μάταιο να επιβάλλονται ποινές, αφού όλοι θα γεννιόμαστε με ή χωρίς την αρετή, χωρίς όμως αυτό να μπορεί να μεταβληθεί.
β) «Ὡς μὲν οὖν εἰκότως ἀποδέχονται οἱ σοὶ πολῖται καὶ χαλκέως καὶ σκυτοτόμου συμβουλεύοντος τὰ πολιτικά»
Το δεύτερο συμπέρασμα συνιστά την απάντηση του Πρωταγόρα στο πρώτο επιχείρημα του Σωκράτη (ενότητα 1η: «Μάλιστα, ωραία τέχνη κατέχεις λοιπόν … αυτό είναι κάτι που διδάσκεται»). Έχει, λοιπόν, από τη μια αποδείξει ότι αποδέχεται την άποψη του Σωκράτη για την καθολικότητα της αρετής και από την άλλη έχει ανασκευάσει τη θέση του ότι η αρετή δεν είναι διδακτή. Ο Πρωταγόρας συχνά επικαλούνταν την κοινή γνώμη της αθηναϊκής κοινωνίας και προσάρμοζε σε αυτή και στις εμπειρικές εφαρμογές της τις απόψεις του για το διδακτό της αρετής. Έτσι, η στάση της αθηναϊκής κοινωνίας εδώ φαίνεται να δικαιώνεται μέσα από το επιχείρημά του.
γ) «…καὶ ὅτι διδακτὸν καὶ παρασκευαστὸν ἡγοῦνται ἀρετήν, ἀποδέδεικταί σοι, ὦ Σώκρατες, ἱκανῶς, ὥς γέ μοι φαίνεται.»
Ο Πρωταγόρας ολοκληρώνει το επιχείρημά του γεμάτος αυτοπεποίθηση και αυταρέσκεια (ἱκανῶς), πιστεύοντας ότι αντιμετώπισε με πειστικότητα τον αντίπαλό του, Σωκράτη, και ανέτρεψε το επιχείρημά του για το μη διδακτό της πολιτικής αρετής. Έτσι, ικανοποιεί τη ματαιοδοξία του και ενισχύει το κύρος του ως κορυφαίου διανοητή της εποχής του. Συγχρόνως, στο τέλος, μετριάζει ευγενικά τη στάση του με τη φράση «ὥς γέ μοι φαίνεται».
Ο Πρωταγόρας συγκεφαλαιώνει τα συμπεράσματά του απευθυνόμενος στον Σωκράτη. Καταλήγει, λοιπόν, στις εξής τρεις θέσεις:
α) η αρετή είναι διδακτή.
β) αυτή είναι και η θέση των Αθηναίων, γι’ αυτό σωστά ο κάθε πολίτης ανεξάρτητα από το επάγγελμά του, είτε είναι χαλκιάς είτε τσαγκάρης, έχει το δικαίωμα να συμβουλεύει για τα πολιτικά.
γ) ανασκευή του ισχυρισμού του Σωκράτη ότι η αρετή δεν είναι διδακτή.
α) «ὥστε κατὰ τοῦτον τὸν λόγον καὶ Ἀθηναῖοί εἰσι τῶν ἡγουμένων παρασκευαστὸν εἶναι καὶ διδακτὸν ἀρετήν»
Με το πρώτο συμπέρασμα ο Πρωταγόρας επαναδιατυπώνει την αρχική του θέση, ότι η αρετή μπορεί να αποκτηθεί και να διδαχθεί. Εφόσον κάποιος κάνει χρήση της έλλογης τιμωρίας με στόχο να αποτρέψει την επανάληψη ενός αδικήματος στο μέλλον, αυτό σημαίνει πως πιστεύει ότι η αρετή μπορεί να διδαχθεί˙ θεωρεί, δηλαδή, ότι με την επίδραση της ποινής, ενός εξωτερικού παράγοντα, ο άνθρωπος που αδίκησε μπορεί να αποβάλει την αδικία, να συνετιστεί, να βελτιωθεί και να στραφεί στην αρετή κάνοντάς τη σταδιακά κτήμα του. Αν υπήρχε η αντίληψη ότι η αρετή είναι έμφυτο χαρακτηριστικό, θα ήταν μάταιο να επιβάλλονται ποινές, αφού όλοι θα γεννιόμαστε με ή χωρίς την αρετή, χωρίς όμως αυτό να μπορεί να μεταβληθεί.
β) «Ὡς μὲν οὖν εἰκότως ἀποδέχονται οἱ σοὶ πολῖται καὶ χαλκέως καὶ σκυτοτόμου συμβουλεύοντος τὰ πολιτικά»
Το δεύτερο συμπέρασμα συνιστά την απάντηση του Πρωταγόρα στο πρώτο επιχείρημα του Σωκράτη (ενότητα 1η: «Μάλιστα, ωραία τέχνη κατέχεις λοιπόν … αυτό είναι κάτι που διδάσκεται»). Έχει, λοιπόν, από τη μια αποδείξει ότι αποδέχεται την άποψη του Σωκράτη για την καθολικότητα της αρετής και από την άλλη έχει ανασκευάσει τη θέση του ότι η αρετή δεν είναι διδακτή. Ο Πρωταγόρας συχνά επικαλούνταν την κοινή γνώμη της αθηναϊκής κοινωνίας και προσάρμοζε σε αυτή και στις εμπειρικές εφαρμογές της τις απόψεις του για το διδακτό της αρετής. Έτσι, η στάση της αθηναϊκής κοινωνίας εδώ φαίνεται να δικαιώνεται μέσα από το επιχείρημά του.
γ) «…καὶ ὅτι διδακτὸν καὶ παρασκευαστὸν ἡγοῦνται ἀρετήν, ἀποδέδεικταί σοι, ὦ Σώκρατες, ἱκανῶς, ὥς γέ μοι φαίνεται.»
Ο Πρωταγόρας ολοκληρώνει το επιχείρημά του γεμάτος αυτοπεποίθηση και αυταρέσκεια (ἱκανῶς), πιστεύοντας ότι αντιμετώπισε με πειστικότητα τον αντίπαλό του, Σωκράτη, και ανέτρεψε το επιχείρημά του για το μη διδακτό της πολιτικής αρετής. Έτσι, ικανοποιεί τη ματαιοδοξία του και ενισχύει το κύρος του ως κορυφαίου διανοητή της εποχής του. Συγχρόνως, στο τέλος, μετριάζει ευγενικά τη στάση του με τη φράση «ὥς γέ μοι φαίνεται».
ΑΙΣΘΗΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ
Αντίθεση
ἀλογίστως … ὁ δὲ μετὰ λόγου.
Λιτότητα
οὐχ ἥκιστα, μὴ ἀλογίστως.
Υπερβατό
ὡς ἐξ ἐπιμελείας καὶ μαθήσεως κτητῆς οὔσης, ὁ δὲ μετὰ λόγου ἐπιχειρῶν, παρασκευαστὸν εἶναι καὶ διδακτὸν ἀρετήν.
Παρομοίωση
ὥσπερ θηρίον
ἀλογίστως … ὁ δὲ μετὰ λόγου.
Λιτότητα
οὐχ ἥκιστα, μὴ ἀλογίστως.
Υπερβατό
ὡς ἐξ ἐπιμελείας καὶ μαθήσεως κτητῆς οὔσης, ὁ δὲ μετὰ λόγου ἐπιχειρῶν, παρασκευαστὸν εἶναι καὶ διδακτὸν ἀρετήν.
Παρομοίωση
ὥσπερ θηρίον
Ερμηνευτικές ερωτήσεις ανοιχτού τύπου
- ΑΣΚΗΣΗ 1
Εκφώνηση
Πώς παρουσιάζει εδώ την έννοια της τιμωρίας ο Πρωταγόρας; Αναλύστε τη θέση του, όπως παρουσιάζεται στον λόγο του, στις δύο τελευταίες ενότητες.
(ερώτηση από το σχολικό εγχειρίδιο στη σελίδα 88)
Πώς παρουσιάζει εδώ την έννοια της τιμωρίας ο Πρωταγόρας; Αναλύστε τη θέση του, όπως παρουσιάζεται στον λόγο του, στις δύο τελευταίες ενότητες.
(ερώτηση από το σχολικό εγχειρίδιο στη σελίδα 88)
Απάντηση
Ο Πρωταγόρας αναφέρεται σε δύο είδη τιμωρίας κάνοντας χρήση δύο διαφορετικών ρημάτων:
α) Με το ρήμα τιμωροῦμαι αναφέρεται στην τιμωρία που έχει ως στόχο την εκδίκηση και την ικανοποίηση του αδικηθέντος.
β) Με το ρήμα κολάζω αναφέρεται στην έλλογη τιμωρία του αδικήσαντος με σκοπό τον σωφρονισμό του.
Κατά τη γνώμη του, ο άνθρωπος ως έλλογο ον οφείλει να επιβάλλει τιμωρίες με το δεύτερο σκεπτικό, απορρίπτοντας τα κίνητρα της ανταπόδοσης και της αντεκδίκησης. Η τιμωρία, για τον Πρωταγόρα, έχειπαιδευτικό χαρακτήρα και όχι εκδικητικό και κατασταλτικό. Στόχος της δεν είναι η θεραπεία ενός αδικήματος που έχει ήδη διαπραχθεί, γιατί αυτό αποτελεί μια συντελεσμένη πια πραγματικότητα η οποία δεν μπορεί να αλλάξει («οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη»). Αντίθετα, αφορά την αποτροπή διάπραξης μιας άδικης πράξης στο μέλλον («τοῦ μέλλοντος χάριν»). Πιο συγκεκριμένα, ο στόχος της είναι διττός:
Ο Πρωταγόρας αναφέρεται σε δύο είδη τιμωρίας κάνοντας χρήση δύο διαφορετικών ρημάτων:
α) Με το ρήμα τιμωροῦμαι αναφέρεται στην τιμωρία που έχει ως στόχο την εκδίκηση και την ικανοποίηση του αδικηθέντος.
β) Με το ρήμα κολάζω αναφέρεται στην έλλογη τιμωρία του αδικήσαντος με σκοπό τον σωφρονισμό του.
Κατά τη γνώμη του, ο άνθρωπος ως έλλογο ον οφείλει να επιβάλλει τιμωρίες με το δεύτερο σκεπτικό, απορρίπτοντας τα κίνητρα της ανταπόδοσης και της αντεκδίκησης. Η τιμωρία, για τον Πρωταγόρα, έχειπαιδευτικό χαρακτήρα και όχι εκδικητικό και κατασταλτικό. Στόχος της δεν είναι η θεραπεία ενός αδικήματος που έχει ήδη διαπραχθεί, γιατί αυτό αποτελεί μια συντελεσμένη πια πραγματικότητα η οποία δεν μπορεί να αλλάξει («οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη»). Αντίθετα, αφορά την αποτροπή διάπραξης μιας άδικης πράξης στο μέλλον («τοῦ μέλλοντος χάριν»). Πιο συγκεκριμένα, ο στόχος της είναι διττός:
- ο σωφρονισμός του παραβάτη («ἵνα μὴ αὖθις ἀδικήσῃ μήτε αὐτὸς οὗτος»), ώστε να μη διαπράξει ποτέ ξανά στο μέλλον αδίκημα και
- ο παραδειγματισμός («μήτε ἄλλος ὁ τοῦτον ἰδὼν κολασθέντα») των υπολοίπων.
- ΑΣΚΗΣΗ 2
Εκφώνηση
Με ποιο πνεύμα νομίζετε ότι θα πρέπει μια κοινωνία να εφαρμόζει τον νόμο και τις ποινές στους παραβάτες;
(ερώτηση από το σχολικό εγχειρίδιο στη σελίδα 88)
Με ποιο πνεύμα νομίζετε ότι θα πρέπει μια κοινωνία να εφαρμόζει τον νόμο και τις ποινές στους παραβάτες;
(ερώτηση από το σχολικό εγχειρίδιο στη σελίδα 88)
Απάντηση
Στην κοινωνία στην οποία κυριαρχεί ο ορθός λόγος ο νόμος και η ποινή έχουν σκοπό να συνετίσουν αυτούς που αδικοπραγούν και να παραδειγματίσουν όσους μάλλον εύκολα ρέπουν στην αδικοπραγία. Αναγνωρίζεται επομένως ο κοινωνικοποιητικός, αναμορφωτικός και παιδευτικός ρόλος τους. Ωστόσο, για να λειτουργήσουν ο νόμος και η ποινή θετικά για την ηθική βελτίωση του ανθρώπου και την προαγωγή της συλλογικής ζωής, απαιτείται ευνομούμενη κοινωνία με ανθρωπιστικό προσανατολισμό, ο οποίος σύντομα μπορεί να αναλυθεί στα εξής:
Στην κοινωνία στην οποία κυριαρχεί ο ορθός λόγος ο νόμος και η ποινή έχουν σκοπό να συνετίσουν αυτούς που αδικοπραγούν και να παραδειγματίσουν όσους μάλλον εύκολα ρέπουν στην αδικοπραγία. Αναγνωρίζεται επομένως ο κοινωνικοποιητικός, αναμορφωτικός και παιδευτικός ρόλος τους. Ωστόσο, για να λειτουργήσουν ο νόμος και η ποινή θετικά για την ηθική βελτίωση του ανθρώπου και την προαγωγή της συλλογικής ζωής, απαιτείται ευνομούμενη κοινωνία με ανθρωπιστικό προσανατολισμό, ο οποίος σύντομα μπορεί να αναλυθεί στα εξής:
- ο νόμος να κατοχυρώνει τα δικαιώματα των πολιτών και να διασφαλίζει την αρμονική συμβίωση μέσα στην κοινωνία,
- επιβάλλεται σε περίπτωση νομικής εκτροπής να γίνεται εξαντλητική διερεύνηση της ενοχής ενός ανθρώπου, που φέρεται ως ένοχος, ώστε να αποφεύγεται η επιβολή άδικης ποινής,
- η ποινή να σωφρονίζει και να παραδειγματίζει και να μην αποτελεί μέσο εκδίκησης και επίδειξης ισχύος εκ μέρους της πολιτείας,
- η πολιτεία οφείλει να εκσυγχρονίζει το σωφρονιστικό της σύστημα και να σέβεται τα δικαιώματα των εκτιόντων ποινές,
- χρέος της πολιτείας είναι να μεριμνά για την ομαλή επανένταξη των κρατουμένων στο κοινωνικό σύνολο,
- ο παραβάτης του νόμου στην ευνομούμενη κοινωνία έχει το δικαίωμα να αντιμετωπίζεται με κατανόηση και ανθρωπιά.
- ΑΣΚΗΣΗ 3
Εκφώνηση
Να συγκρίνετε τη θέση του Πρωταγόρα για την τιμωρία με την αντίληψη που υπήρχε γι’ αυτή στην εποχή του. Ποιες ομοιότητες και διαφορές εντοπίζετε;
Να συγκρίνετε τη θέση του Πρωταγόρα για την τιμωρία με την αντίληψη που υπήρχε γι’ αυτή στην εποχή του. Ποιες ομοιότητες και διαφορές εντοπίζετε;
Απάντηση
Η θέση του Πρωταγόρα συγκριτικά με τις αντιλήψεις της εποχής του είναι ρηξικέλευθη και πρωτοποριακή. Πιο συγκεκριμένα, η τιμωρία, για τον Πρωταγόρα, έχει παιδευτικό χαρακτήρα και όχι εκδικητικό και κατασταλτικό. Στόχος της δεν είναι η θεραπεία ενός αδικήματος που έχει ήδη διαπραχθεί, γιατί αυτό αποτελεί μια συντελεσμένη πια πραγματικότητα η οποία δεν μπορεί να αλλάξει («οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη»). Αντίθετα, αφορά την αποτροπή διάπραξης μιας άδικης πράξης στο μέλλον («τοῦ μέλλοντος χάριν»). Πιο συγκεκριμένα, ο στόχος της είναι διττός:
Η θέση του Πρωταγόρα συγκριτικά με τις αντιλήψεις της εποχής του είναι ρηξικέλευθη και πρωτοποριακή. Πιο συγκεκριμένα, η τιμωρία, για τον Πρωταγόρα, έχει παιδευτικό χαρακτήρα και όχι εκδικητικό και κατασταλτικό. Στόχος της δεν είναι η θεραπεία ενός αδικήματος που έχει ήδη διαπραχθεί, γιατί αυτό αποτελεί μια συντελεσμένη πια πραγματικότητα η οποία δεν μπορεί να αλλάξει («οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη»). Αντίθετα, αφορά την αποτροπή διάπραξης μιας άδικης πράξης στο μέλλον («τοῦ μέλλοντος χάριν»). Πιο συγκεκριμένα, ο στόχος της είναι διττός:
- ο σωφρονισμός του παραβάτη («ἵνα μὴ αὖθις ἀδικήσῃ μήτε αὐτὸς οὗτος»), ώστε να μη διαπράξει ποτέ ξανά στο μέλλον αδίκημα και
- ο παραδειγματισμός («μήτε ἄλλος ὁ τοῦτον ἰδὼν κολασθέντα») των υπολοίπων.
- ΑΣΚΗΣΗ 4
Εκφώνηση
Πώς κρίνετε τη θέση του Πρωταγόρα για την παιδευτική σημασία της τιμωρίας σε σχέση με την εποχή της;
Πώς κρίνετε τη θέση του Πρωταγόρα για την παιδευτική σημασία της τιμωρίας σε σχέση με την εποχή της;
Απάντηση
Η άποψη του Πρωταγόρα κρίνεται ιδιαίτερα ρηξικέλευθη και πρωτοποριακή για την εποχή της, καθώς παρόμοιες αντιλήψεις άρχισαν να ακούγονται και να εφαρμόζονται για πρώτη φορά την εποχή του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού (18ος μ.Χ. αιώνας) από τον Τσεζάρε Μπεκαρία στο έργο του Περί Εγκλημάτων και Ποινών. Ωστόσο για την εποχή της ήταν μάλλον ανεφάρμοστη, γιατί οι Αθηναίοι συνέδεαν την τιμωρία με την εκδίκηση και με την ικανοποίηση του ίδιου του παθόντος ή των συγγενών ενός θύματος. Όπως πίστευαν ότι η αλαζονεία (ὕβρις) προκαλεί την οργή (τίσις) και την τιμωρία (νέμεσις) των θεών με στόχο την αποκατάσταση της ηθικής τάξης, κάτι ανάλογο ακολουθούσαν και στην καθημερινότητά τους στη συναναστροφή τους με τους άλλους ανθρώπους. Μια τέτοια στάση, βέβαια, δικαιολογείται, αν λάβουμε υπόψη τον πόνο και την αγανάκτηση του ανθρώπου που υφίσταται την αδικία.
Η άποψη του Πρωταγόρα κρίνεται ιδιαίτερα ρηξικέλευθη και πρωτοποριακή για την εποχή της, καθώς παρόμοιες αντιλήψεις άρχισαν να ακούγονται και να εφαρμόζονται για πρώτη φορά την εποχή του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού (18ος μ.Χ. αιώνας) από τον Τσεζάρε Μπεκαρία στο έργο του Περί Εγκλημάτων και Ποινών. Ωστόσο για την εποχή της ήταν μάλλον ανεφάρμοστη, γιατί οι Αθηναίοι συνέδεαν την τιμωρία με την εκδίκηση και με την ικανοποίηση του ίδιου του παθόντος ή των συγγενών ενός θύματος. Όπως πίστευαν ότι η αλαζονεία (ὕβρις) προκαλεί την οργή (τίσις) και την τιμωρία (νέμεσις) των θεών με στόχο την αποκατάσταση της ηθικής τάξης, κάτι ανάλογο ακολουθούσαν και στην καθημερινότητά τους στη συναναστροφή τους με τους άλλους ανθρώπους. Μια τέτοια στάση, βέβαια, δικαιολογείται, αν λάβουμε υπόψη τον πόνο και την αγανάκτηση του ανθρώπου που υφίσταται την αδικία.
- ΑΣΚΗΣΗ 5
Εκφώνηση
Ο Πρωταγόρας μιλώντας στην 4η ενότητα για τη θανατική ποινή και στην 6η για την παιδευτική σημασία της τιμωρίας φαινομενικά πέφτει σε αντίφαση. Εξηγήστε σε τι συνίσταται η αντίφαση αυτή και πώς τελικά αίρεται.
Ο Πρωταγόρας μιλώντας στην 4η ενότητα για τη θανατική ποινή και στην 6η για την παιδευτική σημασία της τιμωρίας φαινομενικά πέφτει σε αντίφαση. Εξηγήστε σε τι συνίσταται η αντίφαση αυτή και πώς τελικά αίρεται.
Απάντηση
Και πριν από το επιχείρημά του για τον παιδευτικό χαρακτήρα της ποινής, ο Πρωταγόρας αναφέρθηκε ήδη στην ποινή στην 4η ενότητα, στο πλαίσιο του μύθου. Ο Πρωταγόρας στην 4η ενότητα, διά στόματος Δία στον μύθο, πρότεινε για όποιον δεν συμμετέχει στην αἰδῶ και τη δίκη τη θανατική ποινή («κτείνειν ὡς νόσον πόλεως»). Σ’ αυτή την ενότητα, αντίθετα, μιλά για την παιδευτική σημασία της τιμωρίας («ἵνα μὴ αὖθις ἀδικήσῃ μήτε αὐτὸς οὗτος μήτε ἄλλος ὁ τοῦτον ἰδὼν κολασθέντα»). Φαινομενικά, λοιπόν, ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια αντίφαση: η θανατική ποινή δεν αφήνει περιθώρια βελτίωσης στον δράστη, άρα αίρεται ο σωφρονιστικός χαρακτήρας της και, συνεπώς, η έλλογη σκοπιμότητα που πρέπει να έχει κάθε ποινή. Κατά συνέπεια, η αποδοχή της θανατικής ποινής αντιφάσκει με την αποδοχή του σωφρονιστικού χαρακτήρα της ποινής εν γένει.
Η αντίφαση αίρεται ως έναν βαθμό, αν λάβουμε υπόψη μας και το ακόλουθο χωρίο της 7ης ενότητας: «… πρέπει να εκδιώκουμε από την πόλη ή να σκοτώνουμε ως ανίατο όποιον δεν υπακούει σε αυτό το πράγμα ακόμα και μετά τη διδασκαλία, ακόμα και μετά την τιμωρία». Η θανατική ποινή αποτελεί, λοιπόν, έσχατο μέσο τιμωρίας που επιβάλλεται όταν οι άλλες μορφές τιμωρίας (νουθεσίες, θυμοί, μικρές τιμωρίες, εξορία και στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων) δεν έχουν επιφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα, δηλαδή τον σωφρονισμό του δράστη. Μάλιστα, επιβάλλεται όχι για να εκδικηθεί η πολιτεία αυτόν που διέπραξε ένα αδίκημα, αλλά για να διαφυλάξει την αρμονική συμβίωση και ισορροπία μέσα στην πόλη, απομακρύνοντας οποιοδήποτε ταραχοποιό στοιχείο.
Ωστόσο, προβάλλει και πάλι το όριο του πολιτισμικού επιπέδου που έχει κατακτήσει και βιώνει στις καθημερινές συνθήκες πραγμάτωσής του μια κοινωνία. Αν το θεσμικό πλαίσιο δεν διαμορφώθηκε από συνειδήσεις που έχουν αναγάγει την ανθρώπινη ζωή σε υπέρτατη αξία, τότε θα παρατηρούνται ρωγμές σε οριακές στιγμές, κατά τη διελκυστίνδα των οποίων η ζυγαριά θα γέρνει όχι στον άνθρωπο , αλλά στην ανάγκη διατήρησης του συστήματος. Στον βαθμό που η κοινωνία συμπεριφέρεται κατά τον ίδιο τρόπο με τον παρεκτραπέντα, συνιστά αποδεικτικό σημάδι της ιδεολογικής, ηθικής και συνειδησιακής ανεπάρκειάς της. Αν η θεσπισμένη πολιτεία χρησιμοποιεί λαιμητόμους, κώνεια ή ηλεκτρικές καρέκλες για να αφαιρέσει ένα μοναδικό γεγονός με βίαιο τρόπο, σε τι διαφέρει το αποτέλεσμα της πράξη της από εκείνο του αδικοπραγήσαντα;
Μια ορθολογικά διαμορφωμένη κοινωνία δεν μεταμορφώνεται σε Μήδεια. Αφοσιώνεται στη διαπαιδαγώγηση και στη συνειδησιακή διαμόρφωση των πολιτών κατευθύνοντάς τους πάντα προς τη βίωση της ανάγκης για την έκφραση της ηθικοπνευματικής ιδιοσυστασίας τους.
Και πριν από το επιχείρημά του για τον παιδευτικό χαρακτήρα της ποινής, ο Πρωταγόρας αναφέρθηκε ήδη στην ποινή στην 4η ενότητα, στο πλαίσιο του μύθου. Ο Πρωταγόρας στην 4η ενότητα, διά στόματος Δία στον μύθο, πρότεινε για όποιον δεν συμμετέχει στην αἰδῶ και τη δίκη τη θανατική ποινή («κτείνειν ὡς νόσον πόλεως»). Σ’ αυτή την ενότητα, αντίθετα, μιλά για την παιδευτική σημασία της τιμωρίας («ἵνα μὴ αὖθις ἀδικήσῃ μήτε αὐτὸς οὗτος μήτε ἄλλος ὁ τοῦτον ἰδὼν κολασθέντα»). Φαινομενικά, λοιπόν, ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια αντίφαση: η θανατική ποινή δεν αφήνει περιθώρια βελτίωσης στον δράστη, άρα αίρεται ο σωφρονιστικός χαρακτήρας της και, συνεπώς, η έλλογη σκοπιμότητα που πρέπει να έχει κάθε ποινή. Κατά συνέπεια, η αποδοχή της θανατικής ποινής αντιφάσκει με την αποδοχή του σωφρονιστικού χαρακτήρα της ποινής εν γένει.
Η αντίφαση αίρεται ως έναν βαθμό, αν λάβουμε υπόψη μας και το ακόλουθο χωρίο της 7ης ενότητας: «… πρέπει να εκδιώκουμε από την πόλη ή να σκοτώνουμε ως ανίατο όποιον δεν υπακούει σε αυτό το πράγμα ακόμα και μετά τη διδασκαλία, ακόμα και μετά την τιμωρία». Η θανατική ποινή αποτελεί, λοιπόν, έσχατο μέσο τιμωρίας που επιβάλλεται όταν οι άλλες μορφές τιμωρίας (νουθεσίες, θυμοί, μικρές τιμωρίες, εξορία και στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων) δεν έχουν επιφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα, δηλαδή τον σωφρονισμό του δράστη. Μάλιστα, επιβάλλεται όχι για να εκδικηθεί η πολιτεία αυτόν που διέπραξε ένα αδίκημα, αλλά για να διαφυλάξει την αρμονική συμβίωση και ισορροπία μέσα στην πόλη, απομακρύνοντας οποιοδήποτε ταραχοποιό στοιχείο.
Ωστόσο, προβάλλει και πάλι το όριο του πολιτισμικού επιπέδου που έχει κατακτήσει και βιώνει στις καθημερινές συνθήκες πραγμάτωσής του μια κοινωνία. Αν το θεσμικό πλαίσιο δεν διαμορφώθηκε από συνειδήσεις που έχουν αναγάγει την ανθρώπινη ζωή σε υπέρτατη αξία, τότε θα παρατηρούνται ρωγμές σε οριακές στιγμές, κατά τη διελκυστίνδα των οποίων η ζυγαριά θα γέρνει όχι στον άνθρωπο , αλλά στην ανάγκη διατήρησης του συστήματος. Στον βαθμό που η κοινωνία συμπεριφέρεται κατά τον ίδιο τρόπο με τον παρεκτραπέντα, συνιστά αποδεικτικό σημάδι της ιδεολογικής, ηθικής και συνειδησιακής ανεπάρκειάς της. Αν η θεσπισμένη πολιτεία χρησιμοποιεί λαιμητόμους, κώνεια ή ηλεκτρικές καρέκλες για να αφαιρέσει ένα μοναδικό γεγονός με βίαιο τρόπο, σε τι διαφέρει το αποτέλεσμα της πράξη της από εκείνο του αδικοπραγήσαντα;
Μια ορθολογικά διαμορφωμένη κοινωνία δεν μεταμορφώνεται σε Μήδεια. Αφοσιώνεται στη διαπαιδαγώγηση και στη συνειδησιακή διαμόρφωση των πολιτών κατευθύνοντάς τους πάντα προς τη βίωση της ανάγκης για την έκφραση της ηθικοπνευματικής ιδιοσυστασίας τους.
- ΑΣΚΗΣΗ 6
Εκφώνηση
Πώς ο Πρωταγόρας μέσα από την ανάλυση της θέσης του για την επιβολή τιμωριών φτάνει να αποδείξει ότι η πολιτική αρετή διδάσκεται; Αξιολογήστε την πειστικότητα του επιχειρήματός του.
Πώς ο Πρωταγόρας μέσα από την ανάλυση της θέσης του για την επιβολή τιμωριών φτάνει να αποδείξει ότι η πολιτική αρετή διδάσκεται; Αξιολογήστε την πειστικότητα του επιχειρήματός του.
Απάντηση
Το επιχείρημα του Πρωταγόρα, για να αποδείξει ότι η πολιτική αρετή διδάσκεται, έχει ως εξής: εφόσον κάποιος κάνει χρήση της έλλογης τιμωρίας με στόχο να αποτρέψει την επανάληψη ενός αδικήματος στο μέλλον, αυτό σημαίνει πως πιστεύει ότι η αρετή μπορεί να διδαχθεί˙ θεωρεί δηλαδή ότι με την επίδραση της ποινής, ενός εξωτερικού παράγοντα, ο άνθρωπος που αδίκησε μπορεί να αποβάλει την αδικία, να συνετιστεί, να βελτιωθεί και να στραφεί στην αρετή κάνοντάς τη σταδιακά κτήμα του. Αν υπήρχε η αντίληψη ότι η αρετή είναι έμφυτο χαρακτηριστικό, θα ήταν μάταιο να επιβάλλονται ποινές, αφού όλοι θα γεννιόμαστε με ή χωρίς την αρετή, χωρίς όμως αυτό να μπορεί να μεταβληθεί. Το επιχείρημα του Πρωταγόρα μπορεί να θεωρηθεί μη πειστικό για τους εξής λόγους:
α) Η άποψη ότι οι άνθρωποι επιβάλλουν τιμωρίες σε όσους διαπράττουν αδικήματα, επειδή αδιαφόρησαν να αποκτήσουν την αρετή, και, επομένως, ότι η αρετή είναι διδακτή είναι μια άποψη που δεν μπορεί να υιοθετηθεί ανεπιφύλακτα, γιατί πρέπει πρώτα να αποδειχθεί. Ο Πρωταγόρας χρησιμοποιεί δηλαδή την αποδεικτέα θέση (ότι η πολιτική αρετή διδάσκεται) και ως αποδεικτικό στοιχείο. Για άλλη μια φορά, λοιπόν, έχουμε το σόφισμα της λήψεως του ζητουμένου.
β) Η πρωτοποριακή και γενικά αποδεκτή θέση του Πρωταγόρα για την παιδευτική σημασία της τιμωρίας θεωρείται δεδομένη αλλά ανήκει μάλλον στη σφαίρα της θεωρίας και της δεοντολογίας
(= τι πρέπει να συμβαίνει) και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, ιδιαίτερα εκείνης της εποχής. Ο Πρωταγόρας, λοιπόν, επιχειρεί να αποδείξει τον παιδευτικό ρόλο της ποινής και συνεπώς το διδακτό της αρετής, αναφερόμενος στο τι θα έπρεπε να κάνουν οι Αθηναίοι, όταν δικάζουν, και όχι τι πραγματικά κάνουν, όταν δικάζουν. Άλλωστε ο σοφιστής δεν κάνει λόγο καθαρά για τον τρόπο με τον οποίο οι Αθηναίοι δίκαζαν. Το επιχείρημα του Πρωταγόρα, επομένως, είναι έμμεσα δεοντολογικό και μπορεί να αποδοθεί περίπου ως εξής « η αρετή είναι διδακτή, εφόσον οι ποινές (πρέπει να) έχουν παιδευτικό/σωφρονιστικό χαρακτήρα». Και είναι λογικό ότι με τη σωφρονιστική σκοπιμότητα της ποινής και με το τι θα έπρεπε να κάνουν οι Αθηναίοι, όταν δικάζουν, δεν θα μπορούσε να διαφωνήσει ο Σωκράτης.
Το επιχείρημα του Πρωταγόρα, για να αποδείξει ότι η πολιτική αρετή διδάσκεται, έχει ως εξής: εφόσον κάποιος κάνει χρήση της έλλογης τιμωρίας με στόχο να αποτρέψει την επανάληψη ενός αδικήματος στο μέλλον, αυτό σημαίνει πως πιστεύει ότι η αρετή μπορεί να διδαχθεί˙ θεωρεί δηλαδή ότι με την επίδραση της ποινής, ενός εξωτερικού παράγοντα, ο άνθρωπος που αδίκησε μπορεί να αποβάλει την αδικία, να συνετιστεί, να βελτιωθεί και να στραφεί στην αρετή κάνοντάς τη σταδιακά κτήμα του. Αν υπήρχε η αντίληψη ότι η αρετή είναι έμφυτο χαρακτηριστικό, θα ήταν μάταιο να επιβάλλονται ποινές, αφού όλοι θα γεννιόμαστε με ή χωρίς την αρετή, χωρίς όμως αυτό να μπορεί να μεταβληθεί. Το επιχείρημα του Πρωταγόρα μπορεί να θεωρηθεί μη πειστικό για τους εξής λόγους:
α) Η άποψη ότι οι άνθρωποι επιβάλλουν τιμωρίες σε όσους διαπράττουν αδικήματα, επειδή αδιαφόρησαν να αποκτήσουν την αρετή, και, επομένως, ότι η αρετή είναι διδακτή είναι μια άποψη που δεν μπορεί να υιοθετηθεί ανεπιφύλακτα, γιατί πρέπει πρώτα να αποδειχθεί. Ο Πρωταγόρας χρησιμοποιεί δηλαδή την αποδεικτέα θέση (ότι η πολιτική αρετή διδάσκεται) και ως αποδεικτικό στοιχείο. Για άλλη μια φορά, λοιπόν, έχουμε το σόφισμα της λήψεως του ζητουμένου.
β) Η πρωτοποριακή και γενικά αποδεκτή θέση του Πρωταγόρα για την παιδευτική σημασία της τιμωρίας θεωρείται δεδομένη αλλά ανήκει μάλλον στη σφαίρα της θεωρίας και της δεοντολογίας
(= τι πρέπει να συμβαίνει) και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, ιδιαίτερα εκείνης της εποχής. Ο Πρωταγόρας, λοιπόν, επιχειρεί να αποδείξει τον παιδευτικό ρόλο της ποινής και συνεπώς το διδακτό της αρετής, αναφερόμενος στο τι θα έπρεπε να κάνουν οι Αθηναίοι, όταν δικάζουν, και όχι τι πραγματικά κάνουν, όταν δικάζουν. Άλλωστε ο σοφιστής δεν κάνει λόγο καθαρά για τον τρόπο με τον οποίο οι Αθηναίοι δίκαζαν. Το επιχείρημα του Πρωταγόρα, επομένως, είναι έμμεσα δεοντολογικό και μπορεί να αποδοθεί περίπου ως εξής « η αρετή είναι διδακτή, εφόσον οι ποινές (πρέπει να) έχουν παιδευτικό/σωφρονιστικό χαρακτήρα». Και είναι λογικό ότι με τη σωφρονιστική σκοπιμότητα της ποινής και με το τι θα έπρεπε να κάνουν οι Αθηναίοι, όταν δικάζουν, δεν θα μπορούσε να διαφωνήσει ο Σωκράτης.
- ΑΣΚΗΣΗ 7
Εκφώνηση
Ποια συναισθήματα νομίζετε ότι διακατέχουν τον Πρωταγόρα στο τέλος της 6ης ενότητας, αν κρίνετε από τη φράση του «… ἀποδέδεικταί σοι, ὦ Σώκρατες, ἱκανῶς, ὥς γέ μοι φαίνεται»;
Ποια συναισθήματα νομίζετε ότι διακατέχουν τον Πρωταγόρα στο τέλος της 6ης ενότητας, αν κρίνετε από τη φράση του «… ἀποδέδεικταί σοι, ὦ Σώκρατες, ἱκανῶς, ὥς γέ μοι φαίνεται»;
Απάντηση
Ο Πρωταγόρας ολοκληρώνει το επιχείρημά του γεμάτος αυτοπεποίθηση και αυταρέσκεια (ἱκανῶς), πιστεύοντας ότι αντιμετώπισε με πειστικότητα τον αντίπαλό του, Σωκράτη, και ανέτρεψε το επιχείρημά του για το μη διδακτό της πολιτικής αρετής. Έτσι, ικανοποιεί τη ματαιοδοξία του και ενισχύει το κύρος του ως κορυφαίου διανοητή της εποχής του.
Συγχρόνως, στο τέλος, μετριάζει ευγενικά τη στάση του με τη φράση «ὥς γέ μοι φαίνεται».
Ο Πρωταγόρας ολοκληρώνει το επιχείρημά του γεμάτος αυτοπεποίθηση και αυταρέσκεια (ἱκανῶς), πιστεύοντας ότι αντιμετώπισε με πειστικότητα τον αντίπαλό του, Σωκράτη, και ανέτρεψε το επιχείρημά του για το μη διδακτό της πολιτικής αρετής. Έτσι, ικανοποιεί τη ματαιοδοξία του και ενισχύει το κύρος του ως κορυφαίου διανοητή της εποχής του.
Συγχρόνως, στο τέλος, μετριάζει ευγενικά τη στάση του με τη φράση «ὥς γέ μοι φαίνεται».
Λεξιλογικές ασκήσεις
- ΑΣΚΗΣΗ 1
Εκφώνηση
Να δώσετε από δύο ομόρριζα στη νέα ελληνική για καθεμιά από τις παρακάτω λέξεις: νουθετεῖ, μαθήσεως, κτητῆς, ἠδίκησεν, πραχθέν, δόξαν.
Να δώσετε από δύο ομόρριζα στη νέα ελληνική για καθεμιά από τις παρακάτω λέξεις: νουθετεῖ, μαθήσεως, κτητῆς, ἠδίκησεν, πραχθέν, δόξαν.
Λύση
νουθετεῖ → διάνοια, θήκη
μαθήσεως → μαθητής, μαθησιακός
κτητῆς → απόκτημα, κτητικός
ἠδίκησεν → δικαιοσύνη, δικαιολογία
πραχθὲν → σύμπραξη, πραγματεία
δόξαν → δογματικός, επίδοξος
νουθετεῖ → διάνοια, θήκη
μαθήσεως → μαθητής, μαθησιακός
κτητῆς → απόκτημα, κτητικός
ἠδίκησεν → δικαιοσύνη, δικαιολογία
πραχθὲν → σύμπραξη, πραγματεία
δόξαν → δογματικός, επίδοξος
- ΑΣΚΗΣΗ 2
Εκφώνηση
Να βρείτε στο κείμενο λέξεις ετυμολογικά συγγενείς με τις παρακάτω: ένδειξη, λογική, ένδοξος, προνομιούχος, προθυμία, ιδιότροπος.
Να βρείτε στο κείμενο λέξεις ετυμολογικά συγγενείς με τις παρακάτω: ένδειξη, λογική, ένδοξος, προνομιούχος, προθυμία, ιδιότροπος.
Λύση
ένδειξη → ἀποδέδεικται
λογική → ἀλογίστως, λόγου
ένδοξος → δόξαν
προνομιούχος → ἔχων, ἔχουσιν
προθυμία → θυμοῦται
ιδιότροπος → ἀποτροπῆς, ἰδίᾳ
ένδειξη → ἀποδέδεικται
λογική → ἀλογίστως, λόγου
ένδοξος → δόξαν
προνομιούχος → ἔχων, ἔχουσιν
προθυμία → θυμοῦται
ιδιότροπος → ἀποτροπῆς, ἰδίᾳ
- ΑΣΚΗΣΗ 3
Εκφώνηση
Να συμπληρώσετε τις παρακάτω προτάσεις με παράγωγα του ἰδὼν<ὁρῶ.
α) Το ουράνιο τόξο που εμφανίστηκε στον ουρανό δεν ήταν …………………… για πολλή ώρα.
β) Ένας ……………………………… μπορεί εύκολα να διαγνώσει αν έχεις προβλήματα ……………………….
γ) Ένας καλός πολιτικός πρέπει να διακρίνεται από ………………………….
δ) Ένα μεγάλο ποσοστό των εκπομπών που προβάλλονται στην ……………………… είναι ακατάλληλες για ανηλίκους.
ε) Είναι τυχερός˙ οι ουλές που του άφησε ο τραυματισμός είναι …………………….
Να συμπληρώσετε τις παρακάτω προτάσεις με παράγωγα του ἰδὼν<ὁρῶ.
α) Το ουράνιο τόξο που εμφανίστηκε στον ουρανό δεν ήταν …………………… για πολλή ώρα.
β) Ένας ……………………………… μπορεί εύκολα να διαγνώσει αν έχεις προβλήματα ……………………….
γ) Ένας καλός πολιτικός πρέπει να διακρίνεται από ………………………….
δ) Ένα μεγάλο ποσοστό των εκπομπών που προβάλλονται στην ……………………… είναι ακατάλληλες για ανηλίκους.
ε) Είναι τυχερός˙ οι ουλές που του άφησε ο τραυματισμός είναι …………………….
Λύση
α) Το ουράνιο τόξο που εμφανίστηκε στον ουρανό δεν ήταν …………ορατό………… για πολλή ώρα.
β) Ένας ………οφθαλμίατρος………… μπορεί εύκολα να διαγνώσει αν έχεις προβλήματα …………όρασης…………….
γ) Ένας καλός πολιτικός πρέπει να διακρίνεται από ………διορατικότητα……….
δ) Ένα μεγάλο ποσοστό των εκπομπών που προβάλλονται στην ………τηλεόραση……… είναι ακατάλληλες για ανηλίκους.
ε) Είναι τυχερός˙ οι ουλές που του άφησε ο τραυματισμός είναι ………αδιόρατες…….
α) Το ουράνιο τόξο που εμφανίστηκε στον ουρανό δεν ήταν …………ορατό………… για πολλή ώρα.
β) Ένας ………οφθαλμίατρος………… μπορεί εύκολα να διαγνώσει αν έχεις προβλήματα …………όρασης…………….
γ) Ένας καλός πολιτικός πρέπει να διακρίνεται από ………διορατικότητα……….
δ) Ένα μεγάλο ποσοστό των εκπομπών που προβάλλονται στην ………τηλεόραση……… είναι ακατάλληλες για ανηλίκους.
ε) Είναι τυχερός˙ οι ουλές που του άφησε ο τραυματισμός είναι ………αδιόρατες…….