Ήσυχα και σιγαλά,
διψώντας τα φιλιά μας,
από τ' άγνωστο γλιστράς
μέσα στην αγκαλιά μας.
Ώς κ' η βαρυχειμωνιά
μ' αιφνήδια καλοσύνη
κ' ήσυχη και σιγαλή
σε δέχτηκε κ' εκείνη.
Ήσυχα και σιγαλά
σε χάιδευεν ο αέρας, 10
της νυχτός ηλιόφεγγο
κι ονείρεμα της μέρας.
Ήσυχα και σιγαλά
μας γέμιζες το σπίτι,
γλύκα του κεχριμπαριού
και χάρη του μαγνήτη.
Ήσυχα και σιγαλά
ζούσε από σε το σπίτι,
ομορφιά τ' αυγερινού
και φως τού αποσπερίτη. 20
Ήσυχα και σιγαλά
φεγγάρια, ω στόμα, ω μάτι,
μιαν αυγούλα σβήσατε
στο φονικό κρεββάτι.
Ήσυχα και σιγαλά
και μ' όλα τα φιλιά μας,
γύρισες προς τ' άγνωστο
μέσ' απ' την αγκαλιά μας.
Ήσυχα και σιγαλά,
ω λόγε, ω στίχε, ω ρίμα, 30
σπείρετε τ' αμάραντα
στ' απίστευτο το μνήμα!