Η κατοικία των αρχαίων Ελλήνων
Γράφει η Νεφέλη ΛΑΠΑΡΙΔΟΥ
ΓΙΑ
τις κατοικίες των αρχαίων Ελλήνων, πλουσίων και φτωχών, έχουμε
γνώσεις ελιππείς ή ασαφείς ή αντιφατικές. Εντούτοις, πρόκειται
για ένα θέμα που κινεί το ενδιαφέρον όχι μόνο του επιστήμονα
αρχαιολόγου και αρχιτέκτονα, αλλά και του κάθε ανθρώπου που
θέλει να ασχοληθεί.Σε γενικές γραμμές, η κατασκευή των σπιτιών γίνεται από φτηνά υλικά και η διάταξή τους είναι απλή και φυσική. Τα δωμάτια έβλεπαν σε εσωτερικές αυλές. Μπροστά από το σπίτι υπήρχε μια μικρή πλακόστρωτη αυλή. Η είσοδος ήταν συνήθως στη βόρεια πλευρά. Λόγω κλίματος, το σπίτι δεν μπορούσε να λειτουργήσει ως χώρος κοινωνικών συναναστροφών. Μόνο κατά τον 5ο και 4ο αιώνα π.Χ. άρχισαν τα σπίτια να είναι προσεγμένα, κάτι που ως τότε συνέβαινε μόνο στους μεγάλους ναούς, στα δημόσια κτίρια και στα ανάκτορα.
Από τη γεωμετρική εποχή έχουμε ελάχιστα παραδείγματα, επειδή καταστράφηκαν οι περισσότερες κατασκευές. Μερικές υπάρχουν στο Εμποριό της Χίου και στα Βρουλιά της Ρόδου. Κτίσματα ανεξάρτητα ή σε παράλληλες σειρές συνιστούν μονόχωρα ή δίχωρα σπίτια με πρόδομο, κίονες και παραστάδες, θυμίζοντας μυκηναϊκό μέγαρο, με πρόχειρη όμως κατασκευή. Οι πρώτοι πυρήνες παρουσιάζουν τη βασική δομή που αναφέρεται στον Βιτρούβιο, δηλαδή τον τύπο της προστάδος (προστάς=προθάλαμος: βρισκόταν μπροστά από το κύριο δωμάτιο, τον "οίκο") και εκείνον της παστάδος.
Από τα αρχαϊκά χρόνια, το χαρακτηριστικό γνώρισμα του ελληνικού σπιτιού είναι η αυλή ή το αίθριο και η διάταξη των δωματίων με κέντρο και κύρια πηγή φωτισμού και αερισμού αυτόν τον υπαίθριο ή ημιυπαίθριο (όταν είχε στοά) χώρο.
Όπως μαθαίνουμε από τα γραπτά μνημεία, αυτή η τάση ενδοστρέφειας οφείλεται κατά κύριο λόγο στην τότε δομή της ελληνικής οικογένειας, στην κοινωνική θέση της γυναίκας και στην επιθυμία του άνδρα για απόλαυση της ιδιωτικής ζωής: Επιστρέφει στο σπίτι κουρασμένος μετά από την εργασία του στην πόλη και τη συνεχή παρουσία του στον χώρο της αγοράς και σε άλλους ανοιχτούς (και μη) δημόσιους χώρους, τρώει το φαγητό που έχει ετοιμαστεί και μετά κοιμάται. Ο ρόλος των δύο φύλων ήταν με σαφήνεια καθορισμένος. Η γυναίκα, αν δεν έβγαινε έξω για αγορές σχετικές με την οικιακή δραστηριότητα, έμενε στο σπίτι. Οι κοινωνικές δραστηριότητες όπου επιτρεπόταν η παρουσία της ήταν γάμοι ή κηδείες και άλλες συναφείς εκδηλώσεις. Πολλά σπίτια διέθεταν τον ειδικό χώρο των γυναικών, τον γυναικωνίτη, που είχε περισσότερα δωμάτια από τον χώρο των ανδρών, ενώ ο ανδρωνίτης ή ανδρώνας περιοριζόταν σε ένα δωμάτιο με προθάλαμο ή προστάδα. Ο χώρος ήταν ανάλογος με την ώρα παραμονής: Όσο περισσότερο έμενε το άτομο μέσα στο σπίτι, τόσο περισσότερο χώρο χρησιμοποιούσε. Φυσικά, σε καμία περίπτωση δεν σήμαινε αυτό ότι η γυναίκα ήταν ευνοημένη επειδή χρησιμοποιούσε το μεγαλύτερο μέρος του σπιτιού. Ούτως ή άλλως, είχε την ευθύνη για ολόκληρο το σπίτι. Η κυρίαρχη παρουσία της συνέβαλλε καθοριστικά στη διαμόρφωση του σπιτιού με αξιοσημείωτη και μοναδική πρακτική λειτουργικότητα, με εκμετάλλευση των φυσιολογικών παραμέτρων, όπως του φωτισμού, και με εσωτερική ζωή.
Η λειτουργική διάρθρωση του αρχαιοελληνικού σπιτιού δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από ένα σύγχρονο σπίτι. Το σπίτι της Ολύνθου με τα πολλά χρώματα δίνει ολοκληρωμένη εικόνα του κλασικού σπιτιού. Εξωτερικά μοιάζει με κλειστό οικοδόμημα, με μοναδικό άνοιγμα μια πόρτα στην ανατολική πλευρά. Μόλις αφήσουμε την είσοδο, μπαίνουμε στον θυρώνα. Αριστερά μας, βρίσκεται ο πιθεών (αποθήκη ή κελάρι) και δεξιά ο ανδρών, με προθάλαμο και κύριο δωμάτιο, που κοσμείται με μωσαϊκό δάπεδο και θρανία. Εδώ δειπνεί ο οικοδεσπότης με τους φίλους του, αφού πια κλείσει η αγορά. Βγαίνοντας από τον θυρώνα, περνάμε στην αυλή, στην οποία υπάρχει ο βωμός των οικιακών θεοτήτων: του Διός Ερκείου ή της Εστίας. Αριστερά, ο υπαίθριος χώρος επεκτείνεται. Δυτικά της αυλής βρίσκεται το οπτάνιο (=κουζίνα) και το λουτρό, ενώ ανοιχτά προς τον Νότο υπάρχουν οι θάλαμοι (τα υπνοδωμάτια), οι οποίοι αναπτύσσονται κατά μήκος της παστάδος.
Οι λειτουργικές αρετές αυτού του σπιτιού εντυπωσιάζουν τον σημερινό μελετητή. Η σύνθεση των χώρων γίνεται με κριτήριο το πρόγραμμα της καθημερινής ζωής. Οι διάφοροι χώροι, και αυτό είναι το πιο εντυπωσιακό, ομαδοποιούνται σε ζώνες: λειτουργίες της ημέρας (εργασία, επισκέψεις, οικογενειακό εντευκτήριο, γεύματα κ.τλ.) και της νύχτας (επίσημα γεύματα στον ανδρώνα, ανάπαυση και ύπνος στους θαλάμους κ.τλ.) αλλά και σε ζώνες όπου είναι σαφής η κοινωνική διαφοροποίηση των δύο φύλων ως στάση ζωής.
Τα τελευταία χρόνια έχει γίνει πολύς λόγος για τον εκδημοκρατισμό του κλασικού σπιτιού με την έννοια της ισομοιρίας (παροχή ίσου εμβαδού στους πολίτες, άρα διατήρηση δημοκρατικής ισότητας). Αυτό το θέμα μελετήθηκε εκτενώς από τους Γερμανούς ερευνητές Χόπφνερ και Σβάντνερ, στο βιβλίο τους "Wohnen in der klassischen Polis - Haus und Stadt im klassischen Griechenland" (=Zώντας στην κλασική πόλη - σπίτι και πόλη στην κλασική Ελλάδα). Η ισομοιρία ήταν ενδεχομένως ο στόχος για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, ώστε το σπίτι του στρατηγού Μιλτιάδη να μη διαφέρει από εκείνα των μη διασήμων γειτόνων του όπως έγραψε ο Δημοσθένης. Θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να έχουμε ακριβή στοιχεία για τα σπίτια των "ανδρών επιφανών", αλλά δυστυχώς διαθέτουμε ελάχιστα. Εκτός από αυτήν την αναφορά για τον Μιλτιάδη, υπάρχει απλή αναφορά στο σπίτι του Αριστείδη και του Αλκιβιάδη, για το οποίο διαθέτουμε και την πληροφορία ότι είχε ενδιαφέρουσες τοιχογραφίες. Όμως δεν έχει σωθεί απολύτως τίποτα από τα σπίτια αυτά. Δεν φαίνεται όμως να διήρκεσε πολύ η προσπάθεια για την επίτευξη αυτού του στόχου, αφού βλέπουμε μετά την ισομοιρία των οικοπέδων να γίνονται ακόμη πιο πολυτελείς οι κατοικίες των πλουσίων, μερικοί από τους οποίους ήταν διάσημοι και αναφέρονται και στους πλατωνικούς διαλόγους, όπως ο Κριτίας. Δηλαδή, όπως λέμε σήμερα, γίνονταν "οι πλούσιοι πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι".
Διαχρονικό στοιχείο του αρχαιοελληνικού σπιτιού, με απαρχή τον πολιτισμό του Αιγαίου, είναι η εκμετάλλευση των φυσικών παραμέτρων, δηλαδή του εδάφους, του κλίματος και του προσανατολισμού. Αυτή η τακτική μεταφερόταν για πολλά χρόνια ως πρακτική εμπειρία από γενιά σε γενιά. Την πρώτη της θεωρητική διατύπωση αποκτά η συγκεκριμένη τακτική στο έργο "Περί Ανέμων, Υδάτων και Τόπων" του Ιπποκράτη, καθώς και στα έργα του Αριστοτέλη και του Ξενοφώντα.
Στην αναπαράσταση ενός άλλου κλασικού υποδείγματος σπιτιού από τη Μαρώνεια της Θράκης επιβεβαιώνονται αυτές οι προδιαγραφές, που μεταξύ άλλων οδηγούν και στην κατάλληλη κλίση της στέγης σε συνδυασμό με τον προσανατολισμό. Με αυτόν τον τρόπο, οι ακτίνες του ήλιου τον χειμώνα μπαίνουν στο σπίτι και το θερμαίνουν, ενώ το καλοκαίρι δεν εισέρχονται στα δώματια και συνεπώς υπάρχει δροσιά. Πρόκειται για τις οικοδομικές προδιαγραφές του περίφημου σπιτιού του Σωκράτη, οι οποίες στηρίζονται στη γνώση των αστρονομικών και μετεωρολογικών φαινομένων, της τροχιάς του ήλιου στις 21 Δεκεμβρίου τον χειμώνα και στις 21 Ιουνίου το καλοκαίρι. Βάσει αυτών των δεδομένων, επιλέγονταν οι θέσεις των οικισμών και ο προσανατολισμός των σπιτιών. Οι έρευνες έδειξαν ότι υπάρχουν αρχαίες ελληνικές πόλεις των οποίων τα ανεμολόγια είχαν ελεγχθεί ώστε να επιλεγούν οι πόλεις αυτές αποκλειστικά ως χώροι οικισμού.
Οι αρχιτεκτονικές αυτές εμπειρίες μένουν αθάνατες. Περίτρανη απόδειξη αυτού αποτελεί το γεγονός ότι τις συναντάμε και στο Βυζάντιο, στην "Εξάβιβλο" του Αρμενόπουλου, σε ένα σπίτι του 11ου αιώνα μ.Χ. στη Θεσσαλονίκη, στον βυζαντινό και μεσοβυζαντινό οικισμό στη Γαλάτιστα της Χαλκιδικής, ακόμη μέχρι και το 1847 μ.Χ., όταν ο Γεώργιος Γαζής μιλάει πολύ απλά για τις αρχές των κλασικών Ελλήνων περί υγείας και ευημερίας του σπιτιού, χωρίς να έχει διαβάσει ποτέ γραπτά μνημεία της κλασικής αρχαιότητας. Σχεδόν μοιάζουν να ξαναζούν οι άνθρωποι στα αρχαία σπίτια σε αυτές τις αναφορές. Εδώ εντοπίζεται και η προσφορά του Ιππόδαμου Μιλήσιου στην αρχαιότητα: όχι στην εισαγωγή του καννάβου, που ήταν ήδη γνωστός, αλλά στη συστηματοποίηση και στη μεταφορά των φυσικών παραμέτρων του οικείν, από τη θεωρία στην πολεοδομική πράξη. Εξάλλου, οι λεξικογράφοι Ησύχιος και Φώτιος ονομάζουν τον Ιππόδαμο μετεωρολόγο και όχι αρχιτέκτονα, διότι ασχολείται με την επίδραση των μετεωρολογικών φαινομένων στην υγιεινή των σπιτιών.
Αθήναι
Οι πρώτοι άνθρωποι έφτασαν στην Αθήνα κατά το τέλος των νεολιθικών χρόνων, μεταξύ 4500 και 4000 π.Χ. Τα διάσπαρτα ίχνη τους μαρτυρούν ότι διάλεξαν για μόνιμη εγκατάστασή τους την περιοχή του βράχου της Ακρόπολης. Στην αρχή, πιθανότατα δεν θέλησαν να κατοικήσουν στην κορυφή, αλλά γνωρίζουμε από ανασκαφές ότι είχαν διασκορπιστεί στη νότια και στη βόρεια κλιτύ του βράχου. Κατά καιρούς, ίσως να εγκαταστάθηκαν μερικοί και στα δύο μικρά σπήλαια επάνω από το θέατρο του Διονύσου. Το νερό, πρώτο και βασικό στοιχείο προκειμένου για την ίδρυση οικισμού, αντλούνταν από τα 21 ρηχά πηγάδια βάθους τριών έως τεσσάρων μέτρων που είχαν ανοίξει στη βορειοδυτική πλευρά του βράχου, εκεί που αργότερα υπήρχε η ονομαστή πηγή Κλεψύδρα.
Τα σπίτια, λίγα και σκορπισμένα στις πλαγιές, είχαν γερά θεμελιωμένη βάση, ενώ οι τοίχοι και οι στέγες ήταν κατασκευασμένα από κλαδιά δέντρων αλειμμένα με λάσπη. Στο μοναδικό δωμάτιό τους, υπήρχε η εστία, που ζέσταινε τον χώρο και χρησίμευε στο μαγείρεμα του φαγητού.
Άλλη ομάδα ανθρώπων εγκαταστάθηκε στον γειτονικό λόφο του Ολυμπιείου, ο οποίος αργότερα ισοπεδώθηκε, για να χτιστεί επάνω του ο ναός του Ολυμπίου Διός. Από τα σπίτια αυτά δεν σώθηκε τίποτε απολύτως διότι κόπηκε και απομακρύνθηκε όλη η πιθανή επίχωση, αλλά η μορφή και η θέση του λόφου αναδεικνύουν την ιδανική τοποθεσία για την ίδρυση οικισμού: χαμηλό έξαρμα γης κοντά σε ποτάμι και πεδινή έκταση στην περιφέρεια της τοποθεσίας με εύφορο χώμα που προοριζόταν για καλλιέργεια. Ανατολικά, ο λόφος του Ολυμπιείου είναι σχεδόν βέβαιο ότι χρησιμοποιήθηκε, διότι ένας του κάτοικος βρέθηκε θαμμένος σε μικρό λαξευτό τάφο της περιοχής. Ο τάφος αυτός κι άλλος ένας στον Κεραμεικό, το νεκροταφείο της αρχαίας Αθήνας, φανερώνουν από το σχήμα και τα κτερίσματα ότι οι κάτοικοι διατηρούσαν στενές σχέσεις με τους κυκλαδικούς οικισμούς της υπόλοιπης Αττικής και ότι ακολουθούσαν πολλά δικά τους έθιμα.
Από τα λίγα αυτά ευρήματα, συνάγεται το συμπέρασμα ότι οι άνθρωποι αυτοί διατηρούσαν στενή επικοινωνία με τις ακτές του Σαρωνικού Κόλπου, της Αίγινας και της Κέας. Αραιότερες ήταν οι σχέσεις των πρώτων αυτών Αθηναίων με τη βορειοανατολική Πελοπόννησο, τη Θεσσαλία και τη Μικρά Ασία.
Η πρώτη εποχή του χαλκού, δηλαδή από το 3200 ως το 2000 π.Χ., βρίσκει τους κατοίκους να είναι ακόμη έντονα επηρεασμένοι από τον νεολιθικό τρόπο ζωής. Τον πρώτο καιρό παραμένουν κλεισμένοι στον οικισμό τους αλλά αμέσως μετά συνδέονται και επικοινωνούν με ολόκληρη πλέον την Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα και τις Κυκλάδες. Εννοείται πάλι, ότι ούτε από εκείνα τα σπίτια έχουν σωθεί ίχνη, αλλά τα κεραμεικά της εποχής μαρτυρούν ότι οι άνθρωποι εξακολουθούν να κατοικούν στις παλιές θέσεις που είχαν επιλέξει, ενώ άλλοι διαμένουν και στην κορυφή του βράχου, κοντά στο Ερέχθειο. Στην αρχαία αγορά υπήρχε ένα μονοπάτι με διεύθυνση προς τα δυτικά, προς την Ακαδημία Πλάτωνος. Το μονοπάτι αυτό έγινε αργότερα δρόμος.
Μετά τα ελάχιστα και φτωχά αυτά κατάλοιπα κατοικιών, εντύπωση προκαλεί ο εμφανώς μεγαλύτερος αριθμός των ευρημάτων της δεύτερης εποχής του χαλκού, της Μεσοελλαδικής περιόδου, δηλαδή από το 2000 ως το 1600 π.Χ. Τα σπίτια, τα πηγάδια, οι εστίες, οι αποθέτες, οι τάφοι και τα κεραμεικά είναι όλα ευρήματα κατεσπαρμένα σε μεγάλη έκταση του χώρου. Βόρεια του Ερεχθείου ανακαλύφθηκε στρώμα κατοίκησης.
Στη νότια κλιτύ, σημάδια της Μεσοελλαδικής εποχής υπάρχουν όχι μόνο κοντά στα πρωτοελλαδικά, αλλά παντού όπου έγινε ανασκαφή. Δύο εστίες, δύο αποθέτες, ταφή σε πίθο, ταφικός τύμβος βόρεια της Στοάς του Ευμένους, δύο δωμάτια ή σπίτια, ένα πηγάδι, δύο απλοί τάφοι, και χαμηλότερα (προς τα ανατολικά του λόφου του Μουσείου) ένας μεγάλος τάφος και δύο μικρότεροι. Παντού βρέθηκαν κεραμεικά, όχι μόνο εκεί, αλλά και στο Ολυμπιείο και στους πρόποδες του Αρείου Πάγου (εκεί βρέθηκαν και δύο αποθέτες που ήταν κατά τα φαινόμενα τμήμα μεγάλης κατοικίας).
Σε κανέναν οικισμό δεν κατοικούν οι άνθρωποι κλεισμένοι στον τόπο τους, αλλά αναπτύσσουν εντυπωσιακά για τα δεδομένα της εποχής την έκταση των επικοινωνιών τους.
Στα υστεροελλαδικά χρόνια στην Αθήνα, δεν μεταβλήθηκαν ιδιαίτερα τα παραδοσιακά έθιμα κατοίκησης, έστω αυτά τα λίγα που γνωρίζουμε, παρά την πολιτισμική αλλαγή. Επικρατούν ίδιες μορφές διάκοσμου με τα μυκηναϊκά σπίτια, για τα οποία, όπως θα δούμε παρακάτω, υπάρχουν σαφώς περισσότερες πληροφορίες. Οι κάτοικοι της υστεροελλαδικής Αθήνας μεταχειρίζονται πολυτελή σκεύη στην κουζίνα (και όχι μόνο) και έχουν στα σπίτια τους αντικείμενα από την Αργολίδα και την Κρήτη, που τώρα ακριβώς αρχίζει να στέλνει μερικά προϊόντα της στην Αθήνα. Η έκταση του οικισμού δεν είναι σαφώς καθορισμένη, τα ευρήματα όμως φανερώνουν ότι άρχισαν να χτίζονται σπίτια και μακρύτερα, δηλαδή οι κάτοικοι δεν δημιουργούσαν μόνο ένα συγκρότημα κατοικιών, αλλά περισσότερα. Ο οικισμός, του οποίου τα περισσότερα ίχνη βρίσκονται γύρω από τη στοά του Αττάλου, γενικά παρουσιάζει πολύ μεγάλη ανάπτυξη, ο πληθυσμός εξαπλώνεται στο νότιο τμήμα και όλα μαρτυρούν τη γενική ευημερία. Όμως η κατοπινή επέκταση του οικισμού δηλώνει ότι ο οικισμός είχε πάψει πια να είναι ενιαίος και συνεχής, επειδή το διαρκώς αυξανόμενο μέγεθός του ξεπερνούσε κάθε προηγούμενο. Για να προσεγγίζουμε πιο σωστά την πραγματικότητα, θα πρέπει μάλλον να υποθέσουμε ότι οι Αθηναίοι ήταν συγκεντρωμένοι κατά ομάδες ή "κατά κώμας", όπως θα έγραφε και ο Θουκυδίδης, με τον κεντρικό πυρήνα επάνω στον βράχο και στη νότια κλιτύ. Μερικά σπίτια θα σχημάτιζαν άλλη ομάδα στα δυτικά της Ακρόπολης, άλλα στα ανατολικά του Μουσείου, άλλα κατά μήκος της δυτικής όχθης του Ιλισού και άλλα στο Ολυμπιείο. Πρέπει όμως να διευκρινίσουμε ότι η διάρθρωση αυτή δεν είχε σχέση με συγκεκριμένη κοινωνική ή οικονομική διαφοροποίηση των κατοίκων, διότι υπήρχε ποιοτική αντιστοιχία στον τρόπο οικοδόμησης των κατοικιών.
Εδώ κρίνουμε απαραίτητη μια ενδιαφέρουσα σημείωση ιστορικής αξίας: η "κατά κώμας" οργάνωση του πληθυσμού οδηγεί στον συλλογισμό ότι η λέξη Αθήναι, όπως δηλώνει η κατάληξη -ήναι, είναι πολύ πιο παλιά από τα ιστορικά χρόνια και εκφράζει πληθυντικό αριθμό. Ίσως ο πληθυντικός αναφέρεται σε αυτή τη διαίρεση και προήλθε από το σύνολο των μικρών οικισμών που στο σύνολό τους απαρτίζουν ένα συνοικισμό, όπως συμβαίνει και με τις πόλεις Μυκήναι, Θήβαι. Η διαίρεση διατηρείται και στα ιστορικά χρόνια και οι αρχαίοι συγγραφείς παραδίδουν για τη θέση παλιότερα ονόματα όπως Κεκροπίς και Ερεχθηίς.
Δημιουργούνται νέοι οικισμοί. Οι Αθηναίοι μετακινήθηκαν προς τις παραθαλάσσιες περιοχές. Οι οικισμοί που ίδρυσαν εκεί, τα σημερινά Αλυκή Βούλας, Βάρκιζα, Φάληρο, ευημερούν. Στα παλιά σπίτια έμεναν οι πιο συντηρητικοί και εξακολούθησαν να εργάζονται με τον δικό τους ρυθμό. Αραιά και σπάνια είναι τα εισαγόμενα από τη μακρινή γη Χαναάν προϊόντα, αλλά οι σχέσεις με την Κρήτη πολύ πιο τακτικές. Ο μύθος συνδέει με τραγικό τρόπο τους νέους των Αθηνών, τον Θησέα και τον Αιγέα με την Κρήτη και τον Μινώταυρο ειδικότερα, όμως δεν υπάρχει ουσιαστική μινωική επίδραση που να δικαιολογεί τη γένεση παρόμοιου μύθου.
Το βόρειο τμήμα της Αθήνας, το οποίο έχει εύκολη πρόσβαση στην Ακρόπολη, χρησιμοποιείται εντονότερα. Οι κάτοικοι κυκλοφορούν στο μονοπάτι που αργότερα γνωρίζουμε ως Περίπατο.
Μινωική Κρήτη
Οι Κρητικοί είχαν χάσει για πολλά χρόνια κάθε μνήμη νομαδικού κράτους και της κυκλικής νομαδικής καλύβας που ήταν ο αντιπροσωπευτικός τύπος κατοικιών τους. Το συμπέρασμα αυτό εξάγεται από τα ευρήματα που υπάρχουν στη διάθεσή μας: εάν όμως υποθέσουμε ότι οι λίγοι κυκλικοί τύμβοι, που χρονολογούνται από το 2700 ως το 2000 π.Χ., απηχούν τις παραδόσεις του θρησκευτικού συντηρητισμού, τότε μόνο θα μπορέσουμε να υποθέσουμε ότι τελικά δεν είχε χαθεί απόλυτα η νομαδική ζωή. Παρ' όλο που είναι κάπως αποσυντεθειμένα, τα ευρήματα της Κνωσού δείχνουν ότι η αρχική μορφή των κατοικιών ήταν κυκλική και υπήρχε περίφραξη από βέργες που είχαν χρωματικά επιχρίσματα. Αλλά αυτό είναι απλώς μια εικασία που γίνεται επειδή οι μελέτες έχουν καταδείξει ότι η κατάσταση στην Κρήτη έμοιαζε με αυτήν της Αιγύπτου. Τα σπίτια εκεί ήταν κατά τα φαινόμενα κυκλικά, αλλά πολύ καιρό πριν από τις δυναστείες, δηλαδή γύρω στο 4700 π.Χ., οπότε και τα σχέδια με καμπύλες άρχισαν να εγκαταλείπονται και γίνεται εμφανής η προτίμηση προς το τετραγωνικό σπίτι: Άλλωστε, τα σπίτια στην Κρήτη είχαν ήδη αρχίσει να κατασκευάζονται με βάση σχεδίου το τετράγωνο.
Κατά τη μετάβαση από την Προνεολιθική εποχή στην Πρωτομινωική Περίοδο 1 ή Προανακτορική Περίοδο δεν έχουμε να σημειώσουμε σημαντικές μεταβολές στην Κρήτη. Για παράδειγμα, μια τυπική μορφή σπιτιού αποτελούνταν από δύο δωμάτια: ένα είδος αίθουσας υποδοχής, που έβλεπε έξω κι ένα εσωτερικό υπνοδωμάτιο, όπως μπορούμε να υποθέσουμε από τα ελάχιστα ίχνη κατοικιών. Εξάλλου, οι σπηλιές ακόμη εξακολουθούσαν να χρησιμεύουν ως κατοικίες.
Στην Πρωτομινωική Περίοδο 2 συνεχίζεται η σπανιότητα των ευρημάτων, με μοναδικό άξιο λόγου εύρημα το σπίτι ανατολικά του χωριού Βασιλική στο Λασίθι της Ανατολικής Κρήτης. Η ανασκαφή του έγινε από Αμερικανούς. Βρίσκεται στην κορυφή ελαιόφυτου λόφου.
Στην Πρωτομινωική Περίοδο 3 δεν έχουμε τίποτα ουσιαστικότερο να επισημάνουμε, εκτός από ευρήματα καλυβών ευτελέστερου υλικού. Οι τοίχοι ήταν πέτρινοι.
Ασφαλώς θα υπήρχαν και άλλοι τύποι κατοικιών, όπως αυτή της Μαγκασάς, της οποίας η μορφή είναι άκρως ενδιαφέρουσα. Αυτή η μορφή έχει διατηρηθεί σε οστεοφυλάκια στο ανατολικό Παλαίκαστρο ή στη νησίδα Μόχλο.
Καθώς ο πολιτισμός εξελισσόταν, και συγκεκριμένα κατά τη μετάβαση από την Πρωτομινωική στη Μεσομινωική Περίοδο, μερικοί αρχαιολόγοι υπέθεσαν ότι μια διείσδυση νέων φύλων ήταν το αίτιο απότομης ανέλιξης και ωριμότητας των εικαστικών τεχνών. Η Κρήτη ακτινοβολεί ως την Αίγυπτο, ενώ μειώνεται η επαφή με την Ανατολή.
Τα σπίτια άρχισαν να περιλαμβάνουν επιπρόσθετα δωμάτια, τα οποία και επεκτείνονταν σε μεγαλύτερης έκτασης χώρους, αρχίζοντας να θυμίζουν το συνονθύλευμα παρατιθέμενων χώρων που συνέθεταν τον λαβύρινθο του Μινώταυρου (επί παραδείγματι, η αγροτική έπαυλη στο Βαθύπετρο). Καθώς με τέτοια περίπλοκα σχέδια ήταν αδύνατον να μπαίνει στο σπίτι φυσικό φως από παντού, χρησιμοποιήθηκαν οι κεντρικές αυλές και επιπρόσθετες πηγές φωτός. Η σχετική τάση ήταν να κατασκευάζονται πλατιές αλλά όχι βαθιές μονάδες χώρου με δύο ή περισσότερες πόρτες. Στα πιο απαιτητικά σπίτια (παραδείγματα πλούσιων σπιτιών ανιχνεύονται στα Γουρνιά ή στο Παλαίκαστρο) ακόμη και το 2000 π.Χ. ξύλινοι κίονες επέτρεπαν τη διάνοιξη δωματίων με μεγαλύτερο βάθος σε όλους του ορόφους εκτός από το ισόγειο. Είναι αυτονόητο ότι αυτές οι περιπεπλεγμένες και ακανόνιστες διατάξεις μπορούσαν να εφαρμοστούν επειδή οι στέγες ήταν επίπεδες. Μερικά από αυτά τα σπίτια διέθεταν και εσωτερικά κλιμακοστάσια. Στις πόλεις, όπου οι χώροι ήταν κάπως πιο περιορισμένοι, τα σπίτια ήταν ισοϋψή. Τα πλακίδια από φαγεντιανή που βρέθηκαν στην Κνωσό ανήκουν σε σπίτια διώροφα ή ακόμη και τριώροφα, με επίπεδο δώμα, χτισμένα πριν από το 1700 π.Χ. που έγινε η μεγάλη καταστροφή. Τα ισόγεια ήταν άδεια και διέθεταν μία ή δύο πόρτες συμμετρικά τοποθετημένες. Παράθυρα είχαν όλοι οι όροφοι εκτός από το ισόγειο. Εκτός από την Κρήτη, τέτοια σπίτια, με τις κατά τόπους διαφοροποιήσεις, έχουν βρεθεί στην Κόρινθο, στον Ορχομενό, στην Ολυμπία, στο Λιανοκλάδι, στο Ναύπλιο, στα Σπάτα, στην Αθήνα κοντά στον Άρειο Πάγο και κοντά στην Αρχαία Αγορά, καθώς και στη Μυτιλήνη, στη Μήλο, στην Πάρο και στην Αμοργό.
Για την Κνωσό, καθώς και τη Φαιστό και τα Μάλια, πρέπει να σημειώσουμε ότι υπήρχαν κοντά στα ανάκτορα επαύλεις οι οποίες ήταν εξαρτημένες από τον ανακτορικό πυρήνα και χρησίμευαν ως κατοικίες των προσώπων που είχαν υπηρεσία στα ανάκτορα ή ήταν ανώτεροι στρατιωτικοί, ιερείς ή διοικητικοί υπάλληλοι. Για τα σπίτια κοντά στα Μάλια έχουμε σχέδια, τα οποία είναι μάλλον φανταστικά.
Άλλες αγρεπαύλεις ή κατοικίες πλουσίων, που αποτελούσαν το διοικητικό σώμα της μινωικής κοινωνίας, βρίσκονται κατά κανόνα μόνο στην ύπαιθρο. Μερικές από αυτές είναι πολύ αξιόλογες.
Η έπαυλη που ανέδειξαν οι ανασκαφές ανατολικά του Ηρακλείου, όχι μακριά από την πόλη, στην Αμνισό, φαίνεται ότι βρισκόταν σε σπουδαίο σημείο, επειδή εκεί κοντά θα πρέπει να υπήρχε ολόκληρη πόλη. Αυτός ο ισχυρισμός είναι μάλλον σωστός, διότι η Αμνισός ήταν το επίνειο της Κνωσού, στις εκβολές του Καιράτου ποταμού. Προχωρώντας από την είσοδο προς το εσωτερικό σε έναν διάδρομο σε σχήμα S, μπαίνουμε σε έναν μικρό χώρο που θα ήταν θυρωρείο ή φυλάκιο. Δίπλα στο δωμάτιο αυτό ήταν το μαγειρείο. Βγαίνοντας από εκεί στις πλακόστρωτες αυλές, μπαίνουμε στον κύριο χώρο του σπιτιού μέσω του πολυθύρου. Το πολύθυρο είναι χαρακτηριστικό σημείο της μινωικής αρχιτεκτονικής. Αποτελείται από την παράπλευρη παράθεση ίσων ανοιγμάτων, χωριζομένων με ιδιότυπη κάτοψη πεσσών, μορφής διπλού Τ. Με το πολύθυρο επιτυγχάνεται ο φωτισμός και ο αερισμός του εσωτερικού. Στο κοίλωμα των πεσσών αναδιπλώνονται τα φύλλα της πόρτας, που μπορούν να κλείσουν κατά περιστάσεις, π.χ. όταν έχει κρύο. Υπήρχαν κι άλλοι χώροι προς δυσμάς του εξετασθέντος τμήματος, οι οποίοι θα ήταν ποικίλων χρήσεων.
Μία άλλη τέτοια έπαυλη βρίσκεται στη θέση Νίρου Χάνι ή Κοκκίνη Χάνι, αλλιώς Αρμυλίδες, προς τα ανατολικά, σχεδόν επί της εθηνικής οδού προς τον Άγιο Νικόλαο. Πολύ νωρίς ο Κρητικός αρχιτέκτονας αντιλήφθηκε ότι η εφαρμογή της ορθής γωνίας είχε σοβαρά πλεονεκτήματα έναντι κάθε άλλης, γιατί οι χώροι έπαυαν να έχουν μορφολογικές ασάφειες. Αυτό αναμφίβολα προέρχεται από την έμφυτη στον άνθρωπο ύπαρξη της έννοιας της γεωμετρίας. Η ευθύγραμμη τοιχοποιία εκτελείται σύντομα και με μεγάλη ευχέρεια. Απόκλιση από την ευθεία δικαιολογείται όταν αδήριτες τοπογραφικές ανάγκες την επιβάλλουν. Το φαινόμενο της απόκλισης είναι σύνηθες και πασιφανές στις λαϊκές κατασκευές της περιοχής, αλλά και σε περιόδους τέχνης όπου η τήρηση απόλυτης κανονικότητας δεν υπερέβαινε ορισμένα χαμηλά και πολύ ελαστικά όρια, σύμφωνα με άλλες γενικότερες και βαθύτερης σημασίας κοσμοθεωρίες. Έτσι, στο Νίρου Χάνι επαναλαμβάνονται αυτά τα στοιχεία, οι κλίμακες, οι χώροι υποδοχής, οι αποθήκες με τους πίθους κ.λπ., σε μια φαινομενική αταξία. Σε ένα από τα δωμάτια υπάρχει ένα χτιστό θρανίο. Σε δωμάτια ιδιαίτερης σημασίας, το δάπεδο γίνεται πλουσιότερο, αποτελούμενο από πλακόστρωση γυψολίθων. Τα σχέδια είναι απλά γεωμετρικά και η διακοσμητική των υλικών διαφοροποιείται. Σε άλλο χώρο, ορθομαρμάρωση καλύπτει την κοινή λιθοδομή. Η γενική κατασκευή των τοίχων είναι απο αργολιθοδομή που καλύπτεται από κονίαμα.
Κλείνοντας, αναφερόμαστε στο συγκρότημα κατοικιών της Τυλίσου, μινωικής πόλης δυτικά του Ηρακλείου. Οι χώροι παρατίθενται και δεν συντίθενται. Καθένας συγκολλάται στον προηγούμενο χωρίς έλλογη λειτουργικότητα. Ως ένα σημείο, η παραθετική συνάρτηση προσφέρει πολύτιμες υπηρεσίες στη μελέτη της σύγχρονης αρχιτεκτονικής, η οποία αντιμετωπίζει παρόμοια προβλήματα, με νοοτροπία επίλυσής τους προσεγγίζουσα τη μινωική. Ιδιαίτερα, παρατηρούμε ότι στο εσωτερικό των σπιτιών της Τυλίσου διατάσσονται κατά τις ανάγκες οι αυλές ή οι φωταγωγοί, παρέχοντας το απαραίτητο φως και τον αέρα στους πολύ σημαντικούς παράπλευρους χώρους, τα λεγόμενα κατά πρωθύστερο σχήμα στον Όμηρο "μέγαρα", δηλαδή τις αίθουσες όπου διέμενε ο κύριος του σπιτιού και τις αίθουσες επισκέψεων. Απαραίτητοι χώροι ήταν οι αποθήκες. Βορειοανατολικά, υπήρχε μια κυκλική δεξαμενή που συνέλεγε όμβρια ύδατα, καθώς και τα ύδατα που μεταφέρονταν από τα υδραγωγεία και από την πηγή του Αγίου Μάμαντος, όπως την ξέρουμε σήμερα. Οι πλακοστρώσεις των διαδρόμων και των αυλών ήταν από ψηφιδωτό με ευρείς αρμούς, φτιαγμένο με κόκκινο γύψινο κονίαμα.
Μυκήνες
Πιθανότατα μια εισβολή από την κεντρική ελλαδική περιοχή ήταν η αιτία που ώθησε στην κατάρρευση του μινωικού πολιτισμού πριν από το 1400 π.Χ. και τελικά στη μυκηναϊκή επικράτηση, αφού όλο το Αιγαίο περιήλθε στη μυκηναϊκή κυριαρχία. Ο σχεδόν ενιαίος μυκηναϊκός πολιτισμός, πέρα από τις κατά τόπους μορφολογικές διαφοροποιήσεις, επικάλυψε τους προκατόχους του στην Κρήτη και στα υπόλοιπα νησιά. Ύστερα, οι άποικοι τον εισήγαγαν στις ακτές της Μικράς Ασίας και στην Κύπρο. Δυστυχώς, μια καταστροφή το 1260 π.Χ. εσήμανε και το τέλος της ευημερίας. Οι Μυκήνες, παρ' όλο που υπέστησαν ασυνήθιστα σοβαρές ζημιές, παραμένουν στα ίδια αξιολογικά επίπεδα με άλλες πόλεις που συγκέντρωναν στους κόλπους τους εξουσία.
Η μυκηναϊκή αρχιτεκτονική των τριών τελευταίων αιώνων της εποχής του χαλκού έχει να παρουσιάσει εξαιρετική αντίθεση με όλα τα άλλα είδη στην κυρίως Ελλάδα και η διαφοροποίηση αυτή την καθιστά μεγαλειώδη.
Τα σπίτια της Ύστερης Ελλαδικής Περιόδου 1 και της Ύστερης Ελλαδικής Περιόδου 2, όπως έδειξαν οι σχετικές ανασκαφές, οικοδομήθηκαν με τις ίδιες αρχές όπως τα σπίτια των μεσοελλαδικών χρόνων. Οι φυσικές ανοιχτές τοποθεσίες ήταν αρκετά αναπεπταμένες ώστε να περικλείουν είτε πολλά σπίτια είτε ένα μεγάλο ανάκτορο. Σίγουρα όμως άλλος χώρος προοριζόταν για να περιλαμβάνει τις κατοικίες, άλλος την αγορά, άλλος τις βιοτεχνίες. Κάθε χώρος είχε τον ακριβή προσδιορισμό του.
Η έρευνα αποκάλυψε ότι το εσωτερικό του σπιτιού των μεγάλων μυκηναϊκών κέντρων είχε μεγάλες επιρροές από τη μινωική αρχιτεκτονική κατοικίας. Κάτι τέτοιο παρατηρήθηκε κυρίως στην Ύστερη Ελλαδική Περίοδο 1 και στην Ύστερη Ελλαδική Περίοδο 2, αλλά κορυφώθηκε μετά την κατάρρευση του μινωικού πολιτισμού: μοιάζει δηλαδή η μυκηναϊκή αρχιτεκτονική να αποτίει φόρο τιμής στον προηγούμενο μεγάλο αυτόν πολιτισμό. Οι καλλιτέχνες θα πρέπει να είχαν έρθει από την Κρήτη μετά την κατάρρευση, για να δημιουργήσουν με μινωική τεχνική, αλλά μυκηναϊκή αισθητική. Το υλικό ήταν συνήθως πλίνθοι που είχαν ξεραθεί στον ήλιο πάνω σε βάση χαλικιών που τα είχαν κολλήσει σε πηλό. Ένα πλαίσιο κάθετων και οριζόντιων δοκών ενίσχυαν τους τοίχους. Για το ισόγειο και για τα δωμάτια που προορίζονταν μόνο για ενδοοικογενειακή χρήση, όχι δηλαδή για επισκέψεις ή επίσημες εκδηλώσεις, η επιφάνεια των τοίχων προστατευόταν με κάποια μονωτική επάλειψη, συνήθως από αργιλλόχωμα ενισχυμένο με άχυρο. Στα επίσημα δωμάτια, χρησιμοποιούσαν άσβεστοκονίαμα και διακοσμούσαν τους τοίχους με τοιχογραφίες. Οπουδήποτε είχε χρησιμοποιηθεί ξύλο, ήταν γυμνό, δηλαδή, χωρίς επιπλέον υλικό για επικάλυψη. Τα δάπεδα ήταν συνήθως από ασβεστοκονίαμα και μερικές φορές ζωγραφισμένα. Τα παράθυρα ήταν μικρά. Οι πόρτες ήταν ξύλινες και δίφυλλες. Ξύλινοι και λίθινοι κίονες υποβάσταζαν τις πάντοτε επίπεδες στέγες. Το λουτρό ήταν από πηλό. Υπήρχαν θρανία στις αίθουσες αναμονής και στους εξώστες, καθώς και μαγκάλια που έκαιγαν ξυλάνθρακα στην κουζίνα ή στην εστία. Η αίθουσα αναμονής και η εστία είναι μάλλον τα αντιπροσωπευτικότερα σημεία του σπιτιού. Τα περισσότερα καλλιτεχνικά χαραστηριστικά βάσει των οποίων έχουν δημιουργηθεί είναι μινωικά. Υπάρχει, εντούτοις, ένα χαρακτηριστικό που κατά πάσα πιθανότητα προέρχεται από τη Συρία ή τη Μικρά Ασία, και αυτό είναι η χρήση τεράστιων ογκόλιθων στα κατώφλια των κύριων διαδρόμων (αν και δείγματα τέτοιου είδους γνωρίζουμε ότι εκτός από τη Συρία και τη Μικρά Ασία έχουν βραθεί και σε περιοχές της Κρήτης όπως τα Μάλια και η Φαιστός). Πάνω στους ογκόλιθους υπήρχαν ξύλινες στρόφιγγες επικαλυμμένες με φύλλα χαλκού. Με τις στρόφιγγες αυτές άνοιγαν οι πόρτες.
Αρκετές πληροφορίες διαθέτουμε και για τα σπίτια της Υστεροελλαδικής Περιόδου 3. Οι φτωχοί εξακολούθησαν να ζουν σε καλύβες με ένα ή δύο δωμάτια, χτισμένα συνήθως με πλίνθους που είχαν ξεραθεί στον ήλιο. Οι ανασκαφές όμως έφεραν στο φως και πολλά μεγαλύτερα σπίτια. Για το χτίσιμό τους, χρησιμοποιούσαν τις ίδιες πλίνθους, που ήταν εύχρηστες και φτηνές. Πάντως, τα μεγαλύτερα σπίτια και οι επαύλεις ανήκαν στους διαδόχους και κληρονόμους των βασιλικών οικογενειών.
Για την παρεμπόδιση της εισροής καπνού από το περιβάλλον μέσα στο σπίτι, υπάρχει η θεωρία ότι τα θολωτά σπίτια με αψίδα θα πρέπει να είχαν έναν κενό χώρο προς την άκρη του θόλου που να κρατούσε τον καπνό προς τα έξω και επομένως να πρστατευόταν τουλάχιστον το ισόγειο.
Η εστία καταλάμβανε κεντρική θέση στο σπίτι και την περιτριγύριζαν κίονες. Οι κίονες προσέδιδαν ιερότητα στον χώρο. Ο διάκοσμος ήταν απόλυτα επηρεασμένος από την κρητική τέχνη. Βέβαια, τα κρητικά σπίτια δεν είχαν εστίες, οι οποίες είναι το σήμα κατατεθέν για κάθε μυκηναϊκό σπίτι.
Ένα άλλο τυπικό χαραστηριστικό αυτών των σπιτιών για το οποίο έχουμε κάποια στοιχεία είναι η αίθουσα αναμονής. Η αίθουσα αυτή ήταν κατασκευή της οποίας η σύλληψη ήταν κυρίως μινωικής ή μικρασιατικής τέχνης. Η πιθανότερη εκδοχή είναι η πρώτη. Στο σημείο αυτό, οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι στα περισσότερα σπίτια των χρόνων που ακολούθησαν έπαψε να υπάρχει αυτό το δωμάτιο.
Το "Σπίτι με τις κεκλιμένες διόδους" και το "Νότιο Σπίτι", όπως ονομάστηκαν δύο συγκεκριμένα σπίτια που ανέδειξαν οι ανασκαφές στις Μυκήνες, πρέπει να ανήκαν σε άτομα της μεσαίας τάξης. Και στα δύο υπήρχε ένα δωμάτιο με πολλά λατρευτικά αντικείμενα. Τα δωμάτια αυτά λειτουργούσαν ως δημόσια ιεροφυλάκια και διέθεταν επίσης βωμό. Εκεί διεξάγονταν και ορισμένες λατρευτικές τελετές. Και τα δύο σπίτια χωρίζονταν σε τέσσερα τμήματα με διασταυρούμενους περίπου στο κέντρο της κατοικίας τοίχους. Ένας ανοιχτός εξώστης καταλάμβανε περίπου τη μισή πρόσοψη κάθε σπιτιού. Υπήρχαν διάδρομοι που κατέληγαν σε πόρτα και στο μπροστινό και στο πίσω του εξώστη, αλλά το δωμάτιο στην πίσω πλευρά ήταν ούτως ή άλλως ασήμαντο, ενώ το μπροστινό μέρος ήταν ένα είδος αίθουσας αναμονής επισκεπτών, σχεδιασμένη με αρχιτεκτονική που προσιδίαζε σε τεχνική μεγάρου. Αυτά τα σχέδια μάλλον ήταν κυκλαδικής προέλευσης, αφού οι Κυκλάδες είχαν προηγουμένως επηρεαστεί από την τέχνη της μινωικής Κρήτης. Σε ένα άλλο σπίτι, το "Σπίτι με τα Είδωλα", βρέθηκε ένα ακανόνιστα διατεταγμένο ιεροφυλάκιο, το οποίο αναγνωρίστηκε από τη ζωγραφική που το διακοσμούσε και από τα πήλινα γλυπτά που ανακαλύφθηκαν στον χώρο. Είναι αξιοσημείωτο ότι αυτού του είδους τα ιεροφυλάκια βρίσκονταν συνήθως στα οχυρωμένα παλάτια των Μυκηνών, σαν ένα επιπλέον μέτρο ισχυροποίησης του άβατου χαρακτήρα των παλατιών, προστασίας της ιερότητας των ναϋδρίων ως αυτόνομων θρησκευτικών χώρων και διασφάλισης της τάξης και της ηρεμίας των ενοίκων.
Ο Όμηρος αποδεικνύει την ιστορική αλήθεια
για τα μυκηναϊκά σπίτια
Οι κατοικίες ήταν κατεστραμμένες για εκατό χρόνια, δηλαδή από τον δωδέκατο ως τον ενδέκατο αιώνα π.Χ., με αποτέλεσμα οι πληθυσμοί να μετακινηθούν στα αναπτύγματα που γνωρίζουμε ως πόλεις-κράτη. Τα ομηρικά έπη διατήρησαν εκπληκτικά ένα διάσπαρτο αρχείο της μυκηναϊκής ζωής. Το αρχείο αυτό είναι εντυπωσιακά ακριβές, ειδικά οι αρχιτεκτονικές περιγραφές, σύμφωνα και με τις πραγματικές επιστημονικές ανακαλύψεις της ιστορίας για την εποχή αυτή. Κατά τα φαινόμενα, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι ο Όμηρος ενσωμάτωσε στο έργο του το πληροφοριακό υλικό από τραγούδια των χρόνων ανάμεσα στην εποχή του χαλκού και του σιδήρου, κυρίως πιο κοντά στην πρώτη. Βέβαια, είναι αυτονόητο ότι οι απτές υλικές αποδείξεις είναι ελάχιστες, αλλά η διασταύρωση των στοιχείων του Ομήρου με αυτά των τραγουδιών και άλλων γραπτών μνημείων της εποχής δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολιών. Άλλωστε, τα γραπτά μνημεία αποτελούν περίτρανη απόδειξη ιστορικών πραγματικοτήτων. Η λέξη "οίκος" εμφανίζεται στον Όμηρο πρώτη φορά στην Οδύσσεια, και συγκεκριμένα στον 18ο στίχο της ιθ' ραψωδίας. Σε επιπλώσεις, ο Όμηρος αναφέρει χρήση γυαλισμένου ξύλου. Λέει ότι τα λουτρά βρίσκονταν πάντα στο ισόγειο και οι γυναικωνίτες πάντα σε πάνω όροφο. Οι γυναικωνίτες διέθεταν δική τους εστία. Στο δώμα των σπιτιών άφηναν τα φαγητά για να ζεσταθούν με τον ήλιο. Το πολύτιμο γαλάζιο υλικό που λέει ο Όμηρος ότι ακτινοβολούσε πρέπει να ήταν ένα είδος εφυάλωσης. Το υλικό αυτό έδινε λάμψη στις χαραγμένες παραστάσεις των διαζωμάτων και των ζωφόρων. Οι τοίχοι μερικές φορές καλύπτονταν με χρυσάφι ή ασήμι ή χαλκό: ο ποιητής δεν υπερέβαλλε όταν έγραφε ότι "λαμποκοπούσαν σαν τον ήλιο και το φεγγάρι".
Πολεοδομία και κατοικία
Στα κλασικά χρόνια χαρακτηριστική υπήρξε
η αντίθεση ανάμεσα στις απλές, αστικές κατοικίες που συνενώνονταν
μεταξύ τους σε οικοδομικά τετράγωνα και τα πολυτελή θαυμαστά δημόσια
κτίρια, απόρροια της ιδεολογίας της εποχής η οποία ήθελε τα οικιακά
ζητήματα να είναι υποδεέστερα των κοινών, πολιτικών, κοινωνικών και
θρησκευτικών ζητημάτων της πόλης.
Ορισμένες αρχαίες πόλεις, όπως ο Πειραιάς και η Όλυνθος ήταν χτισμένες βάσει του λεγόμενου Ιπποδάμειου πολεοδομικού συστήματος, σύμφωνα με το οποίο οι περιοχές στις οποίες δεν υπήρχαν δημόσια οικοδομήματα, αλλά ιδιωτικές κατοικίες, διαμορφωνόταν σε ορθογώνια οικοδομικά μπλοκ τα οποία διαχωρίζονταν μεταξύ τους με παράλληλους και κάθετους δρόμους. Τα αρχαία αθηναϊκά σπίτια της περιοχής της Αγοράς τα οποία έχουν έρθει στο φως από τις ανασκαφές, δεν διατάσσονται σε κανονικά οικοδομικά τετράγωνα, αντίθετα απ' ότι συνέβαινε στις πόλεις που ακολουθούσαν το Ιπποδάμειο σύστημα, οι οποίες χαρακτηρίζονται από έναν αξιοσημείωτο πολεοδομικό σχεδιασμό.
Ορισμένες αρχαίες πόλεις, όπως ο Πειραιάς και η Όλυνθος ήταν χτισμένες βάσει του λεγόμενου Ιπποδάμειου πολεοδομικού συστήματος, σύμφωνα με το οποίο οι περιοχές στις οποίες δεν υπήρχαν δημόσια οικοδομήματα, αλλά ιδιωτικές κατοικίες, διαμορφωνόταν σε ορθογώνια οικοδομικά μπλοκ τα οποία διαχωρίζονταν μεταξύ τους με παράλληλους και κάθετους δρόμους. Τα αρχαία αθηναϊκά σπίτια της περιοχής της Αγοράς τα οποία έχουν έρθει στο φως από τις ανασκαφές, δεν διατάσσονται σε κανονικά οικοδομικά τετράγωνα, αντίθετα απ' ότι συνέβαινε στις πόλεις που ακολουθούσαν το Ιπποδάμειο σύστημα, οι οποίες χαρακτηρίζονται από έναν αξιοσημείωτο πολεοδομικό σχεδιασμό.
«ολόκληρη η Αθήνα είναι μία άσχημα ρυμοτομημένη πόλη. Τα περισσότερα σπίτια είναι ευτελή, ενώ τα κατάλληλα για κατοίκηση είναι λίγα».
Περισσότερες Εικόνες
Πλούσια και φτωχά σπίτια
Στις πόλεις τα σπίτια θα πρέπει να ήταν συγκεντρωμένα πολλά μαζί σε οικοδομικά συγκροτήματα, ενώ από αυτά έχουν σωθεί κυρίως τα πέτρινα θεμέλια, καθώς οι τοίχοι και οι σκεπές έχουν καταστραφεί με το πέρασμα των χρόνων. Επειδή τα σπίτια των πλουσίων ήταν χτισμένα από πολύ πιο ανθεκτικά υλικά, οι αρχαιολογικές ανασκαφές έχουν φέρει στο φως κυρίως λείψανα τέτοιων οικιών και πολύ λιγότερο τα κατάλοιπα των απλών σπιτιών τα οποία ήταν από ευτελή υλικά που χάθηκαν στο χρόνο.Ο Δημοσθένης σχετικά με τις οικίες της Αθήνας αναφέρει ότι τα σπίτια των Αθηναίων πολιτικών δεν διέφεραν από αυτά των φτωχότερων κατοίκων της πόλης. Οι περισσότερες άλλωστε συναναστροφές των πολιτών πραγματοποιούνταν στις στοές, τα γυμνάσια και τα καταστήματα της Αγοράς. Οι ανασκαφές δεν έχουν αποκαλύψει ακόμη τα αριστοκρατικά, διώροφα σπίτια της Αθήνας του 5ου αιώνα.
Τα σπίτια των πλούσιων πολιτών στις αρχαίες πόλεις διέθεταν μπάνιο με υδραυλικό κονίαμα στους τοίχους, μωσαϊκά δάπεδα, μεγάλους χώρους, αλλά και είδη οικοσκευής τα οποία μαρτυρούσαν όλη τη σχετική πολυτέλεια. Πολύ ενδιαφέρουσα είναι η αναφορά του Θεόφραστου ο οποίος περιγράφει το σπίτι ενός άπληστου ανθρώπου και λέει χαρακτηριστικά πως το σπίτι διέθετε πλήθος κατοικίδιων, όπως μαϊμουδάκι, πίθηκο, περιστέρια από τη Σικελία, σκύλους από τη Λακωνία, μια καρακάξα, ζάρια από κέρατα γαζέλας, μπαστούνια από τη Σπάρτη και περσικό χαλί. Σημαντικές σχετικές πληροφορίες για την πλούσια οικιακή σκευή μας δίνουν οι επιγραφές από τον πλειστηριασμό των περιουσιών των εύπορων Αθηναίων οι οποίοι κατηγορήθηκαν για τον ακρωτηριασμό των Ερμών το 415 π.Χ. Από κει αντλούμε πληροφορίες για τη γη, την αξία των σπιτιών, τους σκλάβους, αλλά και τα αγγεία, τα ενδύματα, καθώς και τα υπόλοιπα πολύτιμα αντικείμενα τα οποία περιήλθαν στο θησαυροφυλάκιο της πόλης.
Υλικά Κατασκευής
Τα περισσότερα σπίτια της αρχαιότητας
ήταν χτισμένα από όχι ιδιαίτερα ανθεκτικά υλικά, όπως από τούβλα,
πέτρες, ωμά πλιθιά και λάσπη. Οι Έλληνες κατά κύριο λόγο δεν έχτιζαν
μεγάλα και εντυπωσιακά σπίτια, γεγονός το οποίο σχετιζόταν σε ένα βαθμό
και με το ζεστό και ξηρό κλίμα του τόπου, που τους επέτρεπε να περνάνε
αρκετό χρόνο έξω από αυτά. Αντίθετα, τα δημόσια κτίρια ήταν χτισμένα από
πέτρα ή μάρμαρο, υλικά που συντελούσαν στην επιβλητικότητα, αλλά και
στην κατοπινή διατήρησή τους στο χρόνο.
Κατά τον 5ο και 4ο αιώνα τα σπίτια τόσο στην πόλη, όσο και στην εξοχή χτίζονταν με ψημένα τούβλα με πηλοκονίαμα ως συνδετικό υλικό, επάνω σε πέτρινα θεμέλια. Διέθεταν στέγες με ξύλινα δοκάρια και σανίδες, που καλύπτονταν με κεραμίδια από ψημένο πηλό, σχιστόλιθους, πέτρινες πλάκες ή απλώς από κλαδιά και πηλό, ενώ τα προεξέχοντα γείσα της στέγης πρόσφεραν μία επιπλέον προστασία από τη βροχή. Οι εξωτερικοί τοίχοι, επιχρισμένοι με κονίαμα, διέθεταν μικρά, ψηλά, ακανόνιστα παράθυρα προς το δρόμο, με ξύλινα παντζούρια χωρίς τζάμι. Τα πατώματα ήταν από στερεοποιημένο χώμα. Στο πάτωμα - στους ανδρώνες - έχουν διασωθεί σε πολλές περιπτώσεις μωσαϊκά δάπεδα.
Κατά τον 5ο και 4ο αιώνα τα σπίτια τόσο στην πόλη, όσο και στην εξοχή χτίζονταν με ψημένα τούβλα με πηλοκονίαμα ως συνδετικό υλικό, επάνω σε πέτρινα θεμέλια. Διέθεταν στέγες με ξύλινα δοκάρια και σανίδες, που καλύπτονταν με κεραμίδια από ψημένο πηλό, σχιστόλιθους, πέτρινες πλάκες ή απλώς από κλαδιά και πηλό, ενώ τα προεξέχοντα γείσα της στέγης πρόσφεραν μία επιπλέον προστασία από τη βροχή. Οι εξωτερικοί τοίχοι, επιχρισμένοι με κονίαμα, διέθεταν μικρά, ψηλά, ακανόνιστα παράθυρα προς το δρόμο, με ξύλινα παντζούρια χωρίς τζάμι. Τα πατώματα ήταν από στερεοποιημένο χώμα. Στο πάτωμα - στους ανδρώνες - έχουν διασωθεί σε πολλές περιπτώσεις μωσαϊκά δάπεδα.
Το αίθριο
Η αυλή στο αρχαίο σπίτι ήταν η βασική
πηγή φωτός για τα γύρω δωμάτια, αλλά και ένας ζωτικός χώρος που έδινε τη
δυνατότητα σε πολλές οικογενειακές δραστηριότητες να πραγματοποιούνται
εκεί, παρέχοντας ταυτόχρονα απομόνωση από τον έξω κόσμο. Η θέση της
αυλής ήταν πάντα στα βόρεια, έτσι ώστε τα κύρια δωμάτια στα βόρεια της
αυλής, τα διαιτητήρια, να βλέπουν πάντα προς το νότο.
Η αυλή διαμορφωνόταν έτσι ώστε να διαθέτει δωμάτια και στις τρεις και σπανιότερα και στις τέσσερις πλευρές της. Το δάπεδό της ήταν από ανθεκτικά και σχετικά φτηνά υλικά, συνήθως από βότσαλα ή από τσιμέντο -υλικό χαρακτηριστικό στα σπίτια της Πριήνης- ή ακόμη από μωσαϊκό, χαρακτηριστικό στα καλύτερα σπίτια της Δήλου. Για την αποστράγγιση των υδάτων της αυλής υπήρχε πρόβλεψη μέσω της κλίσης του εδάφους προς μία κατεύθυνση, ώστε να αδειάζουν τα νερά στο δρόμο ή στο διπλανό άνοιγμα, απευθείας, μέσω ενός καναλιού από βότσαλο ή μέσω αυλακώσεων από πέτρα, συχνά μέσα από σωλήνες που κατέβαιναν από τις σκεπές. Δεξαμενές νερού βρέθηκαν στα 7 από τα 8 σπίτια της Ολύνθου.
Βωμοί υπήρχαν επίσης στις αυλές προς τιμήν του Έρκειου Δία, η θέση των οποίων υποδηλώνεται συνήθως από την παρουσία μίας βάσης ή ενός κενού χώρου στο δάπεδο.
Η αυλή διαμορφωνόταν έτσι ώστε να διαθέτει δωμάτια και στις τρεις και σπανιότερα και στις τέσσερις πλευρές της. Το δάπεδό της ήταν από ανθεκτικά και σχετικά φτηνά υλικά, συνήθως από βότσαλα ή από τσιμέντο -υλικό χαρακτηριστικό στα σπίτια της Πριήνης- ή ακόμη από μωσαϊκό, χαρακτηριστικό στα καλύτερα σπίτια της Δήλου. Για την αποστράγγιση των υδάτων της αυλής υπήρχε πρόβλεψη μέσω της κλίσης του εδάφους προς μία κατεύθυνση, ώστε να αδειάζουν τα νερά στο δρόμο ή στο διπλανό άνοιγμα, απευθείας, μέσω ενός καναλιού από βότσαλο ή μέσω αυλακώσεων από πέτρα, συχνά μέσα από σωλήνες που κατέβαιναν από τις σκεπές. Δεξαμενές νερού βρέθηκαν στα 7 από τα 8 σπίτια της Ολύνθου.
Βωμοί υπήρχαν επίσης στις αυλές προς τιμήν του Έρκειου Δία, η θέση των οποίων υποδηλώνεται συνήθως από την παρουσία μίας βάσης ή ενός κενού χώρου στο δάπεδο.
Αναλυτικότερα σχετικά με το αίθριο
Περισσότερες Εικόνες
Reeder D.E., ''Hellenistic art in the walters art gallery'', 63, Baltimore 1988 Ελληνιστικό μωσαϊκό δάπεδο. | ||
Reeder D.E., ''Hellenistic art in the walters art gallery'', 59, Baltimore 1988 Ελληνιστικός βωμός. | ||
Hoepfner W. - Schwandner E. L.,"Haus und Stadt im klassischen Griechenland. Wohnen in der klassischen Polis",58, I, 1986. Όλυνθος |
Τα Porticoes της αυλής
Το portico ήταν ο διάδρομος με σκεπή και
κολόνες που αναπτύσσονταν σε μία ή και περισσότερες πλευρές της αυλής. Ο
χώρος αυτός χρησίμευε ως μέσον επικοινωνίας ανάμεσα στα δωμάτια
παρέχοντας φυσικό φως, αέρα και προστασία από τη βροχή. Στην πράξη τα
σημεία αυτά αποτελούσαν χώρους καθημερινής κατοίκησης και έφεραν
επίχρισμα κονιάματος. Πολύ λίγα σπίτια είχαν απλή αυλή χωρίς porticoes.
Στην Όλυνθο porticoesσυναντώνται στις δύο πλευρές της αυλής, στα
ανατολικά και βόρεια, σε τρεις περιπτώσεις οικιών, σε τρεις πλευρές, στα
ανατολικά τα δυτικά και τα βόρεια, σε μία περίπτωση, ενώ σε δύο
περιπτώσεις, στη Villaκαι στο Σπίτι του Κωμικού porticoes διαμορφώνονται
και στις τέσσερις πλευρές, σχηματίζοντας πλήρες περιστύλιο.
Αυλή με παστάδα
Η παστάδα είναι το βόρειο portico, που
συνήθως σημαίνει το μοναδικό και το πιο σημαντικό. Το σπίτι διέθετε μία
κιονοστοιχία στη βόρεια πλευρά της αυλής όπου διαμορφώνονταν ο χώρος της
παστάδας, όπου και ανοίγονταν τα σημαντικότερα δωμάτια, με την πιο
προσεγμένη διακόσμηση. Στα πιο απλά σπίτια η παστάδα είχε 3-4 κολόνες,
ενώ σε κάποιες περιπτώσεις κάλυπτε όλο το εύρος του σπιτιού.
Στην Πέλλα πέρα από τα πολύ μεγάλα σπίτια υπήρχαν και άλλα μικρότερα σε εμβαδόν, ανήκοντα σε μέσους μάλλον αστούς, με εσωτερική αυλή, χωρίς όμως περιστύλιο, αλλά με πλατύ στεγασμένο διάδρομο στο βόρειο άκρο της αυλής, την παστάδα, η οποία κατελάμβανε όλο το πλάτος του σπιτιού και χωριζόταν από την αυλή με κίονες ή πεσσούς. Πίσω από το διάδρομο αυτό βρίσκονταν τα καθημερινά δωμάτια του σπιτιού, ενώ οι ανδρώνες τοποθετούνταν στα δεξιά ή στ' αριστερά της αυλής.
Το εμβαδόν των οικιών με παστάδα κυμαίνονταν γύρω στα 400τ.μ. Η διακόσμησή τους δεν ήταν τόσο πολυτελής όσο αυτών με τα περιστύλια, γι' αυτό θεωρούμε ότι τα σπίτια αυτά ανήκαν στη μεσαία τάξη. Ο τύπος των σπιτιών με παστάδα ήταν πολύ συνήθης στην Όλυνθο και την Πέλλα, πολύ αγαπητός στη Μακεδονία γενικότερα, καθώς η παστάδα με προσανατολισμό προς νότο, προστατευμένη από τους ανέμους δημιουργούσε ένα θαυμάσιο χώρο για χειμώνα και καλοκαίρι. Ο Ξενοφών αναφέρει χαρακτηριστικά (ΙΙΙ, 8, 8-10)
Στην Πέλλα πέρα από τα πολύ μεγάλα σπίτια υπήρχαν και άλλα μικρότερα σε εμβαδόν, ανήκοντα σε μέσους μάλλον αστούς, με εσωτερική αυλή, χωρίς όμως περιστύλιο, αλλά με πλατύ στεγασμένο διάδρομο στο βόρειο άκρο της αυλής, την παστάδα, η οποία κατελάμβανε όλο το πλάτος του σπιτιού και χωριζόταν από την αυλή με κίονες ή πεσσούς. Πίσω από το διάδρομο αυτό βρίσκονταν τα καθημερινά δωμάτια του σπιτιού, ενώ οι ανδρώνες τοποθετούνταν στα δεξιά ή στ' αριστερά της αυλής.
Το εμβαδόν των οικιών με παστάδα κυμαίνονταν γύρω στα 400τ.μ. Η διακόσμησή τους δεν ήταν τόσο πολυτελής όσο αυτών με τα περιστύλια, γι' αυτό θεωρούμε ότι τα σπίτια αυτά ανήκαν στη μεσαία τάξη. Ο τύπος των σπιτιών με παστάδα ήταν πολύ συνήθης στην Όλυνθο και την Πέλλα, πολύ αγαπητός στη Μακεδονία γενικότερα, καθώς η παστάδα με προσανατολισμό προς νότο, προστατευμένη από τους ανέμους δημιουργούσε ένα θαυμάσιο χώρο για χειμώνα και καλοκαίρι. Ο Ξενοφών αναφέρει χαρακτηριστικά (ΙΙΙ, 8, 8-10)
«εν ταις προς μεσημβρίαν βλεπούσαις οικίαις του μεν χειμώνος ο ήλιος εις τας παστάδας υπολάμπει, του δε θέρους υπέρ ημών αυτών και των στεγών πορευόμενος σκιάν παρέχει».[1]
1 Σιγανίδου Μ., Η ιδιωτική κατοικία στην Πέλλα, Αρχαιολογία 1982.
Αυλή με πλήρες περιστύλιο
Η εμφάνιση του περιστυλίου στην
εσωτερική αυλή αποτελούσε την πιο σημαντική αρχιτεκτονική εξέλιξη της
οικιακής αρχιτεκτονικής. Στην Όλυνθο δύο σπίτια φέρουν ολοκληρωμένο
περιστύλιο, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα οι στοές, τα porticoes, να
είναι πιο στενές σε όλες τους τις πλευρές. Το χτίσιμο ενός πλήρους
περιστυλίου είχε άμεση σχέση με το κόστος, αλλά και το διαθέσιμο χώρο
της οικίας. Η διαμόρφωση του περιστυλίου είχε ως αποτέλεσμα τη μεταφορά
του ανδρώνα και του προθάλαμού του από την παραδοσιακή του θέση κοντά
στην είσοδο στα νότια, στη βορειοδυτική γωνία της αυλής. Οι δύο ξύλινες
παραστάδες που άνοιγαν την παστάδα στην αυλή έγιναν πια τα δύο
βορειοδυτικά στηρίγματα του δεκάστυλου περιστυλίου. Τα κιονόκρανα αυτού
του περιστυλίου ήταν συνήθως ξύλινα ή κάποιες φορές και κατασκευασμένα
από τοπικούς λίθους. Σε μερικά σπίτια χτισμένα μετά το 379 π.Χ. τα
περιστύλια ήταν μέρος της αρχικής δομής. Πάντως είναι σίγουρο πως το
περιστύλιο από τα μέσα του 4ου αιώνα συναντάται πολύ συχνότερα, όπως επίσης και τα μωσαϊκά δάπεδα των ανδρώνων.
Ο ανδρών
Ανδρώνες βρέθηκαν και ταυτίστηκαν σε διάφορες ελληνικές πόλεις, όπως στην Όλυνθο, την Κόρινθο, την Αθήνα, τη Δήλο (οι λεγόμενοι οίκοι*), την Ερέτρια, την Πριήνη (οίκοι με προστάδα), την Αίγινα, τη Δημητριάδα. Ο ανδρών ήταν το δωμάτιο με τις κλίνες, όπου και υλοποιούνταν τα συμπόσια του σπιτιού. Το συμπόσιο, μία ιδιαίτερα αγαπητή αρχαιοελληνική πρακτική, αφορoύσε τη συνήθεια των ανδρών να τρώνε ανακεκλιμένοι, συχνά με την παρουσία εταίρων, επιδιδόμενοι σε οινοποσία, αλλά και σε διάφορες άλλες μορφές διασκέδασης. Η ανάγκη για ανάκλιση κατά τη διάρκεια του δείπνου είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός ειδικού χώρου με συγκεκριμένη μορφή και διαστάσεις. Ο χώρος αυτός μαζί με τον προθάλαμό του ήταν αποκλειστικά για τους άνδρες κατοίκους - ιδιοκτήτες των οικιών, αλλά και για τους άνδρες καλεσμένους τους, εξασφαλίζοντας στους συμμετέχοντες πλήρη απομόνωση, καθώς η είσοδος στο χώρο γινόταν συνήθως μέσω της αυλής. Ο ανδρώνας των ιδιωτικών κατοικιών ήταν τα αντίστοιχα εστιατόρια των ιερών ή των δημόσιων χώρων.Ο ανδρών ήταν ένα σχεδόν τετράγωνο δωμάτιο στο οποίο οι κλίνες τοποθετούνταν κατά μήκος των τεσσάρων τοίχων και μάλιστα επάνω σε υπερυψωμένο δάπεδο. Το υπερυψωμένο στις τέσσερις πλευρές δάπεδο, διαμόρφωνε έτσι μία πλατφόρμα που χρησίμευε ως βάση για τα ανάκλιντρα. Η είσοδος του ανδρώνα βρισκόταν όχι στον άξονα του δωματίου, αλλά μετατοπισμένη είτε προς τα δεξιά είτε προς τ' αριστερά, ώστε να χωράει κατάλληλα δίπλα από την πόρτα στον τοίχο, ένα από τα ανάκλιντρα της αίθουσας.
Σημαντικές πληροφορίες για τους ανδρώνες της αρχαιότητας παίρνουμε από τα λείψανα των αρχαίων οικιών που έχουν έρθει στο φως, όπως για παράδειγμα από τα σπίτια της Ολύνθου, όπου ο συνήθης ανδρώνας ήταν περίπου τετράγωνος, 25 τ.μ., με χωρητικότητα 7 κλινών. Κάθε ανάκλιντρο είχε χώρο για δύο άντρες που κάθονταν ακουμπισμένοι στον αριστερό τους αγκώνα. Οι πιο συνήθεις τύποι ανδρώνων της αρχαιότητας ήταν ο επτάκλινος (20τ.μ., με μήκος πλευράς 4,5μ) σε χρήση κυρίως στην αρχαϊκή και κλασική περίοδο, ο εντεκάκλινος (42τ.μ., με μήκος πλευράς 6,5μ.) από την αρχαϊκή περίοδο μέχρι τους ελληνιστικούς χρόνους, αλλά και ο τρίκλινος, ο πιο μικρός ανδρών με τις τρεις κλίνες. Ανδρώνες υπήρχαν επίσης και με πέντε, δώδεκα, δεκατρείς ή και περισσότερες κλίνες.
Σε πολλές περιπτώσεις, επειδή ο συγκεκριμένος χώρος ήταν για τη φιλοξενία των επισκεπτών, μπορούσε να βρίσκεται κοντά στην κύρια είσοδο και έτσι τα παράθυρά του πιθανόν να κοιτούσαν προς το δρόμο. Όταν δεν χρησιμοποιούνταν για κάποια γιορτή, πιθανόν χρησιμοποιούνταν κανονικά από την οικογένεια. Σε πολλούς ανδρώνες ανακαλύφθηκαν μωσαϊκά, αλλά και πλούσια διακόσμηση στους τοίχους, ενώ από τις αρχαίες παραστάσεις βλέπουμε πως στο χώρο υπήρχαν και πολλά διακοσμητικά σκεύη. Το δάπεδο διακοσμούνταν συνήθως με ψηφιδωτά διαφόρων σχεδίων, συνήθως με ποικίλα διακοσμητικά μοτίβα και πιο σπάνια με σύνθετες παραστάσεις και μορφές, ενώ οι τοίχοι έφεραν ζωγραφική διακόσμηση με πολύχρωμα κονιάματα.
Η παρουσία του ανδρώνα στα σπίτια και των απλών πολιτών πρέπει να ιδωθεί ως μία πολιτική συνήθεια μέσα στα πλαίσια του δημοκρατικού πολιτεύματος, και όχι τόσο ως μία ιδιωτική υπόθεση πολυτέλειας και τρυφής. Παρόλα αυτά σ' αυτό το συγκεκριμένο δωμάτιο εμφανίστηκαν τα πρώτα δείγματα πολυτελούς διακόσμησης ως ένδειξη ατομικής ευημερίας.
*Οι ανασκαφείς της Δήλου προτιμούν τη χρήση του όρου «οίκος» για να περιγράψουν το δωμάτιο που εξυπηρετούσε την ίδια χρήση με αυτό του ανδρώνα, αν και χωρίς την προαναφερθείσα πλατφόρμα.
Προθάλαμοι
Στην Όλυνθο βρέθηκαν τουλάχιστον έντεκα
περιπτώσεις ανδρώνων με προθάλαμο. Επρόκειτο για δωμάτια ιδίου πλάτους
με τον ανδρώνα, με δάπεδο από αμμοκονίαμα και τοίχους με επιχρίσματα
ανάλογα με τα χρώματα του ανδρώνα. Ο χώρος αυτός παρείχε στον ανδρώνα
την απαραίτητη απομόνωση, καθώς δεν μπορούσε κανείς να έχει μία
απευθείας θέαση στο εσωτερικό του ανδρώνα από τις πόρτες του προθαλάμου.
Διακόσμηση
Απομεινάρια Ελληνιστικού σπιτού.
Οι τοίχοι των ανδρώνων ήταν σχεδόν πάντα
χρωματισμένοι, άλλοτε με τη χρήση ενός και μοναδικού χρώματος το οποίο
κάλυπτε συνολικά τους κάθετους τοίχους, με πιο συνήθη χρώματα το ερυθρό,
το λευκό, το κυανό και την ώχρα και άλλοτε πάλι μέσω ενός συνόλου
οριζοντίων ζωνών. Επρόκειτο είτε για μία τριμερή οριζόντια διάταξη είτε
για μία διάταξη σε πέντε οριζόντιες ζώνες οι οποίες διαχωρίζονταν μεταξύ
τους με τη χρήση διαφορετικών χρωμάτων ή μέσω χάραξης ή και με την
ανάγλυφη απόδοση ορισμένων από αυτές.
Στην Όλυνθο σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις οι τοίχοι ήταν επιχρισμένοι με γυψοκονίαμα συνήθως της καλύτερης ποιότητας, πολύ καλά επεξεργασμένο. Το ερυθρό ήταν το πιο σύνηθες χρώμα το οποίο κάλυπτε ολόκληρο τον τοίχο, με μία λεπτή λευκή ή μαύρη βάση ή μία λευκή ταινία με κίτρινη βάση. Σε μία μόνο περίπτωση χρησιμοποιούνταν μόνο μαύρο χρώμα και σε μερικές περιπτώσεις το κονίαμα αφήνονταν αχρωμάτιστο. Το πιο καλό παράδειγμα ανδρώνα ως προς τη διακόσμηση ήταν αυτό της λεγόμενης Βίλας της Ολύνθου (οικία ν. 28).
Από διάφορες πόλεις σώζονται μωσαϊκά δάπεδα ανδρώνων, όπως για παράδειγμα από τον Πειραιά, την Όλυνθο, την Ερέτρια, την Κόρινθο, την Πέλλα και αλλού, γεγονός που σημαίνει πως από τον 4ο αιώνα και εξής σε διάφορα μέρη του ελληνικού κόσμου παρατηρείται μία τάση για πολυτέλεια στην ιδιωτική αρχιτεκτονική, καθώς και μία διακοσμητικότητα των ιδιωτικών χώρων συμποσίου.
Κατά την ελληνιστική περίοδο είναι προφανές ότι οι κάτοικοι μιας πόλης της περιόδου προέβαλλαν τον πλούτο και την ευημερία τους μέσω της διακόσμησης και του εξοπλισμού της οικίας τους και βασικά του ανδρώνα της. Επρόκειτο για το χώρο όπου γίνονταν τα μεγαλύτερα έξοδα ως προς τη διακόσμηση και τον εξοπλισμό, υπό το φως των λυχναριών τη νύχτα, με το δάπεδο διακοσμημένο με παραστάσεις και τις κλίνες γύρω γύρω, στρωμένες και διακοσμημένες με πολυτελή στρωμνή, μαξιλάρια και υφάσματα με ποικίλα γεωμετρικά σχήματα.
Πλούσια χρωματισμένες πήλινες μάσκες, σάτυροι, σειληνοί, καρικατούρες θεάτρου θα κρέμονταν επάνω στους επιχρισμένους τοίχους ή επάνω στις ανάγλυφες από στούκο ζωφόρους ή άλλες πάλι φορές μία ζωφόρος θα παρείχε στον ανακλινόμενο θεατή τη θέαση ζωντανών μορφών, μασκοφόρων και χειρονομούντων ηθοποιών. Από κάτω θα υπήρχε πιθανόν μία κιονοστοιχία από στούκο, σαν λευκό μάρμαρο στο γαλάζιο ουρανό και πάνω απ' όλα αυτά ένα πολύχρωμο ύφασμα με πτυχώσεις να κρέμεται από το ταβάνι ή μία οροφή με χρωματιστά φατνώματα. Πήλινα ειδώλια Κενταύρων που παίζουν λύρα, σάτυροι ή άλλες σχετικές μορφές με το συμπόσιο θα τοποθετούνταν σίγουρα σε ράφια ή σε κόγχες και ιπτάμενοι Έρωτες μπορεί να κρέμονταν από την οροφή με κορδέλες. Κάπου στο δωμάτιο ένας χάλκινος ή πήλινος στιλβωμένος κρατήρας θα χρησιμοποιούνταν για το κρασί.
Μικρά αγαλματίδια θεοτήτων βρέθηκαν στις οικίες της ελληνιστικής περιόδου, συνδεδεμένα προφανώς με την οικιακή λατρεία, τοποθετημένα σε κόγχες, ράφια ή μαρμάρινα βάθρα. Στη Δήλο παρ' όλα αυτά έχουν βρεθεί και θραύσματα αγαλμάτων τα οποία θα πρέπει να ήταν τοποθετημένα σε εμφανή σημεία προβολής του σπιτιού.
Στην Όλυνθο σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις οι τοίχοι ήταν επιχρισμένοι με γυψοκονίαμα συνήθως της καλύτερης ποιότητας, πολύ καλά επεξεργασμένο. Το ερυθρό ήταν το πιο σύνηθες χρώμα το οποίο κάλυπτε ολόκληρο τον τοίχο, με μία λεπτή λευκή ή μαύρη βάση ή μία λευκή ταινία με κίτρινη βάση. Σε μία μόνο περίπτωση χρησιμοποιούνταν μόνο μαύρο χρώμα και σε μερικές περιπτώσεις το κονίαμα αφήνονταν αχρωμάτιστο. Το πιο καλό παράδειγμα ανδρώνα ως προς τη διακόσμηση ήταν αυτό της λεγόμενης Βίλας της Ολύνθου (οικία ν. 28).
Από διάφορες πόλεις σώζονται μωσαϊκά δάπεδα ανδρώνων, όπως για παράδειγμα από τον Πειραιά, την Όλυνθο, την Ερέτρια, την Κόρινθο, την Πέλλα και αλλού, γεγονός που σημαίνει πως από τον 4ο αιώνα και εξής σε διάφορα μέρη του ελληνικού κόσμου παρατηρείται μία τάση για πολυτέλεια στην ιδιωτική αρχιτεκτονική, καθώς και μία διακοσμητικότητα των ιδιωτικών χώρων συμποσίου.
Κατά την ελληνιστική περίοδο είναι προφανές ότι οι κάτοικοι μιας πόλης της περιόδου προέβαλλαν τον πλούτο και την ευημερία τους μέσω της διακόσμησης και του εξοπλισμού της οικίας τους και βασικά του ανδρώνα της. Επρόκειτο για το χώρο όπου γίνονταν τα μεγαλύτερα έξοδα ως προς τη διακόσμηση και τον εξοπλισμό, υπό το φως των λυχναριών τη νύχτα, με το δάπεδο διακοσμημένο με παραστάσεις και τις κλίνες γύρω γύρω, στρωμένες και διακοσμημένες με πολυτελή στρωμνή, μαξιλάρια και υφάσματα με ποικίλα γεωμετρικά σχήματα.
Πλούσια χρωματισμένες πήλινες μάσκες, σάτυροι, σειληνοί, καρικατούρες θεάτρου θα κρέμονταν επάνω στους επιχρισμένους τοίχους ή επάνω στις ανάγλυφες από στούκο ζωφόρους ή άλλες πάλι φορές μία ζωφόρος θα παρείχε στον ανακλινόμενο θεατή τη θέαση ζωντανών μορφών, μασκοφόρων και χειρονομούντων ηθοποιών. Από κάτω θα υπήρχε πιθανόν μία κιονοστοιχία από στούκο, σαν λευκό μάρμαρο στο γαλάζιο ουρανό και πάνω απ' όλα αυτά ένα πολύχρωμο ύφασμα με πτυχώσεις να κρέμεται από το ταβάνι ή μία οροφή με χρωματιστά φατνώματα. Πήλινα ειδώλια Κενταύρων που παίζουν λύρα, σάτυροι ή άλλες σχετικές μορφές με το συμπόσιο θα τοποθετούνταν σίγουρα σε ράφια ή σε κόγχες και ιπτάμενοι Έρωτες μπορεί να κρέμονταν από την οροφή με κορδέλες. Κάπου στο δωμάτιο ένας χάλκινος ή πήλινος στιλβωμένος κρατήρας θα χρησιμοποιούνταν για το κρασί.
Μικρά αγαλματίδια θεοτήτων βρέθηκαν στις οικίες της ελληνιστικής περιόδου, συνδεδεμένα προφανώς με την οικιακή λατρεία, τοποθετημένα σε κόγχες, ράφια ή μαρμάρινα βάθρα. Στη Δήλο παρ' όλα αυτά έχουν βρεθεί και θραύσματα αγαλμάτων τα οποία θα πρέπει να ήταν τοποθετημένα σε εμφανή σημεία προβολής του σπιτιού.
Περισσότερες Εικόνες
Reeder D.E., ''Hellenistic art in the walters art gallery'', 61, Baltimore 1988 Ελληνιστική οικία στην Αμφίπολη. | ||
Οροφές
Λίγα γνωρίζουμε για τις οροφές των
ελληνικών σπιτιών. Σε φτωχότερες κατοικίες κλασικής και ελληνιστικής
περιόδου τα ξύλινα δοκάρια αφήνονταν προφανώς εκτεθειμένα. Σε
πλουσιότερα σπίτια είναι σχεδόν σίγουρο ότι τουλάχιστον οι οροφές των
αδρώνων και αργότερα και των κύριων οίκων διακοσμούνταν με κάποιο τρόπο.
Σε ορισμένες περιπτώσεις υπήρχαν πιθανόν ξύλινα φατνώματα. Επιπλέον τα
ζωγραφισμένα σχέδια των οροφών που προέρχονταν από υφάσματα κάποιων
τάφων της κλασικής και ελληνιστικής εποχής υποδηλώνουν, πως μπορεί να
υπήρχε η συνήθεια στα σπίτια να κρεμάνε υφάσματα όχι μόνο στους τοίχους
αλλά και επάνω στα ταβάνια, για να καλύπτουν τα δοκάρια. Τα υφάσματα
αυτά θα ήταν κρεμασμένα και καρφιτσωμένα για να κρέμονται σαν θόλοι. Κάτι τέτοιο θα ήταν σίγουρα πιο πρακτικό σε δωμάτια με ψηλό ταβάνι.
Φωτισμός
Η μία βασική αρχή σε σχέση με τους
ανδρώνες, ότι δηλαδή θα έπρεπε να γειτνιάζουν με δρόμο ή ανοιχτό χώρο
τουλάχιστον στη μία πλευρά, εξυπηρετούσε προφανώς την ανάγκη για
εκμετάλλευση κατά το δυνατόν του φυσικού φωτός που προέρχονταν από τα
παράθυρα των ελεύθερων πλευρών. Το γεγονός ότι τα δείπνα παρατίθεντο
κατά τις απογευματινές ώρες, καθιστούσε την ανάγκη αυτή μεγάλη, γεγονός
που είχε ως αποτέλεσμα σε κάποιες περιπτώσεις δίπλα στις πόρτες της
εισόδου του χώρου να ανοίγονται και παράθυρα, όπως συμβαίνει για
παράδειγμα στη Δήλο με δύο παράθυρα εκατέρωθεν της πόρτας προς την αυλή.
Αποχέτευση
Το δάπεδο του ανδρώνα, με μωσαϊκό ή όχι,
διέθετε συνήθως ένα αποχετευτικό αυλάκι, με ευθείες ή στρόγγυλες
παρειές, το οποίο περιέτρεχε την υπερυψωμένη πλατφόρμα, είτε στο ύψος
της είτε κάτω από αυτό. Συνήθως το αποχετευτικό αυλάκι περνούσε μέσα από
τον τοίχο του δωματίου και έβγαινε σε διπλανό δρόμο ή χωράφι. Σε
αρκετές περιπτώσεις υπήρχε δεξαμενή περιγεγραμμένη με τσιμέντο, σαν
αυτές που βρέθηκαν στα μπάνια, τοποθετημένη μέσα στην πλατφόρμα ή έξω
από τον τοίχο. Η μεγαλύτερη από αυτές τις δεξαμενές της Ολύνθου είχε
0,50μ. διάμετρο και 0,20μ. βάθος, γεγονός που φανερώνει ότι
χρησιμοποιούνταν για τη συγκέντρωση του νερού που χύνονταν κατά τη
διάρκεια του καθαρισμού του δαπέδου, αλλά και για τη συγκέντρωση
οποιουδήποτε υγρού έπεφτε στο πάτωμα κατά τη διάρκεια του συμποσίου, με
το παιχνίδι του κοττάβου ή και με τις χοές.
Οι καθημερινοί χώροι
Ένα άλλο ξεχωριστό, αλλά όχι απομονωμένο τμήμα της οικίας ήταν αυτό με τα σημαντικότερα δωμάτια καθημερινής δραστηριότητας, τα διαιτητήρια.
Ο Ξενοφών τα αναφέρει ως χώρους δροσερούς το καλοκαίρι και ζεστούς το
χειμώνα, άρα ήταν χώροι στη βόρεια πλευρά του σπιτιού, που έβλεπαν στην
αυλή (f. 5). Εδώ ήταν η προτιμητέα θέση για τον ανδρώνα, την κουζίνα και
το μπάνιο της οικίας, με τον αριθμό και το χαρακτήρα των δωματίων αυτών
να ποικίλλει από σπίτι σε σπίτι. Τα καθημερινά δωμάτια είχαν τοίχους
επιχρισμένους με κονίαμα, συχνά διακοσμημένους, ενώ σπάνια διέθεταν
τσιμεντένια δάπεδα και μικρούς προθαλάμους. Πάντως η ακριβής χρήση των
επιμέρους δωματίων, των διαιτητηρίων, δεν μπορεί να καθοριστεί.
Ο οίκος
Ένα από τα βόρεια δωμάτια του ισογείου που άνοιγαν προς την αυλή ήταν ο οίκος,
ο χώρος δηλαδή καθημερινής διαβίωσης της οικογένειας. Στην μέση του
σκληρού πήλινου δαπέδου του δωματίου υπήρχε συνήθως μία ανοιχτή εστία,
όπως στο προϊστορικό μέγαρο, γύρω από την οποία πιθανόν θα έτρωγε η
οικογένεια. Το μαγείρεμα και η παραγωγή του ψωμιού θα μπορούσαν επίσης
να λαμβάνουν χώρα σ' ένα φορητό, συνήθως πήλινο ή χάλκινο μαγκάλι (εικ.
2).
Ο Γυναικωνίτης
Ο σαφής διαχωρισμός των ρόλων μεταξύ
ανδρών και γυναικών στην αρχαιότητα είχε αντίκτυπο και στη διαμόρφωση
των χώρων της κατοικίας, με την ύπαρξη κοινών, αλλά και ξεχωριστών
δωματίων για τους άντρες και τις γυναίκες του σπιτιού, χωρίς αυτό βέβαια
να σημαίνει πως ο διαχωρισμός των φύλων σ' ένα σπίτι ήταν κάτι ξεκάθαρο
και απόλυτο.
Στα πλούσια σπίτια οι γυναίκες περιορίζονταν στα διαμερίσματα αυτά τα οποία ήταν αρκετά μακριά από την είσοδο, το λεγόμενο γυναικωνίτη, τους χώρους δηλαδή όπου ύφαιναν, έγνεθαν, φρόντιζαν και καμιά φορά κοιμόντουσαν μακριά από τους άντρες τους, ενώ στα μικρότερα σπίτια ίσως δούλευαν και ξεκουράζονταν σ' ένα δεύτερο πάτωμα. Στις αστικές οικίες υπήρχαν δύο ζώνες σαφώς διαχωρισμένες, αυτή της Εστίας με βάση της το τζάκι και το σπίτι και αυτή του Ερμή ο οποίος προστάτευε το κατώφλι και όλα τα μονοπάτια που ξεκινούσαν από αυτό.
Στις πηγές συχνά αναφέρεται η λέξη γυναικωνίτης για τα σπίτια της Αθήνας του 5ου και 4ου αιώνα. Για τη θέση του πολλά έχουν ειπωθεί, πώς ίσως ήταν χώρος με δική του εσωτερική αυλή και δωμάτια γύρω γύρω, πώς ήταν μία σειρά δωματίων στα οποία έμπαινες από μία πόρτα από την αυλή ή πώς ήταν ένας χώρος στο δεύτερο όροφο της οικίας. Πάντως ό,τι από αυτά κι αν ίσχυε, ο γυναικωνίτης ήταν ένας χώρος με ασφαλή πόρτα, που ταυτόχρονα έδινε τη δυνατότητα άμεσης εποπτείας του νοικοκυριού και της οικοσκευής. Στο ερώτημα της θέσης του γυναικωνίτη μέσα στο αρχαίο σπίτι τα αρχαιολογικά λείψανα δεν απαντάνε με βεβαιότητα.
Στα πλούσια σπίτια οι γυναίκες περιορίζονταν στα διαμερίσματα αυτά τα οποία ήταν αρκετά μακριά από την είσοδο, το λεγόμενο γυναικωνίτη, τους χώρους δηλαδή όπου ύφαιναν, έγνεθαν, φρόντιζαν και καμιά φορά κοιμόντουσαν μακριά από τους άντρες τους, ενώ στα μικρότερα σπίτια ίσως δούλευαν και ξεκουράζονταν σ' ένα δεύτερο πάτωμα. Στις αστικές οικίες υπήρχαν δύο ζώνες σαφώς διαχωρισμένες, αυτή της Εστίας με βάση της το τζάκι και το σπίτι και αυτή του Ερμή ο οποίος προστάτευε το κατώφλι και όλα τα μονοπάτια που ξεκινούσαν από αυτό.
Στις πηγές συχνά αναφέρεται η λέξη γυναικωνίτης για τα σπίτια της Αθήνας του 5ου και 4ου αιώνα. Για τη θέση του πολλά έχουν ειπωθεί, πώς ίσως ήταν χώρος με δική του εσωτερική αυλή και δωμάτια γύρω γύρω, πώς ήταν μία σειρά δωματίων στα οποία έμπαινες από μία πόρτα από την αυλή ή πώς ήταν ένας χώρος στο δεύτερο όροφο της οικίας. Πάντως ό,τι από αυτά κι αν ίσχυε, ο γυναικωνίτης ήταν ένας χώρος με ασφαλή πόρτα, που ταυτόχρονα έδινε τη δυνατότητα άμεσης εποπτείας του νοικοκυριού και της οικοσκευής. Στο ερώτημα της θέσης του γυναικωνίτη μέσα στο αρχαίο σπίτι τα αρχαιολογικά λείψανα δεν απαντάνε με βεβαιότητα.
Η κουζίνα
Από πολύ παλιά και πολύ συχνά υπήρχε ξεχωριστό δωμάτιο για το μαγείρεμα του φαγητού, με κυρίαρχο στοιχείο τηνεστία.
Σε περιπτώσεις που δεν υπήρχε ξεχωριστή κουζίνα, χρησιμοποιούνταν
φορητά μαγκάλια τα οποία μπορούσαν να τοποθετηθούν παντού γι' αυτό το
σκοπό.
Υπολείμματα εστιών βρέθηκαν σε επτά σπίτια της Ολύνθου, με μεγάλες πλάκες ασβεστόλιθου, συχνά κάτω από την επιφάνεια του εδάφους, συνήθως τέσσερις στον αριθμό, με σχήμα τετράγωνο ή ελαφρώς στενόμακρο, όπου άναβε η φωτιά. Εκεί βρέθηκαν υπολείμματα στάχτης και κόκαλα (f. 13, pl. 52.2). Τα δωμάτια αυτά ήταν απλά, με δάπεδο από πατημένο χώμα και τοίχους χωρίς επίχρισμα. Ο καπνός από το δωμάτιο έφευγε προφανώς μέσα από μία καπνοδόκη ή κάπνη όπως αναφέρεται στις πηγές[1]. Τέτοια παραδείγματα εστίας βρέθηκαν στα σπίτια της Πριήνης, στον οίκο ή στην προστάδα ή πιο σπάνια στην αυλή.
Υπολείμματα εστιών βρέθηκαν σε επτά σπίτια της Ολύνθου, με μεγάλες πλάκες ασβεστόλιθου, συχνά κάτω από την επιφάνεια του εδάφους, συνήθως τέσσερις στον αριθμό, με σχήμα τετράγωνο ή ελαφρώς στενόμακρο, όπου άναβε η φωτιά. Εκεί βρέθηκαν υπολείμματα στάχτης και κόκαλα (f. 13, pl. 52.2). Τα δωμάτια αυτά ήταν απλά, με δάπεδο από πατημένο χώμα και τοίχους χωρίς επίχρισμα. Ο καπνός από το δωμάτιο έφευγε προφανώς μέσα από μία καπνοδόκη ή κάπνη όπως αναφέρεται στις πηγές[1]. Τέτοια παραδείγματα εστίας βρέθηκαν στα σπίτια της Πριήνης, στον οίκο ή στην προστάδα ή πιο σπάνια στην αυλή.
1 Ξενοφών, Oeconomicus, IX, 2-4.
Περισσότερες Εικόνες
Καραμήτρου - Μεντεσίδη Μ., "Αρχαία Διατροφή, Το Ψωμί",47, Αρχαιολογικό Μουσείο Αιανής, Εκπαιδευτικά Προγράμματα, 2005. Προετοιμασία για το φούρνο |
Ξενώνες
Δωμάτια ή διαμερίσματα για τους ξένους υπήρχαν σίγουρα στα μεγαλύτερα σπίτια της αρχαιότητας.
Θέρμανση
Η θέρμανση των αρχαίων οικιών γινόταν με το μαγκάλι,
μια συσκευή που στηριζόταν στην κατάκτηση της αρχής για τη δημιουργία
ρεύματος αέρα. Τοποθετώντας την καύσιμη ύλη μέσα σ' ένα δοχείο επάνω σε
τρίποδα, επάνω από ένα στρώμα φωτιάς και δημιουργώντας οπές στον πάτο
του δοχείου, επιτυγχάνονταν η κυκλοφορία της καύσης και ο χώρος κάτω από
την εσχάρα ή τις πέτρες της εστίας διαμόρφωνε ένα θάλαμο αέρος. Η φωτιά
από μόνη της εξέπεμπε θερμότητα μέσω της ακτινοβολίας με
αποτελεσματικότητα περίπου 20%, ενώ αντίθετα με τη χρήση του μαγκαλιού
επιτυγχάνονταν αποτελεσματικότητα ως προς την απόδοση, σε βαθμό 70-80%.
Καθώς στη Μεσόγειο γενικότερα δεν υπήρχε και ιδιαίτερα μεγάλη ανάγκη για πάρα πολύ ζέστη, αυτές οι απλές συσκευές μπορούσαν για αιώνες να καλύψουν τις ανάγκες της οικίας για θέρμανση. Η ανάγκη όμως για τη θέρμανση μεγαλύτερων δημόσιων χώρων, παράλληλα με την εξάπλωση του ελληνικού πολιτισμού σε περιοχές εκτός μεσογειακής λεκάνης, οδήγησαν τους μηχανικούς των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων στην εφεύρεση κάποιων πιο αποτελεσματικών μέσων θέρμανσης.
Αν και μαγκάλια με ξύλα χρησιμοποιούνταν συχνά στην αρχαιότητα, το ξυλοκάρβουνο ήταν μία επίσης ιδιαίτερα δημοφιλής πρώτη ύλη. Τα φορητά μαγκάλια με το ξυλοκάρβουνο ήταν η βασική συσκευή θέρμανσης της αρχαιότητας. Επρόκειτο δηλαδή για δοχεία επάνω από μία πηγή φωτιάς καλυμμένη με πέτρες. Τα ξύλα για τη φωτιά δεν έβγαζαν καπνό, εκτός εάν είχαν δεχτεί ειδική επεξεργασία, ενώ σε συνδυασμό με τα μείγματα από τη διακόσμηση των τοίχων, μπορούσαν να προκαλέσουν επικίνδυνα αέρια, αν και τα παράθυρα και οι πόρτες σπάνια ήταν κλειστά στα σπίτια της αρχαιότητας. Τα μαγκάλια αυτά ανάβονταν έξω και μεταφέρονταν στο εσωτερικό της οικίας, αφού η φωτιά άναβε πρώτα για τα καλά.
Καθώς στη Μεσόγειο γενικότερα δεν υπήρχε και ιδιαίτερα μεγάλη ανάγκη για πάρα πολύ ζέστη, αυτές οι απλές συσκευές μπορούσαν για αιώνες να καλύψουν τις ανάγκες της οικίας για θέρμανση. Η ανάγκη όμως για τη θέρμανση μεγαλύτερων δημόσιων χώρων, παράλληλα με την εξάπλωση του ελληνικού πολιτισμού σε περιοχές εκτός μεσογειακής λεκάνης, οδήγησαν τους μηχανικούς των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων στην εφεύρεση κάποιων πιο αποτελεσματικών μέσων θέρμανσης.
Αν και μαγκάλια με ξύλα χρησιμοποιούνταν συχνά στην αρχαιότητα, το ξυλοκάρβουνο ήταν μία επίσης ιδιαίτερα δημοφιλής πρώτη ύλη. Τα φορητά μαγκάλια με το ξυλοκάρβουνο ήταν η βασική συσκευή θέρμανσης της αρχαιότητας. Επρόκειτο δηλαδή για δοχεία επάνω από μία πηγή φωτιάς καλυμμένη με πέτρες. Τα ξύλα για τη φωτιά δεν έβγαζαν καπνό, εκτός εάν είχαν δεχτεί ειδική επεξεργασία, ενώ σε συνδυασμό με τα μείγματα από τη διακόσμηση των τοίχων, μπορούσαν να προκαλέσουν επικίνδυνα αέρια, αν και τα παράθυρα και οι πόρτες σπάνια ήταν κλειστά στα σπίτια της αρχαιότητας. Τα μαγκάλια αυτά ανάβονταν έξω και μεταφέρονταν στο εσωτερικό της οικίας, αφού η φωτιά άναβε πρώτα για τα καλά.
Φωτισμός
Χάλκινος λυχνούχος. Ένα από τα πιο κομψά και πολύτιμα αντικείμενα που βρέθηκαν στον "Τάφο του Φιλίππου". Το άνοιγμά του στο επάνω μέρος σκεπάζεται με κυκλικό πώμα, ενώ διπλή κυκλική λαβή ευκολύνει τη μεταφορά ή ανάρτησή του. Κάτω από την πρόσφυσή της θαυμάσια κεφαλή Πανός. Στον πυθμένα του υπήρχε στερεωμένη σιδερένια βάση για πήλινο λυχνάρι.
Η βασική πηγή φυσικού φωτός του κάθε
δωματίου ήταν η διπλή, ξύλινη πόρτα η οποία άνοιγε προς την αυλή, καθώς
επίσης και τα εσωτερικά προς την αυλή παράθυρα σε συνδυασμό με αυτά των
εξωτερικών τοίχων τα οποία ήταν σχετικά λίγα. Από την αττική
αγγειογραφία αντιλαμβανόμαστε πως το επάνω μισό μέρος της κάθε πόρτας
μπορούσε να ανοίξει και να παραμείνει ανοιχτό προς τα μέσα. Ακόμη κι
έτσι ο φωτισμός στο εσωτερικό του σπιτιού θα πρέπει να ήταν αμυδρός και
είναι πιθανό πολλές από τις οικιακές δραστηριότητες να γίνονταν έξω στην
αυλή.
Για τις νυχτερινές ώρες, τους σκοτεινούς χώρους, αλλά προφανώς και για την ενίσχυση του φυσικού φωτός, χρησιμοποιούνταν διάφορα μέσα τεχνητού φωτισμού, όπως οι δαυλοί και τα λυχνάρια.
Για τις νυχτερινές ώρες, τους σκοτεινούς χώρους, αλλά προφανώς και για την ενίσχυση του φυσικού φωτός, χρησιμοποιούνταν διάφορα μέσα τεχνητού φωτισμού, όπως οι δαυλοί και τα λυχνάρια.
Περισσότερες Εικόνες
J. Boardman, Athenian Red-figure Vases. The Classical Period, εικ.182,London 1989. Αττικός κωδωνόσχημος ερυθρόμορφος κρατήρας. Αποδίδεται στον Ζωγράφο του Δίνου. | ||
R. J. Forbes, "Studies in Ancient Technology" VI, 151, E. J. Brill 1966 Μυκηναϊκός χάλκινος λύχνος. Βρετανικό Μουσείο, Λονδίνο. | ||
R. J. Forbes, "Studies in Ancient Technology" VI, 154, E. J. Brill 1966 Αρχαϊκός λυχνοστάτης (Ελλάδα, 6ος αιώνας π.Χ.). Βρετανικό Μουσείο, Λονδίνο. | ||
Υπουργείο Πολιτισμού, ''Ο πολιτισμός της ελιάς'', 3η Διεθνής Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης,14, 25-28 Μαϊου 2006 Λύχνοι ελληνιστικών χρόνων από την Ακρόπολη της Βεργίνας. |
Δαυλοί/δάδες
Τίτλος
Κατηγορία
Αρχαία ΟικίαΓενική εισαγωγή
Η φωτιά στα μαγκάλια χρησίμευε εκτός από πηγή θέρμανσης και ως πηγή φωτός, ανεβάζοντας τη στάθμη φωτισμού ενός χώρου, παράλληλα με το φως της δάδας ή του λυχναριού. Στην αρχαία Ελλάδα η λάμψη της εστίας είναι η πιο παλιά πηγή φωτός που αναφέρεται, ενώ στον Όμηρο δεν μαρτυρείται καθόλου η χρήση λυχναριών. Πιθανότατα χρησιμοποιούνταν δαυλοί και όχι λυχνάρια, καθώς οι δαυλοί υπήρξαν η πρώτη ανεξάρτητη πηγή τεχνητού φωτισμού. Στην αρχαία γραμματεία η λέξη δάδα χρησιμοποιείται αρκετά συχνά, όπως και η λέξη δαδουργοί.Ο φωτισμός της οικίας με τις δάδες ήταν αρκετά επικίνδυνος με αποτέλεσμα πολλές φορές κτίρια να έχουν καεί από δαυλούς κατά λάθος ή εσκεμμένα. Όπως μας πληροφορεί ο Θουκυδίδης
«εκείνο το καλοκαίρι κάηκε ο ναός της Ήρας στο Άργος επειδή η ιέρεια του ναού άφησε τον αναμμένο δαυλό δίπλα στα στεφάνια και πήγε να κοιμηθεί».Ο Παυσανίας γράφοντας αιώνες αργότερα, χρησιμοποιεί αντί για τον όρο δαυλός, τον όρο λύχνος, γεγονός που μαρτυρεί τη σχετική εξέλιξη που προφανώς συντελέστηκε.
Περιγραφή - μορφολογία
Ως δαυλοί μπορούσαν να λειτουργήσουν τα καλαμωτά θραύσματα πεύκου, αλειμμένα με πίσσα ή με φλούδες από φρούτα. Ένα άλλο είδος δάδας που υπήρχε, ήταν ο λεγόμενος φανός, όρος που είναι πιθανό ότι υποδήλωνε ένα αγγείο καύσης μέσα στο οποίο θραύσματα ξύλου ή δαυλοί μπορούσαν να προσαρμοστούν με τη μορφή μίας ρητινώδους μάζας ή άλλης εύφλεκτης ύλης. Άλλοι τύποι δαυλών κατασκευάζονταν από ρητινώδη ξυλαράκια δεμένα με ψαθί, πάπυρο ή κλίμα, με ρετσίνι, κερί ή παραφίνη, όπως γινόταν και με τα δοχεία καύσης που αναφέρθηκαν πιο πριν.Αυτά τα διάφορα είδη δαυλών έπαιζαν σημαντικό ρόλο στην ελληνική θρησκευτική ζωή, στη λατρεία των θεών, στους γάμους και τα ταφικά έθιμα.
Οι δαυλοί τοποθετούνταν μέσα σε ειδικά δοχεία. Αυτά τα δοχεία καύσης στηρίζονταν επάνω σε βάσεις και κρατούσαν τους δαυλούς στη θέση τους. Σε ορισμένες περιπτώσεις αναφέρονται ως λαμπτήρες, ενώ ταυτόχρονα χρησιμοποιούνταν και ως μαγκάλια για τη θέρμανση οπότε στην περίπτωση αυτή ονομάζονταν hysgara (εσχάρες;), hipnos, chytropous. Σταδιακά εξελίχθηκαν σε διακοσμημένα μαρμάρινα, μεταλλικά ή λίθινα δοχεία. Πέρα από αυτά τα δοχεία φωτιάς, υπήρχαν πιο αναπτυγμένοι τύποι που ονομάζονταν λαμπτήρες και λυχνία, στον τύπο του κοιλώματος το οποίο στήριζε τη δάδα ή στον τύπο με το έμβολό στο οποίο έμπαινε και στεκόταν η δάδα. Στα αρχαία νομίσματα διαφόρων πόλεων απεικονίζονται στηρίγματα δαυλών διαφόρων ειδών.
Χρήση
Για το φωτισμό των χώρων.Λυχνάρια
Τίτλος
Κατηγορία
Αρχαία ΟικίαΓενική εισαγωγή
Ο όρος λύχνος αναφέρεται σε μία συσκευή φωτισμού για τη λειτουργία της οποίας βασικά στοιχεία ήταν το φιτίλι και το λάδι.Πήλινα και πέτρινα λυχνάρια μας είναι ήδη γνωστά από τη μινωική Κρήτη, αλλά και τη μυκηναϊκή περίοδο. Αυτά είχαν τη μορφή ενός απλού ανοιχτού δοχείου, το οποίο στηρίζονταν επάνω σε βάση, από ασβεστόλιθο, το λυχνοστάτη. Στην Κύπρο της εποχής του Χαλκού έχουν βρεθεί επίσης χάλκινα λυχνάρια τοποθετημένα σε κόγχες ή στερεωμένα στους τοίχους.
Η εισαγωγή των λυχναριών στον ελληνικό κόσμο πρέπει να έγινε από την Αίγυπτο. Το σίγουρο είναι πάντως πως μετά την ανακάλυψή τους, τα λυχνάρια χρησιμοποιούνταν όχι μόνο για τον εσωτερικό φωτισμό των σπιτιών, αλλά και στις διάφορες θρησκευτικές τελετές, καθώς και ως μέρος του ταφικού εξοπλισμού.
Γενικότερα η ανάγκη για τεχνητό φωτισμό στην αρχαιότητα δεν ήταν πάρα πολύ μεγάλη, σ΄ ένα τέτοιο μεσογειακό περιβάλλον όπου η εσωτερική αυλή λειτουργούσε ως η βασική πηγή φωτισμού για το σπίτι, παράλληλα με το γεγονός ότι οι βασικές οικιακές, αλλά και λοιπές κοινωνικές λειτουργίες γίνονταν κατά τη διάρκεια της ημέρας. Συχνές αναφορές στα λυχνάρια συναντούμε στις πηγές της κλασικής περιόδου.
Περιγραφή - μορφολογία
Τα πρωιμότερα λυχνάρια ήταν κατασκευασμένα στο χέρι, ενώ από τον 6ο αιώνα και εξής κατασκευάζονταν στον τροχό και έφεραν το γνωστό μαύρο γάνωμα. Το λεγόμενο αττικό λυχνάρι με το βαθύ σώμα και το προεκτεινόμενο ακροφύσιο ήταν σε συχνή χρήση, αλλά δεν αποτελούσε τη μοναδική περίπτωση λυχναριού, καθώς συνέχιζαν να υπάρχουν τα λυχνάρια με τη μορφή δίσκου και την κεντρική υποδοχή, τα οποία είτε κρέμονταν από το ταβάνι, είτε αναρτώνταν επάνω σε μία ακίδα. Τα λυχνάρια ήταν συνήθως πήλινα, κατασκευασμένα σε καλούπι, με στρόγγυλο ή οβάλ σχήμα και ανάγλυφη διακόσμηση κυρίως στο επάνω μέρος. Τα μεταλλικά λυχνάρια ήταν σχετικά σπάνια, γεγονός που αντιστράφηκε αργότερα κατά τη ρωμαϊκή περίοδο.Τα λυχνάρια αποτελούνταν από το κυρίως σώμα, το επάνω μέρος με το διακοσμημένο χείλος, τη λαβή, την οπή για το φιτίλι και την οπή για το γέμισμα του λαδιού, η οποία συνήθως κλείνονταν με ξύλινο πώμα. Σε ορισμένες περιπτώσεις τα λυχνάρια διέθεταν αντί για ένα, περισσότερα ακροφύσια για τα φιτίλια. Αναλόγως με τον αριθμό των ακροφύσιών τους, ονομάζονταν λύχνοι δίμυξοι, τρίμυξοι κτλ., από το ακροφύσιο το οποίο αποκαλούνταν μύξος ή μύξα. Ο λυχνοστάτης για τη στερέωση των λυχναριών ονομάζονταν λυχνούχος. Συχνά τα λυχνάρια τοποθετούνταν μέσα σε κόγχες, ενώ άλλες πάλι φορές κρέμονταν από αλυσίδες. Τα φιτίλια προσαρμόζονταν μέσω μικρών λαβίδων που κρέμονταν από μικρές αλυσίδες ή αιχμηρά αγκάθια και έτσι η φωτεινότητα μπορούσε να ρυθμιστεί μέσα πάντα σε συγκεκριμένα πλαίσια.
Στα αρχαία λυχνάρια χρησιμοποιούνταν βρώσιμο λάδι ή λίπος, στοιχεία απαραίτητα, παράλληλα μ' ένα καλό φιτίλι και με μία καλή τροφοδοσία της φωτιάς με οξυγόνο. Το λάδι ή το λίπος που χρησιμοποιούνταν, έπρεπε να είναι αρκετά ρευστό ώστε να επιτρέπει σ' ένα φιτίλι ικανοποιητικού βάρους να διάγει την απαραίτητη ποσότητα στο καιόμενο μέρος ώστε να τροφοδοτείται η φλόγα. Όντας σε θέση να ελέγξουν την παροχή οξυγόνου, μπορούσαν να προσαρμόσουν την καύση, ώστε να αποφύγουν τη δημιουργία καπνού και να κερδίζουν σε φωτεινότητα. Για να επιτύχουν μεγαλύτερη στάθμη φωτισμού αύξαναν τον αριθμό των δαυλών ή των λυχναριών, αν και υπήρχαν πρακτικά προβλήματα σε μία τέτοια διαδικασία.
Τα αρχαία λυχνάρια χρειάζονταν εποπτεία και κόψιμο του φιτιλιού τους. Η ανανέωση του λαδιού και του φιτιλιού ήταν μία διαδικασία η οποία για να αποφευχθεί, έγινε προσπάθεια να κατασκευαστεί ένα λυχνάρι που θα ξαναγέμιζε από μόνο του αντλώντας λάδι από ένα μεγαλύτερο δοχείο, ενώ ο Φίλων ο Βυζαντινός και ο Ήρων ο Αλεξανδρινός (Ι. 34) προσπάθησαν να κατασκευάσουν φιτίλια που θα προωθούνταν αυτόματα προς τα έξω καθώς θα καίγονταν.
Το φιτίλι του κεριού ονομαζόταν ελλυχνίον και το υλικό κατασκευής του ήταν ο φλόμος, ο άσβεστος, το λινό, το στουπί ή ο πάπυρος. Ο Πλίνιος (Nat Hist XXIII 4. 41) αναφέρει ότι «τα φιτίλια κατασκευάζονταν από τις ίνες του castor plant, δίνοντας μία ιδιαίτερα καθαρή φλόγα, αλλά το λάδι καίγονταν παράγοντας ένα φως μουντό εξαιτίας του λεπτού φιτιλιού».Στην καύσιμη ύλη των λυχναριών, στο ελαιόλαδο, συχνά προστίθετο και αλάτι. Το αλάτι βοηθούσε ώστε να αποφεύγεται το πιτσίλισμα, το ιδιαίτερα κίτρινο χρώμα της φλόγας, καθώς και η υπερθέρμανση του λαδιού. Το φως των αρχαίων λυχναριών ήταν θερμό και αδύναμο, ενώ η κατανάλωση λαδιού σε σχέση με τη δύναμη του παραγόμενου φωτός ήταν υπερβολική.
Χρήση
Η σημασία του λυχναριού ήταν ιδιαίτερα μεγάλη, καθώς αποτελούσε μία βασική πηγή τεχνητού φωτισμού της αρχαιότητας, για την κάλυψη των καθημερινών αναγκών, αλλά και ένα αντικείμενο άμεσα συσχετιζόμενο με τις θρησκευτικές τελετές και τα ταφικά έθιμα.Περισσότερες Εικόνες
Χρ.
Γ. Ντούμας, " Οι Εφαρμογές της Φωτιάς στη Θήρα (Σαντορίνη) της Εποχής
του Χαλκού", 405-428, Αρχαία Ελληνική Τεχνολογία και Τεχνική, Πρακτικά
Συνεδρίου, 2004 Μεσοκυκλαδικό λυχνάρι. | ||
Χρ.
Γ. Ντούμας, " Οι Εφαρμογές της Φωτιάς στη Θήρα (Σαντορίνη) της Εποχής
του Χαλκού", 405-428, Αρχαία Ελληνική Τεχνολογία και Τεχνική, Πρακτικά
Συνεδρίου, 2004 Υστεροκυκλαδικός I φορητός λύχνος μπρούτζινος. | ||
Χρ.
Γ. Ντούμας, " Οι Εφαρμογές της Φωτιάς στη Θήρα (Σαντορίνη) της Εποχής
του Χαλκού", 405-428, Αρχαία Ελληνική Τεχνολογία και Τεχνική, Πρακτικά
Συνεδρίου, 2004 Υστεροκυκλαδικός I φορητός λύχνος λίθινος. | ||
Χρ.
Γ. Ντούμας, " Οι Εφαρμογές της Φωτιάς στη Θήρα (Σαντορίνη) της Εποχής
του Χαλκού", 405-428, Αρχαία Ελληνική Τεχνολογία και Τεχνική, Πρακτικά
Συνεδρίου, 2004 Υστεροκυκλαδικός I φορητός λύχνος πήλινος. | ||
Χρ.
Γ. Ντούμας, " Οι Εφαρμογές της Φωτιάς στη Θήρα (Σαντορίνη) της Εποχής
του Χαλκού", 405-428, Αρχαία Ελληνική Τεχνολογία και Τεχνική, Πρακτικά
Συνεδρίου, 2004 Υστεροκυκλαδικός I επιτραπέζιος λύχνος πήλινος. | ||
Χρ.
Γ. Ντούμας, " Οι Εφαρμογές της Φωτιάς στη Θήρα (Σαντορίνη) της Εποχής
του Χαλκού", 405-428, Αρχαία Ελληνική Τεχνολογία και Τεχνική, Πρακτικά
Συνεδρίου, 2004 Υστεροκυκλαδικός I επιτραπέζιος λύχνος λίθινος (ψηλός). |
Λυχνάρι με φιτίλι που ξετυλίγεται μόνο του
Τίτλος
Ζωγράφος - αγγειογράφος κτλ.
Ήρων ο ΑλεξανδρινόςΦωτογραφική - σχεδιαστική τεκμηρίωση / αναπαράσταση
σχέδιο 35, σελ. 163Περιγραφή
Ο Ήρων (Ι. XXXIV) περιγράφει ένα λυχνάρι το οποίο θα περιελίσσει μόνο του το φιτίλι του. Αναφέρεται στην ύπαρξη μίας περόνης (ΔΕ) η οποία θα κινείται παρασύροντας ένα γρανάζι στο σημείο Ε. Γύρω από την περόνη αυτή παρουσιάζει τυλιγμένο το φιτίλι του λυχναριού. Δίπλα θα υπάρχει οδοντωτό τύμπανο, το Ζ, το οποίο θα κινείται γύρω από άξονα και όταν οι οδόντες θα ακουμπούν την περόνη, το φυτίλι θα ξετυλίγεται από τους οδόντες. +++Χρήση
Για το φωτισμό των χώρωνΠηγές
- Ήρων (Ι. XXXIV)
Ύδρευση - Αποχέτευση
Ελληνιστική μαρμάρινη βάση νερού.
Τις ανάγκες για νερό κάλυπτε συνήθως ένα
πηγάδι το οποίο ανοιγόταν στην αυλή μέσα στο φυσικό βράχο, σε βάθος που
μπορούσε να φτάσει τα 15μ., αν και συνήθως δεν ξεπερνούσε τα 12. Από τα
μέσα του 4ου αιώνα στην Αθήνα άρχισαν να χρησιμοποιούν δεξαμενές
προφανώς λόγω κάποιας παρατεταμένης περιόδου ξηρασίας. Ο υδροφόρος
ορίζοντας έπεσε και τα πηγάδια αντικαταστάθηκαν από τις δεξαμενές που
συγκέντρωναν το νερό της βροχής που έπεφτε από τις στέγες. Η παροχή
ύδατος βρισκόταν πάντα άλλωστε σε άμεση εξάρτηση από τα δεδομένα του
εκάστοτε τόπου. Όπου υπήρχαν πηγές μπορούσαν να κατασκευαστούν κρήνες,
απ’ όπου και λαμβάνονταν το νερό από γυναίκες ή δούλες για την οικιακή
χρήση. Σε περιοχές όμως χωρίς αρκετές πηγές, όπως στη Δήλο για
παράδειγμα, απαραίτητες ήταν οι δεξαμενές για την περισυλλογή των
ομβρίων και υπογείων υδάτων. Κάθε σπίτι σχεδόν είχε τη δική του
δεξαμενή, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις κατά τον 4ο αι. υπήρχαν και σπίτια
με τρεχούμενο νερό.
Καθαρό, πόσιμο νερό μετέφεραν οι γυναίκες ή οι δούλοι από τις
δημόσιες κρήνες που τροφοδοτούνταν από πηγές μέσω δικτύου υδρευτικών
αγωγών. Κανένα αρχαίο ελληνικό σπίτι δεν είχε ζεστό και κρύο τρεχούμενο
νερό. Το πόσιμο νερό, αλλά και το νερό για το πλύσιμο και το μαγείρεμα
που το αντλούσαν από τα πηγάδια στις αυλές, από τις πηγές και τις
κρήνες, το μετέφεραν μέσα στις υδρίες. Όταν το χρειαζόταν, το ζέσταιναν
στη φωτιά.
Ελάχιστα σπίτια είχαν ειδικά δωμάτια για μπάνιο. Σε σπίτια της Ολύνθου για παράδειγμα βρέθηκαν τέτοιοι χώροι στον ευρύτερο χώρο του οίκου. Εκεί το λουτρό πραγματοποιούνταν σε πήλινες καθιστές μπανιέρες, όπως μαρτυρούν και τα σχετικά ευρήματα, για παράδειγμα από οικία της Σμύρνης του 6ου αιώνα, αλλά και σε λεκάνες είτε από μάρμαρο είτε από πηλό, τοποθετημένες σε ψηλά υποστηρίγματα, περιρραντήρια, ενώ κανείς μπορούσε να πάρει το λουτρό του και σε κρηναία οικοδομήματα εκτός οικίας. Τα λουτρά της αρχαιότητας αποτελούνταν από μεγάλο σαλόνι, ένα μικρό μπάνιο και ένα λεβητοστάσιο, απομονωμένο με διαχωριστικό το οποίο όμως δεν έφτανε μέχρι το ταβάνι, ώστε η ζέστη και ο ατμός να μπορούν να διοχετευτούν και στους άλλους χώρους. Από την αγγειογραφία αντλούμε επίσης στοιχεία σε σχέση με το θέμα, με σκηνές από λούσιμο, αλλά και από πήλινα ειδώλια με ανθρώπινες μορφές μέσα σε μπανιέρες. Συνήθως οι παραστάσεις απεικονίζουν γυναίκες που πλένονται σε λουτήρες, με μεγάλους αμφορείς για τη μεταφορά του νερού. Άλλες πάλι παραστάσεις δείχνουν γυμνούς άνδρες να πλένονται σε μεγάλες μπανιέρες ή να τρίβουν το σώμα τους με ειδικές τρίχινες βούρτσες.
Το βρόμικο νερό που αποστραγγίζονταν από τα πρόσφατα πλυμένα δάπεδα και τους λουτήρες διοχετεύονταν στους δρόμους, αλλά τα σκουπίδια καθώς και τα απορρίμματα από τα δοχεία νυκτός, αμίς, το μόνο σύστημα υγιεινής στην κλασική Ελλάδα, περισυλλέγονταν από ένα δημόσιο φορέα σκουπιδιών και μεταφέρονταν σε μία χωματερή έξω από τα τείχη της πόλης. Γενικά πριν από την ελληνιστική περίοδο δεν φαίνεται να υπήρχαν χώροι στις οικίες που να χρησιμοποιούνταν ως τουαλέτες.
Από την Αθηναίων Πολιτεία του Αριστοτέλη πληροφορούμαστε πώς στην Αθήνα υπήρχαν οι αστυνόμοι, υπεύθυνοι για την τήρηση των κανονισμών της πολιτείας σε θέματα περιβάλλοντος και υγιεινής, οι οποίοι φρόντιζαν τα απόβλητα της πόλης να εναποτίθενται σε απόσταση 10-11 στάδια (2χλμ.) έξω από τα τείχη. Επίσης απαγορεύονταν η διάνοιξη ακάλυπτων οχετών για να ρέουν τα απόβλητα, ώστε να μη δημιουργούνται εστίες μόλυνσης μέσα στην πόλη.
Ελάχιστα σπίτια είχαν ειδικά δωμάτια για μπάνιο. Σε σπίτια της Ολύνθου για παράδειγμα βρέθηκαν τέτοιοι χώροι στον ευρύτερο χώρο του οίκου. Εκεί το λουτρό πραγματοποιούνταν σε πήλινες καθιστές μπανιέρες, όπως μαρτυρούν και τα σχετικά ευρήματα, για παράδειγμα από οικία της Σμύρνης του 6ου αιώνα, αλλά και σε λεκάνες είτε από μάρμαρο είτε από πηλό, τοποθετημένες σε ψηλά υποστηρίγματα, περιρραντήρια, ενώ κανείς μπορούσε να πάρει το λουτρό του και σε κρηναία οικοδομήματα εκτός οικίας. Τα λουτρά της αρχαιότητας αποτελούνταν από μεγάλο σαλόνι, ένα μικρό μπάνιο και ένα λεβητοστάσιο, απομονωμένο με διαχωριστικό το οποίο όμως δεν έφτανε μέχρι το ταβάνι, ώστε η ζέστη και ο ατμός να μπορούν να διοχετευτούν και στους άλλους χώρους. Από την αγγειογραφία αντλούμε επίσης στοιχεία σε σχέση με το θέμα, με σκηνές από λούσιμο, αλλά και από πήλινα ειδώλια με ανθρώπινες μορφές μέσα σε μπανιέρες. Συνήθως οι παραστάσεις απεικονίζουν γυναίκες που πλένονται σε λουτήρες, με μεγάλους αμφορείς για τη μεταφορά του νερού. Άλλες πάλι παραστάσεις δείχνουν γυμνούς άνδρες να πλένονται σε μεγάλες μπανιέρες ή να τρίβουν το σώμα τους με ειδικές τρίχινες βούρτσες.
Το βρόμικο νερό που αποστραγγίζονταν από τα πρόσφατα πλυμένα δάπεδα και τους λουτήρες διοχετεύονταν στους δρόμους, αλλά τα σκουπίδια καθώς και τα απορρίμματα από τα δοχεία νυκτός, αμίς, το μόνο σύστημα υγιεινής στην κλασική Ελλάδα, περισυλλέγονταν από ένα δημόσιο φορέα σκουπιδιών και μεταφέρονταν σε μία χωματερή έξω από τα τείχη της πόλης. Γενικά πριν από την ελληνιστική περίοδο δεν φαίνεται να υπήρχαν χώροι στις οικίες που να χρησιμοποιούνταν ως τουαλέτες.
Από την Αθηναίων Πολιτεία του Αριστοτέλη πληροφορούμαστε πώς στην Αθήνα υπήρχαν οι αστυνόμοι, υπεύθυνοι για την τήρηση των κανονισμών της πολιτείας σε θέματα περιβάλλοντος και υγιεινής, οι οποίοι φρόντιζαν τα απόβλητα της πόλης να εναποτίθενται σε απόσταση 10-11 στάδια (2χλμ.) έξω από τα τείχη. Επίσης απαγορεύονταν η διάνοιξη ακάλυπτων οχετών για να ρέουν τα απόβλητα, ώστε να μη δημιουργούνται εστίες μόλυνσης μέσα στην πόλη.
Περισσότερες Εικόνες
J. Boardman, Athenian Red-figure Vases. The Classical Period, εικ.156,London 1989. Στάμνος. Αποδίδεται στην ομάδα του Πολύγνωτου. | ||
J. Boardman, Athenian Red-figure Vases. The Classical Period, εικ.208,London 1989. Αττική ερυθρόμορφη πελίκη. | ||
J. Boardman, Athenian Red-figure Vases. The Classical Period, εικ.57,London 1989. Λήκυθος από το Ζωγράφο Bowdoin. |