Στην
αρχή στον απέραντο χώρο υπήρχε ένα τεράστιο αυγό, το οποίο
δημιουργήθηκε εκ του μηδενός· μία μέρα το αυγό αυτό άρχισε να ραγίζει
και, σταδιακά, βγήκαν από το αυγό τα «περιεχόμενά» του: πρώτα από όλα
βγήκε ένα φτερωτό πνεύμα (ο Έρως), το οποίο επέτρεψε στις άλλες δύο
οντότητες, τη Γαία και το Χάος, να βγουν έξω από το αυγό.
Οι τρεις
αυτές θεότητες δεν είχαν συγγενική σχέση μεταξύ τους, απλώς εμφανίστηκαν
η μία μετά την άλλη. Ο Έρως ήταν ένα φτερωτό πνεύμα, το οποίο είχε τόση
δύναμη και τόση ένταση, που βρισκόταν (και βρίσκεται) παντού και
πάντοτε, αφού είναι η αιτία της Αγάπης και της ερωτικής δημιουργίας, η
οποία παράγει απογόνους και διασφαλίζει τη συνέχιση της ύπαρξής μας. Θα
μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως raison d’ être (αιτία ύπαρξης). Δεν
ήταν ο γνωστός σκανταλιάρης θεός, ο γιος της Αφροδίτης που τόξευε με τα
βέλη τους θεούς και ανθρώπους, αλλά μια δύναμη έλξης που οδηγούσε τα
στοιχεία στις ενώσεις και τις συνθέσεις τους. Είχε απεριόριστη δύναμη
και ήταν ο μόνος από τις τρεις πρωταρχικές θεότητες που δεν απέκτησε
δικά του παιδιά.
Η
πρώτη ενέργεια του Έρωτα έγινε στο σκοτάδι και τη σιωπή του Ερέβους και
της Νύχτας, που βασίλευαν μέχρι τη στιγμή που μπήκε ανάμεσά τους· με
την επίδρασή του άρχισε η απόλυτη ψυχρότητα να εγκαταλείπει τις δύο
μυστήριες υπάρξεις: αντάλλαξαν τις πρώτες τους κουβέντες και κατάφεραν
έτσι να διώξουν την ατέλειωτη μοναξιά που τους κυρίευε τόσους αιώνες.
Από την ένωσή τους δημιουργήθηκε ο Αιθέρας και η Ημέρα, ενώ αργότερα
δημιουργήθηκαν άλλες θεότητες, που αντιπροσωπεύουν αφηρημένες έννοιες,
κυρίως ...
Το
Χάος ήταν θεοσκότεινο, μαύρο και άραχνο χωρίς κανένα ίχνος ζωής·
απόλυτη σιωπή βασίλευε παντού. Αυτό το τρομακτικό, αρχικό ον ήταν
απέραντο· δεν είχε αρχή ούτε τέλος (έτσι δημιουργήθηκε και η σχετική
λέξη-έννοια, που έχει περάσει και στις περισσότερες ευρωπαϊκές γλώσσες).
Ήταν τόσο αχανές, ώστε αν κάποιος μπορούσε να πετάξει, θα πετούσε σ'
όλη του τη ζωή χωρίς να μπορέσει να φτάσει κάποτε σε κάποια κορυφή ή, αν
κάποιος άρχιζε να πέφτει στο κατάμαυρο κενό, το Χάος, θα έπεφτε σ' όλη
του τη ζωή χωρίς να φτάσει ποτέ του σε κάποιο τέλος.
Μέσα στην
απεραντοσύνη του κοσμικού χρόνου προήλθαν κάποτε από το Χάος, χωρίς να
μεσολαβήσει κάποιο ερωτικό σμίξιμο, δύο παράξενα όντα, το Έρεβος και η
Νύχτα. Ήταν και αυτά τα όντα αλλοπρόσαλλα, κατάμαυρα, θεόρατα και
σκοτεινά με τεράστιες φτερούγες· στέκονταν το ένα απέναντι από το άλλο
ανοιγοκλείνοντας τα μαύρα μάτια τους, χωρίς να ανταλλάσσουν μεταξύ τους
ούτε κουβέντα. Η απόλυτη ησυχία και η μοναξιά συνέχισε να κυριεύει το
σύμπαν. Η μόνη διαφορά τους από το Χάος ήταν ότι είχαν αρχή και τέλος.
Ήταν βέβαια πελώρια και θα χρειαζόταν κάποιος να τρέχει μήνες ολόκληρες
για να φτάσει από τη μια φτερούγα τους στην άλλη, σίγουρα όμως θα
έβρισκε κάποιο τέλος.
Η
Γαία (εδώ φανερώνεται η γεωκεντρική σκέψη των αρχαίων λαών) κείτονταν
μέσα στο απέραντο Χάος και, μετά τη γέννηση του Αιθέρα και της Ημέρας,
γέννησε κι αυτή, χωρίς να μεσολαβήσει κάποιος ερωτικός πόθος, τον
Ουρανό, τα Όρη και τον Πόντο. Ο Ουρανός ήταν μεγαλύτερος απ' αυτήν, την
περιέβαλλε ολόκληρη και μέσα στον απέραντο θόλο του περιέκλειε όλο το
αστρικό σύμπαν. Ήταν πανέμορφος, θεόρατος και καταγάλανος· τόσο πολύ
γοητεύτηκε η Γαία από τον πρώτο της γιο, που τον ερωτεύτηκε και έσμιξε
με το τεράστιο κορμί του. Από την ένωση αυτή προήλθαν αμέτρητοι θεοί…
Αφού
πέρασε αρκετός καιρός από τη γέννηση του Ουρανού, η Γαία άρχισε πάλι να
κυοφορεί, αλλά αυτή τη φορά τρανταζόταν ολόκληρη, μέχρις ότου ξεφύτρωσαν
στην επιφάνειά της τεράστιοι γίγαντες, απέραντοι και αχανείς με
αλλοπρόσαλλα κορμιά, τα τρομερά Όρη. Η Γη ποτέ σε συμπάθησε τα παιδιά
της αυτά που τόσο την ταλαιπώρησαν μέχρι να γεννηθούν, ήταν όμως
αναγκασμένη να ζήσει για πάντα μαζί τους και να τα ανέχεται, μια και από
τη γέννησή τους ήταν προσκολλημένα πάνω στο τεράστιο σώμα της. Κάθε
φορά που προσπαθούσε να τα διώξει από πάνω της φρικτοί πόνοι τη
βασάνιζαν...
Λίγο
αργότερα η Γαία ένιωσε πάλι κάτι να σαλεύει μέσα στα σπλάχνα της, αλλά η
εγκυμοσύνη ήταν γλυκιά και χωρίς πόνους. Έτσι γεννήθηκε ο απέραντος
Πόντος, που αμέσως ξεχύθηκε και περιέβαλε τη Γαία δροσίζοντάς την και
κάνοντάς την ομορφότερη καθώς την κάλυπτε με το καταγάλανο σώμα του. Ο
Πόντος την έκλεινε μέσα στα τεράστια μπράτσα του και η Γαία ήταν
χαρούμενη και περήφανη για το νέο γιο της· ήταν πανέμορφος, ορμητικός
και παντοδύναμος, άλλοτε ήρεμος και γαλήνιος και άλλοτε αφρισμένος και
ταραγμένος από τα τεράστια κύματα. Μετά την ήττα του Ουρανού από τον
Κρόνο η Γαία έσμιξε και μ’ αυτόν, γεννώντας καινούργιους απογόνους.
Το
κατάμαυρο και απέραντο Χάος γέννησε - χωρίς τη μεσολάβηση ερωτικής
μίξης - το Έρεβος και τη Νύχτα, τα οποία με τη σειρά τους, γέννησαν, με
τη συνουσία τους, τον Αιθέρα και την Ημέρα. Ο Αιθέρας, που γεννήθηκε
πρώτος, ήταν αστραφτερός και λαμπερός, με διάφανες φτερούγες,
ακτινοβολώντας το θείο φως του προς όλες τις κατευθύνσεις· χαμογελαστός
και πανέμορφος, με τεράστιο σώμα, αλλά με αρμονικά μέλη και κατάλευκο
δέρμα, άπλωσε. τα τεράστια σκέλη του σ' ολόκληρο το σύμπαν και σκόρπισε
τη λάμψη του στο θεοσκότεινο Χάος. Ο Αιθέρας συμβόλιζε το πάνω μέρος της
ατμόσφαιρας, που αποτελεί το καθαρότερο μέρος του αέρα. Η Ημέρα,
λαμπρή, κατάξανθη, πανώρια κόρη με κατάλευκες φτερούγες, έριξε αμέσως το
αστραποβόλο βλέμμα της στον Αιθέρα και του χαμογέλασε: αυτός, μόλις
αντίκρισε ένα παρόμοιο μ' αυτόν και φωτεινό πλάσμα, χάρηκε πάρα πολύ. Τα
δυο αδέρφια χαρούμενα και παιχνιδιάρικα έφεραν την ευτυχία μέσα στον
κόσμο και, κυρίως, στη Γη· έπαιζαν και κυνηγιόνταν μέσα στο απέραντο
σύμπαν, κρύβονταν πίσω από τους τεράστιους μετεωρίτες, ενώ συχνά,
νευρίαζαν με τις σκανταλιές και τις φασαρίες τους, τους γερασμένους
γονείς τους, που κατά βάθος όμως καμάρωναν για τα ολόλαμπρα παιδιά τους.
Από τα
σκοτεινά σπλάχνα της Νύχτας γεννήθηκαν και άλλα παιδιά, τα οποία ήταν
πολύ σημαντικά στη ζωή των θεών και των ανθρώπων, από την κακή, κυρίως,
έννοια. Ανάμεσά τους η Απάτη, το Γέρας, η Έριδα (Φιλονικία), οι 4
Εσπερίδες, ο Κηρ (Δυστύχημα), οι Κήρες (Δυστυχία), οι 3 Μοίρες, οι Μόρος
(Πεπρωμένο) ο Μώμος (Χλευασμός), η Νέμεσις (Τιμωρία), η Οιζύς
(Αθλιότητα), τα Όνειρα, η Φιλότης (Ερωτική Απόλαυση) και τα δίδυμα
αδέλφια, Ύπνος και Θάνατος. Η μεγάλη σχέση των τελευταίων μαρτυρείται
και μετέπειτα, στο δημοτικό τραγούδι.
Η
Νέμεσις ήταν η θεία Δίκη, την οποία αντικατέστησε, στα νεότερα χρόνια η
Θέμιδα, ενώ η Απάτη ήταν η δολοπλόκα θεά που κυρίευε τους ανθρώπους και
τους οδηγούσε σε άνομες πράξεις και απατεωνιές. Η καβγατζού Έριδα
έσπερνε τη διχόνοια ανάμεσα σε θεούς και σε ανθρώπους. Οι Εσπερίδες ήταν
4 (Αίγλη, Αρέθουσα, Ερύθεια και Εστία) νύμφες και, με τη βοήθεια του
Λάδωνα, ενός δράκου με 100 κεφάλια, φύλαγαν τα χρυσά μήλα του κήπου
τους, τα οποία χάρισε ως γαμήλιο δώρο η Γαία στην Ήρα. Τέλος, οι 3
Μοίρες (Άτροπος, Κλωθώ και Λάχεσις) έμεναν στον Παρνασσό και έκαναν η
κάθε μια διαφορετική δουλειά, καθορίζοντας το πεπρωμένο και τη ζωή του
κάθε θνητού και αθάνατου: η μεγαλύτερη, η Κλωθώ, κρατούσε μια ρόκα και
έκλωθε μ’ αυτήν τη μοίρα των ανθρώπων· για τους θεούς υπήρχε η Ειμαρμένη
(Μοίρα), άλλη ονομασία του Μόρου. Η Λάχεσις κρατούσε αδράχτι και τύλιγε
σ’ αυτό το νήμα της ζωής των ανθρώπων, καθορίζοντας το τι θα
απολάμβαναν και τι θα πάθαιναν στη ζωή τους. Τέλος η νεότερη, Άτροπος,
κρατούσε ψαλίδι και έκοβε το νήμα της ζωής, με βάση τον καθορισμό που
γινόταν από τον αδελφό της, Μόρο. Σύμφωνα με ένα άλλο μύθο, οι Μοίρες
ήταν παιδιά του Δία και της Θέμιδος και ζούσαν στον Όλυμπο ή τον Άδη.
Τα τρομερά
παιδιά της Έριδας, που κι αυτά δημιουργήθηκαν χωρίς την επέμβαση θεϊκού
σπέρματος, ήταν τα Άλγη (Λύπες), οι Αμφιλογίες (Διαφωνίες), οι
Ανδροκτασίες (Ανθρωποκτονίες), η Άτη (Λοιμός), η Δυσνομία, η Λήθη
(Λησμονιά), ο Λιμός (Πείνα), οι Λόγοι (Φήμες), οι Μάχες, τα Νείκεα
(Πειράγματα), ο Όρκος, ο Πόνος, οι Υσμίνες (Συμπλοκές), οι Φόνοι και τα
Ψεύδεα (Ψέματα), που τόσο πολύ ταλαιπωρούν τους θνητούς στη διάρκεια της
ζωής τους, αλλά και τους ίδιους τους θεούς.