Ο κύριος σκοπός της εκπαίδευσης στην Αθήνα ήταν η ελεύθερη ανάπτυξη του ανθρώπου και η αρμονική και τέλεια ανάπτυξη του σώματος και του πνεύματος για να μπορέσει το άτομο να γίνει καλός πολίτης.
Η μόρφωση είχε πρωταρχική θέση και σημασία. Στην Αθήνα δεν υπήρχαν αγράμματοι άνθρωποι, ειδικά στον 5ο αιώνα.
Τα σχολεία ήταν ιδιωτικά, δεν υπήρχαν δημόσια κτίρια. Στα σχολεία πήγαιναν μόνο τα αγόρια. Τα κορίτσια μάθαιναν γράμματα στο σπίτι. Τα μαθήματα γίνονταν σε ένα ελεύθερο χώρο ή σε μία μεγάλη απλή αίθουσα με σκαμνάκια για τους μαθητές, ένα μεγάλο κάθισμα με πλάτη για το δάσκαλο, κουτιά για τα βιβλία των μαθητών και οι τοίχοι ήταν διακοσμημένοι με μουσικά όργανα.
Οταν το αγόρι γινόταν επτά χρόνων άρχιζε να πηγαίνει στο σχολείο μαζί με έναν ηλικιωμένο έμπιστο δούλο που καθοταν μαζί του τις ώρες του σχολείου και επίσης του δίδασκε καλούς τρόπους. Τα μαθήματα άρχιζαν νωρίς το πρωΐ και συνεχίζονταν ως το απόγευμα με μία μικρή διακοπή για φαγητό.Το πρόγραμμα του σχολείου περιελάμβανε ανάγνωση, γραφή, αριθμητική, μουσική, ποιήματα, τραγούδια, χορό και γυμναστική.
Εγραφαν πάνω σε ξύλινες πλάκες αλειμένες με κερί, χρησιμοποιώντας μυτερό εργαλείο. Εγραφαν επίσης και σε παπύρους με μελάνι και για πένα είχαν ένα καλάμι. Οταν μάθαινε ο μαθητής να διαβάζει και να γράφει, αποστήθιζε στίχους από τα Ομηρικά Επη. Για το μάθημα της αριθμητικής τα παιδιά χρησιμοποιούσαν στην αρχή τα δάκτυλά τους, τον άβακα και αργότερα τον πυθαγόρειο πίνακα.
Το μάθημα της μουσικής ήταν βάση της εκπαίδευσης. Οι αρχαίοι Αθηναίοι δεν μπορούσαν να θεωρήσουν έναν άνθρωπο μορφωμένο αν δεν ήξερε μουσική. Τα παιδιά μάθαιναν να παίζουν μουσικά όργανα και γινόταν επίσης μάθημα τραγουδιού και χορού.
Οταν το αγόρι έφθανε στα δώδεκα χρόνια του, άρχιζε να γυμνάζει το σώμα του. Το μάθημα της γυμναστικής γινοταν στις παλαίστρες. Τα παιδιά πρώτα πλένονταν, μετά άλειφαν το σώμα τους με λάδι και έβαζαν επάνω τους ψιλή άμμο ή σκόνη. Ασκούνταν στην πάλη, στο δρόμο, στο πήδημα, στο δίσκο και το ακόντιο. Οταν τελείωναν τη γυμναστική, καθάριζαν το σώμα τους και λούζονταν στην πηγή.
Τα παιδιά των φτωχών Αθηναίων σταματούσαν το σχολείο μόλις μάθαιναν τις βασικές γνώσεις και άρχιζαν να μαθαίνουν μία τέχνη. Τα παιδιά των πλουσίων συνέχιζαν τις σπουδές τους μέχρι τα δεκαοχτώ τους χρόνια. Στα δεκαοχτώ τους χρόνια γίνονταν έφηβοι.Τότε οι γονείς τους τα πήγαιναν στους αντιπροσώπους της πόλης και σε επίσημη τελετή λάβαιναν το δόρυ, την περικεφαλαία και την ασπίδα και έδιναν τον όρκο του Αθηναίου πολίτη πάνω στην Ακρόπολη. Οταν έφθαναν στα είκοσί τους χρόνια, ήταν πολίτες του κράτους και ήταν ελεύθεροι να λαμβάνουν μέρος σε όλες τις εκδηλώσεις της πόλης. Το σύνηθες σύστημα της πρωτοβάθμιας -θα μπορούσαμε να πούμε- εκπαίδευσης στην Αθήνα ήταν ευθύνη των γραμματιστών, των κιθαριστών και των παιδοτρίβων. Οι γραμματιστές δίδασκαν γραφή, ανάγνωση και στοιχεία αριθμητικής και δίδασκαν τους μαθητές τους να διαβάζουν και να μαθαίνουν από στήθους τους μεγάλους ποιητές -Όμηρο Ησίοδο κ.α. Οι κιθαριστές με τη σειρά τους δίδασκαν τα αγόρια πώς να παίζουν την επτάχορδη λύρα και να τραγουδούν τα έργα των λυρικών ποιητών. Οι παιδοτρίβες φρόντιζαν για τη φυσική τους ανάπτυξη με τρόπο επιστημονικό. Τους δίδασκαν την πάλη, το παγκράτιο, την πυγμαχία, το τρέξιμο, τη ρίψη του δίσκου, το άλμα και ποικίλες άλλες ασκήσεις στην παλαίστρα. Σε αυτό το τριπλό σύστημα ενίοτε προστίθετο και το σχέδιο ή η ζωγραφική, ειδικότερα από τα τέλη του 4ου αιώνα. Ωστόσο, το σύνηθες σύστημα εκπαίδευσης περιελάμβανε λογοτεχνία, μουσική και αθλητικά.
Ποιο απ’ όλα διδασκόταν πρώτο; Μάλλον διδάσκονταν όλα ταυτόχρονα, αν και η φυσική εκπαίδευση σε απλουστευμένη μορφή ήταν η πρώτη ενασχόληση των αγοριών από το 6ο έτος της ηλικίας τους.Για τις πιο περίπλοκες ασκήσεις και τεχνικές έπρεπε να περιμένουν τουλάχιστον ως τα δώδεκα. Ωστόσο, τόσο ο Πλάτωνας όσο και ο Αριστοτέλης επιμένουν πως η φυσική προετοιμασία πρέπει να ξεκινά αρκετά χρόνια πριν από κάθε είδους διανοητική εκπαίδευση. Την κύρια ευθύνη για τη σειρά προετοιμασίας και τη διευθέτηση τέτοιων θεμάτων είχε ο παιδαγωγός της οικογένειας, ο οποίος ανήκε στο υπηρετικό προσωπικό.
Σε παλαιότερες εποχές τούτη η πρωτοβάθμια εκπαίδευση διαρκούσε ως τα δέκα οκτώ. Αλλά προς το τέλος του 5ου αιώνα δημιουργήθηκε ένα δευτεροβάθμιο σύστημα εκπαίδευσης. Η πιο σημαντική μαρτυρία έρχεται από τον Πλάτωνα, ο οποίος περιγράφει στη Δημοκρατία ένα σύστημα μαθητείας στα μαθηματικά λίγο πριν την εφηβεία. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη εφαρμοζόταν τρία χρόνια πριν την εφηβεία, αν και στην πραγματικότητα η παρακολούθηση των μαθημάτων δεν ήταν αυστηρά καθορισμένη. Ενίοτε οι γιοι των φτωχών ολοκλήρωναν γρήγορα το πρόγραμμα της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, ενώ οι γόνοι των πλουσίων την καθυστερούσαν όσο ήθελαν, γεγονός που ο Ξενοφών θεωρεί απαξιωτικό για την αθηναϊκή εκπαίδευση.
Μετά τα δέκα οκτώ οι νεαροί Αθηναίοι προχωρούσαν στην πολεμική τους εκπαίδευση. Τον πρώτο χρόνο αυτής της εκπαίδευσης τον περνούσαν στην Αθήνα και τον δεύτερο σε φρούρια των συνόρων και σε στρατόπεδα. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου μάλλον διέθεταν λίγο χρόνο για διανοητικές ενασχολήσεις. Ωστόσο, όταν κατέρρευσε η στρατιωτική δύναμη των Αθηνών υπό την μακεδονική κυριαρχία, τα στρατιωτικά καθήκοντα των εφήβων έγιναν εθελοντικά και η εκπαίδευσή τους αντικαταστάθηκε από μαθήματα φιλοσοφίας και λογοτεχνίας. Το στρατιωτικό σύστημα έγινε Πανεπιστήμιο, το οποίο παρακολουθούσαν λίγοι εύποροι νέοι ή πλούσιοι ξένοι. Ως πρόδρομος του πρώτου πανεπιστημίου, η δίχρονη εκπαίδευση των εφήβων δικαιούται τον τίτλο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, παρόλο που ως τον 3ο αιώνα παρείχε μόνο στρατιωτική εκπαίδευση.
Η αθηναϊκή εκπαίδευση, όπως και η εκπαίδευση των άλλων πόλεων, διαιρείται σε τρία στάδια: Το Πρωτοβάθμιο, από τα έξι ως τα δέκα τέσσερα, το Δευτεροβάθμιο από τα δέκα τέσσερα έως τα δέκα οκτώ και το τριτοβάθμιο από τα δέκα οκτώ έως τα είκοσι. Από τα τρία στάδια το τρίτο μόνο ήταν υποχρεωτικό και το παρείχε η πόλη-κράτος. Το δεύτερο ήταν εντελώς προαιρετικό και μάλλον για τους εύπορους. Από το πρωτοβάθμιο τα γράμματα ήταν μάλλον δια νόμου υποχρεωτικά, όπως φαίνεται από έναν παλιό νόμο που αποδίδεται στο Σόλωνα και ο οποίος αναφέρει πως το παιδί πρέπει να διδάσκεται γράμματα και κολύμπι. Μετά από αυτό οι φτωχοί μπορούν να στρέψουν την προσοχή τους στη γεωργία και το εμπόριο, ενώ οι πλουσιότεροι στη μουσική, την ιππασία, τη γυμναστική, το κυνήγι και τη φιλοσοφία.
(ΓΙΑΝΙΚΟΠΟΥΛΟΣ, Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΡΟΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ)
Η Εκπαίδευση στη Σπάρτη και την Κρήτη
Σύμφωνα με το μύθο ο Σκύθης Ανάχαρσις, επιστρέφοντας από τα ταξίδια
του, αναφέρει πως οι Σπαρτιάτες ήταν ο μόνος ελληνικός λαός με τον οποίο
κατόρθωσε να συζητήσει λογικά, γιατί μόνον αυτός είχε το χρόνο να είναι
σοφός. Παρ όλες τις αντιρρήσεις του Ηρόδοτου, φαίνεται πως οι
Σπαρτιάτες είχαν άφθονο χρόνο στη διάθεσή τους, όντας απελευθερωμένοι
σχετικά από την ανάγκη του πλουτισμού. Δεν ασκούσαν εμπόριο μήτε ήταν
απασχολημένοι με κάποιο επάγγελμα. Έτσι, περνούσαν όλο το χρόνο τους
αφιερωμένοι στην εκπαίδευσή τους σύμφωνα με τα σπαρτιατικά ιδεώδη. Ο
χρόνος τους μοιραζόταν ανάμεσα στη φυσική εξάσκηση, τη στρατιωτική
εκπαίδευση το κυνήγι τα δημόσια πράγματα και τις αποκαλούμενες «λέσχες»,
στις οποίες δεν επιτρέπονταν οι συζητήσεις για δουλειές, παρά μόνο για
ό,τι θεωρείτο ευγενές.Σε αυτό το απόλυτα οργανωμένο κράτος το αγόρι έμενε σπίτι του ως τα επτά του χρόνια. Ακόμη και τότε, όμως, οι γονείς τους φρόντιζαν να τα παίρνουν μαζί τους στα φειδίτια ή φιλίτια, τις κοινές τράπεζες των Σπαρτιατών. Ακούγοντας τις συζητήσεις τους πάνω σε πολιτικά θέματα, τα αγόρια ήδη εκπαιδεύονταν στον σπαρτιατικό τρόπο ζωής. Τα κορίτσια έμεναν στο σπίτι και έπαιρναν το γεύμα μαζί με τη μητέρα τους. Στα φειδίτια οι γονείς ήταν υποχρεωμένοι να συνεισφέρουν κάθε μήνα ένα μέδιμνο κριθάρι, οκτώ χοές οίνου, πέντε μνας τυρί και μισή μνα σύκα. Αν ήταν τόσο φτωχοί, που δεν μπορούσαν να συνεισφέρουν, τότε έχαναν τα δικαιώματά τους ως πολίτες και τα παιδιά τους δεν ήταν δυνατόν να εκπαιδευτούν στα σπαρτιατικό σύστημα. Γενικά, λοιπόν, τα σπαρτιατικά σχολεία ήταν μόνο για τους ομοίους, δηλαδή για εκείνους που μπορούσαν να πληρώσουν την εγγραφή σε είδος.
Ωστόσο, γίνονταν επίσης δεκτά και άλλα παιδιά, αρκεί κάποιος να συνεισέφερε εκ μέρους τους το απαιτούμενο τίμημα, προκειμένου να συνοδεύουν τα παιδιά του στο σχολείο. O αριθμός αυτών των σχολικών συνοδών εξαρτάτο άμεσα από το μέγεθος της συνεισφοράς σε είδος, αλλά δε γίνονταν πολίτες όταν μεγάλωναν. Η απόδοση της ιδιότητας του πολίτη γινόταν μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν η αξία τους ή οι υπηρεσίες ήταν τέτοιες που η πόλη-κράτος τις αναγνώριζε. Άλλοι μαθητές παρόμοιου είδους ήταν οι μόθωνες ή μόθακες και οι τρόφιμοι. Η διαφορά με τους τρόφιμους βρίσκεται στο γεγονός ότι ήταν παιδιά ελεύθερων Σπαρτιατών και συνεπώς είχαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα. Σε μεταγενέστερες περιόδους, στην εποχή της φθοράς του θεσμού πόλης-κράτους εξαιτίας του μεγάλου δημογραφικού προβλήματος των ελληνικών πόλεων-κρατών, όσοι απολάμβαναν της σπαρτιατικής εκπαίδευσης αποκτούσαν και πολιτικά δικαιώματα.
Μετά τα επτά τους χρόνια τα αγόρια απομακρύνονταν από το σπίτι και οργανώνονταν σε έναν ιδιαίτερα συστηματικό τρόπο εκπαίδευσης -ανάλογο με εκείνον της Κρήτης- σε αγέλες ή βούες. Υποδιαιρέσεις των αγελών ήταν οι ίλες, οι οποίες πιθανώς είχαν δύναμη 64 αγοριών. Οι αγέλες τρέφονταν, κοιμούνταν και έπαιζαν μαζί και βρίσκονταν υπό την εποπτεία του παιδονόμου, ενός πολίτη που απολάμβανε του γενικού σεβασμού και κατείχε υψηλή θέση. Βοηθοί του ήταν οι μαστιγοφόροι, οι οποίοι επέβαλαν τη σκληρή πειθαρχία, για την οποία τόσο φημισμένη ήταν η σπαρτιατική κοινωνία. Ακόμη και όταν έλειπε ο παιδονόμος ή οι μαστιγοφόροι, φαίνεται πως η πειθαρχία διατηρείτο ακέραια υπό την εποπτεία του βουαγόρα ή αγελάρχη, δηλαδή του περισσότερο θαρραλέου και λογικού αγοριού σε κάθε αγέλη. Επίσης, σε κάθε σχολείο τοποθετείτο ένας νέος που είχε συμπληρώσει το 20ο έτος της ηλικίας του και ονομαζόταν είρην ή ιρήν. Εκείνος παρακολουθούσε προσεκτικά τις μάχες τους και τους χρησιμοποιούσε ως υπηρέτες στο σπίτι του για το γεύμα του. Τα μεγαλύτερα αγόρια του έφερναν ξύλα για τη φωτιά, ενώ τα μικρότερα μάζευαν λαχανικά. Βέβαια, ο μοναδικός τρόπος για να αποκτηθούν αυτές οι προμήθειες ήταν η κλοπή από τους κήπους ή τις λέσχες των ανδρών, γεγονός που αύξανε τις ικανότητες των νέων στην ανίχνευση. Αφού γευμάτιζαν όλοι μαζί, τότε ο είρην τους προέτρεπε να τραγουδήσουν και κατόπιν να συζητήσουν θέματα ηθικής ή πολιτικής.
Ο είρην, ο παιδονόμος, ή οποιοσδήποτε πρεσβύτερος ασχολείτο με την εκπαίδευση ελεύθερα και εθελοντικά. Τούτο το σύστημα, βέβαια, εξαιτίας της απλότητάς του δεν κόστιζε στην πόλη-κράτος. Επίσης, ήταν ένα σύστημα απόλυτα φυσικής εκπαίδευσης. Ο Πλούταρχος αναφέρει πως «μάθαιναν γράμματα γιατί κάτι τέτοιο ήταν χρήσιμο». Στην πραγματικότητα οι γραπτοί νόμοι ήταν πολύ λίγοι και περνούσαν από γενιά σε γενιά μέσω της προφορικής παράδοσης. Φυσικά, η ρητορική απαγορευόταν σε αντιπαράθεση με τις ελεγείες του Τυρταίου, αλλά η δύναμη του λόγου ήταν πανταχού παρούσα. Ο Πλάτων στον Πρωταγόρα αναφέρει πως «αν συζητήσεις με ένα Λάκωνα, στην αρχή σου φαίνεται απλά ηλίθιος. Ξαφνικά, σε ένα κρίσιμο σημείο, πετάει λίγα λόγια και τότε οι συνομιλητές του φαίνονται μικρά παιδιά μπροστά του».
Οπωσδήποτε, το αντικείμενο της σπαρτιατικής εκπαίδευσης δεν ήταν η συσσώρευση γνώσης και η διανοητική οξύτητα, αλλά αυτό δε σημαίνει πως η Σπάρτη δεν ήταν αφεαυτής μια εκπαιδευτική δύναμη. Στην πραγματικότητα είναι λίγα τα όσα γνωρίζουμε, προκειμένου να έχουμε μια αντικειμενική άποψη και σε ορισμένες περιπτώσεις τα συμπεράσματά μας είναι αυθαίρετα ή αντιφατικά. Για παράδειγμα, γνωρίζουμε ότι οι Σπαρτιάτες εκτιμούσαν πολύ τον Όμηρο για το ηρωικό του ύφος, παρόλο που τρόπος ζωής που περιέγραφε ήταν Ιωνικός και όχι Δωρικός. Σύμφωνα με τον Βέρνερ Τζάγκερ στο έργο του Παιδεία, η πεποίθηση πως η σπαρτιατική εκπαίδευση δεν ήταν τίποτε άλλο από στρατιωτική εκπαίδευση, προήλθε από τις αφηγήσεις του Αριστοτέλη στα Πολιτικά και του Πλάτωνα στους Νόμους, όπου περιγράφει το πνεύμα του συντάγματος του Λυκούργου. Ωστόσο, είναι πολύ πιθανό τούτες οι απόψεις να είναι προϊόν των συγκυριών της εποχής της παρακμής της Σπάρτης, η οποία κυριευμένη από δίψα για δύναμη έχασε την ευνομία για την οποία τη θαύμαζε ο ελληνικός κόσμος.
Με τη σειρά του το κρητικό σύστημα εκπαίδευσης ήταν παρόμοιο με εκείνο της Σπάρτης από πολλές απόψεις. Κατά τον ίδιο τρόπο η διδασκαλία παρεχόταν από ένα πρεσβύτερο μέλος της κοινότητας, αλλά στην Κρήτη η εκπαίδευση κόστιζε στους γονείς ακόμη λιγότερα απ ό,τι στη Σπάρτη, καθώς τα παιδιά τρέφονταν κυρίως με δημόσια έξοδα. Οι γυναίκες έπαιρναν το γεύμα τους στο σπίτι, ενώ οι άνδρες σε λέσχες που αποκαλούνταν ανδρεία. Στα ανδρεία συμμετείχαν όλα τα αρσενικά της οικογένειας. Συνήθως τα αγόρια δικαιούνταν το μισό της τροφής των ενήλικων, εκτός από τα ορφανά που δικαιούνταν πλήρη μερίδα στη λέσχη του νεκρού πατέρα τους.
Στην πραγματικότητα η κρητική λέσχη είναι ένα αμάλγαμα αρκετών οικογενειών σε ένα είδος πατριάς, όλα τα αρσενικά μέλη της οποίας δειπνούσαν μαζί. Τα αγόρια τούτης της πατριάς κοιμούνταν πιθανώς μαζί σε κοιτώνες της λέσχης και σχημάτιζαν ένα ξεχωριστό σχολείο. Στα κοινά συσσίτια με την παρουσία των πρεσβύτερων ενθαρρύνονταν οι συζητήσεις γύρω από ηθικά και πολιτικά θέματα, τα οποία όφειλαν να διδαχθούν. Οι πρεσβύτεροι εξέλεγαν κάποιον να υπηρετήσει ως παιδονόμος ή επιστάτης των αγοριών της λέσχης. Κάτω από την επίβλεψή του τα αγόρια μάθαιναν γράμματα, γυμνάζονταν διαρκώς, εκπαιδεύονταν στη χρήση των όπλων -ιδιαίτερα του τόξου- και στους πολεμικούς χορούς, όπως ο χορός των Κουρητών και ο Πυρρίχειος. Μάθαιναν σαν τραγούδι τους νόμους της πατρίδας τους, για να τους αποστηθίζουν, μια και η άγνοια των νόμων δε δικαιολογείτο. Ο παιάνας ήταν η κύρια μορφή τραγουδιού τους και ήταν εκπαιδευμένοι στο λιτό ύφων των λακεδαιμόνιων συναδέλφων τους.
Οι νεαροί Κρήτες εκπαιδεύονταν στην ατομική και την ομαδική μάχη ενάντια σε άλλες λέσχες-σχολεία. Επίσης, διδάσκονταν την αντοχή σε πολλών ειδών δυσκολίες. Χειμώνα-καλοκαίρι φορούσαν τον ίδιο κοντό χιτώνα -όπως και οι Σπαρτιάτες- και μάθαιναν να αψηφούν τη ζέστη και το κρύο, τα ορεινά μονοπάτια και τα χτυπήματα που δέχονταν στα γυμνάσια και τις μάχες. Στα σχολεία παρέμεναν ως τα δέκα επτά τους χρόνια, οπότε και γίνονταν έφηβοι με ειδική τελετή, τα Εκδύσια. Όπως οι νέοι της Αθήνας, έδιναν όρκο υπακοής στο κράτος και μίσους ενάντια στους εχθρούς του και κατόπιν έμπαιναν σε αγέλες, τις οποίες συγκέντρωναν γύρω τους πλούσιοι και διακεκριμένοι έφηβοι. Ο αριθμός των ατόμων που συγκέντρωνε μια αγέλη εξαρτάτο κυρίως από τον πλούτο και τη δημοτικότητα του νέου, γεγονός που προσδίδει στο θεσμό ένα αριστοκρατικό στοιχείο, σε αντίθεση με τη Σπάρτη.
Ο πατέρας του νεαρού αρχηγού ήταν συνήθως ο αρχηγός της αγέλης -αγελάτης- και είχε πλήρη εξουσία. Καθοδηγούσε τους νέους στο κυνήγι και τους δρόμους, δηλαδή τα γυμνάσια των εφήβων. Μάλιστα, οι Κρήτες που δεν είχαν ακόμη εισέλθει σε αγέλες εξαιρούνταν αυτών των γυμνασίων και ονομάζονταν απόδρομοι. Ο αρχηγός της αγέλης μάζευε τους την αγέλη όπου επιθυμούσε και είναι πολύ πιθανό πως οι νέοι έτρωγαν και κοιμούνταν στο σπίτι του προστάτη τους. Η ζωή τους περιβαλλόταν από μια πολεμική ατμόσφαιρα και θεωρούσαν πολύτιμα αγαθά τη στρατιωτική στολή και τα όπλα τους. Στις αγέλες οι νεαροί Κρήτες έμεναν ως τη μέρα του γάμου τους, οπότε επέστρεφαν στα σπίτια και τις λέσχες τους.
Από πρακτικής άποψης δεν μπορούμε να πούμε πολλά για την κρητική εκπαίδευση. Από την ημέρα που ο Ιδομενέας σαλπάρισε από την Τροία, η Κρήτη σχεδόν χάνεται από την ελληνική ιστορία. Πολύ ισχυρή για να της επιτεθούν οι γείτονές της και συνάμα πολύ αδύναμη εξαιτίας των πολλών φέουδων παρέμεινε απομονωμένη από την ηπειρωτική Ελλάδα και το αρχιπέλαγος ως το τέλος της περιόδου της ελληνικής ανεξαρτησίας.
Συμπέρασμα
Φαίνεται από τα παραπάνω πως η παιδεία των αρχαίων στην πλήρη μορφή της
υπήρξε προνόμιο των εύπορων τάξεων, κάτι που αδιάκριτα συμβαίνει ως τη
σύγχρονη εποχή μας με συγκαλυμμένο ή απροκάλυπτο τρόπο. Ωστόσο, είναι
φανερό πως ο στόχος της ελληνικής εκπαίδευσης στην αρχαιότητα θεωρητικά
και πρακτικά ήταν η παραγωγή του καλύτερου -κατά το δυνατόν- πολίτη και
όχι ο πλουτισμός –σε αντιστροφή προς τη σύγχρονη πραγματικότητα.
Αναζητούσε το καλό της κοινότητας και όχι το καλό του ατόμου. Βέβαια οι
μέθοδοι και τα υλικά της μαθητείας διέφεραν από περιοχή σε περιοχή, όμως
το ζητούμενο ήταν το ίδιο, η εκπαίδευση του χαρακτήρα, κάτι που οι
Έλληνες γονείς ζητούσαν επίμονα από τους διευθυντές των σχολείων.
Επίσης σημαντική -αν και όχι στην περίπτωση της Σπάρτης ή της Κρήτης, όπου το ιδανικό ζητούμενο ήταν η ανδρεία, η τόλμη, η στρατιωτική μαθητεία και η διακυβέρνηση- ήταν η αναζήτηση της αισθητικής και της φαντασίας, μέσω της τέχνης και της μουσικής. Τούτο γινόταν μέσω της εξατομίκευσης και της απομάκρυνσης του παιδιού από τις επιρροές της οικογένειας. Τόσο ο νεαρός Σπαρτιάτης όσο και ο νεαρός Αθηναίος ή Εφέσιος από τα έξι μόλις χρόνια του περνούσε όλη την ημέρα του μακριά από το σπίτι, με τη συντροφιά των συνομηλίκων του στην παλαίστρα ή τους δρόμους. Μάθαινε να ξεκόβει από την οικογένειά του και να σχετίζεται με τους αυριανούς συμπολίτες του. Έτσι εξασφαλιζόταν η ενότητα και η συνέχεια της πόλης-κράτους. Όλα εξασφάλιζαν πως το παιδί θα συνειδητοποιούσε ότι είναι μέλος μιας κοινότητας, για την ευτυχία και την ευημερία της οποίας η προσωπική τους επιθυμία ή ευχαρίστηση έπρεπε να υποτάσσεται. Με αυτόν τον τρόπο αναπτύχθηκε και έμεινε στην ιστορική μνήμη η αίσθηση της αυτοθυσίας για χάρη της πολιτείας ή της κοινότητας.
Επίσης σημαντική -αν και όχι στην περίπτωση της Σπάρτης ή της Κρήτης, όπου το ιδανικό ζητούμενο ήταν η ανδρεία, η τόλμη, η στρατιωτική μαθητεία και η διακυβέρνηση- ήταν η αναζήτηση της αισθητικής και της φαντασίας, μέσω της τέχνης και της μουσικής. Τούτο γινόταν μέσω της εξατομίκευσης και της απομάκρυνσης του παιδιού από τις επιρροές της οικογένειας. Τόσο ο νεαρός Σπαρτιάτης όσο και ο νεαρός Αθηναίος ή Εφέσιος από τα έξι μόλις χρόνια του περνούσε όλη την ημέρα του μακριά από το σπίτι, με τη συντροφιά των συνομηλίκων του στην παλαίστρα ή τους δρόμους. Μάθαινε να ξεκόβει από την οικογένειά του και να σχετίζεται με τους αυριανούς συμπολίτες του. Έτσι εξασφαλιζόταν η ενότητα και η συνέχεια της πόλης-κράτους. Όλα εξασφάλιζαν πως το παιδί θα συνειδητοποιούσε ότι είναι μέλος μιας κοινότητας, για την ευτυχία και την ευημερία της οποίας η προσωπική τους επιθυμία ή ευχαρίστηση έπρεπε να υποτάσσεται. Με αυτόν τον τρόπο αναπτύχθηκε και έμεινε στην ιστορική μνήμη η αίσθηση της αυτοθυσίας για χάρη της πολιτείας ή της κοινότητας.
Εμπόριο και Τέχνες – εκπαίδευση
Στη Λακωνία και την Κρήτη –κυρίως αγροτικές περιοχές που στηρίζονταν
στο σύστημα της γαιοκτησίας- δεν υπήρχε η ανάγκη εκπαίδευσης σε θέματα
που σχετίζονταν με το εμπόριο ή τη βιοτεχνία. Θα περίμενε, λοιπόν,
κανείς να ανακαλύψει πολλά τέτοια στοιχεία στους Αθηναίους ή τους Ίωνες
της Μ. Ασίας. Η πραγματικότητα, όμως, ήταν εντελώς διαφορετική. Για τον
Έλληνα η λέξη εκπαίδευση σήμαινε εκπαίδευση του χαρακτήρα, αρμονική
ανάπτυξη του σώματος, του νου και της φαντασίας και συνεπώς κάθε είδους
τεχνική εκπαίδευση αποκλειόταν από τα ελληνικά σχολεία ως βάναυσος. Ο
Ηρόδοτος ισχυρίζεται πως απέκτησαν αυτή την άποψη από τους λαούς που
τους περιέβαλαν. Με τη σειρά του ο Πλάτων θεωρεί τον έμπορο ή τον
τεχνίτη ακατάλληλο ως ενεργό πολίτη, όπως και ο Αριστοτέλης, ο οποίος
θεωρεί ανάξιο ό,τι παρεμβάλλεται στη σωματική ή τη διανοητική ανάπτυξη.Πώς, λοιπόν, διδάσκονταν οι τέχνες και το εμπόριο στην αρχαία Ελλάδα; Από τις φιλολογικές μαρτυρίες που διαθέτουμε, οι τέχνες ή το εμπόριο ήταν κυρίως κληρονομική ενασχόληση. «Οι γιοι των τεχνιτών μαθαίνουν την τέχνη του πατέρα τους, όσο μπορούν οι πατέρες και και οι όμοιοί τους να τη διδάξουν». Στη Δημοκρατία ο Πλάτων αναφέρει πως οι παίδες, των κεραμιστών -μια λέξη που περιλαμβάνει τους γιους και τους μαθητευόμενους- είναι στην πραγματικότητα υπηρέτες και βοηθοί για μακρύ χρονικό διάστημα, πριν τους επιτραπεί να φτιάξουν το δικό τους κεραμικό. Οι μαθητές ενός γιατρού που ονομαζόταν Πιτταλός αναφέρονται από τον Αριστοφάνη, ενώ ο κωμωδιογράφος Σωσίπατρος βάζει έναν μάγειρα να λέει πως οι μαθητές του πρέπει να γνωρίζουν αστρολογία, αρχιτεκτονική και στρατηγική, πριν έρθουν να μαθητεύσουν δίπλα του. Με τη σειρά του ο Σόλων, προκειμένου να ενθαρρύνει τους αθηναίους τεχνίτες, έλεγε πως «ο πατέρας που δε δίδαξε το γιο του κάποια τέχνη, δεν μπορεί να απαιτεί βοήθεια στα γεράματά του».
Υπήρχε, λοιπόν, ένα σύστημα μεταβίβασης της γνώσης, σε ό,τι αφορούσε στο εμπόριο και τις τέχνες, αλλά η γενική άποψη ήταν πως: «η τεχνική καθοδήγηση και όλη η διδασκαλία που αποβλέπει στην οικονομική απολαβή είναι χυδαία και δε δικαιούται το όνομα της εκπαίδευσης. Η αληθινή εκπαίδευση στοχεύει αποκλειστικά στην αρετή, η οποία ωθεί το παιδί να είναι καλός πολίτης, ικανός να κυβερνήσει και να υπακούσει». Έτσι, οι Σπαρτιάτες και οι Κρήτες δεν ήταν μόνοι. Είχαν την υποστήριξη όλης της Ελλάδας στην απόφασή τους να εξορίσουν από τα σχολεία τους κάθε ιδέα τεχνικής ή επαγγελματικής εκπαίδευσης.
Αλεξανδρινή εποχή
Όταν η Αλεξάνδρεια τον 3ο αιώνα μ.Χ. γίνεται η πρωτεύουσα του Ελληνισμού, έχουμε τη διαμόρφωση των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Η ιδέα τους αποδίδεται στο Δημήτριο το Φαληρέα.
Με τις υποδείξεις του, ο Πτολεμαίος ο Α’ ίδρυσε μια πραγματική Πανεπιστημιούπολη με το Μουσείο (ίδρυμα αφιερωμένο στις Μούσες) και τη Βιβλιοθήκη της. Υπήρχαν αίθουσες παραδόσεων, εργαστήρια ανατομίας, αστεροσκοπείο, ζωολογικός και βοτανικός κήπος.
Η Βιβλιοθήκη των Πτολεμαίων ήταν η πλουσιότερη μέσα στον αρχαίο κόσμο με 700.000 τόμους. Επιστήμονες από διάφορα μέρη προσκλήθηκαν στα ιδρύματα αυτά για επιστημονικές έρευνες αμειβόμενοι με πλούσιες δωρεές από το βασιλικό ταμείο. Σ’ αυτά συγκεντρώθηκαν με φροντίδα και διασώθηκαν οι θησαυροί του ελληνικού πνεύματος.
Τέτοιες ανώτατες οργανωμένες σχολές ιδρύθηκαν ακόμη στην Πέργαμο, Αντιόχεια και Ρόδο. Ο Άτταλος μάλιστα, θέλοντας να ξεπεράσει τους Πτολεμαίους, ίδρυσε στην Πέργαμο, Βιβλιοθήκη, Μουσείο, με περίφημη Ιατρική Σχολή (Γαληνός).
Στην αρχαία Ελλάδα δε διατυπώθηκε μορφή νόμου για την καθιέρωση της παιδείας ως υποχρεωτικής, και τούτο γιατί η Παιδεία ήταν αυτονόητη υποχρέωση της Πολιτείας. Στην εποχή των Πτολεμαίων θεσπίστηκε η επιχορήγηση των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.
Στο Βυζάντιο
Με την εμφάνιση των χριστιανικών σχολείων η εκπαίδευση πέρασε στα
χέρια κληρικών διδασκάλων. Στην Αλεξάνδρεια, την Καισάρεια, την
Αντιόχεια, ιδρύονται σχολές, στις οποίες η κλασική παιδεία, σε συνδυασμό
με τις χριστιανικές ιδέες, διδάσκεται από τους μεγάλους Ιεράρχες (Μέγας
Βασίλειος, Γρηγόριος Νύσσης, Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Ιωάννης
Χρυσόστομος).
Μια αναδρομή της εκπαίδευσης
Σε όλες τις κοινωνίες η συμβίωση των μελών τους εξαρτάται αρχικά από τη ρύθμιση των σχέσεων των ατόμων με σκοπό την αποφυγή συτγκρούσεων και στη συνέχεια από την τακτική επανάληψη ορισμένων ενεργειών – λειτουργιών όπως για παράδειγμα η αγωγή των παιδιών, που είναι δεσμευτικές για τη συμπεριφορά των ατόμων. Το σχολείο καθίσταται ένας κοινωνικός θεσμός στο πλαίσιο του οποίου έχει ανατεθεί δεσμευτικά η μέριμνά του να οικειοποιηθεί η νέα γενιά μέσω προγραμματισμένης εκπαιδευτικής διαδικασίας τα πολιτιστικά και κοινωνικά επιτεύγματα της κοινωνικής ομάδας που ανήκει. Στις σύγχρονες μετα-βιομηχανικές κοινωνίες που στηρίζονται στην επιστημονική γνώση και τεχνολογία, η μετάδοση των πολιτιστικών στοιχείων δε σημαίνει στατική αναπαραγωγή γνώσεων – στάσεων αλλά κριτική ικανότητα για αναθεώρηση της προηγούμενης γνώσης που οδηγεί σε επιστημονική πρόοδο.
Στην προβιομηχανική πατριαρχική κοινωνία οι οικογένειες παρήγαγαν τα αναγκαία για την επιβίωσή τους και κατανάλωναν τα αγαθά της παραγωγής τους. Το παιδί γεννιόταν και ερχόταν σε επαφή (κοινωνική) με όλα τα μέλη της οικογένειας – όχι με το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο – όπου αποκτούσε τον κοινωνικό του ρόλο(καθορισμένες προσδοκίες και στερεότυπα). Στο κλειστό αυτό οικονομικό σύστημα (επανάληψη των ίδιων επαγγελματικών ασχολιών από πατέρα σε γιο), ο τόπος εργασίας αποτελούσε ή ήταν κοντά στον τόπο κατοικίας. Κάτω από αυτές τις συνθήκες –όπου δε χρειαζόταν μαζική εκπαίδευση – η μόρφωση-αγωγή αφορούσε τα υψηλά κοινωνικά στρώματα που θα ασκούσαν αργότερα ηγετικό ρόλο στην πολιτική, στρατιωτική ή οικονομική ζωή, ενώ τα χαμηλά στρώματα περιορίζονταν σε θρησκευτικές μόνο υποχρεώσεις.
Με τη βιομηχανική επανάσταση, η παραγωγή και οικονομία από σημείο αναφοράς την οικογένεια μεταβιβάστηκε στην μαζικοποίηση της παραγωγής προϊόντων στα εργοστάσια. Η οκογένεια έγινε πυρηνική, η γυναίκα εισήλθε στην απασχόληση , το παιδί – το οποίο από συμμετέχων στην παραγωγή μετατρέπεται σε καταναλωτή – έπρεπε να προετοιμαστεί για την ευρύτερη κοινωνική του ένταξη και το νέο καπιταλιστικό σύστημα που με τη σύσταση ενός ενιαίου – εθνικού κράτους έπρεπε να φροντίσει άμεσα ή έμμεσα για την πολιτισμική, κοινωνική και εκπαιδευτική συνοχή και ομοιογένεια του ευρύτερου πληθυσμού. Η νέα οικονομική κατάσταση απαιτούσε κατανομή της εργασίας, εξειδικευμένες γνώσεις και ικανότητες από τα άτομα που συμμετείχαν στην παραγωγή. Η δημιουργία ανάλογου εκπαιδευτικού συστήματος (σχολείου) κρίθηκε αναγκαία, απευθυνόταν σε όλους τους πολίτες και αποτελούσε υποχρέωση του εθνικού κράτους.
Από τις αρχές του 19ου αιώνα το σχολείο αποτέλεσε ένα κοινωνικό υποσύστημα, μια οργανωμένη κοινωνική ενότητα με προσδιορισμένες νομικά οργανωτικές – διοικητκές λειτουργίες (εκπαιδευτική ιεραρχία, τάξεις, αναλυτικά προγράμματα, κανόνες, περιορισμοί), με συγκεκριμένες κοινωνικές απαιτήσεις (σχολική και ατομική αγωγή, κοινωνικοποίηση, μόρφωση, μάθηση) και με προκαθορισμένους ρόλους (διοικητικές υπηρεσίες, δάσκαλοι, μαθητές, ενδοσχολική επικοινωνία).
Από τις αρχές του 20ου αιώνα το σχολείο προσανατολίστηκε στα ενδιαφέροντα και στις εμπειρίες των παιδιών, στην ολόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητας του παιδιού και στη βελτίωση σχέσης δασκάλου – μαθητή ενώ μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο τονίζεται η συμβολή του σχολείου στην οικονομική ανάπτυξη και η διασφάλιση της εκπαιδευτικής ισότητας και δικαιοσύνης.
Ωστόσο μετά το 1960 ως σήμερα το σχολείο αμφισβητείται έντονα για το σύστημα γνώσεων και αξιών που καλλιεργεί, για την αναπαραγωγή μιας κοινωνικής ανισότητας, για την παρακώλυση της πρωτοβουλίας και δημιουργικότητας στην τεχνολογική εποχή, για τις συγκρούσεις ρόλων και προσδοκιών και για την ποιότητα της κοινωνικοποίησης που παρέχει σε σχέση με άλλες εξωσχολικές εστίες κοινωνικοποίησης.
Η σύγχρονη μάλιστα «δημοκρατική» κοινωνία επιθυμεί όλοι της οι πολίτες να συμμετέχουν στις διάφορες βαθμίδες της σχολικής ζωής. Σύμφωνα με την μαρξιστική θεώρηση, η καπιταλιστική εκπαίδευση επιδιώκει την αναπαραγωγή της εργατικής τάξης ως εξουσιαζομένης και λιγότερο μορφωμένης, την αναπαραγωγή του διαχωρισμού ανάμεσα στην πνευματική και χειρονακτική εργασία και την αναπαραγωγή των ιδεολόγων οπότε η αλλαγή στην εκπαίδευση προϋποθέτει ριζική αλλαγή στο κοινωνικό σύστημα. Πιστεύεται ωστόσο σήμερα ότι οι εκπαιδευτικές ανισότητες (σχολική αποτυχία μαθητών χαμηλών στρωμάτων, περιορισμένη πρόσβαση στην ανώτερη εκπαίδευση) εμφανίζονταν εξίσου ή και περισσότερο στα σοσιαλιστικά συστήματα που είχαν καταργήσει το κεφάλαιο και την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, οπότε δεν μπορούμε να υποστηρίζουμε ότι η καπιταλιστική οργάνωση της κοινωνίας δημιουργεί τις εκπαιδευτικές ανισότητες.
(ΧΟΥΡΔΑΚΗΣ Α., ΘΕΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ)