Στο µικροσκόπιο της στατιστικής επιστήµης έβαλε η εφηµερίδα «Λε Μοντ» τη θεωρία περί «τεµπέληδων Ελλήνων και εργατικών Γερµανών» για να ανατρέψει τον µύθο που τροφοδότησε προηµερών µε δηλώσεις της η Γερµανίδα καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ. Οι Γερµανοί εργάζονται περισσότερο από τους Νοτιοευρωπαίους; Οχι.
Εργάζονται πολύ λιγότερο, και δεν είναι περισσότερο παραγωγικοί» δηλώνει στη γαλλική εφηµερίδα ο οικονοµολόγος Πατρίκ Αρτούς µε βάση µελέτη που συνέταξε ο ίδιος και ολοκλήρωσε προχθές.
Οπως επισηµαίνει ο κ. Αρτούς, επικεφαλής του Ινστιτούτου Natixis, πριν καταλήξει κανείς στο συµπέρασµα ότι τα προβλήµατα των οικονοµιών του ευρωπαϊκού Νότου οφείλονται στηνοκνηρία,είναι χρήσιµο να ρίξει µια µατιά στους αριθµούς.
ΟΙ ΩΡΕΣ. Σύµφωνα µε στοιχεία του Οργανισµού Οικονοµικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, το 2009 ο µέσοςόρος εργασίας στη Γερµανία ήταν 1.390
ώρες όταν στην Ισπανία ήταν1.654, στην Πορτογαλία 1.719 και στην Ελλάδα 2.119. «Ακόµη και εάν το όριο συνταξιοδότησης είναι µεγαλύτερο στη Γερµανία (65 έτη τώρα και 67 στο µέλλον) η πραγµατική µέση ηλικία συνταξιοδότησης είναι η ίδια» προσθέτει ογάλλος οικονοµολόγος. «Οι Γερµανοί συνταξιοδοτούνται στα 62,2, οι Ισπανοίστα 62,3, οι Πορτογάλοι στα 62,6 και οι Έλληνες στα 61,5.
Οι Γάλλοι βρίσκονται πιο κάτω, καθώς κατά µέσο όρο συνταξιοδοτούνται στο 60ό έτος της ηλικίας τους». Εξίσου αποκαλυπτική είναι η σύγκριση στο θέµα της παραγωγικότητας. Η κατά κεφαλήν παραγωγικότητα στη Γερµανία βρίσκεται στα ίδια επίπεδα µε την κατά κεφαλήν παραγωγικότητα στη Νότια Ευρώπη.
Η ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟΤΗΤΑ. Οσο για την ωριαία παραγωγικότητατων Γερµανών, βρίσκεται κάτω από τον ευρωπαϊκό µέσο όρο αλλά δεν είναι µεγαλύτερη από αυτήν των Ελλήνων. Από πού πηγάζει λοιπόν η δύναµη της γερµανικής οικονοµίας; Σύµφωνα µε τον Πατρίκ Αρτούς, το µυστικό βρίσκεται στην καινοτοµία. Το Βερολίνο διαθέτει το 2,82% του ΑΕΠ στην έρευνα και την ανάπτυξη όταν η Μαδρίτη ή η Λισαβώνα µόλις το1,38%.
Εξάλλου, η Γερµανία καταθέτει περίπου 77 φορές περισσότερα διπλώµατα ευρεσιτεχνίας σε σχέση µε την Ελλάδα. Ο Γάλλος οικονοµολόγος απαριθµεί ακόµη στις αιτίες τα υψηλά επιτόκια καταθέσεων για νοικοκυριά και επιχειρήσεις.