ΤΗ ΝΥΧΤΑ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ
Της Άννας Αντωνιάδου
Η Σοφία και η Πηνελόπη, δυο
αδερφές, βγήκαν τη νύχτα της Πρωτοχρονιάς στην αυλή του
σπιτιού τους να φτιάξουν ένα χιονάνθρωπο, για να υποδεχτούν τον
Αϊ Βασίλη.
Άρχισαν λοιπόν να τον φτιάχνουν.
Πρώτα έκαναν τρεις χιονόμπαλες τη μια πιο μεγάλη από την άλλη
και τις ένωσαν, πήραν δύο ξύλα και τα έβαλαν για χέρια, πήραν
δύο καρβουνάκια και τα έβαλαν σαν μάτια, έβαλαν και ένα καρότο
για μύτη. Ακόμα σχεδίασαν κι ένα στόμα. Η Σοφία έβγαλε το κασκόλ
και το σκούφο της και τα φόρεσε στο χιονάνθρωπο. Τώρα
ήταν έτοιμος.
Εκείνη τη στιγμή άλλαζε ο χρόνος
και μια τρανταχτή φωνή ακούστηκε: «ΧΑ, ΧΑ, ΧΑ, ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΣ Ο
ΚΑΙΝΟΥΡΙΟΣ ΧΡΟΝΟΣ».
ΤΟ ΔΩΡΟ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ
Του Πρόδρομου Γιαπράκη
Το βράδυ της Πρωτοχρονιάς ο Αϊ
Βασίλης θα μου έφερνε το δώρο μου. Όταν του έστειλα το γράμμα
μου, του είχα ζητήσει να μου φέρει ένα αμαξάκι, γιατί έκανα
συλλογή.
Το βράδυ σηκώθηκα, για να δω αν
το είχε φέρει, και τι να δω; Ένα καλικαντζαράκι πήρε τα δώρα
κάτω από το δέντρο κι έφυγε. Στενοχωρήθηκα πάρα πολύ και το
υπόλοιπο βράδυ δεν μπόρεσα να κοιμηθώ.
Το πρωί ο μπαμπάς μου, για να μη
στενοχωριέμαι, πήγε και μου πήρε ένα άλλο και το έβαλε κάτω από
το δέντρο. Όταν πήγα στο σαλόνι, χάρηκα πολύ και νόμιζα ότι
έγινε θαύμα. Έτσι έφυγε πια η στενοχώρια μου και γι’ αυτό θα μου
μείνει αξέχαστη αυτή η Πρωτοχρονιά.
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΗ
ΦΤΩΧΟΓΕΙΤΟΝΙΑ
Της Κατερίνας Παναούση
Είναι παραμονή Χριστουγέννων και το
χιόνι πέφτει πυκνό. Κοιτάζω έξω απ’ το παράθυρό μου. Είναι τόσο
όμορφο το κάτασπρο τοπίο. Μέσα κάνει ζέστη κι εγώ σκέφτομαι ότι
έξω κάνει πολύ κρύο. Τι να κάνουν οι φτωχές οικογένειες άραγε;
Μετά από λίγο ντύθηκα ζεστά και
βγήκα να κάνω μια βόλτα. Χωρίς να το καταλάβω πήρα το δρόμο για
τη φτωχογειτονιά της πόλης μας. Σκεφτόμουν πόσο δυστυχισμένοι
και λυπημένοι θα είναι οι κάτοικοί της τώρα. Άρχισα να παρακαλάω
το Χριστό: «Αυτές τις γιορτινές ημέρες να περάσουν όλοι καλά».
Όταν κόντεψα στα στενά δρομάκια
της φτωχογειτονιάς, τα οποία ήτανε όλο λακκούβες γεμάτες νερό,
τα μάτια μου έπεσαν σε ένα μικρό κοριτσάκι που έκλεγε. Η μητέρα
του προσπαθούσε να το κάνει να σταματήσει λέγοντάς του κάτι. Τα
μάτια του όμως συνέχιζαν να δακρύζουν. Τότε το άκουσα να
ψιθυρίζει: «Μαμά κρυώνω και πεινάω».
Εγώ δεν άντεξα κι έφυγα
τρέχοντας. Μπήκα στο σπίτι με βαριά καρδιά. Ο πατέρας μου με
κοίταξε και κατάλαβε ότι κάτι με στενοχώρησε. Τότε άρπαξα την
ευκαιρία και του είπα ό,τι είχα ακούσει στη φτωχογειτονιά. Ο
πατέρας μου κατάλαβε τι ζητούσα σιωπηλά. «Πάμε στα μαγαζιά;» με
ρώτησε. Η χαρά μου ήταν τόσο μεγάλη που θα δίναμε λίγη ευτυχία
στη μικρούλα.
Μετά από λίγες ώρες πήγαμε στη
φτωχογειτονιά. Θυμόμουν το σπιτάκι τους, γιατί ήταν το πιο
μικρό. Χτυπήσαμε την πόρτα και περιμέναμε με αγωνία. Όταν
άνοιξε, στην πόρτα ήταν η μικρούλα. Μας κοίταξε με απορία και
φώναξε τη μητέρα της. Εγώ τότε έσκυψα και της έδωσα αυτό που
κρατούσα. Την πιο όμορφη κούκλα που είδα ποτέ μου. Τα μάτια και
το προσωπάκι της έλαμψαν από ευτυχία. Η μητέρα της κοίταζε κι
αυτή όλο απορία. Ο πατέρας μου της εξήγησε και της ζήτησε να
δεχτεί τα ψώνια που κάναμε. Η μητέρα του κοριτσιού μας ζήτησε να
περάσουμε μέσα. Έκανε τόσο κρύο.
Μέσα σε λίγη ώρα μάθαμε πως το
κοριτσάκι ήταν ορφανό από πατέρα και πως οι δυο τους ήταν μόνες
στον κόσμο. Η μητέρα της έψαχνε δουλειά, αλλά ήταν πολύ δύσκολο
να βρει. Ο πατέρας μου τότε έγραψε τη διεύθυνσή μας σ’ ένα
χαρτάκι και της την έδωσε, για να ‘ρθουν να περάσουν μαζί μας τα
Χριστούγεννα. Ευτυχώς δέχτηκαν.
Τις επόμενες μέρες ο πατέρας μου
της είχε βρει ήδη μια δουλειά, για να μπορούν κι αυτοί να ζουν
καλύτερα!
ΟΙ ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΙ
Του Κώστα Παπαδόπουλου
Σήμερα είναι Χριστούγεννα κι ο
Βασιλάκης χαίρεται πολύ. Ο παππούς του όμως του είχε πει κάποτε
μια ιστορία με καλικάντζαρους και από τότε κάθε Χριστούγεννα
φοβάται.
Τα φετινά Χριστούγεννα ο
Βασιλάκης πήγε βόλτα με τους γονείς και στο δρόμο τους
συνάντησαν κάτι βρομερούς καλικάντζαρους. Ο Βασιλάκης
τρομοκρατήθηκε. Ο μπαμπάς του προσπάθησε να τον καθησυχάσει,
επειδή ήξερε ότι ήταν μεταμφιεσμένοι. Ο Βασιλάκης όμως πήγαινε
καράτε κι έτσι έδειρε τους καλικάντζαρους. Πάνω στο ξύλο που
έπεφτε έβγαλε την κουκούλα του μεταμφιεσμένου παιδιού και έτσι
κατάλαβε το λάθος του.
Κατάλαβε κι ότι δεν υπάρχουν
καλικάντζαροι. Έτσι από δω και πέρα δε θα τους φοβάται πια.
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΑΪ ΒΑΣΙΛΗ
Της Παναγιώτας Παυλίδου
Την Πρωτοχρονιά ο Άγιος Βασίλης μας
φέρνει τα δώρα. Όλα τα παιδιά τον περιμένουνε πώς και πώς και το
όνειρό τους είναι να τον δούνε.
Την ημέρα όμως που ο Άγιος
Βασίλης έπρεπε να πάει στα παιδιά, για να τους δώσει τα δώρα,
πείνασε πάρα πολύ και έφαγε αφάνταστα υπερβολικά. Κάμποση ώρα
μετά είπε να ξεκινήσει, γιατί είχε αργήσει πάρα πολύ. Απ’ ό,τι
ξέρουμε ο Άγιος Βασίλης μπαίνει στα σπίτια από τις καμινάδες,
αλλά δε χωρούσε, γιατί είχε φάει πολύ και φούσκωσε. Δεν ήξερε
από πού αλλού να μπει, όχι πάντως από την πόρτα, γιατί ήταν
κλειδωμένη.
Ήταν πάρα πολύ απογοητευμένος
και αναγκάστηκε να στείλει τα ξωτικά του. Ευτυχώς που δεν ήταν
τα παιδιά ξύπνια.
ΕΝΑ ΠΑΡΑΞΕΝΟ ΔΩΡΟ
Της Έλλης Σαββίδου
Κόντευε
η Πρωτοχρονιά. Η Μαρία και ο Χρήστος ήταν έξω και έπαιζαν
χιονοπόλεμο. Η μητέρα άνοιξε την πόρτα και φώναξε:
-
Μαρία, Χρήστο, ελάτε. Ώρα για να φάμε!
-
Τώρα, μαμά, ερχόμαστε!
Κάθισαν στο τραπέζι και άρχισαν να
τρώνε και να συζητούν για το δώρο που θέλουν να τους φέρει ο Αϊ
Βασίλης.
-
Εγώ θέλω ένα αυτοκίνητο, λέει ο Χρήστος.
-
Εγώ θέλω μια κούκλα που χορεύει, λέει η Μαρία.
-
Αν όμως ο Αϊ Βασίλης σας φέρει κάτι άλλο; λέει περίεργος
ο μπαμπάς.
Τα παιδιά κατσούφιασαν.
-
Όχι, ο Αϊ Βασίλης δε θα το κάνει αυτό.
Το επόμενο πρωί τα παιδιά
σηκώθηκαν και πήγαν να δουν το δώρο τους. Κάτω από το δέντρο δεν
υπήρχε τίποτε. Τα παιδιά στενοχωρήθηκαν. Η μαμά άνοιξε την πόρτα
και τι να δει. Σε ένα μικρό καλαθάκι ήταν ένα μικρό κουταβάκι.
-
Παιδιά, ελάτε να δείτε!
Τα παιδιά πήγαν και με χαρά
αντίκρισαν το κουτάβι.
-
Είναι τέλειο. Θα το φροντίζουμε και θα το ταΐζουμε. Θα το
έχουμε σα να είναι παιδί μας.
Και πήραν μέσα το καλάθι με το
κουτάβι.
Ο ΦΟΙΒΟΣ, Ο ΑΪ ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΒΟΗΘΟΙ ΤΟΥ
Της Χαρούλας Σελίδου
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς ο
Φοίβος περίμενε τον Αϊ Βασίλη και τους βοηθούς του, δηλαδή τα
μικρά ξωτικά. Περίμενε όμως άδικα, γιατί ο Αϊ Βασίλης τον έβλεπε
που ήταν ξύπνιος κι έτσι δεν πήγαινε!
Ο Φοίβος κοιτούσε επίμονα απ’ το
παράθυρο, αλλά δεν έβλεπε τίποτα. Μετά από αρκετή ώρα νύσταξε
και πήγε στο κρεβάτι του.
Πέρασε μισή ώρα και ο παχύς Αϊ
Βασίλης κατέβηκε από την καμινάδα κάνοντας βέβαια πολύ θόρυβο. Ο
Φοίβος άκουσε το θόρυβο και ξύπνησε. Άνοιξε τα μάτια και είδε
τον Αϊ Βασίλη να μαλώνει τα άτακτα ξωτικά που τρώγανε απ’ τα
γλυκά που είχε φτιάξει η μαμά του. Όταν τα είδε όλα αυτά,
φώναξε: «Ήρθε ο Αϊ Βασίλης!»
Ο Αϊ Βασίλης και τα ξωτικά
κρύφτηκαν, αλλά κατάλαβαν πως τους είχε δει ήδη κι έτσι
εμφανίστηκαν. Μίλησαν μαζί του αρκετή ώρα, ώσπου ο Αϊ Βασίλης
του είπε του Φοίβου:
-
Άντε, αντίο τώρα. Πρέπει να φύγω.
-
Μα γιατί από τώρα; ρώτησε ο Φοίβος.
Ο Αϊ Βασίλης του εξήγησε πως έπρεπε
να μοιράσει και στα άλλα παιδιά του κόσμου τα δωράκια τους κι
έτσι έφυγε. Ο Φοίβος στενοχωρήθηκε, αλλά ήταν ικανοποιημένος που
μπόρεσε να δει τον περίφημο Αϊ Βασίλη! Και απ’ ό,τι φαίνεται θα
τον περιμένει και αυτή τη χρονιά.
Ο ΑΪ ΒΑΣΙΛΗΣ
Της Μιλένας Ταταρίδου
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς ο
Αλέκος περίμενε ξύπνιος τον Αϊ Βασίλη, για να του μιλήσει.
Κάποια στιγμή, που πήγε να αποκοιμηθεί, μπαίνει ο Αϊ Βασίλης και
λέει:
-
Χο, χο, χο, τι ωραία που είναι να μοιράζω δώρα στους
μικρούς μου φίλους!
Τότε πετάγεται ο Αλέκος και του λέει:
-
Ε, Αϊ Βασίλη, θέλω να με πάρεις μαζί σου, να μοιράσω κι
εγώ δώρα.
Ο Αϊ Βασίλης τότε τον κοιτάζει παράξενα και τον ρωτάει:
-
Εσύ γιατί δεν είσαι στο κρεβάτι να κοιμάσαι;
-
Γιατί σε περίμενα, για να σου μιλήσω.
-
Και τι ήθελες να μου πεις;
-
Ήθελα να σου πω πως θέλω να έρθω μαζί σου, για να σε
βοηθήσω με τα δώρα.
-
Θα σε πάω στο σπίτι μου, να γνωρίσεις τα ξωτικά και να
σου δείξω και τα παιχνίδια.
Ο Αϊ Βασίλης πήρε τον Αλέκο στο
έλκηθρό του και πετούσαν πάνω στον ουρανό χαρούμενα. Όταν
έφτασαν στο σπίτι του Άγιου, ο Αλέκος νόμιζε πως βρισκόταν σ’
ένα παραμύθι. Μπήκαν μέσα. Ο Αϊ Βασίλης του γνώρισε το αγαπημένο
του ξωτικό, τον Tony.
Ο Tony
ήταν ένα πολύ όμορφο ξωτικό. Είχε καστανά μάτια, μεγάλα αυτιά
και φορούσε πάντα ένα μπεζ καπέλο.
Ο Αϊ Βασίλης έδειξε στον Αλέκο το
εργαστήρι με τα παιχνίδια και του είπε πως δεν μπορούσε να τον
πάρει μαζί του, γιατί υποτίθεται πως ο Αϊ Βασίλης φέρνει τα δώρα
και όχι ο Αϊ Βασίλης και ο Αλέκος.
Έτσι, μετά από λίγη ώρα, ο Άγιος
πήγε τον Αλέκο στο σπίτι του, τον έβαλε για ύπνο και του άφησε
δυο μικρά κουκλάκια – ξωτικά.
ΔΩΡΟ ΣΤΟ ΧΡΙΣΤΟ
Της Ελένης Χουκ –
Αποστολοπούλου
Από το βιβλίο «Να τα πούμε;
Να τα πείτε!»
Εδώ και πολλά χρόνια ο κόσμος
γιόρταζε τα Χριστούγεννα με περισσότερη κατάνυξη. Σ’ ένα μακρινό
χωριό, λοιπόν, ο παπάς έκανε κάθε χρόνο μια φάτνη στη μέση της
εκκλησίας, την παραμονή των Χριστουγέννων.
Οι κάτοικοι πήγαιναν πρώτα πρώτα
στην εκκλησία, για ν’ ακούσουν τη θεία λειτουργία, γονάτιζαν κι
άναβαν το κεράκι τους μπροστά στη φάτνη. Κάθε κεράκι έπρεπε να
σβήσει από μόνο του, λιώνοντας σιγά σιγά, γι’ αυτό γύρω από τη
φάτνη ήταν αμέτρητα κεράκια, όσα και οι πιστοί, κι η εκκλησία
λαμποκοπούσε κι έφεγγε σαν να ήταν ο ήλιος μέσα της. Όταν η
λειτουργία τελείωνε, ο κόσμος πήγαινε στα γύρω κεντράκια, για να
φάει και να πιει, να γλεντήσει τη χαρά του για τη γέννηση του
Χριστού.
Οι χωριανοί άρχιζαν τις
προετοιμασίες για τα Χριστούγεννα εβδομάδες πριν. Οι νοικοκυρές
έψηναν κουλούρια, πίτες και γλυκά κι οι άντρες έβαφαν την
πλατεία του χωριού, την εκκλησία και τα σπίτια τους. Ο παπάς με
τα παιδιά του σχολείου και τους δασκάλους σκάλιζε τα ζώα της
φάτνης στο ξύλο, τους τρεις μάγους, τους βοσκούς, το αστέρι, την
Παναγία και το Χριστό.
Το βράδυ της παραμονής όλα ήταν
έτοιμα κι οι άνθρωποι ντυμένοι τα καλά τους πήγαιναν στην
εκκλησιά κι άφηναν μπροστά στη φάτνη ένα δώρο για το Χριστό,
ό,τι μπορούσε ο καθένας.
Η Μαρία, που ήταν έξι χρονών,
πήγαινε κι αυτή κάθε χρόνο με τους γονείς της στην εκκλησία
κρατώντας το καλαθάκι με τα κουλούρια που είχε φτιάξει για το
νεογέννητο Χριστό. Εκείνο το χρόνο, όμως, η μητέρα της
αρρώστησε, κι ο πατέρας της ταξίδεψε σε μια μεγάλη πόλη για να
βρει δουλειά και να τα βγάλει πέρα με τα φάρμακα και τα άλλα
έξοδα. Ούτε δραχμή δεν τους περίσσευε, για ν’ αγοράσουν δώρο στο
Χριστό.
Πώς να πάει στην εκκλησία η
Μαρία με άδεια χέρια;
Την ώρα που χτύπησαν οι
καμπάνες, η Μαρία μπήκε δειλά δειλά στην εκκλησία και κρύφτηκε
πίσω από μια κολόνα. Δεν ήθελε να τη δει κανείς με τα χέρια
αδειανά. Οι άλλοι προσκυνούσαν το Χριστό, άναβαν το κεράκι τους
και του πρόσφεραν το δώρο τους.
Εκείνη γονάτισε κοιτάζοντας τη
φάτνη από μακριά και ψιθύρισε:
-
Αχ, Παναγίτσα μου, φέτος δε θα έρθω στη λειτουργία. Δεν
έχω να χαρίσω τίποτε στο παιδί σου που γεννήθηκε. Η μητέρα μου
αρρώστησε. Δεν έχουμε καθόλου χρήματα. Θα το εξηγήσεις στο
Χριστό γιατί δεν του έφερα δώρο;
Ο κόσμος είχε αρχίσει να ψάλλει
μαζί με τον παπά το «Χριστός γεννάται σήμερον». Τα μάτια της
Μαρίας θόλωσαν από τα δάκρυα, βγήκε από την κρυψώνα της κι
έτρεξε προς το σπίτι της. Δεν είχε κάνει ούτε τρία βήματα, όταν
άκουσε πίσω της μια φωνή να τη ρωτάει:
-
Γιατί κλαις, κοριτσάκι μου, μια τέτοια χαρούμενη μέρα;
Ήταν μια γριούλα με γλυκό
πρόσωπο και μάτια γεμάτα καλοσύνη.
-
Κλαίω, γιαγιάκα, γιατί δε μου περισσεύει ούτε μια δεκάρα,
για ν’ αγοράσω ένα δώρο στο Χριστό.
-
Γι’ αυτό κλαις, Μαρία; Ο Χριστός ευχαριστιέται και μόνο
που τον σκέφτεσαι. Και μόνο που τον αγαπάς. Να, κοίταξε εκείνον
το θάμνο με τα πράσινα φύλλα. Γιατί δεν κόβεις ένα μπουκέτο να
του το πας;
Το κορίτσι σταμάτησε τα κλάματα,
έσκυψε, κι άρχισε να κόβει ένα μπουκέτο από κλαδιά. Έκοψε
αρκετά, ώσπου η αγκαλιά της δε χωρούσε πια άλλα.
-
Φτάνουν αυτά, γιαγιάκα; ρώτησε τη γριούλα κοιτάζοντας
πίσω της, αλλά εκείνη είχε εξαφανιστεί.
Η Μαρία με τα κλαδιά στην αγκαλιά
της προχώρησε θαρρετά και μπήκε στην εκκλησία μ’ ένα χαμόγελο
αγαλλίασης. Όλα έλαμπαν στο φως των κεριών. Ο κόσμος έψελνε με
κατάνυξη. Περπάτησε πάνω στο κόκκινο χαλί που απλωνόταν μπροστά
στη φάτνη κι απόθεσε το δώρο της.
-
Κοιτάτε αυτό το κοριτσάκι, είπε χαμηλόφωνα μια γυναίκα.
Φέρνει κλαδιά από θάμνους στο Χριστό. Και μη χειρότερα.
Όταν τελείωσε το τροπάριο
ακούστηκαν ψίθυροι στην εκκλησία.
-
Κοιτάξτε, κοιτάξτε τα κλαδιά των θάμνων!
Η Μαρία ήταν ακόμα γονατιστή με
σταυρωμένα τα χέρια της. Ακούγοντας τις φωνές, σήκωσε το κεφάλι
της τρομοκρατημένη και είδε τα κλαδιά, τα δικά της κλαδιά, να
έχουν ανθίσει και να έχουν βγάλει κάτι όμορφα κόκκινα λουλούδια
που έμοιαζαν με αστέρια.
-
Μα τι έγινε;
-
Θαύμα!
-
Ήτανε θάμνοι κι έβγαλαν λουλούδια!
Ο παπάς και το πλήθος γονάτισαν
μπροστά στη φάτνη, δοξολογώντας το Χριστό γι’ αυτό το ανεξήγητο
φαινόμενο.
Η γριούλα – ποια να ‘ταν άραγε;
– είχε δίκιο. Το δώρο που δίνεται από την καρδιά είναι το πιο
αξιόλογο δώρο. Τα φτωχά κλαδάκια ήταν το πιο σημαντικό δώρο που
είχε πάρει ο Χριστός εκείνη τη μέρα…
Από τότε, κάθε χρόνο, τις μέρες
των Χριστουγέννων, αυτοί οι θάμνοι ανθίζουν με τα αμέτρητα
κόκκινα αστράκια τους, κι ο κόσμος τα ονομάζει «λουλούδια των
Χριστουγέννων».
Από το μακρινό εκείνο χωριό
έφτασαν και στην πατρίδα μας κι ο κόσμος τα ονόμασε «Άστρα του
Χριστού».
(Το λουλούδι λέγεται
αλεξανδρινό. Ανθίζει Δεκέμβριο με Ιανουάριο και η ανθοφορία του
διαρκεί 6 – 8 εβδομάδες.)
ΔΩΡΟ ΣΤΟΝ ΑΪ ΒΑΣΙΛΗ
Της Μαρίας Γουμενοπούλου
Από το βιβλίο «Να τα πούμε;
Να τα πείτε!»
Παραμονές Πρωτοχρονιάς. Ο Θανασάκης,
μέρες τώρα σκεφτόταν το γράμμα που έπρεπε να ετοιμάσει για τον
Αϊ Βασίλη. Το είχε κάνει και πέρυσι αυτό και όταν έφτασε η νύχτα
της Πρωτοχρονιάς, ο Αϊ Βασίλης, την ώρα που εκείνος κοιμόταν,
ήρθε κι άφησε πλάι στο κρεβατάκι του το παιχνίδι που είχε
ζητήσει: Ένα πανέμορφο αυτοκίνητο, ίδιο με τ’ αληθινά. Με
τιμόνι, με ρόδες, με καθίσματα. Τίποτα δεν του έλειπε.
Φέτος ο Θανασάκης θα ζητήσει από
τον Αϊ Βασίλη ένα καράβι. Του αρέσουν πολύ τα καράβια. Από το
καλοκαίρι που ταξίδεψε και πήγε στο νησί με το καράβι, από τότε
του μπήκε επιθυμία στην καρδιά του ν’ αποκτήσει ένα καράβι δικό
του.
-
Μαμά, πότε θα γράψουμε το γράμμα στον Αϊ Βασίλη;
-
Καλά που το θυμήθηκες, Θανασάκη, είπε εκείνη
χαμογελώντας. Φέρε μολύβι και χαρτί, γιατί καθυστερήσαμε κιόλας.
Δε μου είπες όμως τι δώρο θέλεις να σου φέρει ο Αϊ Βασίλης;
Έχεις αποφασίσει;
-
Μαμά, λες να έχει καράβια ι Αϊ Βασίλης;
-
Βεβαίως και έχει. Απ’ όλα έχει για τα καλά παιδιά.
-
Μόνο για τα παιδιά; Για τον εαυτό του δεν έχει;
-
Μα τι θέλεις να πεις; Δεν καταλαβαίνω.
-
Να, σκέφτομαι ότι αφού είναι τόσο πλούσιος ο Αϊ Βασίλης
και δίνει δώρα στα παιδιά, θα έχει και για τον εαυτό του ό,τι
επιθυμεί. Θα έχει, δηλαδή, δικό του αληθινό καράβι, αληθινό
αυτοκίνητο, ίσως και ελικόπτερο.
-
Όχι, όχι, κάνεις λάθος, Θανασάκη. Ο Αϊ Βασίλης δεν έχει
τίποτε απ’ όλα αυτά. Βλέπεις, όλα τα λεφτά τα χαλάει για τα
παιδιά και ο ίδιος είναι φτωχός.
Η μητέρα πήρε το χαρτί κι έγραψε
το γράμμα του της υπαγόρευσε ο Θανάσης.
Σεβαστέ κι αγαπημένε μου Αϊ
Βασίλη,
Είμαι ο Θανασάκης. Σε θυμάμαι
πάντα με αγάπη. Φέτος θέλω να μου φέρεις ένα καράβι…
Ο Θανασάκης σταμάτησε. Η μαμά
του ρώτησε:
-
Ναι; Τι καράβι θέλεις να γράψω;
-
Τίποτα, τίποτα. Ένα καράβι.
Ντράπηκε να πει το πιο μεγάλο
καράβι που μπορούσε να γίνει. Αφού ο Αϊ Βασίλης δεν ήταν
πλούσιος, ήταν ντροπή να ζητάει κανείς πολύ ακριβά δώρα.
-
Ωραία, είπε η μητέρα. Έβαλε από κάτω το όνομα του παιδιού
κι έκλεισε το φάκελο. Μόλις βγω έξω, πρόσθεσε, θα το
ταχυδρομήσω.
Τ’ απόγευμα ο Θανασάκης με τη μητέρα του
πήγαν στα ξαδελφάκια του, τη Λίνα και τον Πετρή.
-
Εμένα, μου είπε ο μπαμπάς μου πως φέτος θα μου φέρει ο Αϊ
Βασίλης και κούκλα και κρεβατάκι, για να κοιμάται, και ηλεκτρικό
πλυντήριο, είπε επάνω στην κουβέντα η Λίνα.
-
Δεν του ζητάς και σαλονάκι και ηλεκτρική κουζίνα και
σερβίτσια; θύμωσε ο Θανάσης.
-
Κι εμένα θα μου φέρει τρένο ηλεκτρικό, και
CD ROM,
καμάρωσε ο Πετρής.
-
Σαν πολλά δε ζητάς; Ρωτάς όμως πού θα τα βρει τόσα λεφτά
ο καημένος ο Αϊ Βασίλης; Αν ήταν πλούσιος, θα είχε δικό του
ελικόπτερο.
-
Άκου το γιο σου, Μαίρη, είπε η μαμά των παιδιών στη
μητέρα του Θανασάκη. Έχει ψυχούλα μάλαμα το παιδί.
Πέρασαν οι μέρες. Ήρθε επιτέλους η
παραμονή. Η κυρία Μαίρη, απορροφημένη από τις πολλές δουλειές
της, δεν πρόσεξε το Θανασάκη που ήταν σκεφτικός εκείνη τη μέρα.
Ούτε κι όταν τον βρήκε κλειδωμένο στο δωμάτιό του, σκέφτηκε να
τον ρωτήσει γιατί κλείδωσε. Σαν βράδιασε, τον έλουσε, τον άλλαξε
και τον έβαλε στο κρεβάτι του να κοιμηθεί. Μόλις όμως έσβησε το
φως και βγήκε από το δωμάτιο, εκείνος πετάχτηκε επάνω, γύρισε
την άκρη από το στρώμα του και τράβηξε από κάτω ένα κλειστό
φάκελο. Τον τοποθέτησε πάνω στο κομοδίνο του κι ευχαριστημένος
ξανάπεσε στο κρεβάτι.
Όταν γύρισε από τη δουλειά ο
πατέρας του, φορτωμένος με πακέτα, είπε στη γυναίκα του.
-
Κοίταξε, Μαίρη. Λες ν’ αρέσει το καράβι που έστειλε ο Αϊ
Βασίλης στο γιο μας;
-
Είναι τρέλα, είπε εκείνη. Θα ενθουσιαστεί. Πάω να το βάλω
στο κομοδίνο του να το δει μόλις ξυπνήσει.
Μπαίνοντας στο δωμάτιο του παιδιού
είδε τον κλεισμένο φάκελο. Με περιέργεια τον πήρε στα χέρια της
και διάβασε:
«Για τον Αϊ Βασίλη…»
-
Τι να του γράφει πάλι; αναρωτήθηκε και πηγαίνοντας στο
σαλόνι έσκισε το φάκελο.
Σκεφτείτε την έκπληξή της όταν
έβγαλε από μέσα χίλιες εβδομήντα δραχμές, σε κατοστάρικα,
πενηντάρικα, εικοσάρικα και δεκάρικα κι ένα χαρτάκι που έλεγε:
«Είναι από τον κουμπαρά μου
για ν’ αγοράσεις ένα δικό σου ελικόπτερο».
Γύρισε πίσω στο δωμάτιο του παιδιού, έσκυψε και το φίλησε στο
μέτωπο. Ύστερα συγκινημένη μάζεψε από κάτω τα σπασμένα κομμάτια
του πήλινου κουμπαρά, που ο Θανασάκης τον έσπασε για να κάνει
δώρο στον Αϊ Βασίλη.