Τον καιρό που
στον κόσμο κυριαρχούσαν οι Ρωμαίοι, ο αυτοκράτορας Αύγουστος
έβγαλε διαταγή να γραφτούν όλοι οι υπήκοοί του σε καταλόγους.
Ήθελε να δει πόσο πληθυσμό είχε το απέραντο κράτος του.
Ένα μεγάλο
πηγαινέλα αναστάτωσε όλη την Παλαιστίνη, γιατί η απογραφή έπρεπε
να γίνει στον τόπο καταγωγής του καθενός. Η Μαρία και ο Ιωσήφ
κατάγονταν από τη γενιά του Δαβίδ. Έπρεπε λοιπόν να πάνε στη
Βηθλεέμ.
Φτάνοντας
εκεί, χτύπησαν όλες τις πόρτες. Μα ούτε σε σπίτι ούτε σε
πανδοχείο βρήκαν δωμάτιο. Επειδή η Παναγία ήταν ετοιμόγεννη,
ένας πανδοχέας τη λυπήθηκε και τους επέτρεψε να μείνουν στο
στάβλο με τα ζώα.
Εκεί, στο
στάβλο γεννήθηκε ο Χριστός. Η μητέρα του τον σπαργάνωσε και τον
κοίμισε πάνω στα άχυρα, μέσα στο παχνί. Ολόγυρα τα ζώα τού
κρατούσαν συντροφιά και τον ζέσταιναν με την ανάσα τους.
Ήταν
χειμωνιάτικη και κρύα νύχτα.
Έξω στον
κάμπο, βοσκοί φύλαγαν τα πρόβατά τους και δεν έπεφταν να
κοιμηθούν, μην έρθει ο λύκος και τους τα φάει. Έξαφνα, φως
μεγάλο έλαμψε κι ένας άγγελος παρουσιάστηκε μπροστά τους.
Οι ποιμένες
τρόμαξαν πολύ. Μα ο άγγελος τους είπε:
«Μη φοβάστε,
γιατί σας φέρνω μια καλή είδηση που σ’ όλο τον κόσμο θα δώσει
χαρά. Σήμερα στην πόλη του Δαβίδ γεννήθηκε ο Σωτήρας, που είναι
ο Χριστός ο Κύριος. Και το σημείο που θα σας οδηγήσει θα είναι
τούτο: θα βρείτε βρέφος φασκιωμένο και ξαπλωμένο σε παχνί».
Κι εκεί που
μιλούσε ακόμα ο άγγελος, έξαφνα άνοιξαν τα ουράνια, και στρατός
αγγέλων ενώθηκε μαζί του και δοξολογούσε κι έλεγε: «Δόξα εν
υψίστοις Θεώ κι επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία», που
σημαίνει: «Δόξα στο Θεό, που βρίσκεται στα επουράνια. Με τη
γέννησή του ήλθε στη γη σωτηρία.
και στους φανερώθηκε όλη η καλή διάθεση και η αγάπη που έχει ο
Θεός γι’ αυτούς».
Χάθηκαν οι
άγγελοι και σηκώθηκαν τότε οι βοσκοί και πήγαν στη Βηθλεέμ,
βρήκαν το στάβλο, όπως τους είχε πει ο άγγελος, και, μπαίνοντας,
είδαν το βρέφος που κοιμόταν στο παχνί και τη μητέρα του που
καθόταν πλάι του. Με συγκίνηση γονάτισαν μπρος στο παχνί και
προσκύνησαν.
Τον καιρό που
γεννήθηκε ο Χριστός ζούσαν στην Ανατολή τρεις άνθρωποι πολύ
σοφοί. Γι’ αυτό τους έλεγαν Μάγους. Αυτοί, που από χρόνια
μελετούσαν τα ουράνια σώματα, ξαφνικά παρατήρησαν ένα πρωτόφαντο
αστέρι. Έβγαλαν λοιπόν το συμπέρασμα ότι γεννήθηκε ο Σωτήρας του
κόσμου. Το αστέρι αυτό τους οδήγησε στην Ιερουσαλήμ.
Οι κάτοικοι
της Ιερουσαλήμ, που περίμεναν τον ελευθερωτή βασιλιά,
αναστατώθηκαν, όταν είδαν τους Μάγους. Μα πιο πολύ απ’ όλους
αναστατώθηκε ο Βασιλιάς Ηρώδης, γιατί φοβόταν μήπως κάποιος του
πάρει το θρόνο.
Φώναξε λοιπόν
τους συμβούλους του και ζήτησε να μάθει πού λένε οι Γραφές ότι
θα γεννηθεί αυτός ο βασιλιάς. Εκείνοι του διάβασαν το ιερό
βιβλίο με τις προφητείες που έλεγε ότι θα γεννηθεί στη Βηθλεέμ
της Ιουδαίας.
Αμέσως ο
Ηρώδης κάλεσε τους Μάγους στο παλάτι και τους ρώτησε πότε
ακριβώς είδαν το αστέρι. Έπειτα τους έστειλε στη Βηθλεέμ,
λέγοντάς τους: «Πηγαίνετε με το καλό. Ψάξτε να βρείτε το παιδί
κι ελάτε να με ειδοποιήσετε, για να πάω κι εγώ να το
προσκυνήσω».
Οι Μάγοι
έφυγαν, ακολουθώντας το αστέρι, που τους οδήγησε ως το μέρος
όπου βρισκόταν το παιδί. Μπήκαν μέσα, γονάτισαν και το
προσκύνησαν. Ύστερα του πρόσφεραν τα δώρα τους: χρυσάφι, λιβάνι
και σμύρνα (αρώματα).
Μετά την
προσκύνηση, άγγελος Κυρίου τους πρόσταξε να μην πάνε πίσω στον
Ηρώδη, αλλά να φύγουν από άλλο δρόμο, γιατί ο Ηρώδης είχε κακό
σκοπό για το παιδί.
Οι τρεις Μάγοι
έφυγαν από άλλο δρόμο για την πατρίδα τους, γιατί δεν ήθελαν να
τους δει και να τους ρωτήσει ο βασιλιάς Ηρώδης, που γύρευε το
κακό του παιδιού.
Μόλις όμως
έφυγαν οι Μάγοι, ο άγγελος παρουσιάστηκε στον Ιωσήφ και του
είπε:
-
Σήκω, πάρε το παιδί και τη μητέρα του και φύγετε για την
Αίγυπτο. Θα μείνετε εκεί ώσπου να σου πω, γιατί ο Ηρώδης θα ψάξει να
βρει το παιδί για να το σκοτώσει.
Υπακούοντας
στο θέλημα του Θεού, ο Ιωσήφ πήρε τη μητέρα και το παιδί και
φύγανε νύχτα για την Αίγυπτο. Έτσι βγήκε αληθινός ο λόγος που
είχε πει ο προφήτης Ωσηέ, πολλά χρόνια προτού γεννηθεί ο
Χριστός: «Από την Αίγυπτο κάλεσα τον Υιό μου».
Αργότερα, όταν
ο Ηρώδης είχε πια πεθάνει, παρουσιάστηκε ξανά ο άγγελος στον
Ιωσήφ και του παράγγειλε να πάρει τον Ιησού και τη Μαρία και να
γυρίσουν πίσω στην Παλαιστίνη. Γύρισαν πραγματικά, και πήγαν να
μείνουν στη μικρή πόλη που την έλεγαν Ναζαρέτ, πατρίδα της
Παναγίας. Εκεί μεγάλωσε ο Ιησούς. Γι’ αυτό αργότερα τον είπαν
Ναζωραίο.