Για πολύ καιρό ο κόσμος έγραφε αυγό, με ύψιλον, όμως κάποια στιγμή οι γλωσσολόγοι (Τριανταφυλλίδης, Χατζηδάκις) ισχυρίστηκαν πως το αβγό μάς έρχεται από την λέξη ωό μέσα από μια σειρά μεταβολές και πως υπό αυτό το πρίσμα δικαιολογείται η φωνητική απόδοση αβγό, με βήτα.
Συγκεκριμένα η πορεία τής λέξης φαίνεται πως είναι η εξής: Από τη συνεκφορά τά ωά (πληθ. του αρχ. ωόν ) > ταωγά (με ανάπτ. μεσοφ. [γ] για αποφυγή της χασμωδίας) > tauγa (τροπή του φθόγγου /o/, μεταξύ δύο α, σε ημίφωνο u για αποφυγή της χασμωδίας) > μεσαιων. [t-avγa] (τροπή του ημιφ. σε [v] πριν από ηχηρό σύμφωνο και ανασυλλαβισμός) > τ’ αβγά > αβγό. Εφόσον, δηλαδή, η μεταβολή ήταν μορφολογική και δεν προϋπήρχε εκεί κάποιο ύψιλον θα έπρεπε πολύ απλά να χρησιμοποιηθεί το β για να αποδώσει τον νέο φθόγγο που προέκυψε.
Η σωστή του γραφή του επομένως είναι αβγό και όχι αυγό. (βλ. Γ. Χατζιδάκη, Μεσαιωνικά και Νέα Ελληνικά, τόμος Β΄, σ.322, Ν.Π.Ανδριώτη, Ετυμολογικό Λεγικό της Κοινής Νεοελληνικής, στο λήμμα αβγό, Γ.Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, στο λήμμα αβγό).
Συγκεκριμένα η πορεία τής λέξης φαίνεται πως είναι η εξής: Από τη συνεκφορά τά ωά (πληθ. του αρχ. ωόν ) > ταωγά (με ανάπτ. μεσοφ. [γ] για αποφυγή της χασμωδίας) > tauγa (τροπή του φθόγγου /o/, μεταξύ δύο α, σε ημίφωνο u για αποφυγή της χασμωδίας) > μεσαιων. [t-avγa] (τροπή του ημιφ. σε [v] πριν από ηχηρό σύμφωνο και ανασυλλαβισμός) > τ’ αβγά > αβγό. Εφόσον, δηλαδή, η μεταβολή ήταν μορφολογική και δεν προϋπήρχε εκεί κάποιο ύψιλον θα έπρεπε πολύ απλά να χρησιμοποιηθεί το β για να αποδώσει τον νέο φθόγγο που προέκυψε.
Η σωστή του γραφή του επομένως είναι αβγό και όχι αυγό. (βλ. Γ. Χατζιδάκη, Μεσαιωνικά και Νέα Ελληνικά, τόμος Β΄, σ.322, Ν.Π.Ανδριώτη, Ετυμολογικό Λεγικό της Κοινής Νεοελληνικής, στο λήμμα αβγό, Γ.Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, στο λήμμα αβγό).