Το 1935 ήταν ένα έτος ραγδαίων εξελίξεων. Οι πολιτικές εξελίξεις του έτους αυτού, καθώς και των επόμενων προπολεμικών ετών, σημαδεύτηκαν από το Κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935, με πρωταγωνιστές από τη μια τους κινηματίες βενιζελικούς αξιωματικούς και από την άλλη την αντιβενιζελική κυβέρνηση (Κυβέρνηση Παναγή Τσαλδάρη), και ιδιαίτερα ορισμένα στοιχεία που απεργάστηκαν την πολιτειακή αλλαγή λίγους μήνες αργότερα.
Αίτια
Το Κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935 ήταν η συνισταμένη των συνωμοτικών ενεργειών διάφορων κύκλων και οργανώσεων της βενιζελικής παράταξης, που απέβλεπαν στην αποτροπή της παλινόρθωσης της βασιλευόμενης δημοκρατίας. Πίσω από το στόχο αυτό βρισκόταν η επιθυμία των απότακτων βενιζελικών αξιωματικών να ξαναγυρίσουν στο στράτευμα και να προχωρήσουν σε ριζικές εκκαθαρίσεις των αντιφρονούντων, καθώς και η επιδίωξη των πολιτικών της ίδιας παράταξης να επανέλθουν στην εξουσία.
Οι ανησυχίες των βενιζελικών για το μέλλον της αβασίλευτης δημοκρατίας δεν ήταν ίσως απόλυτα δικαιολογημένες, επειδή, παρ΄ όλες τις προκλήσεις των φανατικών βασιλικών, το πολίτευμα δεν κινδύνευε σοβαρά, πολύ λιγότερο μάλιστα από τους φανατισμένους εχθρούς του, που αποτελούσαν μια ανίσχυρη μειοψηφία. Το Λαϊκό Κόμμα, το οποίο στέγαζε τη μεγάλη πλειοψηφία των παλιών βασιλοφρόνων, είχε αναγνωρίσει το 1932 την αβασίλευτη δημοκρατία και είχε αναλάβει να εργαστεί στα πλαίσια αυτού του πολιτεύματος. Μολονότι η ηγεσία και ο συμπολιτευόμενος τύπος αρνούνταν να αποκηρύξουν τη βασιλευόμενη δημοκρατία, η άρνησή τους αυτή είχε σχέση μάλλον με την εύλογη επιθυμία να μην προκαλέσουν μια μερίδα των ψηφοφόρων τους και όχι τόσο με τη φανατική τους προσήλωση στο βασιλικό θεσμό.
Από τα αίτια του κινήματος ξεχωρίζουν δύο:
- η απόπειρα του Ιουνίου 1933 κατά της ζωής του Βενιζέλου και τον αντίκτυπό της στη νοοτροπία και τις ενέργειες του γηραιού πολιτικού.
- στη σταδιακή αποστέρηση των ερεισμάτων της βενιζελικής - δημοκρατικής παράταξης στο στράτευμα, ιδιαίτερα με αφορμή το Κίνημα Πλαστήρα 6ης Μαρτίου 1933.
Η απόπειρα του 1933 έπεισε το Βενιζέλο ότι οι πολιτικοί του αντίπαλοί του δε θα δίσταζαν να χρησιμοποιήσουν οποιοδήποτε μέσο προκειμένου να τον εξοντώσουν και η πεποίθησή του αυτή, καθώς και η πίστη του ότι η παράταξή του και η χώρα γενικά χρειάζονταν τις υπηρεσίες του, ασφαλώς συνέλαβαν στη λήψη αποφάσεων που μόνο ατυχείς μπορούν να χαρακτηριστούν. Η από μέρους του ενθάρρυνση και υπόθαλψη συνωμοτικών οργανώσεων στο στρατό, με ανομολόγητο αλλά πραγματικό σκοπό την προάσπιση της βενιζελικής σύνθεσης του στρατεύματος, πρόδιδαν έλλειψη αυτοκυριαρχίας. Τέτοιες οργανώσεις ήταν η «Ελληνική Στρατιωτική Οργάνωση» (ΕΣΟ) και η «Δημοκρατική Άμυνα».
Η πρώτη συγκροτήθηκε από αξιωματικούς που υπηρετούσαν στο στρατό και από τα ηγετικά στελέχη της ήταν ο αντισυνταγματάρχης Χριστόδουλος Τσιγάντες, ο αδελφός του λοχαγός Ιωάννης Τσιγάντες, ο συνταγματάρχης Στέφανος Σαράφης και άλλοι. Σκοπός της οργάνωσης ήταν να εμποδίσει τον Γεώργιο Κονδύλη να επιβάλει με δικό του κίνημα δικτατορία, αλλά και να ετοιμάσει αντίστοιχα στρατιωτικό κίνημα, για να αποτρέψει ενδεχόμενη μεταβολή του πολιτεύματος. Η δεύτερη οργάνωση, η «Δημοκρατική Άμυνα», συγκροτήθηκε από αποστρατευμένους κυρίως βενιζελικούς αξιωματικούς. Ηγέτες της ήταν οι στρατηγοί Αναστάσιος Παπούλας και Στυλιανός Γονατάς αλλά πραγματικός αρχηγός ο Νικόλαος Πλαστήρας, αυτοεξόριστος στη Γαλλία μετά την αποτυχία του κινήματος που είχε οργανώσει το 1933.
Τους φόβους του Βενιζέλου, και γενικότερα της ηγεσίας της βενιζελικής παράταξης, ενίσχυαν οι κατά καιρούς αποτάξεις βενιζελικών αξιωματικών και εμφανείς στόχοι των κρατούντων μετά το 1932 να απομακρύνουν τους αντιπάλους τους από το στράτευμα και τον κρατικό μηχανισμό γενικά και να τους υποκαταστήσουν σε κάθε τομέα και με κάθε μέσο. Γενικότερα, επρόκειτο για την αντίδραση μιας πολιτικής ηγεσίας που είχε ταυτιστεί με την εξουσία και το κράτος, ύστερα από μακροχρόνια και μονοκομματική διακυβέρνηση, και αρνιόταν να εγκαταλείψει την εξουσία και να αφήσει το πεδίο ελεύθερο στους αντιπάλους της για την εγκαθίδρυση ανάλογου μακροχρόνιου και μονοκομματικού καθεστώτος.
Η επίκληση πολιτικών και πολιτειακών αρχών και οι αναφορές στον εθνικό διχασμό έδιναν την απαραίτητη ιδεολογική υπόσταση στον αγώνα της ολοκληρωτικής επικράτησης. Η ηγεσία αυτή προτιμούσε να παραμένει δέσμια ενός ιδεολογικού επιφαινόμενου, το οποίο δεν ανταποκρινόταν στις πολιτικοκοινωνικές τομές και τα προβλήματα της χώρας. Είναι χαρακτηριστικό ότι η αναζωπύρωση του διχασμού συμπίπτει χρονικά με την πρώτη, ύστερα από δέκα χρόνια μονοκομματικής βενιζελικής διακυβέρνησης, αποτελεσματική πρόκληση εκ μέρους της αντιπολίτευσης. Οι αναφορές στους κινδύνους που απειλούσαν την αβασίλευτη δημοκρατία άρχισαν να πληθαίνουν και να εντείνονται από τότε που το Λαϊκό Κόμμαα ναγνώρισε το πολίτευμα και ανέλαβε να το σεβαστεί, είτε ως κυβέρνηση είτε ως αντιπολίτευση.
Το Κίνημα
Οι Κινηματίες της 1ης Μαρτίου 1935 απέβλεπαν στην κατάληψη του στόλου, ο οποίος, σύμφωνα με τα σχέδιά τους, θα έπαιξε βασικό ρόλο στην επιτυχία του κινήματος. Στόχος τους ήταν ακόμη οι στρατιωτικές δυνάμεις που έδρευαν στη Θεσσαλονίκη και την Καβάλα, και τις οποίες θα έθεταν κάτω από τον έλεγχό τους. Με τον έλεγχο του στόλου, των φρουρών Θεσσαλονίκης και Καβάλας και την Κρήτη και τα νησιά του Αιγαίου στη διάθεσή τους, οι κινηματίες θα σχημάτιζαν προσωρινή κυβέρνηση στη Θεσσαλονίκη, αν στο μεταξύ δεν υπέβαλλε παραίτηση η κυβέρνηση στην Αθήνα, όπου οι μυημένοι αξιωματικοί θα προσπαθούσαν να θέσουν κάτω από τον έλεγχό τους τις φρουρές της πρωτεύουσας για τη δημιουργία αντιπερισπασμού.
Το κίνημα απέτυχε στην πρώτη και κρίσιμη φάση του, όταν ο στόλος, αντί για τη Θεσσαλονίκη, κατευθύνθηκε προς την Κρήτη, όπου ο Βενιζέλος ανέλαβε την ηγεσία του κινήματος, όχι όμως χωρίς ενδοιασμούς. Οι φρουρές στη Βόρεια Ελλάδα επαναστάτησαν με μεγάλη καθυστέρηση, και της πρωτεύουσας τέθηκαν και πάλι κάτω από κυβερνητικό έλεγχο, ευθύς μετά την εκδήλωση του κινήματος. Στο μεταξύ η κυβέρνηση του Παναγή Τσαλδάρη αντέδρασε δυναμικά, αναθέτοντας την καταστολή του κινήματος στον Υπουργό Στρατιωτικών Γεώργιο Κονδύλη και προσλαμβάνοντας τον Ιωάννη Μεταξά ως Υπουργό Άνευ Χαρτοφυλακίου.
Ο Κονδύλης, με έδρα του τη Θεσσαλονίκη, κατέπνιξε γρήγορα το κίνημα στη Μακεδονία μετά από μια σειρά συγκρούσεων και ο ηγέτης των επαναστατών στην περιοχή υποστράτηγος Καμμένος, διοικητής του Δ΄ Σώματος Στρατού στην Καβάλα, αναγκάστηκε να ζητήσει καταφύγιο στις 11 Μαρτίου στη Βουλγαρία. Τελικά παραδόθηκε και ο στόλος, ενώ ο Βενιζέλος κατέφυγε στην Κάσο των ιταλοκρατούμενων Δωδεκανήσων και εζήτησε πολιτικό άσυλο. Ουσιαστικά, το κίνημα κατέρρευσε, γεγονός που οφειλόταν στην έλλειψη γενικά αποδεκτού στρατιωτικού αρχηγού, στον ελαττωματικό σχεδιασμό και την κακή εκτέλεση των σχεδίων, στις αντιζηλίες των διαφόρων ομάδων και στην έλλειψη συντονισμού. Τέλος, το κίνημα δεν είχε παρά ελάχιστη απήχηση στο λαό, ο οποίος ένιωθε δυσφορία και κόπωση από τις αυθαίρετες επεμβάσεις των στρατιωτικών στην πολιτική.
Συνέπειες του Κινήματος
Οι συνέπειες του κινήματος ήταν σοβαρές τόσο για την βενιζελική παράταξη όσο και για τη χώρα γενικά. Ο μεγάλος εθνικός ηγέτης, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα ως κινηματίας, για να πεθάνει ένα χρόνο αργότερο αυτοεξόριστος στο Παρίσι. Οι πολιτικοί ηγέτες της βενιζελικής παράταξης, συμπεριλαμβανομένων του Βενιζέλου και του Πλαστήρα, που καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο, δικάστηκαν και καταδικάστηκαν σε διάφορες βαριές ή ελαφριές ποινές, σε μια επίδειξη εκδικητικών διαθέσεων εκ μέρους των κρατούντων. Η στρατιωτική ηγεσία του κινήματος, μεταξύ των οποίων ανώτεροι αξιωματικοί, όπως ο Στέφανος Σαράφης και αδελφοί Τσιγάντε, δικάσθηκαν από έκτακτα στρατοδικεία, καταδικάστηκαν, ταπεινώθηκαν δημόσια και αποτάχθηκαν από το στράτευμα. Αποφεύχθηκαν οι αθρόες εκτελέσεις - εκτελέστηκαν τρεις αξιωματικοί μόνο, ο επίλαρχος Στ. Βολάνης και οι στρατηγοί Αν. Παπούλας και Μιλ. Κοιμήσης, όχι αναγκαστικά οι περισσότεροι υπεύθυνοι - όταν υπερίσχυσαν προς στιγμή μετριοπαθή στοιχεία της κυβέρνησης και της αντιβενιζελικής παράταξης γενικά.
Το σπουδαιότερο όμως, από την άποψη των μακροπρόθεσμων συνεπειών, ήταν ότι αποτάχθηκε ένα μεγάλο και ασφαλώς το σπουδαιότερο μέρος των βενιζελικών - δημοκρατικών αξιωματικών του στρατού και του ναυτικού. Η απόταξη των βενιζελικών αξιωματικών, περισσότερο από κάθε άλλη ενέργεια ή μέτρο της νικήτριας παράταξης, εξουδετέρωσε τα ερείσματα της βενιζελικής παράταξης στο στράτευμα και διευκόλυνε όχι μόνο την παραμονή της αντιβενιζελικής παράταξης στη εξουσία, αλλά και τη σταδιακή δημιουργία μονοκομματικού κράτους. Αποφασισμένη να προχωρήσει στην ολοκληρωτική εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού, από τα βενιζελικά στοιχεία, η κυβέρνηση Τσαλδάρη κατάργησε την ισοβιότητα των δικαστικών και ανέστειλε τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων. Ακόμα, κατάργησε τη Γερουσία, διέλυσε τη Βουλή και προκήρυξε εκλογές Συντακτικής Συνέλευσης για τον Ιούνιο του 1935.