Το 1936, μετά από δύο σχεδόν δεκαετίες ανταγωνισμού και διαπραγματεύσεων, η Παγκόσμια Ομοσπονδία Στίβου (International Association of Athletics Federations – IAAF) και η Διεθνής Ολυμπιακή Ομοσπονδία κατάφεραν να ενσωματώσουν και, συνακόλουθα, να ελέγξουν το γυναικείο στίβο, που από τις αρχές της δεκαετίας του 1920 είχε συγκροτηθεί μέσα από τις δικές του οργανωτικές δομές και τους δικούς του αγωνιστικούς θεσμούς.
Η Διεθνής Ομοσπονδία Γυναικείου Αθλητισμού (Federation Sportive Fminine Internationale – FSFI) ιδρύθηκε τον Οκτώβριο του 1921 ως αντίδραση στην άρνηση της ΔΟΕ να συμπεριλάβει στο πρόγραμμα των Aγώνων αγωνίσματα γυναικών στο στίβο αλλά και σε άλλα αθλήματα. Πρωτεργάτης της ίδρυσης της FSFI ήταν η Γαλλίδα Alice Milliat. Είχε προηγηθεί στο Μονακό (Μάιος 1921) η διοργάνωση μιας γυναικείας εκδοχής των Ολυμπιακών Αγώνων. Σε αυτούς συμπεριλήφθηκαν αγωνίσματα στίβου και καλαθοσφαίρισης και συμμετείχαν 300 περίπου αθλήτριες από πέντε χώρες.
Την επόμενη χρονιά (1922) η FSFI διοργάνωσε στο Παρίσι τους λεγόμενους Ολυμπιακούς Αγώνες Γυναικών (Women Olympic Games). Επρόκειτο για μια διεθνή ημερίδα στίβου με 11 αγωνίσματα, στα οποία συμμετείχαν περίπου 2000 αθλήτριες από έξι χώρες, πέντε ευρωπαϊκές και τις ΗΠΑ, και τα παρακολούθησαν 20.000 θεατές. Τέσσερα χρόνια αργότερα (1926) διοργανώθηκαν στο Γκέτεμποργκ της Σουηδίας, με τη συμπαράσταση της βασιλικής οικογένειας, οι δεύτεροι Γυναικείοι Ολυμπιακοί Αγώνες, μια διοργάνωση ιδιαίτερα λαμπρή στις τελετές και τις εκδηλώσεις της και εντυπωσιακή στις επιδόσεις των αθλητριών.
Η επιτυχία των αγώνων αυτών είχε ως αποτέλεσμα να αυξηθούν οι πιέσεις προς την ΔΟΕ, ώστε να συμπεριλάβει πλήρες πρόγραμμα γυναικείων αγωνισμάτων στο στίβο. Πραγματικά, οι πιέσεις αυτές οδήγησαν σε διαπραγματεύσεις μεταξύ της ΔΟΕ και της IAAF από τη μια πλευρά και της FSFI από την άλλη, οι οποίες οδήγησαν σε συμφωνία. Η ΔΟΕ ανέλαβε την υποχρέωση να συμπεριλάβει δέκα αγωνίσματα γυναικών στο άθλημα του στίβου, ενώ η FSFI δεσμεύτηκε να μη χρησιμοποιεί τις λέξεις “Ολυμπιακοί Αγώνες” στις διεθνείς αθλητικές συναντήσεις που διοργάνωνε. Ωστόσο, η συμφωνία τηρήθηκε μόνο σε ένα βαθμό. Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Άμστερνταμ (1928) συμπεριλήφθηκαν πράγματι για πρώτη φορά γυναικεία αγωνίσματα στίβου, ήταν ωστόσο τα μισά από όσα είχαν συμφωνηθεί, δηλαδή πέντε αντί για δέκα. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα να πραγματοποιηθεί το πρώτο μποϊκοτάζ των Αγώνων, καθώς πολλές αθλήτριες στίβου αρνήθηκαν να συμμετάσχουν, και ιδίως εκείνες από τη Μεγάλη Βρετανία που είχαν πρωταγωνιστήσει στα περισσότερα από τα αγωνίσματα στο Γκέτεμποργκ.
Παρ’ όλα αυτά η FSFI τήρησε τη δική της δέσμευση. Έτσι, οι αγώνες στίβου που οργανώθηκαν το 1930 στην Πράγα ονομάστηκαν Παγκόσμιοι Αγώνες Γυναικών, ένας θεσμός που επαναλήφθηκε το 1934 στο Λονδίνο. Οι αγώνες αυτοί ήταν οι τελευταίοι που οργανώθηκαν από τη FSFI. Η ενδυνάμωση των φασιστικών και αυταρχικών κυβερνήσεων στην Ευρώπη δημιουργούσε συνθήκες απαγορευτικές για την προώθηση των γυναικείων διεκδικήσεων, όχι μόνο στον αθλητισμό αλλά σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής. Στις συνθήκες αυτές η FSFI ενσωματώθηκε στην IAFF το 1936.
Η δεκαπεντάχρονη δράση της FSFI (1921-1936) ακολούθησε τη δυναμική παρουσία του γυναικείου κινήματος που αναπτυσσόταν στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Στο πλαίσιο αυτό της διεκδίκησης πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων από τις γυναίκες, αλλά και της διαρκώς αυξανόμενης σημασίας του αθλητισμού και των Ολυμπιακών Αγώνων στο σύγχρονο κόσμο, ο αποκλεισμός των γυναικών από τους πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες (1896) και η περιορισμένη συμμετοχή τους στις διοργανώσεις που ακολούθησαν αποτέλεσαν ένα από τα κεντρικά ζητήματα στη δράση του γυναικείου κινήματος. Σημείο αιχμής στις διεκδικήσεις τους υπήρξε η συμμετοχή των γυναικών στα αγωνίσματα του στίβου. Η περιορισμένη έστω παρουσία γυναικείων αγωνισμάτων στίβου από το 1928 είναι αποτέλεσμα της πίεσης που ασκήθηκε, σε μεγάλο βαθμό μέσα από τη δράση της FSFI.
Η ύφεση του γυναικείου κινήματος από τη λήξη του Β’ Παγκόσμιου Πόλεμου έως τη δεκαετία του 1960, οπότε δημιουργήθηκε ένα δεύτερο κύμα διεκδικήσεων από την πλευρά των γυναικών, αντανακλάται στην περιορισμένη αύξηση των γυναικείων αθλημάτων στο πρόγραμμα των Ολυμπιακών Αγώνων από το 1948 έως το 1968. Από τη δεκαετία του 1970, ωστόσο, και ιδίως τις δεκαετίες του 1980 και 1990 η μεταβολή υπήρξε εντυπωσιακή, καθώς σήμερα οι γυναίκες συμμετέχουν σε όλα σχεδόν τα αθλήματα που περιλαμβάνονται στο ολυμπιακό πρόγραμμα. Συγκεκριμένα, στους Αγώνες του 2000 από τα συνολικά 28 αθλήματα του προγράμματος οι γυναίκες συμμετείχαν στα 25, ενώ οι άνδρες στα 27. Η εξέλιξη αυτή ακολούθησε τη ραγδαία αύξηση τόσο του αριθμού των αθλητριών που λάμβαναν μέρος στους Αγώνες, όσο και του αριθμού των χωρών από τις οποίες προέρχονταν. Η τάση αυτή ωστόσο δεν επιβεβαιώθηκε και στο εσωτερικό της ΔΟΕ, και συγκεκριμένα στον αριθμό των γυναικών που βρίσκονταν μεταξύ των μελών της. Είναι ενδεικτικό ότι μόλις το 1973 έγινε δεκτή η συμμετοχή γυναικών στη ΔΟΕ, ωστόσο η πρώτη γυναίκα-μέλος εκλέχτηκε το 1981. Σήμερα, λιγότερες από 10 γυναίκες βρίσκονται στη ΔΟΕ, ένας αριθμός πολύ μικρός σε σύγκριση με τους σχεδόν 200 άνδρες.
Η βελτίωση της θέσης των γυναικών από τις αρχές μέχρι το τέλος του 20ού αιώνα, τόσο στον ιδιωτικό όσο και στο δημόσιο βίο, συνεπώς και στον αθλητισμό, υπήρξε το αποτέλεσμα διεργασιών κοινωνικού και πολιτικού εκσυγχρονισμού που αναπτύχθηκε (και εξακολουθεί να αναπτύσσεται) με κέντρο τις κοινωνίες της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής, επιφέροντας καλυτέρευση στις συνθήκες ζωής των γυναικών και άμβλυνση των διακρίσεων σε βάρος τους.
Πηγη:http://www.fhw.gr