πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | Αποκριά | Αποκριές |
γενική | Αποκριάς | Αποκριών |
αιτιατική | Αποκριά | Αποκριές |
κλητική | Αποκριά | Αποκριές |
Ετυμολογία
- Αποκριά < μεσαιωνική ελληνική ἀποκρέα < ἀπόκρεως < ἀπό + κρέως < κρέας
Κύριο όνομα
Αποκριά θηλυκό (& Απόκρια)- η ημέρα πριν την έναρξη της νηστείας του Πάσχα (Κυριακή της Τυροφάγου), αποκορύφωμα των εορτών της αποκριάς, κατά την οποία επιτρέπεται η κρεοφαγία σε όσους πρόκειται να νηστέψουν κατά τη Μεγάλη Σαρακοστή.
- Η Κυριακή της Αποκριάς.
- Tις Mιγά- άντι καλέ, τις Mιγάλις Aπουκριές, τις Mιγάλις Aπουκριές που ανάβουν οι φουτιές...
- Tην τρανή, μπρέ, μπρέ, μπρέ, την Tρανή την Aπουκριά / την Tρανή την Aπουκριά π’ απουκρεύουν τα φαϊά.
- αποκριάτικος