14 Απριλίου 1924: Ανακηρύσσεται η Ελληνική Προεδρευομένη Δημοκρατία, μετά το δημοψήφισμα που κατάργησε τη Βασιλεία. Προσωρινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας αναλαμβάνει ο ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης.
Προεδρευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία είναι τύπος κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, όπου η εκλεγμένη από τον λαό κυβέρνηση παίρνει τις πολιτικές αποφάσεις. Αρχηγός του κράτους είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο οποίος είναι αιρετός και δεν έχει ουσιαστικές πολιτικές αρμοδιότητες.
Τη νομοθετική εξουσία ασκεί το κοινοβούλιο, την εκτελεστική η κυβέρνηση. Η τελευταία πρέπει πάντοτε να απολαμβάνει της εμπιστοσύνης του κοινοβουλίου.
Ιστορικά είναι συνέχεια της βασιλευόμενης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και της συνταγματικής μοναρχίας, αφού η μόνη διαφορά τους είναι ότι στη μεν βασιλευόμενη ο αρχηγός του κράτους είναι κληρονομικός, στη δε προεδρευόμενη είναι αιρετός. Σε όλες τις περιπτώσεις πρόκειται για παράδειγμα αντιπροσωπευτικής και φιλελεύθερης δημοκρατίας.
Το πολίτευμα της προεδρευόμενης συναντάται συνήθως σε χώρες που κατάργησαν τον θεσμό της βασιλείας, είτε είχαν δική τους μοναρχία (π.χ. Αυστρία), είτε είχαν μοναρχία σε πλαίσιο κοινοπολιτείας (π.χ. Ινδία, Μπαγκλαντές, Μαυρίκιος, Ιρλανδία), είτε ήταν τμήματα αυτοκρατοριών ή βασιλείων (π.χ. Ρωσική Αυτοκρατορία, Γιουγκοσλαβία).
Στις περισσότερες χώρες ο πρόεδρος της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας εκλέγεται από το κοινοβούλιο, αλλά σε λίγες εκλέγεται κατευθείαν από το εκλογικό σώμα (π.χ. Ιρλανδία,Βουλγαρία,Πορτογαλία).
Στην Ελβετία δεν υπάρχει θέση ούτε πρωθυπουργού, ούτε προέδρου. Υπάρχει ο Πρόεδρος της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, ο οποίος ορίζεται ως πρώτος μεταξύ ίσων στο επταμελές Ελβετικό Ομοσπονδιακό Συμβούλιο. Το Συμβούλιο είναι ταυτόχρονα κυβέρνηση και αρχηγός του κράτους.
Προεδρευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία είναι τύπος κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, όπου η εκλεγμένη από τον λαό κυβέρνηση παίρνει τις πολιτικές αποφάσεις. Αρχηγός του κράτους είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο οποίος είναι αιρετός και δεν έχει ουσιαστικές πολιτικές αρμοδιότητες.
Τη νομοθετική εξουσία ασκεί το κοινοβούλιο, την εκτελεστική η κυβέρνηση. Η τελευταία πρέπει πάντοτε να απολαμβάνει της εμπιστοσύνης του κοινοβουλίου.
Ιστορικά είναι συνέχεια της βασιλευόμενης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και της συνταγματικής μοναρχίας, αφού η μόνη διαφορά τους είναι ότι στη μεν βασιλευόμενη ο αρχηγός του κράτους είναι κληρονομικός, στη δε προεδρευόμενη είναι αιρετός. Σε όλες τις περιπτώσεις πρόκειται για παράδειγμα αντιπροσωπευτικής και φιλελεύθερης δημοκρατίας.
Το πολίτευμα της προεδρευόμενης συναντάται συνήθως σε χώρες που κατάργησαν τον θεσμό της βασιλείας, είτε είχαν δική τους μοναρχία (π.χ. Αυστρία), είτε είχαν μοναρχία σε πλαίσιο κοινοπολιτείας (π.χ. Ινδία, Μπαγκλαντές, Μαυρίκιος, Ιρλανδία), είτε ήταν τμήματα αυτοκρατοριών ή βασιλείων (π.χ. Ρωσική Αυτοκρατορία, Γιουγκοσλαβία).
Στις περισσότερες χώρες ο πρόεδρος της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας εκλέγεται από το κοινοβούλιο, αλλά σε λίγες εκλέγεται κατευθείαν από το εκλογικό σώμα (π.χ. Ιρλανδία,Βουλγαρία,Πορτογαλία).
Στην Ελβετία δεν υπάρχει θέση ούτε πρωθυπουργού, ούτε προέδρου. Υπάρχει ο Πρόεδρος της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, ο οποίος ορίζεται ως πρώτος μεταξύ ίσων στο επταμελές Ελβετικό Ομοσπονδιακό Συμβούλιο. Το Συμβούλιο είναι ταυτόχρονα κυβέρνηση και αρχηγός του κράτους.