Το κατόρθωμα του Πιπίνου και του Μιαούλη
Η κατάκτηση της Σφακτηρίας από τους Αιγυπτίους και ο θάνατος 400 και πλέον Ελλήνων εκεί, καθώς και η συνεχής απειλή του εχθρικού στόλου (που αμφισβητούσε την ελληνική ναυτική κυριαρχία) και ο κίνδυνος κατάληψης του Νεοκάστρου, έκαναν τον Μιαούλη να ζητά δράση. Και εκείνη την στιγμή γύριζε στο μυαλό του η ιδέα να κάνει κάτι παράτολμο πριν απομακρυνθεί: να μπάσει στο λιμάνι του Ναυαρίνου τα δύο πυρπολικά του και να κάψει όσο γινόταν περισσότερα πλοία του αιγυπτιακού στόλου.
Κάλεσε τους δύο κυβερνήτες. Ο Ανδρέας Πιπίνος δήλωσε με θάρρος ότι μπαίνει, αλλά ο κίνδυνος ήταν τόσο μεγάλος που δεν βρίσκονταν αρκετοί ναύτες. Μόνο έξι από τους ανθρώπους του δέχονταν να τον ακολουθήσουν. Ο Μιαούλης προκήρυξε τότε αμοιβή 1000 γρόσια αν κατόρθωναν να κάψουν καμιά φρεγάτα. ‘Ετσι παρουσιάστηκαν λίγοι ακόμη ναύτες από διάφορα πλοία και καταρτίσθηκε πλήρωμα.
Ο κυβερνήτης του δεύτερου πυρπολικού, ο Δημήτρης Ραφαλιάς, δεν θέλησε να ριψοκινδυνεύσει. Τότε παρουσιάσθηκε εθελοντής ο Γιώργης Πολίτης, απλός ναύτης, και ζήτησε να οδηγήσει το πυρπολικό. Ο Ραφαλιάς αμέσως παραιτήθηκε από τη θέση του και αντικαταστάθηκε από αυτόν. Και για αυτό το πυρπολικό βρέθηκαν λίγοι ακόμη ναύτες από διάφορα πλοία
Και ενώ γίνονταν αυτά, έφθασαν τα τέσσερα νέα πυρπολικά που έρχονταν από την Ύδρα: των Αντώνη Μπίκου, Αναστασίου Ρομπότση, Δημήτρη Τσαπέλη και Κ. Μπελεμπίνη, καθώς και η γολέτα «Τερψιχόρη» με λίγα πολεμοφόδια. Την ίδια νύκτα η υδραίικη μοίρα, δώδεκα πλοία και τα έξι πυρπολικά αγκυροβόλησαν πίσω από την (νήσο) Σαπιέντζα. Εκεί έμεινε όλη την άλλη μέρα, προσπαθώντας να κρυφτεί. Αλλά δεν το κατόρθωσε. Ένα αυστριακό πλοίο την είδε και, αφού μπήκε στο κανάλι, το απόγευμα της 30ης Απριλίου/12ης Μαΐου 1825 ειδοποίησε τους επικεφαλής της αλγερινής και της αιγυπτιακής μοίρας (του Ιμπραήμ) για την παρουσία του ελληνικού στόλου και τους ανακοίνωσε ότι σε λίγο θα δέχονταν επίθεση από αυτόν.
Μόλις πήρε αυτήν την πληροφορία, ο διοικητής της αλγερινής μοίρας διέταξε τα πλοία του να τεθούν σε κίνηση και να ανοιχθούν. Οι Αιγύπτιοι φάνηκαν νωθροί. Πολλοί κυβερνήτες και πληρώματα ήσαν έξω στη Μεθώνη και διασκέδαζαν. Μα ο Μιαούλης δεν άργησε. Παρέκαμψε την Σαπιέντζα και μπήκε στο στενό ανάμεσα σε αυτήν και την (νήσο) Σχίζα. Μια ώρα αργότερα, κατά τις 5 μ.μ., τα ελληνικά σκάφη βρίσκονταν ξαφνικά μπροστά στον εχθρό. Ο άνεμος ήταν νοτιοανατολικός, δηλαδή στον άξονα του στενού Σαπιέντζας-Μεθώνης όπου βρισκόταν ο αιγυπτιακός στόλος. Τα ελληνικά πλοία είχαν τον καιρό από την πρύμνη. Καθώς μπήκαν στο στενό άρχισαν να κανονιοβολούν. Άνοιξαν επίθεση κατά των Αλγερινών και λίγο έλειψε να χτυπήσουν και το αυστριακό επειδή δεν διέκριναν τη σημαία του. Οι Αιγύπτιοι τα έχασαν, βρέθηκαν υποχρεωμένοι εκείνη τη στιγμή να κάμουν τους απαραίτητους χειρισμούς για να κινηθούν. Πάνω στον πανικό τους δεν σκέφθηκαν να κόψουν τις άγκυρες.
Ενώ τα ελληνικά μαχητικά πλοία συμπλέκονταν με τα αλγερινά που βρίσκονταν σε κίνηση και τα αιγυπτιακά έμεναν καθηλωμένα, τα έξι ελληνικά πυρπολικά (ανάμεσά τους και ο Πιπίνος) μπόρεσαν να αναπτυχθούν και να διαλέξουν τους στόχους τους. Η παρουσία τους επιδείνωσε την σύγχυση των αιγυπτιακών πληρωμάτων. Εγκατέλειψαν τους χειρισμούς και άλλοι όρμησαν να μπουν στις βάρκες, άλλοι έπεσαν στη θάλασσα. Ένα πυρπολικό έδωσε φωτιά στην ωραία κορβέτα που μεταδόθηκε και σε μια άλλη γειτονική της. Το δεύτερο πυρπολικό έκαψε την φρεγάτα «Ασία» των 44 κανονιών ενώ άλλα πυρπολικά έκαψαν δύο βρίκια και δύο γολέτες. Από αυτά τα σκάφη πήραν φωτιά και άλλα πέντε μεταγωγικά, ανεβάζοντας έτσι τον αριθμό των πυρποληθέντων αιγυπτιακών σκαφών σε δώδεκα.