Μικρασιατική Εκστρατεία | |||
---|---|---|---|
Μεσοπόλεμος | |||
Πόλεμος χαρακωμάτων στη Μικρασιατική Εκστρατεία | |||
Ημερομηνία | Mάιος 1919 – Oκτώβριος 1922 | ||
Τόπος | Δυτική Μικρά Ασία | ||
Έκβαση | Tουρκική νίκη | ||
Παραχωρήσεις που δόθηκαν | Συνθήκη της Λωζάνης • Ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ των δύο χωρών • Τερματισμός της Ελληνικής παρουσίας στη Μικρά Ασία • Εδάφη που είχαν αρχικά παραχωρηθεί στην Ελλάδα από την Οθωμανική Αυτοκρατορία επιστράφηκαν στη Δημοκρατία της Τουρκίας | ||
Εμπλεκόμενες πλευρές | |||
| |||
Ηγετικά πρόσωπα | |||
| |||
Απολογισμός | |||
| |||
Σημειώσεις:
|
Η Μικρασιατική Εκστρατεία, γνωστή διεθνώς ως Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1919-1922 και στην Τουρκία ως το Δυτικό Μέτωπο του Τούρκικου πολέμου της Ανεξαρτησίας ήταν μια σειρά στρατιωτικών γεγονότων, που συνέβησαν κατά το διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μεταξύ Μαίου 1919 και Οκτωβρίου 1922. Ο πόλεμος διεξήχθη μεταξύ της Ελλάδας και του Τουρκικού Εθνικού Κινήματος, που θα ίδρυε αργότερα τη Δημοκρατία της Τουρκίας.
Ελληνοτουρκικός Πόλεμος 1919-1922
Ο επονομαζόμενος Ελληνο-Τουρκικός πόλεμος του 1919-1922, ονομάστηκε έτσι από το γενικευμένο πόλεμο των Συμμάχων κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά τον οποίο και ενεπλάκη η Ελλάδα στη λεγόμενη "Μικρασιατική εκστρατεία". Είναι επίσης γνωστός και ως Πόλεμος της Μικράς Ασίας, και για την Τουρκία αποτελεί κομμάτι του Τούρκικου πολέμου της Ανεξαρτησίας από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις κατοχής (Βρετανία, Γαλλία, Ιταλία, θεωρούμενη ομοίως και η Ελλάδα).
Το 1919, ο Ελευθέριος Βενιζέλος και η κυβέρνησή του, έχοντας την υποστήριξη των νικητών του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, διέταξαν την απόβαση ελληνικών στρατευμάτων στην Μικρά Ασία με "εντολή" (η μέχρι πρότινος χρησιμοποιηθείσα λέξη "πρόσχημα" δεν αποδίδει σωστά την τότε κατάσταση) την αποκατάσταση της ειρήνης και της τάξης, στην ουσία δηλ. την απόφαση της Αντάντ περί εφαρμογής της επικείμενης συνθήκης των Σεβρών επί των ηττηθέντων Τούρκων. Και ναι μεν ο τελικός στόχος των Ελλήνων ήταν η προσάρτηση περιοχών της Μικράς Ασίας (κυρίως στα παράλια) όπου το ελληνικό στοιχείο, είτε ως πλειοψηφία είτε όχι, ζούσε και δραστηριοποιούνταν έντονα, πρωταρχική όμως μέριμνα της Κυβέρνησης Βενιζέλου ήταν, όντως, η "προστασία των ελληνικών πληθυσμών" από την τουρκική αυθαιρεσία καθώς και η ολοκλήρωση της επανανάκτησης εδαφών και πληθυσμών από την πάλαι ποτέ Οθωμανική Αυτοκρατορία, δηλ. η πραγματοποίηση της "Μεγάλης Ιδέας". Μάλιστα αυτά γίνονται με νωπή την εμπειρία από την αισχρή μεταχείριση των πληθυσμών αυτών μετά τους βαλκανικούς πολέμους, όταν δηλ. χιλιάδες μη-Τούρκοι μικρασιάτες (και όχι μόνον Έλληνες) υπέστησαν απάνθρωπες πιέσεις και εκδιώχθηκαν από τις πατρογονικές εστίες τους κατά τρόπο που άγγιζε και συχνά ξεπερνούσε τα όρια της εθνοκάθαρσης. Μάλιστα ο ελληνικός στρατός εστάλη εκεί από τους συμμάχους δίκην χωροφύλακα, χωρίς η Ελλάδα να έχει δικαιώματα επί της Σμύρνης και της ευρύτερης ηπειρωτικής της περιοχής. Μόνο μετά από 5 χρόνια και αφού θα διενεργείτο δημοψήφισμα, θα αποφασιζόταν η τύχη της Σμύρνης και σε ποια χώρα θα περνούσε. Προφανώς όμως η Ελλάδα πίστευε ότι, εκ των πραγμάτων, θα "κέρδιζε" το δημοψήφισμα.
Το 1920 υπογράφηκε η Συνθήκη των Σεβρών (10 Αυγούστου 1920), η οποία καθόριζε μέχρι πού θα μπορούσαν να προχωρήσουν τα ελληνικά στρατεύματα.
Και ενώ ο Σουλτάνος εδέχθη την συνθήκη, οι Νεότουρκοι με επικεφαλής τον Μουσταφά Κεμάλ ή Ατατούρκ (Γενάρχης των Τούρκων) όπως ονομάστηκε από τους ομοεθνείς του στη συνέχεια δεν την αναγνώρισαν και άρχισαν να προετοιμάζονται για πόλεμο ώστε να αντιμετωπίσουν την Αντάντ και τους Έλληνες συμμάχους της. Αυτό οδήγησε την ελληνική κυβέρνηση στην ανάληψη δράσης προκειμένου να επιβάλει τα συμφωνηθέντα, με την προοπτική να κερδίσει επιπλέον εδάφη, τα οποία θεωρούσε πλειοψηφούντα σε ελληνικό πληθυσμό ("γραμμή Βενιζέλου"). Έτσι, τα ελληνικά στρατεύματα άρχισαν να προελαύνουν στην ημιάναρχη Οθωμανική Αυτοκρατορία η οποία μαστιζόταν από εμφύλιες διαμάχες μεταξύ του Σουλτάνου και των Κεμαλιστών.
Πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα ανέτρεψαν τον Βενιζέλο, αφού στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 δεν εξελέγη ούτε καν βουλευτής, ενώ στην Τουρκία ο Μουσταφά Κεμάλ εδραιωνόταν όλο και πιο γερά. Αυτό οδήγησε στην αποδυνάμωση του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία, το οποίο βασιζόταν κυρίως σε βενιζελικούς αξιωματικούς, και αντίστροφα, σε ενδυνάμωση του τουρκικού. Παράλληλα η άνοδος του Κωνσταντίνου στον θρόνο προκάλεσε την δυσφορία των "συμμαχικών" δυνάμεων απέναντι στην Ελλάδα και σύντομα την πολιτική απομόνωσή της σε διεθνές επίπεδο καθώς ο Κωνσταντίνος είχε άμεσες σχέσεις με την έκπτωτη βασιλική οικογένεια της ηττημένης Γερμανίας.
Το 1922 τα τουρκικά στρατεύματα άρχισαν την αντεπίθεση. Αφού επέτυχαν τη διάσπαση των ελληνικών δυνάμεων και την αποκοπή και συντριβή μέρους αυτών, ο κεμαλικός τουρκικός στρατός ανάγκασε τον εναπομείνοντα ελληνικό να υποχωρεί διαρκώς, ενώ μαζί με τον ελληνικό στρατό έφευγαν και Έλληνες που φοβόντουσαν αντίποινα από τους Τούρκους. Ο ελληνικός στρατός αναγκάστηκε να αποχωρήσει από την Μ.Ασία και ο πόλεμος είχε ουσιαστικά τελειώσει. Με την Συνθήκη της Λωζάνης (24 Ιουλίου 1923), καθορίστηκαν τα νέα εδαφικά καθεστώτα του ελληνικού και τουρκικού κράτους αντίστοιχα.
Μαύρες Σελίδες στην ιστορία του πολέμου αυτού αποτελούν η πυρπόληση της Σμύρνης, η οποία σύμφωνα με τους Έλληνες αλλά και αρκετούς υπηκόους ξένων κρατών της Ευρώπης και των ΗΠΑ που ήσαν αυτόπτες μάρτυρες, προκλήθηκε από τους Τούρκους (η Σμύρνη αποτελούσε τότε μεγάλο φάρο του ελληνισμού), και η ανταλλαγή πληθυσμών ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία που ξεσπίτωσε 1.650.000 Έλληνες και 570.000 Τούρκους.
Η κατάσταση στο Αιγαίο
Η αιτία για την έναρξη του πολέμου ήταν οι μυστικές συμφωνίες των Δυτικών δυνάμεων για να διαμελίσουν την Οθωμανική αυτοκρατορία μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Συγκεκριμένα, η Αγγλία υποσχέθηκε στους Έλληνες εδαφικές προεκτάσεις εις βάρος των Τούρκων αν συμμαχούσαν με τους Συμμάχους στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα εδάφη που υποσχέθηκαν οι Άγγλοι ήταν η Ίμβρος, η Τένεδος και τα μικρασιατικά παράλια.
Αυτή την περίοδο, ο Μουσταφά Κεμάλ, στρατιωτικός και ηγέτης μίας ομάδας επαναστατών, ίδρυσε το Τούρκικο Εθνικό Κίνημα στην Μικρά Ασία. Οι επαναστάτες θέλησαν να ελευθερώσουν τα μέρη που είχαν παραδοθεί στην Ελλάδα με την απραξία της Υψηλής Πύλης.
Άφιξη Ελληνικών στρατευμάτων
Στις 15 Μαΐου 1919 ελληνικά στρατεύματα έφθασαν στη Σμύρνη και κατέλαβαν την πόλη και τις γύρω περιοχές, με την κάλυψη του Ελληνικού, Γαλλικού και Βρετανικού ναυτικού. Ταυτόχρονα οι Έλληνες είχαν καταλάβει και την Ανατολική Θράκη.
Έλληνες και Αρμένιοι της Σμύρνης υποδέχτηκαν τους Έλληνες ως σωτήρες. Οι Τούρκοι έβλεπαν τους Έλληνες ως κατακτητές στον τόπο τους. Το μεγαλύτερο μέρος του Τούρκικου στρατού στην περιοχή παραδόθηκε στα συμμαχικά στρατεύματα ή κατέφυγε στην ύπαιθρο. Οι Δυτικές δυνάμεις συνέχισαν την κατάκτηση των γύρω περιοχών με σκοπό να ενισχύσουν την θέση τους στην περιοχή της Σμύρνης. Σταδιακά, η Ελλάδα είχε κατακτήσει το μεγαλύτερο μέρος των παραλίων της Μικράς Ασίας.
Ισχυροποίηση των Ελληνικών διεκδικήσεων
Τον Μάιο του 1919 η Ελλάδα (εκ των νικητών του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου) εξασφάλισε από τις μεγάλες δυνάμεις της "Τριπλής Συνεννοήσεως" («Αντάντ») -και χάρις στις ενέργειες του πρωθυπουργού της Ελευθέριου Βενιζέλου- την άδεια να αποβιβάσει στρατεύματα στη Σμύρνη, προκειμένου να προστατεύσει τους χριστιανικούς πληθυσμούς της Ιωνίας από δολιοφθορές των Τούρκων ατάκτων. Η κατάληψη της πρωτεύουσας της Ιωνίας έγινε μέσα σε πανηγυρικό κλίμα και χωρίς αντίσταση (αν και κατά τις πρώτες ημέρες καταγράφηκαν αρκετά αιματηρά επεισόδια με ευθύνη και των δύο πλευρών), τοποθετήθηκαν Ελληνικές διοικητικές αρχές που υπήχθησαν στις εντολές του αρμοστή Αριστείδη Στεργιάδη και ξεκίνησε η προσπάθεια να αναχαιτιστούν οι εχθρικές επιβουλές, με στρατιωτικές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις προς τα ενδότερα.
Με τη συμφωνία των Σεβρών (1920) που υπέγραψε η ηττημένη του πολέμου Οθωμανική Τουρκία αναγνωρίσθηκε η επικυριαρχία του Σουλτάνου στην καταληφθείσα περιοχή, πλην όμως το χρονοδιάγραμμα προέβλεπε Ελληνική διοίκηση για την επόμενη πενταετία πέραν της οποίας παρεχόταν η δυνατότητα μέσω δημοψηφίσματος να περιέλθει οριστικά στην Ελληνική επικράτεια. Παράλληλα, η Ανατολική Θράκη παραχωρήθηκε στην Ελλάδα έως τη γραμμή Αίνου-Μήδειας, ενώ με ξεχωριστή συμφωνία η Ιταλία συναινούσε να αποδώσει και τα Δωδεκάνησα στην Ελλάδα.
Ασταθής ισορροπία
Η συμφωνία των Σεβρών που υπεγράφη στις 28 Ιουλίου (σύμφωνα με το παλαιό ημερολόγιο) του 1920 αποτέλεσε μια τεράστια διπλωματική επιτυχία του Βενιζέλου, την οποία όμως δεν επικύρωσε επίσημα σχεδόν καμιά από τις πλευρές που την υπέγραψαν και την οποία ουδέποτε αναγνώρισε ο Μουσταφά Κεμάλ, μετέπειτα γνωστός και ως «Ατατούρκ», (περίφημος αξιωματικός του Τουρκικού στρατού που είχε διακριθεί στην αντίσταση κατά των δυτικών δυνάμεων στη χερσόνησο της Καλλίπολης, όπου η Αντάντ υπέστη πανωλεθρία). Ο Κεμάλ οργάνωσε ανταρτικό στρατό και όρισε την έδρα της επαναστατικής του κυβέρνησης στην Άγκυρα κηρύσσοντας αγώνα μέχρις εσχάτων. Από την άλλη πλευρά, ο Βενιζέλος, συνειδητοποιώντας πως η συνθήκη των Σεβρών κινδύνευε να παραμείνει "νεκρό γράμμα", αποφάσισε να την επιβάλει δια των όπλων και διέταξε το καλοκαίρι του 1920, την εντατικοποίηση των στρατιωτικών επιχειρήσεων και τη γενίκευση της σύγκρουσης (που γρήγορα μετατράπηκε σε ολοκληρωτικό πόλεμο με εκατέρωθεν ωμότητες) στη Μικρασιατική ενδοχώρα, υπό το στρατηγό Λεωνίδα Παρασκευόπουλο. Ο ελληνικός στρατός, παρά τις δολιοφθορές των ατάκτων Τσετών κατόρθωσε να καταλάβει μια σειρά από πόλεις στις οποίες κατοικούσαν ελληνικής καταγωγής πληθυσμοί και να δώσει το δικαίωμα στην πολιτική ηγεσία να ελπίζει σε περιορισμό του τουρκικού στοιχείου στα οροπέδια της κεντρικής Ασίας. Παράλληλα, μια σειρά από πολιτιστικές και κοινωνικές πρωτοβουλίες της ελληνικής διοίκησης της Μικράς Ασίας, όπως αρχαιολογικές ανασκαφές, ιδρύσεις εκπαιδευτικών και άλλων ιδρυμάτων αποσκοπούσαν στην εμπέδωση της ελληνικής συνείδησης των κατοίκων και τη δημιουργία υποδομών για την οριστική ενσωμάτωση των απελευθερωμένων (καταληφθεισών, κατά την τουρκική πλευρά) περιοχών στην ελληνική επικράτεια.
Στην Ελλάδα ωστόσο (παρά την διαφαινόμενη καθιέρωση της χώρας ως μίας περιφερειακής βαλκανικής δύναμης που εκτεινόταν γεωγραφικά σε δύο ηπείρους και πέντε θάλασσες) η δυσαρέσκεια του κόσμου αυξήθηκε από τις πολλές αυθαιρεσίες των βενιζελικών εναντίον των φιλομοναρχικών (μεταξύ των οποίων και η δολοφονία του επιφανούς στελέχους της αντιβενιζελικής παράταξης αγωνιστή, λογίου και πολιτικού Ίωνα Δραγούμη) μετά τη δολοφονική απόπειρα κατά του πρωθυπουργού στο σταθμό της Λυών από δύο απότακτους βασιλόφρονες αξιωματικούς. Παράλληλα, η οργισμένη και συνασπισμένη αντιπολίτευση δήλωνε ότι θα φρόντιζε να εξασφαλίσει την επιστροφή των ταλαιπωρημένων στρατιωτών που βρίσκονταν στα όπλα από το 1912 χωρίς σχεδόν καμία διακοπή, ενώ η ξαφνική απώλεια από δάγκωμα πιθήκου του νεαρού βασιλιά (Αλέξανδρος Α'), που είχε διαδεχθεί τον έκπτωτο πατέρα του (Κωνσταντίνος Α') και είχε αρμονική συνεργασία με το Βενιζέλο, επέτεινε την πολιτική αστάθεια.
Ο Βενιζέλος αναγκάσθηκε να προσφύγει στις κάλπες, όπου, χάρις στο εκλογικό σύστημα που εφαρμόσθηκε, η «Ηνωμένη Αντιπολίτευσις» και ο επικεφαλής της Δημήτριος Γούναρης θριάμβευσαν παρότι υπολείπονταν σε ψήφους.
Ελληνική επέκταση
Τον Οκτώβριο του 1920, ο Ελληνικός στρατός προχώρησε στην Ανατολική Μικρά Ασία με την στήριξη πάντα των Δυτικών οι οποίοι ήθελαν την Τούρκικη κυβέρνηση να υπογράψει την Συνθήκη των Σεβρών. Οι επιχειρήσεις αν και ξεκίνησαν από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, συνεχίστηκαν από τον Δημήτριο Γούναρη, αφού το κόμμα του Βενιζέλου έχασε τις εκλογές. Ο Γούναρης έκανε στρατηγούς του Ελληνικού στρατού, άσχετους και άπειρους μοναρχιστές με τον Βασιλιά Κωνσταντίνο να έχει τον πλήρη έλεγχο των στρατευμάτων στη Σμύρνη. Οι ελληνικές δυνάμεις είχαν μία αποστολή. Να νικήσουν τον στρατό του Ατατούρκ και να τον αναγκάσουν σε διαπραγματεύσεις.
Η πρώτη ήττα για τους Έλληνες ήρθε στην πρώτη μάχη του Ινονού στις 11 Ιανουαρίου 1921. Στη δεύτερη μάχη του Ινονού, όντως η ελληνική ολιγωρία και έλλειψη εφεδρειών οδήγησε την ελληνική πλευρά στην πρώτη ουσιαστικά μεγάλη της ήττα από τον Κεμαλικό στρατό. Η Δύση ήθελε να επισπεύσει τον διπλωματικό διάλογο, φοβούμενη χειροτέρευση της κατάστασης αλλά παρόλο που έφτασαν κοντά σε συμφωνία, η Ελληνική κυβέρνηση αρνήθηκε να υπογράψει συνθήκη πιστεύοντας ότι μπορούσαν να κατακτήσουν ακόμη περισσότερα με τα όπλα. Έτσι, η δεύτερη μάχη του Ινονού, ξεκίνησε στις 27 Μαρτίου και κατέληξε σε θριαμβευτική νίκη των Τούρκικων δυνάμεων. Οι Βρετανοί, αν και ήταν με το μέρος της Ελλάδος, αρνήθηκαν να συνεχίσουν την στρατιωτική στήριξη, για να μην προκαλέσουν την Γαλλική κυβέρνηση. Εν τω μεταξύ, η Τουρκία έλαβε σημαντική στρατιωτική και χρηματική βοήθεια από τους Ρώσους.
Μεταστροφή του διεθνούς παράγοντα
Ο Βενιζέλος απογοητευμένος από την έκβαση των γεγονότων αυτοεξορίστηκε στο Παρίσι και το Νοέμβριο του 1920 ο Κωνσταντίνος επέστρεψε στο θρόνο. Η Γαλλία και η Ιταλία βρήκαν σε αυτή την εξέλιξη το πρόσχημα που αναζητούσαν για να απαγκιστρωθούν από την Μικρά Ασία στην οποία κατείχαν σημαντικά εδάφη (αλλά ήδη είχαν έλθει σε μυστικές συνεννοήσεις για την αποχώρησή τους με ανταλλάγματα). Απείλησαν την Ελλάδα ότι ενδεχόμενη παλινόρθωση του γερμανόφιλου Κωνσταντίνου θα οδηγούσε σε ρήξη των σχέσεων, κάτι που όμως αγνόησε η νέα Ελληνική κυβέρνηση.
Στην Τουρκία, ο Κεμάλ συνέχιζε τον αγώνα του κατά του Σουλτάνου (ο οποίος ήταν πρόθυμος να δεχθεί τη συμφωνία των Σεβρών, διατηρώντας τα προνόμιά του) αλλά και της ξενικής τριπλής κατοχής, ενώ στην απέναντι όχθη του Αιγαίου η κυβέρνηση Γούναρη όχι μόνο δεν επανέφερε το στρατό, αλλά αποφάσισε (με την παρότρυνση των Άγγλων που εξυπηρετούσαν τα δικά τους συμφέροντα) να κλιμακώσει τις στρατιωτικές επιχειρήσεις. Ωστόσο, την Ελληνική ηγεσία απασχολούσε έντονα (σύμφωνα και με δηλώσεις του ίδιου του Γούναρη) η τύχη των Ελληνικής καταγωγής πληθυσμών, σε περίπτωση που αποφασιζόταν η διακοπή της εκστρατείας.
Στις 29 Μαίου του 1921 (σε μία συμβολικά επιλεγμένη χρονική στιγμή, 468 χρόνια από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης) ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος αποβιβάσθηκε στη Σμύρνη και συμμετείχε σε ευρεία στρατιωτική σύσκεψη, όπου ορίστηκε ως στόχος η κατάληψη της Άγκυρας και η καταστροφή του σταθμού ανεφοδιασμού του εχθρού, ενέργεια η οποία σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Ελληνικού επιτελείου θα οδηγούσε τον Κεμάλ σε συνθηκολόγηση. Έπειτα ανέλαβε την αρχιστρατηγία του εκεί Ελληνικού Στρατού, αντικαθιστώντας εν μέρει τον Αναστάσιο Παπούλα. Την άνοιξη του 1922, η κατάσταση της υγείας του επιδεινώθηκε και επέστρεψε στην Αθήνα.
Καθήλωση και αδράνεια
Η προέλαση του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος (120.000 άνδρες) μέσω της Αλμυρής Ερήμου έφερε τις Ελληνικές δυνάμεις (οι οποίες προέβησαν σε πολλές ωμότητες κατά του Τουρκικού πληθυσμού) προ των πυλών της Άγκυρας. Εκεί, στην κρίσιμη μάχη που ακολούθησε τον Αύγουστο του 1921, ο Ελληνικός στρατός αναγκάσθηκε να καθηλωθεί, καθώς οι Τούρκοι -συναισθανόμενοι ότι σε περίπτωση ήττας θα έχαναν τα πάντα- προέβαλαν λυσσαλέα αντίσταση. Παράλληλα, ο Κεμάλ -που σύμφωνα με τους βιογράφους του ήταν έτοιμος να οπισθοχωρήσει- αναθάρρησε και συνέχισε τον ανεφοδιασμό, τη στρατολόγηση νέων ανδρών (που συνέρρεαν στις τάξεις του) και τις μυστικές συμφωνίες, τόσο με τη νεοπαγή Σοβιετική Ένωση (καθώς οι Μπολσεβίκοι του παραχώρησαν πολύτιμο εξοπλισμό -μη ξεχνώντας την προηγηθείσα συμμετοχή της Ελλάδας με μισθοφορικό στρατό στην εναντίον τους εκστρατεία της Αντάντ στην Ουκρανία- θεωρώντας ότι η χώρα του δεχόταν και εκείνη επίθεση από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις), όσο και με Κούρδους αυτονομιστές.
Μετά την εγκατάσταση του Ελληνικού Στρατού σε ενεργητική άμυνα γύρω από το Εσκί Σεχήρ - Κιουτάχεια - Αφιόν Καραχισάρ, για ένα ολόκληρο χρόνο συνεχιζόταν αυτή η κατάσταση, με τους Τούρκους να απορρίπτουν πρόταση των Δυνάμεων της Αντάντ για ειρήνη και απαιτώντας την συνθηκολόγηση και αποχώρηση της Ελληνικής στρατιάς υπό όρους και τους δυτικούς ηγέτες να αποκλείουν κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τον Ελληνικό στρατό, κάτι που ήταν μια τελευταία απελπισμένη κίνηση της ελληνικής πλευράς για να εκβιάσει την κατάσταση και να εξουδετερώσει τον διαφαινόμενο κίνδυνο.
Η μεγάλη ανάπτυξη των Ελληνικών γραμμών που εκτείνονταν σε μία τεράστια απόσταση χωρίς να υπάρχει η απαραίτητη αλληλοκάλυψη των τμημάτων, η εξάντληση των στρατιωτών από την πολύμηνη παραμονή τους σε κατάσταση εκστρατείας μέσα σε ένα απόλυτα εχθρικό περιβάλλον πολύ μακριά από τα φιλικά παράλια, η ενδυνάμωση του αντιπάλου και η ασυνεννοησία με την πολιτική ηγεσία που αντικατέστησε τον αρχιστράτηγο (Αναστάσιο Παπούλα) με έναν ιδιόρρυθμο στρατηγό (Γεώργιο Χατζανέστη) οδήγησαν στην διάρρηξη του μετώπου και την οπισθοχώρηση.
Το τέλος
Ο Ελληνικός στρατός συνέχισε να προχωράει μέχρι και 100 χλμ. έξω από την Άγκυρα. Εκεί, τον Αύγουστο του 1921, ο Μουσταφά Κεμάλ με τον στρατό του υπερασπίστηκε την πρωτεύουσα, πλέον, όχι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά της Τούρκικης Δημοκρατίας. Μετά από σκληρή μάχη με πολλούς νεκρούς, οι Έλληνες οπισθοχώρησαν. Τα ελληνικά τμήματα καθηλώθηκαν στις όχθες του Σαγγάριου ποταμού και ένα χρόνο αργότερα εκδηλώθηκε μεγάλη τουρκική αντεπίθεση (Αύγουστος 1922). Μέσα σε λίγες μόνο εβδομάδες, ο Ελληνικός στρατός είχε μόνο την Σμύρνη υπό τον έλεγχό του.
Ο στρατός του Ατατούρκ έφτασε στην Σμύρνη, την οποία και κατέλαβε. Μπαίνοντας στην πόλη ο τουρκικός στρατός κατακρεούργησε εκατοντάδες χιλιάδες Ελλήνων Μικρασιατών, άνδρες, γυναίκες και δεν χαρίστηκαν ούτε στα παιδιά.
Η καταστροφή
Στα τέλη Αυγούστου του 1922 ο Κεμάλ εξαπέλυσε την αναμενόμενη αντεπίθεση και τα Ελληνικά στρατεύματα υποχρεώθηκαν είτε σε ομαδική παράδοση και αιχμαλωσία, είτε σε άτακτη υποχώρηση προς τη θάλασσα και τη σωτηρία. Ο Κεμάλ εισήλθε στη Σμύρνη στις αρχές Σεπτεμβρίου και εγκαταστάθηκε ως απελευθερωτής στην πόλη. Οι νικητές προέβησαν σε εκτεταμένες βιαιοπραγίες εις βάρος του χριστιανικού πληθυσμού όλης της Μικράς Ασίας. Οι ελληνικές και αρμενικές συνοικίες της Σμύρνης παραδόθηκαν στις φλόγες, ενώ οι κάτοικοί τους αναζητούσαν απεγνωσμένα τρόπο διαφυγής προς το Αιγαίο, κάτω από τα αδιάφορα (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων) βλέμματα των πληρωμάτων των συμμαχικών πλοίων τα οποία τηρούσαν στάση αυστηρής ουδετερότητας (όπως είχαν διαταχθεί) μπροστά στη σφαγή, ενώ καταγράφηκαν και περιπτώσεις όπου οι άνδρες των πληρωμάτων ράβδιζαν τα χέρια των ικετεύοντων χριστιανών που προσπαθούσαν να ανεβούν στα καταστρώματα για να σωθούν.
Η αρνητική έκβαση της μικρασιαστικής εκστρατείας οδήγησε στη μεγάλη καταστροφή, την απώλεια εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπινων ζωών και την προσφυγοποίηση 1,5 εκατομμυρίου άλλων. Στα συντρίμμια της Σμύρνης τερματίσθηκε η Ελληνική παρουσία 2.500 ετών στη Μικρά Ασία και ενταφιάστηκε η ιδεολογία της «Μεγάλης Ιδέας», η οποία είχε αποτελέσει επί σχεδόν έναν αιώνα τον κεντρικό άξονα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και τη βασική πηγή τροφοδότησης της νεοελληνικής αυτοσυνειδησίας.