Το γλείφω προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα λείχω που σημαίνει εφαρμόζω και γλιστράω τη γλώσσα μου πάνω σε κάτι. Από αυτό παράγονται λέξεις όπως γλειφιτζούρι, γλείψιμο, γλείφτης κτλ.
γλείφω < αρχαία ελληνική ἐκ- + λείχω.
Η σημασία που έχει στα νέα ελληνικά το ρήμα γλείφω είναι οι εξής:
Το γλύφω προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα γλύφω που σημαίνει λαξεύω, επεξεργάζομαι την πέτρα ή άλλο σκληρό υλικό με σκοπό την παραγωγή ενός γλυπτού. Από αυτό παράγονται λέξεις όπως γλύπτης, γλυπτό, γλυπτική κτλ.
γλύφω < αρχαία ελληνική γλύφω
Η σημασία που έχει στα νέα ελληνικά το ρήμα γλύφω είναι οι εξής:
λαξεύω, σκαλίζω, χαράσσω.
Για το e-didaskalia.blosgpot.gr
Αποστόλης Ζυμβραγάκης
Πτυχιούχος Φιλοσοφίας - Παιδαγωγικής - Ψυχολογίας Αθηνών
γλείφω < αρχαία ελληνική ἐκ- + λείχω.
Η σημασία που έχει στα νέα ελληνικά το ρήμα γλείφω είναι οι εξής:
- εφαρμόζω και γλιστράω τη γλώσσα μου πάνω σε κάτι
- η μικρή έγλειφε το παγωτό της με απόλαυση.
- (μεταφορικά) πλησιάζω να αγγίξω
- οι φλόγες της φωτιάς σχεδόν έγλειφαν τον οικισμό.
- (μειωτικά) κολακεύω
- Είναι ένας τιποτένιος. Μόνο γλείφοντας τους προϊσταμένους του θα πάρει προαγωγή.
Το γλύφω προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα γλύφω που σημαίνει λαξεύω, επεξεργάζομαι την πέτρα ή άλλο σκληρό υλικό με σκοπό την παραγωγή ενός γλυπτού. Από αυτό παράγονται λέξεις όπως γλύπτης, γλυπτό, γλυπτική κτλ.
γλύφω < αρχαία ελληνική γλύφω
Η σημασία που έχει στα νέα ελληνικά το ρήμα γλύφω είναι οι εξής:
λαξεύω, σκαλίζω, χαράσσω.
Για το e-didaskalia.blosgpot.gr
Αποστόλης Ζυμβραγάκης
Πτυχιούχος Φιλοσοφίας - Παιδαγωγικής - Ψυχολογίας Αθηνών