Στείβω, στίβω ή στύβω;

Αποστόλης Ζυμβραγάκης
3
Κατ' αρχάς οι σημασίες του ρήματος είναι οι εξής:

  • πιέζω κάτι με δύναμη ή το συστρέφω με σκοπό να βγει το υγρό ή ο χυμός που περιέχει
    Στείψε ένα πορτοκάλι και πιες το χυμό του.
    Στείβε τα ρούχα πριν τα απλώσεις.

  • (μεταφορικά) πιέζω κάποιον υπερβολικά ή τον απομυζώ οικονομικά
     συνώνυμα: απομυζώ, ξεζουμίζω

  • (αμετάβατο) στεγνώνω, στερεύω

  • Ας δούμε τώρα πώς ετυμολογείται:

    Η λέξη "στείβω" προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό "στείβω" που σημαίνει «πατώ, συμπιέζω». Από το "στείβω" παράγονται λέξεις όπως "στειμμένη", "στείψιμο", "λεμονοστείφτης", κτλ.

    στείβω αρχαία ελληνική στείβω

    Η λέξη "στίβω" προέρχεται από το ίδιο αρχαίο ελληνικό "στείβω", αλλά η  γραφή με -ι- προκύπτει από τη μηδενισμένη βαθμίδα του αρχαιοελληνικού ρήματος. Από το "στίβω" παράγονται λέξεις όπως  "στίβος", "στιβαρός" κτλ.

    στίβω < αρχαία ελληνική στείβω · η γραφή με -ι- προέκυψε από τη μηδενισμένη βαθμίδα του αρχαιοελληνικού ρήματος

    Η λέξη "στύβω" προέρχεται κι αυτή από το αρχαίο ελληνικό "στείβω", αλλά η γραφή με -υ- προκύπτει ύστερα από παρετυμολογία από το αρχαίο ελληνικό στύφω (σουφρώνω τα χείλια, επειδή δοκίμασα κάτι στυφό). 

    στύβω < αρχαία ελληνική στείβω (η γραφή με -υ- προέκυψε από παρετυμολογία: < αρχαία ελληνική στύφω)

    Συνεπώς η πιο ορθή γραφή είναι "στείβω" με -ει- μιας και η λέξη υπάρχει στα αρχαία ελληνικά έτσι ακριβώς, τόσο όσον αφορά την ορθογραφία της, αλλά και τη σημασία της.

    Για το e-didaskalia.blosgpot.gr
    Αποστόλης Ζυμβραγάκης
    Πτυχιούχος Φιλοσοφίας - Παιδαγωγικής - Ψυχολογίας Αθηνών

    Δημοσίευση σχολίου

    3Σχόλια
    Δημοσίευση σχολίου