Σαν σήμερα, 10 Ιουλίου 1940, αρχίζει η Μάχη της Αγγλίας, που θα διαρκέσει 114 ημέρες. Ο Χίτλερ προσπαθεί να εκμηδενίσει τη βρετανική αεροπορία, με τελικό στόχο τη γερμανική απόβαση στα βρετανικά νησιά. Το e-didaskalia.blogspot.gr κάνει μια ιστορική αναδρομή στη Μάχη της Αγγλίας:
Με τον όρο Μάχη της Αγγλίας (Battle of Britain) έγινε γνωστή η προσπάθεια της αεροπορίας της Ναζιστικής Γερμανίας (Luftwaffe) να καταβάλει τις βρετανικές αεροπορικές δυνάμεις (RAF, Royal Air Force) για να μπορέσει να πραγματοποιηθεί η επιχείρηση "Θαλάσσιος Λέων" (Seelöwe), που προέβλεπε την απόβαση των Γερμανικών δυνάμεων στα Βρετανικά νησιά. Ο όρος προέρχεται από ομιλία του Βρετανού Πρωθυπουργού Ουίνστον Τσώρτσιλ στην Βουλή των Κοινοτήτων στις 18 Ιουνίου 1940, στην οποία ανέφερε: "...Η Μάχη της Γαλλίας, όπως την αποκάλεσε ο Στρατηγός Βεϋγκάν, τελείωσε. Αναμένεται ότι επίκειται η έναρξη της Μάχης της Αγγλίας ."
Ιστορικό υπόβαθρο
Στις 25 Ιουνίου του 1940 η Γαλλία υπέγραψε ανακωχή με την Γερμανία και το μεγαλύτερο τμήμα της (το βόρειο) περιήλθε υπό γερμανική κατοχή. Ο Χίτλερ, έχοντας πλέον υποτάξει ολόκληρη την κεντρική Ευρώπη, είναι απερίσπαστος για να επιπέσει κατά της μόνης χώρας που εξακολουθούσε να αντιτάσσεται στις επεκτατικές του βλέψεις, την Βρετανία. Ο Πρωθυπουργός της, Ουίνστον Τσώρτσιλ, ο οποίος είχε από τον Μάιο αντικαταστήσει τον Νέβιλ Τσάμπερλεν, διακήρυξε ότι η Βρετανία δεν προτίθεται ούτε να συνομιλήσει ούτε να συνθηκολογήσει με τη Ναζιστική Γερμανία, αλλά έχει την σταθερή πρόθεση να συνεχίσει να μάχεται εναντίον της. Ο Τσώρτσιλ παραβλέπει το γεγονός ότι η Βρετανία έχει απομείνει η μόνη χώρα που μάχεται εναντίον της μεγαλύτερης στρατιωτικής δύναμης της Ευρώπης εκείνης της εποχής. Οι αμιγώς στρατιωτικές δυνάμεις που διαθέτει η Βρετανία είναι κυριολεκτικά μηδαμινές, για να μπορέσουν να αντιταχθούν στην Βέρμαχτ. Οι άνδρες που διασώθηκαν από την Δουνκέρκη τον Ιούνιο του ίδιου έτους είναι ολοσχερώς χωρίς εξοπλισμό. Οι Γερμανοί, από τις ακτές του Καλαί βλέπουν τις αγγλικές ακτές και ο Χίτλερ δέχεται συμβουλές για εισβολή στη Βρετανία. Ο Χίτλερ, στο σημείο αυτό, έχει διαπράξει μια αβλεψία, της οποίας τα αίτια δεν είναι απόλυτα ξεκαθαρισμένα: Δεν έχει ούτε καν διανοηθεί απόβαση σε βρετανικό έδαφος. Εξετάζει το ενδεχόμενο αυτό και, μέχρι την εκπόνηση σχετικού σχεδίου, το οποίο επονομάσθηκε "Επιχείρηση Θαλάσσιος Λέων" (Seelöwe) περνά αρκετός καιρός: Το πράσινο φως δεν δίνεται μέχρι τις 16 Ιουλίου. Ο Αρχιστράτηγος Βάλτερ φον Μπράουχιτς εκπονεί το σχετικό σχέδιο, για την πραγματοποίηση του οποίου απαιτείται η μεταφορά δύο κυμάτων στρατευμάτων. Ο Ναύαρχος Έριχ Ρέντερ αντιτίθεται στο σχέδιο: Η Μάγχη είναι δύσκολη θάλασσα, η εποχή της μεταφοράς (Σεπτέμβριος) δεν προσφέρεται ιδιαίτερα, το Ναυτικό δεν διαθέτει κατάλληλα μέσα και, το κυριότερο, αυτά δεν διασφαλίζονται απέναντι στον Αγγλικό στόλο. Η Αεροπορία απαντά ότι ο αγγλικός στόλος δεν θα αποτελεί σοβαρό εμπόδιο, καθώς η Luftwaffe διασφαλίζει την αεροπορική υπεροχή πάνω από την Μάγχη. Αυτό που δεν διασφαλίζεται, όμως, είναι η αεροπορική υπεροχή στο ίδιο το βρετανικό έδαφος. Ο Χέρμαν Γκέρινγκ αναλαμβάνει να την διασφαλίσει, καταστρέφοντας τις δυνάμεις της Βασιλικής Αεροπορίας (RAF) είτε στο έδαφος είτε στον αέρα. Ο Χίτλερ αποφασίζει να εφαρμοστεί ο "Θαλάσσιος Λέων" μόνον εφόσον η RAF θα έχει, πρακτικά, εκμηδενιστεί. Η απόφαση αυτή σηματοδοτεί την έναρξη της Μάχης της Αγγλίας.
Οι εμπόλεμοι: Δυνάμεις και εξοπλισμός
Η Μάχη της Αγγλίας είναι, ιστορικά, η πρώτη μάχη μεταξύ αμιγώς αεροπορικών δυνάμεων. Η Λουφτβάφφε είναι, θεωρητικά, πολύ πιο ισχυρή, σε αριθμό αεροσκαφών, από την αντίπαλό της. Διαθέτει για τη Μάχη της Αγγλίας, 2.660 αεροσκάφη παντός τύπου:
- 1015 βομβαρδιστικά οριζόντιας ρίψης των τύπων Ντορνιέ Do-17, Do-172 και Do-215, Χένκελ He-111 και Γιούνκερς Ju- 88
- 346 βομβαρδιστικά κάθετης εφόρμησης Γιούνκερς Ju-87 (τα επονομαζόμενα "Στούκας")
- 903 καταδιωκτικά Μέσσερσμιτ Bf109
- 375 μαχητικά Μέσσερσμιτ Bf110
Το καλύτερο καταδιωκτικό συνοδείας των βομβαρδιστικών, που διαθέτει η Λουφτβάφφε, είναι το Messerschmitt Bf 109. Ανώτερο σε ταχύτητα και ευχέρεια χειρισμών από το Χάρικεϊν και ανταγωνιζόμενο ευθέως το Σπίτφαϊρ, έχει ένα μεγάλο μειονέκτημα: Την περιορισμένη ακτίνα δράσης του, που ανέρχεται μόνο σε 360 μίλια (600 km). Αυτό έχει ως συνέπεια να μπορεί να παραμένει, το μέγιστο, περίπου 20 λεπτά πέρα από τη Μάγχη. Το μικτής χρήσης καταδιωκτικό - βομβαρδιστικό Messerschmitt Bf 110 δεν μπορεί καν να συγκριθεί με τα βρετανικά καταδιωκτικά: Είναι πολύ αργότερο και ιδιαίτερα δυσχερές στους χειρισμούς και, κατά συνέπεια, στην ευκινησία που απαιτείται για να αντιπαρατεθεί με αυτά.
Η RAF, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της γερμανικής πλευράς, διαθέτει περίπου 300 καταδιωκτικά αεροσκάφη. Η εκτίμηση αυτή είναι λάθος. Είναι αλήθεια ότι η Καταδιωκτική Αεροπορία της Βρετανίας είχε υποστεί σημαντικές απώλειες κατά τη διάρκεια απεμπλοκής των βρετανικών δυνάμεων από το Γαλλικό έδαφος στην Δουνκέρκη. Ο Τσώρτσιλ, όμως, είχε επιβάλει ως υπουργό αεροπορικών εξοπλισμών τον, καναδικής καταγωγής, Μαξ Έικεν, γνωστότερο ως Λόρδο Μπίβεμπρουκ, μεγιστάνα του Τύπου. Ο Λόρδος είναι άσχετος περί τα εξοπλιστικά και ολόκληρη η RAF εξεγείρεται κατά του διορισμού του. Ωστόσο, η μεγάλη του ενεργητικότητα είναι αδιαμφισβήτητη και αποδεικνύεται και στην πράξη: Τον Μάιο το Υπουργείο ανακοινώνει στην RAF την παράδοση 325 νέων αεροσκαφών, αντί των προβλεπόμενων 261. Η αύξηση της παραγωγής δεν σταματά, ακόμη και κατά τους μήνες που η Βρετανία δοκιμάζεται σκληρά από τους βομβαρδισμούς.
Επικεφαλής της Διοίκησης Καταδίωξης (Fighter Command) είναι ο Στρατάρχης Σερ Χιου Ντάουντινγκ (Sir Hugh Dowding). Παλαιός πιλότος ο ίδιος, υποστήριξε εξ αρχής την δημιουργία 55 σμηνών καταδιωκτικών, ως ελάχιστο όριο ασφαλείας των Βρετανικών Νήσων. Δύο τύποι αεροσκαφών (εκτός των παλαιών Μπλένχαϊμ) επρόκειτο να απαρτίσουν αυτά τα σμήνη: Το Χάρικεϊν (Hurricane) και το Σπίτφαϊρ (Spitfire). Στην πράξη το Σπίτφαϊρ αποδείχθηκε καλύτερο και ο Ντάουντινγκ πίεσε με όλες του τις δυνάμεις για την στροφή της παραγωγής προς αυτό. Με όλες αυτές τις συγκυρίες, η Διοίκηση Καταδίωξης διαθέτει περίπου 700 καταδιωκτικά αεροσκάφη, από τα οποία πάνω από 600 είναι των δύο αυτών τύπων, διπλάσιο, δηλαδή, αριθμό από αυτόν που υπολογίζουν οι Γερμανοί κατά την έναρξη της Μάχης της Αγγλίας.
Οι Γερμανοί αγνοούν, επίσης, το βασικό αμυντικό όπλο των Βρετανών, το σύστημα έγκαιρης επισήμανσης των αεροσκαφών τους με τη βοήθεια του συστήματος που αρχικά ονομάστηκε RDF (Radio Detection Finding, Ραδιοεντοπισμός) και, αργότερα, μετονομάστηκε σε Ραντάρ. Ήταν επινόηση του Σερ Ρόμπερτ Ουάτσον - Ουάτ(Sir Robert Watson - Watt), επικεφαλής του Εθνικού Ινστιτούτου Φυσικής. Το δίκτυο των σταθμών ραντάρ έφερε το όνομα "Chain Home" και συνοδευόταν από ένα ακόμη επικουρικό δίκτυο, για την ανίχνευση αεροσκαφών που πετούν χαμηλά και επονομάστηκε "Chain Home Low-Flying". Χάρη στο ραντάρ, που, το 1940, η Βρετανία είναι η μόνη χώρα στον κόσμο που το διαθέτει, οι Βρετανοί μπορούν να ανιχνεύουν την τακτική των αντιπάλων και να αναπτύσσουν κατάλληλα τις δυνάμεις τους για την αντιμετώπισή τους. Παρά την ύπαρξη του ραντάρ, οι Βρετανοί δεν παραμελούν και το Σώμα των Παρατηρητών (Observer Corps), επειδή το ραντάρ κατοπτεύει μεν τις ακτές, δεν μπορεί, όμως, ακόμη, να κάνει το ίδιο και με τα ενδότερα της χώρας.
Μια ακόμη, ζωτικής σημασίας για την έκβαση της Μάχης και την Διοίκηση Καταδίωξης υπηρεσία ήταν αυτή της αναγνώρισης εχθρικών ή φίλιων αεροσκαφών. Η περισσότερο χρησιμοποιούμενη μέθοδος επονομάσθηκε IFF (από τα αρχικά των λέξεων "Identification Friend or Foe", καθορισμός φίλιου ή εχθρικού (αεροσκάφους)) και βασιζόταν σε μια συσκευή, που την έφεραν μόνο τα βρετανικά αεροσκάφη: Η συσκευή αυτή δεχόταν σήμα από μια αντίστοιχη επίγεια και το επανεξέπεμπε πολύ πιο ισχυρό. Έτσι, η επίγεια δύναμη αναγνώρισης μπορούσε, ακόμη και με ασαφή οπτική επαφή, να αναγνωρίσει, από την ισχύ του λαμβανόμενου σήματος, τα φίλια αεροσκάφη. Παράλληλα, επειδή προέβλεπαν ότι τα αεροδρόμια των Sector Stations θα ήταν από τους βασικούς στόχους του αντιπάλου, έχουν μεταφέρει εκεί ποσότητες από όλα τα απαραίτητα υλικά που απαιτούν οι επισκευές τους.
Οι Γερμανοί, από την πλευρά τους, διέθεταν ένα σύστημα εντοπισμού στόχων κατά τους νυκτερινούς βομβαρδισμούς, το οποίο αποκαλούσαν, λόγω του σχήματος των ακτίνων εντοπισμού, "Knickebein" (στραβό πόδι). Ωστόσο, οι πρώτες εφαρμογές του δεν ήταν ιδιαίτερα ενθαρρυντικές, και η ραδιοκατεύθυνση θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως υποτυπώδης. Ως συνέπεια, οι πρώτοι από τους νυκτερινούς βομβαρδισμούς, που επιχείρησαν οι Γερμανοί, είχαν πενιχρά αποτελέσματα. Το σύστημα βελτιώθηκε σημαντικά, κύρια χάρη στην αλλαγή στοιχείων στις κεραίες του, ωστόσο οι Βρετανοί επινόησαν ένα σύστημα, που επονόμασαν "ασπιρίνη" και κατάφεραν να το εξουδετερώνουν, επειδή οι Γερμανοί όφειλαν να το θέτουν σε λειτουργία αρκετά πριν τα αεροσκάφη τους προσεγγίσουν τους στόχους.
Στρατηγική
RAF
Ο Ντάουντινγκ κατένειμε τις δυνάμεις της Διοίκησης Καταδίωξης σε τέσσερις Ομάδες, τις οποίες επονόμασε Sector Stations:
- Η Ομάδα 13, με κέντρο Διοικήσεως στο Νιούκαστλ (Newcastle), ελέγχει ολόκληρη τη Βρετανία από το κέντρο και βορειότερα. Διοικείται από τον Ρίτσαντ Σολ(Richard Saul).
- Η Ομάδα 12, με κέντρο Διοικήσεως στο Τσερτς Φέντον (Church Fenton) του Νόττιγχαμ, ελέγχει τα βιομηχανικά κέντρα της περιοχής των "Midlands" και το Λονδίνο. Διοικείται από τον Σερ Τράφορντ Λι - Μάλλορι (Trafford Leigh-Mallory).
- Η Ομάδα 10 , με κέντρο Διοικήσεως στο Φίλτον (Filton) του Μπαθ, ελέγχει την Νοτιοδυτική Αγγλία. Διοικείται από τον Σερ Κουέντιν Μπραντ (Quintin Brand).
- Η Ομάδα 11, πιο σημαντική από όλες, ελέγχει την Νοτιοδυτική Αγγλία, δηλαδή την περιοχή όπου οι Άγγλοι περιμένουν την εισβολή των Γερμανικών δυνάμεων. Κέντρο Διοικήσεως έχει στο Μπίγκιν Χιλ (Biggin Hill) του Άξμπριτζ. Διοικείται από τον Σερ Κιθ Παρκ (Keith Park)
Ο ίδιος ο Ντάουντινγκ έχει ως έδρα της Διοίκησης Καταδίωξης το Μπέντλεϊ Πράιορι (Bentley Priory) .
Luftwaffe
Ο Γκέρινγκ, αντίστοιχα, έχει κατανείμει τις δυνάμεις του σε τρεις αεροπορικούς στόλους:
- Ο Luftflotte 2 διοικείται από τον Στρατάρχη Άλμπερτ Κέσσελρινγκ (Albert Kesselring), εδρεύει στις Βρυξέλλες και το κέντρο Διοικήσεώς της βρίσκεται στο Γκρι Νε απέναντι από τις βρετανικές ακτές. Αντικειμενικοί στόχοι του βρίσκονται στη γραμμή Πόρτσμουθ - Μάντσεστερ.
- Ο Luftflotte 3 διοικείται από τον Στρατάρχη Χούγκο Σπέρρλε (Hugo Sperrle), εδρεύει στο Παρίσι και έχει κέντρο Διοικήσεως στη Ντωβίλ (Dauville). Αντικειμενικοί του στόχοι οι νότιες και νοτιοδυτικές κομητείες της Αγγλίας.
- Ο Luftflotte αριθ. 5 εδρεύει στην Νορβηγία, διοικείται από τον Πτέραρχο Στουμπφ (Stumpf) και έχει αντικειμενικούς στόχους στη βόρεια Αγγλία και στην Σκωτία.
Οι αερομαχίες
Πρώτη φάση: 10 Ιουλίου - 12 Αυγούστου
Ως επίσημη ημερομηνία έναρξης της Μάχης της Αγγλίας δίδεται η 13η Αυγούστου 1940. Η ημέρα αυτή έχει επονομασθεί, από τους Γερμανούς, "ημέρα του αετού" (Adlertag). Ωστόσο, σε μια προπαρασκευαστική έξοδο, τα γερμανικά βομβαρδιστικά επιτίθενται σε στόχους - σταθμούς ραντάρ πολύ κοντά στις ακτές ήδη από τις 12 Αυγούστου. Το αποτέλεσμα της επίθεσης είναι ανησυχητικό για τους Βρετανούς, καθώς ο προχωρημένος σταθμός ραντάρ της νήσου Γουάϊτ (Isle of Whyte) καταστρέφεται ολοσχερώς και απαιτούνται 15 τουλάχιστον ημέρες για την αντικατάστασή του.
Δεύτερη φάση: 13 - 18 Αυγούστου
Στις 13 Αυγούστου οι Γερμανοί επιτίθενται με τρεις σχηματισμούς σκαφών. Στόχοι τους οι εγκαταστάσεις των αεροδρομίων του Κεντ, του Χόκιντζ και του Μάνστον. Στόχο αποτελεί, επίσης, και το Φάρνμπορο (Farnborough), στο οποίο υπάρχουν σημαντικές αεροναυτικές εγκαταστάσεις. Η RAF υπερασπίζει αποτελεσματικά τον εθνικό εναέριο χώρο της: Οι ζημιές στα αεροδρόμια είναι τόσο μικρές, που όλα επισκευάζονται πριν περάσουν 10 ώρες. Οι εγκαταστάσεις στο Φάρνμπορο δεν πλήττονται καθόλου και η Λουφτβάφφε χάνει 45 εν όλω αεροσκάφη έναντι 13 των Βρετανών (διασώζονται, όμως, έξι από τους πιλότους). Διαπιστώνεται για πρώτη φορά η αναποτελεσματικότητα των Στούκας απέναντι σε ισχυρά καταδιωκτικά, ενώ η αεράμυνα δεν χάνει την ψυχραιμία της και τα αντιαεροπορικά πυρά είναι και πυκνά και εύστοχα. Ο Γκέρινγκ και οι αρχηγοί των αεροστόλων του δεν αντιλαμβάνονται αμέσως ότι είναι αδύνατος ο αιφνιδιασμός που πέτυχαν στην Γαλλία και στην Πολωνία και αυτό θα αποδειχθεί μεγάλο σφάλμα στην εξέλιξη της Μάχης.
Στις 14 Αυγούστου δεν διεξάγονται επιχειρήσεις λόγω της κακοκαιρίας. Στις 15 Αυγούστου επιτίθεται για πρώτη (και τελευταία φορά, κατά τη διάρκεια της ημέρας) ο Στόλος της Νορβηγίας. Στην επίθεση δεν συμμετέχουν Μέσσερσμιτ Bf109, καθώς δεν διαθέτουν την απαιτούμενη ακτίνα δράσης. Τα έχουν αντικαταστήσει τα Μέσσερσμιτ Bf110, τα οποία, παρά την δύναμη πυρός τους, είναι ανίσχυρα μπροστά στα βρετανικά καταδιωκτικά. Τα βομβαρδιστικά δεν καταφέρνουν καν να πλησιάσουν την αγγλική ακτή: Ρίχνουν τις βόμβες τους στη θάλασσα και τρυπώνουν στα σύννεφα για να διαφύγουν. Ανεξήγητο παραμένει για τους Γερμανούς το γεγονός της έγκαιρης επισήμανσής τους και της συγκεντρωτικότητας της βρετανικής αεροπορίας (εξακολουθούν να αγνοούν την ύπαρξη του ραντάρ). Στις 16 η Λουφτβάφφε επαναλαμβάνει με μικρότερη σφοδρότητα τις επιθέσεις της, αλλά στις 18 βομβαρδίζει τα αεροδρόμια στο Κένλεϊ (Kenley), στο Κρόιντον (Croydon), στο Γουέστ Μάλλινγκ (West Malling) και στο Μπίγκιν Χιλ (Biggin Hill). Το Κένλεϊ υφίσταται πολύ σοβαρές ζημιές, αλλά οι γερμανικές απώλειες σε "στούκας" είναι τόσο βαρειές, που αναγκάζουν την γερμανική ηγεσία να τα αποσύρει ολοσχερώς από τις επικείμενες επιδρομές.
3η Φάση: 24 Αυγούστου - 6 Σεπτεμβρίου
Από τις 19 έως και τις 23 Αυγούστου η κακοκαιρία αναστέλλει όλες τις αεροπορικές εξόδους. Η ανάπαυλα επιτρέπει κάποιες επισκευές στις πληγείσες εγκαταστάσεις, αλλά στις 24 Αυγούστου οι Γερμανοί επανέρχονται με νέα τακτική: Συγκεντρώνουν το πυρ τους σε επιλεγμένους στόχους, που είναι τα προκεχωρημένα αεροδρόμια του "Sector Station" αριθ. 11, πολλά από τα οποία υφίστανται ζημιές. Ο Ντάουντινγκ ανησυχεί πολύ σοβαρά για τις ζημιές αυτές, γιατί, αν τα αεροδρόμια αυτά αχρηστευθούν, η ακτίνα δράσης των σμηνών του θα περιοριστεί σημαντικά. Στις 30 Αυγούστου το Μπίγκιν Χιλ πρακτικά αχρηστεύεται, αφού υφίσταται δύο διαδοχικές επιθέσεις, με τη δεύτερη ιδιαίτερα εύστοχη. Η επίθεση εναντίον του επαναλαμβάνεται στις 31, καθώς και σε άλλα αεροδρόμια, τα οποία αχρηστεύονται προσωρινά. Ο Ντάουντινγκ αρχίζει να πιστεύει ότι οι Γερμανοί βρήκαν την αχίλλειο πτέρνα του βρετανικού αμυντικού συστήματος. Το Μπίγκιν Χιλ πλήττεται ξανά στις 5 Σεπτεμβρίου και οι βρετανικές απώλειες σε αεροσκάφη και έμψυχο υλικό έχουν αρχίσει να φθάνουν σε ανησυχητικά επίπεδα.
4η Φάση: 7 Σεπτεμβρίου και εντεύθεν, επίθεση κατά του Λονδίνου
Στο σημείο αυτό οι Γερμανοί διαπράττουν το μοιραίο σφάλμα: Αλλάζουν τακτική, εγκαταλείποντας τα αεροδρόμια των Sector Stations. Στόχος τους, αυτή τη φορά, είναι η ίδια η βρετανική πρωτεύουσα, το Λονδίνο. Στόχος αρκετά μακριά από την ακτή, επιτρέπει την έγκαιρη επισήμανση των επιτιθέμενων και δίνει αρκετό χρόνο στα βρετανικά καταδιωκτικά για την αντιμετώπισή τους. Το σφάλμα αυτό είναι μοιραίο και ήταν από μόνο του αρκετό για να επηρεάσει αποφασιστικά την τελική έκβαση της μάχης. Ο Ντόουντινγκ το αντιλαμβάνεται αμέσως και νιώθει ανακούφιση. Το ίδιο αντιληπτό, όμως, γίνεται και από τους Γερμανούς ηγέτες, οι οποίοι διαμαρτύρονται στον επικεφαλής Στρατάρχη Γκέρινγκ. Όμως, ο Στρατάρχης δεν τους λαμβάνει υπόψη του: Τα γερμανικά βομβαρδιστικά, αιφνιδιάζοντας τους Βρετανούς του Τομέα 11, που δεν περίμεναν επίθεση κατά του Λονδίνου, κατάφεραν να επιφέρουν αρκετές καταστροφές στην πόλη (7 Σεπτεμβρίου) και ανάβουν τεράστιες πυρκαϊές στο λιμάνι και στο Ίστ Εντ. Εξηγεί στους υφισταμένους του ότι ο Φύρερ είχε τη μεγαλοφυή έμπνευση των τρομοκρατικών βομβαρδισμών (Terrorangriff). Ο ίδιος συναντά τα πληρώματα των αεροσκαφών που επιστρέφουν και συνθέτει στο ραδιόφωνο μια ομιλία, στην οποία ανταγωνίζεται τον Νέρωνα και προκαλεί ενόχληση ακόμη και στους Γερμανούς Στρατηγούς.
Η πιο αποφασιστική ημέρα για την έκβαση της Μάχης ήταν η 15η Σεπτεμβρίου. Οι Βρετανοί διέθεσαν περίπου 17 σμήνη για να αντιμετωπίσουν τις γερμανικές επιθέσεις και κατάφεραν να καταρρίψουν περισσότερα από 60 εχθρικά σκάφη, χάνοντας μόνο 13 δικά τους, χωρίς καμιά σχεδόν απώλεια ζωής. Από το σημείο αυτό και ύστερα έγινε αντιληπτό ότι η RAF κάθε άλλο παρά εκμηδενισμένη ήταν και η απόβαση δεν είχε πιθανότητες επιτυχίας. Ο Χίτλερ παραιτήθηκε από τον "Θαλάσσιο Λέοντα", αν και οι βομβαρδισμοί κατά του Λονδίνου και άλλων βρετανικών πόλεων θα συνεχισθούν μέχρι τον Οκτώβριο. Σταδιακά οι βομβαρδισμοί θα σταματήσουν, καθώς η Γερμανική Αεροπορία απασχολείται (και αναλώνεται) στο Ανατολικό μέτωπο.
Συνέπειες
Η επικράτηση της RAF απέναντι σε μια αεροπορία κατά πολύ υπέρτερη σε αριθμό ανέδειξε, κατά μερικούς ιστορικούς, τον ερασιτεχνισμό και την αδυναμία των ανωτάτων παραγόντων του Ναζιστικού καθεστώτος: Ο Χίτλερ απέδειξε ότι δεν διέθετε κανένα αξιόλογο στρατηγικό νου και ήλπιζε ότι απλά και μόνο οι (τρομοκρατικοί) βομβαρδισμοί (Terrorangiff) κατά του Λονδίνου θα φόβιζαν τόσο πολύ τους Άγγλους, ώστε αυτοί θα εκλιπαρούσαν για συνθηκολόγηση. Το ίδιο σφάλμα διέπραξε και αργότερα με τους βομβαρδισμούς με βλήματα V-1 και V-2, τα οποία και πάλι χρησιμοποίησε για εκφοβιστικούς βομβαρδισμούς στο Λονδίνο, αγνοώντας τους πιο ενδιαφέροντες στόχους: τα πλήθη των αποβατικών δυνάμεων που συσσωρεύονταν στις Αγγλικές ακτές, έτοιμα να αποβιβαστούν στην Νορμανδία. Επίσης, αγνοήθηκε η ύπαρξη του αγγλικού στόλου που, κι αν ακόμα θεωρηθεί ότι η Luftwaffe επιτύγχανε την απόλυτη κυριαρχία στον αέρα, ο στόλος αυτός θα αποτελούσε σημαντικό εμπόδιο για οποιαδήποτε μέτριας - από άποψη ναυτικών δυνάμεων - αξίας αποβατική δύναμη, όπως αυτή που διέθετε τότε η Γερμανία.
Τεχνικά ο Γκέρινγκ δεν έδειξε να συλλαμβάνει τις αδυναμίες της ίδιας του της δύναμης. Τα βομβαρδιστικά του δεν ήταν ακόμη σε θέση να εξοντώσουν τεράστιας έκτασης πόλεις και πολλούς άλλους διεσπαρμένους στόχους, από όπου η Αγγλία τροφοδοτούσε την πολεμική της μηχανή. Τα βομβαρδιστικά κάθετης εφόρμησης "Στούκα" (Junkers JU87) ήταν κατάλληλα μόνο στις χώρες χωρίς σημαντική αντίπαλη αεροπορία και με αδύναμη αντιαεροπορική άμυνα, αλλά αποδείχτηκαν πολύ ευάλωτα μπροστά στα νεότερα βρετανικά καταδιωκτικά και σε μια αντιαεροπορική άμυνα "που δεν χάνει την ψυχραιμία της" και αποτραβήχτηκαν σε άλλα, πιο ασφαλή, μέτωπα. Τα καταδιωκτικά του, αν και αποδείχτηκαν πολύ καλά για την εποχή 1939-40, είχαν πολύ περιορισμένη ακτίνα δράσης και δεν μπορούσαν να προστατεύσουν επαρκώς τα βομβαρδιστικά τους. Επέδειξε δε, στη συνέχεια, αδιαφορία για την εξέλιξη της αεροπορίας του και, όταν ένας από τους καλύτερους Γερμανούς πιλότους, ο Άντολφ Γκάλαντ (Adolf Gallant), διαμαρτυρήθηκε στον Στρατάρχη του Ράιχ εναντίον μιας προπαγάνδας που παρουσίαζε τους πιλότους της Λουφτβάφφε να μάχονται εναντίον δειλών, ο Γκέρινγκ τον ρώτησε: "Και τι θα έπρεπε να σας δώσουμε για να είστε ευχαριστημένος;". Ο Γκάλαντ, θαρρετά, του απάντησε: "Να μας δώσετε Σπίτφαϊρ!". Η γερμανική αεροπορική βιομηχανία είχε δημιουργήσει μερικά ιδιαίτερα αξιόλογα αεροσκάφη, μεταξύ των οποίων και το πρώτο τζετ στην Ιστορία, το Messerschmitt Me 262A2. Η αδιαφορία του Γκέρινγκ και ο ερασιτεχνισμός του Χίτλερ δεν επέτρεψαν την κατασκευή του ως καταδιωκτικού, αντίθετα ο Χίτλερ απαίτησε να το μετατρέψουν σε "υπερταχύ βομβαρδιστικό" (Schnellest bomber), πράγμα που καθυστέρησε μοιραία την έγκαιρη παραγωγή του σε μεγάλους αριθμούς.
Κατά πολλούς ιστορικούς, αλλά και σύμφωνα με τη διεθνή κοινή γνώμη της εποχής, η επίθεση της Ναζιστικής Γερμανίας εναντίον της ΕΣΣΔ οφειλόταν στην αδυναμία του Χίτλερ να καταβάλει τους Βρετανούς. Ο Τσώρτσιλ, σε λόγο του, ανέφερε χαρακτηριστικά: "Ο Χίτλερ ρίχτηκε κατά της Ρωσίας για να μπορέσει να καταβάλει τούτο δω το νησί..." και τη γνώμη του συμμερίζονταν πολλοί σύγχρονοί του. Σύμφωνα, όμως, με τον Βίλχελμ Κάιτελ, που ήταν ένας από τους "παλατίνους" του Χίτλερ, η απόφαση αυτή προερχόταν από τον εντοπισμό, εκ μέρους του Χίτλερ, κινδύνου σταδιακής πρόσδεσης της Γερμανίας στην ΕΣΣΔ, λόγω της ισχυρής εξάρτησής της σε πρώτες ύλες.
Η απώλεια της Μάχης της Αγγλίας και η μη πραγματοποίηση του "Θαλάσσιου Λέοντα" είχαν αποφασιστική σημασία στην έκβαση του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.