Σ' ένα μοναστήρι, ο αρχι-ηγούμενος συγκεντρώνει ένα πρωί όλους τους μοναχούς και τους λέει πως κάποιος ή κάποιοι από αυτούς έχουν πάνω τους το σημάδι του σατανά και πως πρέπει να το καταλάβουν μόνοι τους και να φύγουν απ' το μοναστήρι. Το σημάδι αυτό είναι ένα κόκκινο στίγμα στο μέτωπο. Η μοναδική επαφή που έχουν οι μοναχοί μεταξύ τους είναι οπτική: κάθε πρωί συγκεντρώνονται όλοι, σχηματίζουν έναν μεγάλο κύκλο και προσεύχονται. Έτσι μπορούν να δουν ο ένας τον άλλο, αλλά απαγορεύεται να του μιλήσουν ή να του κάνουν οποιοδήποτε νόημα. Επίσης σ' όλο το μοναστήρι δεν υπάρχουν καθρέφτες, οπότε είναι αδύνατο να δει ένας μοναχός εάν έχει το στίγμα. Την πρώτη μέρα δεν φεύγει από το μοναστήρι κανείς. Τη δεύτερη μέρα δεν φεύγει κανείς. Την τρίτη μέρα ένας αριθμός μοναχών φεύγει από το μοναστήρι γιατί κατάλαβε πως έχει το στίγμα. Πόσοι ήταν αυτοί;
Απάντηση:
Αν είχε ένας μόνο μοναχός το στίγμα, τότε βλέποντας ότι όλοι οι άλλοι είναι καθαροί και ξέροντας ότι οπωσδήποτε κάποιος το έχει, θα καταλάβαινε από την πρώτη μέρα πως είναι αυτός και θα έφευγε. Αφού όμως δεν έφυγε κανείς την πρώτη μέρα, σημαίνει πως το στίγμα το έχουν περισσότεροι από ένας. Εάν το στίγμα το είχανε δύο, τότε ο καθένας τους βλέποντας άλλον έναν με στίγμα και όλους τους άλλους καθαρούς, θα καταλάβαινε πως και αυτός έχει το στίγμα, γιατί ο άλλος δεν έφυγε από την πρώτη μέρα. Έτσι, κάνοντας αυτόν τον συλλογισμό, θα έφευγαν και οι δύο τη δεύτερη μέρα. Αφού όμως ούτε και τη δεύτερη μέρα έφυγε κανείς, σημαίνει πως το στίγμα το έχουν περισσότεροι από δύο. Εάν το στίγμα το είχανε τρεις, θα περίμενε ο καθένας, από τους δύο που βλέπει, να φύγουν από τη δεύτερη μέρα. Αφού δεν έφυγαν σημαίνει πως το έχει και αυτός. Άρα αφού την τρίτη μέρα κάποιοι μοναχοί φεύγουν από το μοναστήρι, σημαίνει πως είναι τρεις, όσοι ακριβώς έχουν και το στίγμα. Γενικά ισχύει ότι όσους στιγματισμένους μοναχούς βλέπει ένας οποιοσδήποτε άλλος μοναχός, αυτή τη μέρα περιμένει να φύγουν. Αν δεν φύγουν, σημαίνει πως έχει το στίγμα κι αυτός!